στούμπος
και στρούμπος, ο, Ν
1. ξύλινος κόπανος
2. μεγάλη πέτρα
3. ειρων. κοντός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. stonpa].
Ψάχνω να βρω την λέξη stonpa και δεν υπάρχει

Υπάρχουν όμως οι штомпа και η штампа, στόμπα και στάμπα.
Οπότε εντάξει δεν έγινε ζημιά... ένα ν αντι για μ στην σειρά μ,ν...
Αλλά γιατί σλαβική;

ΤΣΠ

σλάβικα μιλάγανε στην αρχαιότητα ;
«στιβαρὸν στύπος ἀμπέλου»
LSJ.
Σπάνιος εκφραστικός τύπος, ο οποίος πρέπει να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)teup-, η οποία έχει διπλή σημ. «κορμός, κούτσουρο» και «κτυπώ, κοπανίζω» (πρβλ. τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. στυπάζει, βροντᾷ, ψοφεῖ, ὠθεί και στυφᾶν βροντᾶν)
τύπτω = κτυπώ (κτουπώ) => κτύπος (κτούπος) => τύπος (τούπος)
τύπος (túpos) τούπος
τύμπανον (túmpanon) τούμπανον
τύψις (túpsis) τούπσις
Συγγενική με το πρωτοιταλικό *stupēō, και την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)tewp-, από την *(s)tew- («να σπρώχνω, να κτυπώ»).
Ομόλογα περιλαμβάνουν τα αρχαία ελληνικά τύπτω (túptō, «κτυπάω»), τα σανσκριτικά तोपति (tópati, «να βλάπτω»), τα αλβανικά shtyj («ώθηση»), τα παλαιοεκκλησιαστικά σλαβονικά тъпати (tŭpati), παλαιά Αγγλικά stēap.
one step ahead.
γιάνα ποτάκι βγήκαμε, γινήκαμε στουπί,
ας φάμε έναν πατσά, σκορδaglioστουμπιστί
ακόμα αναρωτιέμαι γιατί οι δικοί μας σλαβετοιμολογούν και τουρκετοιμολούν, ενώ είναι φως φανάρι πως υπάρχει αστοχία στην ετυμολόγηση και ευστοχία στην ετοιμολόγηση και μόνον και δεν αντιλαμβάνομαι το γιατί και το διότι...
υπάρχει ένας λογικός φορουμίτης να μας εξηγήσει τύπε ;
