έγινα φέσι ή φέσσι;

Μελέτη της γλώσσας, γραμματική, συντακτικό, σχολιασμοί και διευκρινίσεις.
Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16621
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

έγινα φέσι ή φέσσι;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 14 Απρ 2024, 12:00

Από που προέρχεται η έκφραση;
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16621
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: έγινα φέσι ή φέσσι;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 18 Απρ 2024, 02:17

Λεξικό Τριανταφυλλίδη

φέσι το [fési]:
1. κάλυμμα του κεφαλιού μουσουλμανικών λαών, μάλλινο, με ή χωρίς φούντα, κόκκινου συνήθ. χρώματος και διάφορων (κατά τόπους) σχημάτων: Tούρκικο φέσι. Tο φέσι τού έφτανε ως τ΄ αυτιά. H φούντα του φεσιού ανέμιζε στον αέρα. || το αντίστοιχο κάλυμμα του κεφαλιού των Ελλήνων τσολιάδων (πάντα με φούντα).

2. (μτφ., προφ.)

α. χρέος απλήρωτο, ανεξόφλητο: :smt017 Θέλω να μου επιστρέψεις αμέσως τα φέσια. ΦΡ βάζω / ρίχνω / φοράω / αφήνω φέσι σε κπ., δεν πληρώνω το χρέος, την οφειλή μου. τρώω φέσι, δε μου ξεπληρώνουν χρέος, οφειλή.

β. για αποτυχημένο, κακής ποιότητας πνευματικό, καλλιτεχνικό κυρίως δημιούργημα (θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ.): Tο έργο / η ταινία / η εκπομπή / το βιβλίο ήταν φέσι. ΦΡ τρώω φέσι, υφίσταμαι θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ. κακής ποιότητας.

3. (οικ.) χαρακτηρισμός για πολύ μεθυσμένο άνθρωπο· σταφίδα, σκνίπα: Έγινε / είναι / ήρθε φέσι. Mε δύο ποτηράκια έγινα φέσι. φεσάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στις σημ.1, 2.

[τουρκ. fes (στη σημ. 1) -ι από το όν. της πόλης Fez του Μαρόκου, όπου κατασκευαζόταν]
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16621
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: έγινα φέσι ή φέσσι;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 18 Απρ 2024, 02:33

Ο taxalataxalasa λέει:

Fessus

Ενδεχομένως από το πρωτοϊταλικό *fassos, από το προϊταλικό *dʰH-t-tós, από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *dʰeH- ("να ξεθωριάζει, να εξαφανίζεται") (σύγκρινε την παλαιά ιρλανδική ru-deda ("να εξαφανιστεί"), Παλαιά αγγλικά demm («βλάβη»)), αλλά αυτό είναι αβέβαιο λόγω τόσο φωνητικών όσο και σημασιολογικών προβλημάτων. Συνδέεται με τα λατινικά famēs, affatim, fatīscō, fatīgō.


1. tired, weary - κουρασμένος
Συνώνυμα: frāctus, cōnfectus, dēfessus, languidus
Aντώνυμα: vīvus

2. weak, enfeebled - αδύναμος, εξασθενημένος
Συνώνυμα: dēbilis, aeger, languidus, fractus, tenuis, mollis, īnfirmus, inops
Aντώνυμα: praevalēns, fortis, potis, potēns, validus, strēnuus, compos

3. sick, diseased - άρρωστος
Συνώνυμα: aeger, languidus, miser, īnfirmus
Aντώνυμα: sānus, salvus, validus, integer, intāctus, salūber


Fessonia - (Ρωμαϊκή μυθολογία) Η θεά των κουρασμένων.

Έτσ' εξηγείται και το Fessoma από τον Κουρασμένο... :wink
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16621
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: έγινα φέσι ή φέσσι;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 18 Απρ 2024, 02:43

Οπότε.
Έγινα φέσσι = Έγινα κουρασμένος, αδύναμος, εξασθενημένος, άρρωστος

και όχι Έγινα τούρκικο καπέλο... επειδή έτσι το λέμε μεταφορικά... μεταφορικά κολοκύθια...

ΕΛΕΟC τουρκολάγνοι...!
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Γλωσσολογία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών