2. αβυσσομαχικό: (ε.φ.) το τμήμα του στρατού που αποτελείται από αστροναύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική space force)
3. αγγελιοχλεύς: άτομο που αποστέλνει διαφημίσεις σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις χωρίς εξουσιοδότηση απο τους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική spammer = σπάμερ) (© stavmanr)
4. αγγελιόχληση: ηλεκτρονική διαφήμιση που εμφανίζεται χωρίς εξουσιοδότηση από το χρήστη (μτφ. δ. απο την αγγλική spam = σπαμ) (© stavmanr)
5. αγκιστροΰφαντο: το χριτς χρατς, δυο επιφάνειες η μια με μικροσκοπικές θηλιές η άλλη με μικροσκοπικά γαντζάκια που όταν εφάπτονται με ελαφρή πίεση σταθεροποιούνται για να κλείσουν παπούτσια, ρούχα, τσάντες, θήκες κ.α. (μτφ. δ. απο την αγγλική εμπορική ονομασία velcro) (© κάποιος_Νίκος)
6. αγκυροερίφιο: μαλλί απο κατσίκα Αγκύρας (μτφ. δ. απο την τουρκ. tiftik = τιφτίκι)
7. αγκυροκόνικλος: είδος κουνελιού με μακρύ τρίχωμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. Ankara = ανκορά)
8. αγκυρουλκώ: στρέφω βαρούλκο, για να σηκώσω άγκυρα ή βάρκα (μτφ. δ. απο την ιταλική virare = βιράρω)
9. αγκυρόφθαλμος: κυκλικό ή ελλειψοειδές άνοιγμα τής παρειάς τού πλοίου στην περιοχή τής πλώρης, από το οποίο περνά η αλυσίδα τής άγκυρας (μτφ. δ. απο την ιταλική occhio = όκιο)
10. αγόραγχος: φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν εμφανίζεται σε πολύ κόσμο (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ)
11. αγοράδεστρο: είδος προκαταβολής που δίνεται για αγορά, ώστε ο πωλητής να μην πουλήσει το αντικείμενο της συναλλαγής σε άλλον μέχρι να γίνει η οριστική πώληση (μτφ. δ. απο την ιταλική caparra = καπάρο)
12. αγροδρομία: (αθλητ.) τύπος αγώνα με μοτοσυκλέτες, κατά τον οποίο οι αναβάτες μοτοσυκλετιστές εκτελούν διαδρομή σημειωμένη σε ανοιχτό έδαφος και έξω από τους υπάρχοντες δρόμους (μτφ. δ. απο την αγγλική motocross = μοτοκρός)
13. αγροικίσκος: καλύβα κτισμένη μέσα σε αγρό (μτφ. δ. απο την τουρκ. dam = ντάμι)
14. αγχίδορο: ένδυμα που καλύπτει το επάνω μέρος τού σώματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική blouse = μπλούζα)
15. αγχιεκπομπή: τεχνική διευθυνσιοδότησης και δρομολόγησης δικτύων, κατά τον οποίο τα πακέτα δρομολογούνται στον «εγγύτερο» ή «καλύτερο» προορισμό, σύμφωνα με τη τοπολογία δρομολόγησης (μτφ. δ. απο την αγγλική anycast)
16. αγχιθέσιο: μεγάλο κάθισμα που συνήθως διαθέτει πλάτη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν περισσότερα του ενός άτομα (μτφ. δ. απο τη γαλλική canapé = καναπές)
17. αγχιληψία: κοντινό πλάνο κινηματογραφικής λήψης (μτφ. δ. απο τη γαλλική gros plan = γκρο πλαν)
18. αγωνιωδία: δραματικό λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό έργο με έντονο το στοιχείο της αγωνίας (μτφ. δ. απο την αγγλική thriller = θρίλερ)
19. αδαμαντάορας: (ε.φ.) σπαθί του οποίου η κόψη είναι ένα μονολιθικό διαμάντι (μτφ. δ. απο την αγγλική crystal sword)
20. αδηούχος: (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Άδη (μτφ. δ. απο την αγγλική plutonian)
21. αδιαμορφωσιά: υπαίθρια έκταση σε κατοικημένη περιοχή, ή κοντά σε αυτήν, που δεν έχει διαμορφωθεί (μτφ. δ. απο την τουρκ. alan = αλάνα)
22. αδραναπορροφητής: (ε.φ.) διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης των δυνάμεων που ασκούνται στο πλήρωμα κατα τη διάρκεια μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper) (© clot)
23. αδρανεκμηδενιστής: (ε.φ.) διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης των δυνάμεων που ασκούνται στο πλήρωμα κατα τη διάρκεια μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper) (© clot)
24. αεριθύνωπο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
25. αερολισθηρίδα: εφαρμοστό ένδυμα ιδιαιτέρας ανθεκτικότητας (μτφ. δ. απο την αγγλική skinsuit)
26. αερομβώτιο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
27. αερομπότ: (αερο[ρο]μποτ) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© Hellegennes)
28. αερομποτάνκ: μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα το οποίο μπορεί και να ίπταται (μτφ. δ. απο την αγγλική tank copter drone) (© Hellegennes)
29. αζωαύτεργο: (α-[στερητικό] + ζωή + αυτό + έργο) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)(© stavmanr)
30. αζωθυπνία: (άζωτο + ὕπνος) τεχνητή χειμερία νάρκη σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες που επιτυγχάνονται με εμβάπτιση σε υγρό άζωτο (μτφ. δ. απο την αγγλική cold sleep)
31. αζωθύπνιος: (ε.φ.) άτομο ευρισκόμενο σε κρυογονική νάρκη (μτφ. δ. απο την αγγλική cold sleeper)
32. αζωτόκλινο: (ε.φ.) διαστημόπλοιο στο οποίο το πλήρωμα βρίσκεται σε τεχνητή χειμερία νάρκη για να επιζήσει μακρόχρονα ταξίδια στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική sleeper ship)
33. αθλοχορεύτρια: χορεύτρια ομάδας που παρουσιάζει ένα μίγμα χορού και γυμναστικών επιδείξεων στα ημίχρονα διαλείμματα των αθλητικών αγώνων προς διασκέδαση των θεατών (μτφ. δ. απο τη γαλλική majorette = μαζορέτα)
34. αιγλαμπτήρας: (αίγλη + λαμπτήρας) γυάλινος σωλήνας ο οποίος περιέχει δύο ηλεκτρόδια και είναι γεμάτος από το χημικό στοιχείο Νέον υπό ελαττωμένη πίεση και καθίσταται φωτεινός με την εφαρμογή ορισμένης τάσης στα ηλεκτρόδιά του (μτφ. δ. απο τη γαλλική néon = νέον)
35. αιθερογραφία: αναγραφή διαφημιστικών μηνυμάτων στον ουρανό μέσω ιχνών συμπύκνωσης που εκκρίνονται απο αεροσκάφη (μτφ. δ. απο την αγγλική skywritting)
36. αϊκόλογο: (ἀϊκή [απότομη κίνηση] + λόγος) έκφραση και συχνά λογοπαίγνιο που χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ή να υπενθυμίσει κάτι (μτφ. δ. απο την ιταλική attacca = ατάκα)
37. αιματόκιτρος: κοινή ονομασία μιας παραλλαγής τής πορτοκαλιάς η οποία χαρακτηρίζεται από την εύχυμη και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου αιματόχροη σάρκα τού καρπού της (μτφ. δ. απο τη γαλλική sanguigni = σαγκουίνι) (© κάποιος_Νίκος)
38. αιμοπιτυλωδία: είδος ταινιών τρόμου, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος (μτφ. δ. απο την αγγλική splatter = σπλατεριά)
39. αισθησιοποιός: κάθε ηθοποιός που παίρνει μέρος σε ταινία πορνό (μτφ. δ. απο την αγγλική pornstar = πορνοστάρ)
40. αιωροδιοχετευτήρας: (ε.φ.) σωλήνας εντός του οποίου είναι εξουδετερωμένη η βαρύτητα και χρησιμοποιείται για τις μεταφορές των αιωρουμένων μέσα σε αυτόν αντικειμένων και προσώπων (μτφ. δ. απο την αγγλική dropshaft)
41. αιωρόδιφρος: (ε.φ.) ανοικτό όχημα που αιωρείται (μτφ. δ. απο την αγγλική skimmer)
42. αιωροπλωρίζω: ρ. για ταχύπλοο σκάφος που κινείται με υψωμένη την πλώρη (μτφ. δ. απο την αγγλική planer = πλανάρω)
43. αιωρόσυρμος: εναέριο μεταφορικό μέσο με θαλαμίσκους που μετακινούνται αναρτημένοι σε πολύ ισχυρά καλώδια μεταφέροντας επιβάτες ή εμπορεύματα σε ορεινές δυσπρόσιτες περιοχές ή χιονοδρομικά κέντρα (μτφ. δ. απο τη γαλλική télépherique = τελεφερίκ)
44. ακραιομορία: μικρή ομάδα ακραίας, άκαμπτης ιδεολογίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική groupuscule = γκρουπούσκουλο)
45. ακρογεισόπλεκτο: οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική feston = φεστόνι)
46. ακτινορρίπτης: (ε.φ.) ακτινοβόλο όπλο (μτφ. δ. απο την αγγλική ray gun)
47. ακτινορρίπτω: πυροβολώ με ακτινοβόλο (μτφ. δ. απο την αγγλική ray)
48. ακτινουλκώ: (ε.φ.) ρυμουλκώ σκάφος ή αντικείμενο εξ αποστάσεως μέσω ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική tractor beam pulling)
49. αλαβοκύλικας: α- (στερητικό) + λαβή + κύλικας, ημισφαιρικό κεραμικό, πορσελάνινο ή γυάλινο αγγείο, σχετικά μικρό, για το σερβίρισμα π.χ. του παγωτού (μτφ. δ. απο την αγγλική bol = μπολ)
50. αλατόβακτρο: αλμυρό ραβδοειδές μπισκότο (μτφ. δ. απο τη γαλλική bâton salé = μπατόν σαλέ)
51. αλεξέλξιο: (ε.φ.) διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης των δυνάμεων που ασκούνται στο πλήρωμα κατα τη διάρκεια μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper)
52. αλευράρτυμα: κρέμα απο γάλα, αλεύρι και αυγό που τοποθετείται σε στρώσεις φαγητών (μτφ. δ. απο τη γαλλική béchamel = μπεσαμέλ)
53. αλευροξάλμη: ειδική σάλτσα (από ξίδι, σκόρδο, ντομάτα, αλεύρι κτλ.) για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος (μτφ. δ. απο την ιταλική marinata = μαρινάτα)
54. αληπάθεια: (ἄλη [περιπλάνηση] + πάθος) επιδεικτικά απαθής και αδιάφορος (μτφ. δ. απο τη γαλλική blasé = μπλαζέ)
55. αλλελλογολογία: (ε.φ.) επιστήμη η οποία ασχολείται με τη μελέτη της εξωγήινης νοημοσύνης (μτφ. δ. απο την αγγλική xenology)
56. αλλοδημεγκριτήριο: άδεια εισόδου σε μια χώρα που εκδίδεται από τις αρχές της χώρας αυτής και δίνεται σε ξένους πολίτες με την θεώρηση και την επικύρωση διαβατηρίων ή άλλων εγγράφων τους (μτφ. δ. απο την ιταλική visa = βίζα)
57. αλλονάγνωση: (ε.φ.) τηλεπαθητική ικανότητα ανάγνωσης σκέψεων (μτφ. δ. απο την αγγλική esp)
58. αλλοναγνωστήρας: (ε.φ.) κατασκοπευτική ακτινοβολία η οποία μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις (μτφ. δ. απο την αγγλική spy ray)
59. αλλοναγνώστης: (ε.φ.) άτομο με τηλεπαθητικές ικανότητες που μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων (μτφ. δ. απο την αγγλική esper)
60. αλλόσχημος: άνθρωπος του οποίου το σώμα ή το μυαλό έχει αλλοτριωθεί προς την κατεύθυνση είτε της μηχανοποιήσης είτε της εξωγηϊνοποίησης (μτφ. δ. απο την αγγλική transhuman)
61. αλλοχθονογενές: (ε.φ.) επιθ. για κάτι που κατάγεται εκτός γης (μτφ. δ. απο την αγγλική off-earth adj)
62. αλλοχθονοπτέρυγας: εξωγήινο ιπτάμενο ον (μτφ. δ. απο την αγγλική avian)
63. αλμώρυα: (άλμη + ὀρύα [λουκάνικο]) αλλαντικό που παρασκευάζεται με ψιλοκομμένο χοιρινό ή (και) μοσχαρίσιο κρέας, καπνιστό ή βραστό, λίπος και διάφορα μπαχαρικά (μτφ. δ. απο την ιταλική salame = σαλάμι)
64. αλυχνόφιλτρο: μονωτικό υλικό το οποίο απορροφά την υπέρυθρη ακτινοβολία (μτφ. δ. απο την αγγλική infrared absorption metamaterial) (© Spiros252),
65. αλυχνόχθονας: γαιόμορφος πλανήτης περιφερόμενος στο σύμπαν, μη ευρισκόμενος σε τροχιά γύρω απο άστρο (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue earth-like planet)
66. αλφοθήκη: μπαούλο, σεντούκι (μτφ. δ. απο την ιταλική forziere = φορτσέρι)
67. αμπελοϊδέα: ιδεά η οποία ακούγεται τόσο παράλογη ώστε να μπόρεσε να γεννηθεί μόνο υπο την επήρεια οινοπνεύματος (μτφ. δ. απο τη γερμανική schnapsidee) (© fagano)
68. αμφελικοσανίδα: τροχοσανίδα με δύο άξονες περιστροφής κατα το μήκος της και δύο τροχούς, μέσα στον άξονα περιστροφής των οποίων βρίσκονται τα υποπόδια στηριζόμενα με κυλισιοτριβείς (μτφ. δ. απο την αγγλική skatecycle)
69. αμφίαρτο: γενική ονομασία για κάθε είδους πρόχειρο φαγητό που είναι φτιαγμένο είτε από δύο φέτες ψωμιού είτε από ένα ένα κομμάτι από ψωμί ή ολόκληρο ψωμάκι ανοιγμένο στη μέση και περιέχει διάφορα συστατικά όπως αλλαντικά, κρέατα, λαχανικά κλπ ,το αμφίψωμο (μτφ. δ. απο την αγγλική sandwich = σάντουιτς) (© stavmanr)
70. αμφιδιαμορφωτής: ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την επικοινωνία ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσω τηλεφωνικών γραμμών, μετατρέποντας το ψηφιακό σήμα του υπολογιστή σε αναλογικό τηλεφωνικό σήμα και αντίστροφα (μτφ. δ. απο την αγγλική modem = μόντεμ)
71. αμφίκλινο: μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου, ή (στον πληθ.) κρεβάτια, συνήθως παιδικά, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική cucetta = κουκέτα)
72. αμφικωδώνιο: γυναικείο παντελόνι που πιάνει μέχρι τη μέση της γάμπας με μπατζάκια που φαρδαίνουν προς τα κάτω (μτφ. δ. απο τη γαλλική jupe‐culotte = ζιπ κιλότ)
73. αμφιλαροτραγικός: ηθοποιός που μπορεί να παίζει κωμικούς αλλα και τραγικούς ρόλους (μτφ. δ. απο την ιταλική caratterista = καρατερίστας)
74. αμφιμήραπτο: κάλυμμα για τα πόδια, όπως οι κάλτσες, αλλά μονοκόμματο και από λεπτότερο ύφασμα, και που φτάνει έως τη μέση· φοριέται κυρίως από γυναίκες (μτφ. δ. απο τη γαλλική caleçon = καλτσόν)
75. αμφίμοχλος: παιδικό παιχνίδι· αποτελείται από ένα οριζόντιο ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος που εκτελεί κυκλική κίνηση στο κατακόρυφο επίπεδο γύρω από το μέσον του, ενώ οι δύο παίκτες κάθονται στα άκρα του· όταν ο ένας ανεβαίνει τότε ο άλλος κατεβαίνει και αντιστρόφως (μτφ. δ. απο την ιταλική traballare [ταλαντεύομαι] = τραμπάλα)
76. αμφίοψο: στενόμακρη πετσέτα ή τετράγωνο μαντίλι που ανήκει στην κατηγορία τής πολύχρωμης κεντητικής με χρωματιστές μεταξωτές κλωστές και με ιδιότυπη τεχνική που κάνει το κέντημα διπρόσωπο, δηλ. ίδιο και από τις δύο όψεις (μτφ. δ. απο την τουρκ. cevre = τσεβρές)
77. αμφίπνοος: άνεμος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κύριες διευθύνσεις (μτφ. δ. απο την τουρκ. musevves = μεσοβέζικος)
78. αμφιρραγορρίπτης: ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun)
79. αμφίσφυρα: είδος βλήματος το οποίο χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και το οποίο αποτελούνταν από δύο σφαίρες συνδεδεμένες μεταξύ τους με σύρμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική balle ramée = μπαλαρμάς)
80. αμφιτέμαχο: ένδυμα αποτελούμενο απο δύο κομμάτια (μτφ. δ. απο τη γαλλική deux‐pièces = ντε-πιές)
81. αμφίτροχο: ηλεκτροκινούμενη τροχοσανίδα δύο παραλλήλως περιστρεφομένων τροχών (μτφ. δ. απο την αγγλική e-Board)
82. αμφίψωλο: ερωτική στάση κατα την οποία μια γυναίκα συνουσιάζεται ταυτόχρονα με δύο άντρες, όπου ο ένας διεισδύει στο αιδοίο και ο έτερος στον πρωκτό της (μτφ. δ. απο την αγγλική [sex] sandwich)
83. αμφόρεμα: (αμ[φι]φόρεμα) γυναικείο ένδυμα, αποτελούμενο από σακάκι και φούστα (ή παντελόνι) του ίδιου στιλ (μτφ. δ. απο τη γαλλική tailleur = ταγέρ)
84. αμφόρετο: (αμφι + φορετό) ύφασμα που έχει και τις δύο όψεις του φινιρισμένες έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι δύο ως εξωτερικές όψεις ενδύματος, ενώ, συχνά, οι όψεις αυτές διαφέρουν ως προς το χρώμα ή το σχέδιο (μτφ. δ. απο τη γαλλική double face)
85. αμφορίδιο: γυάλινη μικρή φιάλη, που περιέχει (αποστειρωμένο) φάρμακο κατάλληλο για ενέσιμη χορήγηση (μτφ. δ. απο τη γαλλική ampoule = αμπούλα)
86. αναγλυφίδα: εφαρμοστό παντελόνι που «κολλάει» στο σώμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική collant = κολάν)
87. αναδειξιοθήρας: πρόσωπο χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, που θέλει να ανέλθει επαγγελματικά και κοινωνικά χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο (μτφ. δ. απο τη γαλλική arriviste = αριβίστας)
88. αναδειξιοθηρία: τάση για γρήγορη ανάδειξη με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου (μτφ. δ. απο τη γαλλική arrivisme: αριβισμός)
89. αναδυνατότητα: (ε.φ.) πρώτος νόμος του Άρθουρ Κλαρκ, που λέει πως όταν ένας διακεκριμένος επιστήμονας υποστηρίζει πως κάτι είναι δυνατόν, τότε έχει δίκαιο, ενώ έχει άδικο όταν υποστηρίζει το αντίθετο (μτφ. δ. απο την αγγλική Clarke's First Law)
90. ανακατοφρύγω: ψήνω ανακατεύοντάς τους διαρκώς κόκκους καφέ ή σπόρους δημητριακών (π.χ. αμύγδαλα) σε μεγάλη θερμοκρασία (μτφ. δ. απο την τουρκ. kavourmak = καβουρδίζω)
91. ανακοινωσελίδα: διαφημιστικό φυλλάδιο (μτφ. δ. απο τη γαλλική feuille volante = φεϊγβολάν)
92. ανάκομβος: τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας, κορδονιού κτλ. σε σχήμα πεταλούδας (μτφ. δ. απο την ιταλική fiocco [= νιφάδα] = φιόγκος)
93. ανακτίσκος: φιγούρα της τράπουλας, ο βαλές (μτφ. δ. απο την ιταλική fante = φάντης)
94. ανανυμφόδωρο: προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς τη νύφη, κυρίως όταν ο άντρας έρχεται σε δεύτερο γάμο, η δε νύφη είναι παρθένα (μτφ. δ. απο την τουρκ. agirlik = αγριλίκι)
95. αναρρόφουσκα: ελαστικός αναρροφητήρας (μτφ. δ. απο τη γαλλική poire [αχλάδι] = πουάρ)
96. αναρτέμμισθος: αμοιβόμενος διαδικτυακός προπαγανδιστής
97. ανατυποσότητα: ο αριθμός αντιτύπων στα οποία εκδίδεται ένα έντυπο (μτφ. δ. απο τη γαλλική tirage = τιράζ)
98. ανδριμάντειο: ανδρικό μαγιώ που καλύπτει μόνο τα γεννητικά όργανα και τιράντες που πιάνουν στους ώμους (μτφ. δ. απο την αγγλική mankini)
99. ανελπιστεύρημα: το ανέλπιστο εύρημα, μια ευκαιρία υπεράνω προσδοκίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. kelepir = κελεπούρι)
100. ανεφελόχθονας: (ε.φ.) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται εκτός γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική outplanet)
101. ανθελκωθούμενο: όχημα του οποίου η ώθηση βασίζεται σε μηχανισμό που εξουδετερώνει την βαρύτητα και κινείται έτσι σε μικρή απόσταση πάνω απο το έδαφος χωρίς ωστόσο να το αγγίζει (μτφ. δ. απο την αγγλική floater)
102. ανθικρίωμα: μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο (μτφ. δ. απο την ιταλική pergola = πέργκολα)
103. ανθρακοσάρωθρο: σιδερένιο εργαλείο με ξύλινη λαβή με το οποίο μετακινούν τα κάρβουνα στον φούρνο ή στο τζάκι (μτφ. δ. απο την τουρκ. gelberi = γκελμπερί)
104. ανθρακόχθονας: πλανήτης ο οποίος αποτελείται κυρίως απο ενώσεις άνθρακα (μτφ. δ. απο την αγγλική carbon planet)
105. ανθραχύαλος: (άνθρακας + ὕαλος) ελαφρύ και διάφανο πλαστικό υλικό που μοιάζει με γυαλί που έχει μεγάλη αντοχή στις καιρικές μεταβολές και τις πιέσεις (μτφ. δ. απο τη γερμανική plexiglas = πλεξιγκλάς)
106. ανθυλεκρηγνυτήρας: (ε.φ.) βόμβα με εκρηκτική ύλη αντιϋλης (μτφ. δ. απο την αγγλική nova bomb)
107. ανθυλόκτιστο: (ε.φ.) επίθ. για κάτι που αποτελείται απο αντιύλη (μτφ. δ. απο την αγγλική contraterrene)
108. ανθυποδηματοποιός: κατασκευαστής ή πωλητής κατωτέρας ποιότητας υποδημάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. kavaf = καβάφης)
109. ανθυπολιτεία: Η συμβατική σχέση μεταξύ δύο κρατών, σύμφωνα με την οποία το ένα από αυτά αναλαμβάνει τη διεύθυνση των εξωτερικών σχέσεων του άλλου, καθώς και τη διπλωματική προστασία των υπηκόων του, και καθίσταται υπεύθυνο, από την άποψη του διεθνούς δικαίου, τόσο για τις πράξεις που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα, όσο και για τις πράξεις του προστατευόμενου κράτους (μτφ. δ. απο τη γαλλική protectorat = προτεκτοράτο)
110. ανισχυρογνώμων: άτομο με μη σταθερές απόψεις ή που αλλάζει συνέχεια γνώμη (μτφ. δ. απο την τουρκ. firfiri = φιρφιρίκος)
111. ανταμοθετώ: το να κανονίζω τόπο και χρόνο συνάντησης (μτφ. δ. απο τη γερμανική verabreden)
112. αντιγράφανδρο: τεχνητός βιολογικός οργανισμός που μοιάζει με άνθρωπο (μτφ. δ. απο την αγγλική replicant)
113. αντιδόριο: (ε.φ.) εφαρμοστή στολή απο συνθετικό υλικό με ανθεκτικότητα σε αντίξοες συνθήκες (μτφ. δ. απο την αγγλική plastiskin)
114. αντιδρωθητήρας: μηχανισμός ώθησης διαστημοπλοίου μέσω εκφενδονισμού ύλης προς κατεύθυνση αντίθετη της κίνησης (μτφ. δ. απο την αγγλική reaction drive)
115. αντιλάμνετε: δευτ. προσ. πληθ. της προστ. του ρ. αντιλάμνω, που σημαίνει κάνω πίσω με τα κουπιά (μτφ. δ. απο την ιταλική scia = σία)
116. αντιπλάνηση: σκόπιμη προκλητική ή / και παράνομη ενέργεια, που αποσκοπεί στο να παρασύρει τα μέλη μιας ομάδας σε υπερβολικές ή παράνομες αντιδράσεις ή να τα εκθέσει (μτφ. δ. απο τη λατινική provocatio = προβοκάτσια)
117. αντιποινοδικία: η αίσθηση της υποχρέωσης (αν)εκδίκησης που διακατέχει κάποιον, εξαιτίας κάποιας αδικίας που έγινε στον ίδιο ή την οικογένεια του, καθώς και οι ενέργειες (π.χ. φόνοι) που γίνονται στα πλαίσια αυτά (μτφ. δ. απο την ιταλική vendetta = βεντέτα)
118. αντιποινοφαντία: σκόπιμη προκλητική ή / και παράνομη ενέργεια, που αποσκοπεί στο να παρασύρει τα μέλη μιας ομάδας σε υπερβολικές ή παράνομες αντιδράσεις ή να τα εκθέσει (μτφ. δ. απο τη λατινική provocatio = προβοκάτσια)
119. αντιστροφοχλοβάτεμα: σεξουαλική πράξη όπου συμμετέχουν πολλές γυναίκες και ένας άνδρας (μτφ. δ. απο την αγγλική reverse gangbang)
120. αντιφαντασιακός: άτομο το οποίο δεν είναι οπαδός της επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική mundane)
121. αντιχειροπροτείνω: προσεγκρίνω ή προσυπογράφω αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω μιας καταχωρητικής λειτουργίας (μτφ. δ. απο την αγγλική like = κάνω λάικ)
122. αντλιοσάλπιγγα: χάλκινο πνευστό όργανο (μτφ. δ. απο την ιταλική trombone = τρομπόνι)
123. ανωρόφιο: ανοιχτό, χωρίς οροφή ή με πτυσσόμενη οροφή αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cabriolet = καμπριολέ)
124. αξιοσύλλεκτο: (ε.φ.) επετειακό τεύχος περιοδικού (μτφ. δ. απο την αγγλική annish)
125. αοίδεσμα: (αοιδός + έδεσμα) είδος κρυσταλλικής σκουρόχρωμης ζάχαρης (μτφ. δ. απο την ιταλική candi = κάντιο)
126. αορατοποιός: (ε.φ.) συσκευή ή μηχανισμός ο οποίος μπορεί να κάνει αόρατο τον χρήστη του ή το όχημα στο οποίο είναι εγκατεστημένος (μτφ. δ. απο την αγγλική cloaking device)
127. αορίσκος: αιχμηρό εγχειρίδιο, μικρό μαχαίρι πολύ κοφτερό (μτφ. δ. απο την ιταλική stiletto = στιλέτο)
128. απαλόδορο: είδος κατεργασμένου δέρματος πολυτελείας τού οποίου η εσωτερική πλευρά τοποθετείται ως εξωτερική στα κατασκευαζόμενη είδη (μτφ. δ. απο τη γαλλική suède = σουέτ)
129. απαφετήριος: (ε.φ.) επιθ. (απο + αφετηρία) για κάτι που βρίσκεται εκτός πλανήτη αναφοράς (μτφ. δ. απο την αγγλική off-planet adj)
130. απεικονόσταση: φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη (μτφ. δ. απο την ιταλική posa = πόζα)
131. απεικονοστέκομαι: παίρνω ορισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμέψω ως μοντέλο καλλιτέχνη (μτφ. δ. απο την ιταλική posare = ποζάρω)
132. απελοτάπητας: τάπητας δαπέδου, χωρίς πέλος, υφασμένος στο χέρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. kilim = κιλίμι)
133. απερανθάλτης: απέραντο + ἅλμα (ε.φ.) μηχανισμός ακαριαίας (ταχύτερης του φωτός) τηλεπικοινωνίας (μτφ. δ. απο την αγγλική ansible)
134. αποδειπνοφοβία: φόβος ή ταραχή που δοκιμάζει κανείς όταν διαπιστώνει πως έχει περάσει ο χρόνος που μπορεί να πραγματοποιήσει κάποια του επιθυμία (μτφ. δ. απο τη γερμανική torschlusspanik)
135. αποθάλαμος: απομονωμένος χώρος σε κέντρο διασκέδασης για πελάτες που χρειάζονται να μείνουν μόνοι μεταξύ τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική séparé = σεπαρέ)
136. αποκαταστατισμός: χριστιανική κίνηση που υποστηρίζει ότι η Αγία Γραφή δεν διδάσκει την αιώνια οδύνη στην κόλαση. Ακολουθώντας τον Ωριγένη, τον Αλεξανδρινό λόγιο και θεολόγο του 3ου αιώνα, βεβαιώνει την καθολική αποκατάσταση των πάντων ενώπιον του Θεού, τη σωτηρία της ψυχής όλων των ανθρώπων (μτφ. δ. απο τη γαλλική universalisme = ουνιβερσαλισμός)
137. αποκομμάζωμα: καλλιτεχνική σύνθεση με τη συγκόλληση χρωματιστών ή ζωγραφισμένων επιφανειών ή εικόνων, η χαρτεπικόλληση (μτφ. δ. απο τη γαλλική collage = κολάζ)
138. αποκομμάτιο: απόκομμα στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κανείς σε έναν έρανο ή το ποσό τής οικονομικής ενισχύσεως που δίνει (μτφ. δ. απο τη γαλλική coupon = κουπόνι)
139. αποκρουσοβούτι: (ποδόσφ.) εκτίναξη και πτώση στο έδαφος του τερματοφύλακα για να αποκρούσει την μπάλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική plongeon = πλονζόν)
140. αποκρύφογκο: (ε.φ.) ογκώδες μυστηριώδες αντικείμενο (μτφ. δ. απο την αγγλική big dumb object)
141. απολοκληρωτής: όπλο το οποίο διαλύει τον στόχο του στα υλικά απο τα οποία αποτελείται (μτφ. δ. απο την αγγλική disintegrator)
142. απομελανίνωση: η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική décapage = ντεκαπάζ)
143. αποπύρηνος: (ε.φ.) αυτό που βρίσκεται εκτός πλανήτη αναφοράς (μτφ. δ. απο την αγγλική off-planet n)
144. αποσφάγιο: τμήμα σφαγίου που θεωρείται κατωτέρας ποιότητας, σαβούρα (μτφ. δ. απο την τουρκ. katma = κατιμάς)
145. αποτοπισμός: συναίσθημα αποπροσανατολισμού κάποιου ευρισκομένου σε άγνωστο μέρος (μτφ. δ. απο τη γαλλική depaysement)
146. αραβοσιτόχυλος: κουρκούτι απο καλομπακάλευρο (μτφ. δ. απο την τουρκ. kacamak = κατσαμάκι)
147. αργόρρυθμα: (μουσική) η ένδειξη ότι ένα μουσικό κομμάτι παίζεται αργά (μτφ. δ. απο την ιταλική adago = αντάτζιο)
148. αργυροχιαστά: συμπλέγματα ασημένιων ή και επίχρυσων αλυσίδων που τα φέρουν από τη μια ωμοπλάτη έως την άλλη και που συχνά διασταυρώνονται στο στήθος (μτφ. δ. απο την τουρκ. capraz = τσαπράζια)
149. αργυροχοιρίδιο: κλειστό αντικείμενο με μικρή σχισμή που χρησιμοποιείται για να ρίχνουμε χρήματα για αποταμίευση (μτφ. δ. απο την τουρκική kumbara = κουμπαράς)
150. αρρεναμφιππασία: σεξουαλική πράξη όπου επι ανάσκελα ξαπλωμένου ανδρός η μία συνουσιάζεται ιππαστί και η ετέρα αιδοιολειχείται απο τον ίδιο (μτφ. δ. απο την αγγλική double cowgirl)
151. αρτοκέρας: γλύκισμα απο σφολιάτα κερατοειδούς σχήματος με γέμιση απο κρέμα και σαντιγύ (μτφ. δ. απο τη γαλλική cornet = κορνέ) (© κάποιος_Νίκος)
152. αρτόπτυο: φτυάρι με το οποίο ο αρτοποιός τραβάει το ψωμί έξω απο τον φούρνο (μτφ. δ. απο την τουρκ. gelberi = γκελμπερί)
153. αρτορράβδος: λευκό σταρένιο ψωμί ραβδοειδούς σχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική baguette = μπαγκέτα) (© κάποιος_Νίκος)
154. αρχαιαλφές: παλαιό αντικείμενο, ενδεχομένως μεγάλης υλικής ή άλλης αξίας και φτιαγμένο με τέχνη (μτφ. δ. απο την ιταλική antica = αντίκα)
155. αρχειοδέκτης: χαρτοφύλακας από χαρτόνι, μέσα στον οποίον ταξινομούνται και φυλάσσονται έγγραφα (μτφ. δ. απο τη γαλλική classeur = κλασέρ)
156. ασβεστοχρωστήρας: στρογγυλό και σχετικά χοντρό είδος πινέλου που χρησιμοποιείται κυρίως για βάψιμο μεγάλων επιφανειών (μτφ. δ. απο την τουρκ. badana = μπαντανάς)
157. άσκαλμο: μακρόστενη ελαφριά, αμφίπλωρη βάρκα στην οποία τα κουπιά δεν τοποθετούνται σε σκαλμούς (μτφ. δ. απο τη γαλλική canot = κανό)
158. ασπίδαυρο: (ε.φ.) αμυντικό πεδίο διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική deflector)
159. αστειδημονιός: (αστός + ειδήμων + νέος) τεχνοκράτης, συνήθως νεαρής ηλικίας με καλοπληρωμένη δουλειά και τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από υπερκατανάλωση (μτφ. δ. απο την αγγλική yuppie = γιάπης)
160. αστεροειδαπός: (ε.φ.) κάτοικος της ζώνης των αστεροειδών, που εργάζεται πάνω στην εξόρυξη των μεταλλευμάτων τους (μτφ, δ. απο την αγγλική belter)
161. αστοφερέοικος: περιφερόμενος άστεγος μεγαλούπολης (μτφ. δ. απο τη γαλλική clochard = κλοσάρ)
162. αστράλωνο: (άστρο + άλως) τεχνητός περιστρεφόμενος δακτύλιος γύρω απο ένα άστρο, του οποίου η περίμετρος αντιστοιχεί στην τροχιά ενός κατοικήσιμου πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική ringworld)
163. αστρειδύλλιο: (ε.φ.) ειδύλλιο με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική planetary romance)
164. αστρένδυμα: υποθετική μεγακατασκευή η οποία περικλείει έναν αστέρα και συσσωρεύει την ενέργεια που ο αστέρας εκπέμπει (μτφ. δ. απο την αγγλική dyson sphere = σφαίρα του Ντάισον) (© Spiros252)
165. αστροκαπνισμένος: (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που έχει μεγάλη εμπειρία διαστρικών ταξιδιών (μτφ. δ. απο την αγγλική space-burned)
166. αστροκέλυφος: υποθετική μεγακατασκευή η οποία περικλείει έναν αστέρα και συσσωρεύει την ενέργεια που ο αστέρας εκπέμπει (μτφ. δ. απο την αγγλική dyson sphere = σφαίρα του Ντάισον) (© Spiros252)
167. ασυναπτόφθογγα: μουσικός όρος που υποδεικνύει την εκτέλεση των νοτών σε συντομότερο χρόνο απ’ ό,τι αναγράφεται στο πεντάγραμμο και με παύσεις ανάμεσά τους (μτφ. δ. απο την ιταλική staccato = στακάτο)
168. ασφοδελάμυλο: άμυλο από ασφόδελο, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή της κόλλας των τσαγκάρηδων (μτφ. δ. απο την τουρκ. ciris = τσιρίσι)
169. ατεγκτάτηκτο: (άτεγκτο + άτηκτο) (ε.φ.) υλικό ή στοιχείο ανυπέρβλητης ανθεκτικότητας και πυκνότητας (μτφ. δ. απο την αγγλική collapsium)
170. ατμοκύμα: είδος μουσικής με φουτουριστικό και άτονο ηχόχρωμα (μτφ. δ. απο την αγγλική vaporwave) (© Ηephestus)
171. ατσοφλόβραστο: τρόπος μαγειρέματος των αυγών όπου σπάζονται και ρίχνονται μέσα σε βραστό νερό (μτφ. δ. απο τη γαλλική poché = ποσέ)
172. αυθάλτης: ρομπότ με ένα πόδι το οποίο κινείται αλλόμενο επ' αυτού (μτφ. δ. απο την αγγλική one-legged robot)
173. αυθεντοπαδός: (ε.φ.) φανατικός οπαδός της επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική trufan)
174. αυθιστάτης: (ε.φ.) ακατάστρεπτο και αδιάτρητο υλικό (μτφ. δ. απο την αγγλική impervium)
175. αυθοδήγητο: όχημα που διαθέτει μηχανισμό αυτόνομης οδήγησης (μτφ. δ. απο την αγγλική self-driving car)
176. αυταπεικονηρίδα: (αυταπεικονίζω + έρεισμα) ράβδος στήριξης φωτογραφικής μηχανής ή κινητού για αυτοαπεικόνιση (μτφ. δ. απο την αγγλική selfie stick)
177. αυτειδωλαβή: (αυτό + είδωλο + λαβή) ράβδος στήριξης φωτογραφικής μηχανής ή κινητού για αυτοαπεικόνιση (μτφ. δ. απο την αγγλική selfie stick)
178. αυτοκράχτης: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
179. αυτοπηγούμενο: διαστημόπλοιο το οποίο μπορεί να αναπαράγεται απο μόνο του (μτφ. δ. απο την αγγλικη΄self-replicating spacekraf)
180. αυτοπλάνο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© TheoPhrm)
181. αυτοσχεδιωδία: αυτοσχεδιαστικό, με δεξιοτεχνικό συνήθως χαρακτήρα, προανάκρουσμα που εδραιώνει το κλίμα ενός ήχου, βυζαντινού ή δημοτικού (μτφ. δ. απο την τουρκ. taksim = ταξίμι)
182. αφεψηματοποιός: ειδικός στο ψήσιμο ελληνικού καφέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. ταμπής)
183. αφηλιοσφαίριος: (ε.φ.) αυτό που βρίσκεται εκτός των ορίων του ηλιακού συστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική offworlder)
184. αφροδιτάποικος: (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Αφροδίτη (μτφ. δ. απο την αγγλική venerian)
185. αφυποβαθρίζω: (φωτογρ. τυπογρ.) διαχωρίζω μια εικόνα ή τμήμα της από το φόντο της (μτφ. δ. απο τη γαλλική découper= ντεκουπάρω)
186. αχανάντην: (ε.φ.) (αχανές + ἄντην) επιρρ. για κάτι που βρίσκεται απο την μεριά του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceward)
187. αχανέμπειρος: (ε.φ.) το εμπειρότερο μέλος πληρώματος ενός διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική spacehand)
188. αχανερίζοντες: αχανές + ερίζω (ε.φ.) το τμήμα του στρατού που αποτελείται από αστροναύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική space force)
189. αχανηοδόκη: αχανές + νηοδόκη (ε.φ.) το σημείο ενός διαστημικού σταθμού όπου προσδένεται ένα διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική space dock)
190. αχανόκροτο: (ε.φ.) ναυαρχίδα πολεμικού διαστημικού στόλου ή μεγάλο πολεμικό διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική capital spaceship)
191. αχανοπλεούμενο: (ε.φ.) πολεμικό διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceship)
192. αχθόβαθρο: ξύλινη βάση για μεταφορές εμπορευμάτων (μτφ. δ. απο την ιταλική paletta = παλέτα)
193. αχνιστόβραστο: τεχνική μαγειρικής με βάση αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας, με ντομάτες και καρυκεύματα, το οποίο πρώτα τηγανίζεται και έπειτα βράζεται (μτφ. δ. απο την τουρκ. kapama = καπαμάς)
194. αχνόκυμα: είδος μουσικής με φουτουριστικό και άτονο ηχόχρωμα (μτφ. δ. απο την αγγλική vaporwave) (© Ηephestus)
195. αχνόχροο: μαλακό κραγιόν από κιμωλία, χρώμα και νερό που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική και παράγει απαλά χρώματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική pastel = παστέλ)
196. αχνόψιο: λεπτό διάφανο δικτυωτό κάλυμμα του καπέλου ή/και του προσώπου μιας γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιταλική velo = βέλο)
197. άχνυφο: διάφανο ύφασμα μπουμπουνιέρας που το δένουμε σαν ασκό και μέσα του βάζουμε κουφέτα (μτφ. δ. απο τη γαλλική tulle = τούλι)
198. αψιδόσφαιρο: είδος παιχνιδιού κατά το οποίο κάθε παίκτης προσπαθεί με ένα ξύλινο σφυρί να περάσει μια ξύλινη μπάλα μέσα από μικρά τόξα χωμένα στο έδαφος (μτφ. δ. απο τη γαλλική croquet = κροκέ)
199. βακτροσφαίριση: παιχνίδι κατά το οποίο ο κάθε παίκτης προσπαθεί, με ένα ειδικό μπαστούνι, να βάλει ένα μπαλάκι σε μια σειρά από τρύπες κάνοντας όσο το δυνατό λιγότερα χτυπήματα (μτφ. δ. απο την αγγλική golf) (© Alchemist)
200. βαμβακόστιλπνο: βαμβακερό ύφασμα ή νήμα που υποβλήθηκε σε κατεργασία μερσερισμού (μτφ. δ. απο τη γαλλική mercerisé = μερσεριζέ)
201. βαραθροσχοινισμός: άλμα από μια ψηλή κατασκευή με τον αθλητή δεμένο με ελαστικό σκοινί (μτφ. δ. απο την αγγλική bungee jumping = μπάντζι τζάμπινγκ)
202. βαρυταρνητής: μηχανισμός εξουδετέρωσης της βαρύτητας (μτφ. δ. απο την αγγλική levitator)
203. βαρυτάρσιο: (ε.φ.) μηχανισμός εξουδετέρωσης της βαρύτητας (μτφ. δ. απο την αγγλική antigrav)
204. βαρυτοκύλικας: τρισδιάστατη απεικόνιση της κύρτωσης του χωροχρόνου υπο την επήρεια μιάς μεγάλης μάζας (μτφ. δ. απο την αγγλική gravity well)
205. βαρυτοστίκτης: λέιζερ βαρυτονίων (μτφ. δ. απο την αγγλική graviton laser)
206. βδαλλέβης: (βδάλλω [ρουφώ] + λέβης [δοχείο]) μικρό γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο, που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς (μτφ. δ. απο την ιταλική ventosa = βεντούζα)
207. βελτιστάθροιση: οι καλύτεροι, οι εκλεκτότεροι ενός συνόλου (μτφ. δ. απο τη γαλλική élite = ελίτ)
208. βελτισταθροιτισμός: η άποψη ότι η κοινωνία (ή μια ομάδα) θα πρέπει να κυριαρχείται από τις ελίτ (μτφ. δ. απο τη γαλλική élitisme = ελιτισμός)
209. βελτιστοχάρτι: το καλύτερο χαρτί για ένα είδος χαρτοπαιγνίου (μτφ. δ. απο την τουρκ. koz = κόζι)
210. βιοαστρόπλοιο: γιγαντιαίος ζωντανός οργανισμός πλασμένος, μεταλλαγμένος ή κατασκευασμένος έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική bioship) (© killerbee)
211. βιόπλοιο: γιγαντιαίος ζωντανός οργανισμός πλασμένος, μεταλλαγμένος ή κατασκευασμένος έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική bioship) (© Alchemist)
212. βλεφαριδοβαφή: μαύρη χρωστική ουσία για την βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων (μτφ. δ. απο την τουρκ. sourmes = σουρμές)
213. βλεφαριδοψιμύθιο: καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων (μτφ. δ. απο την ιταλική mascara = μάσκαρα)
214. βλημάνθυλο: (βλήμα + αντί + ὕλη) (ε.φ.) βόμβα με εκρηκτική ύλη αντιϋλης (μτφ. δ. απο την αγγλική nova bomb)
215. βληματοκοπώ: εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο (μτφ. δ. απο την ιταλική bombardare = βομβαρδίζω)
216. βομβίσκος: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
217. βουβωνίδα: γυναικείο εσώρουχο, βρακί (μτφ. δ. απο τη γαλλική culotte = κιλότα)
218. βουτυρέμφυλλο: είδος ζύμης με αλλεπάλληλες στρώσεις βουτύρου και ζυμαριού, η οποία κατα το ψήσιμο χωρίζεται σε πολλά φύλλα (μτφ. δ. απο την ιταλική sfogliata = σφολιάτα)
219. βουφορβωδία: κινηματογραφικό έργο με καουμπόιδες (μτφ. δ. απο την αγγλική western = γουέστερν)
220. βρασσομήριο: το παστό χοιρομέρι (μτφ. δ. απο τη γαλλική jambon = ζαμπόν)
221. βραχεοπαραλύω: (ε.φ.) προκαλώ με τη χρήση ενός καταλλήλου όπλου μια σύντομη παράλυση στον αντίπαλο (μτφ. δ. απο την αγγλική becroggle)
222. βραχιονοπλία: (ε.φ.) εξάρτημα τμηματικού εξωσκελετού που μπορεί και να φορειέται ακόμη και σαν γάντι (μτφ. δ. απο την αγγλική body-waldo)
223. βραχυδρομία: χαλαρό τρέξιμο για άσκηση (μτφ. δ. απο την αγγλική jogging = τζόκιν) (© LOUROS)
224. βραχύπλοο: (ε.φ.) διαστημόπλοιο για μικρές σχετικά αποστάσεις (μτφ. δ. απο την αγγλικη flitter)
225. βρύχαυλος: υποβρύχιο βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχια ή πλοία επιφανείας με σκοπό την ανατίναξη εχθρικών πλοίων (μτφ. δ. απο τη γαλλική torpille = τορπίλη) (© Doc McCoy)
226. βυζοβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα, ο οποίος επικολλάται στη ρώγα του στήθους (μτφ. δ. απο την αγγλική fidgetiddies)
227. γαιοπλάθω: το να μετατρέπω έναν ξένο πλανήτη σε κατοικίσημο για ανθρώπους κόσμο (μτφ. δ. απο την αγγλική terraform) (© Alchemist)
228. γαιοπλασμένος: επίθ. για πλανήτη ο οποίος έχει υποστεί γαιοπλασία (μτφ. δ. απο την αγγλική terraformed) (© Alchemist)
229. γαλακτόχρισμα: κρέμα παρασκευασμένη από γάλα, βούτυρο, αβγά, ζάχαρη και άλλα υλικά, με την οποία περιχύνονται τα γλυκίσματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική chantilly = σαντιγί)
230. γαλακτωματεγχυτής: ειδικό σκεύος με το οποίο γίνεται το γαρνίρισμα τών γλυκισμάτων με σαντιγύ (μτφ. δ. απο τη γαλλική cornet = κορνέ) (© κάποιος_Νίκος)
231. γαλαξιογραφία: (ε.φ.) η χαρτογράφηση του γαλαξία που εστιάζεται στην πλοϊμότητα των διαστρικών του χώρων και στην κατοικησιμότητα των πλανητών του (αντιδ. απο την αγγλική galactography)
232. γαλαξιοπάτριος: ο γαλαξίας στον οποίο βρίσκεται η γη (μτφ. δ. απο την αγγλική home galaxy)
233. γαμψοΰφαντο: το χριτς χρατς δυο επιφάνειες η μια με μικροσκοπικές θηλιές η άλλη με μικροσκοπικά γαντζάκια που όταν εφάπτονται με ελαφρή πίεση σταθεροποιούνται για να κλείσουν παπούτσια, ρούχα, τσάντες, θήκες κ.α. (μτφ. δ. απο την αγγλική εμπορική ονομασία velcro) (© κάποιος_Νίκος)
234. γεισόπιλος: είδος καπέλου με γείσο (μτφ. δ. απο την ιταλική caschetto = κασκέτο)
235. γελοιωδεστατογράφημα: γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο (μτφ. δ. απο την ιταλική grottesca = γκροτέσκο)
236. γενεόσκαφος: (ε.φ.) διαστημόπλοιο του οποίου το πλήρωμα αναπαράγεται βιολογικά και μπορεί έτσι να αναπληρώνεται απο τις επερχόμενες γενιές καθώς βρίσκεται σε ένα πάρα πολύ μακρινό διαστρικό ταξίδι (μτφ. δ. απο την αγγλική multigeneration ship)
237. γενοληκτικός: άτομο που έχει απομείνει χωρίς οικογένεια, άγαμος, ολομόναχος, έρημος (μτφ. δ. απο την τουρκ. mankafa = μαγκούφης)
238. γευματότυπο: (γαστρονομία): η υποχρεωτική αποδοχή προκαθορισμένου γεύματος κοινού για όλους χωρίς δυνατότητα άλλων επιλογών (μτφ. δ. απο τη γαλλική table d’hôte = ταμπλ ντοτ)
239. γεώλαος: (ε.φ.) οι κάτοικοι της Γης, οι γήινοι (μτφ. δ. απο την αγγλική earthfolk)
240. γεωμηλόπολτος: πολτός που παρασκευάζεται από λιωμένες βραστές πατάτες, βούτυρο και γάλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική purée = πουρές)
241. γηγνητικός: (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που έχει γεννηθεί στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthborn adj)
242. γήγνητος (ε.φ.) αυτός που έχει γεννηθεί στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthborn)
243. γηϊνοειδές: (ε.φ.) επίθ. για κάτι που μοιάζει με το αντίστοιχο του στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthlike)
244. γιαποικία: (γιάπης + αποικία) οικιστικό σύνολο διαμονής πλουσίων με περιορισμένη πρόσβαση (μτφ. δ. απο την αγγλική gated community) (© Yochanan)
245. γιγαδυφιόγραμμα: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 9η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Gigabyte) (© Spiros252)
246. γιγαντογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 9η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Gigabyte)
247. γλάγαρτος: (γλάγος [γάλα] + άρτος) είδος γλυκίσματος που περιέχει αλεύρι, αβγό και ζάχαρη και αποτελούσε πολυτέλεια (μτφ. δ. απο τη γαλλική pain d’ Espagne = παντεσπάνι)
248. γλαγόπηγμα: παχύρρευστο γαλακτοκομικό παρασκεύασμα πηγμένου γάλακτος (μτφ. δ. απο την τουρκ. yogurt = γιαουρτι)
249. γλάγοπτο: (γλάγος [γάλα] + ὀπτός [ψημένος]) γλύκισμα απο μαγειρεμένη κρέμα γάλακτος, η οποία έχει στερεοποιηθεί κατά την παρασκευή με ζελατίνη (μτφ. δ. απο την ιταλική panna cotta = πανακότα)
250. γλαγοσκορδάρτυμα: ορεκτικό που παρασκευάζεται με γιαούρτι, τριμμένο αγγούρι, σκόρδο, λάδι, ξύδι, αλάτι και πιπέρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. cacik = τζατζίκι)
251. γλαστροδέκτης: δοχείο χωρίς τρύπες, πήλινο ή πλαστικό αλλά και σπάνια από άλλο υλικό, μέσα στο οποίο βάζουμε γλάστρα με φυτό (μτφ. δ. απο τη γαλλική cache‐pot = κασπώ)
252. γλαχόη: (γλάγος [γάλα] + χόη) είδος μπουκαλιού στο οποίο τοποθετείται τεχνητή θηλή και χρησιμοποιείται κυρίως για παροχή τροφής σε μικρά ανθρώπων ή άλλων θηλαστικών (μτφ. δ. απο τη γαλλική biberon = μπιμπερό)
253. γλουθίμαντας: (γλουτός + ἱμάς) γυναικείο εσώρουχο που έχει ιμάντες οι οποίοι συγκρατούν το καλσόν (μτφ. δ. απο τη γαλλική jarretière = ζαρτιέρα)
254. γλουτηρίδα: ελαφρύ και πρόχειρο γυναικείο ρούχο από απαλό ύφασμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική négligé = νεγκλιζέ)
255. γλυκκυριζάλιθος: αλμυρή μαύρη καραμέλα απο γλυκόριζα (μτφ. δ. απο την τουρκ. salmiak = σαλμιάκι)
256. γλυκουβαρίδα: γλυκο + κουβαρίς, σιροπιαστό γλυκό απο τυλιχτή νηματοειδή ζύμη (μτφ. δ. απο την τουρκ. kadayif = κανταΐφι)
257. γλυχυάλιθος: (γλυκός + ὕαλος + λίθος) μικρό και σκληρό ζαχαρωτό απο υαλοποιημένη ζάχαρη (μτφ. δ. απο την ιταλική caramella = καραμέλα)
258. γλυχύαλος: (γλυκός + ὓαλος) γυαλιστερή και λεία επικάλυψη ορισμένων γλυκισμάτων, που γίνεται κυρίως με ζάχαρη και ασπράδι αβγού (μτφ. δ. απο την ιταλική glassare = γλάσο)
259. γραμματοκόλλητα: η τυποποιημένη σειρά αυτοκόλλητων γραμμάτων αλφαβήτου, που επικολλώνται σε χαρτί (μτφ. δ. απο τη γαλλική lettre + set = λετρασέτ)
260. δακτυλέλικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
261. δακτυλιόσταθμος: δακτυλιοειδής διαστημικός σταθμός του οποίου η περιστροφή δημιουργεί τεχνητή βαρύτητα και καθιστά έτσι δυνατή την μόνιμη κατοίκησή του (μτφ. δ. απο τις αγγλικές Bernal sphere / Stanford torus)
262. δακτυλοβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
263. δακτυλορόδανο: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
264. δακτυλόσβιγα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
265. δακτυλοστρόφιγγας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
266. δαμαλόδερμα: κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού (μτφ. δ. απο την ιταλική vacchetta = βακέτα)
267. δασοκατάνυξη: συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)
268. δεδομένεση: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
269. δεκακισογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 48η byte
270. δευτεράδω: κάνω τη δεύτερη φωνή κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού, συνεκδ. βοηθώ, υποστηρίζω κάποιον σε μια άποψη ή ενέργειά του (μτφ. δ. απο την ιταλική secondare = σεγκοντάρω)
271. δημοφιλοπώλιο: τεχνική κερδοφόρας εμπορευματοποίησης της δημοφιλίας προσώπου ή αντικειμένου (μτφ. δ. απο την αγγλική brand merchandising)
272. διαγαλαξίτης: (ε.φ.) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται εκτός γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική outplanet)
273. διαγονιδίεσμα: (διαγονίδιο [εισαγόμενο γονίδιο] + έδεσμα) τροφή προερχόμενη απο γονιδιακά μεταλλαγμένους οργανισμούς (μτφ. δ. απο την αγγλική frankenfood)
274. διαδικτυοπλήτης: στρατιώτης του τάγματος των κυβερνομαχητών, στρατιωτικός εξειδικευμένος στην πληγή του λογισμικού των εγκαταστάσεων του αντιπάλου (μτφ. δ. απο την αγγλική cyber warrior)
275. διακενίτες: ξύλινες οριζόντιες σανίδες στο παντζούρι που είναι έτσι τοποθετημένες, ώστε να μπαίνει το φως και ο αέρας (μτφ. δ. απο τη γαλλική grille = γρίλια)
276. διακενιτόπτυχο: (διακενίτης [γρίλια] + πτυχή) μπαλκονόπορτας ή παραθύρου, παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα (μτφ. δ. απο την ιταλική stora = στορι)
277. διακοσμάρτημα: εξάρτημα ενδυμασίας ή αυτοκινήτου που έχει περισσότερο διακοσμητικό παρά πρακτικό σκοπό (μτφ. δ. απο τη γαλλική accessoire = αξεσουάρ)
278. διακοσμεδώδιμο: το κάθετι πρόσθετο για λόγους διακόσμησης ενός φαγητού (μτφ. δ. απο τη γαλλική garniture = γαρνιτούρα)
279. διακοσμητίδιο: μικρό διακοσμητικό αντικείμενο (μτφ. δ. απο τη γαλλική bibelot = μπιμπελό)
280. διακριτήκιστο: κβαντικό μπιτ (μτφ. δ. απο την αγγλική qubit = κιούμπιτ)
281. διακριτογδήκιστο: κβαντικό μπάιτ (μτφ. δ. απο την αγγλική qubyte)
282. διακριτόνιο: ελάχιστη διάκριτη ποσότητα ακτινοβολούμενης ενέργειας από τα άτομα ενός υλικού (μτφ. δ. απο τη λατινική quantum = κβάντο)
283. διακριτονολογία: θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν (μτφ. δ. απο την αγγλική quantum mechanics = κβαντομηχανική)
284. διακριτόφθογγα: μουσ. όρος που δηλώνει ότι κατά την εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης πρέπει να διακρίνονται οι μουσικοί φθόγγοι (μτφ. δ. απο την ιταλική spiccato = σπικάτο)
285. διαλιμενίζω: πλέω απο λιμάνι σε λιμάνι (μτφ. δ. απο την ιταλική traversare = τραβερσάρω)
286. διαλιμενισμός: πλεύση απο λιμάνι σε λιμάνι (μτφ. δ. απο την ιταλική traversata = τραβερσάδα)
287. διαλογαφαιρώ: ξεδιαλέγω και κρατώ μόνο τα ωφέλιμα (μτφ. δ. απο την ιταλική scartare = σκαρτάρω:)
288. διαμεθαλτήριος: (ε.φ.) χώρος στον οποίο βρίσκεται ένα διαστημόπλοιο ή ένας αστροναύτης ενώ μεθάλλεται, δηλαδή καθώς μεταπηδά απο ένα σημείο του σύμπαντος σε ένα άλλο χωρίς να διανύει την μεταξύ τους αστρονομική απόσταση (μτφ. δ. απο την αγγλική jump space)
289. διάμουσο: δραματικό μουσικό ή κινηματογραφικό ιντερμέδιο (μτφ. δ. απο την ιταλική interludio = ιντερλούδιο):
290. διανδροδόχος: γυναίκα η οποία συνευρίσκεται ερωτικά με δύο άνδρες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmm lady)
291. διανεμόφυλλος: υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης που επιβλέπει το ποντάρισμα τών παικτών, μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και συγκεντρώνει τα χρήματα τού πάγκου (μτφ. δ. απο τη γαλλική croupier = κρουπιέρης)
292. διανθιμάτιο: ύφασμα με διακοσμητικά σχέδια αποτυπωμένα με την τυποβαφική μέθοδο, το σταμπάτο (μτφ. δ. απο τη γαλλική imprimé = εμπριμέ)
293. διαρρηκτώρυξη: μέθοδος διάρρηξης κατά την οποία οι κλέφτες μπαίνουν πρώτα σε παρακείμενο χώρο, ανοίγουν μια τρύπα στη μεσοτοιχία και από εκεί μπαίνουν στο χώρο που αποτελεί το στόχο τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική rififi = ριφιφί)
294. διασημαπόμακρη: διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός (μτφ. δ. απο την ιταλική diva = ντίβα)
295. διαστερίτης: πλανήτης ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω απο ένα διπλό αστρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική circumbinary planet)
296. διαστημάσθενο: (ε.φ.) επίθ. για κάτι που κουβαλάει μια αρρώστεια του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική space-sick)
297. διαστηματίας: (ε.φ.) άτομο που ζει στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceman)
298. διαστημαχητής: (ε.φ.) στρατιώτης πεζοναυτικού του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική space marine)
299. διαστημελόδραμα: (ε.φ.) είδος λογοτεχνίας, η διαστημική όπερα (μτφ. δ. απο την αγγλική space operatic)