Re: Σαν σήμερα πριν από 193 χρόνια...
Δημοσιεύτηκε: 12 Απρ 2019, 14:48
Απάντηση του Σουλιώτη οπλαρχηγού Λάμπρου Βέικου* σε προσκλήσεις για συνθηκολόγηση του ( παλαιότερα αληπασαλή ) Αλβανού Ταχήρ Αμπάζη **.
Ενδοξότατε Ταχήρ Αγά,
Ημείς είμασθε φίλοι και η υπεράσπισις της θρησκείας το έφερε να πολεμήσωμεν, όμως πάντοτε η φιλία μας να τρέχη. Φίλε μου, βλέπω ότι έχεις δύο φοραίς όπου ήλθες εις αντάμωσιν διά να μεσιτεύσης να παραδοθή το Μεσολόγγιον. Ακόμη βλέπω ότι ο Ρούμελης ( Βαλεσί ) μας ζητεί δύο Tάμπιες διά να βάλη ανθρώπους του. Ηξεύρετε πολύ καλά ότι τον Θεόν τον έχομεν μαζί και η ελπίδα μας κρεμάται από εκεί, όθεν ως φίλος σ’ αφήνω να στοχασθής ότι ένα Κάστρον με τζεμπιχανέδες, με ζαϊρέν, με νερό και καθεξής όλα τα χρειαζούμενα, εις αυτόν τον καιρόν και ημείς εδώ μέσα να το παραδόσωμεν, θα έχωμεν πρώτον την συνείδησιν του Θεού και δεύτερον την κατηγορίαν όλου του κόσμου και ξεχωριστά εσένα του φίλου μας, όπου και εις αυτό είμεθα βέβαιοι ότι όχι μόνον δεν θα εύρωμεν εις το εξής τόπον να ζήσωμεν, παρά ούτε διά το όνομά μας θα ερωτήση κανένας, τόσον μισητοί θα είμεθα, όσον από τον Θεόν και την ανθρωπότητα, μπιλέμ και από τους ιδικούς μας και φίλους μας.
Όθεν του Ρούμελη χώρισέ του το παστρικά, καθώς μας γνωρίζεις, ότι να ηξεύρη καλά, χωρίς να κάμη γιουρούσι να εμβή με το σπαθί, το Μεσολόγγι δεν παίρνει.
1825 Ιουλίου 20, Μεσολόγγι
Ταύτα και μένω ο φίλος σου
Λάμπρος Βέικος
Προς τούτοις λάβε και τέσσαρες μποτίλιες ρούμι να ταις δώσης τους Μπαίρακτάρηδές σου, όταν θα κάμουν το γιουρούσι
(Μίχου Αρτεμίου, Απομνημονεύματα )
* σκοτώθηκε στην μάχη του Αναλάτου
** Αλβανός αξιωματούχος. Μεταξύ των Αλβανών που συμμάχησαν στην αρχή της Επανάστασης του '21 με τους Σουλιώτες και τους Ακαρνάνες υπέρ του Αλή πασά και κατά του σουλτάνου. Όταν όμως είδε ότι η Επανάσταση του '21 ήταν εθνική και θρησκευτική γύρισε υπέρ του σουλτάνου.
http://www.edume.myds.me/00_0070_e_libr ... 09_k12.pdf
σελ. 13
Κασομούλης :
Η Φρουρά είχεν συνειθίσει να βαστά το τζαπί , το φκυάρι μαζί και το ντουφέκι εις στο χέρι. Ό,τι ημπορούσε να δίδη άνεσιν εις τον εαυτόν της, ήτον να τρέχη από τον πόλεμον εις την εργασίαν, και από την εργασίαν εις τον πολεμον. Ιδού η διασκέδασις των , και με το σπαθί εις την μέσην – ή το γιαταγάνι εις το ζωνάρι, μαζί με ταις πιστόλαις – να έχη σιμά του το πετζί (τομάρι) να ζυμώνη και να ψήνη το ψωμί , το γουδί δια την σκορδαλιάν του (να δροσίζεται), τέλος να μαγειρευή κανένα ψαράκι, όλα αυτά να τα κάμνη εις την θέσιν του όπου ευρισκετο, και νύκτα και μέρα ακούραστος να εργάζεται.
Αξιωματικοί και στρατιώται αμίμητοι δια την καρτερίαν, αμίμητοι δια την αφοβίαν, αμίμητοι δια την κακοπάθειαν και κόπους, αμίμητοι δια την ομόνοιαν των τότες, δεν ήξευρεν με τι να τους παρομοιάση κανένας.
Ημπορούσες να τους παρομοιάσης με τα πλέον άγρια ζώα – τα πλέον τρομερά και σκληρά , την ώραν του πολέμου με τους εχθρούς – και με αγγέλους εις τας αναμεταξύ των σχέσεις.
Δεμένα τα μανίκια των υποκαμίσων των όπισθεν εις ταις πλάταις, με τους βραχίονας έξω, τρέχοντες να δώσουν βοήθειαν όπου ακούγετο αυξανόμενος ο πόλεμος – έτρεχον ώσαν τυφλοί εις την φωτιάν. Αυτός ήτο ο χαρακτήρ των ο πολέμικός.
Η παραμικρά δραστηριότης να ακολουθούσεν , ως προς τον τουφεκισμόν εις κανέναν των προμαχώνων , άφηναν όλοι τα γουδιά τους, τους τεντζερέδες , τα πετζιά, την καλύβα , την κάπα, και έτρεχαν αφρισμένοι , να πιουν εχθρικόν αίμα.
Οι τοποθετημένοι π.χ. εις εκείνον τον προμαχώνα, μόλις πυροβολούσαν τον πρώτον, και πλέον η συρροή δεν τους έδινεν αράδα να πυροβολήσουν κατά των εχθρών.
Παύοντας ο δραστήριος πόλεμος , εδιηγείτο ο καθείς τα παράξενα της συμπλοκής, άλλος εδώ γελούσεν , άλλος εκεί, άλλος λαλούσεν, άλλος τραγουδούσεν, άλλος χόρευεν , και επειδή οι Τούρκοι ήτον τόσον πλησίον και τα άκουγον , η ευθυμία των εσκλήρυνεν , και λύσσιαζαν περισσότερο , από την μανία των.
Τον πληγωμένον τον έπαιρναν αμέσως πέντε – δέκα σύνδροφοί του – τον συνώδευαν χαιρόμενοι. Η μεγαλυτέρα αισχύνη ήτον νά δακρύση κανείς, ή να κλάυση, ή να παραπονεθή ο πληγωμένος, ή νά ειπή αχ ! Η πληγή τον πονεί ! Ύβριζαν μάλιστα περισσότερον οι πληγωμένοι, και διότι δέν ήτον εις κατάστασιν να πάρουν το δίκαιόν τους, παράγγελναν τούς άλλους νά τό πάρουν. Αν πάλιν φονεύετο κανένας, άκουγες όλους:
– Γάμος χωρίς σφαχτά δέν γίνεται
Τούτο είναι κοινή παροιμία εις τα παληκάρια των Ελλήνων παλαιόθεν. Τον έθαπταν, τον συγχωρούσαν – και πάλιν εις την εργασίαν και τον πόλεµον αµέσως. Οι πληγωμένοι οι περισσότεροι απέθνησκον.
Ο πόλεμος είχε καταντήσει εις την ακοήν των ωσάν μία μουσική, και τόσον είναι αληθινόν τούτο, ώστε , αν κανένα μεσημέρι από την ζέστην έπαυαν τον πόλεμον τα δύο μέρη, ήτο το παν εις αθυμίαν.
Πνιγμένοι, αξιωματικοί και στρατιώται, εις τον καπνόν και εις τον κονιορτόν, εις τον ιδρώτα, και από τήν πυρίτιδα αλειμένοι το πρόσωπον και χείρας, με βραχνιασμέναις φωναίς ( από τας πολλάς φωνάς ), μόλις ανεγνώριζες τον φίλον σου και τον διέκρινες εις τόν πόλεμον. ‘Αλλοι, από τους Τούρκους οπού εφόνευαν, άλλοι, από τους πληγωμένους Έλληνας και τους φονευμένους, τους οποίους εσήκωναν , άλλοι, από πολλούς άλλους τους οποίους η βόμβα ή η σφαίρα τους σήκωνεν από την συνδροφιάν των , εφαίνοντο τέλος όλοι βουτηγμένοι εις το αίμα από τα ποδάρια ως τήν κορυφήν ωσάν μακελλείς ( χασάπηδες ) .
Το νερόν των Στερνών, από τους διαφόρους οπού εφονεύοντο εκ των πυροβόλων του εχθρού πλησίον της στέρνας , είχεν γίνει ένα μείγμα αλλόκοτον. Ό,τι ήθελες μέσα εύρισκες, μυαλά, εντόσθια, αίμα, κεφάλια – και οι Έλληνες έπιναν από αυτό και υπέμνεσκαν με όλην την αδιαφορίαν.
http://www.edume.myds.me/00_0070_e_libr ... 09_k12.pdf
σελ.14-15
https://books.google.gr/books?id=S3jzBg ... BD&f=false