Για τη φάρα των Capo d'Istria
Δημοσιεύτηκε: 11 Οκτ 2019, 11:34
Ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὴν Κέρκυρα ἦταν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Σποραδικῶς κυκλοφοροῦν -εἰδικὰ σήμερα‐ πληροφορίες καὶ ‘εἰδήσεις’ ποὺ μποροῦν νὰ θεμελιώσουν τὴν ἄποψη τῆς ἑλληνικῆς, δηλαδὴ «βυζαντινῆς» καταγωγῆς του. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτήν, οἱ πρόγονοι τῆς οἰκογένειας ὀνομάζονταν «Νικηφορόπουλοι» καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὰ νότια μέρη τῆς Ἠπείρου. Αὐτὸ φαίνεται πιθανό, ἐφόσον ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ καὶ ἡ Πανελλήνια Ἰδέα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐμφορήθηκε ὁ Καποδίστριας καὶ τὴν ὁποία προσπάθησε νὰ διαδώσει καὶ πραγματώσει κατὰ τὴ διάρκεια μεγάλου μέρους τῆς ζωῆς του· δὲν ἔχει ὅμως μέχρι σήμερα ἐπαρκῶς τεκμηριωθεῖ. Ἀντίθετα, ἀπὸ καιρὸ ἔχει ἀποδειχτεῖ τὸ ὅτι μητρική του γλῶσσα ἦταν τὰ ἰταλικά: τὰ ἑλληνικὰ ἄρχισε να «προσπαθεῖ νὰ τὰ μάθει» στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΘ' αἰώνα, ὅταν δηλαδὴ τὰ Ἑπτάνησα τελοῦσαν ὑπὸ ρωσικὴ προστασία. Αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν τελείως φυσικό. Μέχρι τοὐλάχιστον τὴν παραχώρηση τῶν Ἰονίων Νήσων ἀπὸ τὴ Μεγάλη Βρεταννία στὴν ἀνεξάρτητη Ἑλλάδα, οἱ κάτοικοι τῆς Κέρκυρας εἶχαν σαφῆ τὴ συνείδηση τῆς ἰταλικῆς καταγωγῆς τους – καὶ αὐτὸ ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ Βρεταννοὶ δίσταζαν, μετὰ τὴν ἔξωση τοῦ Ὄθωνα, νὰ δώσουνε τὸ νησὶ στὴν Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὴν πλευρά του, ὁ βασιλιὰς Γεώργιος Α', προκειμένου νὰ ἐμφυσήσει καὶ ἐμπεδώσει ἑλληνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση στοὺς Κερκυραίους τὴν ἐπέλεξε ὡς τόπο μερικῆς διαμονῆς του. Κατὰ τραγικῶς παράδοξο τρόπο, τὸ ἴδιο πῆγε νὰ κάνει καὶ τὸ 1912 στὴ Θεσσαλονίκη, πόλη στὴν ὁποία τότε οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦσαν ἐμφανῆ μειοψηφία – μὲ τα γνωστὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα. Ἡ οἰκογένεια Καποδίστρια λοιπὸν καταγόταν, ὅπως δείχνει καὶ τὸ ὄνομά της (Capo d’Istria, στὴν ἀρχική ἰταλικὴ μορφή του), ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο λιμάνι τῆς Σλοβενίας· ἀπὸ ἐκεῖ, λόγω πολιτικοῦ διωγμοῦ, κατέφυγαν στὴν Κέρκυρα κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα. Ἀρχικῶς λέγονταν Vittori καί, στὴ συνέχεια, μετονομάστηκαν ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς τους. Φυσικά, ἤτανε Ρωμαιοκαθολικοί – καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἰδιότητά τους διευκόλυνε τὴν ἔνταξή τους στὴν ἀριστοκρατία τοῦ νησιοῦ. Ὁ τίτλος τοῦ
κόμη τοὺς εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸν δούκα τῆς Σαβοΐας Κάρολο‐Ἐμμανουὴλ Β΄στὴ Χρυσῆ Βίβλο (Libro d’oro) τῆς κερκυραϊκῆς ἀριστοκρατίας καταγράφηκαν τὸ 1679. Εἰδικὰ ὁ τίτλος τους τοῦ κόμη ὅμως ἀναγνωρίστηκε καθυστερημένα, μόλις τὸ 1796, ἀπὸ τὴ Δημοκρατία τῆς Βενετίας καὶ ἐπίσης μὲ καθυστέρηση, κατὰ τὸ 1840, ἀπὸ τὶς βρεταννικὲς ἀρχὲς προστασίας τῶν Ἰονίων Νήσων. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἦταν, ὡς γνωστόν,Ὀρθόδοξος· ὁ πατέρας του ὅμως, Ἀντώνιος‐Μαρία, ὑπῆρξε χαρακτηριστικὴ μορφὴ Ἰταλοῦ εὐγενοῦς. Ἡ σχετικὴ μὲ αὐτὸν παράδοση ἔχει ἀποτυπωθεῖ σὲ ἱστορικῆς ὑφῆς ἀλλὰ μυθιστορηματικοῦ χαρακτήρα ἔργο, γραμμένο ἀπὸ πασίγνωστη, ἐθνικοσοσιαλιστικῆς ἰδεολογίας προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεσοπολέμου: Τὰ καρούλια τῆς ἄσπρης [του] περούκας! Ὅταν ἕνα καροῦλι χαλάσει, ὁλόκληρη ἡ περούκα δὲν ἔχει πιὰ καμμίαν ἀξίαν. Κι αὐτὸς [ὁ Ἀντώνιος‐Μαρία Capo d’Istria] εἶχε τὴν γνώμη: ἢ νὰ εἶσαι τέλειος ἀριστοκράτης ἀπὸ τὴν κορφὴ ὡς τὰ νύχια, ἢ νὰ πᾶς νὰ βόσκεις πρόβατα!... Δὲν ἤξερε λύσεις, δὲν παραδέχονταν συμβιβασμούς! Συμβιβασμός… ἐσήμαινε ἀδυναμία καὶ περιφρόνηση. Φαίνεται, ἀκόμη, πὼς ἀπεχθανόταν τοὺς Ἑλληνοορθόδοξους καὶ προτιμοῦσε νὰ ἔχει στὴν ὑπηρεσία του Ἰταλούς. Ἡ σύζυγός τοῦ κόμη Ἀντωνίου‐Μαρία Καποδίστρια, Διαμαντίνα, τὸ γένος Γονέμη, ἐπίσης καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια τῆς Κέρκυρας – καὶ μάλιστα πιὸ παλιὰ ἀπὸ τοὺς Καποδίστρια, ἐφόσον εἶχαν καταγραφεῖ στὴ «Χρυσῆ Βίβλο» ἤδη κατὰ τὸ 1606. Κατὰ συνέπεια, καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ ἦταν Ρωμαιοκαθολικοί, δεδομένου ὅτι ἡ ἑπτανησιακὴ ἀριστοκρατία, στὸ σύνολό της σχεδόν, δὲν ἤτανε Ὀρθόδοξοι. Τὰ αἴτια τῆς μεταστροφῆς τῶν Capo d’Istria στὴν ἑλληνικὴ ἐκδοχὴ τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας καθὼς καὶ οἱ συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μεταστροφὴ αὐτὴ πραγματοποιήθηκε παραμένουνε, στὴν οὐσία, ἄγνωστες. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1776 καὶ ἦταν τὸ ἕκτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας (σὲ σύνολο ἐννέα). Ἄγνωστες παραμένουνε καὶ οἱ λεπτομέρειες οἱ σχετικὲς μὲ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ ἐφηβεία του. Πρέπει, πάντως, νὰ διδάχτηκε τότε λατινικὰ καὶ ἰδίως γαλλικά, διεθνῆ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς κυρίως στοὺς κύκλους τῆς ἀριστοκρατίας καὶ τῆς διπλωματίας, ἐνῶ τὰ ἑλληνικά, ὅπως ἤδη ἐπισημάνθηκε, τὰ ἔμαθε πολὺ ἀργότερα. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ τονιστεῖ πὼς ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς αὐτοκρατορικῆς Ρωσίας ἄρχισε ἡ συστηματικὴ καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὰ Ἑπτάνησα. Ἕως τὴν πρώτη δεκαετία τοῦ ΙΘ΄αἰώνα, πράγματι, οἱ Ἑπτανήσιοι μιλοῦσαν ἰταλικὰ (τοὐλάχιστον στὰ πλαίσια τῶν κοινωνικῶν συναναστροφῶν τους), ἐνῶ μόνο ἀπὸ τὸ 1810 καὶ μετὰ θεσπίστηκε ὑποχρεωτικὴ ἡ γνώση τῶν ἑλληνικῶν ἀπὸ τοὺς δημοσίους ὐπαλλήλους.
κόμη τοὺς εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸν δούκα τῆς Σαβοΐας Κάρολο‐Ἐμμανουὴλ Β΄στὴ Χρυσῆ Βίβλο (Libro d’oro) τῆς κερκυραϊκῆς ἀριστοκρατίας καταγράφηκαν τὸ 1679. Εἰδικὰ ὁ τίτλος τους τοῦ κόμη ὅμως ἀναγνωρίστηκε καθυστερημένα, μόλις τὸ 1796, ἀπὸ τὴ Δημοκρατία τῆς Βενετίας καὶ ἐπίσης μὲ καθυστέρηση, κατὰ τὸ 1840, ἀπὸ τὶς βρεταννικὲς ἀρχὲς προστασίας τῶν Ἰονίων Νήσων. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἦταν, ὡς γνωστόν,Ὀρθόδοξος· ὁ πατέρας του ὅμως, Ἀντώνιος‐Μαρία, ὑπῆρξε χαρακτηριστικὴ μορφὴ Ἰταλοῦ εὐγενοῦς. Ἡ σχετικὴ μὲ αὐτὸν παράδοση ἔχει ἀποτυπωθεῖ σὲ ἱστορικῆς ὑφῆς ἀλλὰ μυθιστορηματικοῦ χαρακτήρα ἔργο, γραμμένο ἀπὸ πασίγνωστη, ἐθνικοσοσιαλιστικῆς ἰδεολογίας προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεσοπολέμου: Τὰ καρούλια τῆς ἄσπρης [του] περούκας! Ὅταν ἕνα καροῦλι χαλάσει, ὁλόκληρη ἡ περούκα δὲν ἔχει πιὰ καμμίαν ἀξίαν. Κι αὐτὸς [ὁ Ἀντώνιος‐Μαρία Capo d’Istria] εἶχε τὴν γνώμη: ἢ νὰ εἶσαι τέλειος ἀριστοκράτης ἀπὸ τὴν κορφὴ ὡς τὰ νύχια, ἢ νὰ πᾶς νὰ βόσκεις πρόβατα!... Δὲν ἤξερε λύσεις, δὲν παραδέχονταν συμβιβασμούς! Συμβιβασμός… ἐσήμαινε ἀδυναμία καὶ περιφρόνηση. Φαίνεται, ἀκόμη, πὼς ἀπεχθανόταν τοὺς Ἑλληνοορθόδοξους καὶ προτιμοῦσε νὰ ἔχει στὴν ὑπηρεσία του Ἰταλούς. Ἡ σύζυγός τοῦ κόμη Ἀντωνίου‐Μαρία Καποδίστρια, Διαμαντίνα, τὸ γένος Γονέμη, ἐπίσης καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια τῆς Κέρκυρας – καὶ μάλιστα πιὸ παλιὰ ἀπὸ τοὺς Καποδίστρια, ἐφόσον εἶχαν καταγραφεῖ στὴ «Χρυσῆ Βίβλο» ἤδη κατὰ τὸ 1606. Κατὰ συνέπεια, καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ ἦταν Ρωμαιοκαθολικοί, δεδομένου ὅτι ἡ ἑπτανησιακὴ ἀριστοκρατία, στὸ σύνολό της σχεδόν, δὲν ἤτανε Ὀρθόδοξοι. Τὰ αἴτια τῆς μεταστροφῆς τῶν Capo d’Istria στὴν ἑλληνικὴ ἐκδοχὴ τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας καθὼς καὶ οἱ συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μεταστροφὴ αὐτὴ πραγματοποιήθηκε παραμένουνε, στὴν οὐσία, ἄγνωστες. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1776 καὶ ἦταν τὸ ἕκτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας (σὲ σύνολο ἐννέα). Ἄγνωστες παραμένουνε καὶ οἱ λεπτομέρειες οἱ σχετικὲς μὲ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ ἐφηβεία του. Πρέπει, πάντως, νὰ διδάχτηκε τότε λατινικὰ καὶ ἰδίως γαλλικά, διεθνῆ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς κυρίως στοὺς κύκλους τῆς ἀριστοκρατίας καὶ τῆς διπλωματίας, ἐνῶ τὰ ἑλληνικά, ὅπως ἤδη ἐπισημάνθηκε, τὰ ἔμαθε πολὺ ἀργότερα. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ τονιστεῖ πὼς ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς αὐτοκρατορικῆς Ρωσίας ἄρχισε ἡ συστηματικὴ καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὰ Ἑπτάνησα. Ἕως τὴν πρώτη δεκαετία τοῦ ΙΘ΄αἰώνα, πράγματι, οἱ Ἑπτανήσιοι μιλοῦσαν ἰταλικὰ (τοὐλάχιστον στὰ πλαίσια τῶν κοινωνικῶν συναναστροφῶν τους), ἐνῶ μόνο ἀπὸ τὸ 1810 καὶ μετὰ θεσπίστηκε ὑποχρεωτικὴ ἡ γνώση τῶν ἑλληνικῶν ἀπὸ τοὺς δημοσίους ὐπαλλήλους.