Albanian: pre
Coptic: ⲫⲣⲉⲧⲁ (phreta)
Aromanian: pradã
Friulian: prede
Galician: prea
Middle Irish: preid, preit
Scottish Gaelic: sprédh, spré
Scots: spreath
Italian: preda
English: prey
French: proie
Portuguese: preia
Romanian: pradă
Sicilian: preda, preja
Spanish: prea, preda
ελληνικά: θήραμα
το περιέργο και μάλλον χαλασμένο τηλέχωνο
θρέμμα = creature
Xenophon, Agesilaus
[6] ἐκεῖνό γε μὴν πῶς οὐ καλὸν καὶ μεγαλογνῶμον, τὸ αὐτὸν μὲν ἀνδρὸς ἔργοις καὶ κτήμασι κοσμεῖν τὸν ἑαυτοῦ οἶκον,
κύνας τε πολλοὺς θηρευτὰς καὶ ἵππους πολεμιστηρίους τρέφοντα, Κυνίσκαν δὲ ἀδελφὴν οὖσαν πεῖσαι ἁρματοτροφεῖν καὶ
ἐπιδεῖξαι νικώσης αὐτῆς ὅτι τὸ θρέμμα τοῦτο οὐκ ἀνδραγαθίας ἀλλὰ πλούτου ἐπίδειγμά ἐστι;
Θρέμμα = Πρέδα => Θρέμματωρ

= Πρέδατορ = Θηρευτής = Κυνηγός χωρίς κῠ́νες, σκέτο Ηγός

Ψύλλος στ' άχυρα... Χσεπσείρισμα μαϊμούς...
