Έλληνες και Αλβανοί, μια φυλή;

Ιστορικά γεγονότα, καταστάσεις, αναδρομές
Παλαιοελλαδίτης
Δημοσιεύσεις: 5450
Εγγραφή: 12 Σεπ 2018, 12:51

Re: Έλληνες και Αλβανοί, μια φυλή;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Παλαιοελλαδίτης » 15 Ιαν 2022, 22:47

Ζαποτέκος έγραψε:
15 Ιαν 2022, 22:45
Παλαιοελλαδίτης έγραψε:
15 Ιαν 2022, 22:41
Μάλλον ήταν κάποιου είδους αντικομμουνιστική πολιτοφυλακή η οποία κρατούσε τους παρτιζάνους έξω από τη Χειμάρα έχοντας τουλάχιστον την "ανοχή" των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής.
Εντάξει τότε , δεν ήταν τίποτα. Εδώ μας λέει η εφημερίδα πως οι εθνικόφρονες αντικομμουνιστές αντιστασιακοί Αλβανοί ήταν ταυτόχρονα και χωροφύλακες της φιλοαξονικής αλβανικής κυβέρνησης. :D
Ή πως η αλβανική δοσιλογική κυβέρνηση κήρυξε την "ουδετερότητά" της. :lol:

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 9027
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Έλληνες και Αλβανοί, μια φυλή;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 25 Σεπ 2022, 15:19

Η άγνωστη πρόταση των Αλβανών για ένωση με την Ελλάδα το 1944
http://istoriakatoxis.blogspot.com/2013/06/1944.html
Αρχές του 1944 η τότε κατοχική αλβανική κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία να προτείνει στην ελληνική πλευρά την ένωση των δύο κρατών. Οι Αλβανοί απευθύνθηκαν στον συνταγματάρχη Χρυσοχόου με την προοπτική αυτός να προωθήσει το αίτημά τους.
Ο Χρυσοχόου περιγράφει τις συζητήσεις που έγιναν στο έργο "Η ελληνοαλβανική συνεννόησις του 1944 δια την ένωση της Αλβανίας με την Ελλάδα", απ'όπου αντλήσαμε και τις σχετικές πληροφορίες.

Η επαφή μεταξύ Αλβανών και Χρυσοχόου έγινε με την μεσολάβηση ενός βορειοηπειρώτη δημοσιογράφου. Στις αρχές Φεβρουαρίου συναντήθηκε ο Χρυσοχόου με τον επίσημο εκπρόσωπο της αλβανικής κυβέρνησης Δημήτρη Φάλο. Αυτός είχε έρθει μερικές μέρες πριν στην Θεσσαλονίκη και έψαχνε κάποιο κατάλληλο πρόσωπο για να συζητηθεί το θέμα. Επελέγη ο Χρυσοχόου λόγω της θέσεώς του (γενικός επιθεωρητής νομαρχιών), των επαφών του με την κυβέρνηση των Αθηνών, γενικότερα λόγω των διασυνδέσεών και της επιρροής που διέθετε και επειδή ήταν γνωστός αντικομμουνιστής.
Μεταξύ των δυο έγινε μία πρώτη διερευνητική συζήτηση και παρά τις ενστάσεις που διετύπωσε αρχικά όσον αφορά το βορειοηπειρωτικό, ο Αλβανός εκπρόσωπος φάνηκε ιδιαίτερα συγκαταβατικός και υποχωρητικός.
Συνοπτικά, ο Φάλος ισχυρίστηκε ότι όλοι οι Αλβανοί, πλην των κομμουνιστών, ήταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Υποστήριξε ότι η Αλβανία σαν μικρό κράτος που ήταν δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της και μόνο με την Ελλάδα θα μπορούσε να ενοποιηθεί.
Στην συζήτηση βέβαια προέκυψαν κάποια σοβαρά θέματα. Το πιο σημαντικό ήταν η απαράδεκτη στάση της αλβανικής εθνικιστικής οργάνωσης Μπάλι Κομπετάρ κατά των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Ο Φάλος απολογήθηκε ότι η εχθρική στάση του Μπάλι Κομπετάρ οφειλόταν στο ότι μεγάλο τμήμα των βορειοηπειρωτών συνεργαζόταν ανοικτά με τους αλβανούς κομμουνιστές παρτιζάνους (κάτι που δυστυχώς ήταν αληθές) και όχι επειδή ήταν Έλληνες.
Επίσης τόνισε ότι η στάση των Αλβανών έναντι των βορειοηπειρωτών έχει αλλάξει προς το καλύτερο, και ότι ιδρύθηκε στα Τίρανα αλβανοελληνικός σύνδεσμος για την προώθηση της ενοποίησης των δύο χωρών.

Λίγες μέρες μετά στις 08/02/1944, κανονίστηκε δεύτερη συνάντηση του Χρυσοχόου με μία τριμελή αλβανική επιτροπή που είχε συγκροτηθεί για το θέμα.
Οι Αλβανοί πρότειναν:
α) Ενιαίο κράτος, εν μέρει δυαδικό με τοπική ανεξαρτησία εντός των σημερινών ορίων Ελλάδας και Αλβανίας σε ότι αφορά την διοίκηση, την δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τις πολιτικές αρχές.
β) Ενιαία εξωτερική πολιτική, η ελληνική.
γ) Ενιαία εθνική άμυνα, με στρατό υπαγόμενο σε πολεμικά υπουργεία των Αθηνών
δ) Ενιαία οικονομική πολιτική, η ελληνική, και άρση τελωνειακών φραγμών μεταξύ των δύο κρατών.

Ο Χρυσοχόου συνέταξε σχετική έκθεση την οποία έστειλε τόσο προς την κυβέρνηση των Αθηνών, προς τους επικεφαλείς διαφόρων κομμάτων (Σοφούλης, Παπανδρέου κτλ) και προς την κυβέρνηση του Καϊρου. Ο Ράλλης ήταν αρχικά θετικός στο ενδεχόμενο ένωσης και οι επικεφαλείς των κομμάτων εξουσιοδότησαν εκπροσώπους τους να συναντηθούν με την αλβανική επιτροπή στην Θεσσαλονίκη, όπως και έγινε. Πέραν των συζητήσεων δεν υπήρχε ουσιαστική πρόοδος στο θέμα.
Η σύλληψη κάποιων πολιτικών αρχηγών (Σοφούλης) απ΄τους Γερμανούς και η διαφυγή άλλων στην Μέση Ανατολή επέφερε νέες καθυστερήσεις.
Παράλληλα η υπόθεση διέρρευσε και προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις βορειοηπειρωτών που κατοικούσαν στην Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα.
Τελικά, τον Αύγουστο του ΄44 ο Ράλλης αποφάσισε να κινηθεί μόνος του για το ξεκίνημα των συζητήσεων. Οι συνθήκες όμως δεν ήταν ευνοϊκές. Ο Αλβανός απεσταλμένος Τζαβήτ Λεσκοβίκου δεν μπόρεσε να έρθει στην Αθήνα. Ο κομιστής του πληρεξούσιού του απ΄την νέα αλβανική κυβέρνηση (η προηγούμενη της οποίας ήταν απεσταλμένος είχε παραιτηθεί μερικές μέρες πριν) συνελλήφθη από Αλβανούς παρτιζάνους και εκτελέστηκε, ενώ και οι Γερμανοί δεν του έδωσαν σχετική άδεια για να πάει απ΄την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα.
Έτσι η προσπάθεια αποτελματώθηκε.

Με αυτόν τον τρόπο ο Χρυσοχόου παρουσιάζει τα γεγονότα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.
Όπως μπορεί εύκολα κάποιος να διαπιστώσει ο Χρυσοχόου μετά τις αρχικές επιφυλάξεις του, ήταν σαφώς υπέρ της ένωσης Ελλάδας-Αλβανίας η οποία -όπως παρουσιάζεται απ΄τον ίδιο τουλάχιστον- περισσότερο με προσάρτηση έμοιαζε.
Χωρίς να το ξεκαθαρίζει, γίνεται σαφές ότι αυτές οι συνομιλίες γίνονταν χωρίς την έγκριση των Γερμανών που κατείχαν στρατιωτικά τις δύο χώρες. Προφανώς στόχος των Αλβανών ήταν η ένωση με την Ελλάδα μετά την διαφαινόμενη αποχώρηση των Γερμανών απ΄την βαλκανική, προκειμένου να αποφευχθεί η κομμουνιστικοποίηση της πατρίδας τους.
Η μη-απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης του Καϊρου στην έκθεση που της έστειλε ο Χρυσοχόου ουσιαστικά αποτέλεσε και την ταφόπλακα της προσπάθειας. Άλλωστε θα ήταν απίθανο οι Βρετανοί, που είχαν υπό τον έλεγχό τους την κυβέρνηση του Καϊρου, να έδιναν ποτέ το πράσινο φως για την ένωση Ελλάδας-Αλβανίας. Αν δεχόντουσαν κάτι τέτοιο θα έπρεπε να συγκρουστούν πέραν του ΕΛΑΣ, και με το κομμουνιστικό αντάρτικο του Χότζα, κάτι που πιθανότατα θα διατάρασσε σοβαρά τις βρετανοσοβιετικές σχέσεις.

Γενικότερα η στάση των Αλβανών αντικομμουνιστών που πρωτοστάτησαν σε αυτές τις ενέργειες δείχνει να διέπεται από καθαρό καιροσκοπισμό και μπορεί επιπλέον να χαρακτηριστεί σαν πράξη απελπισίας.
Απ΄την αρχή της συστάσεώς του το αλβανικό κράτος ήταν ιταλόφιλο και η στάση των Αλβανών ήταν σταθερά ανθελληνική. Λίγους μήνες μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του ΄43 και αφού πλέον η κομμουνιστική απειλή του Χότζα ήταν εμφανής, οι Αλβανοί θυμήθηκαν ότι συγγενεύουν φυλετικά (συζητήσιμο, αλλά όχι τελείως άκυρο) με τους Έλληνες και επιχείρησαν ουσιαστικά να τεθούν υπό την προστασία της Ελλάδας.
Δεν τα κατάφεραν, όπως ήταν αναμενόμενο, συνεπώς η ένταξή τους στο κομμουνιστικό μπλοκ ήταν μοιραία κατάληξη.
Όταν η Αλβανία ζητούσε Ένωση με την Ελλάδα
https://www.echedoros-a.gr/2019/05/blog-post_725.html
Εικόνα

Μάιος 31, 2019. 17:16
Τίρανα.

Ο βουλευτής Σπάρτακ Μπάχο που εκλέγεται στο αλβανικό κοινοβούλιο εδώ και τέσσερις κοινοβουλευτικές περιόδους, σε συνέντευξή του, στο δημοσιογράφο Τζεβντέτ Σέχου, αναφέρεται σε δραστηριότητες της ένοπλης εθνικιστικής οργάνωσης Μπαλί Κομπετάρ (Balli Kombëtar) του Μιδάτ Φράσερι που συνεργάστηκε με τις ιταλικές και γερμανικές κατοχικές αρχές.


Μάλιστα, ο Μπάχο αναφέρεται σε συμφωνίες την εποχή εκείνη, που σήμερα χαρακτηρίζονται ως ‘προδοτικές’.

Δημοσιογράφος:


Οι σημερινοί οπαδοί της Μπαλί Κομπετάρ αλλά και οι ιστορικοί αυτής της οργάνωσης υποτιμούν ή προσποιούνται ότι ξεχνούν αυτές τις συμφωνίες, ενθαρρυνόμενοι από τον πρωθυπουργό Έντι Ράμα, ο οποίος τίμησε τον αρχισυνεργάτη (των κατακτητών) Μιδάτ Φράσερι, καθώς ειπώθηκε ότι ο ηγέτης της Μπαλί Κομπετάρ δεν συνεργάστηκε με τους εισβολείς και όλα όσα λέγονται είναι συκοφαντίες. Αποδέχεστε αυτή τη λογική;


Σπάρτακ Μπάχο:


Πιο παράλογη εξήγηση δεν μπορεί να βρεθεί. Εδώ μιλάμε για ένα πάζλ βρώμικων έργων, του Φράσερι και της οργάνωσης Μπαλί Κομπετάρ, όταν ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα συνεργάζεται με τους νέο-Μπαλι-στές και τους νεοφασίστες, αφού συνεχίζει να χρηματοδοτεί ένα νεοφασιστικό ινστιτούτο όπως το Τούφα.


Πως είναι δυνατόν, να γίνεται δεκτό ότι η οργάνωση Μπαλί συνεργάστηκε με τους εισβολείς, αλλά όχι ο επικεφαλής της Μπαλί;


Ο Μιδάτ Φράσερι ήταν ο πρωταγωνιστής της και προδότης, υπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα που διέπραξε η οργάνωση Μπαλί Κομπετάρ κατά τη διάρκεια του πολέμου.


Θα ασχοληθώ μόνο με τον Μιδάτ Φράσερι σήμερα και θα παρουσιάσω μια αυθεντική επιστολή με σφραγίδα του Μιδάτ Φράσερι, όπου αποκαλύπτεται η προδοσία του. (η φωτογραφία της επιστολής που δημοσιεύεται).

Είναι μια επιστολή που ο Μιδάτ Φράσερι στέλνει στο εθνικιστικό κόμμα του Ναπολέοντα Ζέρβα στην Ελλάδα το Μάιο του 1944.


Όπως φαίνεται σαφώς σε αυτό το έγγραφο, η πολιτική του Μπαλί είχε μια αμετάβλητη συνέχεια στη συνεργασία με τους εισβολείς και εναντίον των εθνικών συμφερόντων. Αυτή η επιστολή είναι μια αδιαμφισβήτητη αποκάλυψη για τον επικεφαλής Μιδάτ Φράσερι.

Εικόνα

Δημοσιογράφος:

Ας μείνουμε εδώ, στην παρούσα επιστολή που μόλις αναφέρατε.

Σπάρτακ Μπάχο:

Αυτή είναι μια επιστολή που έστειλε ο Μιδάτ Φράσερι, (όμως υπήρχαν και άλλες επιστολές) που έστειλε ο Δήμηταρ Φάλλος τον Μάρτιο του 1944, επιδιώκοντας να βοηθήσει στη δημιουργία μια πιθανής συμμαχίας με την Ελλάδα.


Υπήρξε μια αντιπροσωπεία για την υλοποίηση αυτής της ιδέας. Από την οργάνωση Μπαλί Κομπετάρ στάλθηκε ο Δήμηταρ Φάλλος, από την κυβέρνηση ο Τζαβίτ Λεσκοβίκου, το κόμμα των Ζόγκιτων ο Κότσο Κότα, ενώ το Κοσσυφοπέδιο εκπροσωπήθηκε από τον Σελμάν Ρίζα.


Αυτή η επιστολή που δημοσιεύουμε σήμερα γράφτηκε από τον αρχηγό Μιδάτ Φράσερι, λίγες ημέρες πριν από το ιστορικό συνέδριο στην Περμετή που συνέταξε τη νίκη του αντιφασιστικού κινήματος κατά των εισβολέων στη χώρα.


Αλλά, ο Μιδάτ με την επιστολή αυτή αποδεικνύεται ότι όχι μόνο τράβηξε στα άκρα μέχρι το τέλος, αλλά εμβάθυνε την προδοσία του για πώληση εθνικών συμφερόντων (στην Ελλάδα)…


Δείχνει τη μυωπία και την πολιτική ανυπαρξία του επικεφαλής της Μπαλί.


Τότε, ο Μιδάτ Φράσερι βρισκόταν στην εξουσία και συνεργαζόταν με την ‘κουβεντιάζουσα’ κυβέρνηση με τους Ναζί και δεν καταλάβαινε ή δεν ήθελε να δει το τέλος του ναζισμού που ήταν πολύ κοντά.


Επεδίωκε να βρεθεί στην εξουσία και μετά το τέλος του πολέμου για αυτό αναζητούσε μια συμμαχία με την πιο αντιδραστική και πιο αντι-αλβανική πτέρυγα.


Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ενώ ο πατέρας του Μιδάτ έκανε το συνέδριο του Πρίζρεν και είναι ένα από τους μεγαλύτερους πατριώτες μας που δαπάνησε όλη του τη ζωή για την ενοποίηση του έθνους και την απελευθέρωσή του από το ζυγό των κατακτητών, ο ίδιος έκανε το αντίθετο:


Συνεργάστηκε με τους εισβολείς και επεδίωκε την ένωση με την Ελλάδα. Υπάρχει μεγαλύτερη ντροπή;


Δημοσιογράφος:


Μπορείτε να μας το αναπτύξετε αυτό;


Σπάρτακ Μπάχο:


Στην επιστολή αυτή είναι σαφές ότι τον Μάιο του 1944, ο Μιδάτ προσπάθησε να δώσει τη συμβολή του στη δημιουργία μια πιθανής συμμαχίας με την Ελλάδα.


Να σας πω τα κύρια θέματα της συμφωνίας αυτής, με τα οποία ο πρόεδρος της Μπαλί ήθελε να συνδεθεί:

Εικόνα
Α. Το ζήτημα της δημιουργίας μιας ομοσπονδίας που θα εξαρτιόταν από τις ευκαιρίες που δημιουργούνταν μετά τον πόλεμο. Και οι δύο πλευρές ανέλαβαν τη δέσμευση ότι ήταν έτοιμοι να εργασθούν για την υλοποίηση αυτού του έργου.


Β. Κρίκος σύνδεσης θα είναι η ανεξαρτησία και η πλήρης κυριαρχία και των δύο πλευρών (Ελλάδας- Αλβανίας).


Γ. Τα ελληνοαλβανικά σύνορα παραμένουν εκείνα του 1939 και θα γίνει διακήρυξη επίσημα.


Δ. Αναλαμβάνουν την υλοποίηση μιας αμυντικής και επιθετικής συμμαχίας καθώς και ανάπτυξη των στρατιωτικών δεσμών.


Δ. Σύναψη οικονομικών συνθηκών μεταξύ των δύο πλευρών.


Ε. Προσπάθεια ώστε αυτή η σύνδεση να γίνει το συντομότερο δυνατόν, καθώς επίσης και μια ελληνο-τουρκική-αλβανική σύνδεση.


ΣΤ. Σε περίπτωση πολέμου, η γενική στρατιωτική διοίκηση θα παραδοθεί στην Ελλάδα.


Σημειώστε προσεκτικά τα σημεία αυτής της συμφωνίας. Ζητά τη σύσταση ομοσπονδίας με την Ελλάδα, όπου η γενική στρατιωτική διοίκηση θα παραδοθεί στην Ελλάδα, δεν είναι αυτό μια ανοικτή προδοσία;


Δημοσιογράφος:

Τι λέει ο επικεφαλής της Μπαλί, Αλιμάδι για αυτήν τη συμφωνία;


Σπάρτακ Μπάχο:


Αυτή η συμφωνία είναι γνωστή, αλλά έχει διαφορετικές ερμηνείες. Δικαιολογούν οι οπαδοί της οργάνωσης Μπαλί με τον εθνικισμό τη γενναιοδωρία του Μιδάτ και ιδιαίτερα με τον αγώνα του κατά των κομμουνιστών.


Ενώ οι σοβαροί και αμερόληπτοι ιστορικοί έχουν αποκαλέσει αυτήν την επιστολή ως μια καθαρή πράξη προδοσίας και πώληση των εθνικών συμφερόντων.


Σε αυτήν τη συμφωνία η Τσαμουριά, σύμφωνα με τον Μιδάτ ανήκει στην Ελλάδα και είναι ελληνική.


Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τη στιγμή που ο Μιδάτ έκανε αυτή τη συμφωνία με τους Έλληνες, στην Τσαμουριά πραγματοποιούνταν οι πιο αιματηρές σφαγές εθνοκάθαρσης από τις ομάδες του Ναπολέοντα Ζέρβα.


Δημοσιογράφος:


Γιατί ο Μιδάτ ζητούσε αυτή τη συμφωνία;



Σπάρτακ Μπάχο:


Ο λόγος για τον οποίο ο Μιδάτ Φράσερι πίστευε σε μια τέτοια συμμαχία με τη δημιουργία μιας Ελληνο-Αλβανικής Ομοσπονδίας σχετίζεται με το γεγονός ότι οι Αλβανοί και οι Έλληνες ανήκουν σε μια φυλή.


Πρόσθεσε σε αυτήν τη σχέση και τους Τούρκους «μιλώντας για μια σχέση Ελλάδας- Τουρκίας- Αλβανίας». Αυτό αποδεικνύει ότι ο Μιδάτ ήταν τόσο Έλληνας όσο και νοσταλγός των Τούρκων και έτσι τα έβλεπε ως το τέλος του.


gazetadita.al


--
The Hellenic Information Team


Το παρόν άρθρο μεταφράστηκε και επιμελήθηκε από το © Βαλκανικό Περισκόπιο -Γιῶργος Ἐχέδωρος
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση μόνον με αναφορά της ενεργής ηλεκτρονικής διεύθυνσης του ιστολογίου παραγωγής- https://www.echedoros-a.gr
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 16783
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Έλληνες και Αλβανοί, μια φυλή; η Φυλή του Anakin Skywalker...

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa » 26 Σεπ 2022, 06:19

τι σχέση έχει ο Αρμπανίτης με τον Ίναχο και τον Anakin Skywalker; :smt005:
Δείτε... μυθολογια... αβυσσου
SpoilerShow
Ίναχος
SpoilerShow
Συνδέεται με την ανατολική προέλευση του ἄναξ (ánax, «βασιλιάς, ηγεμόνας»). Εμφανίζεται το Anax and Anak (Εβραϊκά ענק).

1.
SpoilerShow
ἄναξ
ϝάναξ (wánax) – Κορινθιακή, Δωρική, Λακωνική
ἀνακός (anakós) – άγνωστος
Από παλαιότερα ϝάναξ (wánax), ϝάνακος (wánakos). Συγγενής με τα μυκηναϊκά 𐀷𐀙𐀏 (wa-na-ka) καθώς και Fρυγικά ουανακταν (ouanaktan /wanaktan/), Παλαιά Φρυγικά (vanaktei), που μπορεί να είναι πρόωρο δάνειο από τα ελληνικά ή από κοινή τρίτη πηγή.

Η περαιτέρω προέλευση είναι άγνωστη, αλλά πιθανότατα είναι δανεισμός από μια προελληνική γλώσσα υποστρώματος. Έχουν προταθεί διάφορες εναλλακτικές ινδοευρωπαϊκές ετυμολογίες, όπως:

• Συγγενής με το Tocharian A nātäk («άρχοντας») (θηλυκό αντίστοιχο nāśi («βασίλισσα»)· πρβλ. ᾰ̓́νασσᾰ (ánassa)), από ένα πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *w(n̥)nákts («κύριος»).[2]

• Συγγενής με τη σανσκριτική वणिज् (vaṇíj, «έμπορος, επιχειρηματίας», επίθετο του Indra στα βεδικά κείμενα) από μια πρωτοϊνδοευρωπαϊκή σύνθεση *wn̥-h₂eǵ-(t)- που αποτελείται από *wenh₁-" *h₂eǵ- ("να οδηγείς, να άγεις").

Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στον Απόλλωνα. Η κλητική ᾰ̓́νᾰ (ána) χρησιμοποιείται μόνο στις φράσεις ὦ ἄνα (ô ána, «O βασιλιάς») ή ὦνα (ôna) και Ζεῦ ἄνα (Zeû ána, «O Zeus»), και πάντα ως προσφώνηση σε θεούς.
2.
SpoilerShow
Anak (Εβραϊκά ענק).
Το Ανάκ (/ˈeɪnæk/; Εβραϊκά: עֲנָק‎, ομόφωνο σε μια λέξη που σημαίνει «γίγαντας, μακρύς λαιμός, περιδέραιο», εβραϊκή προφορά: [ʕaˈnaq]) είναι μια φιγούρα στην Εβραϊκή Βίβλο. Οι απόγονοί του αναφέρονται σε διηγήσεις που αφορούν την κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες. Σύμφωνα με το Βιβλίο των Αριθμών, ο Ανάκ ήταν προπάτορας των Ανακίμ. Δέκα από τους δώδεκα Ισραηλίτες κατασκόπους τους περιέγραψαν ως πολύ ψηλούς απογόνους του Ανάκ, συγκρίνετε Γένεση 6:1–4. Το κείμενο αναφέρει ότι το γιγάντιο ανάστημα των Ανακίμ ήταν το πρότυπο με το οποίο μετρήθηκαν άλλες γιγάντιες φυλές, όπως οι Ρεφαΐτες, και ότι ο Ανάκ ήταν γιος του Άρμπα.
3.
SpoilerShow
Ο Άρμπα (Εβραϊκά: ארבע)
ήταν ένας άνδρας που αναφέρεται στο Βιβλίο του Ιησού του Ναυή. Στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 14:15, αποκαλείται ο «μεγαλύτερος άνθρωπος μεταξύ των Ανακιτών». Το Joshua 15:13 λέει ότι ο Arba ήταν ο πατέρας του Anak.

Οι Ανακίτες (εβρ. Anakim) περιγράφονται στην Εβραϊκή Βίβλο ως γίγαντες.

Λίγα είναι γνωστά για τη γενεαλογία του εκτός από το ότι το εδάφιο Ιησούς του Ναυή 15:13 τον περιγράφει ως τον πατέρα του Ανάκ, ενώ το ακόλουθο εδάφιο αναφέρεται στους Σεσάι, Αχιμάν και Ταλμάι ως «γιους του Ανάκ». Σύμφωνα με τον Ιησού του Ναυή, ο Χάλεβ έδιωξε αυτούς τους τρεις από το μέρος του από τη γη Χαναάν.

Η Βίβλος δηλώνει επίσης ότι η πόλη της Χεβρώνας ήταν στην αρχαιότητα γνωστό ότι ονομαζόταν Kirjath-Arba ή "Kiriath Arba" ("πόλη της Arba" από την Arba). Ένας σύγχρονος οικισμός υπάρχει ανατολικά της Χεβρώνας με το όνομα Kiryat Arba.

Οι γιοι του Ανάκ αναφέρονται για πρώτη φορά στους Αριθμούς 13. Ο Ισραηλίτης ηγέτης Μωυσής στέλνει δώδεκα κατασκόπους που αντιπροσωπεύουν τις Δώδεκα Φυλές του Ισραήλ για να αναζητήσουν τη γη της Χαναάν. Οι κατάσκοποι εισέρχονται από την έρημο Νεγκέβ και ταξιδεύουν προς τα βόρεια μέσα από τους λόφους του Ιουδαίου μέχρι να φτάσουν στο ρυάκι του Εσκόλ κοντά στη Χεβρώνα, όπου κατοικούν οι Σεσάι, Αχιμάν και Ταλμάι, οι γιοι του Ανάκ. Αφού οι κατάσκοποι έχουν εξερευνήσει ολόκληρη τη γη, φέρνουν πίσω δείγματα από τους καρπούς της γης. πιο αξιοσημείωτο είναι ένα γιγάντιο συγκρότημα σταφυλιών που απαιτεί από δύο άνδρες να το μεταφέρουν σε ένα κοντάρι ανάμεσά τους. Στη συνέχεια, οι κατάσκοποι αναφέρουν στον Μωυσή και στην εκκλησία ότι «η χώρα είναι πράγματι μια χώρα που ρέει γάλα και μέλι», αλλά δέκα από τους δώδεκα κατασκόπους αποθαρρύνουν τους Ισραηλίτες από το να προσπαθήσουν ακόμη και να κατέχουν τη γη, επειδή ανέφεραν ότι οι άνδρες ήταν ψηλότεροι και ισχυρότεροι από τους Ισραηλίτες, και επιπλέον οι γιοι του Ανάκ κατοικούν στη γη, και ότι ένιωθαν σαν ακρίδες μπροστά τους.

Οι Ανακίτες αναφέρονται αργότερα εν συντομία στα βιβλία του Δευτερονόμιου, του Ιησού του Ναυή και των Κριτών. Ο Κάλεμπ, ένας από τους δώδεκα κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στη Χαναάν, αργότερα έδιωξε τους απογόνους του Ανάκ - τους τρεις γιους του - από τη Χεβρώνα, που ονομαζόταν επίσης Κιριάθ Άρμπα (Κριτές 1:20). Χεβρώνα = [sem. συμμαχία]
... ούγκ! γκεγκε; :003:
𐀲𐀏𐀨𐀲𐀏𐀨𐀭 𐀀𐀗𐀨:𐀣𐀬𐀔:𐀓𐀫:𐀀𐀗𐀨:𐀏𐀬:𐀣𐀦

Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.

Με πρᾰ́σῐνους, κῠᾰνέους και ἐρῠθρούς Κοκούς...

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 9027
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Έλληνες και Αλβανοί, μια φυλή;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 06 Δεκ 2022, 22:41

Κατά το β΄ μισό του 19ου αι. οι Μακεδόνες οργάνωναν κινήματα απελευθέρωσης της Μακεδονίας . Ένα από αυτά τα δίκτυα οργάνωσης ανακαλύφθηκε απ' τις τουρκικές αρχές ( τα λεγόμενα Πηχεωνικά 1888 ) και άρχισαν διώξεις.

Μεταξύ άλλων συλλαμβάνεται στην Κάτω Μπεάλα της Αχρίδας ο Ναούμ Τοπάλης ( παππούς του υποστράτηγου Φωκίωνος Τοπάλη ). Αλλά αφέθηκε ελεύθερος μετά από επέμβαση του Αλβανού φυλάρχου Ζώγου , πατέρα του μετέπειτα βασιλιά της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου.

πηγή : Νικόλαος Μέρτζος , Εμείς οι Μακεδόνες , παρατίθεται στο συλλογικό έργο Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού , τόμος 6
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 9027
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Έλληνες και Αλβανοί, μια φυλή;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 03 Αύγ 2023, 23:49

Ορλοφικά - Αγία Λαύρα - Αλβανοκρατία
Στα 1770 ωστόσο, η αποτυχία της ορλωφικής επανάστασης, αποτελεί δοκιµασία για την µονή της Αγίας Λαύρας, αφού µε την επιδροµή των άτακτων σωµάτων Αλβανών υφαρπάζεται η κινητή περιουσία της.
Ο συντάκτης του χρονικού της επιδροµής των Αλβανών στην Αγία Λαύρα καταγράφει χαρακτηριστικά: «Εις το µοναστήριον εισβάντες, εν µία ροπή πάσας τας θύρας των κελλιών και τα ερµάρια και τας κιβωτούς διέσχιζον µε πέτρας µεγίστας[…].Τα αµπουλούκια των Αλβανών, δεν έπαυον από του να υπερεκθλίβουν. Όθεν, πότε µεν 50, πότε δε 100 έκαµνον κονάκιον, άλλοτε δε και 500, αλλά τελευταίον έλθον των 1500 οι καλόγηροι έφυγον άπαντες, ευρόντες την καταφυγήν εν τοις όρεσι», βλ. Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Τα Ορλωφικά. Η εν Πελοποννήσω Επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής», Μνηµοσύνη (1967), σελ. 157
http://ikee.lib.auth.gr/record/125387/f ... 1-6024.pdf
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 9027
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Έλληνες και Αλβανοί, μια φυλή;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 13 Αύγ 2023, 14:51

1823: Η πεντάμηνη εκστρατεία του Μουσταή πασά της Σκόδρας. Η Αλβανική πλημμυρίδα απειλεί τη δυτική Ελλάδα
Χρόνης Βάρσος
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία (τεύχος 236, Σεπτεμβρίου 2016)
https://ardin-rixi.gr/archives/251904
http://www.varsos1821.gr/2022/08/1823.html

Πρόλογος
Συχνά, στην παρουσίαση του αγώνα της παλιγγενεσίας, το 1823, τρίτο έτος της επανάστασης, υπάρχει η τάση να υποβαθμίζεται αρκετά, τόσο σε επίπεδο χερσαίων όσο και ναυτικών επιχειρήσεων. Σημειώνεται λοιπόν ένα κενό ενδιαφέροντος όσον αφορά την περίοδο από την θριαμβευτική καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη (Φθινόπωρο 1822) μέχρι την απόβαση του Ιμπραήμ στο Μοριά (Φεβρουάριος 1825). Εν τούτοις, το έτος αυτό χαρακτηρίστηκε από την ταυτόχρονη εισβολή τουλάχιστον 5 οθωμανικών εκστρατευτικών σωμάτων, παράλληλα με τον στόλο, με στόχο την άγρια καταστολή των «ραγιάδων». Σημαντικότερη από όλες ήταν αυτή του Μουσταή, φιλόδοξου Αλβανού ηγεμόνα του πασαλικίου της Σκόδρας, το καλοκαίρι του 1823 που απείλησε σοβαρά τους Έλληνες με πλήρη καταστροφή.
(...)
Ο βραχύβιος διάδοχος του Καρά Αλή στην ηγεσία του στόλου, Καρά Μεχμέτ, απομακρύνθηκε ως ακατάλληλος και νέος καπουδάν πασάς ανέλαβε ο 53χρονος Κοτζά Μεχμέτ Χοσρέφ (Τοπάλ)(1769-1855), έμπειρος και με διπλωματικές ικανότητες, έχοντας πολύχρονη θητεία στο ίδιο αξίωμα την περίοδο 1811-1818.
Η συνολική οθωμανική αποτυχία του 1822 αποδόθηκε στον αρχιγραμματέα του Διβανίου (κυβέρνηση) Χαλέντ Εφέντη. Κατ’ απαίτηση των γενιτσάρων εξορίστηκε στο Ικόνιο και δολοφονήθηκε τέλη Οκτωβρίου, ενώ ο μεγάλος βεζύρης Χατζή Σαλήχ παύθηκε και στη θέση του ανήλθε ο πρώην καπουδάν πασάς, Ντελή Αβδουλάχ. Στη Λάρισα εξάλλου, ο ικανότατος Χουρσίτ, εξωθήθηκε σε αυτοκτονία (30 Νοεμβρίου), με την κατηγορία της σκόπιμης υπονόμευσης του Δράμαλη και της αρπαγής των θησαυρών του Αλή πασά.
Εικόνα
το κάστρο της Σκόδρας στη σημερινή Αλβανία


Τα σχέδια του σουλτάνου και η συμμαχία με τον Μουσταή πασά της Σκόδρας

Με δεδομένο το στρατιωτικό αδιέξοδο που διαγραφόταν στο ελληνικό ζήτημα και την ολοφάνερη αδυναμία του να καταστείλει την επανάσταση στα δύο πρώτα χρόνια, ο σουλτάνος εκπόνησε για το 1823 φιλόδοξα σχέδια, παίρνοντας θάρρος και από τη διάθεση της Ιεράς Συμμαχίας για καταστολή των επαναστάσεων, όπως φάνηκε και από την αποστολή, τον Απρίλιο, γαλλικού στρατού στην Ισπανία.

Αρχές Φεβρουαρίου, τη θέση του νέου αρχισερασκέρη, που θα αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ, πήρε ο έμπειρος Κιοσέ Μεχμέτ. Νέος μορα-βαλεσή ορίστηκε ο Γιουσούφ Περκόφτσαλης, πρώην πασάς της Βράιλας, με δράση στη Μολδαβία το 1821 (μάχες Σερέτη, Γαλατσίου και Σκουλενίου). Μεγάλες πολεμικές προετοιμασίες ξεκίνησαν και νέος στόλος ναυπηγούνταν, με σκάφη σε επίπεδο φρεγατών και κορβετών, που θα αντικαθιστούσαν τα τεράστια δυσκίνητα δίκροτα. Οι εργασίες όμως διακόπηκαν απότομα από τη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη (17 Φεβρουαρίου) κατά τη διάρκεια της οποίας κάηκαν 50 τζαμιά, 6.000 σπίτια, ο ναύσταθμος, οι στρατώνες και κυρίως τα χυτήρια πυροβολικού στο Τοπ Χανέ με 1.200 ναυτικά κανόνια. Οι υπόνοιες ότι μπήκε από τους γενιτσάρους, ως αντίδραση απέναντι στο σουλτάνο, επέτεινε την καχυποψία στο τουρκικό στρατόπεδο. Αρχές Μαρτίου αντικαταστάθηκε ο μόλις 4 μηνών (!) μεγάλος βεζύρης, Ντελή Αβδουλάχ, από τον Σιλιχτάρ Αλή, πέμπτο κατά σειρά στη νευραλγική αυτή θέση, μέσα σε μόλις δύο χρόνια! Η ανάγκη παραμονής των ασιατικών στρατευμάτων κοντά στην Κωνσταντινούπολη λόγω του φόβου εξέγερσης των γενιτσάρων, οδήγησε τον σουλτάνο στην αναζήτηση ενός νέου ικανού συμμάχου που θα δεχόταν να ηγηθεί της εαρινής εκστρατείας που ετοιμαζόταν.

Το πρόσωπο αυτό ήταν ο 26χρονος Αλβανός, Μουσταής (Μουσταφά) Μπουσατλί, πασάς της Σκόδρας (Σκούταρι)(1810-1831). Η αλβανική οικογένεια των Μπουσατλί εξουσίαζε το σαντζάκι της Σκόδρας, ήδη από το 1757 και υπό τον Μεχμέτ Μπουσατλί (1768-1774) ισχυροποιήθηκε και σταδιακά αυτονομήθηκε από την Πύλη. Ο Καρά Μαχμούτ (1778-1796), θείος του Μουσταή, συγκρούστηκε για λογαριασμό της Πύλης με τους εξεγερθέντες Μαυροβούνιους του Πέταρ Α΄ Πέτροβιτς (1782-1830). Ηγούμενος μιας τεράστιας στρατιάς 30.000 Αλβανών ηττήθηκε στο Κρούσι (22 Σεπτεμβρίου 1796) από 6.000 επαναστάτες και βρήκε τον θάνατο στο πεδίο της μάχης. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Ιμπραήμ (1796-1810) που με τη σειρά του ανέλαβε πολεμική δράση στα χρόνια της σερβικής επανάστασης (1804-1813), εναντίον των ανδρών του Καραγεώργεβιτς και στη μεγάλη μάχη του Ντέλιγκραντ (Δεκέμβριος 1806) επικεφαλής ενός υπερμεγέθους στρατού 55.000 ανδρών, υπέστη βαριά ήττα από 30.000 Σέρβους. Ο Μουσταής (1797-1860), ανέλαβε το 1810, σε μικρή ηλικία την ηγεσία του σαντζακίου και μόλις 23 χρονών, τον Ιούλιο του 1820, συντάχθηκε με τον σουλτάνο εναντίον του αποστάτη Αλή πασά, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα σαντζάκια του Δυρραχίου και του Βερατίου. Με την αποδοχή ανάληψης της εκστρατείας εναντίον των Ελλήνων ο Μουσταής ενσωμάτωσε και τα σαντζάκια της Αχρίδας και του Ελβασάν, αναβάθμισε το σαντζάκι της Σκόδρας σε πασαλίκι, και δεσμεύτηκε να ετοιμάσει στρατό 20.000 ανδρών με στόχο να βρίσκεται μέσα Ιουλίου στη Θεσσαλία.

Το σουλτανικό σχέδιο δράσης δεν θα κινητοποιούσε μεγάλες δυσκίνητες μονάδες, μετά και την εμπειρία της εκστρατείας του Δράμαλη, αλλά εστιαζόταν στην παράλληλη εμπλοκή πολλών, μεσαίου μεγέθους στρατών, ανεξάρτητων διοικητικά μεταξύ τους, υπαγόμενων όμως σε μια ενιαία στρατηγική, που επένδυε στην ευελιξία και τον σωστό συντονισμό, ώστε να παραλύσει την ελληνική άμυνα. Έτσι αποφασίστηκε ο νέος σαντζάκμπεης των Τρικάλων, Κιουταχής, να αναλάβει αρχές Μαΐου εκστρατεία με 7.000 στρατό στην ανατολική Μαγνησία και το Τρίκερι. Παράλληλα ο Γιουσούφ Περκόφτσαλης και ο Σαλίχ πασάς της Αδριανούπολης, με 10.000 στρατό, θα εισέβαλαν τον Ιούνιο στην ανατολική Στερεά με στόχο να διαπεραιωθούν στον Μοριά μέσω Ναυπάκτου αποφεύγοντας την επικίνδυνη Κορινθία. Για τη δυτική Ελλάδα τα σχέδια προέβλεπαν ενίσχυση της 16-20.000 ανδρών στρατιάς του Μουσταή, με τουλάχιστον άλλους 6.000 Αλβανούς υπό τον νέο πασά Ιωαννίνων, Δέλβινου και Αυλώνας, Ομέρ Βρυώνη. Επιπλέον 10.000 Αλβανοί θα στρατολογούνταν στην Πρέβεζα από τον Γιουσούφ Σελήμ πασά (Σερεσλή) της Πάτρας και στη συνέχεια θα εισέβαλαν σε Ηλεία και Αχαΐα (στην Πάτρα βρίσκονταν επιπλέον 8.000 Τούρκοι). Ταυτόχρονα ο στόλος του Χοσρέφ, αφού θα μετέφερε προτάσεις αμνηστίας στα ναυτικά νησιά, θα αποβίβαζε 4.500 γενιτσάρους στην Κάρυστο της Εύβοιας, που κινδύνευε να πέσει στα χέρια των Ελλήνων, ενώ θα ανεφοδίαζε ποικιλοτρόπως τις δυνάμεις εισβολής, ελέγχοντας τον Πατραϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο. Συνολικά, σχεδόν 60.000 σουλτανικά στρατεύματα επρόκειτο το καλοκαίρι του 1823 να εισβάλλουν μέσω Στερεάς στην Πελοπόννησο, συνιστώντας μια απειλή πρώτου μεγέθους, ανώτερης ίσως από εκείνη του Δράμαλη το 1822. Τον Φεβρουάριο μάλιστα με πρωτοβουλία του Βρετανού αρμοστή των Επτανήσων Τ. Μαίτλαντ έγινε συνάντηση στη Ζάκυνθο του ναυάρχου Χάμιλτον με τον Ι. Παπαδάκη (αντιπρόσωπο του Μαυροκορδάτου) για συμβιβασμό των Ελλήνων με την Πύλη μέσω του πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Στράγκφορδ, πριν την έναρξη των εαρινών τουρκικών επιχειρήσεων.

Η κατάσταση στο ελληνικό στρατόπεδο τις παραμονές της εισβολής

Παρά τον τεράστιο κίνδυνο που απειλούσε την επανάσταση, ο διχασμός των Ελλήνων έβαινε διαρκώς αυξανόμενος. Η Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου-18 Απριλίου), αντί να επιλύσει τα προβλήματα που είχαν αναδειχτεί μεταξύ των στρατιωτικών από τη μια πλευρά, και τη συμμαχία φαναριωτών – προκρίτων από την άλλη, όξυνε τις αντιθέσεις ανάμεσα στο νέο Εκτελεστικό (Π. Μαυρομιχάλης, Θ. Κολοκοτρώνης) και το ενισχυμένο πλέον Βουλευτικό, υπό την επιρροή των Υδραίων και του Μαυροκορδάτου (γραμματέα του Εκτελεστικού). Στη δυτική Ελλάδα μάλιστα, όπου επρόκειτο να εισβάλλει το τεράστιο στράτευμα του Μουσταή, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Τέλη Απριλίου ξέσπασαν συγκρούσεις στο Λιάσκοβο Αργιθέας για τον έλεγχο των Αγράφων ανάμεσα στον Γ. Καραϊσκάκη και τους Τζαβελαίους (υπό τους Κίτσο και Ζυγούρα Τζαβέλα, γιό και αδελφό του παλιού πολέμαρχου των Σουλιωτών, Φώτου, αντίστοιχα), που είχαν την υποστήριξη του Γ. Ράγκου. Μέσα Μαΐου, νέα ένταση ήρθε να προστεθεί ανάμεσα στον Θ. Γρίβα και τους Χασαπαίους για τον έλεγχο του Ξηρομέρου, με συμπλοκές στο Δραγαμέστι (Αστακός), γεγονός που έφερε σε σύγκρουση πλειάδα οπλαρχηγών της περιοχής (Α. Ίσκος, Γ. Τσόγκας κ.α). Την ίδια περίοδο αυξήθηκε και η αμφισβήτηση στο πρόσωπο του Μ. Μπότσαρη, στρατιωτικού αρχηγού της δυτικής Ελλάδας, διορισμένου από τον Οκτώβριο του 1822, καθ’ υπόδειξη του Μαυροκορδάτου, στη θέση του έκπτωτου πλέον, πρώην αρχηγού, Γ. Βαρνακιώτη. Τον Ιούνιο, μια απόφαση του Εκτελεστικού για παραχώρηση της περιοχής του Ζαπαντίου (Μεγάλη Χώρα Αγρινίου) στους Σουλιώτες πυροδότησε έντονες αντιδράσεις των ντόπιων εναντίον τους. Ο νέος Έπαρχος στη δυτική Ελλάδα, Κ. Μεταξάς, φτάνοντας στο Μεσολόγγι στις 17 Ιουνίου, προσπάθησε να περιορίσει τις αντιθέσεις, ιδίως μεταξύ Τζαβελαίων και Μποτσαραίων, ακολουθώντας κατευναστική πολιτική, εν όψει μάλιστα της επικείμενης επίθεσης μιας τόσο μεγάλης εχθρικής στρατιάς και με δεδομένο ότι ο τακτικός στρατός είχε επί της ουσίας διαλυθεί από τον Απρίλιο. Το Εκτελεστικό, με στόχο να εξομαλύνει την κατάσταση, άρχισε να μοιράζει μαζικά, χωρίς κανένα κριτήριο και προϋπόθεση, διπλώματα στρατηγών, αντιστρατήγων και χιλιάρχων σε όλους ανεξαιρέτως τους οπλαρχηγούς της περιοχής, γεγονός που προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια του Μπότσαρη.

Παράλληλα όμως αυξανόταν και οι τριβές στις σχέσεις μεταξύ του Γιουσούφ της Πάτρας, που από τις αρχές Μαΐου έφτασε στην Πρέβεζα για να στρατολογήσει αλβανικό στρατό για την εκστρατεία στην Αχαΐα, και του Ομέρ Βρυώνη που επιχειρούσε κάτι αντίστοιχο από το Μάρτιο. Ο Ομέρ ένιωθε ήδη από την εποχή της Α΄ πολιορκίας του Μεσολογγίου, έντονα υπονομευμένος από τους Γιουσούφ και Κιουταχή, υποστηριζόμενους και από το Χοσρέφ, παλιό του αντίζηλο από την Αίγυπτο την περίοδο 1801-1805. Ο ανταγωνισμός μάλιστα μεταξύ των δύο πασάδων έφτασε σε τέτοιο σημείο, που όταν δημιουργήθηκε στην περιοχή Βόνιτσας-Αμφιλοχίας ένα τεράστιο στρατόπεδο για τον υπό συγκρότηση στρατό, με εγκαταστάσεις, αποθήκες και τουλάχιστον 10.000 στρατολογημένους Αλβανούς που περίμεναν στην Πρέβεζα για να περάσουν στη Βόνιτσα, ο Ομέρ προκάλεσε εσκεμμένα μαζικό κύμα λιποταξίας και λαφυραγωγίας στις τάξεις τους. Διατηρώντας επαφές με τον Μαυροκορδάτο ήδη από τις αρχές του 1823 ενημέρωσε μυστικά για το στρατόπεδο της Βόνιτσας και τον Μπότσαρη. Ο Σουλιώτης πολέμαρχος με μια καταδρομική επίθεση στις 7 Μαΐου, κατέστρεψε τελείως τις υποδομές του Γιουσούφ, που πλέον αποσύρθηκε στην Πάτρα, έχοντας αποτύχει παταγωδώς. Ο Ομέρ Βρυώνης είχε θριαμβεύσει και επρόκειτο απερίσπαστος να ακολουθήσει τον Μουσταή στην εκστρατεία του Ιουλίου.

Την ίδια περίοδο ο Μαυροκορδάτος για να αποτρέψει την προέλαση του πασά της Σκόδρας προς το Μεσολόγγι, δημιουργώντας αντιπερισπασμό, απέστειλε τον φιλικό Αν. Παπάζογλου στο Κάταρο του Μαυροβουνίου για επαφές με τον ηγεμόνα Πέταρ Α΄, που από το 1796 απολάμβανε σχεδόν πλήρη ανεξαρτησία και διέθετε 23.000 στρατό. Μια παράλληλη δεύτερη αποστολή ανατέθηκε τον Δεκέμβριο και στον Π. Πορφυρό που περιελάμβανε και τον Σέρβο ηγεμόνα, Μίλος Ομπρένοβιτς.

Καθώς ο Μουσταής είχε ήδη ξεκινήσει από τη Σκόδρα κινούμενος νότια, από τα Τρίκαλα, μέσα Μαΐου, ο Σιλιχτάρ Πόντα επικεφαλής 5.000 Αλβανών, μετά την άρνηση του Καραϊσκάκη να προσκυνήσει, εισέβαλε μέσω Νευρόπολης στα Άγραφα, ενώ ταυτόχρονα έπληξε και τους Ν. Στορνάρη και Γρ. Λιακατά στον Ασπροπόταμο (Αχελώο) και το Περτούλι, λεηλατώντας την περιοχή. Και ενώ η κατάσταση φαινόταν μη αναστρέψιμη, κατά τα τέλη του μήνα υπογράφτηκε ανακωχή, λόγω του φόβου των Τούρκων για διμέτωπο αγώνα στη Θεσσαλία, από την πλευρά των Αγράφων αλλά και του Τρίκερι στη Μαγνησία, όπου ήδη διεξαγόταν σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στον Κιουταχή και τους εκεί Μακεδόνες οπλαρχηγούς.

Η εκκίνηση του Μουσταή και τα σχέδια άμυνας των Ελλήνων

Αρχές Ιουλίου, το στράτευμα του Μουσταή, 16-20.000 άνδρες (κατά το πλείστον Γκέγκηδες μουσουλμάνοι και 3.000 Μιρδίτες καθολικοί από τη βόρεια Αλβανία), αφού συγκεντρώθηκε στην Αχρίδα, γεμάτο αυτοπεποίθηση για τη σίγουρη επικράτηση έναντι των διχασμένων αντιπάλων του, έφτασε στη Θεσσαλία. Σχετική αναφορά βρίσκουμε στον Λ. Κουτσονίκα: «Διαδοθείσης τής φήμης ότι ο πασσάς τής Σκόδρας εκστρατεύει κατά της Ελλάδος παραχρήμα διεδόθη εφ’ όλων τών Οθωμανών τής ευρωπαϊκής Τουρκίας η είδησις αύτη καί ήρχισεν ένας αλλαλαγμός χαράς, διότι άπαντες επίστευον μετά πολλής πεποιθήσεως, ότι εκστρατεύοντος τού πασσά τής Σκόδρας κατά τής Ελλάδος, βεβαίως αύτη τετέλεσται, διότι εάν οι Έλληνες απειθήσωσι καί δέν υποταχθώσιν, ο ήρως ούτος θέλει απεράσει όλους αυτούς εν στόματι μαχαίρας». Την ίδια περίοδο μάλιστα, με τη συνθήκη του Ερζερούμ (16/28 Ιουλίου 1823), ο σουλτάνος έκλεινε και το άλλο μεγάλο μέτωπο ανατολικά, με την Περσία, το οποίο δέσμευε δυνάμεις για 3 σχεδόν χρόνια, αναγκαίες για την Ελλάδα.

Παράλληλα σύμφωνα με τις εντολές του νέου ρούμελη-βαλεσή, πασά της Θεσσαλονίκης, Εμπού Λουμπούτ, ο Ομέρ Βρυώνης με στρατό από 3-6.000 Αλβανούς Τόσκηδες, ξεκίνησε από την Άρτα ώστε να διαπεραιωθεί με πλοία στην Αμφιλοχία και από εκεί να κινηθεί νότια, αποφεύγοντας τα επικίνδυνα στενά του Μακρυνόρους. Ακολουθώντας αρχικά παράλληλες πορείες, τόσο ο Ομέρ όσο και ο Μουσταής, που κινούνταν με κατεύθυνση προς Τρίκαλα-Άγραφα-Καρπενήσι, θα συνενώνονταν στο Βραχώρι (Αγρίνιο) στρεφόμενοι, κατά του Μεσολογγίου.

Ταυτόχρονα, εξελισσόταν και η κίνηση της τουρκικής αρμάδας του Χοσρέφ, αφού η χερσαία εκστρατεία συνδυαζόταν αναγκαστικά με την κυριαρχία του στόλου στο θαλάσσιο χώρο Πατραϊκού-Κορινθιακού, καθώς τόσο οι δυνάμεις των Μουσταή – Ομέρ Βρυώνη, όσο και αυτές των Γιουσούφ και Σαλήχ θα διαπεραιωνόταν στον Μοριά μέσω Ναυπάκτου. Ο οθωμανικός στόλος που εξήλθε από τα στενά στις 9 Μαΐου, αποτελούσε μια πολύ ισχυρή δύναμη, αποτελούμενη από ένα δίκροτο, 18 φρεγάτες, 9 κορβέτες, 24 μπρίκια και 42 μεταγωγικά, ενώ στα πλοία επέβαιναν 4.500 γενίτσαροι και 400 περίπου Ευρωπαίοι ναυτικοί. Στην Τένεδο ενισχύθηκε από 17 πλοία των βορειο-αφρικανικών μοιρών (6 του Αλγερίου, 7 της Τύνιδας και 4 της Τριπολίτιδας) και κατόπιν παρέλαβε από τον Τσεσμέ 10.000 ασιατικά στρατεύματα. Αφού συναντήθηκε με τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ έξω από τη Μυτιλήνη, ο Χοσρέφ, παρακολουθούμενος στενά από μια υδραίικη μοίρα (15 πλοία) υπό τον Λ. Λαλεχό, έπλευσε προς την Κάρυστο, όπου στις 25 Μαΐου αποβίβασε τους γενιτσάρους, διαλύοντας την ελληνική πολιορκία, και προβαίνοντας σε όργιο σφαγών και λεηλασιών στην ευρύτερη περιοχή. Από εκεί κατευθύνθηκε στη Σούδα με στόχο να ενωθεί με τον αιγυπτιακό στόλο (που αν και έφτασε έως τη Ρόδο τελικά επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια). Αφού ανεφοδίασε την Κορώνη και τη Μεθώνη, στις 6 Ιουνίου έφτασε έξω από την Πάτρα. Οι φόβοι του Εκτελεστικού στην Τρίπολη για τον κίνδυνο απόβασης στα παράλια της βόρειας Πελοποννήσου επιβεβαιώνονταν, όπως φαίνεται και από το αντίστοιχο έγγραφο της 12ης Ιουνίου. Καθώς ο Μουσταής πλησίαζε στη Θεσσαλία, ο στόλος έμπαινε 6 Ιουλίου στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και από τις 16 του μήνα προέβαινε σε ναυτικό αποκλεισμό των παραλίων της δυτικής στερεάς, από τη νήσο Κάλαμο, κοντά στη Λευκάδα, έως τη Ναύπακτο.

Αρχές Ιουλίου ο Μουσταής έδωσε με επιστολή του διορία 15 ημερών στους Έλληνες οπλαρχηγούς να προσκυνήσουν αναφέροντας τα εξής: «Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε». Η διπλωματικά «ανάρμοστη» απάντηση από τον πάντα αθυρόστομο Καραϊσκάκη εξέφραζε πλήρως το αντιστασιακό πνεύμα και δεν άφηνε καμία πιθανότητα συμβιβασμού! Τα ελληνικό στρατόπεδο βρισκόταν σε αναβρασμό. Ο Έπαρχος Κ. Μεταξάς συγκάλεσε στις 12 Ιουλίου συνέλευση των οπλαρχηγών στα Κερασοβίτικα Καλύβια για τον καλύτερο συντονισμό της άμυνας, όπου πήραν μέρος οι Α. Ίσκος, Γ. Ράγκος, Θ. Γρίβας, Δ. Τσέλιος, Ιω. Γιολδάσης, Κ. Σιαδήμας, Δ. Μακρής κ.α. Το πνεύμα ενότητας που διαδέχτηκε τις προηγούμενες αντιζηλίες, εξέφρασε στις 14 Ιουλίου ο αρχηγός Μ. Μπότσαρης στο Μεσολόγγι, όταν συμφιλιώνοντας τις αντιμαχόμενες φάρες των Μποτσαραίων και των Τζαβελαίων έσκισε δημόσια το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας, για το οποίο τόσο είχε κατηγορηθεί, δηλώνοντας με υπερηφάνεια: «όποιος είναι άξιος λαμβάνει το δίπλωμα μεθαύριον στη μάχη από τον Σκόδρα πασά». Στις 15 Ιουλίου, στο πολεμικό συμβούλιο υπό τον Μεταξά, στο Μεσολόγγι, διαμορφώθηκε το σχέδιο άμυνας: ο Μπότσαρης με 1.250 άνδρες (450 Μποτσαραίοι, 450 Τζαβελαίοι και 350 άλλοι Ρουμελιώτες) θα κατευθύνονταν προς την Ευρυτανία. Άλλες 2.000 υπό τους Ίσκο, Ράγκο και Τσέλιο, θα προστάτευαν τις ορεινές διαβάσεις του Μακρυνόρους από όπου θα διερχόταν, όπως λανθασμένα πίστευαν, ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη από την Άρτα, ενώ 700 ένοπλοι υπό τους Μακρή και Τσόγκα προωθήθηκαν στη Λάσπη Τριχωνίδας. Συνολικά 4.000 άνδρες ξεκίνησαν στις 16 Ιουλίου από το Μεσολόγγι για τις θέσεις που ορίστηκαν. Μέσα στην πόλη έμεινε φρουρά 1.000 ανδρών, υπό τον 25χρονο Αθ. Ραζηκότσικα και 4.500 άμαχοι, υπό τη γενική διοίκηση του Κ. Μεταξά.
Εικόνα
το μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου

Η μάχη του Κεφαλόβρυσου και ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

Φτάνοντας στα Τρίκαλα στις 20 Ιουλίου, ο Μουσταής απέστειλε ένα τμήμα του στρατού του, 5.000 υπό τον Σούλτσε Κόρτσα, εναντίον των 400 ανδρών του Στορνάρη και του Λιακατά στον Ασπροπόταμο και το Περτούλι. Τα ελληνικά σώματα μπροστά στη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων υποχώρησαν νότια προς τον Βάλτο ακολουθούμενα από τον άμαχο πληθυσμό, σε μια δραματική πορεία 45 ημερών. Άλλο σώμα 1.000 Αλβανών ακολουθώντας πορεία από την Οξυά Μουζακίου προς Βούλπη Ευρυτανίας, καταδίωξε μέχρι το μοναστήρι της Τατάρνας – πυρπολώντας το – τους 500 άνδρες του Καραϊσκάκη, που μαζί με αμάχους, κατέφυγε άρρωστος στο μοναστήρι του Προυσού. Στη συνέχεια μέσω Βίνιανης, το εχθρικό σώμα, προωθήθηκε προς το Κεφαλόβρυσο (2,5 χλμ έξω από το Καρπενήσι), όπου έφτανε ταυτόχρονα η εμπροσθοφυλακή της στρατιάς, 5.000 υπό τον Τζελαλεδίν μπέη της Αχρίδας, θείο του Μουσταή. Ο κύριος όγκος του στρατού υπό τον Άγο Βάσιαρη (5.000) κινήθηκε μέσω Ρεντίνας προς το Καρπενήσι και το Κεφαλόβρυσο για να ενωθεί με τα υπόλοιπα σώματα.

Στις 28 Ιουλίου ο Μπότσαρης με τους 1.250 άνδρες του, έφτασε στον Σοβολάκο (Αγ. Βλάσης Ευρυτανίας) και 2 μέρες μετά συναντήθηκε με τον βαριά άρρωστο Καραϊσκάκη, για να καταστρώσουν κοινό σχέδιο δράσης απέναντι στον εχθρό, η εμπροσθοφυλακή του οποίου στρατοπέδευσε στο Κεφαλόβρυσο στις 5 Αυγούστου. Στις 6 Αυγούστου, ο Καραϊσκάκης αποσύρθηκε ξανά στον Προυσό για θεραπεία, ενώ την επομένη, οι 450 Σουλιώτες του Μπότσαρη μαζί με τους 350 Ρουμελιώτες, στρατοπέδευσαν στο Μικρό Χωριό. Ανατολικά τους τάχτηκαν στο Μεγάλο Χωριό οι 450 Τζαβελαίοι. Ο Μπότσαρης έχοντας συλλάβει την ιδέα μιας αστραπιαίας νυχτερινής καταδρομικής επίθεσης με στόχο την εξόντωση του ίδιου του Μουσταή, οργάνωσε από την προηγούμενη κιόλας ημέρα μια αποστολή κατασκοπείας στο στρατόπεδο του Κεφαλόβρυσου, αποτελούμενη από τον 31χρονο ξαδελφό του, Αθανάσιο-Τούσια Μπότσαρη, τον Αθ. Κουτσονίκα και τον Ιω. Μπαϊρακτάρη, ώστε να αποκτηθεί επαρκής γνώση σχετικά με την οχύρωση και τις ακριβείς θέσεις των σκηνών των πασάδων. Το εχθρικό στράτευμα είχε κατασκηνώσει σε 2 τοποθεσίες, κοντά η μια στην άλλη. Ο Μουσταής με 6.000 άνδρες στη θέση «Λιβαδάκια-Κεφαλόβρυσο» ενώ ο Τζελαλεδίν, με 5.000, στη θέση «Πλατάνια». Αξιολογώντας τις πληροφορίες, ο Σουλιώτης αρχηγός αποφάσισε να επιτεθεί με τους 800 άνδρες του στο στρατόπεδο του Μουσταή, ενώ οι 450 Τζαβελαίοι θα διενεργούσαν αντιπερισπασμό στα «Πλατάνια» ώστε να εμποδίσουν τη μεταφορά ενισχύσεων. Στην πρωινή σύσκεψη, 8 Αυγούστου, στο διπλανό χωριό Κλαυσί, τα άλλα ελληνικά σώματα (1.400 άνδρες υπό τους Ιω. Γιολδάση, Κ. Σιαδήμα, Ν. Κοντογιάννη κ.α), τόνισαν το επικίνδυνο του εγχειρήματος και απέκλεισαν τη συμμετοχή τους στη βραδινή επίθεση που ετοιμαζόταν. Μια λάθος πληροφορία το ίδιο πρωινό, που ανέφερε την άφιξη στα «Πλατάνια» επιπλέον 8.000 ανδρών, έκανε τον Μπότσαρη να αλλάξει τις αριθμητικές ισορροπίες του σχεδίου του: Οι 350 Ρουμελιώτες θα αποσπούνταν από την επίθεση στο στρατόπεδο του Μουσταή και θα ενίσχυαν τους 450 Τζαβελαίους στην παραπλανητική επίθεσή τους στα «Πλατάνια» από το χωριό Άγιος Ανδρέας. Έτσι μόλις 450 Σουλιώτες υπό τον 33χρονο Μάρκο, τον αδελφό του Κώστα και τον ξαδελφό του Τούσια, θα αντιμετώπιζαν μόνοι τους 6.000 Αλβανούς. Στο μεταξύ στο στρατόπεδο του Μουσταή έφτασαν το απόγευμα πληροφορίες για επικείμενο νυχτερινό χτύπημα. Στη σύσκεψη που έγινε, κάθε συνετή προειδοποίηση και συμβουλή για οχύρωση και λήψη μέτρων ασφαλείας, απορρίφθηκε από τον αλαζονικό πασά, που παρασυρμένος από την ισχύ του στρατού του ένιωθε μια αδικαιολόγητη σιγουριά.

Η επίθεση εκδηλώθηκε τα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Αυγούστου. Η πολεμική ικανότητα των Σουλιωτών, ιδίως στη νυχτερινή μάχη, ήταν τέτοια που γρήγορα κάθε άμυνα κατέρρευσε και η σύγκρουση εξελίχθηκε σε σφαγή. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος. Γνωρίζοντας από την πρότερη κατόπτευση τις θέσεις των εχθρών, συνεννοούμενοι αρβανίτικα για να μην γίνονται αντιληπτοί και χωρίς να κάνουν χρήση πυροβόλων όπλων, παρά μόνο σπαθιών, κινήθηκαν με επικεφαλής τον Μάρκο προς τις σκηνές των πασάδων. Παρά τον πανικό που επεκράτησε, τουλάχιστον 3.000 Μιρδίτες πολεμιστές υπό τον Τζελαλεδίν, προστάτευσαν τη σκηνή του Μουσταή, στην οποία πλησίαζε επικίνδυνα ο Μπότσαρης. Σε μια στιγμή της μάχης και ενώ είχε εντοπίσει τη σκηνή του Αλβανού αρχηγού, καθώς ανέβαινε ένα μαντρότοιχο, δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα στο κεφάλι από εχθρική σφαίρα. Ο Τούσιας Μπότσαρης, μετέφερε το πτώμα του κρυφά, μακριά από το πεδίο της μάχης για να μην υπάρξει πανικός.
Εικόνα
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο. Έγχρωμη λιθογραφία του Πέτερ φον Ες

Η επίθεση είχε λήξει με θρίαμβο των ελληνικών όπλων: 800 νεκροί και πάνω από 1.200 τραυματίες ήταν οι απώλειες των Αλβανών. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν περίπου 60 ενώ 42 τραυματίστηκαν. Τα λάφυρα ήταν κάτι παραπάνω από πλούσια: 1.600 όπλα, 1.800 πιστόλια, 300 γιαταγάνια, 4 σημαίες και 1.200 άλογα. Το κόστος όμως της απώλειας του αρχηγού ήταν ανυπολόγιστο. Νέος ηγέτης πλέον έγινε ο 30χρονος αδελφός του Κώστας Μπότσαρης. Από το Μικρό Χωριό, 100 Σουλιώτες συνοδεύοντας τον μεγάλο νεκρό, πέρασαν από το μοναστήρι του Προυσού. Αντικρίζοντας τον ο Καραϊσκάκης είπε προφητικά: «άμποτες αδελφέ Μάρκο από τέτοιο βόλι να πήγαινα κι εγώ». Στις 10 Αυγούστου έγινε η πάνδημη κηδεία του στο Μεσολόγγι μέσα σε κλίμα βαθιάς θλίψης. Λέγεται ότι στην είδηση του θανάτου του, ο σουλτάνος έδωσε εντολή για πανηγυρικούς κανονιοβολισμούς σε όλα τα ευρωπαϊκά φρούρια της αυτοκρατορίας!

Η ναυτική δράση στον Πατραϊκό κόλπο και η ήττα στην Καλιακούδα

Λίγες μέρες πριν τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο, ο τουρκικός στόλος διενήργησε αποτυχημένη απογευματινή απόβαση στο Κρυονέρι (δυτικά του Μεσολογγίου) με 300 άνδρες. Κινούμενοι δυτικά προς το Μποχώρι (Ευηνοχώρι) και το Γαλατά, αναχαιτίστηκαν από 150 ενόπλους υπό τους Τσάτσο και Βαλσαμάκη. Την άλλη μέρα τα ξημερώματα, επιχειρήθηκε δεύτερη απόβαση στο Κρυονέρι από 600 Αλβανούς Λαλαίους από την Πάτρα, οι 150 προς Μποχώρι και οι 450 προς Γαλατά. Οι 150 Έλληνες (Τσάτσος και Βαλσαμάκης), συνεπικουρούμενοι από άλλους 150 του Κ. Μεταξά από τη θέση «Ντεκέ» στο βουνό της Βαράσοβας, νίκησαν τους Λαλαίους σε 3ωρη μάχη προκαλώντας τους απώλειες 170 νεκρών έναντι 8. Οι Λαλαίοι αφού έκαψαν το Γαλατά, αποχώρησαν ηττημένοι στα πλοία. Ο Χοσρέφ βλέποντας ότι ο Μουσταής καθυστερούσε να φτάσει στο Μεσολόγγι, αποφάσισε να αναχωρήσει για τα Δαρδανέλια, φοβούμενος τον εγκλωβισμό του στον Πατραϊκό κόλπο από πιθανή έλευση του ελληνικού στόλου. Αφού άφησε στην Πάτρα μια ισχυρή μοίρα 19 πλοίων (3 φρεγάτες, 12 κορβέτες και 4 μπρίκια), αποχώρησε έως τις 20 Αυγούστου.

Μετά τη νίκη στο Κεφαλόβρυσο οι ελληνικές δυνάμεις υπό την ηγεσία πλέον των Κίτσου και Ζυγούρα Τζαβέλα ανασυγκροτήθηκαν και ενισχύθηκαν. Οι 400 Σουλιώτες υπό τον Κ. Μπότσαρη αρνούμενοι την ηγεσία του Ζ. Τζαβέλα αποσύρθηκαν στο Βλοχό Αγρινίου στη θέση «Γεφύρια του Αλαήμπεη» Η νέα αμυντική τοποθεσία που επελέγη για να σταματήσουν τη στρατιά του Μουσταή, προτού ενωθεί με τον Ομέρ Βρυώνη, που πλησίαζε από την Αμφιλοχία, ήταν το βουνό της Καλιακούδας, στη θέση «Λακκώματα», νότια του Μεγάλου Χωριού. Περίπου 2.500 ένοπλοι κατέλαβαν οχυρές θέσεις αναμένοντας την εχθρική επίθεση: 450 Τζαβελαίοι, 350 Ρουμελιώτες, 150 του Ιω. Γιολδάση, 100 του Κ. Σιαδήμα, 200 του Ν. Κοντογιάννη, γιού του Μήτσου, αρματολού της Υπάτης, 200 του Καστανιώτη και 750 άλλοι Ευρυτάνες, ενισχυόμενοι από 300 Πελοποννησίους (Γ. Ροδόπουλος). Απορρίπτοντας το εναλλακτικό δρομολόγιο προς νότο μέσω Φραγκίστας, ο Μουσταής, εκδήλωσε την επίθεσή του με 15.000 άνδρες στις 28 Αυγούστου αλλά αναχαιτίστηκε υφιστάμενος βαριές απώλειες, βοηθούντος και του ανάγλυφου του εδάφους. Την άλλη μέρα όμως, εκμεταλλευόμενος ένα κενό στην ελληνική άμυνα, σημείο που φύλαγαν οι Γιολδάσης και Σιαδήμας, απέστειλε 400 Μιρδίτες υπό τον Μουχτάρ Κιαφεζέζη, που διείσδυσαν σ’ αυτό, απείλησαν με περικύκλωση και προκάλεσαν την ολική κατάρρευση της διάταξης. Πάνω από 170 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους, στην προσπάθειά τους να σπάσουν τον κλοιό, μεταξύ αυτών ο Ζυγούρας Τζαβέλας, ο Καστανιώτης και ο Ν. Κοντογιάννης ενώ οι αντίπαλοι είχαν έως 500 νεκρούς. Η ήττα θεωρήθηκε προϊόν αμέλειας (ή και προδοσίας) και οι δύο υπεύθυνοι οπλαρχηγοί απομακρύνθηκαν και αδρανοποιήθηκαν. Η βοήθεια που αναμενόταν από 2.000 ενόπλους (Α. Λόντος, Δ. Σκαλτσάς, Μ. Κοντογιάννης και Β. Πετμεζάς) δεν έφτασε εγκαίρως και οι τελευταίοι έμειναν αποκομμένοι στην περιοχή του βουνού της Οξυάς, ανατολικά της Καλιακούδας. Ο δρόμος για τον Μουσταή ήταν πλέον ανοιχτός, αφού από την πλευρά των Ελλήνων δεν υπήρχε άλλη οργανωμένη αμυντική γραμμή καθώς και αποδεκτή στρατιωτική ηγεσία. Τέλη Αυγούστου, ενισχυμένος και με δυνάμεις από τη Ναύπακτο, (ενώ ο Ομέρ Βρυώνης, ακολουθώντας τη δυτική πορεία, έφτανε στη Λεπενού, βόρεια του Αγρινίου), πλησίαζε στο Μεσολόγγι, που ανέμενε με τρόμο την ενωμένη εχθρική στρατιά.

Ο αποκλεισμός του Μεσολογγίου και η πολιορκία του Αιτωλικού

Η εμπειρία της πρώτης πολιορκίας, μαζί με τον διάχυτο φόβο απέναντι σε έναν τόσο ισχυρό αντίπαλο, κινητοποίησαν τα αμυντικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Η φρουρά του Μεσολογγίου των 1.200 ανδρών, ενισχύθηκε από τα υποχωρούντα στρατιωτικά σώματα: 400 Σουλιώτες του Κ. Μπότσαρη και άλλοι 400 του 23χρονου Κ. Τζαβέλα, αρχηγού πλέον της φάρας του μετά το θάνατο του θείου του Ζυγούρα. Μαζί τους κλείστηκαν μέσα στην πόλη οι 300 Πελοποννήσιοι του Ροδόπουλου, οι 700 άνδρες του Μακρή και του Τσόγκα από τη Λάσπη και οι 350 Ρουμελιώτες της μάχης του Κεφαλόβρυσου, συνολικά περίπου 3.500 ένοπλοι. Τα 5.000 γυναικόπαιδα φυγαδεύτηκαν στο νησάκι Κάλαμος για ασφάλεια αλλά και για να μην επιβαρύνουν περαιτέρω τον εφοδιασμό του οχυρού. Στο διπλανό Αιτωλικό κλείστηκαν 600 άνδρες της φρουράς και 2.000 άμαχοι, ενώ δυτικά βρίσκονταν 2.000 ένοπλοι (υπό τους Τσέλιο, Ράγκο, Στορνάρη, και Ίσκο) και πιο ανατολικά οι 2.000 στην περιοχή της Οξυάς.

Το μεγάλο πλεονέκτημα του Μεσολογγίου, σε σχέση με την πρώτη πολιορκία, αποτελούσαν τα νέα ενισχυμένα οχυρωματικά του έργα. Το παλιό τείχος, που είχε επιμεληθεί το καλοκαίρι του 1821 ο Αθ. Ραζηκότσικας και είχε αντέξει απέναντι σε 14.000 εχθρούς ένα χρόνο πριν, είχε ύψος μόλις 1,5-1,7 μέτρα και πλάτος 0,60. Το μήκος της τάφρου που το περιέκλειε ήταν 1.600 μέτρα, το πλάτος 1,80-2,50 ενώ το βάθος 1,20-2 μέτρα! Από τα μέσα όμως Φεβρουαρίου του 1823 είχε φτάσει στο Μεσολόγγι ο Χιώτης μηχανικός Μιχαήλ Κοκκίνης, που όλο το διάστημα μετά τον Μάρτιο, επικεντρώθηκε στη βελτίωση της οχύρωσης (τα έργα ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 1824). Το ύψος του τείχους αυξήθηκε στα 3-3,5 μέτρα και το πλάτος στο 1,5 μέτρο. Η τάφρος έφτασε τα 9 μέτρα πλάτος και το βάθος της σχεδόν τα 3 μέτρα. Επιπλέον χτίστηκαν 23 προμαχώνες με 49 κανόνια και 4 μεγάλους όλμους καθώς και 5 επάκτια κανονοστάσια. Ο ίδιος ο Κοκκίνης σε επιστολή του στον Μαυροκορδάτο στις 14 Μαΐου ανέφερε προφητικά: «η νέα οχυρωματική γραμμή είναι ικανή να αντέξει πάσαν εχθρικήν προσβολήν, …θαυμαστόν αριστούργημα, άξιον του Ελληνικού Έθνους, ….θα αναδειχθεί εν θαύμα στην Ιστορία της εθνικής μας επαναστάσεως». Οι μεγάλες ελλείψεις των υπερασπιστών σε πυρομαχικά καλύφθηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου, όταν μετά από παράκληση του Κ. Μεταξά στον Άγγλο πλοίαρχο Κλίφορντ, κυβερνήτη δικρότου που περιπολούσε στην περιοχή, ξεφορτώθηκαν στο Μεσολόγγι 1.500 οκάδες μολύβι. Όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη αναμέτρηση.
Εικόνα
σύγχρονη άποψη του Αιτωλικού (Ανατολικό)

Στις 17 Σεπτεμβρίου, οι δύο πασάδες, αφού ενώθηκαν στο Βραχώρι (Αγρίνιο), έφτασαν στα Γουριά (βορειοδυτικά του Αιτωλικού) με 17.000 στρατό (εξ ων 2.000 ιππείς) και 8 κανόνια. Μαζί τους ήταν και ο «προδότης» Γ. Βαρνακιώτης. Γνωρίζοντας για το νέο βελτιωμένο τείχος του Μεσολογγίου και την αρκετά ισχυρή φρουρά του, επέλεξαν τελικά το Αιτωλικό (Ανατολικό) ως στόχο. Χτισμένο πάνω σε νησίδα της λιμνοθάλασσας, ήταν ατείχιστο και εξαιρετικά ευάλωτο. Στις 20 του μήνα στρατοπέδευσαν στην Παλιοσάλτσενα, κατέλαβαν το Γαλατά και το Μποχώρι, για τον έλεγχο της οδού ανεφοδιασμού από την Πάτρα, ενώ στις 27 παρατάχθηκαν έξω από το Αιτωλικό, του οποίου το βομβαρδισμό άρχισαν στις 2 Οκτωβρίου.

Από ενέδρα σε 200 Τούρκους ιππείς και άνδρες του μηχανικού, οι Έλληνες, τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου, επιβεβαίωσαν τον πραγματικό στόχο της πολιορκίας και την άλλη μέρα μετέφεραν 7 κανόνια στο Αιτωλικό ώστε να πλήττουν πιο συστηματικά το πυροβολικό του Μουσταή. Στις 5 Οκτωβρίου οι πολιορκημένοι απέρριψαν τις προτάσεις για παράδοση και αμνηστία, αποφασίζοντας να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων για την ελευθερία. Το πιο οξύ πρόβλημα των υπερασπιστών αποτελούσε η έλλειψη νερού, ιδίως μετά την κατάληψη του χωριού Κεφαλόβρυσο, βόρεια της πόλης και τη διακοπή της υδροδότησής της, γεγονός που προκάλεσε πολλά θύματα στον άμαχο πληθυσμό. Οι προσπάθειες του Μουσταή να προσεγγίσει τα αβαθή νερά γύρω από το Αιτωλικό, με ειδικά πλοιάρια χωρίς καρίνα, αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από τους αμυνόμενους. Στις 25 Οκτωβρίου ο Μεταξάς ζήτησε την αποστολή πλοίων ώστε να αντιμετωπιστεί ο ναυτικός αποκλεισμός. Τελικά προτού φτάσουν τα υδραιο-σπετσιώτικα καράβια, η τουρκική μοίρα αποχώρησε (τέλη Οκτωβρίου) για το Αιγαίο αφήνοντας μόνο 4 μπρίκια στη λιμνοθάλασσα.

Στις 8 Νοεμβρίου συνέβη ένα περιστατικό που έλυσε οριστικά το πρόβλημα υδροδότησης του Αιτωλικού που ταλάνιζε επί σχεδόν 50 μέρες τους υπερασπιστές της πόλης. Κατά τη διάρκεια της δοξολογίας, ανήμερα της γιορτής των Ταξιαρχών, στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, μια εχθρική οβίδα αφού διαπέρασε την οροφή του ναού άνοιξε κρατήρα στο δάπεδο, από όπου άρχισε να αναβλύζει πόσιμο νερό. :o Το γεγονός αποδόθηκε σε θεϊκή παρέμβαση και ενίσχυσε σημαντικά το ηθικό των πολιορκημένων.

Αντίθετα, το αλβανικό στράτευμα είχε αρχίσει πλέον να εξαντλείται, από την παράταση της πολιορκίας, την κόπωση, τις αρρώστιες, τις απώλειες και τις ελλείψεις σε εφόδια. Στις 17 Νοεμβρίου, 350 άνδρες υπό τον Κ. Τζαβέλα έστησαν ενέδρα σε εχθρική εφοδιοπομπή στη θέση «Σκαλί», μεταξύ Αιτωλικού και Μεσολογγίου κοντά στο όρος Αράκυνθος (Ζυγός). Οι απώλειες των Τούρκων ξεπέρασαν τους 420 νεκρούς, και το γεγονός επέδρασε καταλυτικά στην ψυχολογία των πολιορκητών. Από την επόμενη μέρα, άρχισε σταδιακά η άρση της πολιορκίας, ενώ από τις 26 ξεκίνησε η διαδικασία της αποχώρησης που ολοκληρώθηκε έως τα τέλη του Νοεμβρίου. Ο επερχόμενος χειμώνας και οι έριδες που ξέσπασαν ανάμεσα σε Γκέγκηδες, Τόσκηδες και Μιρδίτες, επηρέασαν την απόφαση για παύση των επιχειρήσεων. Προφανώς στη λύση της πολιορκίας συνετέλεσε και η ταυτόχρονη άφιξη (30 Νοεμβρίου) στο Μεσολόγγι μιας ναυτικής μοίρας (13 μπρίκια και 3 πυρπολικά) υπό τους Λ. Πινότση και Π. Μπόταση, που μετέφερε τον Μαυροκορδάτο, πρόεδρο πλέον του Βουλευτικού, ως νέο γενικό διευθυντή δυτικής Ελλάδος, στη θέση του Κ. Μεταξά.
Εικόνα
πανοραμική άποψη του Αιτωλικού

Η πολιορκία των 70 ημερών του Αιτωλικού, προκάλεσε απώλειες στους πολιορκητές τουλάχιστον 2.200 ανδρών (οι 1.500 από αρρώστιες) ενώ η ελληνική πλευρά θρήνησε 23 νεκρούς ενόπλους και πάνω από 180 αμάχους, λόγω του καθημερινού βομβαρδισμού της πόλης από το πυροβολικό του εχθρού (συνολικά έπεσαν 2.500 οβίδες – αριθμός φυσικά ελάχιστος σε σχέση με τις 2.000 βόμβες την ημέρα (!) που έπεφταν στο Μεσολόγγι στην πολιορκία του 1825-1826). Ο Μουσταής, καθώς διέρρεαν πληροφορίες για ταραχές στο πασαλίκι του, και έχοντας χάσει σχεδόν το 25% του στρατεύματός του από την αρχή της εκστρατείας, φοβούμενος παράλληλα τους Μαυροβούνιους αλλά και την οργή του σουλτάνου, δεν είχε πλέον άλλη επιλογή από το να επιστρέψει ντροπιασμένος στη Σκόδρα. Ο Ομέρ Βρυώνης, αποσύρθηκε κι εκείνος στην Άρτα για να αναλάβει από αρχές 1824 βαλής της Θεσσαλονίκης χωρίς άλλη συμμετοχή πλέον στην ελληνική επανάσταση.

Εκτιμήσεις – συμπεράσματα

Οι προσδοκίες που γέννησε η εμπλοκή ενός τόσο φιλόδοξου και ισχυρού πασά, όπως ο Μουσταής, στην προσπάθεια καταστολής της επανάστασης, διαψεύστηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Η απρονοησία που επέδειξε στη μάχη του Κεφαλόβρυσου λόγω της αλαζονείας και της υπερβολικής του αυτοπεποίθησης, παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Επιπλέον η εμμονή του να μην παρακάμψει την οχυρωμένη τοποθεσία της Καλιακούδας, του επέφερε νέες απώλειες και καθυστέρηση. Κατά την πορεία από τα Τρίκαλα προς το Μεσολόγγι απώλεσε πλήρως το στοιχείο του αιφνιδιασμού αλλά και του πανικού που προξένησε στο ελληνικό στρατόπεδο, αφού χρειάστηκαν σχεδόν 60 μέρες (!) για να φτάσει στο Αιτωλικό. Η έλλειψη επαρκούς πυροβολικού αλλά και η φυγή του μεγαλύτερου μέρους του τουρκικού στόλου από τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, τέλη Αυγούστου, προτού ακόμη φτάσουν οι 2 πασάδες, δημιούργησε τα πρώτα προβλήματα στον ανεφοδιασμό. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι τα ελληνικά σώματα στη δυτική Ελλάδα, παρά τον ευμεγέθη αριθμό τους, σχεδόν 8.000, ήταν διάσπαρτα, σε μεγάλο βαθμό ασυντόνιστα, χωρίς ενιαία ηγεσία, ενώ ρίχτηκαν τμηματικά στον αγώνα. Ακόμη και ο χαρισματικός Μ. Μπότσαρης αμφισβητούνταν έντονα στην αρχή της εκστρατείας από το σύνολο σχεδόν των ντόπιων οπλαρχηγών.

Ο Μουσταής, αν και το Μάιο του 1829, στα πλαίσια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829), ενίσχυσε με τις δυνάμεις του το σουλτάνο, το Μάρτιο του 1831 ήρθε σε σύγκρουση μαζί του. Παρά τις αρχικές του επιτυχίες, υποχώρησε και πολιορκήθηκε στη Σκόδρα για 6 μήνες από τον τότε μεγάλο βεζύρη Κιουταχή. Παραδόθηκε τον Νοέμβριο του 1831 και κρατήθηκε σε ομηρία στην Κωνσταντινούπολη για 15 χρόνια. Στη συνέχεια ανέλαβε τη διοίκηση στα βιλαέτια της Άγκυρας, της Ερζεγοβίνης και της Μεδίνας όπου πέθανε τον Μάιο του 1860.

Το συνολικό σουλτανικό σχέδιο επιχειρήσεων εντός του 1823 απέτυχε παταγωδώς. Η στρατιά των 10.000 ανδρών του Γιουσούφ Περκόφτσαλη παρά τις αρχικές της επιτυχίες στη Βοιωτία και τη Φωκίδα, αναχαιτίστηκε από τον Ανδρούτσο και στράφηκε μέσα Ιουλίου στην Εύβοια, όπου κατέστειλε με αγριότητα την επανάσταση στο βόρειο τμήμα του νησιού. Για άγνωστους όμως λόγους, τέλη Αυγούστου, επέστρεψε στη Λάρισα, πριν ακόμη πολιορκηθεί το Αιτωλικό από τον Μουσταή. Παράλληλα οι Έλληνες άρχισαν πάλι τις πολιορκίες της Πάτρας (τον Ιούλιο), της Χαλκίδας και της Καρύστου (το Νοέμβριο), ενώ στις 26 Οκτωβρίου παραδόθηκε ο Ακροκόρινθος στον Κολοκοτρώνη. Μόνο στη Θεσσαλία ο Κιουταχής κατάφερε στα μέσα Αυγούστου, να καταστείλει κάθε επαναστατική εστία στην ανατολική Μαγνησία ενώ στην Κρήτη αποβιβάστηκαν, τον Ιούνιο, επιπλέον 5.000 Αιγύπτιοι υπό τον ικανότατο Χουσεΐν μπέη. Στη θάλασσα, όμως, ο ελληνικός στόλος επεκράτησε του οθωμανικού σε όλες τις ναυμαχίες που διεξήχθησαν το φθινόπωρο (στις 15 Σεπτεμβρίου στον Άθω, στις 11 Οκτωβρίου στη Σκόπελο και στις 21 του ίδιου μήνα σε Ευβοϊκό – Μαλιακό), καθιστάμενος ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος του Αιγαίου. Ο σουλτάνος, αφού κατά τη συνήθη τακτική του, αντικατέστησε τον Δεκέμβριο τον μεγάλο βεζύρη ως αποτυχημένο, αναζήτησε πλέον, αρχές 1824, έναν νέο ισχυρό σύμμαχο στο πρόσωπο του ημιανεξάρτητου ηγεμόνα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή, ρόλο που δεν μπόρεσε να παίξει ο Μουσταής. Η επανάσταση στο εξής θα είχε να αντιμετωπίσει έναν τρομερό αντίπαλο, ικανό, αδίστακτο και αποφασιστικό και μια ενιαία τουρκοαιγυπτιακή πολεμική μηχανή με ανεξάντλητους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό.

Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων στα τέλη του 1823, παρά τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, στιγματίστηκε από τα εμφύλια πάθη, τις αντιθέσεις και τη σταθερά αυξανόμενη αγγλική παρέμβαση, μέσω του υπό σύναψη δανείου, σε μια περίοδο που το ελληνικό ζήτημα επρόκειτο να συζητηθεί σε ευρωπαϊκή διάσκεψη την επόμενη Άνοιξη στην Πετρούπολη. Ο πρώτος καταστροφικός εμφύλιος που ξέσπασε, 25 Νοεμβρίου, αμέσως μετά την αναχαίτιση του Μουσταή (!) και διήρκεσε σχεδόν 7 μήνες, ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες κυβερνήσεις σε Ναύπλιο και Κρανίδι, διατάραξε τις όποιες ισορροπίες υπήρχαν στο εσωτερικό μέτωπο και αποδυνάμωσε σε επικίνδυνο βαθμό την πολεμική ετοιμότητα και αμυντική ικανότητα των Ελλήνων, που θα περνούσαν μέσα στο 1824 δραματικές στιγμές.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
The Rebel
Δημοσιεύσεις: 29747
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 18:18
Phorum.gr user: Wild Rebel

Re: Έλληνες και Αλβανοί, μια φυλή;

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από The Rebel » 17 Οκτ 2023, 20:51

10-17-2023
«Είμαστε Έλληνες»! Ανατριχιαστικό ΒΙΝΤΕΟ από την Β. Ήπειρο εν όψει της απογραφής του πληθυσμού.

Εικόνα

Δείτε:



https://www.el.gr/ethnos/eimaste-elline ... astiko-vi/

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Ιστορία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών