[ Συνεχώς έρχεται χρυσάφι απ' την Ρουμανία. Κι αν ο χρυσός ήταν κινεζικός , καθόλου παράδοξο δεν θα ήταν η Κλεισούρα να μετατραπεί σε κινεζική πόλη.







Ειδήσεις για τους Βλάχους από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιωάννου Απόκαυκου. Ζητήματα συμβίωσης ρωμαϊζόντων με ελληνίζοντες στη Μικρά Βλαχία
https://vlahoi.net/istories-gegonota/ap ... us-vlahous
Στις 8 Ιουνίου του 1228 ένας «προνοιάριος» κάποιου χωριού, που βρισκόταν στα όρια της μεγάλης τότε μητρόπολης Ναυπάκτου, προσήλθε στον μητροπολίτη Ιωάννη Απόκαυκο , για να του εξομολογηθεί τα συμβάντα που τον οδήγησαν στο φόνο ενός ανθρώπου και να ζητήσει έλεος για το μεγαλύτερο αμάρτημα έν τω κόσμω.
1. Ήταν παρέα, μας λέει το κείμενο , με τον «μεγαλυπέροχο πρωτοβεστιαρίτην του πανευτυχέστατου δεσπότου κύρι Μανουήλ του Δούκα» , δηλ. τον Γεώργιο Χωνιάτη - ανεψιό του γνωστού μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη -, ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί το χωριό και να διανυκτερεύσει· προέτρεψε μάλιστα τον «προνοιάριο» συνοδό του να στείλει κάποιον πιο μπροστά, γίά να φροντίσει τα της φιλοξενίας. Ο προνοιάριος μήνυσε στον «κρείττονα», δηλ. στον πρόεδρο του χωριού, να ετοιμάσει ένα καλό φαγητό για τον υψηλόβαθμο άξιωματούχο-φιλοξενούμενο, άλλα κάτι τον έκαιγε μέσα του ότι δεν το φρόντισε, γνωρίζοντας ότι οι κάτοικοι του χωριού ήταν πολύ αφιλόξενοι.
Το απόβραδο φτάνουν στη μέση του χωριού ο προνοιάριος με τον πρωτοβεστιαρίτη και οι χωρικοί - που ήταν πάροικοι του προνοιαρίου - τους υποδέχονται με βαρυθυμία· ο προνοιάριος ευθύς ως διαπίστωσε ότι η παραγγελία του έπεσε στο κενό άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα προς τον προεστό για την αδιαφορία του: του είχε διαμηνύσει να ετοιμάσει ένα ψητό αρνάκι για την αφεντιά τους και τώρα διαπίστωνε ότι εκείνος δεν φρόντισε ούτε για μια μερίδα, ούτε για ένα ποτήρι νερό. Στη ζωηρή κουβέντα που άναψε μεταξύ τους, πετάχτηκε μέσα από το πλήθος των παροίκων ένας θερμόαιμος χωρικός που απευθύνοντας τον λόγο στον προνοιάριο υβριστικά, τον ανάγκασε να ξεστομίσει, όπως μας λέει αυτολεξεί το κείμενο: «Σα πολλά τσαμπουνίζεις και πρόσεχε καλά!» (ρημ. Τσαμπουνίζω > νεοελλ. τσαμπουνώ) .
Τότε διπλασιάστηκε η οργή του αφέντη, γιατί απροκάλυπτα ο θρασύς όχι μόνο πετάχτηκε απροσκάλεστος στη μέση αλλά σήκωσε ανάστημα απέναντι στον «προνοιάριο», αυτός ένας τυχαίος πάροικός του, κι έβγαλε γλώσσα, απρεπή. Τον αρπάζει λοιπόν από τα μαλλιά, τον φέρνει γύρες και τον σωριάζει στο χώμα με πρόθεση να του δώσει ένα καλό μάθημα για να μην αυθαδιάζει άλλη φορά. Όμως το χτύπημά του ήταν πέρα και πάνω απ’ τις προθέσεις του: «Έκειτο, λοιπόν, ο άνθρωπος» λέει το κείμενο, «επί της γης μη λαλών, μη κινούμενος» . Ο προνοιάριος νόμισε στην αρχή ότι προσποιείται τον άψυχο, αλλά ο άνθρωπος, μελανιασμένος στο πρόσωπο σαν να τον έβαψαν (φαίνεται από καρδιακό επεισόδιο), είχε ξεψυχήσει. Τώρα ο ακούσιος φονιάς καταφεύγει στον μητροπολίτη να ζητήσει συγχώρεση και να δεχτεί τα επιβαλλόμενα επιτίμια , μετανοημένος για την πράξη του.
Μετέφερα εδώ με δικά μου λόγια μια ιστορία από εκείνες τις μικρές, λογοτεχνικές και τόσο ενδιαφέρουσες ιστορίες-ούλες του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Αποκαύκου ενός μεγάλου βυζαντινού λογίου, το έργο του όποιου μελετώ εδώ και χρόνια , επειδή η ιστορία αυτή είναι η πιο διάσημη τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στις πηγές-μαρτυρίες για τους Βλάχους . Γιατί το χωριό στο όποιο διαδραματίστηκε η σκηνή του φονικού δεν ήταν παρά ένα χωριό «κατά Βλαχίαν» και οι κάτοικοί του ήταν «χωρίται και μάλλον γένος βλαχικόν» · κατά το μεγαλύτερο μέρος Βλάχοι. Και αυτό το γένος χαρακτηρίζεται αφιλόξενο «και προς ένα πόδα προβάτου και σκληρυνόμενον και φειδωλευόμενον» , πεισματάρικο γένος, χωρίς διάθεση να προσφέρει «βρώσιμον ουδέ έν ουδέ πόσιμον» , σε σχέση πάντα με τους συγκεκριμένους επισκέπτες της Ιστορίας.
Το κείμενο αυτό, αν και γνωστό από τις αρχές του αιώνα άρχισε ν’ απασχολεί τους ερευνητές μόνο τα τελευταία χρόνια επειδή οι περί τον Απόκαυκον σπουδές κινήθηκαν γοργά, όταν ανακαλύφθηκε πόσο πλούσια πηγή είναι τα κείμενά του για τους μελετητές του βυζαντινού δικαίου , της εσωτερικής ιστορίας του λεγόμενου Δεσποτάτου της Ηπείρου , της καθημερινής ζωής του Βυζαντίου 18 άλλα και της λογοτεχνικής δύναμης του Ιωάννου Απόκαυκου . Η διάσταση που προσέλαβε η έρευνα κατά τις δύο τελευταίες κυρίως δεκαετίες είναι αναμφισβήτητα ευρεία.
Τέτοιες ιστορίες σχετικές με τους Βλάχους δεν είναι πολλές στο έργο του Απόκαυκου , αλλά είναι ενδιαφέρουσες, γιατί ο βυζαντινός λόγιος με λογοτεχνική μαεστρία τις πλέκει στα γραπτά του και θα άξιζε να τις αναλύσουμε όλες εδώ, άλλα ο χώρος μας είναι περιορισμένος. Θα αρκεστούμε σε μία ακόμη περιληπτική αφήγηση, που προβλημάτισε ιδιαίτερα τους ερευνητές .
2. Είναι απόγευμα μετά τον εσπερινό και ο Απόκαυκος μαζί με τον φίλο του, τοπικό επίσκοπο, κάνουν τη βόλτα τους γύρω από τον ναό της Θεοτόκου στη Βόνιτσα· αποσταμένοι κάθονται στα μαρμάρινα σκαλιά του πρόναου να ξεκουραστούν. Βλέπουν κάποια στιγμή να πλησιάζει ένας άνδρας, Συμεών Σγουρόπουλος το όνομά του, που είχε τυλιγμένο με τουλοπάνι το κεφάλι και με μια γυναικεία μαντήλα κρεμούσε από το λαιμό του το καταμωλωπισμένο χέρι του. Αυτός αρχίζει να εξιστορεί το πάθημά του στους δυο εκκλησιαστικούς ηγέτες: Ένας Αυρηλιόνης, «Ρωμαίων άποικος, όνομα Κωνσταντίνος» , πριν από ένα χρόνο παραμόνευσε τη θυγατέρα του Σγουροπούλου, Βλασία, που ήταν ένα αγνό κοριτσόπουλο, και την ώρα που πήγαινε να πάρει νερό («απερχομένην υδρεύσασθαι από της εγγιστά που πηγής» , λέει το κείμενο), αφού την άρπαξε και την έσυρε σ’ ένα χαντάκι («κατασχών και περί τινα ραγάδα γης αγαγών») , όπου νόμιζε ότι η Βλασία δεν θα μπορούσε να ακουστεί και να βοηθηθεί έστω κι αν φώναζε, «την παρθενικήν εκείσε πυλίδα της Βλασίας ανέωξε» . Ο βιασμός της κοπελιάς προξένησε την εγκυμοσύνη της, μια πρώτη συμφορά του άτυχου Σγουρόπουλου· η δεύτερη ήταν πρόσφατη: ο Αυρηλιόνης, επειδή ο αδύναμος γονιός διέδιδε τα παθήματα του υπερασπιζόμενος την κόρη του, «μεθ’ ομογενούς λαού επελθών περί το μέσον δρόμον της αυτίκα νυκτός» , μεσάνυχτα δηλ., «επελεύκαινε δε σελήνη την νύκτα εκείνην, και το πλήθος εικάζειν ην εις τριάκοντα» (μπόρεσε να δει με το φως του φεγγαριού και να υπολογίσει ότι ήταν περίπου τριάντα άτομα) «εμέ τε και Νικόλαον, τον εφ’ ετέρα θυγατρί μου γαμβρόν, απανθρώπως ράβδοις ηκίσαντο» (με ραβδιά τους χτύπησαν)· «και ο μεν Νικόλαος, φησί, κατάπληγος υπ’ αυτών γεγονώς, επί κλίνης κείται και δεμνίων και ωσανεί θανατά (βρίσκεται στο κρεββάτι δεμένος με κεφαλόδεσμους κι όπου να ’ναι πεθαίνει
) εγώ δε ως όρατε» . Και δείχνει ο ταλαίπωρος τα χτυπήματά του και με μια ιατροδικαστική περιγραφική ακρίβεια ο Απόκαυκος, αφού βλέπει το κατάπληγο σώμα, εφοδιάζει τον παθόντα μ’ ένα χαρτί, για να παρουσιαστεί στον «πανευκλεέστατον πρωτοβεστιάριον και πανοικειότατον τω κραταιώ Κομνηνώ» , καταγγέλοντας τον ανελέητο νέο. Και δεν θα ’χε σημασία η ιστορία για το θέμα μας αν αυτός και οι 30 περίπου του «ομογενούς του λαού» δεν ανήκαν στο γένος των Βλάχων: «Βλάχους τούτο το γένος ο καιρός ωνόμασεν» .
Αν ο σκοπός μας ήταν μόνο να επισημάνουμε και να συγκεντρώσουμε τις μαρτυρίες του Απόκαυκου για τους Βλάχους (αυτό ήδη το πραγματοποιήσαμε προ πολλού άλλου ), ο σκοπός αυτός δεν θα είχε νόημα. Οι στόχοι αυτού του μελετήματος είναι μέσω αυτών των ειδήσεων-μαρτυριών του Απόκαυκου να συνδεθούμε με κάποια ευρύτερα προβλήματα, ζητήματα που απασχόλησαν ή και απασχολούν ακόμη την έρευνα. Θέτουμε λοιπόν αμέσως επί τάπητος τρία τέτοια ζητήματα:
α) το ζήτημα της παρουσίας των Βλάχων στη Δυτική Ελλάδα (καλύτερα στον χώρο της δικαιοδοσίας του μητροπολίτη Ναυπάκτου, μιας περιοχής δηλαδή που ορίζεται ως κλειστή γεωγραφικά περιοχή στη Δυτική Στερεά και την Ήπειρο κατά τον 13ο αί.) και ο συσχετισμός τους με την αινιγματώδη Provintia Velehative η Βελεχατουΐα, που ξανατέθηκε προς έρευνα αποκλειστικά εξ αφορμής των ειδήσεων του Απόκαυκου .
β) το ζήτημα της ετερότητας των Βλάχων με τη συσσωμάτωσή τους στη βυζαντινή κοινωνία της συγκεκριμένης περιοχής, όσο μπορούν τέτοια θέματα να φωτιστούν από τα γραφόμενα του Απόκαυκου.
γ) Το ζήτημα του πως εξηγείται η «αρνητική» - αν είναι αρνητική - θέση του λόγιου μητροπολίτη Ναυπάκτου απέναντι στο «γένος των Βλάχων».
Προτού όμως δούμε τα θέματα αυτά, που αναδύονται μέσα από τις διασκεδαστικές περιγραφές, αλλά ταυτόχρονα και από τις σποραδικές αναφορές του Απόκαυκου σε διάφορα σημεία του λόγου του, θα πρέπει να θυμηθούμε λίγο τη φερεγγυότητα του προσώπου-μάρτυρος (πληροφοριοδότη), καθώς η στάση του είναι εντελώς καθαρή και οι λόγοι του προέρχονται από μάτια, ψυχή και νου ενός άγρυπνου και οξυδερκέστατου βυζαντινού λογίου.
Ο Ιωάννης Απόκαυκος προέρχεται από ένα περιβάλλον της βυζαντινής πρωτεύουσας , όπου κατάφερε να πάρει μια αξιόλογη μόρφωση ως το ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης στο σύστημα της εποχής . Φαίνεται ότι ο θείος του, ο γνωστός επίσης βυζαντινός λόγιος Κωνσταντίνος Μανασσής , τον πήρε μαζί του στη Ναύπακτο, όταν εκείνος έγινε μητροπολίτης, και του άνοιξε το δρόμο για την απόμακρη αυτή πόλη με τους νέους ορίζοντες του κράτους των αδελφών Μιχαήλ Α' Κομνηνού και Θεοδώρου Α' Κομνηνού-Δούκα . Η τοποθέτηση μητροπολιτών μακριά από το κέντρο του Βυζαντίου επιφέρει ως συνακόλουθο το παράπονο των μορφωμένων ιεραρχών που εγκαταλείπουν την αίγλη της πρωτεύουσας, για να κερδίσουν τον ύψιστο βαθμό της σταδιοδρομίας τους. Ένας κοινός τόπος, η formula «βεβαρβάρωμαι χρόνιος ων εν βαρβάροις» με διάφορες παραλλαγές (π.χ. εν Ελλάδι , πρβλ. το παράπονο του Ιωάννη Μαυρόποδος, όταν αυτός εκλέγεται μητροπολίτης Ευχαΐτων ή ακόμη και του Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας όταν αυτός τοποθετείται Αρχιεπίσκοπος στην Αχρίδα, μακριά από την πρωτεύουσα ) χρησιμοποιείται από τους λόγιους αυτούς μητροπολίτες ως μοτίβο υπερβολής, για να δείξει την πνευματική φτώχεια των πόλεων στις οποίες αισθάνονται ως εξόριστοι. Αυτές οι διευκρινίσεις μας είναι απαραίτητες για να καταλάβουμε και τον Απόκαυκο, όταν αυτός εγκαθίσταται οριστικά στη Ναύπακτο και εκδηλώνει το ίδιο παράπονο σε επιστολή π.χ. προς τον φίλο του αρχιεπίσκοπο τότε Αχρίδος Δημήτριο Χωματηνό (-ιανό), αναπολεί τις ανεπανάληπτες στιγμές που έζησαν μαζί ως φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης με τούτα τα λόγια:
«Αλλ' οτε της Κωνσταντίνου ηύγει ο λύχνος και το σεβαστόν της Σοφίας μέγα τέμενος ηύγαζε, περί χορούς φιλοσόφων, περί ρητόρων ξυλλογάς εστρεφόμεθα και υπ’ αυτών περιελαλούμεθα, άλλου άλλο προβαλλομένου θεώρημα τε και ζήτημα επιστήμης αφ’ εκατέρας ταύτης και τέχνης· ότε δε εις την επισκοπικήν αψίδα αναβεβήκαμεν... τότε δη τότε των ενάρθρων εκείνων και φιλοσόφων φωνών τας ανάρθρους των ζώων τας ασημάντους αντηλλαξάμεθα, και τούτο δη το της παροιμίας “αφ’ ίππων εις όνους μεταπεπτώκαμεν” και όπη τύχη πλανώμεθα και άλλοι άλλοτε ενσκηνούμεθα» . Από τα παλάτια στις καλύβες!
Κι όταν δέχεται επί πλέον και την καταδιωκτική μανία του πολιτικού άρχοντα της περιοχής, του αδελφού του Θεοδώρου Κωνσταντίνου Δούκα , τότε ξεσπάει σ’ ένα πραγματικό παράπονο-παραλήρημα: «Εγώ δ’ εφάπαξ της επισκοπής εκκρουσθείς και από μητροπολίτου εις χωροεπίσκοπον καταβάς, εν παροικία υπό την εκκλησίαν ποιούμαι την δίαιταν, και σύνειμι χωρικοίς και παρά βόας έχω και βώλον και άροτρον, και πονούμαι περί υδραγωγούς, και ορχάτους ανακαθαίρω φυτών, και δίκας δικάζω ο μητροπολίτης (ο γνώριμος εν Εώα, ο εν Εσπέρα μη άγνωστος, ο εν τη Βασιλευούση πάλαι υποβλεπόμενος, ως οι πολλοί μη ορθώς δοξάζουσιν, ο ελλόγιμος), όσας κλοπή συνίστησιν αμαξών, όσας όνοι αλλότρια βρωματιζόμενοι λήια και τας ουράς εντεύθεν αποκοπτόμενοι και όσας φωριόν τι σκεύους γεωργικού· φούρτιβον δε το κλέμμα γλώσσα καλεί ρωμαΐζουσα» . Καταλαβαίνουμε τώρα καλύτερα γιατί ο «γνώριμος εν Εώα» και ο «εν Εσπέρα μη άγνωστος», ο «ελλόγιμος» Ιωάννης Απόκαυκος αρέσκεται στο να παρεμβάλλει στα κείμενά του πληροφορίες που αφορούν συνήθειες των κατοίκων της περιοχής του κι όσα παράδοξα του προκαλούν εντύπωση, όπως τα βλάχικα, η ρωμαΐζουσα δηλ. γλώσσα. Περιστοιχιζόμενος από το «γένος των Βλάχων» που ανάμικτα συμβιώνει με τους την «ελληνίζουσα φωνήν» ομιλούντες, ο Απόκαυκος δυσφορεί απέναντι σε ό,τι αυτός θεωρεί ως ξένο ή και παράξενο, όπως το «αλλότριον γένος» των Βλάχων. Τώρα μπορούμε να δούμε συνοπτικά τα τρία ζητήματα που σχετίζονται με το «γένος» αυτό.
Το πρόβλημα του γεωγραφικού προσδιορισμού της Βελεχατουΐας
Τις ειδήσεις του Απόκαυκου τις σχετικές με τους Βλάχους και την αινιγματώδη Βελεχατουΐα είχα συγκεντρώσει στο παρελθόν σε σχετική με την καθημερινή ζωή στο Δεσποτάτο της Ηπείρου εργασία μου , και, καθώς διαπίστωνα ότι η παρουσία Βλάχων στο περιβάλλον της μητρόπολης Ναυπάκτου ήταν αδιαμφισβήτητη, τόλμησα να διατυπώσω αρκετά ενωρίς την άποψη - σε συνδυασμό και με την ύπαρξη του τοπωνυμίου Βλαχοκάτουνον στις πρώτες οροσειρές λίγο πιο έξω από τη Ναύπακτο - ότι: «Δεν αποκλείεται η περιοχή να σχετίζεται με τα προβλήματα της αινιγματώδους "Provintia Velechative" και τις επαφές με την ανατολική χέρσο Ελλάδα και τη Θεσσαλία» , γνωρίζοντας ασφαλώς το μέγα πρόβλημα από την ως τότε έρευνα του Διονυσίου Ζακυθηνού στη θαυμάσια μονογραφική εργασία του «Μελέται περί της Διοικητικής διαιρέσεως εν τω βυζαντινώ κράτει» (κεφ. β', H Partitio Romaniae). Την άποψή μου δε αυτή ενίσχυε ο χαρακτηρισμός του Pouqueville για την περιοχή ως Colonie de Valaques Bomiens .
Στο γεωγραφικό πλαίσιο της Βελεχατουΐας και πάντα σε συνάφεια με την ευρύτερη περιοχή βορείως της Ναυπάκτου επικέντρωσα επίσης την προσοχή μου στα γραφόμενα του Απόκαυκου σε μια επιστολή του προς τον μητροπολίτη Δυρραχίου Δοκειανόν , στην οποία ο αποστολεύς περιλαμβάνει το εχθρικό πρόσωπο του Κωνσταντίνου Δούκα και το ειρωνεύεται: εξουσιάζει τάχα την Βελεχατουΐαν, αλλά δεν νοιάζεται καθόλου για τις επιδρομές του γειτνιάζοντος Θωμά του κυριάρχου της υπό λατινική κατοχή γης δίπλα του· κι αυτός το χειμώνα ζαρώνει, σαν τα φοβισμένα ζώα, και το καλοκαίρι παραθερίζει («επί ποταμόν καθέζεται τον Βελούχοβον») , οι πηγές του οποίου για μένα ήταν σαφώς γνωστές και αυτονόητα προσδιορισμένες γεωγραφικά, στις παρυφές του χωριού Βελούχοβο (το οποίο έδωσε στο ποτάμι ή πήρε το όνομα από το ποτάμι), σε μια εποχή που χτένιζα την περιοχή πριν από τον καταποντισμό της τεχνητής λίμνης του Μόρνου .
Με αυτές τις απόψεις και παρατηρήσεις στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου δόθηκε η ευκαιρία κατά τις προφορικές συζητήσεις που έγιναν με τον επιφανή Βλάχο - μακαρίτη πια - Λέανδρο Βρανούση να διατυπώνω με επιμονή την άποψη ότι ο προσδιορισμός του τοπωνυμίου Βελά που συνήθως συνδεόταν με την Ήπειρο θα έπρεπε να επανεξεταστεί, επειδή σε ορισμένα κείμενα του Απόκαυκου (όπως είναι και η επιστολή του προς τον Δοκειανόν) η τοπωνυμία Βελά ασφαλώς συνδεόταν με την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Ναυπάκτου · πίστευα μάλιστα τότε, παρασυρμένος από την άποψη του Παρθενίου Πολάκη , ότι ο Ιωάννης Απόκαυκος πρώτοεξορίζεται από την μητρόπολη της Ναυπάκτου στην αντιδικία του με τον Κωνσταντίνο Δούκα «στο περιβάλλον μιας ανύπαρκτης βέβαια μονής "Βελάς" κοντά στη Ναύπακτο» κι ακόμη ότι η άποψη αυτή θα ανέτρεπε τις ως τώρα απόψεις ότι ο Απόκαυκος πέθανε στη μονή Κοζύλης της ηπειρωτικής Βελάς, ενώ θα μπορούσε λογικά να πεθάνει στον δρόμο προς τη Μονή Οσίου Λουκά , σε μια μονή περίπου ομόηχη, τη μονή Κοζίτσης , στο γεωγραφικό δηλ. περιβάλλον της Βελάς κοντά στον Μόρνο. Σε μια προαναγγελθείσα μελέτη μου με τίτλο «Η βυζαντινή τοπογραφία της κοιλάδας του Μόρνου» , όπου περιλαμβάνονται σπουδαία μεσοβυζαντινά μνημεία της περιοχής, καταποντισμένα σήμερα από την τεχνητή λίμνη του ποταμού , τα ιστορικά, τοπογραφικά και εκκλησιαστικά ζητήματα κατέχουν κυρίαρχη θέση.
Έτσι είχαν περίπου τα πράγματα όταν στην αινιγματώδη Βελεχατουΐα για πρώτη φορά συστηματικά επανήλθαν η Αικατερίνη και ο Σπύρος Ασδραχάς. Σε ομότιτλο (Βελεχατουΐα) άρθρο επιχειρούν να ξεδιαλύνουν τη σχέση της Βελεχατουΐας με τους Λεχαβάτες που αναφέρονται στην Partitio Romaniae (με έναν πιθανό αναγραμματισμό... θα μπορούσαν να γίνουν Βελαχάτες ή Βελεχάτες κι από αυτούς να προέλθει η Velechativa, δηλ. η Βελαχάτοβα , πιθανό τοπωνύμιο το οποίο οι συγγράφεις προσπαθούν να εντοπίσουν με βάση τα τρία γνωστά χωρία του Απόκαυκου στα όποια άναφέρεται η Βελεχατουΐα. Η Αικατερίνη και ο Σπύρος Ασδραχάς, σχολιάζοντας τα χωρία αυτά και συνδυάζοντας τις παρατηρήσεις μου για τις γεωγραφικές και ιστορικές συνδηλώσεις της παρουσίας του Κωνσταντίνου Δούκα, κυριάρχου της Βελεχατουΐας, στη συγκεκριμένη περιοχή, οδηγούνται στον χώρο, όπου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γεωγραφικά ως Βελεχατουΐα, στο πλέγμα δηλ. των τοπωνυμίων Βελά, Καρούτες, Λιδορίκι, Βελούχοβο.
Για τον ποταμό Βελούχοβο οι συγγραφείς μας προτείνουν μια πράγματι «ελκυστική εικασία» ότι ίσως αρχικά ήταν Βελίχοβος (Velihovo < Veli = μεγάλος + κατάληξη ονο = Μέγας-ποταμός) , για να καταλήξουν τελικά στο ότι ο τύπος Velechativa, ο όποιος σε μια «από τις γραφές της παράδοσης της Partitio Romaniae καταγράφεται ως Velechatuie» , επιτρέπει να εντοπίσουμε ένα μέρος της περιοχής αυτής: «Πρόκειται για το Λιδορίκι», λένε οι συγγραφείς, «με δεξιά και αριστερά το Βελούχοβο και τις Καρούτες και νοτίως, κάτω από το λιδωρικιώτικο στενό, τη Βελά, αν το χάνι της Βελάς συνδέεται πράγματι με τη Βελά του Απόκαυκου. Τα ορεινότερα της Βελεχατουΐας θα προχωρούσαν, στα βόρεια, στα Βαρδούσια. Αντιθέτως», καταλήγουν, «δεν έχουμε να προτείνουμε τίποτε το συγκεκριμένο σχετικά με το ίδιο το όνομα της Βελεχατουΐας» .
Η συστηματική, προσεχτική και οξυδερκής επιστημονική όραση της Αικατερίνης και του Σπύρου Ασδραχά αφήνει ελάχιστα δυσερμήνευτα σημεία, όπως εκείνο των νοτίων ορίων της Βελεχατουΐας και των δυσμικών· στις λίγες ερευνητικές εκκρεμότητες απομένει η «Pertinentia Petrion "αν πράγματι” κατά το ζεύγος Ασδραχά "ή Pertinentia Petrion" δεν είναι η Θεσσαλική Μαγνησία» . Και γιατί να είναι; Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, αν ακολουθήσει τη σειρά των αναφερόμενων περιοχών στο λατινικό κείμενο («Provintia Velechative, Pertinentia Petrion. +uicls+. Dipotamon. Talantum. Pacima et Radovisdium et orium Athenarum, cum pertinentia Megaron») , που δείχνει καταγραφή των περιοχών σε μια κατεύθυνση από την περιοχή Ναυπάκτου και την κοιλάδα του Μόρνου με στροφή και προς δυσμάς και προς τα ανατολικά. Με αυτή τη λογική θα μπορούσε να συμβάλει κανείς προς ενίσχυση της θεωρίας ότι βρισκόμαστε σ’ ένα χώρο της Στερεάς με την ανίχνευση της περιοχής Petrion.
Η τοπωνυμία Πέτρα συναντάται πλησίον της Ναυπάκτου, όπως αναφέρεται στο παλιό Χρονικό της Μονής Βαρνάκοβας, όπου η μονή «είχε και μετόχιον εις την Πέτραν, την υπέξωθεν της Ναυπάκτου» · αν δε η φθαρμένη γραφή +uicls+ αποδοθεί με την ελκυστική εικασία U(ecchia) iclis > (iklisia) > παλαιοκλήσι, περιοχή που αναφέρεται επίσης στο Χρονικό («έως το παλαιοκλήσι του αγίου Νικολάου με όλον τον λόγγον») , τότε ορθά μιλούμε ότι οι περιοχές των ορεινών όγκων περί την Ναύπακτον συνδέονται με την παρουσία Βλάχων, όπως μας πληροφορεί και το Μεγάλο Χρονικό του Ψευδοσφραντζή , που κάνει λόγο για επιδρομή του Τούρκου «υιού του Τουραχάνη Αμάρη», ο όποιος «ηχμαλώτισε πάσαν την περί τον Ναύπακτον της Αιτωλίας... περιοχήν, τον Γαλατάν λεγομένην (υπάρχει σημερινός Γαλατάς) , και ου τους Ενετούς μόνον, άλλα και τούς τελούντας αυτώ του της μικρής Βλαχίας φλαμπούρου» .
Τη Μικρή Βλαχία (σε αντιδιαστολή με τη Μεγάλη Βλαχία , ευρύτερα γνωστή από τις βυζαντινές πηγές του ιγ' αί. κ.έ.) η Κατερίνα και ο Σπύρος Ασδραχάς συνδέουν με τη «Βελεχατούια» («πιθανότερο Βελεχατσούια»), με τη σημασία «της μικρής περιοχής των Βλάχων» σε αντιδιαστολή με «κάποια άλλη (Μεγάλη Βλαχία η Βλαχία) των Βελεχάτων Βλάχων», που όμως δεν μαρτυρούνται . Ωστόσο η περιοχή των ορεινών όγκων της κοιλάδος του Μόρνου προσφέρεται για μια τέτοια υπόθεση και η Provintia Velechative που βρίσκεται στην ίδια μορφολογική σφαίρα με τις τοπωνυμίες Βελά>Βελάχοβο και Βελίχοβου ή Βελούχοβο ή Βελάχοβο συνδηλώνει τους για βοσκή τόπους των γύρω βουνών, όπου συχνά χρησιμοποιούνται τα μικροτοπωνυμικά Βελά, Βελαώρα και τα παρόμοια, ενώ γνωρίζουμε ότι μεγάλα τμήματα βλαχόφωνου πληθυσμού στα όρια της μητρόπολης Ναυπάκτου υπήρχαν και στις δυτικές όχθες του Αχελώου και στην Ακαρνανία που ονομάζεται και «Μικρά Βαγενετία» . ( Η ονομασία «Μικρά Βαγενετία» στην οποία υπάγεται το «χωρίον Βρεστίανες» αποτελεί ανάλογο της «Μικράς Βλαχίας». Η «Μεγάλη» Βαγενετία φυσικά προσδιορίζεται βορειότερα · ωστόσο υπάρχεί καί «Μικρά» στην περιοχή του χωριού Βρεστίανες, που ορθά ταυτίζεται με το μσν. χωριό «Βρόστιανη» και όχι με τη Βρεστενίτσα στον άνω ρου του Αχελώου, όπως υπέθεσαν οι Αίκ. και ο Σπ. Ασδραχάς ). Δεν αποκλείεται, συνεπώς, η ορεινή περιοχή της Λοκρίδος και της Αιτωλίας με τους Βλάχους κατοίκους που υπήγοντο εκκλησιαστικώς στη μητρόπολη Ναυπάκτου να αποτελεί πυρήνα της Βελεχατουΐας, η δε οροσειρά μεταξύ Παλαιάς Ηπείρου και Θεσσαλίας να χωρίζει τη Velechativa, δηλ. τη Μικρή, από τη Μεγάλη Βλαχία, όριο της όποιας ήταν η περιοχή Ραδοβισδίου .
Αρκετά χρόνια αργότερα η Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, αγνοώντας την έρευνα των προηγουμένων ερευνητών και εν πολλοίς και τις δικές μου απόψεις , επανήλθε στο θέμα σε σύντομο άρθρο της , επαναλαμβάνοντας ακριβώς στις ίδιες γνωστές πηγές και καταλήγοντας στις ίδιες θέσεις για τον γεωγραφικό εντοπισμό της Βελεχατουΐας, θέσεις που εκφράστηκαν προηγουμένως από τους Αικ. και Σπύρο Ασδραχά και από μένα. Μολαταύτα η προσπάθεια της Αλκμήνης Σταυρίδου-Ζαφράκα να εντοπίσει το τοπωνύμιο Βελά (που κατά πάσα πιθανότητα ορίζει όχι έναν τόπο, αλλά μια ευρύτερη περιοχή, όπως συμβαίνει και με την αυτονόητα ευρύτερη περιοχή της Βελεχατουΐας και των άλλων επαρχιών ή περιοχών που αναφέρονται στην Partitio Romaniae και στη γνωστή επιστολή του Απόκαυκου προς τον Δοκειανόν), καθώς και η υπόθεσή της ότι η έρευνα θα πρέπει να στραφεί και στον εντοπισμό επισκοπής και ενδεχομένως μονής Βελάς στην περιοχή αυτή της Δωρίδος θα πρέπει ν’ αποκλειστεί, όπως είχα πρόσφατα την ευκαιρία να συμπεράνω, παρά τους αρχικούς προβληματισμούς που με βασάνιζαν σε σχέση με τις τελευταίες κινήσεις και το τέλος της ζωής του Απόκαυκου .
Όμως οι Βλάχοι δεν εντοπίζονται μόνο στις οροσειρές γύρω και βόρεια από τη Ναύπακτο κι όπως νομίζω στις περιοχές εκατέρωθεν του οδικού άξονα που συνέδεε τη Ναύπακτο με τη Θεσσαλία κατά τους Μέσους χρόνους . Τους συναντούμε στην περιοχή της Βόνιτσας στην Ακαρνανία (κοιτίδα των Βλαχόφωνων περιοχών των Καραγκούνηδων) · τους βλέπουμε στην περιοχή της Μάλαινας , μια περιοχή στη Δυτική Στερεά κι ακόμα πιο ψηλά στην περιοχή της Άρτας , αν τοποθετήσουμε τις αναφορές του Απόκαυκου σ’ ένα γεωγραφικό χάρτη. Αν, συνεπώς, η “Ρουσά” ορμωμένη «κακ των ορεινότερων της Βελεχατουΐας μερών» εντοπίζεται στην περιοχή ανάμεσα στη Βαράσοβα και τον Αχελώο, τότε η Βελεχατουΐα προσλαμβάνει ευρύτερη διάσταση, όπως την προσδιορίσαμε παραπάνω. Αξία συνεπώς προσλαμβάνει και η στάση του Απόκαυκου, του μητροπολίτη που ποιμαίνει Βλαχόφωνους πληθυσμούς, απέναντι στο έτερον «γένος» και η απομόνωση των διαφόρων χαρακτηρισμών που αφιερώνει σ’ αυτά. Εισερχόμαστε δηλ. στο δεύτερο ζήτημα, το όποιο θα εξετάσουμε σύντομα.
Το ζήτημα της ετερότητας των Βλάχων ή η εικόνα του άλλου στη μικροκοινωνία της Δυτικής Στερεάς κατά τον ΙΓ' αιώνα.
Ο Απόκαυκος θεωρεί τους Βλάχους όχι γηγενείς, αλλά «Ρωμαίων αποίκους» , ξενόφερτο δηλ. στοιχείο ως προς την προέλευσή τους και χαρακτηρίζει τη γλώσσα τους «ρωμαΐζουσα» . Περιγράφοντας τον παράταιρο γάμο-συνοικέσιο ενός 18χρονου με μια Βλάχα, Ρουσά ως πρός το όνομά της, που έμοιαζε μπροστά του μάμμη και που στο τέλος την εγκαταλείπει , μας πληροφορεί ότι μιλούσε «γλώσσα βάρβαρόν τε και ουκ ορθώς ελληνίζουσαν» · γι’ αυτή τη γλώσσα αισθάνεται κάποια περιφρόνηση. Ο ίδιος μετατρέπει την κοινή έκφραση «φούρτιβον δε το κλέμμα γλώσσα καλεί ρωμαΐζουσα» επί το ελληνικώτερον «φωριόν τι σκεύους γεωργικού» .
Αυτή η αποστροφή του προς το «γένος των Βλάχων», που εμφανίζεται ως απαίδευτος λαός χωρικών και τσιγγούνηδων(«και προς ένα πόδα προβάτου και σκληρυνόμενον και φειδωλευόμενον» ), κορυφώνεται στην έκφραση «Ρωμαίων άποικος, Βλάχους τούτο το γένος ο καιρός ωνόμασεν» .
( Η φράση θεωρήθηκε υβριστική και ερμηνεύτηκε σαν «ο καιρός να τους κάνει ανθρώπους»,επειδή ο Αυρηλιόνης (Aurelius) ανήκει στο γένος των Βλάχων και εμφανίζεται ως άγριος βιαστής και κακοποιός . Ωστόσο η διόρθωση
του κειμένου (με άνω τελεία και δάσυνση του επομένου αρσενικού άρθρου) αποκαθιστά το κείμενο ως έξης: «Αύρηλιώνης τις, Ρωμαίων άποικος, όνομα Κωνσταντίνος, Βλάχους τούτο το γένος ο καιρός ωνόμασεν· άνθρωπος, κατά χρόνον τον πέρισυ κλπ.»: Δηλ. ο Κωνσταντίνος, Ρωμαίων άποικος, το γένος αυτό ο καιρός ονόμασε Βλάχους [= άποικοι Ρωμαίων, με τον καιρό ονομάστηκαν Βλάχοι]· ο άνθρωπος αυτός κλπ. ) .
Παρά το γεγονός ότι η ενσωμάτωση των Βλάχων στην κοινωνία της εποχής είναι σχεδόν βεβαιωμένη, αφού φαίνεται ότι είναι ενταγμένοι στη θρησκευτική ζωή (η Ρουσά π.χ. έχει το όνομά της «εκ βαπτίσματος» ) κάποιες αποστάσεις από αυτούς είναι επίσης βεβαιωμένες, (Ο Αυρηλιόνης π.χ. δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτός ως γαμβρός, παρά την κατάσταση της Βλασίας μετά το βιασμό, και παραπέμπεται για να δικαστεί σε πολιτικό μάλλον δικαστήριο) . Πως ερμηνεύεται η στάση αυτή του Απόκαυκου απέναντι στο άλλο στοιχείο που συνυπάρχει στο ποίμνιό του; Είναι το τρίτο και τελευταίο ζήτημα.
Η ερμηνεία της στάσης του Απόκαυκου
Με δεδομένο και από άλλες μαρτυρίες ότι οι καθαρώς ελληνίζοντες... Έλληνες και Γραικοί... άνδρες Ρωμαίοι (=Βυζαντινοί) έπρεπε να διαφυλάξουν την εθνικότητά τους απέναντι στην καταλυτική φθορά που επιφέρουν οι «βάρβαροι» (Βλάχοι, Βούλγαροι και Λατίνοι) θα πρέπει να ανιχνεύσουμε από που πηγάζει αυτή η στάση του Απόκαυκου. Το εκλεπτυσμένο αισθητήριο της απαράμιλλης ελληνικής παιδείας του, η οποία τον οδηγεί στον «σνομπισμό» απέναντι σε κάθε παράξενο και αταίριαστο με τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό στοιχείο σιγά σιγά τον φέρνει αντιμέτωπο με κάθε τι βαρβαρικό: «ο νόμος ούτος βαρβαρικός και ταις εκκλησίαις παντάπασιν αγνοούμενος» , γράφει, «και πως επίσκοπος οιός τις έθος εθνικόν και βάρβαρον επιτρέψειεν» ;
Δεν νομίζω ότι το έθιμο της θεοκρισίας 1 είναι αποκλειστικό «βάρβαρο» έθιμο των Βλάχων, οπωσδήποτε όμως οι απόψεις του Απόκαυκου, που θέτουν το τελευταίο μεγάλο ζήτημα, με αφορμή τη στάση του απέναντι στην ανθρωπογεωγραφία της ετερότητος, είναι το πρόβλημα αν η κρυφή μέσα του για τον ίδιο διαμορφωμένη συνείδηση του ελληνικού έθνους ως αφύπνιση εθνικής συνείδησης που τον απασχολεί - και απασχολεί θα έλεγα συχνά τα τελευταία χρόνια και τους βυζαντινολόγους , οι όποιοι μετατοπίζουν την τολμηρότητα της αποδοχής μιας τέτοιας άποψης στην παλαιολόγεια περίοδο με αποκορύφωση τις αντιλήψεις του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού («εσμέν γαρ ουν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» ) - είναι φρόνημα εκπεφρασμένο στην εποχή του ευρύτερα ή απλώς δηλώνει τις αντιλήψεις ενός από τους πρώιμους συνειδητοποιημένους εκφραστές μόνο της πνευματικής εξάρτησης από το ελληνικό πνεύμα;
Ένας αριστοκράτης του πνεύματος αυτής της εποχής, όπως ήταν ο Απόκαυκος, «σνομπάρει» τη «βαρβαρότητα» και αυτό είναι όλο. Επειδή αυτή η έκφραση δεν καταστρέφει τις πιο λεπτές χορδές του ανθρωπισμού του που, όταν χρειαστεί, γίνεται ένα με τον κόσμο που μοχθεί γύρω του (ο Απόκαυκος συμπαραστέκεται στους φτωχούς που τους ταλαιπωρούν οι φοροεισπράκτορες) , έχω τη γνώμη ότι ο Απόκαυκος μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους προδρόμους των οραμάτων του Πλήθωνος, ο Έλλην που εκφράζει με τα ελληνικά ιδεώδη του ανθρωπισμού και τη χριστιανική θεωρητική του κατάρτιση την αγάπη του για τους Βλάχους που βρίσκονται στα όρια της δικαιοδοσίας του ως επισκόπου, και οι οποίοι είναι ομόδοξοι, ενταγμένοι στην ιστορική πραγματικότητα του Βυζαντινού Κράτους. Η στάση του απέναντι στο γένος των Βλάχων είναι πράγματι στάση ενός πολιτισμένου ανθρώπου με κατανόηση και παιδεία.
Ειδήσεις για τους Βλάχους από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιωαννου Απόκαυκου.
Ζητήματα συμβίωσης ρωμαϊζοντων με ελληνίζοντες στη Μικρά Βλαχία
Βασίλης Κατσαρός
Οµότιμος Καθηγητής Μεσαιωνικής Ελληνικής (=Βυζαντινής) Φιλολογίας, Τµήµα Φιλολογίας - Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης,
Επίτιμος διδάκτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης δημοσιευμένο στο: Σπαράγματα Βυζαντινοσλαβικής Κληρονομιάς
Χαριστήριος τόμος στον Ομότιμο Καθηγητή Ιωάννη Ταρνανίδη Θεσσαλονίκη, 2010