Ο taxalataxalasa λέει:
FessusΕνδεχομένως από το πρωτοϊταλικό *fassos, από το προϊταλικό *dʰH-t-tós, από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *dʰeH- ("να ξεθωριάζει, να εξαφανίζεται") (σύγκρινε την παλαιά ιρλανδική ru-deda ("να εξαφανιστεί"), Παλαιά αγγλικά demm («βλάβη»)), αλλά αυτό είναι αβέβαιο λόγω τόσο φωνητικών όσο και σημασιολογικών προβλημάτων. Συνδέεται με τα λατινικά famēs, affatim, fatīscō, fatīgō.
1. tired, weary -
κουρασμένος
Συνώνυμα: frāctus, cōnfectus, dēfessus, languidus
Aντώνυμα: vīvus
2. weak, enfeebled -
αδύναμος, εξασθενημένος
Συνώνυμα: dēbilis, aeger, languidus, fractus, tenuis, mollis, īnfirmus, inops
Aντώνυμα: praevalēns, fortis, potis, potēns, validus, strēnuus, compos
3. sick, diseased -
άρρωστος
Συνώνυμα: aeger, languidus, miser, īnfirmus
Aντώνυμα: sānus, salvus, validus, integer, intāctus, salūber
Fessonia - (Ρωμαϊκή μυθολογία) Η θεά των κουρασμένων.
Έτσ' εξηγείται και το Fessoma από τον Κουρασμένο...