Ντοπιολαλιές

Μελέτη της γλώσσας, γραμματική, συντακτικό, σχολιασμοί και διευκρινίσεις.
Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16613
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 12 Ιουν 2023, 09:31

ΗΠΕΙΡΟΣ (Γιαννιώτικα)
Από παράλλη ιστιοσελίδα

• Α; = Συγνώμη δε κατάλαβα; Πως είπατε;
• Α μο! = Άντε βιάσου, κάνε γρήγορα.
• Α ωρέ = Μιλάς σοβαρά;
• Αα! (καταφατικό) = ναι
• Ααα = Για δες για δες!
• Αααα! = Αα μάλιστα τώρα κατάλαβα!
• Αβέρτα = Συνεχώς
• Αγάντα = Βλ. αβέρτα
• Αγκωνάρι (το) = Η μικρή πέτρα, το λιθάρι
• Αγλέουρας (ο) = «Πρώτος» ξάδερφος του αχλά, το καταπέτασμα
• Άιστεμας = Πάμε να φύγουμε
• Ακόντιο (το) = Μτφ. ο μεθυσμένος
• Αλιμούρα (η) = Πέταγμα στον αέρα ατάκτως χαρτιών
• Άλσος (ο) = Η αλυσίδα, μτφ. το έτερον ήμισυ
• Αλφάδ (το) = Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της κλίσης επιφανειών, μτφ. ο μεθυσμένος
• Αλφή (η) = Η αλοιφή, μτφ. ο μεθυσμένος
• Αμπλαούμπλας (ο) = Άχαρος στις κινήσεις, ειδικά στα χορευτικά
• Αμπντάλης (ο) = Ατσούμπαλος. χοντροκομμένος
• Αμπώχνω = Σπρώχνω με άκομψο τρόπο
• Αντράλα (η) = Βαβούρα, τζερτζελές. πανικός
• Αξιούραγος (ο) = Ο αξύριστος
• Απέκεια = Από κει
• Απόλκε η εκκλησιά = Σκόλασε το πανηγύρ’ τέλειωσε κάτι, τέρμα τα παραμύθια
• Αρβάλας (ο) = Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος
• Αργαλειός (ο) = Αυνανισμός, πλεκτική μηχανική παλιάς εποχής
• Αρεντεύω = Γυρνάω άσκοπα, κάνω βόλτες
• Αρούγκατος (ο) = Ο άγαρμπος, ο απρόσεκτος
• Ασήκωτος (ο) Ή και ασιούκωτος, = μτφ. ο μεθυσμένος
• Αοτραπόπτσα = Βλ. μπανταλός
• Ατσούμπαλος (ο) = Ο αμπντάλης
• Αυτού = Εκεί
• Αφύσκος (ο) = Άντρας ακανόνιστου μεγέθους
• Αφώνω = Σύντμηση του χαραφώνω (βλ. λ.) π.χ. «γκάινταρε χαλόν’ π’ αφών’ ο τζες»
• Αχαμνά (τα) = Τα γεννητικά όργανα του άντρα.
• Αχλάς (ο) = Το φαγητό
• Άχνα (η) = Η απόλυτη σιωπή
• Αχπάν = Επάνω

• Βάβω (ή) = Η γιαγιά
• Βαγέρω = Φεύγω, τρελαίνομαι
• Βαΐζω = Γέρνω από τη μια πλευρά του σώματος μου
• Βακούφκο (το) = Κτήμα ή οικόπεδο κοινότητας επί εποχής τουρκοκρατίας
• Βελέντζα (η) = Η φλοκάτη, απαραίτητο συμπλήρωμα στα μπάσια (βλ.λ)
• Βερβέρα (η) = Μικρό ζώο, τρωκτικό, που ζει στα δέντρα και μοιάζει στον σκίουρο
• Βετούλι (το) = Κατσίκι ηλικίας περίπου ενός έτους
• βζόμπαλό (το) = Το μεγάλο και στρογγυλό γυναικείο στήθος, το μπαχταλέ
• Βήχω = Πληρώνω
• Βίτσα (η) = Λεπτό και ευλύγιστο κλαδί μεγάλο φόβητρο των μαθητών παλιά
• Βλιώρα (η) = Η βρωμιά
• Βογγάλα (η) = Τρέξιμο με πολύ γρήγορο ρυθμό
• Βρούβες (οι) = Π.χ. «πάμε για βρούβες» πάμε στα χαμένα

• Γαλοτύρι (το) = Γαλακτοκομικό προϊόν.
• Γατσιεύω = Χουφτώνω πριν και κατά την σεξουαλική πράξη
• Γιδοξούρ (το) = Εργαλείο άκρως απαραίτητο σε κατόχους αιγοπροβάτων για την περιποίηση αυτών
• Γιόμα (το) = Το απόγευμα
• Γιόμστο! = Έτσι λέμε στο πρατήριο υγρών καυσίμων για να μας γεμίσουν το ρεζεβουάρ
• Γιωτάς = Ο μη έχων τυφέκιο στο στρατό, χαμένο κορμί
• Γκαβός (ο) = Αυτός που «δεν έχει μία«, ο τυφλός από γκαφρά σαν τα κτάβια, ο άφραγκος
• Γκαγκάνς (ο) = Ο γκαντέμης, ο άτυχος
• Γκαγκανάω = Ντινιάρω πολύ δυνατούς και ηχηρούς γκιολέδες
• Γκάιλας (ο) = Έχει γκάιλα: ο ήλιος είναι πολύ δυνατός, τσιουκανάει ανελέητα
• Γκαιντάρω = Παρατηρώ επίμονα
• Γκανάβ (το) = Η κλοπή
• Γκανιάζω = Διψάω υπερβολικά
• Γκάου – μπίου (το) = Αυτός που ζει στο δικό του κόσμιο
• Γκαργκανούλι (το) = Μαύρο στο δέρμα, γυφτάκι
• Γκασμάς(ο) = Ο άσχετος, ο ανίδεος, συνουσία («βαράω γκασμά«), σκαπτικό εργαλείο (κυριολεκτικά)
• Γκαφάλι (το) = Χαμένο κορμί
• Γκαφρά (τα) = Αναγραμματισμός της λέξης: φράγκα, τα χρήματα
• Γκδών’ (το) = Το κυδώνι
• Γκζιούαρ = Εις υγείαν!
• Γκίζα (η) = Ανάλατο γαλακτοκομικό προϊόν σε στερεά μορφή
• Γκιζεράω = Κάνω άσκοπες βόλτες από δω κι από κει
• Γκίκος (ο) = Στίβα από ρούχα
• Γκιλντάρες (οι) = Κύβιση και ανακύβιση, κωλοτούμπες
• Γκιολές (ο) = Αέριο με έντονη και άσχημη μυρωδιά, κλανιά
• Γκιορεύω = Περιπλανιέμαι άσκοπα
• Γκιουλέκας (ο) = Πρατσίλας, ντιπ πάσλας.
• Γκιουμ (το) = Η μικρή στάμνα
• Γκλαγκανάω = Πίνω
• Γκλαξιά (η) = Γουλιά
• Γκλιούμ (το) = Πλιάτσικο, ο χαμός, «έγινε το γκλιούμ»
• Γκλίτσα (η) = Απαραίτητο accessoire των κατόχων αιγοπροβάτων
• Γκόρος(ο) = Ο πάσλας, ο τενεκές, χαϊδευτικό μεταξύ φίλων («που ‘σαι ρε γκόρε;«)
• Γκόρτσο (το) = Ο καρπός της γκουρτσιάς
• Γκουντλάω = Παραπατάω, κουτουλάω, επίσης γαργαλάω
• Γκουρτσιά (η) = Οπωροφόρο δέντρο του δάσους (αχλαδιά)
• Γκουστέρα (η) = Η σαύρα
• Γκουτζάμ = Είναι πλέον στην κατάλληλη ηλικία ή μέγεθος
• Γκριμπνάδες (οι) = Ορεινή περιοχή της Ηπείρου καταφύγιο λύκων εξ ου και η έκφραση «πεντακόσιοι λύκοι απ τς Γκριμπνάδες»
• Γκριτζούνι (το) = Ο καλικάντζαρος
• Γκρόβερ (ο) = Ο ομοφυλόφιλος, ο ροδέλας
• Γκρτζουπ (το) = Όρθιο, στητό, υπονοεί και το ατίθασο
• Γκυλιέμαι = Σέρνομαι (βλ, ζβαρνιέμαι)
• Γλεντοκώλι (το) = Βλ. τσίρλα
• Γλιέπω = Βλέπω, τράω (βλ.λ.)
• Γουμάρ (το) = Ο όνος, το γαϊδούρι
• Γρέκι (το) = Ύπνος βαρύς, τάφωμα
• Γρεντά = Βγαίνει από το «γρεντιά» που είναι το κεντρικό δοκάρι που κρατά την στέγη στα παλιά σπίτια. Μτφ. ο μεθυσμένος π.χ. «ο τζες είναι μπιτ γρεντά!»
• Γρι = Τίποτε εντελώς
• Γρουμττούλι (το) = Μικρό εξόγκωμα στο δέρμα

• Δαμάλι (το) = Η αρσενική αγελάδα σε μικρή ηλικία, μτφ. η ψηλή και «γεμάτη» γυναίκα, η νταρντάνα
• Δάχλο (το) = Δάχτυλο
• Δοβρά (η) = Το χωριό Ασπράγγελοι
• Δραγάι (το) = Το χωριό Καστανώνας
• Δραγάτς(ο) = Παλιά ο χωροφύλακας ή ο αγροφύλακας
• Δραγατσούρα (η) = Σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας, η ενέδρα
• Δρομίτσα (η) = Είδος ψαριού μικρό σε μέγεθος που ζει σε γλυκά νερά
• Δροτσίλι(το) = Μικρό σπυράκι στο πρόσωπο
• Δώγιας = Εδώ

• Ε; = Ορίστε; πως είπατε:
• Ε, ε, ε = Ναι, ναι έτσι είναι
• Εεεε! (Δυνατό) = πιο σιγά! μη παίρνεις φόρα!
• Εφετζής (ο) = Ο επιδειξιομανής
• Εφκα = Αόριστος του ρήματος φέω (φεύγω)

• Ζαβλακώνομαι = χαζεύω, μπανταλιάζω. Αόρ.: ζαβλακώθκα
• ζαγάρ (το) = ο κουτοπόνηρος
• ζαγκανιέμαι = κουνιέμαι περίεργα, πάω γυρεύοντας π.χ» «μη ζαγκανιέσ’ ωρε παιδί μ’»
• ζαγκανόκωλη (η) = η γυναίκα που κουνιέται πολύ η τσουρδάλω
• ζάρκο (το) = το γυμνό, μπλετς
• ζάφτω = τρώω με μπιστοβλιακιά
• ζβάρα = μετς μπάντες, μαλιοκούβαρα
• ζβαρνιέμαι = σέρνομαι, κυλιέμαι κάτω. αόρ. ζβαρνίοτκα.
• Ο ζβαρίλας = ο απεριποίητος
• ζβίγκο (το) = τίποτε, κενό, άδειο
• ζγκατάψυξ = στην κατάψυξη
• ζγουρ (το) = κρέας πρώτης ποιότητας
• ζγώνω = πλησιάζω σιγά-σιγά
• ζέχνω = μυρίζω υπερβολικά άσχημα
• ζιάπα (η) = ο μεγάλος σε μέγεθος βάτραχος, γνωστός και ως μπράσκα
• ζιαπώνω = συλλαμβάνω
• ζιουγκάρ (το) = λίπωμα εμφανές στο σώμα
• ζιουλάω = μαλάζω
• ζιουμπάς (ο) = ο πολύ κοντός άνθρωπος
• ζιουπάω = πιέζω αφόρητα
• ζλαπ (το) = το ζαρκάδι
• ζμαρ (το) = το ζυμάρι
• ζμι (το) = το υγρό αποτέλεσμα βρασίματος, ζουμί
• ζμ πλατεία = στην πλατεία
• ζμ πόρτα = στην πόρτα
• ζμπουδιέμαι = παραπατάω (συνήθως έχουμε και πτώση), σκοντάφτω
• ζμπούτσαμ = δεν με νοιάζει, έκφραση αισχρού και ανήθικου περιεχομένου
• ζνόασ’ = στην «Οαση», στην κεντρική πλατεία της πόλης
• ζντάιγκα = στην TAIGA, παλιά disco στα Γιάννενα
• ζούδιο = μικρό ζούφιο
• ζούλα (η) = πράξη παράνομη που γίνεται διακριτικά
• ζουρλός (ο) = αυτός που το ‘χει ντιπ χαμένο, τρελός
• ζούφιο (το) = αφυδατωμένο φρούτο

• θειά (η) = η θεία
• θκομ = δικό μου
• θκος = δικό σου
• θκοτ = δικό του
• θλάκι (το) = η θηλιά στο παντελόνι όπου κρέμεται η ζώνη
• θληκώνω = κουμπώνω

• ίίίί; να! = μα καλά που χάθηκες εσύ: (συνοδεύεται από μούντζα)
• ιτς κρις = μπιτ. τίποτα

• κακάδια (τα) = τα υπολείμματα από τις εκκρίσεις της μύτης που έχουν πια ξεραθεί
• καλαμποτσιόκαλο (το) = Το απομεινάρι του καλαμποκιού. Παλιότερα έβρισκε ή καιτσιόκαλο χρήση και ως τάπα βαρελιών,
• καλοσκέρνω = (αόριστος: καλοσκέρσα) δοκιμάζω (τρώω) κάτι για πρώτη φορά για το τρέχον έτος ή για την εποχή που ωριμάζει ως φρούτο
• καλπαζιάνης (ο) = αυτός που περπατάει σαν να καλπάζει (πηγαίνει ολόκληρος πάνω- κάτω)
• καπνός (ο) = πονοκέφαλος
• καπούσκο (το) = το κουμπρολάχανο
• καμακώνομαι = αρπάζω κρυολόγημα
• κάργα = υπερβολικά, πάρα πολύ
• κασάρα (η) = η μεγάλη και στραβή μύτη. Πιθανώς προέρχεται από το σχήμα του κασαριού, εργαλείου για το κόψιμο των χόρτων
• κασάρας (ο) = ο έχων μεγάλη και στραβή μύτη
• κασκαρίκα (η) = καρικατούρα
• καστραβέτς (το) = το αγγούρι
• καταής = κάτω π.χ. «έπεσα καταής απ’ τα γέλια»
• κατόπι (το) = έπειτα, «παίρνω στο κατόπι»: ακολουθώ
• κατσαπλιάς (ο) = άτομο που δε πρέπει να εμπιστευόμαστε, ο αντάρτης, ο άτακτος στρατιώτης
• κατσιούλα (η) = ρούχο για την προστασία του κεφαλιού από τις άσχημες καιρικές συνθήκες
• κατώι (το) = το υπόγειο
• καφτάν-μερεμέτ = πέφτει χοντρό ξύλο
• κδούνα (η) = κουδούνι, τύφλα στο μεθύσι
• κίκια (τα) = καψούλια, μεταφορικά α δυνάμεις π.χ. «με τι κίκια θα…;»
• κιχ (το) = άχνα
• Κλαζιάδες (οι) = το χωριό Δροσοχώρι (άρχοντες πάνω στο λόφο)
• κλαπατσίγκαλα (τα) = μουσικά όργανα
• κλαπέτο(το) = μεταφορικά το μυαλό
• κλασομπανιέρας (ο) = ο φοβητσιάρης
• κλιτσνάρ (το) = το τσιγκέλι
• κλουρ (το) = αρτοσκεύασμα
• κασάρ (το) = χορτοκοπτικό εργαλείο, ο παίχτης που κάνει επικίνδυνα μαρκαρίσματα
• κοζιάρω = βλέπω, παρατηρώ π.χ. «το κόζιαρες το χαλόν;»
• κόκκαλο (το) = μτφ. ο μεθυσμένος π.χ, «έγνα χτε… μπιτ κόκκαλο!»
• κοκόνι (το) = σκυλί καλοαναθρεμένο και τεμπέλικο, πχ. «έγινες κοκόνι»
• κοντοτούρτς (ο) = ο σκορπιός, ο μπιτσκάουρας
• κοπριά (η) = περιττώματα ζώων, ο μπουχέσας, ο τεμπέλης
• κοτάω = τολμώ, δείχνω θάρρος
• κουμάρ (το) = ο τζόγος
• κουμαρτζής (ο) = αυτός που έχει πάθος το κουμάρ
• κουμούτσι (το) = κρέας, ψαχνό
• κουμπλιά (η) = οπωροφόρο δέντρο, κορομηλιά
• κούμπλο (το) = ο καρπός της κουμπλιάς
• κουραδομηχανή (η) = ο άχρηστος, αυτός που δεν κάνει για τίποτα
• κουρίτα (η) = η στέρνα, η βρύση
• κουσί (το) = πηγαίνω κάπου με γρήγορο βάδισμα
• κούσιαλο (το) = πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος, αλλιώς σιάψαλο ή χούφταλο
• κουσιεύω = περπατώ γρήγορα, σπεύδω
• κουτουπώνω = πιάνω κάτι και δε το αφήνω
• κουτουρού (στα) = στα χαμένα, χωρίς σκέψη π.χ. «που πας ωρέ στα κουτουρού;
• κουψοκέφαλος (ο) = αυτός που το μυαλό του «κόβει»
• κοψίδι (το) = κομμάτι κρέας
• κρανιάζω = πληρώνω, βήχω
• κρατσναω = τρώω με πάρα πολύ θόρυβο
• κρεματζλιέμαι = κρεμιέμαι
• κρένω = μιλάω
• κριτσπέταλος (ο) = ο σιαλαϊσμένος (του ‘χει λασκάρει το πέταλο)
• κρκοκόδειλος (ο) = μτφ. ο μεθυσμένος (επειδή σέρνεται!)
• κρούνα (η) = κοράκι
• κρούω = αγγίζω
• κταβ (το) = νεογέννητο σκυλί
• κταλ (το) = κουτάλι
• κτσος (ο) = ο κουτσός

• λαγκαντούσιω (η)= η ακατάστατη, οκνηρή νεανίς
• λάισα = έγυρα, στράβωσα, «πήρα σασί»
• λακάω = φεύγω, κόφτω πέρα. Αόρ. λάκσα
• λαλάω = σιουράω. παίζω μουσική με βασικό όργανο το κλαρίνο
• λατσαριέμαι = σπαρταράω, πχ. «Τι μ’λατσαριέσαι ορέ!»
• λαφαζιάνης (ο) = ο πάσλας. ο γκόρος κλπ.
• λεβέκουρας (ο) = ο πάσλας. ο γκόρος κλπ.
• λελέκι (το) = ο υπερβολικά αδύνατος, πελαργός
• Λέλοβα (το) = το χωριό Δεσποτικό
• λιανός (ο) = ο αδύνατος
• λιάπσ’ (ο) = λιάπηδες είναι οι αρβανίτες. Μτφ ο λαίμαργος, ο άρπαγας, ο μπιστόβλιακας. πχ. «τί κοιτάς σα λιάπσ’ το φαί;»
• Λιασκοβέτσ’ (το) = το χωριό Λεπτοκαρυά
• λιθάρ (το) = πέτρα
• λο = σκασμός, πχ. «βγάλε λο«, «λο το μπουρί (στόμα)»
• Λοζέτσ’ (το) = το χωριό Ελληνικό
• λουτιάζω = χαζεύω, το χάνω πχ. «πάει, λούτιασε ο τζες…»
• λούτσα (η) = μικρή τεχνητή λίμνη όπου ξεδιψάνε ζώα

• μαγάρσμα (το) = η πράξη αναπαραγωγής των αιγών
• μακελεύομαι (από το μακελειό) = τραυματίζομαι σοβαρά. Χρησιμοποιείται στον αόριστο π.χ. μακελεύτκαμαν
• μαλιοκούβαρα = με τς μπάντες, ζβάρα
• μαμόνια (τα) = τα χρήματα, τα γκαφρά
• μανέστρα (η) = φαγητό, κρέας με ζυμαρικά στο καζάνι. Χρησιμοποιείται και ως «μαγείρεμα» π.χ. «Μου χάλασε η μανέστρα» = δεν πέτυχαν τα σχέδια που έκανα
• μαντζαφλάρ (το) = λεπτό και μυτερό αντικείμενο, το μαρκούτσ
• μαντζιάρω = τρώω, από το ιταλικό mangiare
• μαντραβίτσα (η) = μικρό εξόγκωμα στο δέρμα, σαν κρεατοελιά αλλά χωρίς ιδιαίτερο χρωματισμό, που βγαίνει «άμα μετράς τ’ αστέρια«, όπως λένε στα χωριά μας. Για την εξαφάνιση της απαιτείται καυτηριασμός
• μαξϊούμ (το) = το μικρό παιδί
• μαξλάρας (ο) = το χαμόρ, ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• μαρίτσι (το) = μικρό λιμνίσιο ψάρι
• μαρκάλσμα (το) = η πράξη αναπαραγωγής των αμνών
• μαρκούτσ (το) = λεπτό και μυτερό αντικείμενο, το μαντζαφλάρ
• μασιά (η) ή και ο μασιάς. = Είναι η πυράγρα, η τσιμπίδα για την φωτιά π.χ. στο τζάκι
• μαστραπάς (ο) = η κανάτα
• ματζάτο (το) = η τραπεζαρία
• ματσιαλάω = μασουλάω. Ματσιαλάω με τα τσιαούλια μ’: μασουλάω με έντονο θόρυβο
• μεσάλι (το) = μακρόστενο πανί με το οποίο τύλιγαν το ψωμί
• μοσκέτο (το) = ντουλαπάκι που παλιότερα χρησιμοποιούνταν εν είδει ψυγείου
• μούκας (ο) = αυτός που δε μιλάει, ο σιωπηλός
• μουμούδι (το) = το έντομο, μτφ. ο οκνηρός
• μουνούχι (το) = το ευνουχισμένο ζώο
• μουοτιρής (ο) = ο πελάτης, χρησιμοποιείται κυρίως από παλιούς εμπόρους π.χ. «αυτνούς τς έχμε μουστιρήδες»
• μουτεύω = πλακώνω στο ξύλο
• Μπάγια (η) = το χωριό Κήποι
• Μπάζω = βάζω μέσα
• Μιταίλντσα = ξεθεώθηκα, έμεινα από ανάσα
• μπάκα (η) = η κοιλιά
• μπακακάκι (το) = το βατραχάκι
• μπακαλιό (το) = το μπακάλικο, μαγαζί χωρίς γούστο
• μπαλαμούτι (το) = το ματσιάλιασμα ή το ζούλτιγμα του μπαχταλέ
• μπαμπλίκα (η) = το στρογγυλό κουλούρι, μτφ. το μεγάλο αυτί
• μπανταλιάζω = χαζεύω, σιουράω
• μπανταλός (ο) = χαζός
• μπάσι (το) = μεγάλο ντιβάνι με μαξιλάρια, χρώματος κοκκινο-πράσινου (συνήθως).
• μπατζιάφλας (ο) = βλ. μαξλάρας
• μπάτσα (η) = χαστούκι
• μπατσαριά (η) = είδος Ηπειρώτικης πίτας με χόρτα, επίσης και μπλατσαριά
• μπαφιάζω = λαχανιάζω, δεν είμαι σε καλή φυσική κατάσταση
• μπαφιόρα (η) = το τσιγάρο
• μπάφος (ο) = ύποπτο τσιγάρο, τσιγαριλίκι
• μπαχαβράς (ο) = νταβαντούρι, φασαρία, βλ. και τζερτζελές
• μπαχλάβας (ο) = χαμένο κορμί, μπανταλός
• μπαχταλέ (τα) = το … πλούσιο γυναικείο στήθος
• μπερντές (ο) = τα γκαφρά, τα χρήματα
• μπέχο = τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: «όπου μπέχο τρέχω», «μπέχο κι όσο αντέχω» και «παν μπέχον, άριστον»
• μπίμτσα (η) = το υπόγειο, το κελάρι
• μπιστοβλιακιά (η) = η λαιμαργία
• μπιοτόβλιακος (ο) = ο λαίμαργος
• μπιτ = εντελώς
• μπιτζιάρω = κλέβω
• μπίτσα = σχόλασα, τελείωσα (από το μπιτ)
• μπιτσκάουρας (ο) = ο σκορπιός
• μπιτσκάρω = σιουράω, μου λασκάρισε η βίδα
• μπιτσλιάκος (ο) = ο μπιτσκάουρας
• μπιτχαβάς (ο) = αυτός που δε του κόβει και πάρα πολύ. αντιθ. του κουψοκέφαλος
• μπλαδέρα (η) = αρρώστια που χτυπάει τα κατσίκια
• μπλάνα (η) = κομμάτι (συνήθως φαγητού) με μέγεθος όσο η παλάμη, μια πιθαμή, π.χ. «έφαγα μια μπλάνα τρι»
• μπλαρ (το) = το μουλάρι
• μπλατς = χύμα καταής. πχ. «έφκα σφαίρα απ’ τ’ δλειά για να πάω στο γήπεδο και τ’ άφκα όλα μπλατς»
• μπλέτς (το) = ο γυμνός από τη μέση και πάνω, ο ζάρκος
• μπλετσκώνω = καταβροχθίζω
• μπορμπόλια (τα) = το μικρό γυναικείο στήθος
• μπόσκα (τα) = χαλαρά, ξεσφιγμένα
• μπούγιο (το) = συνάθροιση πολλών ατόμων
• Μπούλτσ’ (το) = το χωριό Ελάτη
• μπούζι (το) = κρύο
• μπουρδέγγες (οι) = χόρτα του βουνού
• μπουρδουκλώνομαι = μπερδεύομαι
• μπουρμπούτσαλα (τα) = »τρίχες», ο ύπνος
• μπουρμπουχαλεύω = ψάχνω στα μουλωχτά
• μπουρτσοκλαίω = προσποιούμαι πως κλαίω
• μπούτσκος (ο) = χοντροκομμένος, το μαμμόθρεφτο
• μπουχαρί (το) = η καμινάδα (τουρκική), επίσης και μπουρί
• μπράσσστ = βαγέρω άρον άρον
• μπρίκια (τα) = όρχεις
• μσκαρ (το) = το μοσχάρι

• νούλα (η) = μηδέν
• νταβάς (ο) = μεγάλο ταψί. μέσα από το οποίο έτρωγε παλιότερα όλη η οικογένεια.
• νταβραντζμένος (ο) = αυτός που έχει πολλές ορμές
• νταγλαράς (ο) = ντερέκι με ανεπτυγμένους μυς
• ντάλα = κατακούτελα
• νταούλι (το) = ο πρησμένος είτε από το πολύ φαί είτε από τσιμπήματα εντόμων
• ντατσκανάρς (ο) = ο ντιπ ντάτσκος
• ντάτσκος (ο) = ο χωριάτς με την κακή έννοια
• ντάφκαρος (ο) = ο αθίγγανος
• ντελιφσιέκας (ο) = πάσλας. γκόρος κτλ.
• ντέμπλας (ο) = πολύ ψηλός και άχαρος, αμπλαούμπλας (βλ.λ.)
• ντενιάρω = μπήγω (π.χ, «θα σ’ ντενιάρω πιτχάρ στον τάχα«), πετάω, αμολάω (π.χ. «ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ«)
• ντερέκι (το) = ο πολύ ψηλός
• ντερλικουέρας (ο) = ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• ντεφ (το) = μτφ. ο σουρωμένος
• ντιπ για ντιπ = εντελώς παντελώς
• ντοβ = καλό π.χ. «ντοβ χαλόν»
• ντουγρού = απερίσκεπτα
• ντραμτζάνα (η) = μεγάλο γυάλινο δοχείο για οινοπνευματώδη ποτά

• Ξεζγκαρίζομαι = γδέρνομαι, βγάζω αίμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο, πχ. «έπεσα με το ποδήλατο και ξεζγκάρσα το ποδάρι μ’»
• ξεμπλέτσωτος (ο) = μπιτ μπλετς
• ξεροσφύρι (το) = κατανάλωση οινοπνεύματος χωρίς μεζέ
• ξεστοχάω = ξεχνάω συνεχώς
• ξετσουμπρίζω = βγάζω ένα-ένα τα σπόρια από το καλαμπόκι, βγάζω μία-μία τις ρόγες του σταφυλιού
• ξεχάω = ξεχνώ
• ξιάω, ξιέμαι = ξύνω, ξύνομαι
• ξιούκι (το) = μπιτ φλάτσκα, μπανταλό
• ξιουπαρμένος (ο) = ο εξωπραγματικός, σαλαϊσμένος, σιουργμένος
• ξλιάς (ο) = ο πολύ λεπτός
• ξνίθρα (η) = στομαχική διαταραχή, ξινίλες
• ξύκι (το) = ξύγκι, λίπος

• οντάς (ο) = το καθιστικό
• οργιό (το) = το κρύωμα, χρησιμοποιείται με την έκφραση «μ’ σήκωσε»
• ούι! = σοβαρά;;; αλήθεια;;; τι είναι αυτό;;;

• παγράς (ο) = ο Παγουράς, χαρακτηρισμός των Γιαννιωτών
• παπλαμούδα (η) = το παχύ χιόνι, π.χ. «Ούι, ρίχν’ παπλαμούδες»
• παπς (ο) = γέροντας, παππούς
• παρί-παρί = τα χρήματα, εκ του σλαβικού παρί = χρήματα
• πάσλας (ο) = ντάτσκος, πρατσίλας, φλοέρας, γκόρος
• πασλεμωτό (το) = είδος κακής και αμφίβολης ποιότητας και φυσικά άγνωστης προέλευσης
• πάτα-κιούτα = ο ήχος του πισωκολλητού
• πατατούκα (η) = ένδυμα προστασίας από το χειμερινό ψύχος, χοντρό παλτό
• πατήκια (τα) = οι παντόφλες
• πατούνα (η) = κάλτσα με χοντρή πλέξη, ιδανική για κτηνοτροφικές εργασίες
• πατριτζιάνα (η) = η μελιτζάνα
• παντζιάρ (το) = μυθοπλασία, ψέμα,βλ. και τριάρ
• παντζιαριανός (ο) = ο μυθοπλάστης, ο παραμυθάς, ο τριατζής (βλ. τρίο)
• παρτσακλός (ο) = αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει καθαρά
• πατσιούρα (η) = μπιτ για μπιτ φλάτσκα
• πδάρ (το) = το πόδι
• πελεκάω = ξυλοφορτώνω βλ. και τσιουκανάω
• περδικλώνομαι = βλ. ζμπουδιέμαι
• πετσί (το) = συνουσία, βλ. και πριτσίνι
• πετσώνω = πριτσινώνω, συνουσιάζω
• Πεφτ (η) = η ημέρα Πέμπτη
• πίπκα (τα) = μπρούμυτα
• πιτσιάρω = ικανοποιώ την φυσική ανάγκη της ούρησης, από το ιταλικό pissare
• πιτχάρ (το) = σκληρός τσιόκος
• πλάκα (η) = αναστατώνομαι, σοκαρίζομαι, παθαίνω πλάκα
• πλατσιανάω = χτυπώ με δύναμη τα νερά
• πλατσκοκέφαλος (ο) = ο έχων το χαρακτηριστικό Ηπειρωτικό κεφάλι
• πλατσπάθια (τα) = αυτοφυή φυτά της Ηπειρώτικης υπαίθρου, κατά προτίμηση εκατέρωθεν της ασφάλτου, π.χ. «Ούι οι τζέδες, μπήκαν με τσ’ μπάντες κι έφκαν στα πλατσπάθια!»
• πλήθρα (η) = ανάμειξη ξηράς και υγρής τροφής στο στομάχι,
• πλι (το) = πτηνό
• πλιγούρ (το) = νόστιμο κρέας
• πλύχωρο = ευρύχωρο, άνετο
• πουμπώνομαι ή «μ’ έπιακε πούμπωμα» = δεν μπορώ να ανασάνω. Αόρ. πουμπώθκα
• πουριά (η) = η πόρτα
• πουρνό (το) = το πρωί, συνήθως χρησιμοποιείται εις διπλούν για να δηλώσει τις πρώτες πρωινές ώρες
• πουτοοφλίγκαρος (ο) = βλ. μαλαπέρδα
• πράζω = ενοχλώ, πειράζω πχ. «πραζ αν τράω (βλ. λ.)»
• πρατσαλάω = κολυμπάω ατσούμπαλα
• πρατσίλας (ο) = ο χωριάτης, ο ντάτσκος.
• πρέντζα (η) = γαλακτοκομικό προϊόν
• πρεσάρω = Πετσώνω
• πρετόρ = λερώνω τα πάντα γύρω μου
• πριτσινώνω = χαραφώνω
• προυγκάω = σπρώχνω ζώα κατευθύνοντας τα στο μαντρί
• προυτσαλέκια (τα) = το ποπ-κορν, οι παπαδίτσες
• πτάνα (η) = γυναίκα χωρίς ηθική

• Ρευω = κάνω/παθαίνω κάτι σε μεγάλο βαθμό π.χ. έρεψε στο φαΐ = ρούπωσε, «έρεψε» = αδυνάτισε πολύ
• ρουμπουστίνες (οι) = κβέντες, χωρίς ιδιαίτερο νόημα, στα πλαίσια παρέας τζέδων
• ρουπώνω = ικανοποιώ τη δίψα ή τη πείνα μου
• ροχάλα (η) = αντιαισθητική έκκριση σίελου

• σαλεύω = μετακινούμαι
• σιάδ (το) = το ίσιωμα π.χ. ένα επίπεδο χωράφι μτφ. ο γυμνός, ο ξεμπλέτσωτος
• σιαϊτάνς (ο) = ο ζωηρός, από το σατανάς. Σιαϊταναρούδ = το ζωηρό παιδάκι
• σιαμούτα (η) = το τσίπουρο που βγαίνει προς το τέλος και ξαναρίχνεται στο καζάνι με τα νέα σταφύλια. Πρέπει νασαι σιουριγμένο για να το πιείς, εξ’ ου και η φράση «έγνα μππ σιαμούτα = μέθυσα όσο δεν πήγαινε άλλο»
• σιαλαγάω = μαζεύω, π.χ. «σιαλάγατα τα πράτα»
• σιαλαϊσμένος (ο) = ο σιουριγμένος
• σιάλιαγκας (ο) = το σαλιγκάρι
• σιαλίρα = πολύ αλμυρό, υπερβολικά αλατισμένο φαγητό π.χ. «ούι γιε μ’, τούτου δω είναι σιαλίρα»

• σιαούτες (οι) = ύπνος μετά την ερωτική πράξη παραπέρα
• σιαπέρα = ίσια πέρα
• σιαπέρας (ο) = βλ. φλοέρας. Αλλιώς και αϊσιαπέρας (ο μακρυά από δω). Χαρακτηριστική έκφραση για τον αϊσιαπέρα: «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν»
• σιαπερω = καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
• σιάψαλο (το) = πολύ ηλικιωμένος, κούσιαλο
• σιέμο (ο) = πάσλας, γκόρος κτλ., από το πολικό siemo
• σιμεντλικουέρας (ο) = ο ηλίθιος, από το ιταλικό siemo della guerra (ηλίθιος του πολέμου)
• σιοροκλεμές (ο) = γκόρος, πάσλας κλπ.
• σιουμπερδέκας (ο) = πάσλας, σιμεντλικουέρας
• Σιουποτσέλι (το) = το χωριό Δίλοφο
• σιουράω = το’χω ντιπ χαμένο
• σιούτος (ο) = ο ανήμπορος ερωτικά
• σιούφρα (η) = στενή τρύπα στο πίσω μέρος του σώματος μας
• σκαμνιά (η) = η μουριά
• σκαπετάω = πετάω κάτι μακριά με πολύ δύναμη
• σκεμπές (ο) = περιττά κιλά συσσωρευμένα γύρω από την κοιλιακή χώρα

• τάβλα (η) = μικρό τραπεζάκι για φαγητό
• ταγάρας (ο) = αυτός που δεν παίρνει στροφές το μυαλό του
• τάλιαρο (το) = το κατακέφαλο, η χλέπα
• ταλιάρω = χειροδικώ
• ταπίκπα = ανάσκελα
• τάρα (η) = «δεν πήρα τάρα«: δεν πήρα είδηση, χαμπάρι
• ταρατόρ = γαλακτοκομικό παρασκεύασμα από γιαούρτι
• τερλίκια (τα) = πατούμενα για το σπίτι, ενίοτε ξύλινα
• τζαμάλες (οι) = Ηπειρώτικο έθιμο τις απόκριες (μεγάλες φωτιές στις γειτονιές και γλέντι μέχρι πρωίας)
• τζαναμπέτης (ο) = ο απατεώνας
• τζατζαρώνω = κατσαρώνω
• τζερεμές (ο) = ταγάρας, σιέμος
• τζερτζελές (ο) = βαβούρα, χαβαλές
• τζες (ο) = ο τύπος
• τζιαμπούνας (ο) = αυτός που φωνάζει συνέχεια, επίσης ο μεθυσμένος π.χ. «έγνα τζιαμπούνα»
• τζινάω = κεντρίζω, πειράζω
• τζιόρας (ο) = τζιουμπλέκας, ο στόκος
• τζιουμπάνς (ο) = κάτοχος αιγοπροβάτων
• τζιουμπλέκας (ο) = ταγάρας
• τζόβενο (το) = ο ηλικιωμένος που βγάζει νιάτα
• τικ (το) = χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω π.χ. «πήρε τικ;» = είδες;
• τικφάς (ο) = ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• τόσο για = τόσο λίγο
• τουρλώνω = τεντώνω επιδεικτικά τον κώλο
• τραϊ (το) = ο τράγος
• τράω = κοιτάζω
• τριατζής (ο) = ο ψεύτης
• τρίματα (τα) = τα ψίχουλα
• τρίο, τριάρ = μυθοπλασία, κατασκεύασμα της φαντασίας, αλλιώς πατζιάρ
• τρίψα (η) = παπάρα, κομμάτια ψωμιού σε γάλα
• τρόγαλο (το) = γαλακτοκομικό είδος
• τρόμπας (ο) = ο επιρρεπής στη μαλακία
• τροξός (ο) = βλ. μπανταλός
• τρόχαλο (το) = πέτρα μικρού μεγέθους
• τσάκνο (το) = πολύ λεπτό κλαδί, χρησιμοποιείται συνήθως για το άναμμα φωτιάς
• τσάλε-μάλε (το) = η κλοπή
• τσ’ άλλοι = τους άλλους π.χ. «Που είναι ο Μήτσος: – Είναι με τσ’ άλλοι»
• τσάξα = αορ. του ρήματος τσακίζω
• τσαπράγκαλο (το) = χαμένος, κουτό, χαζό, π.χ. «Αυτό το παιδί είναι ντιπ τσαπράγκαλο»
• τσάχαλα (τα) = χαλίκια, χώματα, άμμος π.χ. «Μου μπήκαν τσάχαλα στα μάτια»
• τσεκλίζω = σκίζω
• τσέκλιο = τρύπιο
• Τσερβάρ (το) = το χωριό Ελαφότοπος
• τσερβέλο (το) = το κεφάλι, από τι ιταλικό cervelo
• Τσερνέσ’ (το) = το χωριό Ελατοχώρι (και Ατσερνέσ’: «πάμε στο πανηγύρ’ στ’ Ατσερνέσ’)
• τσιακμάκι (το) = ο αναπτήρας
• τσιαλεύω = αφαιρώ διακριτικά και παράνομα, κλέβω
• τσιαούλι (το) = η κάτω γνάθος
• τσιαπλιάζω = διαλύω, κάνω λιώμα. Συνήθως με το επιφωνηματικό επίρρημα «ούι» π.χ. «ούι, το τσιάπλασε»
• τσιατάλι (το) = το κομμάτι που προεξέχει.
• «έκανα τσιάφ» = μ’ ξέφκε
• τσιαφλέκι (το) = η δυνατή κλωτσιά
• τσιγαλιά (η) = η αμυγδαλιά
• τσίγαλο (το) = ο καρπός της τσιαλιάς
• τσιγκλάω = ενοχλώ, πειράζω, τζινάω
• τσικνερός (ο) = ο πολύ αδύνατος, αυτός που είναι σαν τσάκνο
• τσίμα (η) = είδος μικρού ψαριού
• τσίμα-τσίμα = ίσα-ίσα
• τσιόκαλο (το) = κόκκαλο, επίσης και παγωμένο.
• τσιόκος (ο) = ο φαλλός
• τσιούκα (η) = η κορυφή βουνού
• τσιουκανάω = κοπανάω, χτυπάω
• τσιούπρα (η) = η κοπέλα
• τσιουράπω (η) = το χαλόνι (βλ. λ.) αμφιβόλου ηθικής
• τσίπρο (το) = οινοπνευματώδες ποτό που δε πίνεται ποτέ ξεροσφύρι
• τσιριπούλι (το) = σπουργίτι
• τσίρλα (η) = τσερλιό κόπρανα σε υγρή μορφή
• τσιρλιπιπί (το) = το κόψιμο
• Τσοντήλα (η) = το χωριό Δίκορφο
• τσόπλα (η) = πέτρινη πλάκα που πέφτει με μηχανισμό μόλις το πουλί πάει από κάτω-παγίδα
• τσότσος (ο) = μικρός στο μέγεθος
• τσουτσέκι (το) = το πολύ μικρό.
• τφέκι (το) = το όπλο, το τυφέκιον
• τχάρι (το) = τοίχος μικρού μήκους

• φαγκρί (το) • χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω π.χ. «πήρα φαγκρί» = είδα
• φαγκρίζω = μισανοίγω το στόμα και ενίοτε χαζογελάω συνήθως από αμηχανία π.χ «π φαγκρίζεις σαν του τραϊ»;
• φατούρο (το) = Ομαδική επίθεση σε ατυχή ο οποίος έκανε λάθος
• φαφούτς (ο) = αυτός που δεν έχει δόντια
• φέω = βαγέρω, αορ. Έφκα
• φλαπούτσος (ο) = μαλαπέρδα, τσιόκος, ματρακάς
• φλάτσκα (η) = το χαλόν που ναι μπιτ για τα μπάζα
• φλιπάρω = σιουράω
• φλοέρας (ο) = άτομο πέρα βρέχει, σουρωμένος
• φλόκια (τα) = αποτέλεσμα εκσπερμάτωσης
• φουλτάκα (η) = μεγάλο σπυρί με πύον, φουσκάλα
• φούρκα (η) = ξύλο με διχάλα στην άκρη που χρησιμοποιείται για υποστύλωμα
• φουρκαλιάζω = παίρνω φωτιά π.χ. «Τι να ιδώ πιδάκι, μ’, έκανε ένα μπαμ και φουρκαλιάοτηκε όλο το σπίτι»
• φουρκατσιούλια (η) = παλιότερα απάντηση στην ερώτηση. «Που ήσαν; -Στ’ φουρκατσιούλα«, όταν ο άλλος δεν θέλει να πει!
• φουρλαΐδας (ο) = ο μπιτ φλοέρας
• φραμπαλάς (ο) = τζερζελές
• φραμπαλατζής (ο) = ο εφετζής, ο χαβαλές
• φριτζλάω = πετάω
• φσέκι (το) = μεθυσμένος, αλλιώς γκολ, αεροπλάνο, κδούνα, ντεφ, φλοέρα, κουνουπίδι, καρότο, φωτοβολίδα
• φουσκή (η) = είδος φυσικού λιπάσματος, κοπριά

• χαλές (ο) = μέρος για χατζιάρσμα, ο θρόνος, η τουαλέτα
• χαλεύω = γυρεύω, αναζητώ
• χαλάν (το) = το αιδοίο, έχει επικρατήσει και ως γυναίκα, γκόμενα
• χαμόρ (το) = το χαμένο, ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• χαμπλάς (ο) = ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος
• χαράφωμα (το) = η ερωτική πράξη
• χατζιάρω = αφοδεύω, από το ιταλικό caggare
• χειμουνκό (το) = το καρπούζι
• χλαπακιάζω = καταβροχθίζω
• χλεμπόνα (η) = βλ. ροχάλα
• χλεμπονιάρης (ο) = ο καχεκτικός
• χλέπα (η) = η ροχάλα
• χλεχλές (ο) = ο βουτυρομπεμπές, συνήθης χαρακτηρισμός των αθηναίων
• χλιαβρίζω = χατζιάρω (βλ. λ.) αλλά πάρα πολύ, σε μεγάλη ποσότητα
• χλιάρ (το) το κουτάλι
• χλιμίτζουρας (ο) = χαζοβλάκας
• χολιάω = ανησυχώ
• χουγιάζω = τρομάζω
• χούι (το) = η ιδιοτροπία.
• χουριάτς (ο) = ο έχων νοοτροπία χωριού
• χούφταλο (το) = βλ. κούσιαλο
• χοχλάζω = βράζω

• ψι (το) = το PC, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής πληθ. τα ψιά
• ψιά = λίγο
• ψιές • εχθές
• ψίχα = λίγο

• ωρέ = βγαίνει από το μωρός
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16613
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 13 Ιουν 2023, 00:19

Otto Weininger έγραψε:
12 Ιουν 2023, 08:30
Κατσουλα είναι η γάτα και όχι η κουκούλα
Έλα επιστήμονα. Πάρτον!

κατσούλα< (άμεσο δάνειο) αλβανική kaçule / kësulë < λατινική casula (μανδύας με κουκούλα), υποκοριστικό του casa (καλύβα, εξοχικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ket- (καλύβα, παράπηγμα)

για τη «γάτα» < κατσ(ούλι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < μεσαιωνική ελληνική κατσούλι (γατάκι)

Δια βίας μάθηση!
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
Otto Weininger
Δημοσιεύσεις: 29832
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Otto Weininger » 13 Ιουν 2023, 01:19

taxalata xalasa έγραψε:
13 Ιουν 2023, 00:19
Otto Weininger έγραψε:
12 Ιουν 2023, 08:30
Κατσουλα είναι η γάτα και όχι η κουκούλα
Έλα επιστήμονα. Πάρτον!

κατσούλα< (άμεσο δάνειο) αλβανική kaçule / kësulë < λατινική casula (μανδύας με κουκούλα), υποκοριστικό του casa (καλύβα, εξοχικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ket- (καλύβα, παράπηγμα)

για τη «γάτα» < κατσ(ούλι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < μεσαιωνική ελληνική κατσούλι (γατάκι)

Δια βίας μάθηση!
Οκ, έκανα λάθος. Παραδέχομαι ότι γνωρίζεις πολύ καλύτερα αλβανικά από εμένα.


"Beauty slept and angels wept
For Her immortal soul
In this response, all evil chose
To claim her for their very own"


Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16613
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 13 Ιουν 2023, 01:30

Otto Weininger έγραψε:
13 Ιουν 2023, 01:19
taxalata xalasa έγραψε:
13 Ιουν 2023, 00:19
Otto Weininger έγραψε:
12 Ιουν 2023, 08:30
Κατσουλα είναι η γάτα και όχι η κουκούλα
Έλα επιστήμονα. Πάρτον!

κατσούλα< (άμεσο δάνειο) αλβανική kaçule / kësulë < λατινική casula (μανδύας με κουκούλα), υποκοριστικό του casa (καλύβα, εξοχικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ket- (καλύβα, παράπηγμα)

για τη «γάτα» < κατσ(ούλι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < μεσαιωνική ελληνική κατσούλι (γατάκι)

Δια βίας μάθηση!
Οκ, έκανα λάθος. Παραδέχομαι ότι γνωρίζεις πολύ καλύτερα αλβανικά από εμένα.
όχι καημμένε! είμαι της ομάδας της αγραμματΩσύνης! Έτυχε!
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16613
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 13 Ιουν 2023, 06:02

Ελληνική Cαμ'πανία (Θεσσαλία)
Από ιστιοσελίδα

• καράτσες= χαμόμηλα
• κασκαρίκα = φάρσα
• κασκέτο = καπέλο
• κατ' = κάτω
• καταΐ = κάτω
• κατσιό = καθισιό
• καψαλίσ'κα = κάηκα
• κενώνω = μοιράζω φαγητό
• κιάστανις = τα κάστανα
• κλατσούρι = γαλοτύρι
• κλησσιά = εκκλησία
• κλοκύθι = το κολοκύθι
• κλόστης = πλάστης
• κλουρ' = κουλούρι
• κοκονό = κόκορας
• κοκοτσέλο = μικρός κόκορας
• κολ = σίδερα για να κλειδώσουν την πόρτα
• κολ'τσίδα = φορτικός άνθρωπος
• κοπάνα = σκάφη
• κόσα = γρήγορα / πήγαινε – τρέξε
• κόσια = περπατάω
• κοστωδία = παρέα
• κούπωμα = κούμπωμα
• κούρις = μαλλιά
• κουρίτσια = κορίτσια
• κουσούρι = στραβά
• κουτουλάω = τρακάρω
• κούτσ'κο = μικρό παιδί
• κούτσινο = το μικρό
• κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
• λαβίδα = κουτάλι
• λάι = το λάδι
• λαΐνι = στάμνα
• λαμπίκο = πεντακάθαρο
• Λάρ'σα = Λάρισα
• λάχανα = τα χόρτα
• λέλεκας = πελαργός
• λέσιος = που βρωμάει
• λιανά = ψιλά
• λιγνός = λεπτός, μικρός
• λόρδα = μεγάλη πείνα
• λούμπα = λακκούβα με νερό
• μαγαρίζω = βρομίζω, λερώνω
• μαγειργιό = κουζίνα
• μαλάζεις = ακουμπάς
• μανάρι = πρόβατο
• μανιά = γιαγιά
• μάπα = λάχανο
• μαράσκηνα = κορόμηλα
• μαραχλαντίζω = στεναχωριέμαι
• μασλάτι = η κουβέντα
• μάστι = μάζεψε
• ματαρθώ = ξαναέρθω
• μαχαλάς = συνοικία, η γειτονιά
• μεσάμπρα = ντουλάπα
• μεσσάλα = τραπεζομάντηλο
• μιντριλίκι = καναπές
• μίρλα = κλάμα
• μισίκ = κούνια
• μισίρια= γαλοπούλες
• μόρτης = αλήτης, κακός
• μόρχεται = μου έρχεται
• μοσκαρογέλαδο = το μεσοδιάστημα όπου το μοσχάρι γίνεται κανονική αγελάδα
• μουσκάρι = μοσχάρι
• μούσμουλα = μούσκουλα
• μπαϊλντισα = κουράστηκα
• μπακρατσούλι = μικρή κατσαρόλα
• μπάλια = μέτωπο
• μπάμπαλου = σκουπιδάκι μικρό
• μπομπίρκο = μικρό και ζωηρό παιδί
• μπέρτσια = κάλτσες
• μπιζέλι = αρακάς
• μπιζέρσα = βαρέθηκα, κουράστηκα
• μπιρίτζ = ρύζι
• μπιστικί = κούνια
• μπουρτζόβλαχος = πολύ βλάχος
• μπριτζόλες= μπριζόλες
• μυαλό κουρκούτι = μυαλό ζαλισμένο
• μωρή = καλέ
• νίβομαι = πλένομαι στο πρόσωπο
• νταγλαράς = εύσωμος
• νταγλάρι = ψηλός
• νταλάκιασα = δίψασα
• νταξ = εντάξει
• νταούλια = ντέφι
• ντερλίκωσα = έφαγα πολύ
• ντι βερλίνγκα τι απόι = αυτός που πάει από εδώ και εκεί
• ντίπ = καθόλου
• ντοσάτς = στρώμα
• ντουγρού=ίσα, ευθεία
• ντουρλάπ = βροχή
• ντράβαλα = μπερδέματα
• ξεμπλέτσος = ξεκούμπωτος
• ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα
• ξερακιανός = αδύνατος
• ξιμαρισμένος = βρώμικος άνθρωπος
• ξυλιά = χτύπημα με ξύλο
• οβγά= αυγά
• ολουνούς = όλοι
• οντάς= δωμάτιο
• οξύ= το ξύδι
• όξω = έξω
• ορνία = κότες
• ουι γιεμ = επιφώνημα έκπληξης
• ούλα = όλα
• σάκα = τσάντα
• σακατεύτηκα = χτύπησα πολύ
• σακιάρ = η ζάχαρη
• σάκου = το σακάκι
• σαλβάρι= το παντελόνι
• σαλέ = τουαλέτα
• σαματάς = φασαρία
• σαπάν = επάνω
• σαπέρα = εκεί πέρα
• σαπτίρτσις του = τα έχασες
• σαρμανίτσα = κούνια
• σαρώνω = σκουπίζω
• σαφρακιασμένος = άρρωστος
• σβαγκανάω = πίνω κάτι γρήγορα
• σγαρονάκια = πλεκτά παπουτσάκια
• σινί = ταψί
• σιούτος = όταν το κριάρι ή ο τράγος δεν έχουν ανεπτυγμένα κέρατα ή τα χάσουν για κάποιο λόγο λέγονται 'σιούτα' στη γλώσσα των κτηνοτρόφων. Άρα σιούτος είναι αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του και θεωρείται παρηκμασμένος και ανάξιος λόγου
• σκαμνιά = μουριά
• σκασμένο = χαζό
• χλιάρας = αυτός που είναι περιορισμένου νοητικού επιπέδου
• χλιάρι = κουτάλι
• χλιαρός = αυτόςπου είναι νωχελικός, χαλαρός
• χούι = κουσούρι, συνήθεια
• χουμπλάκα = μεγάλη πέτρα
• χτήνου = αγελάδα
• χτικιό = βάσανο
• χώλωσα = θύμωσα
• ψένω = ψήνω
• ψες = χθες
• ψίχες = ψίχουλα
• ψούρα = βαθύ πιάτο.
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
taliban
Δημοσιεύσεις: 11918
Εγγραφή: 26 Ιουν 2018, 13:28
Phorum.gr user: Πνεύμα Αντιλογίας
Τοποθεσία: Καραβλαχία

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taliban » 17 Ιουν 2023, 23:13

Τα αποτόρια.
Ήρθε ο τάδε τα αποτόρια και σβαγκάνσαμαν 2 τσίπρα.

Ήρθε ο τάδε πριν λίγο και ήπιαμε 2 τσίπουρα.

Άβαταρ μέλους
The Rebel
Δημοσιεύσεις: 29214
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 18:18
Phorum.gr user: Wild Rebel

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από The Rebel » 03 Ιούλ 2023, 20:19

Κίνα:

Εικόνα

Άβαταρ μέλους
Σέλευκας
Δημοσιεύσεις: 9029
Εγγραφή: 04 Αύγ 2018, 01:00
Phorum.gr user: Seleykos
Τοποθεσία: Sapan

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Σέλευκας » 03 Ιούλ 2023, 20:35

Με πααίνεται= θέλω να πάω (Καστοριά)
Ιδιωτικές δομές παιδιών. Πως είναι δυνατόν;
Κοινοβουλευτισμός είναι η εκπροσώπηση των φεουδαρχών απέναντι στον βασιλιά.
Azzurra Carnelos

Άβαταρ μέλους
Λίνο Βεντούρα
Δημοσιεύσεις: 10315
Εγγραφή: 05 Δεκ 2018, 18:51

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λίνο Βεντούρα » 03 Ιούλ 2023, 20:48

taxalata xalasa έγραψε:
13 Ιουν 2023, 06:02
Ελληνική Cαμ'πανία (Θεσσαλία)
Από ιστιοσελίδα

• καράτσες= χαμόμηλα
• κασκαρίκα = φάρσα
• κασκέτο = καπέλο
• κατ' = κάτω
• καταΐ = κάτω
• κατσιό = καθισιό
• καψαλίσ'κα = κάηκα
• κενώνω = μοιράζω φαγητό
• κιάστανις = τα κάστανα
• κλατσούρι = γαλοτύρι
• κλησσιά = εκκλησία
• κλοκύθι = το κολοκύθι
• κλόστης = πλάστης
• κλουρ' = κουλούρι
• κοκονό = κόκορας
• κοκοτσέλο = μικρός κόκορας
• κολ = σίδερα για να κλειδώσουν την πόρτα
• κολ'τσίδα = φορτικός άνθρωπος
• κοπάνα = σκάφη
• κόσα = γρήγορα / πήγαινε – τρέξε
• κόσια = περπατάω
• κοστωδία = παρέα
• κούπωμα = κούμπωμα
• κούρις = μαλλιά
• κουρίτσια = κορίτσια
• κουσούρι = στραβά
• κουτουλάω = τρακάρω
• κούτσ'κο = μικρό παιδί
• κούτσινο = το μικρό
• κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
• λαβίδα = κουτάλι
• λάι = το λάδι
• λαΐνι = στάμνα
• λαμπίκο = πεντακάθαρο
• Λάρ'σα = Λάρισα
• λάχανα = τα χόρτα
• λέλεκας = πελαργός
• λέσιος = που βρωμάει
• λιανά = ψιλά
• λιγνός = λεπτός, μικρός
• λόρδα = μεγάλη πείνα
• λούμπα = λακκούβα με νερό
• μαγαρίζω = βρομίζω, λερώνω
• μαγειργιό = κουζίνα
• μαλάζεις = ακουμπάς
• μανάρι = πρόβατο
• μανιά = γιαγιά
• μάπα = λάχανο
• μαράσκηνα = κορόμηλα
• μαραχλαντίζω = στεναχωριέμαι
• μασλάτι = η κουβέντα
• μάστι = μάζεψε
• ματαρθώ = ξαναέρθω
• μαχαλάς = συνοικία, η γειτονιά
• μεσάμπρα = ντουλάπα
• μεσσάλα = τραπεζομάντηλο
• μιντριλίκι = καναπές
• μίρλα = κλάμα
• μισίκ = κούνια
• μισίρια= γαλοπούλες
• μόρτης = αλήτης, κακός
• μόρχεται = μου έρχεται
• μοσκαρογέλαδο = το μεσοδιάστημα όπου το μοσχάρι γίνεται κανονική αγελάδα
• μουσκάρι = μοσχάρι
• μούσμουλα = μούσκουλα
• μπαϊλντισα = κουράστηκα
• μπακρατσούλι = μικρή κατσαρόλα
• μπάλια = μέτωπο
• μπάμπαλου = σκουπιδάκι μικρό
• μπομπίρκο = μικρό και ζωηρό παιδί
• μπέρτσια = κάλτσες
• μπιζέλι = αρακάς
• μπιζέρσα = βαρέθηκα, κουράστηκα
• μπιρίτζ = ρύζι
• μπιστικί = κούνια
• μπουρτζόβλαχος = πολύ βλάχος
• μπριτζόλες= μπριζόλες
• μυαλό κουρκούτι = μυαλό ζαλισμένο
• μωρή = καλέ
• νίβομαι = πλένομαι στο πρόσωπο
• νταγλαράς = εύσωμος
• νταγλάρι = ψηλός
• νταλάκιασα = δίψασα
• νταξ = εντάξει
• νταούλια = ντέφι
• ντερλίκωσα = έφαγα πολύ
• ντι βερλίνγκα τι απόι = αυτός που πάει από εδώ και εκεί
• ντίπ = καθόλου
• ντοσάτς = στρώμα
• ντουγρού=ίσα, ευθεία
• ντουρλάπ = βροχή
• ντράβαλα = μπερδέματα
• ξεμπλέτσος = ξεκούμπωτος
• ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα
• ξερακιανός = αδύνατος
• ξιμαρισμένος = βρώμικος άνθρωπος
• ξυλιά = χτύπημα με ξύλο
• οβγά= αυγά
• ολουνούς = όλοι
• οντάς= δωμάτιο
• οξύ= το ξύδι
• όξω = έξω
• ορνία = κότες
• ουι γιεμ = επιφώνημα έκπληξης
• ούλα = όλα
• σάκα = τσάντα
• σακατεύτηκα = χτύπησα πολύ
• σακιάρ = η ζάχαρη
• σάκου = το σακάκι
• σαλβάρι= το παντελόνι
• σαλέ = τουαλέτα
• σαματάς = φασαρία
• σαπάν = επάνω
• σαπέρα = εκεί πέρα
• σαπτίρτσις του = τα έχασες
• σαρμανίτσα = κούνια
• σαρώνω = σκουπίζω
• σαφρακιασμένος = άρρωστος
• σβαγκανάω = πίνω κάτι γρήγορα
• σγαρονάκια = πλεκτά παπουτσάκια
• σινί = ταψί
• σιούτος = όταν το κριάρι ή ο τράγος δεν έχουν ανεπτυγμένα κέρατα ή τα χάσουν για κάποιο λόγο λέγονται 'σιούτα' στη γλώσσα των κτηνοτρόφων. Άρα σιούτος είναι αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του και θεωρείται παρηκμασμένος και ανάξιος λόγου
• σκαμνιά = μουριά
• σκασμένο = χαζό
• χλιάρας = αυτός που είναι περιορισμένου νοητικού επιπέδου
• χλιάρι = κουτάλι
• χλιαρός = αυτόςπου είναι νωχελικός, χαλαρός
• χούι = κουσούρι, συνήθεια
• χουμπλάκα = μεγάλη πέτρα
• χτήνου = αγελάδα
• χτικιό = βάσανο
• χώλωσα = θύμωσα
• ψένω = ψήνω
• ψες = χθες
• ψίχες = ψίχουλα
• ψούρα = βαθύ πιάτο.
Πραγματικά δεν ξέρεις ελληνικά, ε;
Fluffy έγραψε:
25 Αύγ 2021, 12:22
Στον καπιταλισμό κυριαρχεί η αντίληψη της κυρίαρχης τάξης, γιαυτό είναι και κυρίαρχη.

Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16613
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 03 Ιούλ 2023, 20:55

Λίνο Βεντούρα έγραψε:
03 Ιούλ 2023, 20:48
taxalata xalasa έγραψε:
13 Ιουν 2023, 06:02
Ελληνική Cαμ'πανία (Θεσσαλία)
Από ιστιοσελίδα
SpoilerShow
• καράτσες= χαμόμηλα
• κασκαρίκα = φάρσα
• κασκέτο = καπέλο
• κατ' = κάτω
• καταΐ = κάτω
• κατσιό = καθισιό
• καψαλίσ'κα = κάηκα
• κενώνω = μοιράζω φαγητό
• κιάστανις = τα κάστανα
• κλατσούρι = γαλοτύρι
• κλησσιά = εκκλησία
• κλοκύθι = το κολοκύθι
• κλόστης = πλάστης
• κλουρ' = κουλούρι
• κοκονό = κόκορας
• κοκοτσέλο = μικρός κόκορας
• κολ = σίδερα για να κλειδώσουν την πόρτα
• κολ'τσίδα = φορτικός άνθρωπος
• κοπάνα = σκάφη
• κόσα = γρήγορα / πήγαινε – τρέξε
• κόσια = περπατάω
• κοστωδία = παρέα
• κούπωμα = κούμπωμα
• κούρις = μαλλιά
• κουρίτσια = κορίτσια
• κουσούρι = στραβά
• κουτουλάω = τρακάρω
• κούτσ'κο = μικρό παιδί
• κούτσινο = το μικρό
• κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
• λαβίδα = κουτάλι
• λάι = το λάδι
• λαΐνι = στάμνα
• λαμπίκο = πεντακάθαρο
• Λάρ'σα = Λάρισα
• λάχανα = τα χόρτα
• λέλεκας = πελαργός
• λέσιος = που βρωμάει
• λιανά = ψιλά
• λιγνός = λεπτός, μικρός
• λόρδα = μεγάλη πείνα
• λούμπα = λακκούβα με νερό
• μαγαρίζω = βρομίζω, λερώνω
• μαγειργιό = κουζίνα
• μαλάζεις = ακουμπάς
• μανάρι = πρόβατο
• μανιά = γιαγιά
• μάπα = λάχανο
• μαράσκηνα = κορόμηλα
• μαραχλαντίζω = στεναχωριέμαι
• μασλάτι = η κουβέντα
• μάστι = μάζεψε
• ματαρθώ = ξαναέρθω
• μαχαλάς = συνοικία, η γειτονιά
• μεσάμπρα = ντουλάπα
• μεσσάλα = τραπεζομάντηλο
• μιντριλίκι = καναπές
• μίρλα = κλάμα
• μισίκ = κούνια
• μισίρια= γαλοπούλες
• μόρτης = αλήτης, κακός
• μόρχεται = μου έρχεται
• μοσκαρογέλαδο = το μεσοδιάστημα όπου το μοσχάρι γίνεται κανονική αγελάδα
• μουσκάρι = μοσχάρι
• μούσμουλα = μούσκουλα
• μπαϊλντισα = κουράστηκα
• μπακρατσούλι = μικρή κατσαρόλα
• μπάλια = μέτωπο
• μπάμπαλου = σκουπιδάκι μικρό
• μπομπίρκο = μικρό και ζωηρό παιδί
• μπέρτσια = κάλτσες
• μπιζέλι = αρακάς
• μπιζέρσα = βαρέθηκα, κουράστηκα
• μπιρίτζ = ρύζι
• μπιστικί = κούνια
• μπουρτζόβλαχος = πολύ βλάχος
• μπριτζόλες= μπριζόλες
• μυαλό κουρκούτι = μυαλό ζαλισμένο
• μωρή = καλέ
• νίβομαι = πλένομαι στο πρόσωπο
• νταγλαράς = εύσωμος
• νταγλάρι = ψηλός
• νταλάκιασα = δίψασα
• νταξ = εντάξει
• νταούλια = ντέφι
• ντερλίκωσα = έφαγα πολύ
• ντι βερλίνγκα τι απόι = αυτός που πάει από εδώ και εκεί
• ντίπ = καθόλου
• ντοσάτς = στρώμα
• ντουγρού=ίσα, ευθεία
• ντουρλάπ = βροχή
• ντράβαλα = μπερδέματα
• ξεμπλέτσος = ξεκούμπωτος
• ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα
• ξερακιανός = αδύνατος
• ξιμαρισμένος = βρώμικος άνθρωπος
• ξυλιά = χτύπημα με ξύλο
• οβγά= αυγά
• ολουνούς = όλοι
• οντάς= δωμάτιο
• οξύ= το ξύδι
• όξω = έξω
• ορνία = κότες
• ουι γιεμ = επιφώνημα έκπληξης
• ούλα = όλα
• σάκα = τσάντα
• σακατεύτηκα = χτύπησα πολύ
• σακιάρ = η ζάχαρη
• σάκου = το σακάκι
• σαλβάρι= το παντελόνι
• σαλέ = τουαλέτα
• σαματάς = φασαρία
• σαπάν = επάνω
• σαπέρα = εκεί πέρα
• σαπτίρτσις του = τα έχασες
• σαρμανίτσα = κούνια
• σαρώνω = σκουπίζω
• σαφρακιασμένος = άρρωστος
• σβαγκανάω = πίνω κάτι γρήγορα
• σγαρονάκια = πλεκτά παπουτσάκια
• σινί = ταψί
• σιούτος = όταν το κριάρι ή ο τράγος δεν έχουν ανεπτυγμένα κέρατα ή τα χάσουν για κάποιο λόγο λέγονται 'σιούτα' στη γλώσσα των κτηνοτρόφων. Άρα σιούτος είναι αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του και θεωρείται παρηκμασμένος και ανάξιος λόγου
• σκαμνιά = μουριά
• σκασμένο = χαζό
• χλιάρας = αυτός που είναι περιορισμένου νοητικού επιπέδου
• χλιάρι = κουτάλι
• χλιαρός = αυτόςπου είναι νωχελικός, χαλαρός
• χούι = κουσούρι, συνήθεια
• χουμπλάκα = μεγάλη πέτρα
• χτήνου = αγελάδα
• χτικιό = βάσανο
• χώλωσα = θύμωσα
• ψένω = ψήνω
• ψες = χθες
• ψίχες = ψίχουλα
• ψούρα = βαθύ πιάτο.

Πραγματικά δεν ξέρεις ελληνικά, ε;
Αν έχεις κάτι να προσθέσεις στο νήμα, κάντο.

Αν όχι και ήρθες για να ψέξεις τον taxalataxalasa, τότε κόψε λάσπη και εξαφανίσου.
Φτιάξε νήμα και γράψε ό,τι θες για τα ελληνικά που πραγματικά δεν ξέρει ο taxalataxalasa και βάλε και poll να μαζέψεις ψήφους.
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
Λίνο Βεντούρα
Δημοσιεύσεις: 10315
Εγγραφή: 05 Δεκ 2018, 18:51

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λίνο Βεντούρα » 03 Ιούλ 2023, 21:04

taxalata xalasa έγραψε:
03 Ιούλ 2023, 20:55
Λίνο Βεντούρα έγραψε:
03 Ιούλ 2023, 20:48
taxalata xalasa έγραψε:
13 Ιουν 2023, 06:02
Ελληνική Cαμ'πανία (Θεσσαλία)
Από ιστιοσελίδα
SpoilerShow
• καράτσες= χαμόμηλα
• κασκαρίκα = φάρσα
• κασκέτο = καπέλο
• κατ' = κάτω
• καταΐ = κάτω
• κατσιό = καθισιό
• καψαλίσ'κα = κάηκα
• κενώνω = μοιράζω φαγητό
• κιάστανις = τα κάστανα
• κλατσούρι = γαλοτύρι
• κλησσιά = εκκλησία
• κλοκύθι = το κολοκύθι
• κλόστης = πλάστης
• κλουρ' = κουλούρι
• κοκονό = κόκορας
• κοκοτσέλο = μικρός κόκορας
• κολ = σίδερα για να κλειδώσουν την πόρτα
• κολ'τσίδα = φορτικός άνθρωπος
• κοπάνα = σκάφη
• κόσα = γρήγορα / πήγαινε – τρέξε
• κόσια = περπατάω
• κοστωδία = παρέα
• κούπωμα = κούμπωμα
• κούρις = μαλλιά
• κουρίτσια = κορίτσια
• κουσούρι = στραβά
• κουτουλάω = τρακάρω
• κούτσ'κο = μικρό παιδί
• κούτσινο = το μικρό
• κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
• λαβίδα = κουτάλι
• λάι = το λάδι
• λαΐνι = στάμνα
• λαμπίκο = πεντακάθαρο
• Λάρ'σα = Λάρισα
• λάχανα = τα χόρτα
• λέλεκας = πελαργός
• λέσιος = που βρωμάει
• λιανά = ψιλά
• λιγνός = λεπτός, μικρός
• λόρδα = μεγάλη πείνα
• λούμπα = λακκούβα με νερό
• μαγαρίζω = βρομίζω, λερώνω
• μαγειργιό = κουζίνα
• μαλάζεις = ακουμπάς
• μανάρι = πρόβατο
• μανιά = γιαγιά
• μάπα = λάχανο
• μαράσκηνα = κορόμηλα
• μαραχλαντίζω = στεναχωριέμαι
• μασλάτι = η κουβέντα
• μάστι = μάζεψε
• ματαρθώ = ξαναέρθω
• μαχαλάς = συνοικία, η γειτονιά
• μεσάμπρα = ντουλάπα
• μεσσάλα = τραπεζομάντηλο
• μιντριλίκι = καναπές
• μίρλα = κλάμα
• μισίκ = κούνια
• μισίρια= γαλοπούλες
• μόρτης = αλήτης, κακός
• μόρχεται = μου έρχεται
• μοσκαρογέλαδο = το μεσοδιάστημα όπου το μοσχάρι γίνεται κανονική αγελάδα
• μουσκάρι = μοσχάρι
• μούσμουλα = μούσκουλα
• μπαϊλντισα = κουράστηκα
• μπακρατσούλι = μικρή κατσαρόλα
• μπάλια = μέτωπο
• μπάμπαλου = σκουπιδάκι μικρό
• μπομπίρκο = μικρό και ζωηρό παιδί
• μπέρτσια = κάλτσες
• μπιζέλι = αρακάς
• μπιζέρσα = βαρέθηκα, κουράστηκα
• μπιρίτζ = ρύζι
• μπιστικί = κούνια
• μπουρτζόβλαχος = πολύ βλάχος
• μπριτζόλες= μπριζόλες
• μυαλό κουρκούτι = μυαλό ζαλισμένο
• μωρή = καλέ
• νίβομαι = πλένομαι στο πρόσωπο
• νταγλαράς = εύσωμος
• νταγλάρι = ψηλός
• νταλάκιασα = δίψασα
• νταξ = εντάξει
• νταούλια = ντέφι
• ντερλίκωσα = έφαγα πολύ
• ντι βερλίνγκα τι απόι = αυτός που πάει από εδώ και εκεί
• ντίπ = καθόλου
• ντοσάτς = στρώμα
• ντουγρού=ίσα, ευθεία
• ντουρλάπ = βροχή
• ντράβαλα = μπερδέματα
• ξεμπλέτσος = ξεκούμπωτος
• ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα
• ξερακιανός = αδύνατος
• ξιμαρισμένος = βρώμικος άνθρωπος
• ξυλιά = χτύπημα με ξύλο
• οβγά= αυγά
• ολουνούς = όλοι
• οντάς= δωμάτιο
• οξύ= το ξύδι
• όξω = έξω
• ορνία = κότες
• ουι γιεμ = επιφώνημα έκπληξης
• ούλα = όλα
• σάκα = τσάντα
• σακατεύτηκα = χτύπησα πολύ
• σακιάρ = η ζάχαρη
• σάκου = το σακάκι
• σαλβάρι= το παντελόνι
• σαλέ = τουαλέτα
• σαματάς = φασαρία
• σαπάν = επάνω
• σαπέρα = εκεί πέρα
• σαπτίρτσις του = τα έχασες
• σαρμανίτσα = κούνια
• σαρώνω = σκουπίζω
• σαφρακιασμένος = άρρωστος
• σβαγκανάω = πίνω κάτι γρήγορα
• σγαρονάκια = πλεκτά παπουτσάκια
• σινί = ταψί
• σιούτος = όταν το κριάρι ή ο τράγος δεν έχουν ανεπτυγμένα κέρατα ή τα χάσουν για κάποιο λόγο λέγονται 'σιούτα' στη γλώσσα των κτηνοτρόφων. Άρα σιούτος είναι αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του και θεωρείται παρηκμασμένος και ανάξιος λόγου
• σκαμνιά = μουριά
• σκασμένο = χαζό
• χλιάρας = αυτός που είναι περιορισμένου νοητικού επιπέδου
• χλιάρι = κουτάλι
• χλιαρός = αυτόςπου είναι νωχελικός, χαλαρός
• χούι = κουσούρι, συνήθεια
• χουμπλάκα = μεγάλη πέτρα
• χτήνου = αγελάδα
• χτικιό = βάσανο
• χώλωσα = θύμωσα
• ψένω = ψήνω
• ψες = χθες
• ψίχες = ψίχουλα
• ψούρα = βαθύ πιάτο.

Πραγματικά δεν ξέρεις ελληνικά, ε;
Αν έχεις κάτι να προσθέσεις στο νήμα, κάντο.
«Κάντο» θα πει «τραγούδι»
Fluffy έγραψε:
25 Αύγ 2021, 12:22
Στον καπιταλισμό κυριαρχεί η αντίληψη της κυρίαρχης τάξης, γιαυτό είναι και κυρίαρχη.

Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16613
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 03 Ιούλ 2023, 21:12

Λίνο Βεντούρα έγραψε:
03 Ιούλ 2023, 21:04
taxalata xalasa έγραψε:
03 Ιούλ 2023, 20:55
Λίνο Βεντούρα έγραψε:
03 Ιούλ 2023, 20:48
[/spoiler]
Πραγματικά δεν ξέρεις ελληνικά, ε;
Αν έχεις κάτι να προσθέσεις στο νήμα, κάντο.
«Κάντο» θα πει «τραγούδι»
τρού
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
vagabondo
Δημοσιεύσεις: 10005
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 01:24

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από vagabondo » 03 Ιούλ 2023, 21:25

Σέλευκας έγραψε:
03 Ιούλ 2023, 20:35
Με πααίνεται= θέλω να πάω (Καστοριά)
πααίνω=πηγαίνω, το λένε και στον Β. Έβρο.
Occasio facit furem
Εγώ δεν είμαι χριστιανός, για να μην πω πως είμαι και άθεος!
Ο κόσμον ασοί γραμματισμέντς θα διαβαίν.

Άβαταρ μέλους
Antares
Δημοσιεύσεις: 7896
Εγγραφή: 11 Απρ 2018, 10:46
Phorum.gr user: Ακταία

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Antares » 03 Ιούλ 2023, 21:32

Τους Γιαννιώτες (αυτούς που μιλάνε με προφορά) πρέπει να τους ακούς κιόλας.
Από την γιαγιά μου ('Ηπειρος) γνωρίζω τα

· Αγκούσα, (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό και μερικές φορές με κλάμα, το βάρος στο στήθος. Προέρχεται από το λατινικό angustia (= τα στενά, η στενοχωρία, οι πύλες ).
· Νίβομαι = πλένω το πρόσωπό μου.
· Ορμηνεύω = συμβουλεύω.
· Ποδένομαι = φοράω τα παπούτσια μου.
· Ποριά = ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα.
· Ρούσα = ξανθή.
· Στέρφο = άγονο.

Ξίκι να γίνει.

Αυτά τα νίβομαι, ποδένομαι, ποριά, ορμηνεύω και άλλες λέξεις μας φαίνονταν τότε χωριάτικες και δεν θέλαμε να τις χρησιμοποιούμε ενώ είναι ωραίες, ελληνικές πιστεύω λέξεις.

Άβαταρ μέλους
Isildur
Δημοσιεύσεις: 9357
Εγγραφή: 31 Ιαν 2023, 14:41
Phorum.gr user: Isildur

Re: Ντοπιολαλιές

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Isildur » 03 Ιούλ 2023, 21:39

Antares έγραψε:
03 Ιούλ 2023, 21:32
Τους Γιαννιώτες (αυτούς που μιλάνε με προφορά) πρέπει να τους ακούς κιόλας.
Από την γιαγιά μου ('Ηπειρος) γνωρίζω τα

· Αγκούσα, (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό και μερικές φορές με κλάμα, το βάρος στο στήθος. Προέρχεται από το λατινικό angustia (= τα στενά, η στενοχωρία, οι πύλες ).
· Νίβομαι = πλένω το πρόσωπό μου.
· Ορμηνεύω = συμβουλεύω.
· Ποδένομαι = φοράω τα παπούτσια μου.
· Ποριά = ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα.
· Ρούσα = ξανθή.
· Στέρφο = άγονο.

Ξίκι να γίνει.
Νίβω, ορμηνεύω, ρούσος και στέρφο τα ξέρω κι εγώ, τα έχω ακούσει και σε Μακεδονία αλλά και κάποια από νότιους (Στερεά). Στέρφος πχ το χρησιμοποιούν και για ανθρώπους (κυρίως στο θηλυκό) αλλά και για πηγές και πηγάδια.

Το ρούσος όμως το λένε για κοκκινοτρίχηδες ή έστω κοκκινόξανθους.
Βαριέμαι λίγο λιγότερο τώρα...

Απάντηση

Επιστροφή στο “Γλωσσολογία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών