Υποθέσεις.
1. ατσούμπαλος < ίσως < `μτγν. σιπαλός "άσκημος, άμορφος" από το σιφλός από το σίνομαι (βλάπτω, καταστρέφω (α. [για τη Χάρυβδη] «ὅτε μοι σίνοιτό γ' ἑταίρους», Ομ. Οδ.)

2. ατσούμπαλος από το ατσούβαλος, ατσάκουβαλος, ατσάκωτος = ασχημάτισμος; (δεν μπαίνει σε τσουβάλι, σάκο, καλούπι) = ακαλούπωτος

3. α-τσιουνμπαλανξ από το στερητικό α + tonus (τόνος) + balanx (bi lanx = δίλεκς = δίλεκανς = δυο λεκάνες = ζυγαρία = balance) => ατσιούνμπαλανξ = ατονόζυγος = αζύγιστος = ανισόρροπος = ατσούμπαλος = non tuned balance dude

ωραία είναι και τα τρία και συμπτίπτουν στην έννοια του ατσούμπαλου του
ατσιουνμπαλανξ = ανισόρροπος
ατσούβαλος = ακαλούπωτος
σίπαλος = άμορφος
γνώμες;
aide να τελείωνουμε και δεν μένουν πολλές περίεργες λέξεις για να μας φύγει η περιέργεια.