Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Ιστορικά γεγονότα, καταστάσεις, αναδρομές
Άβαταρ μέλους
deCaritaine
Μέλη που αποχώρησαν
Δημοσιεύσεις: 1195
Εγγραφή: 04 Απρ 2018, 15:56

Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από deCaritaine » 05 Οκτ 2018, 21:04

Στο άρθρο εδώ, δημοσίευση της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών Γ.Κ. Λιακόπουλου 1-3 Νοεμβρίου 2013

Βρέθηκε στα οθωμανικά αρχεία μια επιστολή του Κολοκοτρώνη (την πάσαρε ένας Αυστριακός στον Καπουδαν πασά) προς την Κυβέρνηση με την έκθεση της Μάχης των Τρικόρφων εναντίον του Ιμπραήμ. Το άρθρο ολόκληρο στο παραπάνω λινκ.

Εδώ, η μεταφρασμένη έκθεση του Οθωμανού που κοινοποίησε στον Βεζύρη Μπεντερλὶ Μεχµὲτ Σελὶµ Σιρὶ Πασὰ.
Τὸ δελτίο τῆς µετάφρασης µαζὶ µὲ τὸ παρὸν ὑπόµνηµα τοῦ ἀναφερθέντος βαλῆ διαβάστηκε ἀπὸ τὴν Αὐτοκρατορική µου Ἀρχή. Ἡ µάχη τοῦ ρηθέντος Ἰµπραὴµ Πασᾶ µὲ τὸν ἀναθεµατισµένο, ὀνόµατι Κολοκοτρώνη, ἀναφέρθηκε σὲ κάποια ἐνηµερωτικὰ δελτία ὀλίγῳ πρότερον. Ὅµως εἶναι ἄξιο προσοχῆςτὸ ὅτι ὁ µνηµονευθεὶς (βαλὴς) δὲν παρέµεινε σὲ ἐκεῖνα τὰ µέρη, ἀλλὰ ἐπέ-στρεψε στὸ Ναβαρῖνο. Ἄραγε ἀναγκάστηκε ( νὰ προβεῖ σὲ αὐτὴν τὴν κίνηση) βεβιασµένα ἀπὸ τὴν ἔλλειψη προµηθειῶν καὶ ἄλλων κονδυλίων γιὰ τὸ ὑπὸ τὶς διαταγὲς του στράτευµα ἢ ἐξαιτίας κάποιου ἄλλου λόγου; Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, αὐτὸ παραµένει ἄγνωστο, καθὼς δὲν ἔχει ληφθεῖ ἀλληλογραφία ἀπὸ τὸν ἀνα-φερθέντα ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ζητήµατος. Ἐξοχότατε, ἐλεήµονα, ὑψηλότατε, εὐµενῆ, εὔσπλαχνε, εὐεργέτη, πολυά-γαθε, µεγάθυµε Ἀφέντη µου, Μεγαλειότατε Σουλτάνε µου, ὡς ἁρµόζει στὴ δουλεία µου καὶ σύµφωνα µὲ ὅ,τι ἀπαιτεῖ ἡ ὑπηρεσία µου, φροντίζοντας γιὰ τὴν ἐξακρίβωση καὶ τὸν προσδιορισµὸ τῶν µαχῶν καὶ τῶν ἄλλων γεγονότων ποὺ λαµβάνουν χώρα στὸν Μοριά, (ἀναφέρω ὅτι) τὰ ἐπικουρικά, κατὰ βάση,στρατεύµατα τῶν ἄθλιων κακούργων, ἀκόµα κι ἂν φτάσουν ἀπ’ αὐτὴν τὴν πε-ριοχή, δηλαδὴ τὸ κάστρο τοῦ Ναυπλίου καὶ τοῦ Μεσολογγίου, µέχρι τὴν Ἀθήνα καὶ καταλάβουν καὶ ὑποτάξουν ὁλόκληρο τὸ Νησὶ τοῦ Μοριᾶ, καὶ πάλι, ἂν αὐτὰ τὰ δύο µέρη, ποὺ ἐποφθαλµιοῦν, βρεθοῦν στὰ χέρια τους, ἔχον-τας ὀχυρωθεῖ ψοφοδεεῖς (µὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόµα) στὸ ἀπόκρηµνο Διάσελο 4 (σ. Μαίναλο-Αλωνίσταινα) , δὲν ὑπάρχει πιθανότητα νὰ µποῦν σὲ κάποιου εἴδους τάξη (νὰ συστήσουν τα-κτικὸ στρατό).

Καθὼς εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ ὑποθέσεις δὲν θὰ ἐξελιχθοῦν ἔτσι,ὁ εὔσπλαχνος ἐξοχότατος ἐλ-Χὰτζ Ἰµπραὴµ Πασάς, ὁ ἔχων τὸ ἱερὸ καθῆκον νὰ τελεῖ εἰσέτι βαλὴς τῆς Μέκκας καὶ τοῦ Μοριᾶ, ἐρευνώντας ἐνδελεχῶς καὶ διορθώνοντας τὴν κατάσταση τῶν καταραµένων λήσταρχων ποὺ βρίσκονται στὸ Ναύπλιο καὶ τὴν ἐνδοχώρα του, προηγουµένως ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ναβα-ρίνο καὶ κατὰ µῆκος τῆς πορείας του κατέστρεψε κωµοπόλεις καὶ χωριά. Ἐξα-κριβώθηκε ἀπὸ τὶς προφορικὲς δηλώσεις κάποιων γλωσσῶν (αἰχµαλώτων) ποὺ συνελήφθησαν παρὰ τὰ Σάλωνα ὀλίγῳ πρότερον ὅτι ἀναχώρησε πρὸς τὴν κωµόπολη τῆς Τριπολιτσᾶς, ἀπ’ ὅπου ἔφυγε, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψή της ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ποὺ βρίσκονταν ἐντός της, καθὼς δὲν ὑπῆρχε µέρος νὰ ὀχυρωθεῖ. Κατόπιν τούτου, ὁ ρηθεὶς ἐξοχότατος, ὡς ἀπαιτοῦσε ἡ περίσταση, ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἀναχώρησε ἐκ νέου γιὰ τὸ Ναβαρῖνο.

Ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραψε πρὸς τοὺς λήσταρχους τοῦ Ναυπλίου ὁ ἐπάρατος Κολοκοτρώνης, ἡ ὁποία ἀναφέρει µὲ ποιὸν τρόπο πολέµησε (ὁ βαλὴς) µὲ ἀληθινὴ ἀφοσίωση στὴν τοποθεσία Τρίκορφα, ἔξω ἀπὸ τὴν Τριπο-λιτσά, καὶ πῶς νίκησε τὸν τρισκατάρατο ἀρχηγὸ τῶν ἄτακτων ληστῶν, πέρασε µὲ κάποιον πλάγιο τρόπο (µέσον) στὰ χέρια τοῦ Αὐστριακοῦ κοµαντάντε, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἕνα ἀντίγραφό της στὸν δοῦλο τοῦ καπουντὰν πασᾶ κι ἐκεῖνος,µὲ τὴ σειρά του, ἀπέστειλε στὸ ταπεινό µου πρόσωπο τὸ ἀντίγραφο τῆς µετά-φρασής του, γιὰ νὰ ὑποβληθεῖ τὸ περιεχόµενό του πρὸς ἐνηµέρωση στὸν εὐερ-γέτη (σουλτάνο). Αὐτὸ τὸ ἀντίγραφο ἐσωκλείεται στὴ δουλικὴ ἔκθεσή µου,ποὺ ὑποβάλλεται ἐνώπιον τῆς αὐτοκρατορικῆς ὑψηλότητάς του (τοῦ µεγάλου βεζίρη). Σύµφωνα µὲ τὸ περιεχόµενο τῆς ἀναφερθείσας µετάφρασης, παρόλοποὺ πλεῖστοι ὅσοι ἐξευτελισµένοι, ἄνευ ὁρίου κατατροπωµένοι καὶ τραπέντες σὲ φυγὴ ἀντάρτες ἔφτασαν στὸν Ἅδη καὶ ἀφανίστηκαν, ὁ προαναφερθεὶς ἐξο-χότατος Ἰµπραὴµ Πασάς, γιὰ ἄγνωστο λόγο, δὲν παρέµεινε στὴν Τριπολιτσά,ἀλλὰ ὀπισθοχώρησε πάλι πρὸς τὸ Ναβαρῖνο.

Μία ὁµάδα τεσσάρων χιλιάδων µιαρῶν ἑρπετῶν µὲ πέντε-ἕξι καπεταναίους ἀπὸ τοὺς Ρουµελιῶτες ἀντάρτες,ποὺ βρίσκονταν στὸν Μοριὰ ὡς ἀπαραίτητη δύναµη τῶν ἀπίστων, πέρασε πρὸς τὰ Σάλωνα γιὰ νὰ συνδράµει στὸ Μεσολόγγι. Ἐκεῖ προσχώρησε στοὺς συγκεντρωµένους ἀπίστους καί, ἕνεκα τούτου, ὡς ἀσφαλῶς συνάγεται ἀπὸ τὸ περιεχόµενό της (τῆς ἐπιστολῆς), τρεῖς χιλιάδες ἄτοµα ἀποσχίσθηκαν καί, ὅπως δηλώθηκε στὴν ἄλλη ἔκθεσή µου, ἦρθαν µὲ τὸν καταχθόνιο σκοπὸ νὰπατήσουν τὸν ἀφοσιωµένο στρατό. Καὶ πάλι οἱ προφορικὲς δηλώσεις τῶν γλωσσῶν τῶν ζωντανῶν συλληφθέντων ἀπὸ τοὺς προαναφερθέντες ἀπίστους ἐκφράζουν καὶ µνηµονεύουν ὅτι µὲ τὴ δόξα τοῦ Ὑψίστου ἡττήθηκαν καὶ ὑπο-τάχθηκαν κατεστραµµένοι καὶ µάλιστα ὅτι οἱ ἄπιστοι διακόµισαν τοὺς τραυ-µατισµένους καὶ τοὺς ἀρρώστους µὲ κάποια ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους, ποὺ εἶχε ἀφήσει ὁ προαναφερόµενος (βαλὴς) στὴν Τριπολιτσά.Αὐτὴν τὴν ταπεινὴ ἀναφορὰ τοῦ δούλου σας πῆρα τὸ θάρρος νὰ ὑποβάλωστὸν ἡγεµονικὸ τόπο λήψης ἀποφάσεων ἐπὶ σηµαντικῶν ζητηµάτων. Εἴθε ὁὝψιστος νὰ ἐπιτρέψει νὰ µᾶς τιµήσει ἅµα τῇ ἀφίξει της ἡ ἑδραία ἐντολὴ καὶτὸ πρόσταγµα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν σὲ ἐκεῖνον ἐξ οὗ ἡ διαταγὴ (δηλ . ἐκεῖνον ποὺ ἡ ὑψηλότητά του ἔχει τὸ δικαίωµα νὰ διατάζει).Τὴν 23η
Ζουλχίτζε 1240 (8 Αὐγούστου 1825).
Η υποκλαπείσα επιστολή Κολοκοτρώνη προς την Κυβέρνηση έχει ως εξής:
Πρὸς τὸ ἔξοχον ὑπουργεῖον τῶν πολεµικῶν Κατὰ 22: τοῦ ἥδη λήγοντος πρωΐας πληροφορηθεὶς ἐκ γραµµάτων τῆς διοι-κήσεως ὅτι ὁ ἐχθρὸς
ἦτον νὰ κάµῃ ἀπόβασιν εἰς Νεόκαστρον, ἀπεφάσισα νὰδόσω γενικὴν µάχην περὶ τὰ τρίκορφα ὁποῦ νικὸντας τον νὰ τοῦ σικόσω τὴν ἑλπίδα τῆς ἑνώσεως· ἐδιώρισα τὸν στρατηγὸν Δη-µίτρον πλαπούταν µὲ δύω χ(ι)λ(ιά)δεςνὰ προκαταλάβη τὸ βαλτέτζι, τοὺς στρατηγοὺς Κανέλον δελιγιάνιν παπ(α)τζώνιν καὶ τὸν υἱὸν µου Γεναῖον µὲ: 3:χ·ιλιάδ)ες νὰπροκαταλάβουν τὰ ταµπούρια τῶν τρικόρφων, καὶ τοὺςκυρίους ζαήµιν λόντον Νο
ταρὰν πετιµεζὰν καὶ σολιώτιν µὲ 4: χιλι(άδ)ες ·ὁποῦ ἦτον εἰς τὸ λεβίδι νὰ ἔλθουν εἰς τὴν ἐπάνω χρέπα διὰ νὰ τοὺς µεταχει-ρισθῶ καθ’ ἃ ἡ περίστασις τοῦ πολέµου ἤθελε τὸ καλέσει. ὁ κολιόπουλος ἐγκαίρως προκατέλαβε τὴν διορισθεῖσαν θέσιν, οἱ ἐκ λεβιδίου ἔφθασαν τὸ ἴδιον ἐσπέρας εἰς τὴν χρέπαν, ὁ δέ δελιγιάνις παπ(α) τζώνις καὶ Γεναῖος ἀπὸ κακὴν τίχην, λαβόντες καθ’ ὁδὸν ἕνα γράµµα τοῦ ζαήµι, λόντου καὶ Νοταρὰ ὁποῦ ἔγραφον πρὸς ἐµέ προτοῦ κινιθῶσι λέγοντας ὅτι ἀνέτιµοι ὦντες δὲν δύνανται νὰ ἐκκινίσουν ἐκείνην τὴν ὥραν ἡµέραν (τὸ ὁποῖον βιασθέντες ἐκα-τόρθωσαν) ὑποπτευθέντες ὁ Κανέλος καὶ Γεναῖος τὴν ἕλλειψιν ἐκείνην δὲν κατῆλθον νῆκτα διὰ νὰ προκαταλάβουν ὅλας τὰς ἀναγκαίας θέσις τῶν τρι-κόρφων·ὁ ζαήµις λόντος καὶ Νοταρὰς φθάσαντες κατὰ τὴν 22: τὸ ἐσπέρας εἰς χρέπαν ἅναψαν ταῖς φοτιές ἐκ τῶν ὁποἵων ἐπλη-ροφορίθησαν οἱ ἐχθροὶ τὸν ἐρχοµὸν τῶν στρατευµάτων καὶ ἀπὸ γράµµατα µαθόντες ὁ δελιγιάνις καὶ γεναῖος τὸν ἐρχοµὸν τους ἄµα περὶ τὰ ξηµερώ-µατα, οἱ µὲν ἐχθροὶ ἐκινίθησαν ἐκ τριπολ(ιτζὰς)νὰ προκαταλὰβωσι τὰ τρίκορφα, οἱ δὲ δελιγιάνις καὶ γεναῖος ἀκολούθησαν κατὰ τὴν διορισὶν µου τὸ αὐτὸ
ἔφθασαν εἰς τὴν αὐτὴν θέσιν συγχρόνως, καὶ ἐκ τούτου δὲν ἐδινήθησαν οἱ ἐδική µας νὰ ὀχυρώσουν ὅλας τὰς ἀναγκαίας θέσις τῶν τρικόρφων, ἀλλὰ µέρος ἐξ’αὐτῶν προκατέλαβον ἡ ἡµέτεροι καὶ µέρος ἐκ τῶν ἰδίων οἱ ἐχθροί, καὶ ἄρχησεν ὁ ἀκροβολισµὸς, ἐκινίθη τότε ἐκ βαλ-τετζίου ὁ στρατηγὸς κολιόπουλος, διὰ νὰ ἔλθη εἰς τὸν πόλεµον περὶ τὸν κάµ-πον µεταξὺ τὸν ἀπήντισε τὸ ἰππικὸν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ τὸν ὀπισθογίρισεεἰςτὴν προτέραν του θέσιν· ἀκολούθως δὲ τὸν ἐµπόδισε τοῦ νὰ δώσῃ βοίθειαν.

ἐγὼ ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὥραν εἶχα φθάση εἰς χρέπαν, ὁδήγισα τὸν στρατηγὸν νοταρὰν νὰ προκαταλάβη ἕνα τζουµάρι, καὶ τοὺς καπετανέους καλαβρύτων εἰς ἕν[α] ἄλλο πλευρὰ καὶ ἄνωθεν τοῦ γεναίου. ἡ µάχη ἠκολούθισεν ἀπὸ τὰς 12 ἕως εἰς τὰς 7: ὥρας εἰς τὸ ταµπούρι τοῦ δελιγιάνι καὶ γεναίου· ὁ ἐχθρὸς ἕως τότε δὲν ἦτον ὅλος ἐνκεντρωµένος εἰς τὴν µάχην ἀλλ ἦτον καὶ ἐξα-πλωµὲνος εἰς τὸν κάµπον τῆς τριπολιτζὰς διὰ θέρος, ἔστηλε ἐναλὰξ ἐκεῖνος ἀπὸ Τριπολιτζὰν βοήθειαν εἰς τοὺς ἐδικοὺς του, καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἀπάνω χρέπα εἰς τοὺς ἡµετέρους· εἰς τὰς 7: ἔστιλα τὸν στρατηγὸν λὸντον νὰ κα-τεβὰση τοὺς καλαβρυτινούς εἰς ἕνα παρακατηνὸν τζουµάρι καὶ νὰ τοὺς ὀδι-γίσῃ εἰς τὴν µάχην· κατ’ ἐκίνην ἐγκεντρίσθησαν ὅλοι οἱ ἐχθροὶ χωρὶς νὰ µίνῃ κᾀνὲνας εἰς τριπολιτζά, καὶ ὁ σκαταράπις ἐπικεφαλῆς των ἄρχησε ἡ προσβολὴ µὲ ὁρµὴν κατὰ τοῦ ταµπουρίου τοῦ γεναίου, ὁ γε- ναῖος ἀντέστη µὲ ὅλην τὴν γεναιότητα καὶ ἐκεῖ ἔπεσεν ἐνδόξως ὁ στρατηγὸς παπ(α) τζόνις, ὁ ἐχθρὸς τότε ὁδίγησε τὴν προσβολὴν καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄλλα µέρη. ἡ θέσις τῶν στρατηγῶν λόντου καὶ νοταρὰ ἦτον πρεπόντως ὀχυροµένη· εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ στρατηγοῦ λόντου ὁλίγον κάτωθεν ἦτον τοποθετηµένοςὁ στρατηγὸς νοταρὰς, ὅστις µὴ δυνιθῆς νὰ ἀνθέξη εἰς τὴν προσβολὴν ἐτρὰπι, καὶ συγχρόνως ὅ τε παπ(α) σταθούλιας καὶ Γεώργιος λαγκαδινός·κατ’ ἐκείνην τὴν στιγµὴν µὲ τὸ νὰ εἶχε φθάση εἰς χρὲπαν ἡ ὀπισθοφιλακή µας,ὅ τε βασίλειος Πετιµεζὰς καὶ Σολιώτης, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς ἐκινεῖτο εἰς τὸν κάµπον πρὸς τὸ νερὸν τῆς δαβιὰς, διὰ νὰ πάρη τὰ ὀπίσθια τῶν ἐδικῶν µας, ἐκινίθην ὁ ἴδιος µετὰ τοῦ κυρίου ζαήµι, πρὸς ἀντίκρουσιν ἐκείνων καὶ ἡπε-ράσπισιν τῶν ἡµετέρων· ἡ ἀνωτέρω τροπὴ τοῦ ταµπουριού τοῦ ἀντιστρατηγοῦ νοταρᾶ, καὶ τῆς ὀπισθοφυλακῆς τοῦ ταµπουρίου τοῦ γεναίου, ἐπροξένισε τὴν γενικὴν τροπὴν τῶν ταγµάτων· ὅσον ἐγὼ καὶ ὁ ζαήµις ἐπροσπαθίσαµεν ὅσον οἱ λοιποὶ ἀρχηγοὶ διεκινδύνευσαν, ὅσον ὁ δυ-στυχὴς γεναῖος τρέχων ἐδὼ καὶ ἐκεῖ κατεσκοτώθη δὲν ἐδυνίθηµεν νὰ ἐµπο-δίσωµεν τὴν γενικὴν λιποταξίαν ἐκτὸς τοῦ παπ(α) τζώνι εἰς τὸν καιρὸν τῆς τροπῆς ἐχάσαµε τὸν Γεώργιον ἀλωνιστιώτην, Νταµπακόπουλον, παπ(α) κώσταν µπούραν,παπ(α) σταθούλιαν, τὸν ὑπασπιστὴν τοῦ νοταρὰ κωνσταντίνον τζολακόπου-λον, καὶ ἄλλον µερικὸν ὁλίγον ἔλιψε νὰ χάσωµε καὶ τὸν γεναῖον καὶ τοὺς στρατηγοὺς λόντον δελι-γιάνι καὶ Νοταρὰ, ὥστε ἡ µάχη νὰ εἰπωθῇ τῶν ἀξιοµατικῶν.

ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς εἰς τὸ ταµπούρι τοῦ γεναίου ἐσκοτώθησαν ὑπὲρ τοὺς τριακοσίους τούρκον πεζοὶ εἰς τὸν καιρὸν τῆς γενικῆς τροπῆς µας ἐσκο-τώθησαν ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἀρκετοὶ σηµαντικοὶ ἰππεῖς,καὶ µέρος πεζῶν· ἡ φθορὰ γενικὴ θεωρηµένη ὡς πρὸς τὸν ἀριθµὸν εἶναι ἀσυγκρίτως µεγαλητέρα κατὰ ἀλήθειαν ἀπὸ τὴν ἐδικήν µας, τὶ τὸ ὄφελος ὅµως, ὁποῦ ἡµεῖς ἐχάσαµεν τόσους σηµαντικοὺς καὶ τὴν θέσιν, τὸ ἑσπέρας καὶ τὴν νύκτα τρέχοντας ἐγὼ καὶ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν µας ὁπλαρχιγοὶ εἰς τὴν σύναξιν τῶν διασκορπισθέντων στρατιοτῶν, ἐγὼ ἐκιµίθην εἰς τὴν ἀλονίστενα, ὁ ζαήµις µὲ µέρος καλαβρυτινόν καὶ κορινθίων ἄνωθεν τοῦ λεβιδίου, οἱ δὲ στρατηγοὶ λόντος καὶ Νοταρᾶς, ἐκι-µίθησαν εἰς τὰ βουνὰ τῆς ἀλωνίστενας χωρὶς κάπες εἰς τὴν βροχὴν, καὶ ἄσιτοι ὅλοι µας ὁποῦ καὶ προτήτερα ἐπηνούσαµεν, τέλος ἄµα πρωΐας ἦλθον πρὸς ἐµὲ, ὁ δελιγιὰνις λὸντος, καὶ Νοταράς, εἰς ἀλωνίστεναν, καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐχθροί τὴν δευτέραν ἡµὲραν µετὰ τὴν µάχην, ἐκτὰνθησαν εἰς τὴν πεδιάδα τῆς δαβιὰς, ὀχύ-ρωσα διὰ στρατιοτῶν τὸ διάσελο τῆς ἀλωνίστενας, ἐγὼ δὲ µετὰ τῶν εἰρηµέ- νων ὀπλαρχιγῶν ἦλθον εἰς τὴν βιτίναν, διὰ νὰ φροντίσω τὴν γενικὴν σίντα-ξιν, ἐκεῖ ὁδηγιθεὶς ἔφθασε καὶ ὁ ζαήµις· καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς, δὲν ἐκινίθη κατὸν διὰ τῆς ἀλωνίστενας, ἀλλ’ ἐκδικίθη ἕως εἰς τὴν πιάνα, καὶ χρισοβίτζι θε-ρίζων καὶ πυρπολῶν ὑποπτευθέντες µήπως κινιθῆκατὰ τῆς διµιτζάνης, πληρο-φωρηµένος ὅτι τὸ χωρίον αὐτὸ εἶναι ἡ ὀχυρωτέρα χώρα τῆς καρυτένης, φθάσας κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν καὶ ὁ στρατηγὸς πλαπούτας, ὁ µὲν κύριος ζαήµις καὶ στρατηγοὶ δελιγιάνης Νοταρὰς, πλαπούτας καὶ γεναίος, µὲ περίπου τῶν δίοχιλι(ά)δων στρατιοτῶν, ἀπεστάλησαν σίµερον πρὸς τὰ ξηµερώµατα νὰ προκα-ταλάβουν τὴν εἰρηµένην κοµόπολην, µὲ ἀπόφασιν ἢ νὰ νικήσουν ἢ νὰ ἀποθά- νουν. ἐγὼ δὲ βαστάσας µαζὶ µου καὶ τὸν στρατηγὸν λόντον ἔµεινα ἔξω διὰ νὰ φροντίσωµεν νὰ συνάξωµεν τοὺς διασκορπισθέντας στρατιώτας, γενικοτέρως εἰς τὴν στρατολογίαν.

οἱ καρυτινοὶ στρατιώταις, ἐξαιτίας τῆς προφυλάξεως τῶν φα-µελιῶν τους διεσκορπίσθησαν. ἀπὸ τοὺς κορινθίους ἔµειναν πολλὰ ὀλίγοι ἔλι-ψαν καὶ οἱ περισσότεροι καλαβρυτινοὶ, ἡ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν λόντου καὶ νοταρὰ ξένοι ἔµειναν ἀδιάλυτοι, ὁ πετιµεζὰς καὶ σολιώτης περὶ τὴν γρανίτζαν, καὶ εἰς τὸ διάσελο τῆς κοντούσας, διατάξας καὶ αὐτοὺς νὰ προχωρίσουν ἔγραψα καὶ εἰς τὴν κόρινθον καὶ εἰς τὰ καλάβρυτα, πρὸς τοὺς προκρίτους καὶ πρὸς τοὺς ὀπλαρχηγούς, νὰ εὕγουν ὅλοι εἰς τὰ ἅρµατα, καὶ νὰ φέρουν ὅπου τὸ στρατόπεδον ὅλους τοὺς ὁπλοφόρους, ἀπὸ τὸν στρατηγὸν πλαπούτα ἔφυγον κρυφίως ὅλοι ἡ φαναρίται καὶ ἀρρκάδιοι καὶ ἔµεινε µὲ 500:

ἐγκρίνω τὸ ὑπὸτὴν ὁδηγίαν τοῦ γκενερὰλ φαβιὲ τακτικὸν σῶµα νὰ γυµνοσθῆ πρῶτον πρε-πόντως, νὰ τοῦ ἑτιµασθῆ ἡ ἀρτιλιερία καὶ τὸ ἰππικὸν καὶ
τότε νὰ ἐξέλθη, διὰ νὰ µὴ διακινδυνεύσωµεν καὶ αὐτὴν τὴν ἀρχὴν τῆς ταξεὼς µας. σᾶς βεβαιῶ, ὅτι οὔτε ἐγὼ οὔτε ἡ ὑπὸ τὴν ὀδιγίαν µας ὀπλαρ-χιγοί δ ὲν ἐχάσαµεν τὴν σταθερώτητα καὶ ἀπόφασιν ἢ νὰ νικήσωµεν ἢ νὰ ἀποθάνωµεν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς ἐξ’ αἰτίας τῆς παρελθούσης ἀδρανείας καὶ ἀφροντισίας ἔφθασε νὰ ἐγκεντρισθῆ εἰς τὸ κέντρον τῆς Πελοπονήσου, καὶ οἱ πελοπονίσιοι ἐξ’ αἰτίας τῶν φαµελιῶν πρὸς τὸ παρὸν βραδέως συνά-ζονται παρακαλεῖται, ἡ σεβαστή µας διοίκησις, νὰ διατάξῃτὸν καρὰτὰσιον καὶ ὅσους ἄλλους εὐρίσκονται εἰς τὰς νήσους νὰ τρὲξουν πανστρατιὰ, καὶ διελ-θόντες ὅλην τὴν ἀργολίδα καὶ τὰ περὶ τὴν ἀργολεῖδα µεθόρια τῆς κορινθίας στρατολογούντες νὰ φθάσουν ταχέ(ω)ς µὲ δέκα χιλιάδες, ὅπου τὸ στρατό-πεδον. καὶ ἄν ἀγαπᾶται τὴν πατρίδα καὶ τὸ ἔθνος ἐνεργίσατέ το τάχιστα· σᾶς ἔγραψα καὶ προτίτερα καὶ ἥδη ἐπαναλαµβὰνω ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον νὰ φροντίση ἡ διοίκησις νὰ συντάξη ἓν σῶµµα διοκο-σίων ἰππέων καὶ νὰ τὸ ἀποστίλη τάχιστα εἰς τὸ στρατόπεδον τὸ ὁποῖον θέλει χρησιµεύση µεγάλως.

ὑπερτάτη διοίκησις· ἔχω σαράντα ἡµέρας ὁποῦ παρατηρῶ µὲ τὸ γιαλὶ· καὶ δὲν εὐρίσκω πελοπονησί-ους ἀξιωµατικούς, οὔτε στρατηγούς οὔτε ἀντιστρατιγούς χιλιὰρχους καὶ κα-θεξῆς διὰ νὰ συµπολεµίσω µετ’ αὐτῶν τοὺς ἐχθροὺς, ἀλλ’ εὐρίσκω πατριώ-τας οἱ ὁποῖοι ἀξηὼµατα δὲν ζητοὺν ἀλλὰ τρέχουν µὲ ἐνθουσιασµὸν καὶ πα-τριωτισµὸν, ἢνὰ νικήσουν ἢ νὰ ἀποθάνουν. τουτο µὴ σὰς πιράξη ἐπειδὴ εἶναι ἰδίωµά µου νὰ λέγω τὴν ἀλήθειαν µὲ εἰλικρί- νειαν· ἡ ἐπαρχία τῆς κορίνθου δὲν ἐπιρὰχθη τώρα εἰς τὸν πόλεµον, καὶ εἶναι καὶ οἱ χριστιανοὶ ἄσιτοι ἀπὸ τὰ ὀσπητιὰ των· ὅθεν λάβεται πρόνοιαν νὰ διατὰξεται ἐκεῖ νὰ σταλῶσι αὐτόσε πεντακόσια ζῶα διὰ νὰ φορτοθοὺν ἀπὸ τζαροὺχια τζεπχανὲ, καὶ παξιµάδι καὶ σινδροφευµένα µὲ στρατιώτας αὐτόθεν νὰ µᾶς προφθάσουν ὅπου εἶναι τὸ στρατόπεδον,ἐπειδὴ καὶ ξυπὸλητοι εἴµεθα καὶ ἤδη ἔχοµεν τόσας ἡµέρας ὁποῦ ζώµεν µὲ ψάνιν καὶ κρὲας· µάλιστα ἡ ὑπὸ τὴν ὀδηγίαν µου στρατιώται εἶναι διόλου νι-στηκοί· ἐλπίζω εἰς τὴν θείαν βοὶθειαν νὰ νική-σωµεν τὸν ἐχθρὸν καθότι ἡ Πελοπονίσιοι δὲν ἐδιλίασαν ἀπὸτὸν σατρὰπιν·εἰµὴ τὰ κινήµατα του τὰ ὀρµητικὰ τὰ κάµνει νὰ τραβιώνται διὰ νὰ προφυλάττουν ταῖς φαµιλίαις των, διὰ τὰς ὁποῖας ἂν εἶχον ἕνα µέρος ἀσφαλὲς νὰ τάς βάλουν ἡ ἀρὰπιδες δὲν ἤθελε ζίσουν οὔτε τρεῖς ὥρας·

τη: 26: ἰουνίου εἰς βιτίναν·
ὁ πατριώτης
θ: κολοκοτρόνης

Άβαταρ μέλους
Μπίστης
Δημοσιεύσεις: 14932
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 19:39
Τοποθεσία: Helsingør

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Μπίστης » 05 Οκτ 2018, 21:14

Φανταστικό δοκουμένδο.
Φαίνεται να πήζει ο οθωμανός επιστολογράφος. :lol:
"I beseech you, in the bowels of Christ, think it possible you may be mistaken".

Άβαταρ μέλους
deCaritaine
Μέλη που αποχώρησαν
Δημοσιεύσεις: 1195
Εγγραφή: 04 Απρ 2018, 15:56

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από deCaritaine » 05 Οκτ 2018, 21:39

Και μιας και πιάσαμε κλίμα 1825 και πρώτες μάχες με τον Ιμπραήμ, βάζω και ένα απόσπασμα ντοκουμέντο για περιστατικά από την Μάχη της Δραμπάλας 5 Ιουνίου 1825 (μάχη Τρικόρφων πάνω, στις 23 Ιουνίου) από έναν παλαίμαχο παππού Γεωργαντά από Ακοβο Μεσσηνιας (αν θυμάμαι καλά) που τα υπαγόρεψε στον γιο του στις 6 Αυγούστου του 1845, ένα ταμπουρι που σήκωσε το βάρος της μάχης μεχρι να μαζευτούν οι υπόλοιποι από τις άλλες επαρχίες στην απόπειρα να κλείσουν τις πύλες Μεσσηνίας-Αρκαδίας στον στρατο του Ιμπραήμ.

Απλά και ωραία, από τις λίγες μαρτυρίες που σώθηκαν, μαχες μέχρι εσχάτων συν γυναιξί και τέκνοις
Κοτρωνισέϊκο Αβγούστου 6 - 845

Παιδί μου Γιάννακα σήμερα που είναι μεγάλη μέρα του Χριστού ήρθαμε εδώ κάτω από το πουρνάρι και τη δροσιά του και θα σου (ο) μολογήσω το βίο μου κι εσύ που είσαι γραμματισμένος θα τα γράψεις ένα ένα. Να το θυμάσαι να τα μολογάς και να φ(τ)ιάξεις αυτά που είναι χρειαζούμενα.

[...]

Σε λίγο καιρό άρχισε πάλι το κακό πολύ μεγάλο, ένας αράπης που τον έλεγαν Μπραϊμη (Ιμπραήμ) με πολύ ασκέρι ήρθε και άραξε στο Νιόκαστρο. Τότε ήρθε και ο Θοδωράκης πάλι και όλοι μαζί ο Δικαίος, ο Αναγνωσταράς, Πλαπούτας, Γιατράκος, Ζαχαρίας, Μαυρομιχάληδες, Μούρζινος και πολλοί άλλοι που εγώ δεν τους εγνώριζα. Εμαζευτήκαμε όλοι στη Σολωμονή ημέρες δέκα επτά εκάναμεν συμβούλια τι να κάνομεν να γλυτώσωμεν από το κακό που ερχότανε. Τέλος πήραν απόφαση ο καθένας τη δική του, οι Μαυρομιχαλαίοι, Γιατράκος, στη Μάνη, ο Δικαίος, Αναγνωσταράς, στη Καλαμάτα, Μανιάκι, Πύλο, εγώ επήγα με το Θοδωράκη και τους άλλους και ακουμπήσαμε στη βελανιδιά, μας έφεραν χαμπέρι ότι ο αράπης «εξάντισε» στη Πιπερίτσα με πολύ ασκέρι και πολλούς καβαλαραίους, μαύρισε ο τόπος τότε ο Θοδωράκης μας κάλεσε όλους και μας έκρινε το μαντάτο όλοι συμφωνήσαμε να στείλουμε χαμπέρι τον Δικαίο να έρθει κοντά μας να γλυτώσει και να βαρέσουμε τον αράπη στη Σιρόκα εκείνος δεν μας άκουσε ήτανε τρανός βλέπεις και αυτός και το είχε για ντροπή να φύγει. Την άλλη μέρα τον ζώσανε οι αραπάδες. Ο Θοδωράκης έβανε την σημαδούρα στο μάτι του και κοίταγε και μας έκρινε πως γίνεται μεγάλο κακό, εμείς ακούγαμε τις μπάλλες εβλέπαμε πολλούς καπνούς τη νύχτα μεγάλες φωτιές την άλλη μέρα γαλήνη τελείωσαν όλα ο Θοδωράκης διέταξεν να φύγωμεν όλοι, επήραμεν (ε)τοιμασία να ξεκινήσωμεν, ξάφνου βλέπομεν τον Γιώργη Πουλόπουλο να έρχεται μας (ο)μολόγησε τα καθέκαστα και τα γινόμενα στο Μανιάκι σκοτώθηκαν ο Δικαίος, ο Κολοβός, ο Κεφάλας, χάθηκαν όλοι αυτός έπεσε στο ποτάμι της Βελιγοστής και σώθηκε, αφήσαμε καραούλια να φυλάνε την πορεία του Αράπη και εφύγαμεν περάσαμεν στη Πολιανή ο Θοδωράκης μας συμβούλεψε ότι δεν πρέπει να μάθουν οι γυναίκες στη Πολιανή το κακό που έγινε στο Μανιάκι, ήρθαμε στο χωριό αλλοί πήγανε στα δικά τους τα χωριά, εχαρήκανε οι δικοί μας που μας είδανε όλοι μαζί εκλάψαμε και εσυγχωρέσαμε αυτούς που χάθηκαν και λειτούργησαν οι παπάδες.

Σε λίγο ήρθε χαμπέρι ο Αράπης ανεβαίνει τη Σιρόκα, γρήγορα συνταχτήκαμε όλοι στη Πουρνάρα στη βρύση κάναμεν συμβούλια εστείλαμεν μαντάτο σε όλους απ' όλα τα χωριά να έρθουν εδώ να κουβεντιάσουμε τι θα κάνουμε και που θα βαρέσομεν τον Αράπη, εμαζευτήκαμε πολλοί και άλλοι ερχόντανε αργότερα, επήγαμεν στη Πολιανή τους φωνάξαμε όλους ο Θοδωράκης τους έκρινε συμβουλή να πάρουν ότι μπορούν και να φύγουν κατά την Παπίτσα (Λαγκαδιά) να κρυφτούν τους βοηθήσαμε και εμείς να φύγουν, εμείς τα εκρύψαμεν και τα άλλα τα εκάψαμεν. Τα τρία πηγάδια τα χώσαμεν να μην βρουν οι Αραπάδες για ζαερέ και να φύγουν, το ίδιο εκάναμεν και εδώ στο χωριό που μας ήρθαμε. Βλέπεις μωρέ Γιάννακα ο Θοδωράκης κατέβαζε η κούτρα του πολλά και γιαυτό τον ακούγαμεν και εκάμναμεν ότι μας συμβούλευε. Αφήσαμεν στου Παχίγιαννη να βλέπουν τους αραπάδες και να μας στέλνουν χαμπέρι, έμειναν δέκα ο Θανάσης Μενούνος θα τους συμβούλευε, εμείς ήρθαμε εδώ συναχθήκαμε στη πουρνάρα όλοι κάναμε κουβέντα που θα βαρέσουμε τον αράπη, η απόφαση έγινε θα τον βαρέσουμε στη Δραμπάλα, από (ε)κεί περνάει η στράτα που έρχεται από του Μυστρά και τελειώνει κοντά στη Ζάκυ(ν)θο.

Με μίλησε ο Θοδωράκης να κουβεντιάσουμεν και με κρίνει Γιώργαρε ξέρεις από μικρά παιδιά είμαστε φίλοι σαν αδέλφια πραγματικά, στη Δραμπάλα που θα βαρέσουμε τον αράπη εάν τον γυρίσουμε πίσω γλιτώνει η πατρίδα, εάν περάσει και πάει στην Τριπολιτσά χάνεται η πατρίδα για πάντα και εμείς όλοι χαμένοι γιαυτό θέλω εσύ να πας με τους δικούς σου στην Τραπεζοράχη να φράξετε τα περάσματα με κοτρόνια για να μην περάσουν οι αραπάδες να πατήσουν την Τραπεζοράχη, μόλις φθάσουν στη λάκα της Δραμπάλας θα τους βαράτε μέχρι να φθάσουμε όλοι. Εγώ θα έρθω από το Μεσοβούνι, θα πάρετε μπαρουτόβολα, ζαερέδες και νερό για πολλές ημέρες. Γιώργαρε σε σένα έχω μεγάλη μπέσα, και γιαυτό σε βάζω στο βαρύτερο μέρος στη Τραπεζοράχη και αν σκοτωθείς η πατρίδα θα σου κάνει λειτουργίες πολλές και τη φαμίλια σου θα τη διαφεντέψω εγώ, όπως αν σκοτωθώ εγώ θα τη διαφεντέψεις εσύ τη δική μου φαμίλια και εγώ τον έκρινα αδελφό μου Θοδωρή αν σκοτωθώ κοντά μου θα πεθάνει και η φαμίλια μου, και στο δηλώνω στη ψυχή του πατέρα μου και της μάνας μου ο αράπης δεν θα περάσει όσο είμαι ζωντανός.

Γρήγορα έκρινα τους ταχτικούς μου ήμασταν ογδόντα δυο, γυρίσαμε τα χωριά Λευτήνη, Διδάχι, Γιαννέικα, Καμάρα, Τουρκολέκα, Βρομόβρυση και άλλα συναχθήκαμε εκατόν τριάντα φορές δυο. Γρήγορα πηγαίναμε στη Τραπεζοράχη εκεί κοντά στο σφεντάμι που είναι το εκκλησάκι Αγία Παρασκευή γκρεμισμένο, γονατίσαμε γύρω γύρω στις πέτρες κάναμε το σταυρό μας να μας βοηθήσει η Αγία Παρασκευή. Γρήγορα αρχίσαμε να φράζουμε γύρω γύρω με κοτρόνια κατά τη λάκα της Δραμπάλας, όπως με συμβούλεψε ο Θοδωράκης κατά εκεί που βασίλευε ο ήλιος δεν χρειαζότανε φράξιμο. Όταν το φράξαμε ήρθαμε στο χωριό, έκρινα το Θοδωράκη ότι όλα είναι έτοιμα. Αυτός χάρηκε η καρδιά του και μου κρίνει Γιώργαρε κάμε κουμάντο ότι άλλο σας χρειάζεται γρήγορα. Εγώ είχα κρίνει στη μάνα σου τη Μαρία να κάνει κουμάντο για να τρώμε και βελέντζες για το κρύο.

Το ίδιο κουμάντο έκαμαν όλοι, στο μεταξύ οι αραπάδες πάτησαν στη Πολιανή εκεί εκάθησαν ημέρες τρεις αφού δεν βρήκαν τίποτα εκεί έκαψαν μερικά κονάκια και πορεύτηκαν στη Χοκέμα, Παλιοκλήσι, Βαβανέικα, Σουλίνα, προχωρούσαν κατά τη Δραμπάλα, εμείς στο μεταξύ συναχθήκαμε όλοι στη Αγία Σωτήρα γύρω γύρω γιατί ημαστάν ασκέρι πολύ δεν χωράγαμε μέσα όλοι, ελειτούργησαν ο Παπαγιάννης, ο Παπαδημήτρης, ο Παπαγιώργης, όλοι εγονατίσαμε πολλές ώρες εμεταλάβαμε όλοι άνδρες γυναίκες και παιδιά οι γυναίκες κλαίγανε όλους μας τρόμαζε το μεγάλο κακό που ερχότανε, μόλις τελείωσε η λειτουργία συναχθήκαμε κάτω από την πουρνάρα, ο Θοδωράκης ανέβηκε επάνω στο κοτρώνι που καθότανε άλλοτε είχε γράψει και το (ό)νομά του για να μας κρίνει και να μας συμβουλέψει τι να κάνουμε όλοι καθήσαμε κατά γης μηλιά κανείς σαν να μην ήταν ζωντανός κανείς ο Θοδωράκης μας έκρινε αδέλφια, χριστιανοί, παιδιά μου το κακό που έρχεται είναι μεγάλο αλλά ο Θεός θα μας γλυτώσει γιατί έχουμε πίστη και όλοι μαζί με τον αράπη που ήρθε από την αραπιά εδώ, θα τον τσακίσουμε και θα χαθεί, και πολλά άλλα μας ομολόγησε που όλοι μας κλάψαμε σαν μικρά παιδιά, όρκο δώσαμε στο Χριστό να μας βοηθήσει να διώξουμε τον αράπη, και θα χτίσουμε καινούργια και μεγάλη την εκκλησία του.

Γρήγορα εφύγαμεν αφού όλοι ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο και ο καθένας επήγε εκεί που πρέπει. Εγώ σας πήρα εσένα, και τα δυο αδέλφια σου και τη μάνα σου τη Μαρία και πήγαμε στην Τραπεζοράχη κοντά στο Σφεντάμι συναχθήκαμε όλοι οι άλλοι ήμαστε εκατό τριάντα φορές δυο, γυναίκες σαράντα οκτώ παιδιά δέκα έξη στο χωριό κανείς άλλοι πήγαν Βρομόβρυση, άλλοι κατά τη Ρεκίτσα η ώρα έφτασε ,οι αραπάδες προχωράγανε ξέγνιαστοι ψυχή δεν έβλεπαν πουθενά, μόλις φθάσανε οι πρωτοπόροι ίσια στην Τραπεζοράχη στη μέση στη Δραμπάλα εγώ τους βάρεσα βόλι, ένα, σταμάτησαν γρήγορα, από πού έφτασε το βόλι δεν κατάλαβαν, συνάχθηκαν πολλοί, τότε εγώ τους βάρεσα πάλι ένα βόλι, ήτανε ώρα γιόμα θεριστής, δυο, χίλια οκτακόσια είκοσι πέντε, βάρεσαν το τούμπανο να πορευτούνε,τότε εγώ όπως με είχε συμβουλέψει ο Θοδωράκης ανέβηκα στο κοτρώνι ψηλά και φώναξα εδώ είμαστε τουρκαραπάδες και βάρεσα βόλια τρία, μαζί βάρεσαν βόλι ένα ο καθένας ο Μενούνος Γιώργης, ο Βιργιάννης Κωνσταντίνος, ο Μεταξάς Γιάννης, ο Τσικριντζης Θοδωρης, ο Βεκος Γιώργης, η Μαργιά, η Χριστογιώργαινα, η Κολυβίνα και η Μεταξογιαννού, οι άλλοι ταμπουρωμένοι, τότε ο αράπης μας μύνησε να κατέβουμε στη Λάκα και θα μας φιλέψει να τρώμε, τότε εμείς βαράμε βόλια πέντε ,οι μαντατοφόροι κύλησαν πεθαμένοι ο αράπης θύμωσε γουρουσι κάμαν οι αραπάδες εκατό και παραπάνω τους αφησα να ζυγήσουν σιμά εφώναξα μπαταριά όσα βόλια τόσα κουφάρια οι άλλοι λάκισαν, πάλι ο αράπης εκατό φορές δυο, το ίδιο βόλι και κουφάρι, ώρα δειλινό ο αράπης δεν ετόλμησε ξανά, νύχτωσε εφάγαμεν ψωμί με μπουλουγούρι, τα παιδιά κοιμήθηκαν στη τρούπα, τα καραούλια στη θέση τους όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα γαλήνη, οι αραπάδες τρώγανε και πλάγιαζαν δεν ξέραμε τι έβανε στην κούτρα του ο αράπης, γυρίσαμε γύρω γύρω στην Τραπεζοράχη και βλέπουμε την μπαμπεσιά του που κάνει ο αράπης βάνει ασκέρι γύρω γύρω στη Τραπεζοράχη για να μας βαρέσει, γελάσαμεν όλοι, δεν είχε κατά νου ο αράπης ότι στην Τραπεζοράχη μόνον από το μέρος της Λάκας μπορεί να πατήσει άνθρωπος, στο άλλο μέρος δεν πατάει πετούμενο.

Την άλλη ημέρα το έβαλε στο νού του ο αράπης και τους εσύναξε όλους στη Λάκα της Δραμπάλας. Μόλις βάρεσε ο ήλιος βροντάνε τα τούμπανα του αράπη, εμείς καταλάβαμε, κάναμε το σταυρό μας χαιρετήσαμε ο άνας τον άλλο βάλαμε τα παιδιά στη τρούπα και καρτερίγαμε (καρτερούσαμε). Ο Θοδωράκης δεν δίνει ανάσα πουθενά, ο αράπης κατάλαβε ότι ήτανε πολύ δύσκολα να πατήσει την Τραπεζοράχη, και μας στέλνει μήνυμα με ένα ρωμιό να κάτσουμε φρόνιμα και θα μας φιλέψει πολλά πράγματα. Εμείς δεν τον φονεύσαμε τον μαντατοφόρο επειδή ήτανε χριστιανός και αυτός σαν εμάς, και του κρίναμε να κρίνει μαντάτο του αράπη δεν θέλουμε να μας φιλέψει τίποτα αλλά να γυρίσει πίσω στη πατρίδα του και να φύγει από τη Πατρίδα μας και δεν θα τον πειράξουμε. Αυτός θύμωσε πολύ και βάρεσε το τούμπανο φορά μία, τότε οι αραπάδες κάμαν γιουρούσι, εμείς τους δεχτήκαμε βόλι και κουφάρι λύγισαν γρήγορα ασκέρι μεγαλύτερο έκανε γιουρούσι, ώρα γιόμα τα βόλια σαν το χαλάζι ο ήλιος μαύρισε από το μπαρούτι, ώρα ντάλα μεσημέρι η Τραπεζοράχη απάτητη, είχαμε βλέπεις φράξει καλά με κοτρώνια το μέρος, οι αραπάδες σωρό πεθαμένοι οι δικοί μας ούτε σταλιά αίμα, ήτανε θαύμα, αλλά με άλλα μπουλούκια αραπάδες κάναν γιουρούσι, μόλις νύχτωσε σταμάτησαν όλα.

Εμειράσαμε ψωμί και τυρί τα καραούλια στα ταμπούρια, ο Θοδωράκης ακόμα δεν εφάνηκε ούτε χαμπέρι τίποτα, μας τρομάζει μη λάχει και έπαθε κακό ο Θοδωράκης και τότε αλοίμονο μας, είμαστε χαμένοι και εμείς και η Πατρίδα. Την άλλη μέρα που φώτισε ο θεός τα τούμπανα φώναξαν εμείς καρτερίγαμε (καρτερούσαμε) δεν κάμαν γιουρούσι, άλλο κακό αρχίσανε μας ρίχναν μπάλλες η πρώτη που έπεσε βάρεσε το Μητροθοδωράκη και το Κουτρουμπή Θανάση, στο τόπο. Με τις μπάλλες θέλανε να χαλάσουνε το φράχτη εκεί που έπαιρνε φωτιά η μπάλλα σκορπάγανε οι κοτρώνες, ρίχνανε γρήγορα γρήγορα μπάλλες, άλλη μπάλλα έπεσε απάνου στη Τραπεζοράχη γρήγορα γρήγορα η Μαργιά την άρπαξε με τα χέρια της και τη σπρώχνει κάτω από το φράχτη, τώρα μάθαμε να τις σπρώχνουμε κάτω από το φράχτη , δεν μου το είχε κρίνει αυτό ο Θοδωράκης, άλλο θαύμα τούτο ώρα ντάλα μεσημέρι οι αραπάδες μεγάλο γιουρούσι κάνουν, όσο να κάνουν το γιουρούσι όμως είχαμε πάλι (με) τις κοτρώνες φράξει, η μάχη τρομερή βόλι και κουφάρι οι μπάλλες πολλές τις σπρώχναμε κάτω γρήγορα πέθαναν πολλούς αραπάδες, οι αραπάδες σημώνανε το φράχτη εκεί που τον είχαν σκορπίσει οι μπάλλες για να πατήσουν την Τραπεζοράχη , τότε άρπαξα το γιαταγάνι μου και φώναξα τα γιαταγάνια παιδιά, πιάσαμε τη πόρτα του φράχτη, οι αραπάδες ανεβαίνανε πέντε πέντε τους πέρναμε τα κεφάλια με τα γιαταγάνια εγώ ο Σοφρωνάς Γιώργης (Κουφός) ο Κεσαροτσαντίλης Γιάννης, ο Μεταξάς Κωνσταντίνος, ο Τσιαπαρλής Κωνσταντίνος.

Τα βόλια πολλά και από εμάς και από τους αραπάδες περισσότερα, αυτό κράτησε μέχρι το σκοτάδι, το τούμπανο βάρεσε πάλι σταμάτησε το τουφέκι συναχθήκαμε, σκοτώθηκαν δικοί μας ο Λυμπέρης Γιάννης, ο Παπαδόπουλος Παναγός αδελφός του παπά, η Κωνσταντίνα του Μπένου Γιώργη, ο Παπαγιάννης τους έψαλε τους βάλανε μακριά και τους σκέπασαν με χώμα. Λαβωμένοι δέκα τρεις ελαφρά συναχθήκαμε γύρω στις κοτρώνες της Αγίας Παρασκευής και κάναμε το σταυρό μας εμοιράσαμε ψωμί, τυρί, κρεμμύδια και ότι άλλα να τρώμε. Όλη τη νύχτα φράξαμεν τις κοτρώνες που είχαν σκορπίσει οι μπάλλες, επήγαμε στα καραούλια, όλους μας τρόμαξε το αύριο αλλά το είχαμε πάρει απόφαση ότι θα πεθάνουμε ή αύριο ή μεθαύριο πόσο θα βαστάξουμε τρεις τέσσερις μέρες ακόμη, τα μπαρουτόβολα κιονότανε, ζαερέδες λίγους, και το χειρότερο που χάθηκε ο Θοδωράκης πολλές κακίες (κακές) σκέψεις βάζαμε στο νου μας, όλοι όμως είμαστε σύμφωνοι να σκοτωθούμε ναι σκλάβος κανείς ζωντανός. Το χειρότερο ήταν το νερό πολύ λίγο με το πανί βρέχαμε το στόμα. Εκεί που ο νους μου έλεγε τι θα κάνουμε όταν ξημερώσει έρχεται ο Βέκος Γιώργης και μου κρίνει πως ο Ραβάνης Παναγιώτης, και ο Τριαντάφυλλος Νικόλας πήραν σήμα φωτιάς πέρα από το Μεσοβούνι, πήρα το Γεωργαντά Δημήτρη (Σιαμαράνη) και το Βιριανοκωσταντή, που ήτανε σημά μου και πήγαμε στο Ραβάνι αγναντέψαμε πέρα πήραν τα μάτια μας μικρές φωτιές σε δυο τρεις μεριές βγάλαμε σκέψη ότι μπορεί οι αραπάδες να πάτησαν το Μεσοβούνι και άναψαν φωτιές να ζεστάνουν τα χέρια τους που έκανε απογιουρα τη νύχτα και ας ήταν θεριστής μήνας.

Όλοι ήμασταν έτοιμοι και περιμέναμε να ξημερώσει η μέρα να αρχίσουμε το πανηγύρι. Άμα έφεξε τα τούμπανα ούρλιαξαν πολύ, αμέσως άρχισαν τις μπάλλες και τα γιουρούσια ένα κοντά το άλλο η ημέρα σκοτείνιασε οι αραπάδες μυρμήγκια δεν τους προλαβαίνανε τα βόλια μας, αλλά ο θεός τους έβαλε να μας ρίχνουν πολλές μπάλλες για να χαλάσουν το φράχτη, οι μπάλλες όμως έπεφταν απάνω στη Τραπεζοράχη και εμείς τις σπρώχναμε γρήγορα κάτω κάτω από το φράχτη, που ήταν οι αραπάδες και εκεί γινόταν κόλαση ώρα κοντά μεσημέρι μας τρόμαζε αυτή η κόλαση. Άξαφνα ακούμε τη ροκάνα του Θοδωράκη να ουρλιάζει πέρα στο Μεσοβούνι, ο Θοδωράκης έφθασε με πολύ ασκέρι έζωσαν τον αράπη, τούφραξαν τη στράτα μπροστά, από το Μέσοβούνι, από τα πεζούλια και εμείς από την Τραπεζοράχη το τουφέκι άναψε γύρω γύρω ο αράπης στη μέση μόλις ήρθε το σκοτάδι σίγασαν όλα. Εμείς σκοτωμένοι οκτώ, Γεωργαντάς Νικήτας (αδελφός μου), Γιώργης Σπανός, Σπίλιος Σοφρωνάς, αδελφός του Κουφού , Γιώργης Λάζαρος, Γεωργακόπουλος Κώστας, Κοτσόνης , Κουλοχέρας Χρίστος, Πολυχρονόπουλος Γιάννης, Τσαπραλής Αντώνης, λαβωμένοι κάμποσοι τους δέσανε με μαντήλια τις λαβωματιές. Εφτιάξαμε το φράχτη όπου είχε χαλάσει και περιμέναμεν να ξημερώσει, μπαρουτόβολα λίγα, ζαερέδες πολύ λίγοι, νερό πολύ λίγο για τα παιδιά.

Όταν έφεξε ο Θεός την ημέρα τα τούμπανα του αράπη φώναξαν πάλι η μάχη άρχισε πολύ τρομερή. Ο αράπης τόβαλε ντροπή να μην πατήσει τη Τραπεζοράχη, τα γιουρούσια και οι μπάλλες σαν το χαλάζι, εμείς βαράγαμε όσο έπαιρνε η δύναμή μας με βόλια με κοτρώνια με γιαταγάνια , αλλά μας έσωσαν οι μπάλλες τις σπρώχναμε κάτω από το φράχτη και τους λιώναμε όλους. Αν τόπαιρνε χαμπάρι ο αράπης ούτε μια μπαλλά θα μας βάραγε, και τότε ήμασταν χαμένοι, η ώρα έφτασε σε δειλινό τότε δυο αραπάδες πέρασαν το φράχτη και τρέξαν στο Σφεντάμι που ήταν οι γυναίκες και κόβαν βόλια οι γυναίκες σκούζουν αλλά η Μαργιά και η Μεταξογιαννού τους πήραν τα κεφάλια, έγινε όμως κακό νόμισαν πως πάτησαν οι αραπάδες τη Τραπεζοράχη και ο Καράμπελας, ο Θεοδωρόπουλος, ο Χάπας Νικόλας, ο Χριστόπουλος Χρίστος, ο Τζανετόπουλος Τζανέτος, ο Σταθόπουλος Στάθης και τρεις γυναίκες τρέξαν να φύγουν και πέσαν στο βράχο και χάθηκαν γινόταν χαλασμός. Μόλις ήρθε το σκοτάδι λούφαξαν όλοι πάλι. Είχαμε μεγάλο κόπο δεν γινόταν να κάνουμε (ε)τοιμασία για την άλλη ημέρα μπαρουτόβολα πάβλα, τα γιαταγάνια μόνο είχαμε. Την νύχτα ώρα περασμένη μεσάνυχτα ακούμε τουφεκιές κατά τα πεζούλια, τι συνέβαινε δεν ξέραμε μόλις έφεξε βλέπουν τα μάτια μας, ο αράπης γύρισε πίσω, μας εμύνησε και μαντάτο ο Θοδωράκης ότι ο αράπης φεύγει να περιμένουμε όμως εκεί ακόμη μήπως μας κάνει μπαμπεσιά. Εγώ το έκρινα το χαμπέρι στους άλλους. Όλοι χαρήκαμε επήγαμε γύρω γύρω στη γκρεμισμένη εκκλησιά κάναμε το σταυρό μας και πέσαμε χάμου όλοι να ξαποστάσουμε να κοιμηθούμε λίγο ύπνο εμείναμε εκεί όλη μέρα και όλη νύχτα, άμα έφεξε μας εμύνησε ο Θοδωράκης να φύγουμε από εκεί και να ξεπεζέψουμε κατά το Λυκοκάμπη και το Μέλεγο, εμείς φύγαμεν γρήγορα να γλυτώσουμε από τη βρόμα των πεθαμένων, επήραμε από τους σκοτωμένους αραπάδες ότι δεν είχαμε γιαταγάνια και άλλα χρειαζούμενα, άμα φτάσαμεν στο Μέλεγο εκεί αράξαμε. Ο Χάπας Χρίστος, ο Τσαπραλής Νικήτας, ο Γιαννακόπουλος Γιώργης, ο Θανασόπουλος Μιχάλης (Σελήμης) γρήγορα τρέξαν να φέρουν ζαερέδες άλλοι πήγαν για νερό στη Νεραϊδόβρυση, ο Μαυροειδής Γιώργης, Θάνος Θανάσης, Τζούβελος Χρίστος, Κεφάλας Κώστας, πήγαν κατά τη Ρεκίτσα για ζαερέδες και μπαρουτόβολα, εγώ ο Τσαντήλης ο Βέκος ο Μενούνος ο Γεωργακούλας ο Τσαπραλής ο αδερφός της Μαργιάς αρματωθήκαμε και επήγαμε κατά του Μήλα το αλώνι, Σπηλίτσες, Λεύκο, Κοτρονισέϊκο, Μεγάλη Σηκαμιά, αγναντέψαμε κατά τη Χόκεμα που έφυγε ο αράπης με το ασκέρι του, γυρίσαμε στο χωριό πήγαμε στη Σωτήρα εκεί κάτω στη δροσιά της πουρνάρας.

Ήταν όλοι συναγμένοι ο Θωδοράκης μόλις μας πήρε το μάτι του έτρεξε και με πήρε στην αγκαλιά του ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο και εκλάψαμε από τη χαρά μας μου είπε ο Θοδωράκης κάτσε χάμω Γιώργαρε να ξαποστάσεις γιατί εσύ δούλεψες πολύ, και εγώ του αποκρίθηκα, τότε θα ησυχάσουμε όλοι άμα γκρεμίσουμε τους αραπάδες στη θάλασσα. Εκεί ήμασταν όλοι όσοι πολέμησαν στη Δραμπάλα. Ο Πλαπούτας σύγαμβρος του Θοδωράκη, ο Σταματελόπουλος ο ανηψιός του Θοδωράκη και πολλοί άλλοι που εγώ δεν τους γνώριζα. Ο Γιατράκος δεν επρόλαβε γιατί δεν το ξέρω εστείλαμε χαμπέρι να έρχονται στο χωριό από το Μέλεγο επήγαν καραούλια κοντά στον αράπη μέχρι την βελανιδιά και μας έφεραν μαντάτο ότι πήρε πορεία κατά την Οιχαλία εμείς επήγαμε στα σπίτια μας για λίγο, μας σύναξε πάλι ο Θοδωράκης και πήραμε πορεία κατά τα Τουρκολέκα, χιράδες να φράξουνε το δρόμο του αράπη που βουλήθηκε να πατήσει την Τριπολιτσά τον βαρέσαμε σε πολλά περάσματα. Πάτησε την Τριπολιτσά όμως τον πολεμήσαμε σχεδόν δυο χρόνια ακόμη μέχρι που μας έφεραν μαντάτο ότι οι μεγάλοι βάλαν μπουρλότα στην αρμάδα του και αυτός χάθηκε στην αραπιά. Εμείς όλοι μαζί συναχθήκαμε στη Σωτήρα λειτούργησαν οι παπάδες εκάναμεν το σταυρό μας εσυγχωρέσαμε αυτούς που σκοτώθηκαν και εφύγαμεν στο κονάκι του ο καθένας. Ο Θοδωράκης πήρε και τον ανηψιό του Σταματελόπουλο και φύγανε στο Ανάπλι εκεί τι κάμνανε δεν ξέρω, εμάθαμε σε καιρό ότι τους έκλεισαν στο μπουντρούμι για να τους κόψουν τα κεφάλια, μεγάλο κακό και αυτό αφού πολέμησαν τόσα χρόνια για τη Πατρίδα, αλλά ο Θεός τους φύλαξε και ο Βασιλιάς τους χάρισε τη ζωή και τους έβγαλε από το μπουντρούμι. Ήρθε ο Θοδωράκης εδώ και κάθησε ημέρες οκτώ καθήσαμε στη πουρνάρα στο Σφεντάμι μου μολόγησε πολλά γιατί τον βάλαν στο μπουντρούμι να του κόψουν το κεφάλι δεν μου είπε, και έφυγε στην Αθήνα και πέθανε τώρα δυο χρόνια και δεν τον ξαναείδαν τα μάτια μου ο Θεός να τον αναπαύσει.

ολόκληρο εδώ

Άβαταρ μέλους
Nandros
Δημοσιεύσεις: 27252
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 18:41
Phorum.gr user: Nandros
Τοποθεσία: Όπου συχνάζουν ναυτικοί και λοιπά κακοποιά στοιχεία

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Nandros » 05 Οκτ 2018, 23:02

deCaritaine έγραψε:
05 Οκτ 2018, 21:39
Και μιας και πιάσαμε κλίμα 1825 και πρώτες μάχες με τον Ιμπραήμ, βάζω και ένα απόσπασμα ντοκουμέντο για περιστατικά από την Μάχη της Δραμπάλας 5 Ιουνίου 1825 (μάχη Τρικόρφων πάνω, στις 23 Ιουνίου) από έναν παλαίμαχο παππού Γεωργαντά από Ακοβο Μεσσηνιας (αν θυμάμαι καλά) που τα υπαγόρεψε στον γιο του στις 6 Αυγούστου του 1845, ένα ταμπουρι που σήκωσε το βάρος της μάχης μεχρι να μαζευτούν οι υπόλοιποι από τις άλλες επαρχίες στην απόπειρα να κλείσουν τις πύλες Μεσσηνίας-Αρκαδίας στον στρατο του Ιμπραήμ.

Απλά και ωραία, από τις λίγες μαρτυρίες που σώθηκαν, μαχες μέχρι εσχάτων συν γυναιξί και τέκνοις
SpoilerShow
Κοτρωνισέϊκο Αβγούστου 6 - 845

Παιδί μου Γιάννακα σήμερα που είναι μεγάλη μέρα του Χριστού ήρθαμε εδώ κάτω από το πουρνάρι και τη δροσιά του και θα σου (ο) μολογήσω το βίο μου κι εσύ που είσαι γραμματισμένος θα τα γράψεις ένα ένα. Να το θυμάσαι να τα μολογάς και να φ(τ)ιάξεις αυτά που είναι χρειαζούμενα.

[...]

Σε λίγο καιρό άρχισε πάλι το κακό πολύ μεγάλο, ένας αράπης που τον έλεγαν Μπραϊμη (Ιμπραήμ) με πολύ ασκέρι ήρθε και άραξε στο Νιόκαστρο. Τότε ήρθε και ο Θοδωράκης πάλι και όλοι μαζί ο Δικαίος, ο Αναγνωσταράς, Πλαπούτας, Γιατράκος, Ζαχαρίας, Μαυρομιχάληδες, Μούρζινος και πολλοί άλλοι που εγώ δεν τους εγνώριζα. Εμαζευτήκαμε όλοι στη Σολωμονή ημέρες δέκα επτά εκάναμεν συμβούλια τι να κάνομεν να γλυτώσωμεν από το κακό που ερχότανε. Τέλος πήραν απόφαση ο καθένας τη δική του, οι Μαυρομιχαλαίοι, Γιατράκος, στη Μάνη, ο Δικαίος, Αναγνωσταράς, στη Καλαμάτα, Μανιάκι, Πύλο, εγώ επήγα με το Θοδωράκη και τους άλλους και ακουμπήσαμε στη βελανιδιά, μας έφεραν χαμπέρι ότι ο αράπης «εξάντισε» στη Πιπερίτσα με πολύ ασκέρι και πολλούς καβαλαραίους, μαύρισε ο τόπος τότε ο Θοδωράκης μας κάλεσε όλους και μας έκρινε το μαντάτο όλοι συμφωνήσαμε να στείλουμε χαμπέρι τον Δικαίο να έρθει κοντά μας να γλυτώσει και να βαρέσουμε τον αράπη στη Σιρόκα εκείνος δεν μας άκουσε ήτανε τρανός βλέπεις και αυτός και το είχε για ντροπή να φύγει. Την άλλη μέρα τον ζώσανε οι αραπάδες. Ο Θοδωράκης έβανε την σημαδούρα στο μάτι του και κοίταγε και μας έκρινε πως γίνεται μεγάλο κακό, εμείς ακούγαμε τις μπάλλες εβλέπαμε πολλούς καπνούς τη νύχτα μεγάλες φωτιές την άλλη μέρα γαλήνη τελείωσαν όλα ο Θοδωράκης διέταξεν να φύγωμεν όλοι, επήραμεν (ε)τοιμασία να ξεκινήσωμεν, ξάφνου βλέπομεν τον Γιώργη Πουλόπουλο να έρχεται μας (ο)μολόγησε τα καθέκαστα και τα γινόμενα στο Μανιάκι σκοτώθηκαν ο Δικαίος, ο Κολοβός, ο Κεφάλας, χάθηκαν όλοι αυτός έπεσε στο ποτάμι της Βελιγοστής και σώθηκε, αφήσαμε καραούλια να φυλάνε την πορεία του Αράπη και εφύγαμεν περάσαμεν στη Πολιανή ο Θοδωράκης μας συμβούλεψε ότι δεν πρέπει να μάθουν οι γυναίκες στη Πολιανή το κακό που έγινε στο Μανιάκι, ήρθαμε στο χωριό αλλοί πήγανε στα δικά τους τα χωριά, εχαρήκανε οι δικοί μας που μας είδανε όλοι μαζί εκλάψαμε και εσυγχωρέσαμε αυτούς που χάθηκαν και λειτούργησαν οι παπάδες.

Σε λίγο ήρθε χαμπέρι ο Αράπης ανεβαίνει τη Σιρόκα, γρήγορα συνταχτήκαμε όλοι στη Πουρνάρα στη βρύση κάναμεν συμβούλια εστείλαμεν μαντάτο σε όλους απ' όλα τα χωριά να έρθουν εδώ να κουβεντιάσουμε τι θα κάνουμε και που θα βαρέσομεν τον Αράπη, εμαζευτήκαμε πολλοί και άλλοι ερχόντανε αργότερα, επήγαμεν στη Πολιανή τους φωνάξαμε όλους ο Θοδωράκης τους έκρινε συμβουλή να πάρουν ότι μπορούν και να φύγουν κατά την Παπίτσα (Λαγκαδιά) να κρυφτούν τους βοηθήσαμε και εμείς να φύγουν, εμείς τα εκρύψαμεν και τα άλλα τα εκάψαμεν. Τα τρία πηγάδια τα χώσαμεν να μην βρουν οι Αραπάδες για ζαερέ και να φύγουν, το ίδιο εκάναμεν και εδώ στο χωριό που μας ήρθαμε. Βλέπεις μωρέ Γιάννακα ο Θοδωράκης κατέβαζε η κούτρα του πολλά και γιαυτό τον ακούγαμεν και εκάμναμεν ότι μας συμβούλευε. Αφήσαμεν στου Παχίγιαννη να βλέπουν τους αραπάδες και να μας στέλνουν χαμπέρι, έμειναν δέκα ο Θανάσης Μενούνος θα τους συμβούλευε, εμείς ήρθαμε εδώ συναχθήκαμε στη πουρνάρα όλοι κάναμε κουβέντα που θα βαρέσουμε τον αράπη, η απόφαση έγινε θα τον βαρέσουμε στη Δραμπάλα, από (ε)κεί περνάει η στράτα που έρχεται από του Μυστρά και τελειώνει κοντά στη Ζάκυ(ν)θο.

Με μίλησε ο Θοδωράκης να κουβεντιάσουμεν και με κρίνει Γιώργαρε ξέρεις από μικρά παιδιά είμαστε φίλοι σαν αδέλφια πραγματικά, στη Δραμπάλα που θα βαρέσουμε τον αράπη εάν τον γυρίσουμε πίσω γλιτώνει η πατρίδα, εάν περάσει και πάει στην Τριπολιτσά χάνεται η πατρίδα για πάντα και εμείς όλοι χαμένοι γιαυτό θέλω εσύ να πας με τους δικούς σου στην Τραπεζοράχη να φράξετε τα περάσματα με κοτρόνια για να μην περάσουν οι αραπάδες να πατήσουν την Τραπεζοράχη, μόλις φθάσουν στη λάκα της Δραμπάλας θα τους βαράτε μέχρι να φθάσουμε όλοι. Εγώ θα έρθω από το Μεσοβούνι, θα πάρετε μπαρουτόβολα, ζαερέδες και νερό για πολλές ημέρες. Γιώργαρε σε σένα έχω μεγάλη μπέσα, και γιαυτό σε βάζω στο βαρύτερο μέρος στη Τραπεζοράχη και αν σκοτωθείς η πατρίδα θα σου κάνει λειτουργίες πολλές και τη φαμίλια σου θα τη διαφεντέψω εγώ, όπως αν σκοτωθώ εγώ θα τη διαφεντέψεις εσύ τη δική μου φαμίλια και εγώ τον έκρινα αδελφό μου Θοδωρή αν σκοτωθώ κοντά μου θα πεθάνει και η φαμίλια μου, και στο δηλώνω στη ψυχή του πατέρα μου και της μάνας μου ο αράπης δεν θα περάσει όσο είμαι ζωντανός.

Γρήγορα έκρινα τους ταχτικούς μου ήμασταν ογδόντα δυο, γυρίσαμε τα χωριά Λευτήνη, Διδάχι, Γιαννέικα, Καμάρα, Τουρκολέκα, Βρομόβρυση και άλλα συναχθήκαμε εκατόν τριάντα φορές δυο. Γρήγορα πηγαίναμε στη Τραπεζοράχη εκεί κοντά στο σφεντάμι που είναι το εκκλησάκι Αγία Παρασκευή γκρεμισμένο, γονατίσαμε γύρω γύρω στις πέτρες κάναμε το σταυρό μας να μας βοηθήσει η Αγία Παρασκευή. Γρήγορα αρχίσαμε να φράζουμε γύρω γύρω με κοτρόνια κατά τη λάκα της Δραμπάλας, όπως με συμβούλεψε ο Θοδωράκης κατά εκεί που βασίλευε ο ήλιος δεν χρειαζότανε φράξιμο. Όταν το φράξαμε ήρθαμε στο χωριό, έκρινα το Θοδωράκη ότι όλα είναι έτοιμα. Αυτός χάρηκε η καρδιά του και μου κρίνει Γιώργαρε κάμε κουμάντο ότι άλλο σας χρειάζεται γρήγορα. Εγώ είχα κρίνει στη μάνα σου τη Μαρία να κάνει κουμάντο για να τρώμε και βελέντζες για το κρύο.

Το ίδιο κουμάντο έκαμαν όλοι, στο μεταξύ οι αραπάδες πάτησαν στη Πολιανή εκεί εκάθησαν ημέρες τρεις αφού δεν βρήκαν τίποτα εκεί έκαψαν μερικά κονάκια και πορεύτηκαν στη Χοκέμα, Παλιοκλήσι, Βαβανέικα, Σουλίνα, προχωρούσαν κατά τη Δραμπάλα, εμείς στο μεταξύ συναχθήκαμε όλοι στη Αγία Σωτήρα γύρω γύρω γιατί ημαστάν ασκέρι πολύ δεν χωράγαμε μέσα όλοι, ελειτούργησαν ο Παπαγιάννης, ο Παπαδημήτρης, ο Παπαγιώργης, όλοι εγονατίσαμε πολλές ώρες εμεταλάβαμε όλοι άνδρες γυναίκες και παιδιά οι γυναίκες κλαίγανε όλους μας τρόμαζε το μεγάλο κακό που ερχότανε, μόλις τελείωσε η λειτουργία συναχθήκαμε κάτω από την πουρνάρα, ο Θοδωράκης ανέβηκε επάνω στο κοτρώνι που καθότανε άλλοτε είχε γράψει και το (ό)νομά του για να μας κρίνει και να μας συμβουλέψει τι να κάνουμε όλοι καθήσαμε κατά γης μηλιά κανείς σαν να μην ήταν ζωντανός κανείς ο Θοδωράκης μας έκρινε αδέλφια, χριστιανοί, παιδιά μου το κακό που έρχεται είναι μεγάλο αλλά ο Θεός θα μας γλυτώσει γιατί έχουμε πίστη και όλοι μαζί με τον αράπη που ήρθε από την αραπιά εδώ, θα τον τσακίσουμε και θα χαθεί, και πολλά άλλα μας ομολόγησε που όλοι μας κλάψαμε σαν μικρά παιδιά, όρκο δώσαμε στο Χριστό να μας βοηθήσει να διώξουμε τον αράπη, και θα χτίσουμε καινούργια και μεγάλη την εκκλησία του.

Γρήγορα εφύγαμεν αφού όλοι ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο και ο καθένας επήγε εκεί που πρέπει. Εγώ σας πήρα εσένα, και τα δυο αδέλφια σου και τη μάνα σου τη Μαρία και πήγαμε στην Τραπεζοράχη κοντά στο Σφεντάμι συναχθήκαμε όλοι οι άλλοι ήμαστε εκατό τριάντα φορές δυο, γυναίκες σαράντα οκτώ παιδιά δέκα έξη στο χωριό κανείς άλλοι πήγαν Βρομόβρυση, άλλοι κατά τη Ρεκίτσα η ώρα έφτασε ,οι αραπάδες προχωράγανε ξέγνιαστοι ψυχή δεν έβλεπαν πουθενά, μόλις φθάσανε οι πρωτοπόροι ίσια στην Τραπεζοράχη στη μέση στη Δραμπάλα εγώ τους βάρεσα βόλι, ένα, σταμάτησαν γρήγορα, από πού έφτασε το βόλι δεν κατάλαβαν, συνάχθηκαν πολλοί, τότε εγώ τους βάρεσα πάλι ένα βόλι, ήτανε ώρα γιόμα θεριστής, δυο, χίλια οκτακόσια είκοσι πέντε, βάρεσαν το τούμπανο να πορευτούνε,τότε εγώ όπως με είχε συμβουλέψει ο Θοδωράκης ανέβηκα στο κοτρώνι ψηλά και φώναξα εδώ είμαστε τουρκαραπάδες και βάρεσα βόλια τρία, μαζί βάρεσαν βόλι ένα ο καθένας ο Μενούνος Γιώργης, ο Βιργιάννης Κωνσταντίνος, ο Μεταξάς Γιάννης, ο Τσικριντζης Θοδωρης, ο Βεκος Γιώργης, η Μαργιά, η Χριστογιώργαινα, η Κολυβίνα και η Μεταξογιαννού, οι άλλοι ταμπουρωμένοι, τότε ο αράπης μας μύνησε να κατέβουμε στη Λάκα και θα μας φιλέψει να τρώμε, τότε εμείς βαράμε βόλια πέντε ,οι μαντατοφόροι κύλησαν πεθαμένοι ο αράπης θύμωσε γουρουσι κάμαν οι αραπάδες εκατό και παραπάνω τους αφησα να ζυγήσουν σιμά εφώναξα μπαταριά όσα βόλια τόσα κουφάρια οι άλλοι λάκισαν, πάλι ο αράπης εκατό φορές δυο, το ίδιο βόλι και κουφάρι, ώρα δειλινό ο αράπης δεν ετόλμησε ξανά, νύχτωσε εφάγαμεν ψωμί με μπουλουγούρι, τα παιδιά κοιμήθηκαν στη τρούπα, τα καραούλια στη θέση τους όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα γαλήνη, οι αραπάδες τρώγανε και πλάγιαζαν δεν ξέραμε τι έβανε στην κούτρα του ο αράπης, γυρίσαμε γύρω γύρω στην Τραπεζοράχη και βλέπουμε την μπαμπεσιά του που κάνει ο αράπης βάνει ασκέρι γύρω γύρω στη Τραπεζοράχη για να μας βαρέσει, γελάσαμεν όλοι, δεν είχε κατά νου ο αράπης ότι στην Τραπεζοράχη μόνον από το μέρος της Λάκας μπορεί να πατήσει άνθρωπος, στο άλλο μέρος δεν πατάει πετούμενο.

Την άλλη ημέρα το έβαλε στο νού του ο αράπης και τους εσύναξε όλους στη Λάκα της Δραμπάλας. Μόλις βάρεσε ο ήλιος βροντάνε τα τούμπανα του αράπη, εμείς καταλάβαμε, κάναμε το σταυρό μας χαιρετήσαμε ο άνας τον άλλο βάλαμε τα παιδιά στη τρούπα και καρτερίγαμε (καρτερούσαμε). Ο Θοδωράκης δεν δίνει ανάσα πουθενά, ο αράπης κατάλαβε ότι ήτανε πολύ δύσκολα να πατήσει την Τραπεζοράχη, και μας στέλνει μήνυμα με ένα ρωμιό να κάτσουμε φρόνιμα και θα μας φιλέψει πολλά πράγματα. Εμείς δεν τον φονεύσαμε τον μαντατοφόρο επειδή ήτανε χριστιανός και αυτός σαν εμάς, και του κρίναμε να κρίνει μαντάτο του αράπη δεν θέλουμε να μας φιλέψει τίποτα αλλά να γυρίσει πίσω στη πατρίδα του και να φύγει από τη Πατρίδα μας και δεν θα τον πειράξουμε. Αυτός θύμωσε πολύ και βάρεσε το τούμπανο φορά μία, τότε οι αραπάδες κάμαν γιουρούσι, εμείς τους δεχτήκαμε βόλι και κουφάρι λύγισαν γρήγορα ασκέρι μεγαλύτερο έκανε γιουρούσι, ώρα γιόμα τα βόλια σαν το χαλάζι ο ήλιος μαύρισε από το μπαρούτι, ώρα ντάλα μεσημέρι η Τραπεζοράχη απάτητη, είχαμε βλέπεις φράξει καλά με κοτρώνια το μέρος, οι αραπάδες σωρό πεθαμένοι οι δικοί μας ούτε σταλιά αίμα, ήτανε θαύμα, αλλά με άλλα μπουλούκια αραπάδες κάναν γιουρούσι, μόλις νύχτωσε σταμάτησαν όλα.

Εμειράσαμε ψωμί και τυρί τα καραούλια στα ταμπούρια, ο Θοδωράκης ακόμα δεν εφάνηκε ούτε χαμπέρι τίποτα, μας τρομάζει μη λάχει και έπαθε κακό ο Θοδωράκης και τότε αλοίμονο μας, είμαστε χαμένοι και εμείς και η Πατρίδα. Την άλλη μέρα που φώτισε ο θεός τα τούμπανα φώναξαν εμείς καρτερίγαμε (καρτερούσαμε) δεν κάμαν γιουρούσι, άλλο κακό αρχίσανε μας ρίχναν μπάλλες η πρώτη που έπεσε βάρεσε το Μητροθοδωράκη και το Κουτρουμπή Θανάση, στο τόπο. Με τις μπάλλες θέλανε να χαλάσουνε το φράχτη εκεί που έπαιρνε φωτιά η μπάλλα σκορπάγανε οι κοτρώνες, ρίχνανε γρήγορα γρήγορα μπάλλες, άλλη μπάλλα έπεσε απάνου στη Τραπεζοράχη γρήγορα γρήγορα η Μαργιά την άρπαξε με τα χέρια της και τη σπρώχνει κάτω από το φράχτη, τώρα μάθαμε να τις σπρώχνουμε κάτω από το φράχτη , δεν μου το είχε κρίνει αυτό ο Θοδωράκης, άλλο θαύμα τούτο ώρα ντάλα μεσημέρι οι αραπάδες μεγάλο γιουρούσι κάνουν, όσο να κάνουν το γιουρούσι όμως είχαμε πάλι (με) τις κοτρώνες φράξει, η μάχη τρομερή βόλι και κουφάρι οι μπάλλες πολλές τις σπρώχναμε κάτω γρήγορα πέθαναν πολλούς αραπάδες, οι αραπάδες σημώνανε το φράχτη εκεί που τον είχαν σκορπίσει οι μπάλλες για να πατήσουν την Τραπεζοράχη , τότε άρπαξα το γιαταγάνι μου και φώναξα τα γιαταγάνια παιδιά, πιάσαμε τη πόρτα του φράχτη, οι αραπάδες ανεβαίνανε πέντε πέντε τους πέρναμε τα κεφάλια με τα γιαταγάνια εγώ ο Σοφρωνάς Γιώργης (Κουφός) ο Κεσαροτσαντίλης Γιάννης, ο Μεταξάς Κωνσταντίνος, ο Τσιαπαρλής Κωνσταντίνος.

Τα βόλια πολλά και από εμάς και από τους αραπάδες περισσότερα, αυτό κράτησε μέχρι το σκοτάδι, το τούμπανο βάρεσε πάλι σταμάτησε το τουφέκι συναχθήκαμε, σκοτώθηκαν δικοί μας ο Λυμπέρης Γιάννης, ο Παπαδόπουλος Παναγός αδελφός του παπά, η Κωνσταντίνα του Μπένου Γιώργη, ο Παπαγιάννης τους έψαλε τους βάλανε μακριά και τους σκέπασαν με χώμα. Λαβωμένοι δέκα τρεις ελαφρά συναχθήκαμε γύρω στις κοτρώνες της Αγίας Παρασκευής και κάναμε το σταυρό μας εμοιράσαμε ψωμί, τυρί, κρεμμύδια και ότι άλλα να τρώμε. Όλη τη νύχτα φράξαμεν τις κοτρώνες που είχαν σκορπίσει οι μπάλλες, επήγαμε στα καραούλια, όλους μας τρόμαξε το αύριο αλλά το είχαμε πάρει απόφαση ότι θα πεθάνουμε ή αύριο ή μεθαύριο πόσο θα βαστάξουμε τρεις τέσσερις μέρες ακόμη, τα μπαρουτόβολα κιονότανε, ζαερέδες λίγους, και το χειρότερο που χάθηκε ο Θοδωράκης πολλές κακίες (κακές) σκέψεις βάζαμε στο νου μας, όλοι όμως είμαστε σύμφωνοι να σκοτωθούμε ναι σκλάβος κανείς ζωντανός. Το χειρότερο ήταν το νερό πολύ λίγο με το πανί βρέχαμε το στόμα. Εκεί που ο νους μου έλεγε τι θα κάνουμε όταν ξημερώσει έρχεται ο Βέκος Γιώργης και μου κρίνει πως ο Ραβάνης Παναγιώτης, και ο Τριαντάφυλλος Νικόλας πήραν σήμα φωτιάς πέρα από το Μεσοβούνι, πήρα το Γεωργαντά Δημήτρη (Σιαμαράνη) και το Βιριανοκωσταντή, που ήτανε σημά μου και πήγαμε στο Ραβάνι αγναντέψαμε πέρα πήραν τα μάτια μας μικρές φωτιές σε δυο τρεις μεριές βγάλαμε σκέψη ότι μπορεί οι αραπάδες να πάτησαν το Μεσοβούνι και άναψαν φωτιές να ζεστάνουν τα χέρια τους που έκανε απογιουρα τη νύχτα και ας ήταν θεριστής μήνας.

Όλοι ήμασταν έτοιμοι και περιμέναμε να ξημερώσει η μέρα να αρχίσουμε το πανηγύρι. Άμα έφεξε τα τούμπανα ούρλιαξαν πολύ, αμέσως άρχισαν τις μπάλλες και τα γιουρούσια ένα κοντά το άλλο η ημέρα σκοτείνιασε οι αραπάδες μυρμήγκια δεν τους προλαβαίνανε τα βόλια μας, αλλά ο θεός τους έβαλε να μας ρίχνουν πολλές μπάλλες για να χαλάσουν το φράχτη, οι μπάλλες όμως έπεφταν απάνω στη Τραπεζοράχη και εμείς τις σπρώχναμε γρήγορα κάτω κάτω από το φράχτη, που ήταν οι αραπάδες και εκεί γινόταν κόλαση ώρα κοντά μεσημέρι μας τρόμαζε αυτή η κόλαση. Άξαφνα ακούμε τη ροκάνα του Θοδωράκη να ουρλιάζει πέρα στο Μεσοβούνι, ο Θοδωράκης έφθασε με πολύ ασκέρι έζωσαν τον αράπη, τούφραξαν τη στράτα μπροστά, από το Μέσοβούνι, από τα πεζούλια και εμείς από την Τραπεζοράχη το τουφέκι άναψε γύρω γύρω ο αράπης στη μέση μόλις ήρθε το σκοτάδι σίγασαν όλα. Εμείς σκοτωμένοι οκτώ, Γεωργαντάς Νικήτας (αδελφός μου), Γιώργης Σπανός, Σπίλιος Σοφρωνάς, αδελφός του Κουφού , Γιώργης Λάζαρος, Γεωργακόπουλος Κώστας, Κοτσόνης , Κουλοχέρας Χρίστος, Πολυχρονόπουλος Γιάννης, Τσαπραλής Αντώνης, λαβωμένοι κάμποσοι τους δέσανε με μαντήλια τις λαβωματιές. Εφτιάξαμε το φράχτη όπου είχε χαλάσει και περιμέναμεν να ξημερώσει, μπαρουτόβολα λίγα, ζαερέδες πολύ λίγοι, νερό πολύ λίγο για τα παιδιά.

Όταν έφεξε ο Θεός την ημέρα τα τούμπανα του αράπη φώναξαν πάλι η μάχη άρχισε πολύ τρομερή. Ο αράπης τόβαλε ντροπή να μην πατήσει τη Τραπεζοράχη, τα γιουρούσια και οι μπάλλες σαν το χαλάζι, εμείς βαράγαμε όσο έπαιρνε η δύναμή μας με βόλια με κοτρώνια με γιαταγάνια , αλλά μας έσωσαν οι μπάλλες τις σπρώχναμε κάτω από το φράχτη και τους λιώναμε όλους. Αν τόπαιρνε χαμπάρι ο αράπης ούτε μια μπαλλά θα μας βάραγε, και τότε ήμασταν χαμένοι, η ώρα έφτασε σε δειλινό τότε δυο αραπάδες πέρασαν το φράχτη και τρέξαν στο Σφεντάμι που ήταν οι γυναίκες και κόβαν βόλια οι γυναίκες σκούζουν αλλά η Μαργιά και η Μεταξογιαννού τους πήραν τα κεφάλια, έγινε όμως κακό νόμισαν πως πάτησαν οι αραπάδες τη Τραπεζοράχη και ο Καράμπελας, ο Θεοδωρόπουλος, ο Χάπας Νικόλας, ο Χριστόπουλος Χρίστος, ο Τζανετόπουλος Τζανέτος, ο Σταθόπουλος Στάθης και τρεις γυναίκες τρέξαν να φύγουν και πέσαν στο βράχο και χάθηκαν γινόταν χαλασμός. Μόλις ήρθε το σκοτάδι λούφαξαν όλοι πάλι. Είχαμε μεγάλο κόπο δεν γινόταν να κάνουμε (ε)τοιμασία για την άλλη ημέρα μπαρουτόβολα πάβλα, τα γιαταγάνια μόνο είχαμε. Την νύχτα ώρα περασμένη μεσάνυχτα ακούμε τουφεκιές κατά τα πεζούλια, τι συνέβαινε δεν ξέραμε μόλις έφεξε βλέπουν τα μάτια μας, ο αράπης γύρισε πίσω, μας εμύνησε και μαντάτο ο Θοδωράκης ότι ο αράπης φεύγει να περιμένουμε όμως εκεί ακόμη μήπως μας κάνει μπαμπεσιά. Εγώ το έκρινα το χαμπέρι στους άλλους. Όλοι χαρήκαμε επήγαμε γύρω γύρω στη γκρεμισμένη εκκλησιά κάναμε το σταυρό μας και πέσαμε χάμου όλοι να ξαποστάσουμε να κοιμηθούμε λίγο ύπνο εμείναμε εκεί όλη μέρα και όλη νύχτα, άμα έφεξε μας εμύνησε ο Θοδωράκης να φύγουμε από εκεί και να ξεπεζέψουμε κατά το Λυκοκάμπη και το Μέλεγο, εμείς φύγαμεν γρήγορα να γλυτώσουμε από τη βρόμα των πεθαμένων, επήραμε από τους σκοτωμένους αραπάδες ότι δεν είχαμε γιαταγάνια και άλλα χρειαζούμενα, άμα φτάσαμεν στο Μέλεγο εκεί αράξαμε. Ο Χάπας Χρίστος, ο Τσαπραλής Νικήτας, ο Γιαννακόπουλος Γιώργης, ο Θανασόπουλος Μιχάλης (Σελήμης) γρήγορα τρέξαν να φέρουν ζαερέδες άλλοι πήγαν για νερό στη Νεραϊδόβρυση, ο Μαυροειδής Γιώργης, Θάνος Θανάσης, Τζούβελος Χρίστος, Κεφάλας Κώστας, πήγαν κατά τη Ρεκίτσα για ζαερέδες και μπαρουτόβολα, εγώ ο Τσαντήλης ο Βέκος ο Μενούνος ο Γεωργακούλας ο Τσαπραλής ο αδερφός της Μαργιάς αρματωθήκαμε και επήγαμε κατά του Μήλα το αλώνι, Σπηλίτσες, Λεύκο, Κοτρονισέϊκο, Μεγάλη Σηκαμιά, αγναντέψαμε κατά τη Χόκεμα που έφυγε ο αράπης με το ασκέρι του, γυρίσαμε στο χωριό πήγαμε στη Σωτήρα εκεί κάτω στη δροσιά της πουρνάρας.

Ήταν όλοι συναγμένοι ο Θωδοράκης μόλις μας πήρε το μάτι του έτρεξε και με πήρε στην αγκαλιά του ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο και εκλάψαμε από τη χαρά μας μου είπε ο Θοδωράκης κάτσε χάμω Γιώργαρε να ξαποστάσεις γιατί εσύ δούλεψες πολύ, και εγώ του αποκρίθηκα, τότε θα ησυχάσουμε όλοι άμα γκρεμίσουμε τους αραπάδες στη θάλασσα. Εκεί ήμασταν όλοι όσοι πολέμησαν στη Δραμπάλα. Ο Πλαπούτας σύγαμβρος του Θοδωράκη, ο Σταματελόπουλος ο ανηψιός του Θοδωράκη και πολλοί άλλοι που εγώ δεν τους γνώριζα. Ο Γιατράκος δεν επρόλαβε γιατί δεν το ξέρω εστείλαμε χαμπέρι να έρχονται στο χωριό από το Μέλεγο επήγαν καραούλια κοντά στον αράπη μέχρι την βελανιδιά και μας έφεραν μαντάτο ότι πήρε πορεία κατά την Οιχαλία εμείς επήγαμε στα σπίτια μας για λίγο, μας σύναξε πάλι ο Θοδωράκης και πήραμε πορεία κατά τα Τουρκολέκα, χιράδες να φράξουνε το δρόμο του αράπη που βουλήθηκε να πατήσει την Τριπολιτσά τον βαρέσαμε σε πολλά περάσματα. Πάτησε την Τριπολιτσά όμως τον πολεμήσαμε σχεδόν δυο χρόνια ακόμη μέχρι που μας έφεραν μαντάτο ότι οι μεγάλοι βάλαν μπουρλότα στην αρμάδα του και αυτός χάθηκε στην αραπιά. Εμείς όλοι μαζί συναχθήκαμε στη Σωτήρα λειτούργησαν οι παπάδες εκάναμεν το σταυρό μας εσυγχωρέσαμε αυτούς που σκοτώθηκαν και εφύγαμεν στο κονάκι του ο καθένας. Ο Θοδωράκης πήρε και τον ανηψιό του Σταματελόπουλο και φύγανε στο Ανάπλι εκεί τι κάμνανε δεν ξέρω, εμάθαμε σε καιρό ότι τους έκλεισαν στο μπουντρούμι για να τους κόψουν τα κεφάλια, μεγάλο κακό και αυτό αφού πολέμησαν τόσα χρόνια για τη Πατρίδα, αλλά ο Θεός τους φύλαξε και ο Βασιλιάς τους χάρισε τη ζωή και τους έβγαλε από το μπουντρούμι. Ήρθε ο Θοδωράκης εδώ και κάθησε ημέρες οκτώ καθήσαμε στη πουρνάρα στο Σφεντάμι μου μολόγησε πολλά γιατί τον βάλαν στο μπουντρούμι να του κόψουν το κεφάλι δεν μου είπε, και έφυγε στην Αθήνα και πέθανε τώρα δυο χρόνια και δεν τον ξαναείδαν τα μάτια μου ο Θεός να τον αναπαύσει.
ολόκληρο εδώ
Καταπληκτικό κείμενο, ζωντανό, ανθρώπινο, χωρίς την ψυχρότητα της τυπικής Ιστορίας.
Με συγκίνησε ιδιαίτερα.
.
ΚΚΕ 6η Ολομέλεια: Κάναμε το διεθνιστικό μας καθήκον (εννοεί τον Συμμοριτοπόλεμο)
ΧΑ: Είμαστε η σπορά των ηττημένων του '45. Οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!

Άβαταρ μέλους
deCaritaine
Μέλη που αποχώρησαν
Δημοσιεύσεις: 1195
Εγγραφή: 04 Απρ 2018, 15:56

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από deCaritaine » 06 Οκτ 2018, 16:58

Nandros έγραψε:
05 Οκτ 2018, 23:02
Καταπληκτικό κείμενο, ζωντανό, ανθρώπινο, χωρίς την ψυχρότητα της τυπικής Ιστορίας.
Με συγκίνησε ιδιαίτερα.
Ναι ειναι πολύ δυνατό κείμενο. Ο άνθρωπος αυτός είχε μεγαλώσει μαζι με τον Θ.Κολοκοτρωνη λέει παραπάνω

Με το Θοδωράκη Κολοκοτρώνη είχαμε τα ίδια χρόνια, αυτός γεννήθηκε στο Ρουπάκι πίσω από του Μαρτιάκου το μαντρί και εγώ γεννήθηκα στο μαντρί στις Φούρλες στο Γραμμοβούνι είμαστε μαζί φυλάγαμε τα πρόβατα αυτός βάραγε και τη φλογέρα. Όταν μεγαλώσαμε ο Θοδωράκης νυ(μ)φεύτηκε τη κόρη του Καρούσου τη Κατερίνα να κάνει δικιά του φαμίλια ήταν δουλευτής,[...]


Στην εικόνα του Χ.Γιαννοπουλου ο νεογέννητος Θεοδωράκης με τον πατέρα του οπλαρχηγο Κωνσταντή και την μητέρα του Ζαμπία Κωτσάκη (εχει το όνομα μιας παλιάς τοπικής μεγαλειωτατης)

Εικόνα

Άβαταρ μέλους
Νταρνάκας
Δημοσιεύσεις: 3780
Εγγραφή: 05 Απρ 2018, 15:41
Phorum.gr user: Νταρνάκας
Τοποθεσία: Εμμανουήλ Παπάς Σερρών

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Νταρνάκας » 06 Οκτ 2018, 20:13

Τον Ιμπραήμ γιατί τον αποκαλούν όλοι "αράπη", λευκός ήταν αφού. Φαίνεται θα είχε στον στρατό του πολλούς μαύρους ή μελαμψούς σαν τον Γιώργη. :P
Μοιρίδιοι κλωστῆρες, πανάφυκτον ἀνάγκῃ ζεῦγμ’ ἐπὶ δυστήνοις παισὶ βροτῶν θέμενοι, ἠγάγετο με ποτέ ἱμερτοῦ πρὸς φάος ἠελίου.

Άβαταρ μέλους
Chainis
Δημοσιεύσεις: 21282
Εγγραφή: 03 Απρ 2018, 19:39
Phorum.gr user: Chainis

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Chainis » 06 Οκτ 2018, 20:29

Καρυτινέ είσαι δύναμη!

(Αν δεν ήσουν και φιλοβασιλικός θα άγγιζες την τελειότητα! :003: )
Όπου δεν κατάφερε να επικρατήσει ο ΕΛΑΣ εξοντωνοντας τις άλλες αντιστασιακες οργανώσεις δεν υπήρξαν και τάγματα ασφαλείας

Μάργκαρετ Θάτσερ:
Ο σοσιαλισμός είναι πολύ καλός μέχρι να τελειώσουν τα λεφτά των αλλων

Άβαταρ μέλους
Chainis
Δημοσιεύσεις: 21282
Εγγραφή: 03 Απρ 2018, 19:39
Phorum.gr user: Chainis

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Chainis » 06 Οκτ 2018, 20:59

Νταρνάκας έγραψε:
06 Οκτ 2018, 20:13
Τον Ιμπραήμ γιατί τον αποκαλούν όλοι "αράπη", λευκός ήταν αφού. Φαίνεται θα είχε στον στρατό του πολλούς μαύρους ή μελαμψούς σαν τον Γιώργη. :P
:lol:
Γιατί ο στρατός του ήταν όλοι από μελαψοί έως μαύροι, σαν τον Γιώργη.
Το συνηθισμένο ήταν να αναφέρονται στον στρατό του σαν "στραβαράπηδες" επειδή πολλοί έπασχαν από οφθαλμία και δεν έβλεπαν καλά.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος Chainis την 06 Οκτ 2018, 21:33, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Όπου δεν κατάφερε να επικρατήσει ο ΕΛΑΣ εξοντωνοντας τις άλλες αντιστασιακες οργανώσεις δεν υπήρξαν και τάγματα ασφαλείας

Μάργκαρετ Θάτσερ:
Ο σοσιαλισμός είναι πολύ καλός μέχρι να τελειώσουν τα λεφτά των αλλων

Άβαταρ μέλους
Chainis
Δημοσιεύσεις: 21282
Εγγραφή: 03 Απρ 2018, 19:39
Phorum.gr user: Chainis

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Chainis » 06 Οκτ 2018, 21:02

Το κείμενο του Γιωργαντά αποτελεί την καλύτερη απάντηση σε όσους λένε ότι τους κατέβει για το 1821, ειδικά σε αυτούς που πιστεύουν ότι μας ελευθέρωσαν οι ξένοι.
Όπου δεν κατάφερε να επικρατήσει ο ΕΛΑΣ εξοντωνοντας τις άλλες αντιστασιακες οργανώσεις δεν υπήρξαν και τάγματα ασφαλείας

Μάργκαρετ Θάτσερ:
Ο σοσιαλισμός είναι πολύ καλός μέχρι να τελειώσουν τα λεφτά των αλλων

Άβαταρ μέλους
deCaritaine
Μέλη που αποχώρησαν
Δημοσιεύσεις: 1195
Εγγραφή: 04 Απρ 2018, 15:56

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από deCaritaine » 09 Οκτ 2018, 22:05

Chainis έγραψε:
06 Οκτ 2018, 20:29
Καρυτινέ είσαι δύναμη!

(Αν δεν ήσουν και φιλοβασιλικός θα άγγιζες την τελειότητα! :003: )
Αντιβενιζελικός είμαι έγινα :smt005:

Θέλω να φτιάξω αυτό πόστερ για το σπίτι :grfl:

Η Ελλαδάρα ένοπλη βυζαντινή πριγκήπισσα να συνθλίβει την κεφαλή του αρχέκακου όφεως του οθωμανού υπό τα βλέμματα των βασιλέων.

Εικόνα

Άβαταρ μέλους
deCaritaine
Μέλη που αποχώρησαν
Δημοσιεύσεις: 1195
Εγγραφή: 04 Απρ 2018, 15:56

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από deCaritaine » 22 Φεβ 2020, 10:03

bump

Άβαταρ μέλους
Σουβλίτσα
Μέλη που αποχώρησαν
Δημοσιεύσεις: 6091
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 20:31

Re: Οθωμανικές υποκλοπές: Εκθεση Μάχης Τρικόρφων 1825

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Σουβλίτσα » 16 Μαρ 2020, 22:13

bump
deCaritaine έγραψε:
05 Οκτ 2018, 21:39
Και μιας και πιάσαμε κλίμα 1825 και πρώτες μάχες με τον Ιμπραήμ, βάζω και ένα απόσπασμα ντοκουμέντο για περιστατικά από την Μάχη της Δραμπάλας 5 Ιουνίου 1825 (μάχη Τρικόρφων πάνω, στις 23 Ιουνίου) από έναν παλαίμαχο παππού Γεωργαντά από Ακοβο Μεσσηνιας (αν θυμάμαι καλά) που τα υπαγόρεψε στον γιο του στις 6 Αυγούστου του 1845, ένα ταμπουρι που σήκωσε το βάρος της μάχης μεχρι να μαζευτούν οι υπόλοιποι από τις άλλες επαρχίες στην απόπειρα να κλείσουν τις πύλες Μεσσηνίας-Αρκαδίας στον στρατο του Ιμπραήμ.

Απλά και ωραία, από τις λίγες μαρτυρίες που σώθηκαν, μαχες μέχρι εσχάτων συν γυναιξί και τέκνοις
Κοτρωνισέϊκο Αβγούστου 6 - 845

Παιδί μου Γιάννακα σήμερα που είναι μεγάλη μέρα του Χριστού ήρθαμε εδώ κάτω από το πουρνάρι και τη δροσιά του και θα σου (ο) μολογήσω το βίο μου κι εσύ που είσαι γραμματισμένος θα τα γράψεις ένα ένα. Να το θυμάσαι να τα μολογάς και να φ(τ)ιάξεις αυτά που είναι χρειαζούμενα.

[...]

Σε λίγο καιρό άρχισε πάλι το κακό πολύ μεγάλο, ένας αράπης που τον έλεγαν Μπραϊμη (Ιμπραήμ) με πολύ ασκέρι ήρθε και άραξε στο Νιόκαστρο. Τότε ήρθε και ο Θοδωράκης πάλι και όλοι μαζί ο Δικαίος, ο Αναγνωσταράς, Πλαπούτας, Γιατράκος, Ζαχαρίας, Μαυρομιχάληδες, Μούρζινος και πολλοί άλλοι που εγώ δεν τους εγνώριζα. Εμαζευτήκαμε όλοι στη Σολωμονή ημέρες δέκα επτά εκάναμεν συμβούλια τι να κάνομεν να γλυτώσωμεν από το κακό που ερχότανε. Τέλος πήραν απόφαση ο καθένας τη δική του, οι Μαυρομιχαλαίοι, Γιατράκος, στη Μάνη, ο Δικαίος, Αναγνωσταράς, στη Καλαμάτα, Μανιάκι, Πύλο, εγώ επήγα με το Θοδωράκη και τους άλλους και ακουμπήσαμε στη βελανιδιά, μας έφεραν χαμπέρι ότι ο αράπης «εξάντισε» στη Πιπερίτσα με πολύ ασκέρι και πολλούς καβαλαραίους, μαύρισε ο τόπος τότε ο Θοδωράκης μας κάλεσε όλους και μας έκρινε το μαντάτο όλοι συμφωνήσαμε να στείλουμε χαμπέρι τον Δικαίο να έρθει κοντά μας να γλυτώσει και να βαρέσουμε τον αράπη στη Σιρόκα εκείνος δεν μας άκουσε ήτανε τρανός βλέπεις και αυτός και το είχε για ντροπή να φύγει. Την άλλη μέρα τον ζώσανε οι αραπάδες. Ο Θοδωράκης έβανε την σημαδούρα στο μάτι του και κοίταγε και μας έκρινε πως γίνεται μεγάλο κακό, εμείς ακούγαμε τις μπάλλες εβλέπαμε πολλούς καπνούς τη νύχτα μεγάλες φωτιές την άλλη μέρα γαλήνη τελείωσαν όλα ο Θοδωράκης διέταξεν να φύγωμεν όλοι, επήραμεν (ε)τοιμασία να ξεκινήσωμεν, ξάφνου βλέπομεν τον Γιώργη Πουλόπουλο να έρχεται μας (ο)μολόγησε τα καθέκαστα και τα γινόμενα στο Μανιάκι σκοτώθηκαν ο Δικαίος, ο Κολοβός, ο Κεφάλας, χάθηκαν όλοι αυτός έπεσε στο ποτάμι της Βελιγοστής και σώθηκε, αφήσαμε καραούλια να φυλάνε την πορεία του Αράπη και εφύγαμεν περάσαμεν στη Πολιανή ο Θοδωράκης μας συμβούλεψε ότι δεν πρέπει να μάθουν οι γυναίκες στη Πολιανή το κακό που έγινε στο Μανιάκι, ήρθαμε στο χωριό αλλοί πήγανε στα δικά τους τα χωριά, εχαρήκανε οι δικοί μας που μας είδανε όλοι μαζί εκλάψαμε και εσυγχωρέσαμε αυτούς που χάθηκαν και λειτούργησαν οι παπάδες.

Σε λίγο ήρθε χαμπέρι ο Αράπης ανεβαίνει τη Σιρόκα, γρήγορα συνταχτήκαμε όλοι στη Πουρνάρα στη βρύση κάναμεν συμβούλια εστείλαμεν μαντάτο σε όλους απ' όλα τα χωριά να έρθουν εδώ να κουβεντιάσουμε τι θα κάνουμε και που θα βαρέσομεν τον Αράπη, εμαζευτήκαμε πολλοί και άλλοι ερχόντανε αργότερα, επήγαμεν στη Πολιανή τους φωνάξαμε όλους ο Θοδωράκης τους έκρινε συμβουλή να πάρουν ότι μπορούν και να φύγουν κατά την Παπίτσα (Λαγκαδιά) να κρυφτούν τους βοηθήσαμε και εμείς να φύγουν, εμείς τα εκρύψαμεν και τα άλλα τα εκάψαμεν. Τα τρία πηγάδια τα χώσαμεν να μην βρουν οι Αραπάδες για ζαερέ και να φύγουν, το ίδιο εκάναμεν και εδώ στο χωριό που μας ήρθαμε. Βλέπεις μωρέ Γιάννακα ο Θοδωράκης κατέβαζε η κούτρα του πολλά και γιαυτό τον ακούγαμεν και εκάμναμεν ότι μας συμβούλευε. Αφήσαμεν στου Παχίγιαννη να βλέπουν τους αραπάδες και να μας στέλνουν χαμπέρι, έμειναν δέκα ο Θανάσης Μενούνος θα τους συμβούλευε, εμείς ήρθαμε εδώ συναχθήκαμε στη πουρνάρα όλοι κάναμε κουβέντα που θα βαρέσουμε τον αράπη, η απόφαση έγινε θα τον βαρέσουμε στη Δραμπάλα, από (ε)κεί περνάει η στράτα που έρχεται από του Μυστρά και τελειώνει κοντά στη Ζάκυ(ν)θο.

Με μίλησε ο Θοδωράκης να κουβεντιάσουμεν και με κρίνει Γιώργαρε ξέρεις από μικρά παιδιά είμαστε φίλοι σαν αδέλφια πραγματικά, στη Δραμπάλα που θα βαρέσουμε τον αράπη εάν τον γυρίσουμε πίσω γλιτώνει η πατρίδα, εάν περάσει και πάει στην Τριπολιτσά χάνεται η πατρίδα για πάντα και εμείς όλοι χαμένοι γιαυτό θέλω εσύ να πας με τους δικούς σου στην Τραπεζοράχη να φράξετε τα περάσματα με κοτρόνια για να μην περάσουν οι αραπάδες να πατήσουν την Τραπεζοράχη, μόλις φθάσουν στη λάκα της Δραμπάλας θα τους βαράτε μέχρι να φθάσουμε όλοι. Εγώ θα έρθω από το Μεσοβούνι, θα πάρετε μπαρουτόβολα, ζαερέδες και νερό για πολλές ημέρες. Γιώργαρε σε σένα έχω μεγάλη μπέσα, και γιαυτό σε βάζω στο βαρύτερο μέρος στη Τραπεζοράχη και αν σκοτωθείς η πατρίδα θα σου κάνει λειτουργίες πολλές και τη φαμίλια σου θα τη διαφεντέψω εγώ, όπως αν σκοτωθώ εγώ θα τη διαφεντέψεις εσύ τη δική μου φαμίλια και εγώ τον έκρινα αδελφό μου Θοδωρή αν σκοτωθώ κοντά μου θα πεθάνει και η φαμίλια μου, και στο δηλώνω στη ψυχή του πατέρα μου και της μάνας μου ο αράπης δεν θα περάσει όσο είμαι ζωντανός.

Γρήγορα έκρινα τους ταχτικούς μου ήμασταν ογδόντα δυο, γυρίσαμε τα χωριά Λευτήνη, Διδάχι, Γιαννέικα, Καμάρα, Τουρκολέκα, Βρομόβρυση και άλλα συναχθήκαμε εκατόν τριάντα φορές δυο. Γρήγορα πηγαίναμε στη Τραπεζοράχη εκεί κοντά στο σφεντάμι που είναι το εκκλησάκι Αγία Παρασκευή γκρεμισμένο, γονατίσαμε γύρω γύρω στις πέτρες κάναμε το σταυρό μας να μας βοηθήσει η Αγία Παρασκευή. Γρήγορα αρχίσαμε να φράζουμε γύρω γύρω με κοτρόνια κατά τη λάκα της Δραμπάλας, όπως με συμβούλεψε ο Θοδωράκης κατά εκεί που βασίλευε ο ήλιος δεν χρειαζότανε φράξιμο. Όταν το φράξαμε ήρθαμε στο χωριό, έκρινα το Θοδωράκη ότι όλα είναι έτοιμα. Αυτός χάρηκε η καρδιά του και μου κρίνει Γιώργαρε κάμε κουμάντο ότι άλλο σας χρειάζεται γρήγορα. Εγώ είχα κρίνει στη μάνα σου τη Μαρία να κάνει κουμάντο για να τρώμε και βελέντζες για το κρύο.

Το ίδιο κουμάντο έκαμαν όλοι, στο μεταξύ οι αραπάδες πάτησαν στη Πολιανή εκεί εκάθησαν ημέρες τρεις αφού δεν βρήκαν τίποτα εκεί έκαψαν μερικά κονάκια και πορεύτηκαν στη Χοκέμα, Παλιοκλήσι, Βαβανέικα, Σουλίνα, προχωρούσαν κατά τη Δραμπάλα, εμείς στο μεταξύ συναχθήκαμε όλοι στη Αγία Σωτήρα γύρω γύρω γιατί ημαστάν ασκέρι πολύ δεν χωράγαμε μέσα όλοι, ελειτούργησαν ο Παπαγιάννης, ο Παπαδημήτρης, ο Παπαγιώργης, όλοι εγονατίσαμε πολλές ώρες εμεταλάβαμε όλοι άνδρες γυναίκες και παιδιά οι γυναίκες κλαίγανε όλους μας τρόμαζε το μεγάλο κακό που ερχότανε, μόλις τελείωσε η λειτουργία συναχθήκαμε κάτω από την πουρνάρα, ο Θοδωράκης ανέβηκε επάνω στο κοτρώνι που καθότανε άλλοτε είχε γράψει και το (ό)νομά του για να μας κρίνει και να μας συμβουλέψει τι να κάνουμε όλοι καθήσαμε κατά γης μηλιά κανείς σαν να μην ήταν ζωντανός κανείς ο Θοδωράκης μας έκρινε αδέλφια, χριστιανοί, παιδιά μου το κακό που έρχεται είναι μεγάλο αλλά ο Θεός θα μας γλυτώσει γιατί έχουμε πίστη και όλοι μαζί με τον αράπη που ήρθε από την αραπιά εδώ, θα τον τσακίσουμε και θα χαθεί, και πολλά άλλα μας ομολόγησε που όλοι μας κλάψαμε σαν μικρά παιδιά, όρκο δώσαμε στο Χριστό να μας βοηθήσει να διώξουμε τον αράπη, και θα χτίσουμε καινούργια και μεγάλη την εκκλησία του.

Γρήγορα εφύγαμεν αφού όλοι ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο και ο καθένας επήγε εκεί που πρέπει. Εγώ σας πήρα εσένα, και τα δυο αδέλφια σου και τη μάνα σου τη Μαρία και πήγαμε στην Τραπεζοράχη κοντά στο Σφεντάμι συναχθήκαμε όλοι οι άλλοι ήμαστε εκατό τριάντα φορές δυο, γυναίκες σαράντα οκτώ παιδιά δέκα έξη στο χωριό κανείς άλλοι πήγαν Βρομόβρυση, άλλοι κατά τη Ρεκίτσα η ώρα έφτασε ,οι αραπάδες προχωράγανε ξέγνιαστοι ψυχή δεν έβλεπαν πουθενά, μόλις φθάσανε οι πρωτοπόροι ίσια στην Τραπεζοράχη στη μέση στη Δραμπάλα εγώ τους βάρεσα βόλι, ένα, σταμάτησαν γρήγορα, από πού έφτασε το βόλι δεν κατάλαβαν, συνάχθηκαν πολλοί, τότε εγώ τους βάρεσα πάλι ένα βόλι, ήτανε ώρα γιόμα θεριστής, δυο, χίλια οκτακόσια είκοσι πέντε, βάρεσαν το τούμπανο να πορευτούνε,τότε εγώ όπως με είχε συμβουλέψει ο Θοδωράκης ανέβηκα στο κοτρώνι ψηλά και φώναξα εδώ είμαστε τουρκαραπάδες και βάρεσα βόλια τρία, μαζί βάρεσαν βόλι ένα ο καθένας ο Μενούνος Γιώργης, ο Βιργιάννης Κωνσταντίνος, ο Μεταξάς Γιάννης, ο Τσικριντζης Θοδωρης, ο Βεκος Γιώργης, η Μαργιά, η Χριστογιώργαινα, η Κολυβίνα και η Μεταξογιαννού, οι άλλοι ταμπουρωμένοι, τότε ο αράπης μας μύνησε να κατέβουμε στη Λάκα και θα μας φιλέψει να τρώμε, τότε εμείς βαράμε βόλια πέντε ,οι μαντατοφόροι κύλησαν πεθαμένοι ο αράπης θύμωσε γουρουσι κάμαν οι αραπάδες εκατό και παραπάνω τους αφησα να ζυγήσουν σιμά εφώναξα μπαταριά όσα βόλια τόσα κουφάρια οι άλλοι λάκισαν, πάλι ο αράπης εκατό φορές δυο, το ίδιο βόλι και κουφάρι, ώρα δειλινό ο αράπης δεν ετόλμησε ξανά, νύχτωσε εφάγαμεν ψωμί με μπουλουγούρι, τα παιδιά κοιμήθηκαν στη τρούπα, τα καραούλια στη θέση τους όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα γαλήνη, οι αραπάδες τρώγανε και πλάγιαζαν δεν ξέραμε τι έβανε στην κούτρα του ο αράπης, γυρίσαμε γύρω γύρω στην Τραπεζοράχη και βλέπουμε την μπαμπεσιά του που κάνει ο αράπης βάνει ασκέρι γύρω γύρω στη Τραπεζοράχη για να μας βαρέσει, γελάσαμεν όλοι, δεν είχε κατά νου ο αράπης ότι στην Τραπεζοράχη μόνον από το μέρος της Λάκας μπορεί να πατήσει άνθρωπος, στο άλλο μέρος δεν πατάει πετούμενο.

Την άλλη ημέρα το έβαλε στο νού του ο αράπης και τους εσύναξε όλους στη Λάκα της Δραμπάλας. Μόλις βάρεσε ο ήλιος βροντάνε τα τούμπανα του αράπη, εμείς καταλάβαμε, κάναμε το σταυρό μας χαιρετήσαμε ο άνας τον άλλο βάλαμε τα παιδιά στη τρούπα και καρτερίγαμε (καρτερούσαμε). Ο Θοδωράκης δεν δίνει ανάσα πουθενά, ο αράπης κατάλαβε ότι ήτανε πολύ δύσκολα να πατήσει την Τραπεζοράχη, και μας στέλνει μήνυμα με ένα ρωμιό να κάτσουμε φρόνιμα και θα μας φιλέψει πολλά πράγματα. Εμείς δεν τον φονεύσαμε τον μαντατοφόρο επειδή ήτανε χριστιανός και αυτός σαν εμάς, και του κρίναμε να κρίνει μαντάτο του αράπη δεν θέλουμε να μας φιλέψει τίποτα αλλά να γυρίσει πίσω στη πατρίδα του και να φύγει από τη Πατρίδα μας και δεν θα τον πειράξουμε. Αυτός θύμωσε πολύ και βάρεσε το τούμπανο φορά μία, τότε οι αραπάδες κάμαν γιουρούσι, εμείς τους δεχτήκαμε βόλι και κουφάρι λύγισαν γρήγορα ασκέρι μεγαλύτερο έκανε γιουρούσι, ώρα γιόμα τα βόλια σαν το χαλάζι ο ήλιος μαύρισε από το μπαρούτι, ώρα ντάλα μεσημέρι η Τραπεζοράχη απάτητη, είχαμε βλέπεις φράξει καλά με κοτρώνια το μέρος, οι αραπάδες σωρό πεθαμένοι οι δικοί μας ούτε σταλιά αίμα, ήτανε θαύμα, αλλά με άλλα μπουλούκια αραπάδες κάναν γιουρούσι, μόλις νύχτωσε σταμάτησαν όλα.

Εμειράσαμε ψωμί και τυρί τα καραούλια στα ταμπούρια, ο Θοδωράκης ακόμα δεν εφάνηκε ούτε χαμπέρι τίποτα, μας τρομάζει μη λάχει και έπαθε κακό ο Θοδωράκης και τότε αλοίμονο μας, είμαστε χαμένοι και εμείς και η Πατρίδα. Την άλλη μέρα που φώτισε ο θεός τα τούμπανα φώναξαν εμείς καρτερίγαμε (καρτερούσαμε) δεν κάμαν γιουρούσι, άλλο κακό αρχίσανε μας ρίχναν μπάλλες η πρώτη που έπεσε βάρεσε το Μητροθοδωράκη και το Κουτρουμπή Θανάση, στο τόπο. Με τις μπάλλες θέλανε να χαλάσουνε το φράχτη εκεί που έπαιρνε φωτιά η μπάλλα σκορπάγανε οι κοτρώνες, ρίχνανε γρήγορα γρήγορα μπάλλες, άλλη μπάλλα έπεσε απάνου στη Τραπεζοράχη γρήγορα γρήγορα η Μαργιά την άρπαξε με τα χέρια της και τη σπρώχνει κάτω από το φράχτη, τώρα μάθαμε να τις σπρώχνουμε κάτω από το φράχτη , δεν μου το είχε κρίνει αυτό ο Θοδωράκης, άλλο θαύμα τούτο ώρα ντάλα μεσημέρι οι αραπάδες μεγάλο γιουρούσι κάνουν, όσο να κάνουν το γιουρούσι όμως είχαμε πάλι (με) τις κοτρώνες φράξει, η μάχη τρομερή βόλι και κουφάρι οι μπάλλες πολλές τις σπρώχναμε κάτω γρήγορα πέθαναν πολλούς αραπάδες, οι αραπάδες σημώνανε το φράχτη εκεί που τον είχαν σκορπίσει οι μπάλλες για να πατήσουν την Τραπεζοράχη , τότε άρπαξα το γιαταγάνι μου και φώναξα τα γιαταγάνια παιδιά, πιάσαμε τη πόρτα του φράχτη, οι αραπάδες ανεβαίνανε πέντε πέντε τους πέρναμε τα κεφάλια με τα γιαταγάνια εγώ ο Σοφρωνάς Γιώργης (Κουφός) ο Κεσαροτσαντίλης Γιάννης, ο Μεταξάς Κωνσταντίνος, ο Τσιαπαρλής Κωνσταντίνος.

Τα βόλια πολλά και από εμάς και από τους αραπάδες περισσότερα, αυτό κράτησε μέχρι το σκοτάδι, το τούμπανο βάρεσε πάλι σταμάτησε το τουφέκι συναχθήκαμε, σκοτώθηκαν δικοί μας ο Λυμπέρης Γιάννης, ο Παπαδόπουλος Παναγός αδελφός του παπά, η Κωνσταντίνα του Μπένου Γιώργη, ο Παπαγιάννης τους έψαλε τους βάλανε μακριά και τους σκέπασαν με χώμα. Λαβωμένοι δέκα τρεις ελαφρά συναχθήκαμε γύρω στις κοτρώνες της Αγίας Παρασκευής και κάναμε το σταυρό μας εμοιράσαμε ψωμί, τυρί, κρεμμύδια και ότι άλλα να τρώμε. Όλη τη νύχτα φράξαμεν τις κοτρώνες που είχαν σκορπίσει οι μπάλλες, επήγαμε στα καραούλια, όλους μας τρόμαξε το αύριο αλλά το είχαμε πάρει απόφαση ότι θα πεθάνουμε ή αύριο ή μεθαύριο πόσο θα βαστάξουμε τρεις τέσσερις μέρες ακόμη, τα μπαρουτόβολα κιονότανε, ζαερέδες λίγους, και το χειρότερο που χάθηκε ο Θοδωράκης πολλές κακίες (κακές) σκέψεις βάζαμε στο νου μας, όλοι όμως είμαστε σύμφωνοι να σκοτωθούμε ναι σκλάβος κανείς ζωντανός. Το χειρότερο ήταν το νερό πολύ λίγο με το πανί βρέχαμε το στόμα. Εκεί που ο νους μου έλεγε τι θα κάνουμε όταν ξημερώσει έρχεται ο Βέκος Γιώργης και μου κρίνει πως ο Ραβάνης Παναγιώτης, και ο Τριαντάφυλλος Νικόλας πήραν σήμα φωτιάς πέρα από το Μεσοβούνι, πήρα το Γεωργαντά Δημήτρη (Σιαμαράνη) και το Βιριανοκωσταντή, που ήτανε σημά μου και πήγαμε στο Ραβάνι αγναντέψαμε πέρα πήραν τα μάτια μας μικρές φωτιές σε δυο τρεις μεριές βγάλαμε σκέψη ότι μπορεί οι αραπάδες να πάτησαν το Μεσοβούνι και άναψαν φωτιές να ζεστάνουν τα χέρια τους που έκανε απογιουρα τη νύχτα και ας ήταν θεριστής μήνας.

Όλοι ήμασταν έτοιμοι και περιμέναμε να ξημερώσει η μέρα να αρχίσουμε το πανηγύρι. Άμα έφεξε τα τούμπανα ούρλιαξαν πολύ, αμέσως άρχισαν τις μπάλλες και τα γιουρούσια ένα κοντά το άλλο η ημέρα σκοτείνιασε οι αραπάδες μυρμήγκια δεν τους προλαβαίνανε τα βόλια μας, αλλά ο θεός τους έβαλε να μας ρίχνουν πολλές μπάλλες για να χαλάσουν το φράχτη, οι μπάλλες όμως έπεφταν απάνω στη Τραπεζοράχη και εμείς τις σπρώχναμε γρήγορα κάτω κάτω από το φράχτη, που ήταν οι αραπάδες και εκεί γινόταν κόλαση ώρα κοντά μεσημέρι μας τρόμαζε αυτή η κόλαση. Άξαφνα ακούμε τη ροκάνα του Θοδωράκη να ουρλιάζει πέρα στο Μεσοβούνι, ο Θοδωράκης έφθασε με πολύ ασκέρι έζωσαν τον αράπη, τούφραξαν τη στράτα μπροστά, από το Μέσοβούνι, από τα πεζούλια και εμείς από την Τραπεζοράχη το τουφέκι άναψε γύρω γύρω ο αράπης στη μέση μόλις ήρθε το σκοτάδι σίγασαν όλα. Εμείς σκοτωμένοι οκτώ, Γεωργαντάς Νικήτας (αδελφός μου), Γιώργης Σπανός, Σπίλιος Σοφρωνάς, αδελφός του Κουφού , Γιώργης Λάζαρος, Γεωργακόπουλος Κώστας, Κοτσόνης , Κουλοχέρας Χρίστος, Πολυχρονόπουλος Γιάννης, Τσαπραλής Αντώνης, λαβωμένοι κάμποσοι τους δέσανε με μαντήλια τις λαβωματιές. Εφτιάξαμε το φράχτη όπου είχε χαλάσει και περιμέναμεν να ξημερώσει, μπαρουτόβολα λίγα, ζαερέδες πολύ λίγοι, νερό πολύ λίγο για τα παιδιά.

Όταν έφεξε ο Θεός την ημέρα τα τούμπανα του αράπη φώναξαν πάλι η μάχη άρχισε πολύ τρομερή. Ο αράπης τόβαλε ντροπή να μην πατήσει τη Τραπεζοράχη, τα γιουρούσια και οι μπάλλες σαν το χαλάζι, εμείς βαράγαμε όσο έπαιρνε η δύναμή μας με βόλια με κοτρώνια με γιαταγάνια , αλλά μας έσωσαν οι μπάλλες τις σπρώχναμε κάτω από το φράχτη και τους λιώναμε όλους. Αν τόπαιρνε χαμπάρι ο αράπης ούτε μια μπαλλά θα μας βάραγε, και τότε ήμασταν χαμένοι, η ώρα έφτασε σε δειλινό τότε δυο αραπάδες πέρασαν το φράχτη και τρέξαν στο Σφεντάμι που ήταν οι γυναίκες και κόβαν βόλια οι γυναίκες σκούζουν αλλά η Μαργιά και η Μεταξογιαννού τους πήραν τα κεφάλια, έγινε όμως κακό νόμισαν πως πάτησαν οι αραπάδες τη Τραπεζοράχη και ο Καράμπελας, ο Θεοδωρόπουλος, ο Χάπας Νικόλας, ο Χριστόπουλος Χρίστος, ο Τζανετόπουλος Τζανέτος, ο Σταθόπουλος Στάθης και τρεις γυναίκες τρέξαν να φύγουν και πέσαν στο βράχο και χάθηκαν γινόταν χαλασμός. Μόλις ήρθε το σκοτάδι λούφαξαν όλοι πάλι. Είχαμε μεγάλο κόπο δεν γινόταν να κάνουμε (ε)τοιμασία για την άλλη ημέρα μπαρουτόβολα πάβλα, τα γιαταγάνια μόνο είχαμε. Την νύχτα ώρα περασμένη μεσάνυχτα ακούμε τουφεκιές κατά τα πεζούλια, τι συνέβαινε δεν ξέραμε μόλις έφεξε βλέπουν τα μάτια μας, ο αράπης γύρισε πίσω, μας εμύνησε και μαντάτο ο Θοδωράκης ότι ο αράπης φεύγει να περιμένουμε όμως εκεί ακόμη μήπως μας κάνει μπαμπεσιά. Εγώ το έκρινα το χαμπέρι στους άλλους. Όλοι χαρήκαμε επήγαμε γύρω γύρω στη γκρεμισμένη εκκλησιά κάναμε το σταυρό μας και πέσαμε χάμου όλοι να ξαποστάσουμε να κοιμηθούμε λίγο ύπνο εμείναμε εκεί όλη μέρα και όλη νύχτα, άμα έφεξε μας εμύνησε ο Θοδωράκης να φύγουμε από εκεί και να ξεπεζέψουμε κατά το Λυκοκάμπη και το Μέλεγο, εμείς φύγαμεν γρήγορα να γλυτώσουμε από τη βρόμα των πεθαμένων, επήραμε από τους σκοτωμένους αραπάδες ότι δεν είχαμε γιαταγάνια και άλλα χρειαζούμενα, άμα φτάσαμεν στο Μέλεγο εκεί αράξαμε. Ο Χάπας Χρίστος, ο Τσαπραλής Νικήτας, ο Γιαννακόπουλος Γιώργης, ο Θανασόπουλος Μιχάλης (Σελήμης) γρήγορα τρέξαν να φέρουν ζαερέδες άλλοι πήγαν για νερό στη Νεραϊδόβρυση, ο Μαυροειδής Γιώργης, Θάνος Θανάσης, Τζούβελος Χρίστος, Κεφάλας Κώστας, πήγαν κατά τη Ρεκίτσα για ζαερέδες και μπαρουτόβολα, εγώ ο Τσαντήλης ο Βέκος ο Μενούνος ο Γεωργακούλας ο Τσαπραλής ο αδερφός της Μαργιάς αρματωθήκαμε και επήγαμε κατά του Μήλα το αλώνι, Σπηλίτσες, Λεύκο, Κοτρονισέϊκο, Μεγάλη Σηκαμιά, αγναντέψαμε κατά τη Χόκεμα που έφυγε ο αράπης με το ασκέρι του, γυρίσαμε στο χωριό πήγαμε στη Σωτήρα εκεί κάτω στη δροσιά της πουρνάρας.

Ήταν όλοι συναγμένοι ο Θωδοράκης μόλις μας πήρε το μάτι του έτρεξε και με πήρε στην αγκαλιά του ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο και εκλάψαμε από τη χαρά μας μου είπε ο Θοδωράκης κάτσε χάμω Γιώργαρε να ξαποστάσεις γιατί εσύ δούλεψες πολύ, και εγώ του αποκρίθηκα, τότε θα ησυχάσουμε όλοι άμα γκρεμίσουμε τους αραπάδες στη θάλασσα. Εκεί ήμασταν όλοι όσοι πολέμησαν στη Δραμπάλα. Ο Πλαπούτας σύγαμβρος του Θοδωράκη, ο Σταματελόπουλος ο ανηψιός του Θοδωράκη και πολλοί άλλοι που εγώ δεν τους γνώριζα. Ο Γιατράκος δεν επρόλαβε γιατί δεν το ξέρω εστείλαμε χαμπέρι να έρχονται στο χωριό από το Μέλεγο επήγαν καραούλια κοντά στον αράπη μέχρι την βελανιδιά και μας έφεραν μαντάτο ότι πήρε πορεία κατά την Οιχαλία εμείς επήγαμε στα σπίτια μας για λίγο, μας σύναξε πάλι ο Θοδωράκης και πήραμε πορεία κατά τα Τουρκολέκα, χιράδες να φράξουνε το δρόμο του αράπη που βουλήθηκε να πατήσει την Τριπολιτσά τον βαρέσαμε σε πολλά περάσματα. Πάτησε την Τριπολιτσά όμως τον πολεμήσαμε σχεδόν δυο χρόνια ακόμη μέχρι που μας έφεραν μαντάτο ότι οι μεγάλοι βάλαν μπουρλότα στην αρμάδα του και αυτός χάθηκε στην αραπιά. Εμείς όλοι μαζί συναχθήκαμε στη Σωτήρα λειτούργησαν οι παπάδες εκάναμεν το σταυρό μας εσυγχωρέσαμε αυτούς που σκοτώθηκαν και εφύγαμεν στο κονάκι του ο καθένας. Ο Θοδωράκης πήρε και τον ανηψιό του Σταματελόπουλο και φύγανε στο Ανάπλι εκεί τι κάμνανε δεν ξέρω, εμάθαμε σε καιρό ότι τους έκλεισαν στο μπουντρούμι για να τους κόψουν τα κεφάλια, μεγάλο κακό και αυτό αφού πολέμησαν τόσα χρόνια για τη Πατρίδα, αλλά ο Θεός τους φύλαξε και ο Βασιλιάς τους χάρισε τη ζωή και τους έβγαλε από το μπουντρούμι. Ήρθε ο Θοδωράκης εδώ και κάθησε ημέρες οκτώ καθήσαμε στη πουρνάρα στο Σφεντάμι μου μολόγησε πολλά γιατί τον βάλαν στο μπουντρούμι να του κόψουν το κεφάλι δεν μου είπε, και έφυγε στην Αθήνα και πέθανε τώρα δυο χρόνια και δεν τον ξαναείδαν τα μάτια μου ο Θεός να τον αναπαύσει.

ολόκληρο εδώ
bump


(πήρε το μάτι μου άλλο bump σε δίπλα νήμα, βλέπω οτι αφορά κι εκείνο τα τρέχοντα αλλά πραγματικά δεν είχα πάρει πρέφα, λολ :-? )
...δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι...

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Ιστορία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών