Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μελέτη της γλώσσας, γραμματική, συντακτικό, σχολιασμοί και διευκρινίσεις.
Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 13 Μαρ 2019, 00:37

152. τενεκές: ελασματοδόχος
153. τεφτέρι (υπάρχει το κατάστιχο)
154. τζάκι (υπάρχει η παραστιά)
155. τζατζίκι: γλαγοσκορδάρτυμα
156. τζερεμές: ζημιότιμο
157. τζερτζελές: εύσεισμος
158. τζουράς: μεσοπανδούρα
159. τουλούμι: δορασκός
160. τουλούμπα: (υπάρχει η υδραντλία και η χειραντλία)
161. τουλπάνι: (υπάρχει το τυρόπανο)
162. τουμπεκί: καπνολιάνισμα
163. τουρλού: λαχανάκατο < λαχα(να)νάκατο
164. τουρσί: ξιδοσκεύαστο
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 13 Μαρ 2019, 23:06

Φτάνοντας στον τραχανά της λίστας των λέξεων τουρκικής προέλευσης, μπερδεύτηκα λίγο, γιατί το greek.enacademic.com και το Λεξικό του Τεγόπουλου-Φυτράκη το αναφέρουν ως ελληνική λέξη, προερχομένη απο το "τραγανός". Αντίθετα, η παραπάνω σελίδα και το http://www.greek-language.gr/greekLang/ ... %CF%82&dq= το αναφέρουν ως τουρκικής < περσικής προέλευσης. Η αγγλόφωνη βικιπέδια έχει λοιπόν ένα ανδιαφέρον άρθρο για την ετυμολογία του τραχανά.
Hill and Bryer suggest that tarhana is related to Greek τρακτόν (trakton, romanized as tractum),[2] a thickener Apicius wrote about in the 1st century CE which most other authors consider to be a sort of cracker crumb.[3] Dalby (1996) connects it to the Greek τραγός/τραγανός (tragos/traganos),[4] described (and condemned) in Galen's Geoponica 3.8.[5] Weaver (2002) also considers it of Western origin.[6]

Perry, on the other hand, considers that the phonetic evolution of τραγανός to tarhana is unlikely, and that it probably comes from Persian: ترخوانه‎ tarkhwāneh.[7] He considers the resemblance to τραγανός and to τραχύς 'coarse' coincidental, though he speculates that τραχύς may have influenced the word by folk etymology.

In Persian language sources, al-Zamakhshari mentioned the name of this food in the 11th century in the form tarkhana in his dictionary; it is attested in the 13th century in the form tarkhina in the Jahangiri Encyclopedia (named after Jahangir, the Mughal emperor of India). Tar تر in Persian means 'wet, soaked', and khwān خوان (pronounced khān) means 'dining place/table, food, large wooden bowl'. Thus in Persian it would mean 'watered or soaked food', which matches the way the soup is made: tarhana must be soaked in water, and other possible ingredients are then added and cooked for some time.

Regional variations of the name include (Armenian թարխանա; Greek τραχανάς trahanas or (ξυνό)χονδρος (xyno)hondros; Persian ترخینه، ترخانه، ترخوانه tarkhineh, tarkhāneh, tarkhwāneh; Kurdish) tarxane , Albanian trahana, Bulgarian трахана or тархана', Serbo-Croatian tarana or trahana; or Turkish tarhana.

https://en.wikipedia.org/wiki/Tarhana
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 14 Μαρ 2019, 02:01

165. τροφαντός (αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε απο το αρχ. προφαντός: πρώιμος , είτε απο το τουρκ. turfanta)
166. τσάγαλο : χλωρό αμύγδαλο (αβέβαιης ετυμ. [κατά Μ. Φιλήντα, ίσως από το διάγαλο (= γεμάτο γάλα) ή τουρκ. cagla (bademi)· κατά Φ. Κουκουλέ, από το επίθ. σύγαλο < συν + γάλα]
167. τσαγανός: πηνιοθήκη (ραπτομηχανής)
168. τσακ (παρατρίχα)
169. τσακάλι (ο θως)
170. τσαπατσούλης (ατημέλητος)
171. τσαπράζια: αργυροχιαστά
172. τσεβρές: αμφίοψο
173. τσέπη (θυλάκιο)
174. τσικρίκι (ροδάνι)
175. τσίλικος (στιλπνός)
176. τσόχα (ερέα)
177. φαράσι: ρυπόπτυο, ρυπόφτυαρο
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Obelix
Δημοσιεύσεις: 588
Εγγραφή: 16 Απρ 2018, 01:53
Phorum.gr user: Obelix
Τοποθεσία: Αθήνα

Ηρέμησε!...

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Obelix » 14 Μαρ 2019, 02:44

Ζενίθεδρος έγραψε:
30 Ιούλ 2018, 16:35
17. αδηούχος: (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Άδη (μτφ. δ. απο την αγγλική plutonian)
Ε, όχι και..."αγγλική" λέξη ο "πλουτώνιος" ("plutonian")!!!

Obelix
Δημοσιεύσεις: 588
Εγγραφή: 16 Απρ 2018, 01:53
Phorum.gr user: Obelix
Τοποθεσία: Αθήνα

Κάτι από Μαθηματικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Obelix » 14 Μαρ 2019, 03:03

Για τους γνώστες των Μαθηματικών:

ΙΔΙΟΣΤΡΟΦΙΣΤΗΣ: Δική μου απόδοση της λέξης SPINOR, η ρίζα της οποίας είναι το SPIN (ΙΔΙΟΣΤΡΟΦΟΡΜΗ).

Ιστορικά η λέξη SPINOR σήμαινε στην αρχή της "μήτρες του Pauli", μαθηματικά αντικείμενα (2 x 2 πίνακες) που αποτελούσαν τελεστές ιδιοστροφορμής στην Κβαντομηχανική. Στην συνέχεια οι ιδιοστροφιστές απετέλεσαν αντικείμενα πολύ γενικότερων εφαρμογών. Για την ακρίβεια κάθε τανυστής (tensor) αναπαρίσταται ως το γινόμενο δύο ιδιοστροφιστών συζυγών μεταξύ τους. Για τον λόγο αυτόν οι ιδιοστροφιστές έχουν ονομαστεί πρόχειρα - και ατυχώς, κατά την γνώμη μου - "ημιτανυστές". Ατυχής απόδοση, διότι στην πραγματικότητα είναι κανονικότατοι τανυστές, και όχι μόνο "κατά το ήμισυ". Απλά, ορίζονται σε έναν χώρο 2 (μιγαδικών) διαστάσεων, αντί 4 πραγματικών, όπως οι τανυστές.

Η ονομασία "ΤΑΝΥΣΤΗΣ" ("TENSOR") αρχικά αφορούσε το μέγεθος της τάσης (tension) στην μηχανική. Με τον καιρό έφτασε να σημαίνει όλα σχεδόν τα φυσικά μεγέθη, τουλάχιστον εκείνα που εμφανίζονται στη Θεωρία της Σχετικότητας (π.χ. ηλεκτρομαγνητικό πεδίο). Η ονομασία όμως διατηρήθηκε για ιστορικούς λόγους. Καλό θα ήταν να υπάρξει αντίστοιχα η ονομασία "ιδιοστροφιστής" για τον "spinor", που επίσης χρησιμοποιείται σήμερα πολύ γενικότερα.

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 15 Μαρ 2019, 02:25

178. φαρφουρί: λευκόστρακο (πορσελάνη)
179. φερετζές (κρήδεμνον)
180. φέσι: κωνόπιλο
181. φιρφιρίκος: ανισχυρογνώμων
182. φιτίλι (θρυαλλίδα)
183. φλιτζάνι: σκυφίσκος
184. φουφού (πύραυνος)
185. φουντούκι (λεπτοκάρυον)
186. χαγιάτι: υποστεγοδιάδρομος
187. χαλκάς: εμμυτόκρικος
188. χαρέμι: συγγυναικολόι
189. χαρμάνι: καπνόκραμα
190. χαρτζιλίκι: ημεροδαπάνη
191. χάσικος: εκλεκτόλευκος
192. χούι: δυσήθεια
193. χουρμάς (φοινικοβάλανος)

Και εδώ, όλη η λίστα.
SpoilerShow
1. αγιάζι: ψυχραγέρι
2. αλάνα: αδιαμορφωσιά
3. γιαούρτι: γλαγόπηγμα
4. γιαπράκι: θρία, φυλλοτύλιχτο
5. γιαταγάνι: κυρτάορας
6. γιαχνί: κρεμυδάχνιστο
7. γιλέκο: χειρολιπές
8. γιορντάνι: κερματοδέραιο
9. γιουβαρλάκια: κρεατορυζόβολοι
10. γιουβέτσι: εμπηλόψητο
11. γιούκος: στρωματόστοιβα
12. γιούσουρι: μαυροκοράλλι
13. ζεμπίλι: ψαθόσακος
14. ζουμπάς: ηλολειωτής
15. ιμάμης: συμπροσευχηγός
16. ιμάμ μπαϊλντί: συμπροσευχηγόζαλη
17. καβουρδίζω: σποροφρύγω
18. καλαμπαλίκι: ευτελόσωρος
19. καλντερίμι: λιθοκέλευθος
20. κανταΐφι: ηδύνημα
21. καπάκι: σκεπόπωμα
22. καπαμάς: τηγανόβραστο
23. καπλαμάς: καλυπτόφυλλο
24. καπλαντίζω: καλυπτοφυλλίζω
25. καραβάνι: δρομαδοπομπή
26. καρακόλι: νυκτοπερίπολος
27. καραμπουζουκλής: μελανομύστακας
28. κατιμάς: αποσφάγιο
29. κελεπούρι: ανελπιστεύρημα
30. κεμέρι: θηκοζώνιο
31. κιλίμι: απελοτάπητας
32. κιμάς: σαρκαλεστή
33. κόζι: βελτιστοχάρτι
34. κουμπαράς: αργυροχοιρίδιο
35. κουραμπιές: ευθρυπτόλευκος
36. κουσκούσι: λαγανόκοκκοι
37. κουτουρού: τυχαιοθετημένα
38. λαπάς: χυλόρυζο
39. λατέρνα: στροφαλόχορδο
40. λουκουμάς: μελοσφαιρίδιο
41. λουκούμι: ηδύκυβος
42. λουλάς: υδροκαπνέστιο
43. μαγκούφης: αγαμόγερος
44. ματρακάς: κυβόσφυρο
45. μεζές: ευδριμέδεσμα (ευ + δριμύς [πικάντικος] + έδεσμα)
46. μεράκι: επιμελομανία
47. μερακλής: φιλεύγεστος
48. μερακλώνομαι: ποθοκυριεύομαι
49. μεσοβέζικος: αμφίπνοος
50. μουεζίνης: προσευχοκλήτης
51. μουσαμάς: κήρυφο
52. μπαγδατί: τοιχοσανιδωτό
53. μπαγλαμάς: πανδουρίσκος
54. μπαλτάς: κρεατοπέλεκυς
55. μπάστακας: στοχολίθαρο
56. μπεγλέρι: διχαντρολόι
57. μπεζαχτάς: χρηματοσύρταρο
58. μπεζεστένι: υποστεγαγορά
59. μπόγος: ενδυματόδεμα
60. μποξάς: ενδυματοδέτης
61. μποστάνι: υδροπεπονόκηπος
62. μπουρνούζι: λουτρομανδύας
63. μπούρτζι: νησιδόπυργος
64. μπρίκι: λαβοχυτρίσκη
65. ναργιλές: καπνοπλυντρίδα
66. ναργιλετζής: καπνοπλυντριδοκόμος
67. νταβαντούρι: ευθόρυβος
68. νταλίκα: φορτηγορυμουλκό
69. νταλκαβούκης: παραδαιτυμόνας
70. ντερέκι: καταρτοειδής
71. ντολμαδάκια: φυλλοπλήθοντα
72. ντορής: πύρριππος
73. παπάζι: πιλοθύσανος
74. παρακεντές: παραγρότης
75. πατσάς: λιπαραφέψημα
76. πεϊνιρλί: λεμβοζύμιο
77. πελτές: μηλαυροπολτός
78. περβάζι: πλαισιοκρηπίδα
79. πεσκέσι: εδωδιμοδώρημα
80. πούσι: συθαμπαχλή
81. πριτσίνι: συνάφθηλος
82. ρεμπέτης: υποκοσμωδός
83. ρετσέλι: σταφυλομελόπωρα
84. ρεφενέ: συγγευματισμός
85. ρουσφέτι: εξαγοραστήριο
86. σαγανάκι: ταγηνίσκος
87. σαγρέ: κοκκωδόστρωτο
88. σακουλεύομαι: γεωκεντροδεικνύομαι
89. σαλβάρι: ευσκελίδα
90. σαλέπι (υπάρχει το σερνικοβότανο)
91. σάλι: επιραχίδα
92. σαμούρι: υδρερημίκτιδα (κουνάβι [ἴκτις] της Σιβηρίας [su ber = υδάτινη έρημος στα τουρκοταταρικά])
93. σαντούρι: ραβδοψαλτήριο (αν και υπάρχει ήδη ως σκέτο «ψαλτήριον»)
94. σαχνισί: προθηκοεξώστης
95. σελέμης: καπνοζήτουλας, καπνεπαίτης
96. σερμαγιά: προκεφάλαιο
97. σερμπέτι: παραγλύκισμα
98. σεφτές: εναρκτοπώλιο
99. σινί: (η) ραχεψάνη < ράχος (ιων. ρηχός) + εψάνη
100. σοκάκι: διεντοιχοδός
101. σοκακιάρης: διεντοιχοδίτης
102. σουτζούκι: μηλορύα (μήλον: πρόβατο + ορύα: λουκάνικο)
103. σοφάς: εντοιχόκλιντρο
104. σοφράς: οκλαδονέστιο
105. τακίμι: ομόχρηστο
106. ταμπλάς: υλόδισκος
107. ταξίμι: αυτοσχεδιωδία
108. ταφτάς: πύχνυφο < πυκνό + ὑφή
109. τεμπεσίρι: τυπτακονητής (μπιλιάρδου)
110. τενεκές: ελασματοδόχος
111. τζατζίκι: γλαγοσκορδάρτυμα
112. τζερεμές: ζημιότιμο
113. τζερτζελές: εύσεισμος
114. τζουράς: μεσοπανδούρα
115. τουλούμι: δορασκός
116. τουμπεκί: καπνολιάνισμα
117. τουρλού: λαχανάκατο < λαχα(να)νάκατο
118. τουρσί: ξιδοσκεύαστο
119. τσαγανός: πηνιοθήκη (ραπτομηχανής)
120. τσαπράζια: αργυροχιαστά
121. τσεβρές: αμφίοψο
122. φαράσι: ρυπόπτυο, ρυπόφτυαρο
123. φαρφουρί: λευκόστρακο (πορσελάνη)
124. φέσι: κωνόπιλο
125. φιρφιρίκος: ανισχυρογνώμων
126. φλιτζάνι: σκυφίσκος
127. χαγιάτι: υποστεγοδιάδρομος
128. χαλκάς: εμμυτόκρικος
129. χαρέμι: συγγυναικολόι
130. χαρμάνι: καπνόκραμα
131. χαρτζιλίκι: ημεροδαπάνη
132. χάσικος: εκλεκτόλευκος
133. χούι: δυσήθεια
Ακολουθεί το ψάξιμο για τις σπάνιες λέξεις τουρκικής προέλευσης.
SpoilerShow
1. αβτζής
2. αγιάνης
3. αγκορά,
4. αγριλίκι
5. ακράνης
6. αλικοντίζω
7. αμπανόζι (αντιδ.)
8. ανασόνι (αντιδ.)
9. αντέτι
10. απτάλης
11. αρναούτης,
12. αρσίζης
13. ασλάνι
14. αχμάκης
15. αχτάρικο
16. βαλής
17. βαράκι (λεπτό φύλλο χρυσού)
18. βεζινές
19. βεράνι
20. βερέμης
21. γαζέπι
22. γεμενί,
23. γεντέκι
24. γερδέλι (αντιδ.)
25. γιαβέρης,
26. γιαβουκλού,
27. γιαγκίνι,
28. γιαγλίδικος,
29. γιάμπολη
30. γιαράς
31. γιαρές
32. γιασμάκι,
33. γιουφκάς
34. γκαϊλές
35. γκελμπερί
36. γκιζεράω
37. γκιρίζι
38. γρέκι
39. διασάκι
40. εγρετίδικος
41. εντεψίζικος,
42. εσνάφι,
43. ζάβαλης
44. ζαϊρές
45. ζαμπάκι,
46. ζαμπίτης
47. ζαμπούνης
48. ζαναχάτι
49. ζαπτιές
50. ζαράρι
51. ζαρίφης
52. ζαρταλούδι
53. ζάρφι
54. ζεμπερέκι
55. ζέφκι
56. ζιαφέτι
57. ίρτζι,
58. καβάκι
59. καβανόζι
60. καβάσης
61. καβάφης
62. καβούτσι
63. κακούμι
64. καλεμκερί
65. καλιοντζής
66. καλτάκα
67. καμπάδικος
68. καμπαέτι
69. καμπαρντίζω
70. κανάτι (είδος παραθυρόφυλλου)
71. κανταρτζής,
72. καραγάτσι,
73. καράγιαλης
74. καραντί
75. καράρι
76. καρατζόβας
77. κάρναξη
78. κάρτικος
79. κασαβέτι
80. κάτι (η πτυχή, η δίπλα)
81. κατσάκης
82. κατσαμάκι
83. κατσιρματζής
84. καφαλτί
85. κελεψές
86. κενέφι
87. κεντί
88. κεπέγκι
89. κερχανάς
90. κιουστέκια
91. κιρατζής
92. κουβούσι
93. κουγιουμτζής
94. κουμέρκι
95. κουντουρντίζω,
96. κουρασάνι,
97. κουρνάζος
98. κουρσούμι
99. λαλές
100. λαφαζάνης
101. λεγένι,
102. λεμές
103. λεμόντουζου
104. λεμπλεμπί
105. μακάμι
106. μακάτι
107. μαμές
108. μαναφούκι
109. μαντάς
110. μαξούλι,
111. μαξούμι
112. μασάλι,
113. μασάτι
114. μασγάλι
115. μασλάτι
116. μεζάτι
117. μερτζάνι
118. μέστι
119. μεταλίκι (αντιδ.)
120. μισκίνης
121. μούλκι
122. μουλτεζίμι
123. μουρτάτης
124. μουσλούκι
125. μουχαλεμπί
126. μουχτάρης
127. μούχτι
128. μπαϊρακτάρης,
129. μπαΐρι
130. μπακάμι
131. μπακράτσι
132. μπαντανάς
133. μπαρδάκι
134. μπάρεμ
135. μπατάκι
136. μπεζερίζω, μπεζεράω
137. μπεζίρι
138. μπενεβρέκι
139. μπεντένι
140. μπεξής
141. μπιρμπίλι
142. μπιτσάκος
143. μποζάς
144. μπουλασίκης
145. μπουχαρί
146. μπουχασί
147. ναλμπάντης
148. ναμάζι
149. νάμι
150. ναμικιόρης
151. ναμούσι
152. νταγερές
153. νιζάμης
154. ντάμι
155. νταμουζλούκι
156. νταρί
157. ντερσέκι
158. ντούζικος,
159. ντουλαμάς,
160. ντουσουρμές
161. ντούτι
162. ορδί,
163. ορμάνι
164. ουσούλι
165. παϊτέρης
166. πάλα
167. παντζέχρι
168. παρμάκι
169. παρτσάς,
170. πάφιλας,
171. περουζές
172. πεσίνι
173. πεστίλι
174. πεστιμάλι
175. πίτσικος
176. ποτούρι
177. ραβαΐσι,
178. ραβέντι
179. ράι
180. ρεντές
181. ρεσπέρης,
182. σαγιάκι
183. σαγούλι
184. σαλκίμι
185. σαλτανάτι
186. σαμντάνι,
187. σαράτσης
188. σαρί
189. σασκίνης
190. σατίρι
191. σεμπάπι
192. σερβανί
193. σερντάρης
194. σεφερτάσι
195. σιλετζέκι
196. σιλτές
197. σιτζίμι
198. σκιάς
199. σοπάκι
200. σουλαντίζω
201. σουλιμάς
202. σούμπασης
203. σουργούνι
204. σουρμές
205. ταβλαμπάς, ταυραμπάς,
206. ταβούκ-κιοξού
207. ταζέδικος
208. τακάτι
209. ταμπής
210. ταράφι
211. ταφλάνι
212. τέγκι
213. τελάκης
214. τερμπιές
215. τεπές
216. τερλίκι
217. τζανταρμάς
218. τζελάτης
219. τζεμπέλι
220. τζιλβές
221. τζιρίτι
222. τζουμπές
223. τιτίζης
224. τιφτίκι
225. τοκάς,
226. τοκμάκι,
227. τοπούζι,
228. τορίκι,
229. τουζλούκι,
230. τουράς
231. τουράκι
232. τούρνα
233. τουφάνι
234. τρα, οτρά
235. τσάμι
236. τσαμπάζης
237. τσαπαρί,
238. τσαρσί,
239. τσατάλι,
240. τσελεπής
241. τσελίκι,
242. τσερτσεβές
243. τσεσίτι
244. τσιβί
245. τσικμά-σοκάκ
246. τσιμισίρι
247. τσιπλάκης,
248. τσιρίσι
249. τσιφτές
250. τσορβάς,
251. τσορμπατζής
252. τσοχαντάρης
253. φούλι,
254. φουρφούρι
255. χαβλί
256. χαζινές
257. χαζίρι
258. χαΐνης
259. χαλές
260. χαλίσικος
261. χαμούρι
262. χαντούμης
263. χαραμής
264. χαρανί
265. χαρδάλι
266. χαρμπί
267. χάψη
268. χεδίβης
269. χοσάφι
270. χοτζέτι
271. χουσμεκιάρης
Obelix έγραψε:
14 Μαρ 2019, 03:03
Για τους γνώστες των Μαθηματικών:
ΙΔΙΟΣΤΡΟΦΙΣΤΗΣ: Δική μου απόδοση της λέξης SPINOR, η ρίζα της οποίας είναι το SPIN (ΙΔΙΟΣΤΡΟΦΟΡΜΗ).
:smt023
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 18 Μαρ 2019, 02:04

1. αγκορά: αγκυροκόνικλος
2. αγριλίκι: ανανυμφόδωρο
3. γεντέκι: εφέδριππος, ρυμουλκόσχοινο
4. γκελμπερί: ανθρακοσάρωθρο
5. γρέκι: περιθάμνιο
6. ζάρφι: περισκυφίσκιο
7. καβάφης: ανθυποδηματοποιός
8. κατσαμάκι: αραβοσιτόχυλος
9. κεπέγκι: επιπροθηκίδα
10. μασγάλι (φωτοθυρίδα)
11. μπαντανόβουρτσα: ασβεστοχρωστήρας
12. μπιτσάκος: καμπτομάχαιρο
13. μποζάς: κεγχρόζυθος
14. ντάμι: αγροικίσκος
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Null
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 3985
Εγγραφή: 28 Αύγ 2018, 01:02

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Null » 18 Μαρ 2019, 02:15

Berseker: Μενόμαχος (μένος + μάχη).
Georg Von Balkanen έγραψε:
06 Δεκ 2020, 19:38
Σβαστικες για όλους. Είμαστε όλοι αντιναζι.

Fanfaron
Δημοσιεύσεις: 312
Εγγραφή: 15 Ιαν 2019, 14:09
Phorum.gr user: Fanfaron

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Fanfaron » 18 Μαρ 2019, 02:48

Null έγραψε:
18 Μαρ 2019, 02:15
Berseker: Μενόμαχος (μένος + μάχη).
Μόλις άλλαξα υπογραφή ήρθε κι' αυτό να βουτήξει μέσα
Εμένα μ'αρέσει το κανονικό μονο - μάχος :fp:
ένα καφέ στο τρία ρειιιιι

Fanfaron: Τελικά, ποιους πρέπει να πετάξουμε έξω; Τους αριστερούς, τους δεξούς ή τους μετανάστες; :102:

Null: Berseker: Μενόμαχος (μένος + μάχη).

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 18 Μαρ 2019, 15:43

Fanfaron έγραψε:
18 Μαρ 2019, 02:48
Null έγραψε:
18 Μαρ 2019, 02:15
Berseker: Μενόμαχος (μένος + μάχη).
Μόλις άλλαξα υπογραφή ήρθε κι' αυτό να βουτήξει μέσα
Εμένα μ'αρέσει το κανονικό μονο - μάχος :fp:
Το Μενομαχος συναντάται ως ανδρικό όνομα στην Ελληνική Γραμματεία.

http://www.lgpn.ox.ac.uk/publications/v ... amm_u.html


Ειρήσθω εν παρόδω

sandwich child: μεσαιότοκος
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 20 Μαρ 2019, 03:16

15. παρμάκι: ξυλακτίνα
16. παρτσάς (απότμημα)
17. πεστίλι: ξηροπωρόπολτος
18. πεστιμάλι: λουτροπερίζωμα
19. ποτούρι: ειροπερισκελίδα
20. σαγούλι: γεωκεντροδείκτης, κατακορυφόνημα
21. σαλμιάκι: αλμυρογλυκόριζα
22. σερντάρης (διοικητής γενιτσάρων)
23. σεφερτάσι: επαλληλοδόχος
24. σουρμές: βλεφαριδοβαφή
25. ταμπής: αφεψηματοποιός
26. τερλίκι: πελμίδα
27. τζιρίτι: δορυβολία
28. τιφτίκι: αγκυροερίφιο
29. τοκμάκι: τυπτήρας (σφυρί για σνίτσελ) , θυρούλκο (αντίβαρο κλεισίματος πόρτας)
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 21 Μαρ 2019, 00:35

30. τουζλούκι: ειροκνημίδα
31. τουράς: καλλιγραφέμβλημα
32. τουράκι (θρανίο: κάθισμα κωπηλατών της λέμβου)
33. τρα, οτρά: πεπλοδέτης
34. τσαπαρί: πτερόδολος
35. τσερτσεβές: θυροπλαίσιο
36. τσιρίσι: ασφοδελάμυλο
37. χαρμπί: ενσφαιριστής
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 29 Μαρ 2019, 02:59

Αυτή είναι λοιπόν η λίστα με τους νεολογισμούς για τις τουρκικές λέξεις, καθώς και τις άλλες που προέκυψαν.
SpoilerShow
1. αγκυροερίφιο: μαλλί απο κατσίκα Αγκύρας (μτφ. δ. απο την τουρκ. tiftik = τιφτίκι)
2. αγκυροκόνικλος: είδος κουνελιού με μακρύ τρίχωμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. Ankara = ανκορά)
3. αγροικίσκος: καλύβα κτισμένη μέσα σε αγρό (μτφ. δ. απο την τουρκ. dam = ντάμι)
4. αδιαμορφωσιά: υπαίθρια έκταση σε κατοικημένη περιοχή, ή κοντά σε αυτήν, που δεν έχει διαμορφωθεί (μτφ. δ. απο την τουρκ. alan = αλάνα)
5. αμφίοψο: στενόμακρη πετσέτα ή τετράγωνο μαντίλι που ανήκει στην κατηγορία τής πολύχρωμης κεντητικής με χρωματιστές μεταξωτές κλωστές και με ιδιότυπη τεχνική που κάνει το κέντημα διπρόσωπο, δηλ. ίδιο και από τις δύο όψεις (μτφ. δ. απο την τουρκ. cevre = τσεβρές)
6. αμφίπνοος: άνεμος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κύριες διευθύνσεις (μτφ. δ. απο την τουρκ. musevves = μεσοβέζικος)
7. ανακατοφρύγω: ψήνω ανακατεύοντάς τους διαρκώς κόκκους καφέ ή σπόρους δημητριακών (π.χ. αμύγδαλα) σε μεγάλη θερμοκρασία (μτφ. δ. απο την τουρκ. kavourmak = καβουρδίζω)
8. ανανυμφόδωρο: προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς τη νύφη, κυρίως όταν ο άντρας έρχεται σε δεύτερο γάμο, η δε νύφη είναι παρθένα (μτφ. δ. απο την τουρκ. agirlik = αγριλίκι)
9. ανελπιστεύρημα: το ανέλπιστο εύρημα, μια ευκαιρία υπεράνω προσδοκίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. kelepir = κελεπούρι)
10. ανθρακοσάρωθρο: σιδερένιο εργαλείο με ξύλινη λαβή με το οποίο μετακινούν τα κάρβουνα στον φούρνο ή στο τζάκι (μτφ. δ. απο την τουρκ. gelberi = γκελμπερί)
11. ανθυποδηματοποιός: κατασκευαστής ή πωλητής κατωτέρας ποιότητας υποδημάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. kavaf = καβάφης)
12. ανισχυρογνώμων: άτομο με μη σταθερές απόψεις ή που αλλάζει συνέχεια γνώμη (μτφ. δ. απο την τουρκ. firfiri = φιρφιρίκος)
13. αντιχειροπροτείνω: προσεγκρίνω ή προσυπογράφω αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω μιας καταχωρητικής λειτουργίας (μτφ. δ. απο την αγγλική like = κάνω λάικ)
14. απελοτάπητας: τάπητας δαπέδου, χωρίς πέλος, υφασμένος στο χέρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. kilim = κιλίμι)
15. αποσφάγιο: τμήμα σφαγίου που θεωρείται κατωτέρας ποιότητας, σαβούρα (μτφ. δ. απο την τουρκ. katma = κατιμάς)
16. αραβοσιτόχυλος: κουρκούτι απο καλομπακάλευρο (μτφ. δ. απο την τουρκ. kacamak = κατσαμάκι)
17. αργυροχιαστά: συμπλέγματα ασημένιων ή και επίχρυσων αλυσίδων που τα φέρουν από τη μια ωμοπλάτη έως την άλλη και που συχνά διασταυρώνονται στο στήθος (μτφ. δ. απο την τουρκ. capraz = τσαπράζια)
18. αργυροχοιρίδιο: κλειστό αντικείμενο με μικρή σχισμή που χρησιμοποιείται για να ρίχνουμε χρήματα για αποταμίευση (μτφ. δ. απο την τουρκική kumbara = κουμπαράς)
19. αρτόπτυο: φτυάρι με το οποίο ο αρτοποιός τραβάει το ψωμί έξω απο τον φούρνο (μτφ. δ. απο την τουρκ. gelberi = γκελμπερί)
20. ασβεστοχρωστήρας: στρογγυλό και σχετικά χοντρό είδος πινέλου που χρησιμοποιείται κυρίως για βάψιμο μεγάλων επιφανειών (μτφ. δ. απο την τουρκ. badana = μπαντανάς)
21. ασφοδελάμυλο: άμυλο από ασφόδελο, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή της κόλλας των τσαγκάρηδων (μτφ. δ. απο την τουρκ. ciris = τσιρίσι)
22. αυτοσχεδιωδία: αυτοσχεδιαστικό, με δεξιοτεχνικό συνήθως χαρακτήρα, προανάκρουσμα που εδραιώνει το κλίμα ενός ήχου, βυζαντινού ή δημοτικού (μτφ. δ. απο την τουρκ. taksim = ταξίμι)
23. αφεψηματοποιός: ειδικός στο ψήσιμο ελληνικού καφέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. ταμπής)
24. αχνιστόβραστο: τεχνική μαγειρικής με βάση αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας, με ντομάτες και καρυκεύματα, το οποίο πρώτα τηγανίζεται και έπειτα βράζεται (μτφ. δ. απο την τουρκ. kapama = καπαμάς)
25. βελτιστοχάρτι: το καλύτερο χαρτί για ένα είδος χαρτοπαιγνίου (μτφ. δ. απο την τουρκ. koz = κόζι)
26. βλεφαριδοβαφή: μαύρη χρωστική ουσία για την βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων (μτφ. δ. απο την τουρκ. sourmes = σουρμές)
27. γενοληκτικός: άτομο που έχει απομείνει χωρίς οικογένεια, άγαμος, ολομόναχος, έρημος (μτφ. δ. απο την τουρκ. mankafa = μαγκούφης)
28. γλαγόπηγμα: παχύρρευστο γαλακτοκομικό παρασκεύασμα πηγμένου γάλακτος (μτφ. δ. απο την τουρκ. yogurt = γιαουρτι)
29. γλαγοσκορδάρτυμα: ορεκτικό που παρασκευάζεται με γιαούρτι, τριμμένο αγγούρι, σκόρδο, λάδι, ξύδι, αλάτι και πιπέρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. cacik = τζατζίκι)
30. γλυκκυριζάλιθος: αλμυρή μαύρη καραμέλα απο γλυκόριζα (μτφ. δ. απο την τουρκ. salmiak = σαλμιάκι)
31. γλυκουβαρίδα: γλυκο + κουβαρίς, σιροπιαστό γλυκό απο τυλιχτή νηματοειδή ζύμη (μτφ. δ. απο την τουρκ. kadayif = κανταΐφι)
32. διεντοιχοδίτης: αυτός που του αρέσει να τριγυρνάει στους δρόμους, να περιφέρεται στα σοκάκια (μτφ. δ. απο την τουρκ. sokak = σοκάκι)
33. διεντοιχοδός: στενό δρομάκι ανάμεσα σε κτίσματα (μτφ. δ. απο την τουρκ. sokak = σοκάκι)
34. διοργανωσιοκόμος: άτομο που προγραμματίζει, διοργανώνει και διευθύνει διάφορες εκδηλώσεις (μτφ. δ. απο την αγγλική event manager)
35. διχαντρολόι: είδος κομπολογιού με λίγες χάντρες (πχ. 2 ή 4) σε σχετικά κοντό σχοινί (μτφ. δ. απο την τουρκ. begleri = μπεγλέρι)
36. δορασκός: σάκος φτιαγμένο απο τομάρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. tulum = τουλούμι)
37. δορυβολία: ιππικός αγώνας ευγενών στην Οθωμανική Τουρκία όπου γινόταν ρίψη ενός λεπτού ακοντίου απο τους καβαλάρηδες (μτφ. δ. απο την τουρκ. cirit = τζιρίτι)
38. δρομαδοπομπή: εμπόροι ή ταξιδιώτες οι οποίοι ταξίδευαν παλαιότερα οδικώς σαν ομάδα, κυρίως για λόγους ασφαλείας (μτφ. δ. απο την τουρκ. karvan = καραβάνι)
39. δυσήθεια: η συνήθεια, κυρίως η ενοχλητική για τους άλλους (μτφ. δ. απο την τουρκ. huy = χούι)
40. εδωδιμοδώρημα: δώρο, κυρίως από είδη φαγώσιμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. peskes = πεσκέσι)
41. ειροκνημίδα: είδος μάλλινης περικνημίδας που σκεπάζει το επάνω μέρος τού παπουτσιού και φτάνει ώς το γόνατο (μτφ. δ. απο την τουρκ. tozluk = τουζλούκι)
42. ειροπερισκελίδα: είδος τουρκικού μάλλινου πανταλονιού με φαρδιά επάνω και στενά στο κάτω μέρος σκέλη (μτφ. δ. απο την τουρκ. potur = ποτούρι)
43. εκλεκτόλευκος: καλής ποιότητας, εκλεκτός, καθαρός, άσπρος (μτφ. δ. απο την τουρκ. has = χάσικος)
44. ελασματοδόχος: δοχείο φτιαγμένο απο φύλλα επικασσιτερωμένου σιδήρου (μτφ. δ. απο την τουρκ. teneke = τενεκές)
45. εμπηλόψητο: φαγητό αποτελούμενο κυρίως απο κρέας και κριθαράκι, ψημένο μέσα σε πήλινο σκεύος (μτφ, δ. απο την τουρκ. guvec = γιουβέτσι)
46. εμπηχυαίο: τεχνική κατασκευής των τοίχων των παλιών σπιτιών με ξύλινο σκελετό αποτελούμενο απο οριζόντιες πήχεις ή καλάμια (μτφ. δ. απο την τουρκ. bagdadi = μπαγδατί)
47. εμφυλλοπλήθονο: αμπελόφυλλο τυλιγμένο και γεμισμένο με κιμά και ρύζι (μτφ. δ. απο την τουρκ. yaprak = γιαπράκι)
48. εναρκτοπώλιο: η πρώτη είσπραξη της ημέρας για τους επαγγελματίες (μτφ. δ. απο την τουρκ. siftah = σεφτές)
49. ενδυματόδεμα: δέμα με διάφορα πράγματα, κυρίως ρούχα ή υφάσματα (μτφ. δ. απο την τουρκ. bog = μπόγος)
50. ενσφαιριστής: μεταλλική βέργα που εχρησιμοποιείτο για το γέμισμα εμπροσθογεμούς όπλου (μτφ. δ. απο την τουρκ. χαρμπί)
51. εντοιχόκλιντρο: υπερυψωμένη εξέδρα ή κατασκευή μέσα σε δωμάτιο, που χρησίμευε για κατάκλιση (μτφ. δ. απο την τουρκ. sofa = σοφάς)
52. εξαγοραστήριο: παροχή ή εξυπηρέτηση από κάποιο υπουργό ή βουλευτή σε οπαδούς, φίλους ή γνωστούς με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. rusvet = ρουσφέτι)
53. επαλληλενδοχείο: σκεύος που αποτελείται από επάλληλα δοχεία και χρησιμοποιείται για μεταφορά φαγητού (μτφ. δ. απο τυην τουρκ. sefertas = σεφερτάσι)
54. επιμελομανία: ενασχόληση με επιμέλεια και γούστο (μτφ. δ. απο την τουρκ. merak = μεράκι)
55. επιπροθηκίδα: ρολό (στόρι) μεταλλικού φύλου κυματοειδούς λαμαρίνας, που φράζει τη βιτρίνα καταστήματος, προκειμένου να ασφαλίζεται κατά τις ώρες μη λειτουργίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. kepenk = κεπέγκι)
56. επιραχίδα: γυναικείο ρούχο, μάλλινο συνήθως κομμάτι ύφασμα που σκεπάζει τους ώμους και την πλάτη (μτφ. δ. απο την τουρκ. shal = σάλι)
57. ευδριμέδεσμα: (ευ + δριμύς [πικάντικος] + έδεσμα) μικρή ποσότητα (πικάντικου) φαγητού, συνήθως για να συνοδεύσει ένα ποτό (μτφ. δ. απο την τουρκ. meze = μεζές)
58. ευθόρυβος: διασκεδαστικός μεγάλος θόρυβος, ταραχή (μτφ. δ. απο την τουρκ. tevatur = νταβαντούρι)
59. εύσεισμος: διασκεδαστική φασαρία, αναταραχή (μτφ. δ. απο την τουρκ. zelzele = τζερτζελές)
60. ευσκελίδα: φαρδύ παντελόνι που φορούσαν παλιά οι χωρικοί (μτφ. δ. απο την τουρκ. salvar = σαλβάρι)
61. ευστροφοσαρωτής: έξυπνος φορητός σαρωτής (μτφ. δ. απο την αγγλική smart scanner)
62. ευτελόσωρος: σωρός ευτελών αντικειμένων (μτφ. δ. απο την τουρκ. kalambalik = καλαμπαλίκι)
63. εφέδριππος: άλογο που το οδηγεί κάποιος πεζός κρατώντας το χαλινάρι του (μτφ. δ. απο την τουρκ. yedek = γεντέκι)
64. ζημιότιμο: τα χρήματα που πληρώνει κάποιος για να αποκαταστήσει ζημιές (μτφ. δ. απο την τουρκ. cereme = τζερεμές)
65. ηδυκυβίδιο: παραδοσιακό γλύκισμα που σερβίρεται σε μικρά κυβικού σχήματος κομμάτια και παρασκευάζεται με άμυλο και ζάχαρη (μτφ. δ. απο την τουρκ. hulkum = λουκούμι)
66. ηλολειωτής: χαλύβδινο εργαλείο για διάτρηση μετάλλων ή για ώθηση προς τα μέσα της κεφαλής τού καρφιού η οποία προεξέχει (μτφ. δ. απο την τουρκ. zimba = ζουμπάς)
67. ημεροδαπάνη: μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους ή που απαιτείται για τα καθημερινά μικροέξοδα κάποιου (μτφ. δ. απο την τουρκ. harclik = χαρτζιλίκι)
68. θηκοζώνιο: ζώνη με θήκες για τη φύλαξη των χρημάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. kemer = κεμέρι)
69. θυροπλαίσιο: πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας (μτφ. δ. απο την τουρκ. cerceve = τσερτσεβές)
70. θυρούλκο: βαρύ τεμάχιο από σίδερο ή ξύλο που κρέμεται με σχοινί από το πλαίσιο πόρτας για να τήν κλείνει με το βάρος του κάθε φορά που αυτή ανοίγει (μτφ. δ. απο την τουρκ. tokmak = τοκμάκι)
71. καλλιγραφέμβλημα: καλλιγραφική υπογραφή οθωμανών σουλτάνων που αντιστοιχούσε στο έμβλημα τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. tura = τουράς)
72. καλυπτόφυλλο: λεπτό φύλλο ξύλου (και ξυλόφυλλο) που χρησιμοποιείται για να καλύψει μία επιφάνεια συνήθως ξύλινη (μτφ. δ. απο την τουρκ. kaplama = καπλαμάς)
73. καμπτομάχαιρο: μικρό πτυσσόμενο μαχαίρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. bicak = μπιτσάκος)
74. καπλαντίζω: καλυπτοφυλλίζω: επικαλύπτω επιφάνεια με λεπτό ξύλινο φύλλο (μτφ. δ. απο την τουρκ. kaplama = καπλαντίζω)
75. καπνεπαίτης: τρακαδόρος (μτφ. δ. απο την τουρκ. selem = σελέμης)
76. καπνόκραμα: μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού (μτφ. δ. απο την τουρκ. harman = χαρμάνι)
77. καπνολιάνιστο: (ψιλοκομμένος) καπνός κατάλληλος για ναργιλέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. tombeki = τουμπεκί)
78. καπνοπλυντρίδα: συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης στην οποία ο εισπνεόμενος καπνός φιλτράρεται προηγουμένως σε νερό (μτφ. δ. απο την τουρκ. nargile = ναργιλές)
79. καπνοπλυντριδέστιο: η εστία του ναργιλέ, όπου τοποθετείται χαρμάνι καπνού και κάρβουνα (μτφ. δ. απο την τουρκ. lule = λουλάς)
80. καπνοπλυντριδοκόμος: υπάλληλος σχετικού καταστήματος που προετοιμάζει τους ναργιλέδες (μτφ. δ. απο την τουρκ. nargileci = ναργιλετζής)
81. καταρτοειδής: ο αδύνατος και πολύ ψηλός (μτφ. δ. απο την τουρκ. direk = ντερέκι)
82. κεγχρόζυθος: δροσιστικό, γλυκό ή υπόξινο ποτό, τουρκικής προελεύσεως το οποίο παρασκευάζεται από κεχρί (μτφ. δ. απο την τουρκ. boza = μποζάς)
83. κερματοδέραιο: περιδέραιο αποτελούμενο απο ασημένια ή χρυσά νομίσματα (μτφ. δ. απο την τουρκ gerdan = γιορντάνι)
84. κηροτάπητας: τάπητας με επίστρωση λινελαίου (μτφ. δ. απο την τουρκ. musemma = μουσαμάς)
85. κοκκωδόστρωτο: επίχρισμα που έχει δημιουργήσει μια τραχιά και κοκκώδη επιφάνεια και (κατ’ επέκταση) κάθε τραχιά και κοκκώδης επιφάνεια (μτφ. δ. απο την τουρκ. sagri = σαγρέ)
86. κρεατάλεστο: αλεσμένο κρέας (μτφ. δ. απο την τουρκ. kiyma = κιμάς)
87. κρεατορυζόβωλος: μείγμα απο κιμά και ρύζι σφαιρικού σχήματος (μτφ. δ. απο την τουρκ. yuvarlak = γιουβαρλάκι)
88. κρεμυδάχνιστο: φαγητό με λαχανικά μαγειρεμένα με σάλτσα ντομάτα και τσιγαριστό κρεμμύδι (μτφ δ. απο την τουρκ. yahni = γιαχνί)
89. κυβοσφύρι: είδος σφυριού με σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή, που χρησιμοποιείται κυρίως στις οικοδομές (μτφ. δ. απο την τουρκ. matrak = ματρακάς)
90. κυρτάορας (κυρτός + ἄορ): είδος πλατιού και καμπυλωτού σπαθιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. yatagan = γιαταγάνι)
91. κωνόπιλος: είδος κόκκινου πίλου, άλλοτε επίσημου στην οθωμανική αυτοκρατορία (μτφ. δ. απο την τουρκ. fes = φέσι)
92. λαβοχυτρίσκη: μικρό μετάλλινο σκεύος με λαβή, το οποίο χρησιμεύει για την παρασκευή τού καφέ και άλλων αφεψημάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. ibrik = μπρίκι)
93. λαγηνόκοκκοι: είδος ζυμαρικού σε μικρούς βώλους (μτφ. δ. απο την τουρκ. kuskus = κουσκούσι)
94. λαδοκατακλυσμός: μαγειρευτό φαγητό, φουρνιστά λαχανικά με κύριο συστατικό τη μελιτζάνα (μτφ. δ. απο την τουρκ. imambayıldı = ιμάμ μπαϊλντί [ο ιμάμης λιποθύμησε, λόγω υπερβολικής σπατάλης του λαδιού])
95. λαχανάκατο < λαχα(να)νάκατο: είδος λαδερού φαγητού, του φούρνου ή της κατσαρόλας, παρόμοιο με το μπριάμ, για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποιούνται διάφορα μεσογειακά, καλοκαιρινά λαχανικά (μτφ. δ. απο την τουρκ. turlu = τουρλού)
96. λέμβαρτος: είδος μακρόστενης πίτας από ζύμη ανοικτής στο κέντρο, πλασμένης με τέτοιον τρόπο ώστε να μην πέφτουν τα διάφορα φαγώσιμα υλικά που περιέχει στο άνοιγμα, στο κέντρο, και σερβίρεται μόλις ψηθεί μτφ. δ. απο την τουρκ. peynirli = πεϊνιρλί)
97. λευκεύθρυπτος: λευκός + εύθρυπτος, παραδοσιακό γλύκισμα από αλεύρι και βούτυρο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη (μτφ. δ. απο την τουρκ. kurabiye = κουραμπιές)
98. λευκόστρακο: λευκή και λεπτή πορσελάνη (μτφ. δ. απο την τουρκ. fagfur = φαρφουρί)
99. λιθοκέλευθος: λιθόστρωτο δρομάκι του οποίου οι πέτρες δεν είναι κατεργασμένες (μτφ. δ. απο την τουρκ. kaldirim = καλντερίμι)
100. λιπόζωμος: το στομάχι και τα πόδια σφάγιου και η σούπα που παρασκευάζεται απ' αυτά (μτφ. δ. απο την τουρκ. paca = πατσάς)
101. λουτρομανδύας: ρούχο από πετσέτα (παλιότερα από βαμβακερό και γενικά από απορροφητικό ύφασμα) ειδικά για το μπάνιο, ρούχο λουτρικό, ρόμπα για το μπάνιο (μτφ. δ. απο την τουρκ. bornoz = μπουρνούζι)
102. λουτροπερίζωμα: η πετσέτα στη μέση που φορούσαν στα δημόσια λουτρά (μτφ. δ. απο την τουρκ. pestamal = πεστιμάλι)
103. μελανοκοράλλιο: είδος μαύρου κοραλλιού, με το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα, φυλαχτά, κομπολόγια κ.α. (μτφ. δ. απο την τουρκ. yusru = γιούσουρι)
104. μελανομύστακας: ο έχων μαύρο μουστάκι, ανδροπρεπής (μτφ. δ. απο την τουρκ. kara + biyik + li = καραμπουζουκλής)
105. μελοσφαιρίδιο: γλύκισμα από ζύμη που τηγανίζεται και σερβίρεται περιχυμένο με μέλι ή πασπαλισμένο με ζάχαρη (μτφ. δ. απο την τουρκ. lokma = λουκουμάς)
106. μεσαιότοκος: το δεύτερο απο τα τρία παιδιά μιας οικογένειας (μτφ. δ. απο την αγγλική sandwich child = παιδί σάντουιτς)
107. μεσοπανδούρα: νυκτό μουσικό όργανο που μοιάζει με το μπουζούκι και είναι μικρότερό του αλλα μεγαλύτερο απο τον μπαγλαμά (μτφ. δ. απο την τουρκ. cura = τζουράς)
108. μηλαυρόπολτος: μήλο + αύρον [χρυσός] + πολτός, συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας, ελαφρά αλατισμένος για να συντηρείται (μτφ. δ. απο την τουρκ. pelte = πελτές)
109. νησιδωχύρωμα: πυροβολείο ή φρούριο που βρίσκεται πάνω σε νησάκι και προστατεύει την είσοδο λιμανιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. burc = μπουρτζί)
110. νηχειρίδα: (ενδυμασία) ρούχο χωρίς μανίκια και γιακά που κουμπώνει μπροστά, κυρίως αυτό που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κάτω από το σακάκι του κουστουμιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. yelek = γιλέκο)
111. νυκτοπερίπολος: νυκτερινή αστυνομική περίπολος (μτφ. δ. απο την τουρκ. karakol = καρακόλι)
112. ξηροπωρόπολτος: είδος γλυκού πολτού απο ξεραμένα φρούτα (μτφ. δ. απο την τουρκ. pestil = πεστίλι)
113. ξιδοσκεύαστο: αλμυρόξινο σκεύασμα λαχανικών (μτφ. δ. απο την τουρκ. turlu = τουρλού)
114. οκλαδονέστιο: χαμηλό, στρόγγυλο τραπέζι γύρω απο το οποίο καθονται στο πάτωμα (μτφ. δ. απο τηην τουρκ. sofra = σοφράς)
115. ομόχρηστο: σύνολο αντικειμένων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό (μτφ. δ. απο την τουρκ. takim = τακίμι)
116. πανδουρίσκος: τρίχορδο μουσικό όργανο με μικρό αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ σχετικά μπράτσο που συχνά συνοδεύει το μπουζούκι σε λαϊκές ορχήστρες (μτφ. δ. απο την τουρκ. baglama = μπαγλαμάς)
117. παραγλυκόσταγμα: είδος πολύ γλυκού ποτού (μτφ. δ. απο την τουρκ. serbet = σερμπέτι)
118. παραγρότης: βοηθητικός έκτακτος εργάτης σε ξένα χωράφια (μτφ. δ. απο την τουρκ. perakende = παρακεντές)
119. παραδαιτυμόνας: επισκέπτης που παρουσιάζεται κατά την ώρα τού φαγητού επίτηδες για να τον προσκαλέσουν να παρακαθήσει κι αυτός στο τραπέζι, ανεπιθύμητος μουσαφίρης (μτφ. δ. απο την τουρκ. dalkavuk = νταλκαβούκης)
120. πελμίδα: χαμηλό υπόδημα σε σχήμα κάλτσας από χοντρό ύφασμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. terlik = τερλίκι)
121. πεπλοδέτης: νηματοειδές επίχρυσο ή αργυρό έλασμα για τη διακόσμηση τού πέπλου τής νύφης (μτφ. δ. απο την τουρκ. otra = οτρά)
122. περιθάμνιο: πρόχειρο περίφραγμα από θάμνους και κλάδους όπου σταυλίζονται τα αιγοπρόβατα (μτφ. δ. απο την τουρκ. egrek = γρέκι)
123. περιθωριωδικός: σχετικός με το είδος του ελληνικού αστικού λαϊκού τραγουδιού που έχει ως κύριο όργανο το μπουζούκι και απηχεί επιρροές από τη βυζαντινή, τη δυτική και την ανατολίτικη μουσική (μτφ. δ. απο την τουρκ. rembet = ρεμπέτικος)
124. περιθωριωδός: λαϊκός μουσικός που γράφει, τραγουδά ή παίζει ρεμπέτικα τραγούδια (μτφ. δ. απο την τουρκ. rembet = ρεμπέτης)
125. περισκυφίσκιο: μεταλλικό δικτυοειδές περίβλημα φλιτζανιού του καφέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. ζάρφι)
126. πηνοτυλιχτής: τετράγωνο ύφασμα για περιτύλιξη ρούχων ή επικάλυψη διαφόρων αντικειμένων (μτφ. δ. απο την τουρκ. bohca = μποξάς)
127. πιλοθύσανος: η φούντα του φεσιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. papazi = παπάζι)
128. πλαισιοκρηπίδα: το κάτω μέρος της πόρτας η παραθύρου (μτφ. δ. απο την τουρκ. pervaz = περβάζι)
129. ποθοκυριεύομαι: κατακυριεύομαι απο πόθο (μτφ. δ. απο την τουρκ. merak = μεράκι)
130. προθηκοεξώστης: σκεπαστός εξώστης σε πρόβολο κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια, αρχιτεκτονικό στοιχείο σπιτιών της εποχής της Τουρκοκρατίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. sahnisin = σαχνισί)
131. προκεφάλαιο: αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης (μτφ. δ. απο την τουρκ. sermaye = σερμαγιά)
132. προσεγκριτοδείκτης: λειτουργία καταμέτρησης των προσεγκρίσεων απο τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (μτφ. δ. απο την αγγλική like counter)
133. προσευχοκλήτης: θρησκευτικός λειτουργός των μουσουλμάνων που καλεί από το μιναρέ του τζαμιού τους πιστούς σε προσευχή (μτφ. δ. απο την τουρκ. muezzin = μουεζίνης)
134. προσφατοδείκτης: ενσωματωμένη σε ιστοσελίδα λειτουργία η οποία εμφανίζει τα νήματα στα οποία έχει προσφάτως αναρτηθεί κάποια δημοσίευση (μτφ. δ. απο την αγγλική recent posts widget)
135. πτερόδολος: πετονιά με πολλά αγκίστρια τα οποία έχουν για δόλωμα φτερά και που χρησιμοποιείται για το ψάρεμα αφρόψαρων (μτφ. δ. απο την τουρκ. capari = τσαπαρί)
136. πύρριππος: όμορφο άλογο με κοκκινωπό τρίχωμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. doru = ντορής)
137. πύχνυφο < πυκνό + ὑφή: μεταξένιο ύφασμα από λεπτό νήμα και πυκνή ύφανση (μτφ. δ. απο την τουρκ. tafta = ταφτάς)
138. ραβδοψαλτήριο: ανατολίτικο έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δύο λεπτές ράβδους (μτφ. δ. απο την τουρκ. santur = σαντούρι)
139. ραχεψάνη < ράχος (ιων. ρηχός) + εψάνη: μεγάλος χάλκινος σφυρήλατος δίσκος, πιο μεγάλος και πιο ρηχός από το ταψί (μτφ. δ. απο την τουρκ. sini = σινί)
140. ρυμουλκόσχοινο: σχοινί που χρησιμοποιείται στη ρυμούλκηση υποζυγίου ή λέμβου (μτφ. δ. απο την τουρκ. yedek = γεντέκι)
141. ρυπόπτυο: εργαλείο συλλογής σκουπιδιών (μτφ. δ. απο την τουρκ. faras = φαράσι)
142. σανίδισκος: ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. tabla = ταμπλάς)
143. σκυφίσκος: μικρή κούπα με λαβή -για να πίνει κάποιος τσάι, χαμομήλι, φλαμούρι, καφέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. filcan = φλιτζάνι)
144. σταφυλομελόπωρα: ζαχαρόπηκτο γλυκό τού κουταλιού από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι (μτφ. δ. απο την τουρκ. recel = ρετσέλι)
145. στοχολίθαρο: πέτρα ή άλλο σταθερό σημάδι που χρησιμοποιείται σαν βάση σε παιχνίδια με μπίλιες ή στις αμάδες (μτφ. δ. απο την τουρκ. basta = μπάστακας)
146. στροφαλόχορδο: μηχανικό μουσικό λαϊκό όργανο, κρουστό, φορητό, όπου ο πλανόδιος μουσικός γυρίζει ένα στρόφαλο κι έτσι περιστρέφεται ένας κύλινδρος με καρφωμένα στην επιφάνειά του καρφιά, τα οποία κρούουν τις χορδές (μτφ. δ. απο την τουρκ. laterna = λατέρνα)
147. στρωσιδόστοιβα: κοίλωμα σε τοίχο όπου τοποθετούνται τα κλινοσπεπάσματα (μτφ. δ. απο την τουρκ. oyuk = γιούκος)
148. συγγευματισμός: συνεισφορά για τα έξοδα κοινού γεύματος (μτφ. δ. απο την τουρκ. refene = ρεφενέ)
149. συγγυναικολόι: η ομάδα των γυναικών που θεωρούνται σύζυγοι ενός μωαμεθανού και ο χώρος στον οποίο ζουν (μτφ. δ. απο την τουρκ. harem = χαρέμι)
150. συθαμπάχλη: υγρή κταχνιά που εμφανίζεται κτα το σούρουπο (μτφ. δ. απο την τουρκ. pus = πούσι)
151. συμβαντευθυντής: άτομο που προγραμματίζει, διοργανώνει και διευθύνει διάφορες εκδηλώσεις (μτφ. δ. απο την αγγλική event manager)
152. συμπροσευχηγός: μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός, δάσκαλος του ιερού νόμου, που καλεί από τον μιναρέ τους πιστούς μουσουλμάνους για προσευχή (μτφ. δ. απο την τουρκ. imam = ιμάμης)
153. συνάφθηλος: συνάπτω + ἧλος, μεταλλικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για τη μόνιμη συναρμογή μεταλλικών μερών σε κατασκευές (μτφ. δ. απο την τουρκ. percin = πριτσίνι)
154. ταγηνέδεσμα: έδεσμα παρασκευασμένο σε μικρό τηγάνι (μτφ. δ. απο την τουρκ. sahan = σαγανάκι)
155. ταμειοθραύστης: κινηματογραφικό έργο με τεράστιες ταμειακές εισπράξεις (μτφ. δ. απο την αγγλική block buster)
156. τροχορυμούλκα: μεγάλο φορτηγό με ρυμουλκούμενη καρότσα (μτφ. δ. απο την τουρκ. telika = νταλίκα)
157. τροχοϋλακτίνα: ξύλινη ακτίνα τροχού τών παλαιών αμαξών (μτφ. δ. απο την τουρκ. parmak = παρμάκι)
158. τυπτακονητής: η κιμωλία με την οποία ακονίζεται το κεφάλι της στέκας του μπιλιάρδου (μτφ. δ. απο την τουρκ. tαbαsir = τεμπεσίρι)
159. τυπτήρας: σιδερένιος κοντός κόπανος για το χτύπημα, το μαλάκωμα και την πλάτυνση τού κρέατος (μτφ. δ. απο την τουρκ. tokmak = τοκμάκι)
160. τυχαιοθετημένα: απερίσκεπτα, χωρίς υπολογισμό, στην τύχη (μτφ. δ. απο την τουρκ. goturu = κουτουρού)
161. υδρερημίκτιδα < κουνάβι [ἴκτις] της Σιβηρίας [su ber = υδάτινη έρημος στα τουρκοταταρικά]: σαρκοφάγο ζώο της οικογένειας των μουστελιδών που απαντάται κυρίως στη Σιβηρία (μτφ. δ. απο την τουρκ. samur = σαμούρι)
162. υδροπεπονόκηπος: φυτεία καρπουζιών (μτφ. δ. απο την τουρκ. bostan = μποστάνι)
163. υποστεγαγορά: η σκεπαστή αγορά υφασμάτων αλλά και άλλων εμπορευμάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. bedesten = μπεζεστένι)
164. υποστεγοδιάδρομος: μακρόστενος εξωτερικός σκεπασμένος εξώστης λαϊκής κατοικίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. hayat = χαγιάτι)
165. φιλεύγεστος: αυτός που του αρέσουν τα ωραία και δημιουργημένα με μεράκι πράγματα (μτφ. δ. απο την τουρκ. merakli = μερακλής)
166. φυλλοπλήθοντα: φαγητό που φτιάχνεται τυλίγοντας ρύζι με ή χωρίς κιμά σε αμπελόφυλλα ή φύλλα λάχανου (μτφ. δ. απο την τουρκ. dolma = ντολμάς)
167. χρηματοσύρταρο: συρτάρι παντοπωλείου που χρησίμευε ως ταμείο (μτφ. δ. απο την τουρκ. bestahta = μπεζαχτάς)
168. χυλόρυζο: νερόβραστο χυλωμένο ρύζι (μτφ. δ. απο την τουρκ. lapa = λαπάς)
169. ψαθόσακος: μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα, δέρμα ή ελαστικό υλικό (καουτσούκ) με μεγάλο στόμιο και δύο χειρολαβές, που χρησιμεύει για την πρόχειρη μεταφορά οικοδομικών υλικών, καυσόξυλων κ.λ.π. (μτφ. δ. απο την τουρκ. zembil = ζεμπίλι)
Όλες μαζί βγαίνουν 1478. Σε pdf είναι 1200 kB και δεν μπορούν να ανέβουν σαν συνημμένο. :e040:
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Alchemist501
Δημοσιεύσεις: 419
Εγγραφή: 02 Μαρ 2019, 23:57

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Alchemist501 » 29 Μαρ 2019, 16:15

Ζενίθεδρος έγραψε:
18 Μαρ 2019, 15:43
Fanfaron έγραψε:
18 Μαρ 2019, 02:48
Null έγραψε:
18 Μαρ 2019, 02:15
Berseker: Μενόμαχος (μένος + μάχη).
Μόλις άλλαξα υπογραφή ήρθε κι' αυτό να βουτήξει μέσα
Εμένα μ'αρέσει το κανονικό μονο - μάχος :fp:
Το Μενομαχος συναντάται ως ανδρικό όνομα στην Ελληνική Γραμματεία.

http://www.lgpn.ox.ac.uk/publications/v ... amm_u.html


Ειρήσθω εν παρόδω

sandwich child: μεσαιότοκος
"Μεσοτοκος" δεν θα έβγαινε σαν σύνθετη λέξη ?
“A half-truth is even more dangerous than a lie. A lie, you can detect at some stage, but half a truth is sure to mislead you for long.”

― Anurag Shourie

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14560
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 29 Μαρ 2019, 20:45

Alchemist501 έγραψε:
29 Μαρ 2019, 16:15
Ζενίθεδρος έγραψε:
18 Μαρ 2019, 15:43
sandwich child: μεσαιότοκος
"Μεσοτοκος" δεν θα έβγαινε σαν σύνθετη λέξη ?
Το σκέφτηκα. Αλλά το μεσαίος είναι ξεκάθαρο ότι αφορά κάποιον που βρίσκεται στη μέση ενός συνόλου. Το μέσος όχι και τόσο. Μπορεί να σημαίνει και τη μέση από οποιοδήποτε άλλο μέγεθος ή αντικείμενο. Τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. :102:
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Γλωσσολογία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών