Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι σημαντικότερο.
Το πνευματικό στάδιό τους ασφαλώς.
Μόνο σαχλοί και ανόητοι, επιφανειακοί, θα ξέγραφαν αιώνες κληρονομημένων χαρακτηριστικών και βαθιάς κυτταρικής μνήμης.
Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι σημαντικότερο.
Φιλε, αυτη η θεωρία του Λα Μαρκ εχει καταρριφθει πριν κατι αιώνες.
Γνωστο φρουτο.Ίφιδα έγραψε: ↑17 Ιαν 2019, 19:55Ο Θεοδωρίδης είναι απ τα μεγαλύτερα σιχάματα επι ελληνικού εδάφους. Στηρίζει οτιδήποτε ανθελληνικό, τα παίρνει χοντρά για να κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά, είναι φανατικός ρατσιστής κατά των Ελλήνων. Όλες του οι απόψεις είναι το ίδιο ανιστόρητες και ανθελληνικές, για οποιοδήποτε θέμα. Ψάξτε απόψεις του για διάφορα θέματα. Απ τα λίγα άτομα που θα έπρεπε να απελαθούν και να θεωρηθούν ανεπιθύμητα στην Ελλάδα, το ότι τ αρπάζει απο σύριζα και μκο δεν ειναι τυχαίο.
Τέτοια καθάρματα κι όσοι τους υποστηρίζουν είναι υπαίτιοι για την άνοδο της Χ.Α.
Οι μουσουλμάνοι που ζούσαν σε ένα μουσουλμανικό κράτος που κυβερνιόταν από την σαρία όποιον μουσουλμάνο άλλαζε θρησκεία τον έσφαζαν με τις ευλογίες του Ιμάμη και κατ' επιταγή του Κορανίου.μίστερ μαξ έγραψε: ↑17 Ιαν 2019, 19:47πολύ καλό το αρθρο, επικροτώΔλδ αν ενα φαινόμενο παρουσιαστηκε μια φορα, τοτε σημαίνει οτι δεν έγινε;Chainis έγραψε: ↑17 Ιαν 2019, 19:44Δεν διάβασα παρακάτω.Οι αυτοαποκαλούμενοι Πόντιοι είναι το εκχριστιανισμένο σκέλος της παρακαυκάσιας ιθαγενούς φυλής των Μουσουλμάνων Λαζών
Μπορείς να μας δώσεις ένα ακόμα παράδειγμα εκχριστιανισμένων μουσουλμάνων μέσα σε μουσουλμανικό κράτος σαν την Οθωμανική αυτοκρατορία;
Όπου δεν κατάφερε να επικρατήσει ο ΕΛΑΣ εξοντωνοντας τις άλλες αντιστασιακες οργανώσεις δεν υπήρξαν και τάγματα ασφαλείας
Μάργκαρετ Θάτσερ:
Ο σοσιαλισμός είναι πολύ καλός μέχρι να τελειώσουν τα λεφτά των αλλων
fixed
Η ποντιακή διάλεκτος και η άρρηκτη σχέση της με την αρχαία ελληνική
arxaia.jpg
Εκτύπωση
Η καταγωγή της ποντιακής διαλέκτου από την ιωνική διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής είναι γνωστή και αναμφισβήτητη, γεγονός το οποίο θεμελιώνεται όχι μόνο ιστορικά αλλά και γλωσσολογικά. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η ποντιακή διάλεκτος συντηρεί απλώς λεκτικά λείψανα της ιωνικής, αλλά ότι συνδέεται ποικιλοτρόπως με την αρχαία ελληνική, όπως αποδεικνύεται από πολλές εκφάνσεις της.
Γι’ αυτό, όσο καλά και να κατέχει την ποντιακή κάποιος, δεν μπορεί να αποκλείσει κατά τη διδασκαλία της όλα εκείνα τα σημεία που προέρχονται από την αρχαία ελληνική.
Πρώτα και κύρια, η αρχαία ελληνική είναι απαραίτητη για να οδηγηθούμε με ασφάλεια στην ετυμολογία των λέξεων. Αν πιστεύει κάποιος ότι η ψιλή και η δασεία είναι παρωχημένα σύμβολα που εξυπηρετούσαν γλωσσικές ανάγκες άλλων εποχών, πώς θα ξεχωρίσει την «ὥρα» (=κατάλληλη εποχή) που γράφεται με δασεία από την «ὤρα» (=φροντίδα, μέριμνα) που γράφεται με ψιλή; Η πρώτη λέξη μαζί με το στερητικό «α» μας δίνει στην ποντιακή τον «άγουρο» (=ο νέος, ο άντρας), ενώ η λέξη «ὤρα» (=φροντίδα, μέριμνα) μας δίνει το παράγωγο στην ποντιακή ρήμα «ωράζω» και «εράζω».
Άλλωστε, και στην κοινή νεοελληνική οι δασείες υπάρχουν και καθορίζουν τη μορφή πολλών λέξεων. Λέμε «ανθυγιεινός», γιατί η λέξη «υγεία» γράφεται με δασεία και αυτό προκαλεί δάσυνση του «τ» της πρόθεσης «αντί» σε «θ», και «αφαίρεση», γιατί το «αιρώ» δασύνεται και προκαλεί τη δάσυνση του «π» της πρόθεσης «από» σε «φ». Επομένως, μόνο ως επιπόλαιες κι επιφανειακές προσεγγίσεις κρίνονται όσες θεωρούν την κοινή νεοελληνική αποκομμένη από την αρχαία ελληνική.
Ακόμη και στην ερμηνεία των ρημάτων της ποντιακής η γνώση της αρχαίας ελληνικής είναι επιβεβλημένη. Πώς θα εξηγήσει ο διδάσκων την ποντιακή ότι το «έγκα» δεν είναι μόνο ο ιωνικός αόριστος «ήνεικα» του ρήματος «φέρω» αλλά και ο αόριστος του ρήματος «εβγάλλω» και των σύνθετων «επεβγάλλω» και «παρεβγάλλω», που μετατρέπονται αντίστοιχα σε «εξέγκα», «επεξέγκα» και «επαρεξέγκα»;
Η ερμηνεία των ρημάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, όχι μόνο για όσα στοιχεία προέρχονται από την αρχαία ελληνική, αλλά και για να μην παρασυρθεί κανείς και μπερδέψει τη σημασία του ίδιου ρήματος, όταν στην ποντιακή διαφέρει από τη νεοελληνική.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε το ρήμα «αποπαίρνω», που στη νεοελληνική σημαίνει «μιλώ απότομα, ψέγω», ενώ στην ποντιακή «αποπαίρω» σημαίνει «καταλαβαίνω, εννοώ, νιώθω» (Άνθιμος Παπαδόπουλος, Ιστορικόν Λεξικόν Ποντικής Διαλέκτου). Γι’ αυτό η ερμηνεία των ρημάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και όχι απευθείας την ταύτιση της ερμηνείας τους με αυτήν της κοινής νεοελληνικής.
Ο παραλληλισμός της ποντιακής με την κοινή νεοελληνική και η ερμηνεία της ποντιακής αποκλειστικά και μόνο με βάση τους κανόνες της νεοελληνικής είναι πέρα για πέρα ακατάλληλη και μαρτυρά την προκρούστεια διάθεση ανθρώπων που δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της.
Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να επιβάλουμε στους ομιλητές των διαφορετικών ιδιωμάτων της ποντιακής τους κανόνες της νεοελληνικής για το τελικό -ν. Για τη χρήση του τελικού -ν στα ποντιακά κάνει λόγο ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στη Γραμματική του, αναφέροντας τα ιδιώματα που το κρατούν και τα ιδιώματα που το αποβάλλουν. Η επιβολή ενός γενικού κανόνα για τους ομιλητές της ποντιακής συνιστά παραποίηση και διαστρέβλωση και θα οδηγήσει σε συγχύσεις, όπως η αποβολή του τελικού -ν στα αρσενικά προκαλούσε σύγχυση για το γένος του ουσιαστικού. Γι’ αυτό ακούγονται τύποι στον πληθυντικό όπως «τα φάκελα», από ομιλητές κυρίως προηγούμενων γενεών, που είχαν μάθει από το γλωσσικό τους περιβάλλον πως τα αρσενικά κρατούν το -ν.
Η παρερμηνεία ήταν εύλογη, αφού θεωρούσαν πως το ουσιαστικό «το φάκελο» έχει πληθυντικό «τα φάκελα»!
Η εξομοίωση της ποντιακής με την κοινή νεοελληνική είναι καταδικαστέα για έναν επιπλέον λόγο. Καθεμιά χρησιμοποιήθηκε για διαφορετικούς σκοπούς κι επιτέλεσε διαφορετικούς ρόλους. Στην περίπτωση της ποντιακής έχουμε μια διάλεκτο που διασώζει τόσο αρχαία όσο και μεσαιωνικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας, αποτελώντας μια παρακαταθήκη αιώνων. Απεναντίας, η κοινή νεοελληνική, έχοντας τα θεμέλιά της στα πελοποννησιακά ιδιώματα λόγω της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους σ’ εκείνα τα εδάφη, ήταν χρήσιμη για έναν ακόμη λόγο: «Γεννημένη στην καρδιά της παλιάς Ελλάδας και έχοντας έτσι με την κεντρική γεωγραφική της θέση διάμεσο γλωσσικό τύπο ανάμεσα στα γύρω της ιδιώματα, της Ρούμελης και των δυτικών, νότιων και ανατολικών νησιών, παρουσιαζόταν από πριν σαν διάμεσος συμβιβαστικός τύπος στις γλωσσικές τους διαφορές» (Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική, τόμ. 3, «Ιστορική Εισαγωγή»).
«Η γλώσσα είναι ένα από τα αναπαλλοτρίωτα του έθνους κτήματα» αναφέρει ο πάντα επίκαιρος Αδαμάντιος Κοραής. Γι’ αυτό ας αντισταθούμε σε κάθε μορφή αλλοτρίωσης και να μην βαφτίζουμε συλλήβδην οποιονδήποτε νεοτερισμό «γλωσσική αλλαγή». Είναι το μόνο στοιχείο της παράδοσής μας που αν χαθεί, δεν έχει δρόμο επιστροφής.
Χαρακτηριστικά
Η σχετική γεωγραφική και γλωσσική απομόνωση του Πόντου, οδήγησε στη διατήρηση αρκετών αρχαϊκών στοιχείων, όπως:
Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η ως ε. Π.χ. πεγάδιν = πηγάδι, κεπία = κήποι, νύφε = νύφη, εμέτερον = ημέτερον.
Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του ω ως ο, όπου η Κοινή ελληνική έχει ου. Π.χ. ζωμίν = ζουμί, καρβώνι = κάρβουνο, ρωθώνι = ρουθούνι.
Η χρήση ψιλών συμφώνων (κ,π,τ) αντί δασέων (χ,φ,θ), ένδειξη της Ιωνικής προέλευσης της διαλέκτου. Π.χ. ασπαλίζω=ασφαλίζω, σπίγγω=σφίγγω.
Η χρήση του Ιωνικής προέλευσης 'κι<οὐκὶ=οὐχί, αντί για το νεοελληνικό δεν< οὐδέν.
Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο τυπικό της γλώσσας, με χαρακτηριστικότερα:
Τη διατήρηση της κατάληξης της ονομαστικής των ουδετέρων ονομάτων σε -ιον. Π.χ. παιδίον = παιδί, χωρίον = χωριό.
Τη διατήρηση της κατάληξης των θηλυκών επιθέτων σε -ος. Π.χ. η άλαλος, η άνοστος, η έμορφος.
Τη μετάπτωση της κατάληξης της γενικής πτώσης του ενικού αριθμού των αρσενικών ονομάτων από -ον σε -ος. Π.χ. ο νέον > τη νέονος, ο πάππον > τη πάππονος, ο λύκον > τη λύκονος, ο Τούρκον > τη Τούρκονος.
Την κατάληξη της προστακτικής των ρημάτων σε -ον. Π.χ. γράψον = γράψε, άψον (του ρ. άφτω<ἀνάπτω) = άναψε, ποίσον (<ποίησον) = φτιάξε.
Τον σχηματισμό της μέσης φωνής των ρημάτων σε -ούμαι. Π.χ. ανακατούμαι, σκοτούμαι, στεφανούμαι.
Τον σχηματισμό του αορίστου της παθητικής φωνής σε -θα. Π.χ. εγαπέθα = αγαπήθηκα, εκοιμέθες = κοιμήθηκες, εστάθεν = στάθηκε, σταμάτησε.
Τον σχηματισμό της προστακτικής του αορίστου σε -θετε. Π.χ. εγαπέθετε, εκοιμέθετε, εστάθετε.
Τη σποραδική χρήση του απαρεμφάτου. Π.χ. εποθανείναι, μαθείναι, κόψ'ναι, ράψ'ναι, χαρίσ'ναι, αγαπέθην, κοιμεθήν).
Τον αρχαιότροπο τονισμό των ονομάτων στην κλητική πτώση. Π.χ. άδελφε, Νίκολα, Μάρια.
Τη σποραδική χρήση του ας αντί του να. Π.χ. δος με ας φάγω.
Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο λεξιλόγιο. Π.χ. σεύτελον < ιων. σεῦτλον = τεύτλον, ξύγαλαν < οξύγαλαν = γιαούρτι.
Η διατήρηση του γένους ονομάτων. Π.χ. η τραγωδία = το τραγούδι.
Η απομόνωση αυτή επέδρασε και στη μη περαιτέρω εξέλιξη διάφορων γλωσσικών τύπων, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν στα νεοελληνικά, και σε άλλες αλλαγές, όπως:
Η διατήρηση ασυνίζητων τύπων. Π.χ. καρδία = καρδιά, λαλία = λαλιά, παιδία = παιδιά, ψωμία = ψωμιά, χωρίον = χωριό.
Αναπτύχθηκαν ακόμη φθόγγοι οι οποίοι δεν υπάρχουν στα νεοελληνικά, ενώ άλλαξε και η προφορά ορισμένων γραμμάτων, όπως:
Η συνίζηση των φωνηεντικών συμπλεγμάτων ια και εα, εξελίχθηκε στον φθόγγο ä, που προφέρεται ως φωνήεν μεταξύ του ε και του α. Π.χ. όλä = όλα, οσπίτä = σπίτια, λεοντάρä = λιοντάρια, τραγωδ΄äνος = τραγουδιστής, κιφάλä = κεφάλια, θέλετ' äτο < θέλετε ατό = θέλετε αυτό, το θέλετε, ομ΄äζω < ομοιάζω = μοιάζω.
Η συνίζηση του φωνηεντικού συμπλέγματος ιο, εξελίχθηκε στον φθόγγο ö, που προφέρεται ως φωνήεν μεταξύ του ε και ο. Π.χ. τελ΄öνω = τελειώνω, ĥ΄öνιν = χιόνι.
Το γράμμα σ όταν ακολουθείται από κε ή κι προφέρεται ως š, δηλαδή ως παχύ σ. Π.χ. šκεπάζω, šκίζω, šκύλος.
Το γράμμα χ όταν ακολουθείται από ε ή ι προφέρεται ως ĥ, δηλαδή ως παχύ χ. Π.χ. ĥέρι, ĥαιρετώ, ĥίλä = χίλια.
Διαφορετική προφορά παρατηρείται και στα γράμματα:
ζ που προφέρεται ως ž, δηλαδή ως παχύ ζ. Π.χ. χαλάžä = χαλάζια, žαγκώνω = σκουριάζω.
ξ που προφέρεται ως κ+š (παχύ σ). Π.χ. κšύνω < εκĥύνω = χύνω.
ψ που προφέρεται ως π+š (παχύ σ). Π.χ. πšη = ψυχή.
Το κάθε σιχαμερό, αλήτικο κουμούνι, ανοίγει νήματα και τα διαβάζει όποιος μπαίνει εδώ, αλλά φαίνονται και στην αναζήτηση στο web.