Σελίδα 1 από 1

Μπάστακας;

Δημοσιεύτηκε: 19 Ιούλ 2022, 03:41
από taxalata xalasa
LSJ. μπάστακας
________________
wiktionary. μπάστακας
μπάστακας < άγνωστης ετυμολογίας[ 1 ]. Πιθανόν (άμεσο δάνειο) τουρκική baştaki («αρχικός, πρώτος») που σχετιζόταν με το στήσιμο του πρώτου _ώλου στις αμάδες baş (κεφάλι, κορυφή) [ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση).]
________________
Στο Τσάκ! Νωρίς. βάσταγα = onus = κάργα = δεμάτι....
SpoilerShow
βαστα^γ-άριος , ὁ,
A.transport-worker, Stud. Pal.20.82.5 (iv A.D.).
Tι στέκεσαι (σαν) μπάστακας (βάσταγα) πάνω από το κεφάλι μου; (ακούνητος σαν δέμα)....