Μαντράχαλος;
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 16600
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Μαντράχαλος;
μαντράχαλος
μαντράχαλος ο [mandráxalos] Ο20 & μαντραχαλάς o [mandraxalás] Ο1 : 1. έφηβος ή νέος άντρας πολύ μεγαλόσωμος· (πρβ. μαγκλαράς): Tο έβαλαν στα πόδια μόλις είδαν το φύλακα, ένα μαντράχαλο πάνω από δύο μέτρα. 2. (μειωτ., επέκτ.) γι΄ αυτόν που η ηλικία του είναι μεγάλη σε σχέση με κάποια αντίδραση, ενέργεια, συμπεριφορά του κτλ.: Είναι είκοσι χρονών μαντράχαλος, αλλά δε θέλει να δουλέψει.
[ίσως μάντρα + χαλ(ί) -ος, χαλί: `διχαλωτό ξύλο για κρέμασμα αντικειμένων΄ < αρχ. (δωρ. διάλ.) χαλ(ά) (κοινό χηλή) `οπλή αλόγου΄ -ί(ον)· μαντράχαλ(ος) -άς]
(ειρωνικά για πρόσ.) πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς, μαγκλαράς.
_______________
Μάντρα [ Krahe Festgabe Bulle 205 f. reminds of Illyrian names, e.g. Mandarium, -ia (Calabria), from Illyr. mand- small horse. ]
+
χηλή η [xilí] Ο29 : α.το νύχι ορισμένων μηρυκαστικών, π.χ. του προβάτου, του βοδιού κτλ., που στο τελικό τμήμα του είναι χωρισμένο στα δύο. β. οπλή αλόγου. [λόγ. < αρχ. χηλή]
=
Μάντρα-χαλάς = μικρό άλογο με χηλή (νύχι, οπλή διχαλωτή) = ο νεαρός επιβήτορας...
είκοσι χρονών μαντράχαλος και παίζει ακόμα ufo...
άλλος ο Μαντράχαλος και άλλος ο Κρεμανταλάς και μένει ο Μαγκλαράς σε άλλο νήμα...
μαντράχαλος ο [mandráxalos] Ο20 & μαντραχαλάς o [mandraxalás] Ο1 : 1. έφηβος ή νέος άντρας πολύ μεγαλόσωμος· (πρβ. μαγκλαράς): Tο έβαλαν στα πόδια μόλις είδαν το φύλακα, ένα μαντράχαλο πάνω από δύο μέτρα. 2. (μειωτ., επέκτ.) γι΄ αυτόν που η ηλικία του είναι μεγάλη σε σχέση με κάποια αντίδραση, ενέργεια, συμπεριφορά του κτλ.: Είναι είκοσι χρονών μαντράχαλος, αλλά δε θέλει να δουλέψει.
[ίσως μάντρα + χαλ(ί) -ος, χαλί: `διχαλωτό ξύλο για κρέμασμα αντικειμένων΄ < αρχ. (δωρ. διάλ.) χαλ(ά) (κοινό χηλή) `οπλή αλόγου΄ -ί(ον)· μαντράχαλ(ος) -άς]
(ειρωνικά για πρόσ.) πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς, μαγκλαράς.
_______________
Μάντρα [ Krahe Festgabe Bulle 205 f. reminds of Illyrian names, e.g. Mandarium, -ia (Calabria), from Illyr. mand- small horse. ]
+
χηλή η [xilí] Ο29 : α.το νύχι ορισμένων μηρυκαστικών, π.χ. του προβάτου, του βοδιού κτλ., που στο τελικό τμήμα του είναι χωρισμένο στα δύο. β. οπλή αλόγου. [λόγ. < αρχ. χηλή]
=
Μάντρα-χαλάς = μικρό άλογο με χηλή (νύχι, οπλή διχαλωτή) = ο νεαρός επιβήτορας...
είκοσι χρονών μαντράχαλος και παίζει ακόμα ufo...
άλλος ο Μαντράχαλος και άλλος ο Κρεμανταλάς και μένει ο Μαγκλαράς σε άλλο νήμα...
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦
Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.
Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...
Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.
Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...