Grex. Γκρεκς. Γκρέξ.
Ετυμολογία
Από το πρωτο-ινδοευρωπαϊκό *h₂ger- («να συγκεντρώνουμε, να συγκεντρώνουμε μαζί»). Δείτε επίσης ισπανικό γκρέγι ("κοπάδι, πλήθος") λιθουανικό γκουργκούολε ("μάζα, πλήθος") και γκουργκούλις ("χάος, σύγχυση"), παλαιοεκκλησιαστική σλαβονική гроусти (grusti, "χούφτα"), σανσκριτικά गण (gaṇá, "κοπάδι, στράτευμα, ομάδα») και ग्राम (grā́ma, «στράτευμα, συλλογή, πλήθος, χωριό, φυλή»), και αρχαία ελληνικά ἀγείρω (ageírō, «συγκεντρώνω, μαζεύω»), από όπου και ἀγορά (αγορά). Βλέπε πρωτο-γερμανικό *kruppaz («εξόγκωμα, στρογγυλή μάζα, σώμα, καλλιέργεια») το οποίο έχει σχέση με τον Grumo, Γρόμπο, Grubo, Грубо.
From Proto-Indo-European *h₂ger- (“to assemble, gather together”). See also Spanish grey (“flock, crowd”) Lithuanian gurguole (“mass, crowd”) and gurgulys (“chaos, confusion”), Old Church Slavonic гроусти (grusti, “handful”), Sanskrit गण (gaṇá, “flock, troop, group”) and ग्राम (grā́ma, “troop, collection, multitude; village, tribe”), and Ancient Greek ἀγείρω (ageírō, “I gather, collect”), whence ἀγορά (agorá). See Proto-Germanic *kruppaz (“lump, round mass, body, crop”).
_______________________
Ερώτημα.
Θα μπορούσαν να είναι οι Γκρέξ-γιοι οι
Αγοραίοι,
Αγείρτες,
Αγέλη => αγέλ-ληνες, αγελ-λάδα => αχέλ-ληνες, αχελ-λάδα => hέλ-ληνες, hελ-λάδα => έλληνες, ελλάδα
= greks, greksia = graec-us, graec-um, greeks, greece
= αγοραίοι, αγείρτες, αγέλη, αγελάδες, σαχέλληνες, σαχλέλληνες, χέλληνες,
= Sanskrit गण (gaṇá, στράτευμα, ομάδα) γκανάδο, το αποκτημένο, κερδισμένο, αρπαγμένο ( ganado στα spaniόλικα)
=> Σα Γέλη, Σα Χέλη γκαναδόρων (ganar = κερδίζω, αποκτώ, αρπάζω) = έλληνες = γκραέξ = Grex ;
τι περίεργη λέξη ...

με αυτό θα φτιάξουμε πολλές λέξεις.
ἀγείρω

πολύ μπροστά ο ποιητής με το αχ!ελλάδα στο άσμα... άιδε...