ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΛΥΧΡΗΣΤΟΥ -ΛΩ- ΤΩΝ ΜΑΝΙΑΤΩΝΤου Ανάργυρου Κουτσιλιέρη Δ.Φ.
Συνηθέστατα ακούει κανείς από Μανιάτες τας φράσεις
- Τί κάνεις λώ,- Πού πάς λώ, - Λώ πατέρα, - Λώ πατριώτη.
Η προέλευσις του
-Λώ- προκάλεσε επιστημονική αντιδικία μεταξύ των γλωσσολόγων
Γ. Χατζιδάκη και Ι. Ψυχάρη του μεν Χατζιδάκη ισχυριζομένου ότι διεπίστωσε την εξέλιξιν
λέγω}λέω]λώ, του δε Ψυχάρη αρνουμένου την εξέλιξιν αυτήν. Εκ των νεωτέρων ανεζήτησαν την αρχήν του -λώ- οι Λάκωνες συγγραφείς Δ. Κοπανίτσας, Θ.Κατσουλάκος, Ε. Αλεξάκης, Ι. Ταιφάκος και Δ. Βαγιακάκος. Η ορθότης των παρατηρήσεων του Χατζιδάκη και το επιστημονικό κύρος του ανδρός επηρέασαν, ως επόμενο, τας απόψεις των νεωτέρων.
Ο Χατζιδάκης έγραψε:
"μή ουκ ηδύνατο εκ του λέεις λέει γενέσθαι λέω, όθεν ράστα και ομαλώτατα λώ, καθάπερ το θεωρώ θωρώ, το χρεωστώ χρωστώ, το Θεόδωρος Θόδωρος".
Αργότερα εσημείωσε την εξέλιξιν:
“θέλει να λέγη - θέ να λέγη - θα λέγη ή σιώπα, λέγω δά - σώπα λέω δά - σώπα λώ δά - σώπα λά (Κρήτη)".
Συνεχίζων την διατύπωσιν απόψεων επί φαινομένων συστολής διετύπωσε παρατηρήσεις, τας οποίας, νομίζομεν, δεν επρόσεξαν οι αναζητήσαντες την αρχήν του -λώ- των Μανιατών.
Εις τα Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά έγραψε:
3)
”Αλλαι τινές λέξεις ή φράσεις, οίον προσφωνήσεις, επικλήσεις, κελεύσματα, αραί κτλ. εν αίς δηλαδή το προσφωνούμενον, το επικαλούμενον, το κελευόμενον ή βλασφημούμενον πρόσωπον είναι ενώπιον του λέγοντος, ότε η άμεσος αντίληψις αναπληροί και διασαφεί αρκούντως το ένεκα ψυχολογικών λόγων εν σπουδή και δή ατελώς λεχθέν ή απλώς αινιχθέν. Πρβλ. περί τούτου Γλωσσολ. Μελετών Α σελ. 210-3. Ούτω συνεστάλη το σώπα λέγω δά εις σώπα λώ δά - σώπαλά, το λέγω πώς δεν είν(αι) έτσι εις λώπως (και λώπης) δεν είν έτσι,".
Η συμπροφορά του ε με το επόμενο ω, κατά την απαγγελίαν μάλιστα ασμάτων, ήτο δυνατόν να δώση την εντύπωσιν πλήρους σιγήσεως και ηκούσθη - λώ - αντί λέω, υπό τας προυποθέσεις τας οποίας επεσήμανε ο Χατζιδάκης.
Ο ακούων δηλαδή δεν εδυσκολεύετο να αντιληφθή το νόημα της φράσεως. Την προέλευσιν αλλά και την σημασίαν του -λώ- των Μανιατών αγνοούν όχι μόνον οι χρησιμοποιούντες αυτό κατά την ομιλίαν, αλλά και οι ασχοληθέντες με την λέξιν αυτήν ερευνηταί και το κατατάσσουν εις τα ονόματα, τα ρήματα αλλά και τα μόρια.
Ο Θ. Κατσουλάκος διαφωνών με τον Δ. Κοπανίτσαν γράφει ότι το
λώ δεν είναι ο δωρικός τύπος του
λώ[λάω, αλλά προέρχεται από το ρήμα λέγω]λέω]λώ. Την άποψιν αυτήν δέχεται και ο Βαγιακάκος. Ο Ε. Αλεξάκης νομίζει ότι το λώ είναι μόριο. Ο Ι. Ταιφάκος γράφει ότι πρόκειται περί επιθέτου, ότι δηλαδή προέρχεται από το προτασσόμενον των προσφωνήσεων [λώστε].
Από τας προταθείσας απόψεις γίνεται φανερόν, ότι πρόκειται περί λέξεως επί της οπίας παρετηρήθη πλήρης συσκότισις του ετύμου και τελεία καταστροφή του ινδάλματος. Αν λοιπόν δεχθούμε ότι, υπό τας προυποθέσεις τας οποίας επεσήμανε ο Χατζιδάκης, παρετηρήθη η εξέλιξις
λέω]λώ, θα ήτο ορθόν το
λώ της εξελίξεως αυτής να ταυτισθή προς το
λώ των Μανιατών, το οποίον οι ειδικοί ερευνηταί δεν μπορούν να προσδιορίσουν, άν είναι κλιτό ή άκλιτο μέρος του λόγου;
Οι αμφιβολίες δεν φαίνονται αβάσιμες και επομένως δικαιολογείται η συνέχεια της ερεύνης.
Είναι αλήθεια ότι η εξέλιξις
λέγω]λέω]λώ φωνητικώς ευοδούται, διότι το ε συγκρουόμενον με το ω εκβάλλεται και γνωστή είναι η εξέλιξις, την οποίαν εσημείωσεν ο Χατζιδάκης: θεωρώ]θωρώ, Θεόδωρος]Θόδωρος κλπ.
Οι γλωσσικοί νόμοι δεν παρουσιάζουν βέβαια την νομοτέλειαν των φυσικών νόμων. Ούτως εις τας λέξεις Θόδωρος[Θεόδωρος, θωρώ[θεωρώ το ε εκκρούεται, εκβάλλεται, εις τας λέξεις όμως θεόρατος, θεομπαίχτης, θεωρή (=εμφάνισις, παράστημα) το ε όχι δεν εξαφανίζεται, αλλά ούτε συστέλλεται.
Εις τας περιοχάς της Μάνης, αι οποίαι δεν γειτνιάζουν προς την άλλην Πελοπόννησον,
η εξέλιξις λέω]λώ δεν φαίνεται πιθανή.Εκεί δηλαδή, όπου διετηρήθη το ιδίωμα της Μάνης, η κατάληξις ω προφέρεται πάντοτε ου και η διαφορά μεταξύ του ω και ου δεν πρέπει να αγνοηθή. Του ου δηλαδή είναι μόνο κατά ένα βαθμόν ισχυρότερον του ε και κατά τους φωνητικούς νόμους το κατά ένα βαθμόν ασθενέστερον, άν είναι τονιζόμενον, όχι μόνον δεν εκβάλλεται από το κατά ένα βαθμόν ισχυρότερον, αλλά ούτε συστέλλεται.
Σε μοιρολόγια βρίσκομε τον στίχο: -
Εγώ το λέου κι αλλοιώτικα.
Εις την περιοχήν Τευθρώνης, Κότρωνας, Φλωμοχώρι, Ζούδα κλπ. το
-λώ- εξακολουθεί να είναι πάντοτε εις καθημερινήν χρήσιν.
Εις την περιοχήν όμως αυτήν το ω προφέρεται πάντοτε ου εις την κατάληξιν των ρημάτων. Το δεδομένον αυτό αποκλείει την εξέλιξιν
λέγω]λέω]λώ, αφού είναι γεγονός ότι η προφορά ω-ου εκληροδοτήθη εις το ιδίωμα της Μάνης από αρχαίαν Λακωνικήν διάλεκτον.
Εις την περιοχήν λοιπόν αυτήν της Μόνης αποκλείεται η εξέλιξις
λέγω]λέω]λώ, αφού η ρηματική κατάληξις ω προφέρεται πάντοτε ου. Το ρήμα
λέου παραμένει πάντοτε εις την καθημερινήν χρήσιν μα αναλλοίωτο το τονιζόμενον ε.
Ισως παρατηρήσει κανείς ότι Μανιάτικα μοιρολόγια δημοσιευμένα από τον Κ. Πασαγιάννη δίδουν την εντύπωσιν ότι παρετηρήθη εις την γλώσσαν των Μανιατών η εξέλιξις λέγω]λέω]λώ.
Εις τα μοιρολόγια αυτά, τα δημοσιευόμενα υπό τον Πασαγιάννη δε μπορούμε να γνωρίζωμε, άν πράγματι παρετηρήθη πλήρης σίγησις του ε ή κατά την απαγγελίαν των στίχων η συμπροφορά του ε με την κατάληξιν του ρήματος παρέχει την εντύπωσιν αυτήν.
Η παρουσία αυτή του
λώ είναι δυνατόν να οδηγήση εις εσφαλμένα συμπεράσματα, άν παραβλέψωμεν το γεγονός ότι
η γλώσσα των Μοιρολογιών αυτών δεν είναι η γλώσσα της Μάνης. Καθώς παρετήρησε ήδη ο Δ. Βαγιακάκος:"Ο Κ. Πασαγιάννης έγραψε το μοιρολόγι, λεγόμενον εις την Μέσα Μάνην, καθ υπαγόρευσιν ατόμου εκ της Εξω Μάνης και δι αυτό έχει τον τύπον λώ (λέγω υποθέτω) αντί του λέου (λέω-λέγω) της Μέσα Μάνης".
Εάν επρόκειτο δια την γλώσσα της Μάνης, οι στίχοι οι οποίοι περιέχουν το λώ θα ήταν έτσι:
και λέου' τι νά' νιαι αφεντικοίκαι μέσ' στον πισωγυρισμό λέου νά' τανε χεσμένος.
Στη γλώσσα της Μέσα Μάνης γ πληθυντικό του
είμαι είναι ο τύπος
είνιαι. Στη γλώσσα αυτή διατήρησις αναλλοιώτου φθόγγου ι συγκρουσθέντος με τονούμενο α φαίνεται αδύνατη.
Εκ των λεχθέντων γίνεται αντιληπτόν ότι το -λώ- των Μανιατών δεν είναι βέβαιο ότι αποτελεί δημιούργημα της εξελίξεως λέγω]λέω]λώ, η οποία πρέπει να είναι μεταγενεστέρα της σιγήσεως του γ. Κατόπιν αυτών δικαιολογείται, νομίζομεν, η περαιτέρω αναζήτησις της αρχής του -λώ- των Μανιατών.
Εις την τρίτην των εργασιών του ο Χατζιδάκης μετ εμφάσεως τονίζει ότι:
"το προσφωνούμενον, το επικαλούμενον, το κελευόμενον ή βλασφημούμενον πρόσωπον είναι ενώπιον του λέγοντος, ότε η άμεσος αντίληψις αναπληροί και διασαφεί αρκούντως το ένεκα ψυχολογικών λόγων εν σπουδή και δή ατελώς λεχθέν ή απλώς αινιχθέν".
Ο ακούων δηλαδή ευκόλως αντελαμβάνετο το νόημα της φράσεως, κατανοών την παρουσίαν του συσταλέντος λέω.
Ο Ψυχάρης πιστεύει ότι απο τη γραπτή παράδοση δεν αποδεικνύεται η χρήσις του
λώ αντί
λέω.
Ο Χατζιδάκης επικαλούμενος την προφορικήν παράδοσιν υποστηρίζει ότι ελέχθη λώ αντί λέω, υπό τας προυποθέσεις όμως τας οποίας με σχετική έμφαση ετόνισε, προκειμένου όμως περί του -λώ- των Μανιατών
όχι οι ακούοντες και ομιλούντες, αλλά και αυτοί οι γλωσσολούντες δεν αντιλαμβάνονται, άν πρόκειται για κλιτό ή άκλιτο μέρος του λόγου.
Η άποψις λοιπόν ότι, το επί μακρούς αιώνας αδιαλείπτως χρησιμοποιούμενον λέγω-λέω, έπαθε τόσο ριζική αλλοίωση, ώστε να χαρακτηρίζεται υπό των φιλολόγων ρήμα, αλλά και το επίθετον και μόριον είναι άποψις, η οποπια δεν μπορεί να γίνη ανεπιφυλάκτως αποδεκτή, αλλά ενδείκνυται, νομίζομε, η αναζήτησις περισσότερον πιθανής ερμηνείας.
Η γνωστή από την αρχαιότητα προφορά ω]ου, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα στη Μάνη, δημιουργεί κάποιες αμφιβολίες κατά την αναζήτησιν σχέσεως του λώ των Μανιατών προς την εξέλιξιν
λέγω]λέω]λώ.
Η προφορά ω]ου εις την διάλεκτον της Μάνης παρατηρείται κυρίως εις την λήγουσαν και επομένως είναι πιθανώτερον η διατήρησις του ω να παρετηρήθη εις την ρίζαν της λέξεως και όχι εις την λήγουσαν, Οι αμφιβολίες λοιπόν περί της σχέσεως του λώ των Μανιατών προς την εξέλιξιν λέγω]λέω]λώ δικαιολογούν, νομίζομε, περαιτέρω διερεύνησιν του θέματος.
Εις το νεανικόν του μελέτημα ο Ι. Ταιφάκος παραθέτει εκ του Πλάτωνος (Γοργίας 467 Β) την προσφώνησιν -ώ λώστε Πώλε- νομίζων ότι προς το -λώστε- αυτό πρέπει να συνδέεται το λώ των Μανιατών.
Εκ της όλης εξετάσεως του θέματος οδηγούμεθα εις το συμπέρασμα ότι η αρχαία προσφώνησις -λώστε Πώλε- είναι ισοδύναμος προς το σύγχρονο -λώ Πούλε- των Μανιατών. Του Πούλε βεβαίως εκ του πουλημένος[πεπωλημένος.
Ενώ δηλαδή η σχέσις του -λώ- των Μανιατών προς την εξέλιξιν λέγω]λέω]λώ φαίνεται απίθανη, απεναντίας φαίνεται πολύ πιθανόν το -λώ- αυτό να αποτελεί δημιούργημα εξελίξεως αναλόγου προς εκείνην, η οποία εδημιούργησε πλήθος τύπων πολλούς των οποίων παρέχει ο Στράβων (Η 364) και τους οποίους παραθέτομε:"Των δ'υφ Ομήρου καταλεγομένων, την μεν Μέσσην ουδαμού δείκνυσθαί φασι Μεσσόαν δ'ου της χώρας είναι μέρος, αλλά της Σπάρτης, καθάπερ και το Λιμναίον. Ενιοι δε κατά αποκοπήν δέχονται την Μεσσήνην είρηται γαρ, ότι και αύτη μέρος ήν της Λακωνικής. Παραδείγμασι δε χρώνται του μεν Ποιητού, τω Κρί, και Δώ, και Μάψ΄και έτι, ίππους δ'Αυτομέδων τε και Αλκιμος, αντί του Αλκιμέδων Ησιόδου δε, ότι το βριθύ, και το βριαρόν Βρί λέγει.
Σοφοκλής δε και Ιων το ράδιον, Ρά. Επίχαρμος δε το λίαν, Λί Συρακώ δε, τας Συρακούσας. Παρ' Εμπεδοκλεί δε, -μία γίνεται αμφοτέρων όψ, η όψις και παρ' Αντιμάχω, Δήμητρός τοι, Ελευσινίης ιερή όψ και το άλφιτον, Αλφι. Ευφορίων δε και τον ήλιον λέγει Ηλ.
Παρά Φιλητά δε, Δμώιδες εις ταλάρους λευκόν άγουσιν Ερι, το έριον. Εις άνεμον δε τα Πηδά, τα πηδάλια, Αρατός φησι. Δωδώ δε, την Δωδώνην Σιμμίας".
Εις την Οδύσσεια α 376 έχομε το επίθετο συγκριτικού βαθμού
"λωιτερον" δημιούργημα των καταλήξεων -τερος και -ιων.
Εις τύπον
λώιος, λώιων, λώων, λώστος ηδύνατο να παρατηρηθή αυτό, το οποίον παρετηρήθη εις τους τύπους τους οποίους είδαμε εις τον Στράβωνα. Καθώς δηλαδή έγιναν:
άλφιτον]Αλφι, βριαρόν]βρί, Δωδώνη]Δώ, έριον]Ερι, Κρίμνιον]Κρί, λίαν]Λί, Μαψίδιον]Μάψ, όψις]όψ, πηδάλιον]πηδά, ράδιον]ρά θα ήτο ανάλογον φαινόμενον να παρατηρηθή και είς τινα τύπον του εξεταζομένου επιθέτου και παρά τα
βρί, δώ, κρί, λί, όψ, ρά, κλπ. να λεχθή και
λώ.
Εις τας φράσεις λώ πατέρα, λώ μάννα είναι ορθότερο, νομίζομε να θεωρηθή, το λώ επίθετο και όχι ρήμα. Λέγων ο Μανιάτης: λώ πατέρα, λώ μάννα, λώ πατριώτη αποκαλεί τους προσφωνουμένους -καλέ πατέρα, καλέ μάννα , καλέ πατριώτη -διότι αυτή είναι η προσφώνησις και όχι -λέω παέρα, λέω μάννα, λέω πατριώτη.Εις την περιοχήν της Μέσα Μάνης, εις την οποίαν διετηρήθη μέχρι τα νεώτερα χρόνια ο δωρικός χαρακτήρ της γλώσσης, η χρήσις συντετμημένων τύπων, ως οι παρεχόμενοι υπό του Στράβωνος, δεν ήτο άγνωστη, ακούγονται δε σήμερον φράσεις ως "έπεσε κά στη γιστέρνα", "τό 'βραμε και στο λαγκάδι", "δεν έφαε κά", "στο σπίτι μας δεν πατά κά". Εις τας δύο πρώτας φράσεις πρόκειται περί του κάτω και εις τας επομένας περί του καθόλου.http://www.mani.org.gr/kzaxarias/arthra1998/16_lo.htm