2.
ΗΕΛΛΗΝ
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Οι λ. Έλληνες και Ελλάς είναι αβέβαιης ετυμολ.
Προτάσεις με ΙΕ κλάρες.
ΙΕ
hellen < hell* en > ηλιώσει να = να φωτίσει /
brilliant[1]
Από τη μέση ανώτερη γερμανική hel* («ηχηρός, δυνατός,
λαμπερός[2]»)...

___________________________________________________________________________________________________________________________
<=
[1] Δανεισμένο από τα γαλλικά brillant (τέλη 17ου αιώνα), ενεστώτα του ρήματος briller, από τα ιταλικά brillare, πιθανώς από το λατινικό berillus, beryllus («a beryl, gem, eyeglass»), από την αρχαία ελληνική
βήρυλλος (bḗrullos, «beryl»), ιλλυρική βαρδύλλις *bardhyll < φερε/βερε ηυλλος = φέρει ήλιο = φέρει φως = φωτεινό, φωτοδότης, στα Graecοfrench slang > ο
Βριγιαντίνης 
-------------------------------------------
<
ΗΥΛΛΟΣ
Προελληνικά.

Ο Orel θεωρεί ότι προέρχεται από το πρωτοαλβανικό *h₁us-los που σημαίνει αστέρι, που το συσχετίζει με το αλβανικό *Bardhyll, το οποίο μεταφράζεται σε "φωτεινό αστέρι".
<
ᾱ̓βέλῐος (ābélios), ἀϝέλιος (awélios) – Κουρήτικα
ᾱ̓έλῐος (āélios) – Δωρικά, Αιολικά, Αρκαδοκυπριακά
ᾱ̔́λῐος (hā́lios) – Λυρικά
ἠέλῐος (ēélios) – Ηομηρικά, Ιωνικά
ήλιος - Νεα communis Ηελληνικά
ηύλλος - Ιλλυρικά

σόλους > sōlus > sol** - Λατινικά > sollus > Από το πρωτοϊταλικό *solnos, από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *sol(h2)nós, από το *solh2- («
ολόκληρος»). Συγγενής με τα αρχαία ελληνικά ὅλος (hólos, «ολόκληρος, μόνος / σολίστας, απόλυτος, τέλειος, πλήρης») και τα σανσκριτικά सर्व (sárva) > latin salvus > salvador > σωτήρας < Από το πρωτο-ινδοευρωπαϊκό *solh₂wós, από το *solh2- («ολόκληρο») + *-wós (από όπου λατινικά -vus· < -uus/-ούς < us/-ώς < Q, q < Ϟ,ϟ/Ϙ, ϙ = όπως => σόλους = σάλβους = όπ-ώς / eq-uus ό ἀϝέλιος / ηύλλος που είναι σωτήρας / salvador. Υποσημείωση για το Ϙ > Ϙόρινθος.)
sol**
ΙΕ Πρωτοϊταλικό *swōl, από το προ-ιταλικό *sh₂wōl, τελικά από το πρωτοϊταλικό *sóh₂wl̥. Συγγενής με τα παλαιοαγγλικά sōl, παλιά νορβηγικά sól, γοτθικά 𐍃𐌰𐌿𐌹𐌻 (σαύλι), παλαιοεκκλησιαστικά σλαβονικά слъньцє (slŭnĭce), αρχαία ελληνικά ἥλιος (hḗlios), σανσκριτικά स (sura/σούλα/σούρλα).
<
από το ἰλλάς
Από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *welH- («γυρίζω»). Περαιτέρω σχέση με το εἰλέω (eiléō, «
γυρίζω, κυλάω»).
*welH-
Terms derived from the Proto-Indo-European root *welH-
Proto-Albanian: *walwā
![]()
Albanian: valle
Proto-Albanian: *walā
![]()
Albanian: valë
Armenian:
![]()
Old Armenian: գելում (gelum), գիլ (gil), գալար (galar), գաղձն (gałjn), գեղձ (gełj), (possibly) գողտր (gołtr)
Balto-Slavic:
![]()
Baltic:
![]()
![]()
Latvian: vēl, velt
![]()
![]()
Lithuanian: vėl, velti
![]()
Slavic:
![]()
![]()
Russian: вал (val), валить (valitʹ)
Germanic:
![]()
German: Walzer, walzen
![]()
Proto-Germanic: *waluz, *wiligaz, *walwijaną, *wulaną, *wallaną, *walkaną, *walkōną, *walgōną (see there for further descendants)
Hellenic:
A
ncient Greek: ἐλύω (elúō), εἴλω (eílō), εἰλύω (eilúō), ἕλιξ (hélix), εἰλεός (eileós), ηίλλω (hillo)[3], ἴλη (ílē), ὅλμος (hólmos), ἀολλέες (aollées) (< *sm̥wolnēs), ᾱ̔λής (hālḗs) (< *sm̥wl̥ēs), ᾱ̔λίζω (hālízō), ᾱ̔λία (hālía), ἡλιαία (hēliaía)
Sanskrit: उल्ब (úlba), उल्व (úlva)
Sanskrit: वलय (valaya, “coil”)
Sanskrit: वलयति (valayati, “to cause to turn”)
Sanskrit: वल्लि (valli, “creeper; winding plant”)
Proto-Italic: *wolwumen, *wolwō, *wolgous, *wolwā (see there for further descendants)
![]()
Latin: valgus, vallis, vallum, valva, volumen, volvō, vulgus, vulva (see there for further descendants)
Ελ > Biblical Hebrew God אֵל (ʾēl) > אל • (ʾāl) Ιουδαιο-αραβική ορθογραφία των παραθέσεων آل (ʾāl, «οικογένεια») < Από την πρωτοσημιτική *ʾil-. Συγγενής με τα ακκαδικά 𒀭 (ilum), αραβικά إلَه (ʾilah), αραμαϊκά אלה (aláh). Judeo-Arabic spelling of آل (ʾāl, “family, φάρα”) < آلَ • (ʾāla), non past يَؤُولُ (yaʾūlu)
το να γυρίζεις < ιλλάς
--------------------------------------------------------------------------
ιλλάρουμε ΠΙΕ και ΠΣ εκτός κουργανικής λήθης...
σοβαρές τρολερωτήσεις να τρελάνεις κουργανοΙΕουδαίους
ιλλάρει ο σόλος; ή σολάρει ο ίλλος;
ο σόλος έδωσε το όνομα στον Γύρο;
ή ο γύρος έδωσε το όνομα στον σόλο
γιατί οι σολίστες κάνουν γύρο;
και γιατί ο γυρός ιλλάρει σόλος;
---------------------------------------------------------------------------------------------
[2]ἐλλάμπω (AM) < λάμπω < Πιθανώς από μια ρινική παραλλαγή του πρωτοϊνδοευρωπαϊκού *leh₂p- («να λάμπει»),
φωτίζω, εμπνέω
αρχ. 1. λάμπω ζωηρά, 2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι, 3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι.
---------------------------------------------------------------------------------------------
[3]ηίλλω (hillo) < Παρωχημένη μορφή του hello < ηέλα (από το ηέλα κουμπάρε Fέλα, μ' ακούει;) < Τελικά από μια παραλλαγή του παλαιού αγγλικού ēalā

, όπως το hēlā

, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην καθομιλουμένη εκείνη την εποχή με παρόμοιο τρόπο με το πώς χρησιμοποιούνται τα hey και τα hi στις μέρες μας.
Πιθανώς επηρεασμένο από το παλιό σαξονικό halo!, επιτακτική του halōn («καλώv, φέρωv»), που χρησιμοποιείται για να χαιρετώ, παρόμοιο με τα παλιά ανώτερα γερμανικά hala, hola!, επιτακτικές μορφές του halōn, holōn («να φέρω»). Περισσότερα στο hallo.
Πιθανότερα από το helloυ > hell [φως] + o[ως] + u[του] = φως σε σένα = υγεία = γεία σου.
Δηλαδή για να χεις την υγειά σου, πρέπει να ίλλεις, να γυρίζεις, να τσουλλίεις, να τσουλάς, να κυλάς. !Hello? is anybody arouthere? we come in peas.
___________________________________________________________________________________________________________________________
ΗΕΛΛΑΣ = Ηελλιούσα = Fιλλούσα = Willusa = hillusa = hellusa = hellus = hellas = ηελλας < Γιελλούσα > Yellowσα > Χρυσαφένια... ήταν, μας το πήραν το kuruso-χρυσό οι Danειστές

timeo danειστές et dona* ferentes
*dona < donar <
doner 
< to give away, to donate, δωρίσειν < δώρο = δάμα = τάμα.....
ούτε αυτό αλταϊκό/τούρκικο... 
Τυχαίο γεγονός ότι ο Η
έλλην Αχ
ίλλης περιέχει το -ίλλ-ης;
όπως και το ό,τι ο υιός Νεοπτόλεμος μετά την ήττα της willusa/
ίλλιον/τρωάδος και την διαφυγή των Fιλλιόνων-βριγιόνων τρώων
ιλλείων willusaίων/willionon, πήρε τους Η
έλληνεις Μυρμιδόνεις
[4] και πήγε στην μετέπειτα ονομαζόμενη
Ιλλ-υρία και θεμελίωσε την F
υλλις / Β
υλλις ως το βορειότερο η
ελληνικό σύνορο και οι Η
έλληνες Μυρμιδόνες βάτεψανε τα λιουλιουδιασμένα ορφανά wι
λλούσοθρακοκόριτσα και οι μετέπειτα ονομαζόμενοι Β
υλλιόνες είναι η πρώτη δίγλωσση καταγεγραμμένη Ιλλ-υρική φυλή ως πρόσμιξη η
ελλήνων μυρμιδόνων βετεράνων με τα ορφανά λιουλιούδια wι
λλούσοθρακοκόριτσα και ντόπια άλλα πελασγά λιουλιούδια (που κολλάζουν τ' αγγλούδια); Πως γίνεται να έχουν όλοι το -ιλλ < ίλλας στα ονόματά τους και να μην είναι όλοι γλωσσικοί συγγενείς ; όλοι τον ίδιο ήλιο βλέπανε.... το λ πόθεν προέκυψε σαν ήχος για τον ήλιο και όλα τα προ ΠΙΕ και προ ΠΣ παράγωγά του;
[4]
1. < Μύριοι mediones < μύριοι μεδιόνες < 10,000 μεσαίοι ηέλληνες = ηέλληνες μυρμιδόνες αν το -μιδόνες = mediones
2. < Μύριοι midones < μύριοι μιδόνες < 10,000 δανειστές μου = ηέλληνες μυρμιδόνες αν το -μιδόνες = mi dones
timeo danειστές et dona* ferentes
*dona < donar <
doner 
< to give away, to donate, δωρίσειν < δώρο = δάμα = τάμα.....
ούτε αυτό αλταϊκό/τούρκικο... 