ST48410 έγραψε: ↑16 Ιούλ 2020, 06:50
Το ενδιαφέρον είναι στο 4 (
γιατί θέλω να μάθω) όπου δεν διάβασες την βαρεία όπως στο παράδειγμα που έβαλα εγώ. Ε, πολύ απλά αν χρησιμοποιούσες πολυτονικό θα έβαζες εκεί οξεία για να καταδείξεις ότι η έμφαση σε αυτή την πρόταση δεν πάει στο "θέλω" αλλά στο "γιατί".
Εδώ κολλάει αυτό που σου είπα για τον ισοχρονισμό. Η ελληνική δεν είναι ούτε συλλαβικά χρονισμένη ούτε τονικά χρονισμένη. Όμως ισχύουν κατά περίπτωση και τα δυο. Μερικές φορές είναι τονικά χρονισμένη και όταν συμβαίνει αυτό υπάρχει φωνηεντική μείωση. Δηλαδή στο «γιατί θέλω να μάθω», ο φίλος σου, ή όποιος εκφώνησε την πρόταση, την τόνισε χρονικά, όπου επειδή συμπίπτουν δύο τόνοι σε διπλανές συλλαβές, έδωσε έμφαση στο «για-», το έσυρε και μίκρυνε το «-τι» και το πρόφερε πιο αδύναμα (φωνηεντική μείωση -φωνητική, όχι φωνολογική). Σε δομικά τονικά χρονισμένες γλώσσες όπως η αγγλική, το «-τι» θα ήταν ακόμα πιο μακρόσυρτο και θα μεσολαβούσε μεγαλύτερη παύση μεταξύ αυτής και της επόμενης τονισμένης συλλαβής, έτσι ώστε όλοι οι τόνοι να ακούγονται περίπου περιοδικά στην εκφορά λόγου και όχι ακανόνιστα.
Πάντως αν κάνεις ανάλογη ανάλυση σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή (τουλάχιστον) γλώσσα, θα δεις περίπου τα ίδια πράγματα όσον αφορά εντάσεις, τόνους και χρόνους. Δηλαδή καμμιά γλώσσα δεν είναι ρομποτικά μονότονη, ακόμα και οι αυστηρά συλλαβικά χρονισμένες, όπου θεωρητικά η διάρκεια κάθε συλλαβής είναι απολύτως ίδια, τονίζονται ή όχι. Δεν είναι όμως όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες μελωδικές.
Ο δε τονισμός παίζει ρόλο σε κάποιες γλώσσες και σε άλλα πράγματα. Π.χ. στην αγγλική και στην ρώσικη υπάρχει φωνολογική φωνηεντική μείωση, όπου ένα φωνήεν αλλάξει αξία αν τονίζεται σε κάποιες περιπτώσεις. Π.χ. στην λέξη phόtograph, έχεις φόουτεγκραφ, ενώ στην λέξη photόgrapher έχεις φετόγκρεφερ*, όπου όλα τα φωνήεντα αλλάζουν αξία και λόγω τονισμού και λόγω χρονισμού.
Τώρα, η αρχαία ήταν μελωδική και όχι δυναμική. Εδώ η μορφολογία του τονισμού καθορίζεται όχι από την θέση που έχει η λέξη στην πρόταση, όπως είδες στα σύγχρονα παραδείγματα ούτε από την χρήση της στην πρόταση. Καθορίζεται από το πώς τονίζεται η λέξη. Αν η λέξη περισπάται, έχεις μειούμενο τονισμό, δηλαδή έχεις ένα φωνήεν που προφέρεται σε δύο χρόνους και ο τόνος πέφτει. Αν δεν περισπάται, ο τόνος είναι αυξανόμενος.
Δες το παράδειγμα που δίνει η wikipedia:
https://en.wikipedia.org/wiki/File:Grc- ... %CF%8E.ogg
Στην σύγχρονη ελληνική δεν ισχύει κάτι τέτοιο (μιλάω για την ΚΝΕ, όχι διαλέκτους). Όποιες αλλαγές έχεις στον τόνο και στα χαρακτηριστικά του ήχου οφείλονται ξεκάθαρα σε φαινόμενα συνεκφοράς, θέσης μιας λέξης στην πρόταση, διάθεσης/συναισθήματος ή είναι καθαρά συμπτωματικά τραβήγματα χωρίς συστηματικότητα. Δηλαδή όταν λέμε ειρωνικά «Έλα!», τραβώντας το έψιλον και μεταβάλλοντας τον τόνο της φωνής μας, δεν σημαίνει ότι ξαφνικά έχουμε μακρά φωνήεντα με μελωδικό τονισμό.
* προσεγγιστικά. Δεν έχουν όλα τα [ε] ακριβώς την ίδια αξία εδώ.