Re: Στοιχεία πολιτισμικής ιστορίας
Δημοσιεύτηκε: 04 Ιουν 2020, 16:19
Στο θέατρο του Διονύσου είναι:
https://commons.wikimedia.org/wiki/File ... _(%3F).jpg
https://commons.wikimedia.org/wiki/File ... _(%3F).jpg
Καλώς ήρθατε στο Phorum.com.gr Είμαστε εδώ πολλά ενεργά μέλη της διαδικτυακής κοινότητας του Phorum.gr που έκλεισε. Σας περιμένουμε όλους!
https://www.phorum.com.gr/
Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Μεχμέτ Αγάς,«Ο Μενούσης»: Eνα τραγούδι με ιστορία
Εποχή Τουρκοκρατίας. Μια αντροπαρέα γλεντοκοπά στο κρασοπουλιό. Η κουβέντα έρχεται στις όμορφες γυναίκες. «Όμορφη γυναίκα έχεις» λέει ο Μεχμέτ αγάς στον ομοτράπεζο Μενούση. «Πού την είδες;» «Στο πηγάδι να βγάζει νερό, και μου μίλησε». Δύσπιστος ο άλλος ρωτάει: «Κι αν την είδες, πες τι φόραγε;» «Κόκκινο φουστάνι είχε, παρδαλή ποδιά», έρχεται η απάντηση, πειστήριο μιας απιστίας. Πάνω στο μεθύσι και στη ζήλια του, ο Μενούσης πηγαίνει στο σπίτι και σκοτώνει την όμορφη γυναίκα του. Ξεμέθυστος την άλλη μέρα την κλαίει και την καλεί: «Σήκω χήνα, σήκω λυγαριά, να σε ιδούν τα παλικάρια να μαραίνονται, να σε ιδώ κι εγώ ο καημένος να σε χαίρομαι».
Αυτή την ιστορία ζήλιας, δωρική, δυνατή και τραγική, αφηγείται το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι του «Μενούση» που τραγουδιέται και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα, από την Ήπειρο ως τη Θράκη, από το Βόρειο Αιγαίο ως το Ιόνιο και από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλία. Τραγούδι τόσο δημοφιλές, που καταγράφονται διαφορετικές παραλλαγές του ακόμη και από το ίδιο χωριό, ο «Μενούσης» πέρασε στη σχολική μουσική εκπαίδευση, είναι ζωντανός στη λαϊκή παράδοση και επιβιώνει ακόμη.
Τραγουδιέται ως τραγούδι της τάβλας, ως τραγούδι του γάμου ακόμη και ως νανούρισμα. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, σε αργούς και γρήγορους χορούς, ενέπνευσε διασκευές σε συνθέτες μη παραδοσιακής μουσικής (Γιώργος Κατσαρός, Βαγγέλης Παπαθανασίου κ.ά.) και επιχειρήθηκε ακόμη και κινηματογραφική μεταφορά του στη δεκαετία του ’60 («Ο Μενούσης», σκηνοθεσία Βασίλης Κονταξής, 1969).
Η παραδοσιακή κοινωνία είναι σκληρή και η θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. «Η γυναίκα του Μενούση», παρατηρεί η συγγραφέας, «τιμωρείται όχι για την απιστία της, πραγματική ή φανταστική, αλλά για τον αέρα του νέου ήθους που φαίνεται να φέρνει με τη συμπεριφορά της».
Μολονότι οι ρίζες κάποιων παραλλαγών του μπορεί να φτάνουν ως τα ακριτικά τραγούδια του ελληνικού Μεσαίωνα, οι περισσότερες παραλλαγές χρονολογούνται στα τέλη του 17ου-αρχές 18ου αιώνα – μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η λαοφιλής ηπειρώτικη εκδοχή του τραγουδιού. Μπορεί να αλλάζουν τα ονόματα των γλεντοκόπων, το σημείο συνάντησης του άντρα με τη γυναίκα ή τα ρούχα της αλλά η ιστορία παραμένει η ίδια: ο άδικος φόνος μιας γυναίκας που έπεσε θύμα συκοφαντίας και επιπολαιότητας.
Ο Μενούσης ή Μανώλης ή Αντώνης, όπως και αν λέγεται ο πρωταγωνιστής στις διάφορες παραλλαγές, είναι μια τραγική φιγούρα, θύτης και θύμα μαζί, που έχει γίνει στη συλλογική συνείδηση ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο, γι’ αυτό και «Ο Μενούσης, γλεντοκόπος, φονιάς και θύμα του πάθους του, κυνηγημένος, λες, από τις ερινύες του, περιφέρεται ασταμάτητα αιώνες τώρα ζητώντας τη δικαίωση και τη λύτρωση μέσα από τη χαρά και τον καημό των άλλων».
https://www.tovima.gr/2011/07/08/cultur ... e-istoria/
Η τραγική ιστορία του Μενούση έχει ως σημείο αναφοράς την Ήπειρο τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Τρεις φίλοι, δύο Έλληνες, ο Μενούσης κι ο Μπερμπίλης, και ένας τούρκος, ο Ρεσούλ-Αγάς έχουν συναντηθεί σε μια ταβέρνα, στο κρασόπουλο, για να πιούν και να γλεντήσουν.
Όταν το κρασί έχει αρχίσει και… παίρνει το πάνω χέρι, η κουβέντα φτάνει σε ένα από τα αγαπημένα θέματα των ανδρών. Τις όμορφες γυναίκες. Χωρίς να γίνεται σαφές ποιος από την παρέα των τριών ανδρών, κάποια στιγμή απευθύνεται στον Μενούση και του λέει για τη γυναίκα του. Το πόσο όμορφη και καλή είναι!
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό από μόνη της αυτή η αναφορά -χωρίς να ειπωθεί κάτι άλλο- είναι αρκετή για να ανάψει φωτιές. Ο Μενούσης θολώνει, θεωρεί -ίσως όχι άδικα- πως αυτά τα λόγια εμπεριέχουν υπονοούμενα για την ηθική της γυναίκας του. Εκνευρισμένος ρωτά να μάθει πού την είδε και πότε της μίλησε και βέβαια ποια ήταν η αντίδρασή της.
Οι απαντήσεις που λαμβάνει τον κάνουν να χάσει κάθε έλεγχο. Ο συκοφάντης που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει τον ρόλο του προβοκάτορα, του λέει πως την είδε στο πηγάδι να βγάζει νερό. Του τονίζει πως της μίλησε και εκείνη του απάντησε, πράγμα ασυγχώρητο για τα δεδομένα και τους κώδικες τιμής εκείνης της εποχής.
Ένας άνδρας μπορούσε να μιλήσει σε μια άγνωστη γυναίκα, το αντίστροφο απαγορευόταν… δια ροπάλου. Σα να μην έφταναν όλα αυτά ο «φίλος» του Μενούση διανθίζει την ιστορία του, τονίζοντας πως της έδωσε το μαντήλι του να το πλύνει, εκείνη δεν αρνήθηκε (ως όφειλε), το έπλυνε και στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο θολωμένος σύζυγος που ήδη αισθάνεται προδομένος από τη συμπεριφορά της συζύγου του, προκειμένου να πειστεί ζητά από τον άνδρα αποδείξεις και του ζητά να του πει τι φορούσε η γυναίκα. Εκείνος του απαντά και ο Μενούσης, που αναγνώρισε στην περιγραφή του ομοτράπεζού του τα ρούχα της γυναίκας του, τυφλωμένος πλέον από οργή, φεύγει από το κρασόπουλο και επιστρέφει σπίτι του.
Εκεί μέσα στο μεθύσι του αποφασίζει πως πρέπει να «ξεπλύνει» την ντροπή που είχε πέσει πάνω του από τη συμπεριφορά της γυναίκας του. Δίχως να έχει πλήρη συναίσθηση του τι κάνει, τη σφάζει με το μαχαίρι του και αποκαμωμένος πέφτει για ύπνο. Το πρωί όταν ξύπνησε και έχοντας περάσει πλέον η επίδραση του αλκοόλ στον οργανισμό του, βλέπει τη γυναίκα του νεκρή μέσα σε μία λίμνη αίματος. Τότε μόνο συνειδητοποιεί τι έκανε, καταλαβαίνει το λάθος του και αρχίζει να θρηνεί και να μοιρολογά την όμορφη γυναίκα του.
Η τραγική αυτή ιστορία έγινε δημοτικό τραγούδι. Οι παραλλαγές του πολλές. Ακόμα και τα ονόματα των πρωταγωνιστών αλλάζουν σε κάποιες από αυτές. Εκτός από τραγούδι, ωστόσο, η ιστορία του Μενούση επιχειρήθηκε να μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη. Το 1969 κυκλοφόρησε η ταινία «Μενούσης, το καμάρι της Ηπείρου» του σκηνοθέτη Βασίλη Κονταξή με πρωταγωνιστές τους Κώστα Κακκαβά και Άννα Ιασωνίδου, που όμως δεν περιγράφει ακριβώς την ιστορία.
Κεντρικό σημείο της αναφοράς είναι η γυναίκα και κυρίως η θέση της στη κοινωνία. Η γυναίκα που έπρεπε καθημερινά να εφαρμόζει ένα κώδικα τιμής που επέβαλε να είναι σεμνή, χαμηλοβλεπούσα, να μην κυκλοφορεί μόνη της και όταν αυτό δεν γινόταν να αποφευχθεί να είναι σεμνή, να μην μιλάει σε κανέναν και αν είναι δυνατόν να μην επιτρέπει να γίνεται γνωστό ούτε καν το όνομά της.
Παράλληλα, ακόμα και αν κατηγορηθεί για κάτι δεν έχει το δικαίωμα της… υπεράσπισης του εαυτού της. Ο άνδρας είναι αυτός που δικάζει και καταδικάζει με συνοπτικές διαδικασίες. Και όπως αποδεικνύει το τραγούδι που μεταφέρει την ιστορία εκείνης της εποχής, όχι πάντα με τα σωστά κριτήρια.
Με βάση την παραπάνω εκδοχή η γυναίκα του Μενούση δολοφονήθηκε για κάτι που δεν έκανε, πέφτοντας θύμα μιας συκοφαντίας. Σύγχρονοι μελετητές, ωστόσο, σημειώνουν πως υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή. Να έπεσε, δηλαδή, η γυναίκα του Μενούση θύμα όχι της «απιστίας» ή της «ανηθικότητας» της αλλά θύμα ενός ιδιότυπου… νεωτερισμού. Όπως εξηγούν, δεν αποκλείεται η γυναίκα να αντιδρούσε στους αυστηρούς ηθικούς κανόνες και να αρνούνταν να ζει σε καθεστώς υποτέλειας. Μια απόφαση που εισήγαγε «καινά δαιμόνια» και όπως αποδείχθηκε της στέρησε τη ζωή.
Από την άλλη ο Μενούσης γίνεται θύτης αλλά ταυτόχρονα και θύμα αυτού του σκληρού κυρίως για τις γυναίκες κώδικά τιμής και καταστρέφει δυο ζωές. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο Μενούσης ζήλεψε που η γυναίκα του -υποτίθεται πως- μίλησε με έναν άλλο άνδρα ή ένιωσε πως ατιμάστηκε από τη συμπεριφορά της. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρόκειται σαφώς για μια τραγική φιγούρα, που διατηρήθηκε στη συλλογική μνήμη ως ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο.
https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro ... i-paradosi
ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ
http://zaliosparadosi.blogspot.com/2014 ... -post.html
Γράφει ο Χρήστος Ζάλιος
Εκπαιδευτικός/συγγραφέας
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΝΙΑΟΥΣΤΑ",
Αρ. τεύχους 146, Ιανουάριος-Μάρτιος 2014
Καπεταναραίοι Βέροιας με Βοσκοπούλες και Μάγκες (1936)
Το έθιμο
Οι Καπεταναραίοι είναι παλαιό αποκριάτικο έθιμο της Βέροιας. Είναι ένα χορευτικό - θεατρικό δρώμενο, με ρίζες που δύσκολα ανιχνεύονται, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα από τα έθιμά μας. Σίγουρα όμως οι ρίζες αυτές είναι κοινές με άλλα έθιμα της περιοχής όπως οι Μπούλες και τα Ρουγκάτσια.
Οι Καπεταναραίοι είναι έθιμο που τελούνταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και στα χρόνια του μεσοπολέμου από Βεροιωτάδες και από Βλάχους της Βέροιας και των γύρω ορεινών χωριών (Σέλι, Ξηρολίβαδο, Σκυλίτσι). Μετά τον πόλεμο του 1940 δυστυχώς ατόνησε και σιγά-σιγά χάθηκε.
Το έθιμο ετελείτο την περίοδο της Αποκριάς. Η δράση του ήταν κυρίως χορευτική, εμπεριείχε όμως και θεατρικά στοιχεία. Η ονομασία του εθίμου παραπέμπει στους Καπετάνιους των κλεφτών και αρματολών. Η ενδυμασία είναι η κλεφταρματολίτικη φορεσιά των Καπεταναίων, όπως την περιγράφει ο Κων/νος Ζήσιος στο βιβλίο του «Νικοτσάρας», το 1889.
Γραπτές αναφορές για το έθιμο :
Ο ιστορικός της Βέροιας Αναστάσιος Χριστοδούλου[1] αναφέρει σχετικά με τις Αποκριές στη Βέροια προ της απελευθέρωσης αλλά και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. «Η Βέροια εφημίζετο πάντοτε για τα εξαιρετικά καρναβάλια που παρουσίαζε κάθε χρόνο τις αποκριές, ιδίως κατά τους χρόνους της δουλείας, στους οποίους οι Βεργιώτες ξεφάντωναν εις εθνικάς εκδηλώσεις μέχρι παρεξηγήσεως. Παρέες διάφορες ντυμένοι με την δοξασμένη του αρματολού φουστανέλα και τα επακόλουθα εξαρτήματα, πισλιά, τσαρούχια, σιάπκα, κάλτσες, βουδέτες και άφθονα ασημικά, περιέτρεχον την πόλιν χορεύουσαι και τραγουδούσαι Εθνικά άσματα.
Ο Λάκης Καλλιάνδρας ντυμένος γυναικεία ευρωπαϊκά, κοκώνα αποκαλούμενος, με την ομπρέλα αναποδογυρισμένη, συνέλεγε τα εκ των παραθύρων και των κύκλω θεωμένων, ριπτόμενα νομίσματα, γροσάκια, μεταλλίκια, προς ψυχαγωγίαν των μεταμφιεσμένων.
Τους αρματολούς και κλέφτες, τους οποίους ημείς αποκαλούσαμε "Καπεταναραίους" συνώδευαν όργανα εγχώρια. Οι οργανοπαίκται καίτοι Τουρκόγιουφτοι, εγνώριζον εν τούτοις και τα Εθνικά μας τραγούδια, τα οποία ευχαρίστως ηκούοντο, παιζόμενα».
Ο Βεροιώτης Στέφανος Ζάχος[2], στο βιβλίο του Αναμνήσεις ενός Βεροιώτη, μας περιγράφει τις Αποκριές στη Βέροια κατά την περίοδο προ της απελευθέρωσης.
«Η Βέροιά μας δεν ήταν μόνο θεατρόφιλη και μουσικόφιλη, αλλά ήταν και καρναβαλόφιλη. Και επί τουρκοκρατίας το καρναβάλι ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή. Γραικοί και Βλάχοι ντυμένοι Καπεταναίοι ασημοστολισμένοι, βοσκοπούλες με τις χρυσοκέντητες φορεσιές και τα φλωριά στο λαιμό, με εγχώρια όργανα γύριζαν στους δρόμους και ασταμάτητα χοροπηδούσαν δίδοντας χαρά και κέφι σ’ όλη την πόλη».
Καπεταναραίοι-Βοσκοπούλες και Μάγκες (1936)
Τα κυριότερα στοιχεία του εθίμου που μας μεταφέρονται από την προφορική παράδοση είναι:
Η χρονική περίοδος που τελείται το έθιμο, οι Αποκριές.
Η συγκρότηση του μπουλουκιού, προϋποθέτει την αποδοχή και τήρηση ορισμένων κανόνων τέλεσης του εθίμου για συμμετοχή σ' αυτό.
Η σύνθεση του μπουλουκιού. (Καπεταναραίοι, Βοσκοπούλες, Μάγκες)
Το φύλο των τελεστών είναι μόνο νέοι άνδρες
Η ένδυση, η μεταμφίεση και η συμπεριφορά των τελεστών διέπονται από πατροπαράδοτους κανόνες.
Τα μουσικά όργανα και οι χοροί
Η Αμφίεση
Τα ρούχα πού αποτελούσαν το ντύσιμο του Καπετάνιου είναι:
Τα τσαρούχια, που ήταν κόκκινα με μαύρη φούντα.
Τα σκουφούνια, (κάλτσες) που γίνονταν από τις νοικοκυρές με κάτασπρο μαλλί.
Το μπινιβρέκι, μακρύ ανδρικό εσώρουχο μέχρι τον αστράγαλο που δένει με υφασμάτινο κορδόνι.
Οι μπέτσφες, άσπρες κάλτσες που φτάνουν από το μηρό μέχρι τον αστράγαλο και φοριούνται πάνω από το μπινιβρέκι.
Οι βουδέτες, μαύρες υφασμάτινες ταινίες που συγκρατούν τις κάλτσες (με φούντα στην άκρη τους) και δένονται κάτω από το γόνατο στις μπέτσφες.
Η κοντέλα (Καμάσια), πουκάμισο με πολύ φαρδιά μανίκια. Μέσα από την κοντέλα φορούσανε μάλλινη άσπρη φανέλα.
Η φωτογραφία είναι το 1936 στη Βέροια.
Η φουστανέλα, είναι το βασικότερο κομμάτι στη φορεσιά του Καπετάνιου. Είναι κοντή αρματωλική και φθάνει 4-5 δάχτυλα πάνω από το γόνατο.
Το πισλί (Τσαμαντάνι) είναι ένα είδος γιλέκου που φοριέται πάνω από το πουκάμισο, φτιαγμένο από βελούδινο ή μάλλινο ύφασμα και παλιότερα πάνω του ράβονταν τ' ασήμια.
Στη μέση ζώνονται με εντυπωσιακά κολάνια.
Το μαντήλι που φοριέται γύρω από το λαιμό και συχνά στερεώνεται με ομφαλωτό κόσμημα.
Σιάπκα[3], μαύρο πηλήκιο για το κεφάλι
Τα ασημικά περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία από κοσμήματα.
Παλιά, όλα ράβονταν ένα-ένα πάνω στον Καπετάνιο το Σαββατόβραδο, παραμονή της Αποκριάς. Μπροστά στο στήθος είναι ραμμένα τα ρούπια (κέρματα). Είναι περασμένα σε αλυσίδες που καταλήγουν σε σταυρούς και χαϊμαλιά.
Χαμαϊλιά έχουμε κυρίως τετράγωνα που εικονίζουν τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Δημήτριο. Όλα είχαν στο εσωτερικό τους, όπως και οι σταυροί, τίμιο ξύλο.
Οι τοκάδες. Τους τοκάδες τους βάζουν περασμένους από λουριά κάτω από τη μέση στη φουστανέλα από τις δύο μεριές.
Εντυπωσιακά είναι τα κολάνια που φοράνε στη μέση και τα κιουστέκια στο στήθος ή την πλάτη.
Οι «Μάγκες» φορούσαν Αρβανίτικη φορεσιά, μαύρη ζίβρα, μαύρο πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, μαύρο καπέλο και στο κεφάλι περούκα με μεγάλα μαύρα μαλλιά. Στη μέση είχαν ζωσμένα φυσεκλίκια και πιστόλια.
Η τέλεση του εθίμου
Η προετοιμασία ξεκινούσε από πολύ νωρίς. Οι τελεστές του εθίμου δανείζονταν ασημικά και φορεσιές από παλιούς χορευτές και από συγγενείς και φίλους σε όλη τη Βέροια. Το ντύσιμο του νέου τελεστή του εθίμου ξεκινούσε από το Σάββατο το βράδυ της Αποκριάς. Στο σπίτι του νέου που επρόκειτο να ντυθεί Καπετάνιος, βοηθούσαν οι γυναίκες της οικογένειας όπως και παλιοί καπετάνιοι που ξέρανε. Τα ασημικά ράβονταν όλα στο χέρι από μοδίστρα ή από τις γυναίκες της οικογένειας.
Καπεταναραίοι - Βοσκοπούλες και Μάγκες (1936)
Η σύνθεση του μπουλουκιού.
Το μπουλούκι αποτελούνταν :
α) από νέους άνδρες φουστανελοφόρους, ντυμένους με την κλεφταρματολίτικη φορεσιά των καπεταναίων (Καπεταναραίοι).
β) από νέους άνδρες ντυμένους με γυναικεία φορεσιά (Βοσκοπούλες). Τις γυναικείες μορφές τις υποδύονταν πάντα άνδρες.
γ) από δύο άνδρες ντυμένους στα μαύρα με την αρβανίτικη Μπουραζάνα που φορούν μαύρες περούκες και στα χέρια κρατούν καμτσίκια.
Ο Κώστας Τσιαμήτρος μας περιγράφει πώς κινούνταν το μπουλούκι στους δρόμους της Βέροιας :
«Οι Μάγκες πήγαιναν ένας μπροστά από το γκρούπ και ένας πίσω, αυτοί κάνανε κουμάντο στο μπουλούκι! Όταν ο μπροστινός μάγκας γυρνούσε και χτυπούσε το καμτσίκι, σταματούσαν όλοι, σχημάτιζαν κύκλο και άρχιζαν το χορό, μετά χτυπούσε πάλι το καμτσίκι και ξεκινούσαν την πατινάδα. Όποτε αποφάσιζαν οι Μάγκες, το μπουλούκι έκανε στάση. Όταν το μπουλούκι άλλαζε κατεύθυνση τότε ο τελευταίος μάγκας γινόταν πρώτος. Όταν χτυπούσε το καμτσίκι όλοι οι Καπεταναραίοι έκαναν σβούρα. Χόρευαν και οι καπεταναραίοι και οι βοσκοπούλες. Στο δρόμο δεν τραγουδούσαμε γιατί τα όργανα, τα χάλκινα, παίζαν πολύ γερά».
Τα όργανα
Τα όργανα που χρησιμοποιούσαν από παλιά ήταν οι ζουρνάδες που παίζονταν κυρίως από τουρκόγυφτους μουσικούς της περιοχής. Αργότερα από τις αρχές του 20ου αι. όταν καθιερώθηκαν στη μουσική ζωή του τόπου τα χάλκινα όργανα (τρομπέτα-κλαρίνο-τρομπόνι), οι Βλάχοι κυρίως, έπαιρναν για το έθιμο κομπανίες με χάλκινα από τη Νάουσα και την Έδεσσα.
Το δρομολόγιο
Την Κυριακή το πρωί αφού γινόταν η μάζωξη του μπουλουκιού, πηγαίνανε με τα όργανα, ντυμένοι, στην εκκλησία του ΑγιαΝτώνη.
Μετά την λειτουργία ξεκινούσε πατινάδα των Καπεταναραίων μέσα στην πόλη. Παίρνανε την παλιά κεντρική και από κει στους μαχαλάδες, όπου σε κάθε μαχαλά ο καθένας χόρευε με την σειρά το δικό του χορό.
Η παλιά κεντρική οδός της Βέροιας
Περνούσανε και από τα σπίτια όλων των παιδιών που ήταν στην παρέα. Στις στάσεις του μπουλουκιού χορεύανε συνήθως οι νέοι που ήταν από εκείνον το μαχαλά καθώς και όλοι οι σπιτικοί. Χορεύανε μπροστά στο καφενείο «ΑΛΤ» καθώς και μπροστά στην Ελιά.
Τα έξοδα για τα όργανα τα μοιράζονταν τα μέλη του μπουλουκιού. Το μπουλούκι μάζευε και λεφτά από τον κόσμο. Συνήθως μια βοσκοπούλα γυρνούσε μια ομπρέλα ανάποδα και όλοι οι θεατές, άλλοι από τα μπαλκόνια και άλλοι κάτω στο δρόμο, έριχναν μέσα ό,τι ψιλά είχαν.
Το βράδυ το γλέντι συνεχιζόταν σε καφενείο μέχρι τις πρωινές ώρες, κοιμόντουσαν λίγο με την φορεσιά και την Καθαρά Δευτέρα το έθιμο επαναλαμβανόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τέλος κατέληγαν στην τοποθεσία Ελιά, όπου σερβιρόταν και ο παραδοσιακός Βεροιώτικος φασουλοταβάς.
Το χορευτικό ρεπερτόριο του μπουλουκιού
Βλάχοι ντυμένοι Καπεταναραίοι. Αποκριές του 1939 στη Βέροια. Οι τρεις όρθιοι είναι ντυμένοι Καπεταναραίοι και ο καθιστός με το καμουτσίκι «Μάγκας». Ο πρώτος από αριστερά είναι ο Κώστας Τσιαμήτρος (γεν. 1920).
Το μπουλούκι γυρνούσε στους μαχαλάδες της Βέροιας με πατινάδες. Στις στάσεις του μπουλουκιού χορεύανε Τσιάμικα, Συρτά, Μπεράτικα, Πατρώνα, Γκάϊντα, Ζαχαρούλα και άλλους χορούς της εποχής που έχουν ίσως ξεχαστεί.
Ο Γιάννης Τσιαμήτρος μας πληροφορεί ότι σπουδαίοι χορευτές Καπεταναραίοι την περίοδο του μεσοπολέμου ήταν ο Γιάννης Κοτρώνης (Τσιαμήτρος), ο Τάκης Κυρίτσης, ο Γιώργης Αράβας, ο Μόκανος, ο Αρίστος Ζαρογιάννης, ο Περικλούσιος Δημούλας, ο Τάκης Πατσιαβούρας και ο Νίκος Βουρδούνης.
Θεατρικά στοιχεία του εθίμου
Ο Γιάννης Τσιαμήτρος ή Κοτρώνης (γεν.1905), ντυμένος καπετάνιος με το μπουλούκι των Καπεταναραίων στη Βέροια τις αποκριές του 1934. Το όπλο προστέθηκε μόνο για τη φωτογράφιση.
Ο Κώστας Τσιαμήτρος μας περιγράφει ένα θεατρικό χορό που τελούνταν στο έθιμο :
«Όταν πηγαίναμε στην αυλή σε κάποιο σπίτι, παίζανε ένα τούρκικο τραγούδι, το Κισά Μπατζάκ, που το χορεύανε με το μαχαίρι. Ήταν ένας που φοβέριζε τον άλλο, ά να τσακωθούν, α να τσακωθούν, εντέλει τον δίνει μία… πάρτον κάτω, σκύβει από πάνω του και όπως είχε το ζωνάρι στη μέση το λύνει και κάνει σα να βγάζει τα άντερα, μόλις βγάζει τα άντερα όλα, τον τραβάει από το χέρι και σηκώνεται. Ο χορός αυτός ήταν τόσο παραστατικός που οι γυναίκες φώναζαν, νόμιζαν ήταν αλήθεια».
Πριν το 1940 έβγαινε ένα μπουλούκι Βλάχοι και ένα μπουλούκι με Βεροιωτάδες.
Όταν οι Βεροιώτες δεν έβγαζαν μπουλούκι, τότε έρχονταν και ντύνονταν με το μπουλούκι των Βλάχων. Από τους Βεροιώτες που ντύνονταν Καπεταναραίοι, αναφέρεται ο Κολοκοτρώνης.
Την περίοδο του μεσοπολέμου οι Καπεταναραίοι της Βέροιας δε φορούσαν προσωπίδες ούτε και έφεραν πάλες. Φορούσαν μόνο μαντήλια δεμένα στο λαιμό.
Στο μπουλούκι συμμετείχαν μόνο άντρες και μικρά παιδιά αλλά ποτέ γυναίκες.
Κατά τη μαρτυρία του Κώστα Τσιαμήτρου τελευταία φορά που ντύθηκαν Καπεταναραίοι οι Βλάχοι της Βέροιας με αρχηγό του μπουλουκιού τον ίδιο, ήταν το 1940.
Βιβλιογραφία
1. Χριστοδούλου Εμμ. Αναστάσιου, Ιστορία της Βέροιας, Το καρναβάλι, Μάρτιος 1960, σελ.105.
2. Ζάχου Ε. Στέφανου, Αναμνήσεις ενός Βεροιώτη, Το Καρναβάλι – Αποκριές – Σαρακοστή, Βέροια 1979, σελ.109.
3. Τσιαμήτρος Γιάννης, ΚΑΠΕΤΑΝΑΡΑΙΟΙ-ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΕΣ –ΜΑΓΚΕΣ, Λαός Βέροιας, 25-2-2012.
4. ΜΕΡΤΖΟΥ Ι. Ν., "ΑΡΜΑΝΟΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ", «Πρώτοι στ άρματα και στα τάματα, στα γρόσια και στα γράμματα...», Εκδόσεις ΡΕΚΟΣ Ε.Π.Ε., 2000.
5. Ζήσιος Γ. Κων/νος, ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ, Εν Αθήναις 1889, σελ. 9-10
Πηγές
Τσιαμήτρος Γιάννης (γεν. 1952)
Τσιαμήτρος Κώστας (γεν. 1920)
Φωτογραφικό αρχείο του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας
[1] Χριστοδούλου Εμμ. Αναστάσιου, Ιστορία της Βέροιας, Το καρναβάλι, Μάρτιος 1960, σελ.105.
[2] Ζάχου Ε. Στέφανου, Αναμνήσεις ενός Βεροιώτη, Το Καρναβάλι – Αποκριές – Σαρακοστή, Βέροια 1979, σελ.109.
[3] Σάπκα = επι Όθωνος το πηλήκιο των στρατιωτικών του ιππικού
Ο Κολοκοτρώνης και τα γελαδοκρέατα
https://maniatika.wordpress.com/2021/05 ... %84%ce%b1/
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προ της επανάστασης του 1821 είχε καταφύγει στην Ζάκυνθο, στα Ιόνια νησιά, όπου δεν ανήκαν στους Οθωμανούς, προκειμένου να γλιτώσει τους διωγμούς των Τούρκων οι οποίοι είχαν ξεκληρίσει την οικογένεια του τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο η νοσταλγία του παλιού αυτού Μοραΐτη κλέφτη τόσο δια την πατρίδα του όσο και για την κλέφτικη ζωή «με τα ψημένα αρνιά και τα παχιά κριάρια» φαίνεται όχι μόνο από τα δημοτικά τραγούδια που τον περιγράφουν αλλά και από διάφορες επιστολές με καπετάνιους από την χερσαία Ελλάδα όπως παρακάτω. Η παρακάτω επιστολή απευθύνεται στον κλέφτη αρματολό Γιώργο Νικολού ή Βαρνακιώτη από το Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας.
«12 Γεναριού 1817
Το αίτιο όπου δεν σας έγραφα είναι τούτο ότι η ευγένεια σας ελάβατε την πατρίδα σας (ο Αλή πασάς τους επέτρεψε να γυρίσουν στις εστίες τους) και τρώτε κριάς αζύγιαστο κι εγώ ούτε την ήβρα αλλά ούτε ίσως θέλει την εύρω και το τρώγω με την λίτραν και εις αυτό σας έχω παράπονον ότι ο χορτατος του νηστικού δεν πιστεύει, όμως έτζι είναι ο ντουνιάς κι εγώ παρακαλώ τον Θεόν να ακούει τους φίλους μου και τους συμπατριώτας μου να είναι καλά κι ας τρώνε αρνιά κι εγώ ας τρώγω γελαδοκρεάτο
Θοδωράκης Κολοκοτρώνης»
Η παραπάνω επιστολή πέραν της ιστορικής έχει και λαογραφική αξία. Ο ελληνικός λαός υποτιμούσε μέχρι πρόσφατα την κατανάλωση βόειου κρέατος όχι μόνο διότι ήταν δύσκολο να ανατραφεί, καθώς ως μεγαλύτερο ζώο ήθελε και περισσότερη τροφή αλλά και λόγω θρησκευτικών αντιλήψεων που είχε να κάνει με το «αγνό καματερό» του ευαγγελιστή Λουκά. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι στις μεγάλες εορτές όπως το Πάσχα οι Έλληνες επέλεγαν τον «αμνό του Θεού» για να φάνε και να γιορτάσουν.
Η αντίδοσις ήταν νόμος που λειτουργούσε μέσα στο πλαίσιο των Λειτουργιών της Αθηναϊκής πολιτείας. Όταν ένα πολίτης οριζόταν να εκτελέσει μια από τις λειτουργίες, αν έκρινε ότι αυτή ήταν δυσανάλογη με τις οικονομικές του δυνατότητες, μπορούσε να την αρνηθεί υποδεικνύοντας άλλον, πλουσιότερο συμπολίτη του. Ο δεύτερος όφειλε είτε να δεχθεί τη λειτουργία είτε να ανταλλάξει την περιουσία του με τον πρώτο. Η διαδικασία αυτή λεγόταν αντίδοσις. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE ... E%B9%CF%82
Αντίδοσις ονομάζονταν στην αρχαία Αθήνα η ανταλλαγή της περιουσίας ενός ορισμένου από την πόλη δημόσιου λειτουργού, για δημόσιες δαπάνες όπως η τριαρχία, η χορηγία, αρχιθεωρία, γυμνασιαρχία, εστίαση κ.α. με την περιουσία ενός πλουσιότερου από αυτόν Αθηναίου, σε περίπτωση που ο πρώτος υποδείκνυε τον δεύτερο ως πλουσιότερο από εκείνον και άρα ικανότερο να αναλάβει τις δαπάνες της δημόσιας λειτουργίας. Σκοπός της σχετικής νομοθεσίας, την οποία εισήγαγε ο Σόλων, ήταν να βρίσκονται στην τριαρχία (καθώς και στις άλλες δημόσιες λειτουργίες) οι πλουσιότεροι πολίτες από την κάθε φυλή, οι οποίοι και υποχρεώνονταν να καταβάλλουν τα έξοδα για την κατασκευή καινούργιων πολεμικών πλοίων (Τριηρών ).
http://www.hellenicaworld.com/Greece/LX ... dosis.html
Ο νόμος εκείνος θέσπιζε πως σε περιπτώσεις όπου η Πόλις, με τα όργανά της αποφάσιζε πως ένας πολίτης είχε υψηλά περιουσιακά στοιχεία και ως εκ τούτου όφειλε να προσφέρει το αναγκαίο ποσό σε μία από τις δραχμοβόρες λειτουργίες της πόλης, αν δηλαδή τα χρήματα που υπερέβαιναν τα όρια του πλούτου ορίζονταν να χρηματοδοτήσουν μια παράσταση τραγωδίας (χορηγία), να επανδρώσουν μια τριήρη, να καλύψουν τα έξοδα μιας αντιπροσωπείας στις μεγάλες πανελλήνιες εορτές (Ολυμπιακοί Αγώνες, Πύθια, Νέμεα κ.τλ.) αν ο προτεινόμενος ισχυριζόταν πως υπήρχε συμπολίτης του πλουσιότερος που έπρεπε να σηκώσει αυτό το βάρος, ο νόμος επέτρεπε έπειτα από ενδελεχή έλεγχο των αρμόδιων αρχών να προβεί σε ανταλλαγή περιουσιών- ανάμεσα στους δύο! Αν σχηματίσατε την ιδέα με τα παραπάνω ότι σκοπεύω να ασχοληθώ με την οικονομική μας κατάντια και να προτείνω για τους φοροδιαφεύγοντες και δηλούντες αστεία ετήσια περιουσιακά στοιχεία να υποστούν αντίδοσιν με όποιον συμπολίτη μας αγρίως φορολογείται δεν νομιμοποιούμαι να το κάνω αν και με τρώει και με τριβιλίζει μια τέτοια ιδέα.
https://www.tanea.gr/2010/06/05/lifeart ... ntidosews/
το bold «κωλος κλασμενος, γιατρος χεσμενος»Στύγιος έγραψε: ↑07 Σεπ 2019, 18:48Λαμπρά ,μου θυμίζει την απάντηση του Ελύτη σε παρατήρηση δημοσιογράφας ,όταν τον ρώτησε γιατί παραπονιέται επειδή τα βγάζει δύσκολα πέρα:Nero έγραψε: ↑06 Σεπ 2019, 23:29δυστυχώς δεν μπορώ να το βρω σε καλή ποιότητα αλλά είναι μια τοιχογραφία απο μπαράκι στην αρχαία Όστια που περιλαμβάνει τους επτά σοφούς της αρχαιότητας και κάτω απο τον καθένα ένας τυχαίος τύπος στη χέστρα. Δίπλα σε κάθε φιγούρα έχει ένα κειμενάκι με χιούμορ τουαλέτας, πχ "πάρε το βουρτσάκι και σκούπισε τον κώλο σου πριν μιλήσεις" "κάθεσαι πάνω σε μουλάρι"..δηλαδή είσαι δυσκοίλιος ή "χέσε καλά και γάμα τους γιατρούς". Το ίδιο και δίπλα στους σοφούς πχ δίπλα στον Σόλωνα λέει "ο Σόλωνας έτριβε την κοιλιά του για να χέσει" ή ο Θαλής συμβουλεύει όσους έχουν πρόβλημα στο χέσιμο να σφίγγονται περισσότερο"
" Δηλαδή κορίτσι μου οι ποιητές δε χέζουν;"