Ενδιαφέρον θέμα!
Ας βάλω εδώ τις θέσεις του πάντα νηφάλιου γλωσσολόγου Θ. Μωυσιάδη:
Πώς θα ήταν δυνατόν να συστηματοποιηθεί συνεπέστερα η ιστορική ορθογραφία, ώστε να προσκολλάται πιστότερα στην ιστορική αρχή και συγχρόνως να σέβεται το κριτήριο της χρήσης; Οι εξής αρχές θα φανούν οπωσδήποτε χρήσιμες:
● Λέξεις με αναμφισβήτητη ετυμολογική αναγωγή στην αρχαία και ελληνιστική Ελληνική πρέπει να τηρούν την ιστορική τους ορθογραφία.
Ας ξεκινήσουμε με μερικές απλές περιπτώσεις: Τα βεβαιωμένα διπλά σύμφωνα της αρχαίας γλώσσας δεν υπάρχει λόγος να αθετηθούν. Η ορθή γραφή κουκκί (που ανάγεται σε υποκοριστικό τού αρχ. κόκκος) δεν πρέπει να αθετείται με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι πια αισθητή η ετυμολογική σχέση μεταξύ ετύμου και παραγώγου (ενώ η σχολική Γραμματική προκρίνει τη γραφή κουκκίδα, που ανήκει στην ίδια κατηγορία). Ομοίως, διατηρούμε τη γραφή κόκκαλο (αλλαγή γένους τού αρχ. κόκκαλος), κακκαβιά (ανάγεται στο αρχ. κακκάβη «χύτρα», σημιτικό δάνειο), γρασσίδι (προέρχεται από το ελνστ. γράσσις «χλόη»), κάππαρη (αρχ. κάππαρις) και ενοποιούμε τις γραφές μαμμά, μάννα και μαμμή (όλες ανάγονται στο ελνστ. μάμμη «μητέρα»). Και δεν θα ήταν ανάρμοστο να γράφουμε κουλλός (από το αρχ. κυλλός), κοκκύτης (από το αρχ. κόκκυ + παραγωγικό επίθημα –ύτης), τιττυβίζω (το οποίο γράφεται έτσι από την εποχή τού Θεοφράστου, 4ος αι. π.Χ.), αλλά και παλληκάρι (από το ελνστ. πάλληξ / πάλλαξ, ομόρριζο του αρχ. παλλακή).
Όταν η ετυμολογική προέλευση είναι βέβαιη, διατηρούμε τη γραφή που μαρτυρεί τη γλωσσική συνέχεια. Δεν προκαλούμε το γλωσσικό αίσθημα όταν γράψουμε βογγώ (αντί βογκώ), που ανάγεται τελικά στο αρχ. γογγύζω, ούτε όταν διατηρήσουμε τις ετυμολογικές γραφές γλυτώνω (< *εκ-λυτώνω, πβ. έκλυτος), κολοιός (ήδη αρχ.), λειώνω (ανάγεται στο αρχ. ρήμα λειόω < επίθ. λείος) και μπαλλώνω (ήδη μεσν. μεταπλασμένος τύπος τού αρχ. ρήματος εμβάλλω). Δεν αντιβαίνει στον ρεαλισμό η υιοθέτηση της ετυμολογικά σωστής γραφής κρωντήρι (από τύπο κρυωτήριον) αντί κροντήρι. Ότι λίγες ετυμολογικά ορθές γραφές, όπως αγώρι, τραυώ, φτειάχνω, φαίνεται να προσκρούουν στην ευρεία συνήθεια δεν καθιστά, καθώς πιστεύω, την αρχή ανεπαρκή καθ’ εαυτήν.
● Αν λέξεις αρχαίας ή ελληνιστικής προελεύσεως μαρτυρούνται με δύο γραφές, μπορούμε να διατηρήσουμε την απλούστερη εφόσον έχει επικρατήσει.
Κατά τούτο, γράφουμε σάκος, φάλαινα, παρ’ ότι οι γραφές με διπλά σύμφωνα είναι καλύτερα μαρτυρημένες, και μπορούμε να γράψουμε επίσης κροκόδειλος (αντί του ετυμολογικά ορθού κροκόδιλος) και πλημμύρα (αντί του ετυμολογικά ορθού πλημύρα), καθώς αυτές οι καθιερωμένες γραφές είναι ήδη αρχαίες (αν και οφείλονται σε παρετυμολογία).
● Δάνεια ήδη αρχαία ή ελληνιστικά διατηρούν τη γραφή που είχαν κατά την είσοδό τους στην Ελληνική. Τα υπόλοιπα δάνεια μπορούν να απλογραφούνται.
Δεν είναι άστοχο να γράψουμε βούλλα, βουλλώνω (αντί βούλα, βουλώνω), εφόσον η συγκεκριμένη λατινογενής λέξη είναι ήδη ελληνιστική, πράγμα που ισχύει επίσης για το ουσιαστικό κολλήγας (αντί κολίγας).
Προβλήματα προκαλούν τα αντιδάνεια της Ελληνικής ή μερικοί ελληνογενείς ξένοι όροι, που συχνά επιστρέφουν στη γλώσσα με εντελώς αλλοιωμένη μορφή. Οι περιπτώσεις δεν είναι όμοιες. Επί παραδείγματι, οι γραφές γλυκερίνη, κορώνα, τόννος (το ψάρι), φυντάνι δεν ενοχλούν, ενώ το ρωδάκινο, το καρώτο ή το τσηρώτο και μερικά άλλα μοιάζουν «δυσκολοχώνευτα». Φρονώ ότι η αιτία έγκειται στην οπτική συσχέτιση των αντιδανείων με ήδη υπάρχουσες λέξεις, οι οποίες ασκούν ισχυρή επίδραση. Οι λέξεις γλυκός, κορωνίδα, φυτό συσχετίζονται εύκολα με τα ανωτέρω αντιδάνεια, ενώ η παρουσία των ομοήχων τόνος (σημείο τονισμού) και τόνος (μονάδα βάρους) διευκολύνει τη διαφοροποίηση από το ομώνυμο ψάρι (τόννος). Από την άλλη πλευρά, θα ήταν αδύνατον να επικρατήσει η γραφή πηλώτος (αντί πιλότος), μολονότι είναι βεβαιωμένο ότι πρόκειται για αντιδάνειο που ανάγεται σε τύπο *πηδώτης «πηδαλιούχος», σχηματιζόμενο από το ομηρικό πηδόν «κουπί, πηδάλιο». Ασφαλώς, η ελληνογενής άκλιτη λέξη εστέτ θα απλογραφηθεί: είναι απροσάρμοστο δάνειο και δεν μπορεί να κριθεί με τους όρους των υπολοίπων.
Σκεπτόμενοι νηφάλια τις επί μέρους περιπτώσεις, πιθανώς αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση να είναι η μόνη που έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει ερείσματα στη χρήση, διότι έτσι ελέγχεται η ένταξη της λέξης σε ευρύτερο σχηματιστικό παράδειγμα.
● Αν υπάρχουν αμφιβολίες για την ετυμολογική προέλευση ενός τύπου, θα διατηρήσουμε την απλούστερη υπάρχουσα γραφή.
Οι λίγες αυτές περιπτώσεις καθιστούν ακόμη πιο αναγκαία την παρουσία αξιόπιστου και εκσυγχρονισμένου με τα σημερινά αποκτήματα της επιστήμης ετυμολογικού λεξικού τής Νέας Ελληνικής, το οποίο να συνδυάζει τη μορφολογική ανάλυση με την εξιστόρηση της μεταβολής σημασίας. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, είναι σκόπιμο να απλογραφούμε τις λέξεις για τις οποίες η ετυμολογική επιστήμη δεν έχει μέχρι τώρα αποφανθεί με βεβαιότητα. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε ρήματα όπως το γρικώ, για το οποίο τουλάχιστον τρεις διαφορετικές απόψεις διεκδικούν ορθότητα, και ουσιαστικά όπως το λόξυγγας, του οποίου η ετυμολογική πραγμάτευση θα απαιτούσε χωριστό σημείωμα.
https://linguarium.blogspot.com/2007/01/blog-post.html