Το Αββαείο του Αγίου Γάλλου
Δημοσιεύτηκε: 02 Νοέμ 2019, 12:54
Το Αββαείο του Αγίου Γάλλου βρίσκεται στην Ελβετία και αποτελεί ένα σημαντικό μνημείο του Μεσαιωνικού Δυτικού Ευρωπαικού πολιτισμού. Σήμερα έχει αναγνωριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco. Το Αββαείο ιδρύθηκε τον 8ο μΧ αιώνα από τον άγιο Οθμάρ, αν και ο θρύλος λέει ότι ο ιδρυτής του ήταν ο ίδιος ο άγιος Γάλλος, ο οποίος ήταν Ιρλανδός μοναχός και λέγεται ότι μόνασε τον 7ο μΧ αιώνα στον τόπο που βρίσκεται σήμερα το αββαείο.
https://en.wikipedia.org/wiki/Abbey_of_Saint_Gall

Η βιβλιοθήκη του Αββαείου, τα Ελληνικά χειρόγραφα
Το σημαντικότερο και πιο ενδιαφέρον τμήμα του Αββαείου είναι η βιβλιοθήκη του. Διαθέτει χιλιάδες μεσαιωνικά χειρόγραφα κυρίως θεολογικού ενδιαφέροντος αλλά και κάποιων κοσμικών έργων που αφορούν την ιατρική και την αστρονομία. Η μεσαιωνική αυτή βιβλιοθήκη άκμασε γύρω στον 9ο αιώνα, δηλαδή στη Καρολίγγεια περίοδο και αποτέλεσε ένα αντιγραφικό κέντρο χειρογράφων. Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτά τα χειρόγραφα έχουν μεταφραστεί από τα Ελληνικά στα Λατινικά. Έργα των πατέρων της εκκλησίας, αλλά και των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων όπως του Ιπποκράτη του Γαλληνού και του Ορειβάσιου, μεταφέρθηκαν από τα Ελληνικά στα Λατινικά τον 9ο μΧ αιώνα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι δεν ήταν μόνο οι Άραβες (οι οποίοι άλλωστε και αυτοί Βυζαντινά χειρόγραφα αντέγραφαν) που συνέβαλαν στη διάσωση των αρχαίων Ελληνικών έργων, όπως υποστηρίζουν κάποιοι.
Έλληνες μοναχοί στο Αββαείο του Αγίου Γάλλου;
Οι μοναχοί αντιγραφείς αυτοί του Αββαείου του αγίου Γάλλου ήταν γνώστες της Ελληνικής γλώσσας, γεγονός το οποίο είναι αξιοπερίεργο, καθώς στη δυτική Ευρώπη ήταν διαδεδομένα τα Λατινικά και όχι τα Ελληνικά. Είναι πιθανόν λοιπόν τα Ελληνικά αυτά χειρόγραφα να βρέθηκαν εκεί από Έλληνες μοναχούς ή από Ιρλανδούς μοναχούς σύμφωνα με μαρτυρίες, οι οποίοι διέθεταν Ελληνικά χειρόγραφα και γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα. Ο Βενεδικτίνος μοναχός Νότκερ Μπάλμπουλους (Notker Balbulus) του μοναστηρίου αυτού, ο οποίος έζησε τον 9ο μΧ αιώνα, σε μια επιστολή άναφέρει την ύπαρξη Ελλήνων μοναχών ("ellenici fratres", όρος ο οποίος παρουσιάζει ενδιαφέρον) στο αββαείο. Δεν αποκλείεται η πιθανότητα να είχαν επισκεφθεί όντως Έλληνες μοναχοί (Βυζαντινοί) οι οποίοι να διέθεταν πολύτιμα χειρόγραφα και να τα μετέφρασαν στα Λατινικά. Πιθανόν η διαμονή αυτών των ellenici fratres να μην ήταν μόνιμη αλλά σύντομη καθώς ο Νότκερ ζητούσε επίσης σε επιστολή του μεταφραστές για το Ελληνικό χειρόγραφο του Ωριγένη. Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι μεταφράσεις ή οι αντιγραφές να πραγματοποιήθηκαν από Ιρλανδούς μοναχούς, οι οποίοι ήταν άριστοι αντιγραφείς χειρογράφων, ή και Σκότους μοναχους. Ωστόσο οι ιστορικοί δεν αποκλείουν και την παρουσία Ελλήνων μοναχών. Δεν ήταν πάντως λίγες οι φορές κατα την Καρολίγγεια περίοδο όπου Βυζαντινοί απεσταλμένοι είχαν ταξιδέψει στη δυτική Ευρώπη μεταφέροντας χειρόγραφα. Τον 9ο αιώνα επίσης απεσταλμένοι του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β του Τραυλού μετέφεραν στην αυλή του βασιλιά Λουδοβίκου του Ευσεβή ένα Ελληνικό χειρόγραφο του Ψευδο-Διονυσίου του Αεροπαγίτη (ονομάζεται έτσι γιατί έχει γραφτεί από κάποιον Νεοπλατωνικό συγγραφέα του 6ου μΧ αι. που αυτοαποκαλείται Διονύσιος).

Απεικόνιση του μοναχού Νότκερ σε χειρόγραφο.

Η βιβλιοθήκη στη σημερινή της μορφή στην Ελβετία.
Η Ιστορία του Αββαείου αναλυτικότερα.

https://en.wikipedia.org/wiki/Abbey_of_Saint_Gall
Η βιβλιοθήκη του Αββαείου, τα Ελληνικά χειρόγραφα
Το σημαντικότερο και πιο ενδιαφέρον τμήμα του Αββαείου είναι η βιβλιοθήκη του. Διαθέτει χιλιάδες μεσαιωνικά χειρόγραφα κυρίως θεολογικού ενδιαφέροντος αλλά και κάποιων κοσμικών έργων που αφορούν την ιατρική και την αστρονομία. Η μεσαιωνική αυτή βιβλιοθήκη άκμασε γύρω στον 9ο αιώνα, δηλαδή στη Καρολίγγεια περίοδο και αποτέλεσε ένα αντιγραφικό κέντρο χειρογράφων. Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτά τα χειρόγραφα έχουν μεταφραστεί από τα Ελληνικά στα Λατινικά. Έργα των πατέρων της εκκλησίας, αλλά και των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων όπως του Ιπποκράτη του Γαλληνού και του Ορειβάσιου, μεταφέρθηκαν από τα Ελληνικά στα Λατινικά τον 9ο μΧ αιώνα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι δεν ήταν μόνο οι Άραβες (οι οποίοι άλλωστε και αυτοί Βυζαντινά χειρόγραφα αντέγραφαν) που συνέβαλαν στη διάσωση των αρχαίων Ελληνικών έργων, όπως υποστηρίζουν κάποιοι.
Έλληνες μοναχοί στο Αββαείο του Αγίου Γάλλου;
Οι μοναχοί αντιγραφείς αυτοί του Αββαείου του αγίου Γάλλου ήταν γνώστες της Ελληνικής γλώσσας, γεγονός το οποίο είναι αξιοπερίεργο, καθώς στη δυτική Ευρώπη ήταν διαδεδομένα τα Λατινικά και όχι τα Ελληνικά. Είναι πιθανόν λοιπόν τα Ελληνικά αυτά χειρόγραφα να βρέθηκαν εκεί από Έλληνες μοναχούς ή από Ιρλανδούς μοναχούς σύμφωνα με μαρτυρίες, οι οποίοι διέθεταν Ελληνικά χειρόγραφα και γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα. Ο Βενεδικτίνος μοναχός Νότκερ Μπάλμπουλους (Notker Balbulus) του μοναστηρίου αυτού, ο οποίος έζησε τον 9ο μΧ αιώνα, σε μια επιστολή άναφέρει την ύπαρξη Ελλήνων μοναχών ("ellenici fratres", όρος ο οποίος παρουσιάζει ενδιαφέρον) στο αββαείο. Δεν αποκλείεται η πιθανότητα να είχαν επισκεφθεί όντως Έλληνες μοναχοί (Βυζαντινοί) οι οποίοι να διέθεταν πολύτιμα χειρόγραφα και να τα μετέφρασαν στα Λατινικά. Πιθανόν η διαμονή αυτών των ellenici fratres να μην ήταν μόνιμη αλλά σύντομη καθώς ο Νότκερ ζητούσε επίσης σε επιστολή του μεταφραστές για το Ελληνικό χειρόγραφο του Ωριγένη. Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι μεταφράσεις ή οι αντιγραφές να πραγματοποιήθηκαν από Ιρλανδούς μοναχούς, οι οποίοι ήταν άριστοι αντιγραφείς χειρογράφων, ή και Σκότους μοναχους. Ωστόσο οι ιστορικοί δεν αποκλείουν και την παρουσία Ελλήνων μοναχών. Δεν ήταν πάντως λίγες οι φορές κατα την Καρολίγγεια περίοδο όπου Βυζαντινοί απεσταλμένοι είχαν ταξιδέψει στη δυτική Ευρώπη μεταφέροντας χειρόγραφα. Τον 9ο αιώνα επίσης απεσταλμένοι του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β του Τραυλού μετέφεραν στην αυλή του βασιλιά Λουδοβίκου του Ευσεβή ένα Ελληνικό χειρόγραφο του Ψευδο-Διονυσίου του Αεροπαγίτη (ονομάζεται έτσι γιατί έχει γραφτεί από κάποιον Νεοπλατωνικό συγγραφέα του 6ου μΧ αι. που αυτοαποκαλείται Διονύσιος).

Απεικόνιση του μοναχού Νότκερ σε χειρόγραφο.

Η βιβλιοθήκη στη σημερινή της μορφή στην Ελβετία.
Η Ιστορία του Αββαείου αναλυτικότερα.
Υ.Γ. Είπα να ανοίξω ένα νέο θέμα γιατί βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια.Η βιβλιοθήκη και το scriptorium. Η μονή και η βιβλιοθήκη του αββαείου του St. Gallen αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της προσηλυτιστικής πολιτικής της Δυτικής Εκκλησίας που σκοπό είχε να «σώσει» τον κόσμο από τα κατάλοιπα του παγανισμού. Αντιπροσωπεύει μία από τις αρχαιότερες ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες με συνεχή ιστορία και μολονότι το αρχικό της κτίσμα που χρονολογείται από τον 8ο αιώνα, δεν διασώθηκε, η σημερινή της εικόνα προβάλλει ως ένα από τα πιο γοητευτικά και περίτεχνα δείγματα της αρχιτεκτονικής του γερμανικού μπαρόκ.
Το χρονικό της ίδρυσης της μονής του Steinach (στη Βόρεια Ελβετία) μας γυρίζει στον 7ο αιώνα, όταν μία ομάδα Ιρλανδών ιεραποστόλων, οδηγούμενη από τον άγιο Κολουμβανό (Columban), αφού διάβηκε περιοχές κατοικημένες από γερμανικές φυλές έφθασε στη λίμνη της Κωνσταντίας. Από εκεί, ένας από τους ιεραποστόλους, ο Γάλλος (Gallus), αποτραβήχτηκε στα κοντινά άγρια δάση του Arbon και με δύο ντόπιους μοναχούς έζησε εκεί σαν ερημίτης. Έφτιαξε μία ξύλινη καλύβα για να προσεύχεται και σύντομα συγκέντρωσε γύρω του πολλούς πιστούς της περιοχής. Μετά τον θάνατό του, γύρω στο 650, η εκκλησία στην οποία φυλάχτηκαν τα οστά του αποτέλεσε τόπο προσκυνήματος και τον πυρήνα του σημερινού ομώνυμου αββαείου (Duft, Lebensgeschichten).
Γύρω στο 720, ο πυρήνας αυτός που διαμορφώθηκε από τους οπαδούς του Γάλλου θα πάρει μοναστηριακή μορφή, με τη σαφή καθοδήγηση του ηγούμενου Ότμαρ και ακολουθώντας διάφορους κανόνες gall 1διαβίωσης, μέχρι το 747 που ο Καρλομάγνος θα επιβάλει τον Κανόνα του αγίου Βενέδικτου. Παρ’ όλα τα πενιχρά μέσα που διέθετε αρχικά το μοναστήρι, σύντομα αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό που βρέθηκε στο στόχαστρο ισχυρών επισκοπών, κυρίως της Κωνσταντίας, οι οποίοι προσπάθησαν να ανακόψουν την πορεία του προς την αυτονομία. Από τα χρόνια εκείνα, γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα, άρχισαν να καλλιεργούνται τα γράμματα και οργανώθηκε βιβλιογραφείο όπου αντιγράφηκαν χειρόγραφα στην τοπική γραφή της περιοχής. Ένας μοναχός ονόματι Johannes, από το Reichenau, που διαδέχθηκε τον ηγούμενο Ότμαρ, θα δώσει ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην επιβολή της κοινοβιακής ζωής, με αποτέλεσμα να αρχίσει από το 770 μία περίοδος ανάπτυξης με την προσάρτηση μεγάλων εκτάσεων στα περιουσιακά στοιχεία της μονής που θα συμβάλουν αποφασιστικά στην εδραίωση της αυτονομίας και της φήμης της. Το 782, ο Waldo, ένα μέλος της τάξης των ευγενών, θα γίνει ηγούμενος της μονής του St. Gallen και λίγα χρόνια αργότερα, το 786, και του Reichenau (Vogler, Sketch). Ο Waldo εξελίχθηκε στο πιο «διεθνικό» μέλος της μονής, καθώς αφού υπηρέτησε στην Παβία και στη συνέχεια στη Βασιλεία, έκλεισε τη σταδιοδρομία του στο αυτοκρατορικό αββαείο του St. Denis, στο Παρίσι (806-814). Από τη στιγμή που θα έρθει στα πράγματα ο Gozbert (ηγούμενος από το 816 έως το 837), η μονή θα αποκτήσει και πολιτική δύναμη. Ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος ο Πίος θα της παραχωρήσει προνόμια απαλλαγής φόρων (818), τα οποία θα επεκτείνει ο Λουδοβίκος ο Γερμανός ώς το 833, δίνοντας παράλληλα το δικαίωμα στους μοναχούς να εκλέγουν ελεύθερα τον ηγούμενό τους. Το 854 το μοναστήρι απαλλάσσεται πλήρως από τη φορολογία που του είχε επιβάλει η επισκοπή της Κωνσταντίας. Ο 9ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως ο «χρυσός αιώνας» στην ιστορία της μονής του St. Gallen και ακριβέστερα τα 110 χρόνια, δηλαδή από το 816 που ανέλαβε ο ηγούμενος Gozbert ως την ουγγρική εισβολή στην Ελβετία το 926. Κατά το διάστημα αυτό τέσσερις ηγούμενοι σφράγισαν την τύχη του αββαείου προσδίδοντας αναγεννησιακό κλίμα στην καλλιέργεια των γραμμάτων και της τέχνης· οι Gozbert, Grimald, Hartmut και Salomon I.
Όμως, από τις αρχές του 10ου αιώνα εμφανίζονται σταδιακά σημάδια παρακμής που οδήγησαν στην ολοκληρωτική καταστροφή της μονής του St. Gallen και στην πυρπόλησή της μετά την εισβολή των Ούγγρων gall 2το 926. Από τότε και ως τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα, η ζωή στο St. Gallen δεν θυμίζει σε τίποτα τις εποχές του Gozbert και μόνο από το 1463 ώς το 1491 θα γνωρίσει και πάλι μέρες λαμπρές υπό την ηγουμενία και καθοδήγηση του Ulrich Roesch. Η σύνεση με την οποία διαχειρίστηκε τον μοναστηριακό πλούτο ο νέος ηγούμενος, η ανεξάντλητη ενεργητικότητα και αποτελεσματικότητά του έδωσαν και πάλι στη μονή την παλιά της αίγλη. Ο Roesch, εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία και τα εδάφη που περιέσωσε, αναβίωσε τη λειτουργία της μοναστηριακής σχολής, στέλνοντας μάλιστα πολλούς μοναχούς σε εκπαιδευτικά ταξίδια ενώ επιπλέον αναδιοργάνωσε και τη βιβλιοθήκη.
Η Μεταρρύθμιση αποδιοργάνωσε τη μονή, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα καθώς τα πράγματα αποκαταστάθηκαν με τη Δεύτερη Συνθήκη του Kappel το 1531. Σύντομα η μονή του St. Gallen ξαναβρήκε την πολιτική, οικονομική και θρησκευτική της ταυτότητα, ενώ ήταν ένα από τα πρώτα μοναστήρια που εντάχθηκαν στην Ελβετική Συνομοσπονδία. Ο αριθμός των μοναχών άρχισε να αυξάνει και πάλι με γοργούς ρυθμούς, ενώ οι ιδιοκτησίες της στις περιοχές της Κωνσταντίας και πέρα από τον Ρήνο, όπως και τα διάφορα αυτοκρατορικά προνόμια που διατηρούσε της προσέδιδαν διεθνικό χαρακτήρα. Εμπνευσμένοι και ικανοί άνθρωποι της Εκκλησίας την πλαισίωσαν· ένας από αυτούς ήταν και ο Coelestin Sfondrati από το Μιλάνο που στη συνέχεια υπήρξε υποψήφιος πάπας. Η Συνομοσπονδιακή Ειρήνη του Μπάντεν στο Aargau συνήφθη το 1718 με αποτέλεσμα την εκ βάθρων αναστήλωση της εκκλησίας, του μοναστηριακού συγκροτήματος και της μπαρόκ βιβλιοθήκης που ολοκληρώθηκε το 1766. Από το 1803, κατά τη ναπολεόντεια δηλαδή εποχή, το St. Gallen έχασε την αυτονομία του υπακούοντας πλέον στο Μεγάλο Συμβούλιο του Καντονίου του St. Gallen (8 Μαΐου 1805) (Meier, Pankranz).
Το scriptorium και η βιβλιοθήκη. Αστείρευτη πηγή της γνώσης και της οργάνωσης μιας ιδιαίτερα ξεχωριστής και πλούσιας βιβλιοθήκης ήταν το βιβλιογραφείο και δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του gall 3Walter Berschim που κάνει λόγο για τον μύθο που το περιβάλλει. Η θέση που κατελάμβανε το βιβλιογραφείο, ακριβώς δίπλα στη βορεινή πλευρά του καθολικού, σημειώνεται στο σχέδιο που εκπονήθηκε στη μονή του Reichenau, γύρω στο 825, κατά την περίοδο της ηγουμενίας του επισκόπου Gozbert (Horn & Born, Plan).
Ήδη από τα χρόνια του Otmar (720) είχαν αρχίσει να καλλιεργούνται τα γράμματα στη μονή και λειτουργούσε αντιγραφικό κέντρο όπου με τα χρόνια φιλοτεχνήθηκαν σπουδαίοι κώδικες στην τοπική γραφή της περιοχής. Ο πρώτος γνωστός μας καλλιγράφος έφερε το όνομα Winithar και από το 760 και μετά, σε συνεργασία με δεκατέσσερις άλλους γραφείς, ολοκλήρωσε την αντιγραφή πολλών χειρογράφων θεολογικού και εκπαιδευτικού, γενικότερα, περιεχομένου. Η άνθηση ωστόσο του βιβλιογραφείου χρονολογείται από τα χρόνια του Gozbert (816-837) οπότε με την καθοδήγηση του καλλιγράφου Wolfcoz εκατό τουλάχιστον αντιγραφείς εργάζονταν αδιάκοπα, όπως μαρτυρούν και οι 70 κώδικες που διασώθηκαν από την εποχή εκείνη. Στην περίοδο αυτή γράφτηκε και ο επίσημος κώδικας του Κανόνα του αγίου Βενέδικτου, ο αρχαιότερος ως σήμερα σωζόμενος, που κοσμεί τη βιβλιοθήκη (Traube, Textgeschichte).
Στα μέσα του 9ου αιώνα παρατηρείται αναζωογόνηση του βιβλιογραφείου του St. Gallen, προερχόμενη από τον Βορρά, με την κάθοδο Ιρλανδών καλλιγράφων μοναχών που προσέδωσαν νέα καλλιτεχνική gall 4αισθητική και νέες φόρμες στη μικρογραφία – και με την προσθήκη της ιρλανδικής γραφής κατά περίπτωση. Τότε είναι που ο Hartmut ολοκλήρωσε μία οκτάτομη Βίβλο, η οποία διακρίνεται για την αξιοπιστία του κειμένου, ενώ και έργα της λατινικής λογοτεχνίας έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής με στόχο όχι μόνο τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης αλλά και τη συμβολή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής. Στα μέσα του 9ου αιώνα χρονολογείται ένας κατάλογος των χειρογράφων (Breviarium Librorum), που μαρτυρεί την έκταση αλλά και το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης· τα ιρλανδικά βιβλία καταγράφονται ξεχωριστά και επιγράφονται Libri scottice scripti, ενώ μνημονεύονται για πρώτη φορά και τα ονόματα των βιβλιοφυλάκων.
Από τις αρχές του 10ου αιώνα και μετά την πυρπόληση της μονής από τους Ούγγρους (926), το βιβλιογραφείο άργησε πολύ να ξανακερδίσει την αίγλη του. Θα πρέπει να περιμένουμε ως τον 11ο αιώνα για να φιλοτεχνηθούν εκεί κώδικες και μικρογραφίες ανάλογες της καλλιτεχνικής παράδοσης του St. Gallen.
Η καλλιτεχνική αξία των κωδίκων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η εικονογράφηση των κωδίκων εξυπηρετούσε εντελώς διαφορετικούς σκοπούς απ' ότι στα βιβλία σήμερα. Το αρχιτεκτονικό σκηνικό που περιέβαλλε το κεντρικό μοτίβο της σύνθεσης, μία προσωπογραφία κατά κανόνα, ακολουθούσε συγκεκριμένα πρότυπα της αρχαιότερης εικονογραφικής παράδοσης και είχε ως επί το πλείστον συμβολικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οι μικρογράφοι του βιβλιογραφείου του St. Gallen εμπνεύστηκαν φόρμες και σχήματα από την τοπική παράδοση, καθιερώνοντας πρότυπα που σπάνια εντοπίζονται αλλού. Η «διακόσμηση» ως στοιχείο της εικονογράφησης είναι ανεπίτρεπτη για θεολογικά κείμενα και οι καλλιγράφοι της εποχής έστρεψαν την προσοχή τους πρωτίστως στο περιεχόμενο, θεωρώντας την εικονογράφηση δευτερεύουσας σημασίας· αντικειμενικός σκοπός δεν ήταν άλλος από την προβολή του ορθού λόγου. Ο μικρογράφος αντλούσε τα ζωγραφικά θέματά του για τα θεολογικά βιβλία από περιγραφές των ιερών κειμένων, την Παλαιά Διαθήκη, τους Ψαλμούς και τα ποικίλα προφητικά και άλλα βιβλία. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος δεν αποσκοπούσε βέβαια στην ολοκλήρωση θαυμαστών καλλιτεχνικών θησαυρών αλλά στο να εξασφαλίσει στον μικρογράφο και τη δική του σωτηρία της ψυχής, όπως και την άφεση αμαρτιών.
Η τέχνη του εικονογραφημένου κώδικα εμφανίζεται στο βιβλιογραφείο της μονής γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα με τη σχεδίαση πρωτογραμμάτων – πρώτο βήμα εικονογράφησης σε πλείσταgall 5 βιβλιογραφικά κέντρα. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για απλά σχέδια ή επαναλήψεις διακοσμητικών προτύπων, χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές απαιτήσεις. Ενδεικτικό της καλλιτεχνικής αυτής έκφρασης είναι το πρωτόγραμμα του κώδικα (Sang. 125) που θησαυρίζεται στη βιβλιοθήκη του St. Gallen. Η αρχική αυτή σχεδιαστική πρωτοβουλία θα φθάσει σε ύψιστο βαθμό κατά τα μέσα του 9ου αιώνα με τη διαμόρφωση μιας καλλιτεχνικής σχολής που επικεντρώθηκε στην τέχνη του πρωτογράμματος, με τον καλλιγράφο Sintram και το «Μακρύ Ευαγγέλιο» (Eggenberg, Art).
Η Βιβλιοθήκη. Οι βασικές πηγές εμπλουτισμού της βιβλιοθήκης του St. Gallen ήταν δύο: αφενός οι προσφορές των Ιρλανδών κυρίως ιεραποστόλων, πολλοί από τους οποίουςgall 6 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο αββαείο και αφετέρου η εντυπωσιακή παραγωγή και αναπαραγωγή κωδίκων στο βιβλιογραφείο της κατά ορισμένες περιόδους. Με έντονα βαμμένα μάτια και κουρεμένο το μπροστινό τμήμα της κεφαλής τους, οι Ιρλανδοί ιεραπόστολοι δήλωναν την παρουσία τους στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά το προσκυνητικό ταξίδι τους στην Αγία Έδρα. Κατά την επιστροφή τους, απαραίτητος σταθμός ήταν η μονή του St. Gallen, γεγονός που συντελούσε στη μεταστροφή της ιδέας ορισμένων για επιστροφή στην Ιρλανδία, όπως στην περίπτωση του επισκόπου Μarcus και του ανιψιού του Μάρκελλου, οι οποίοι παρέδωσαν την περιουσία τους αλλά και την κινητή τους βιβλιοθήκη στη μονή. Ο Ekkehart IV μνημονεύει αντίστοιχα περιστατικά και χαρακτηρίζει τους Ιρλανδούς αυτούς ως άτομα εξαιρετικά μορφωμένα σε όλα τα επίπεδα της κοσμικής και χριστιανικής γραμματείας, οι οποίοι κατά τις περιπλανήσεις τους εξακολουθούσαν να εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους, όπως μαρτυρούν τα βιβλία που είχαν στις αποσκευές τους, κυρίως λατινικά αλλά και ελληνικά, όπως και ορισμένα σε κέλτικη γραφή.
Προς τα τέλη του 9ου αιώνα ο ηγούμενος Hartmut (872-883) ανέλαβε τη φροντίδα της βιβλιοθήκης, παραλαμβάνοντας ένα ανομοιογενές βιβλιακό υλικό από το οποίο, αντίθετα από κάθε προσδοκία, απουσίαζαν ακόμα και βασικά θεολογικά κείμενα, όπως του ιερού Αυγουστίνου, του Ιερώνυμου και του Γρηγορίου του Μεγάλου. Τη θέση τους κατελάμβαναν βιβλία του αγίου Μεθόδιου, του Tichonius, Επιστολές του Φαύστου, επισκόπου του Riez, το βιβλίο της Αποκάλυψης κ.ά. Τα επιστημονικά κείμενα σπάνιζαν και περιορίζονταν στα Φαινόμενα του Άρατου, σε νομικά βιβλία, γραμματικά εγχειρίδια και ορισμένες μυθιστορίες όπως η Ιστορία των Φράγκων, η Ιστορία του Τρωικού Πολέμου και ένα σύγγραμμα του Vegetius γύρω από την τακτική του πολέμου.
Ο Hartmut στην προσπάθειά του να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη ξεπέρασε τον εαυτό του. Όντας γραφέας ο ίδιος επεξεργάστηκε, όπως είδαμε, την Παλαιά Διαθήκη και κληροδότησε στη μονή μία οκτάτομη gall 7έκδοση. Από την εποχή του αλλάζει και το καθεστώς της βιβλιοθήκης, καθώς η φύλαξή της ανατίθεται σε μοναχό που εκτελεί χρέη βιβλιοφύλακα και έχει τη φροντίδα για τη σύνταξη καταλόγου των χειρογράφων (Breviarium Librorum). Στον πρώτο αυτό κατάλογο που χρονολογείται τον 9ο αιώνα, καταγράφονται 361 κώδικες οι οποίοι φανερώνουν και τον πνευματικό προσανατολισμό της μοναστικής κοινότητας του St. Gallen.
Κατάλογοι μοναστηριακών βιβλιοθηκών της περιοχής κατά την εποχή εκείνη υποδηλώνουν την ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε στην απόκτηση κωδίκων με γλωσσικά χαρακτηριστικά, όπως τους Scottice ή Libri scottice scripti. Ένας τέτοιος κατάλογος που συντάχθηκε γύρω στα 884-888 στη μονή του St. Gallen, μνημονεύει τίτλους, ανάμεσα στους οποίους, δύο αντίγραφα της Παλαιάς Διαθήκης και επτά της Καινής, τρία χειρόγραφα με σχόλια για τη Βίβλο, έναν κώδικα με πατερικά κείμενα και άλλα αγιολογικά και λειτουργικά βιβλία. Από το σύνολο των κωδίκων σε ιρλανδική γραφή που κατά καιρούς θησαυρίζονταν στη βιβλιοθήκη, έχουν απομείνει σήμερα δεκαπέντε. Από αυτούς τέσσερις μόνο είναι πλήρεις ενώ οι υπόλοιποι διασώζονται σε σπαράγματα και χρονολογούνται σε μία περίοδο από τον 7ο ώς τον 12ο αιώνα.
Για μία περίοδο, από τα μέσα του 10ου ως τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα, η μονή αλλά και η βιβλιοθήκη δεν θύμιζαν σε τίποτα την πνευματική ανάταση που κυριαρχούσε επί της ηγουμενίας του Hartmut. gall 8Το καλοκαίρι του 1416, κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Κωνσταντίας, στην οποία συμμετείχαν πολλά και εξέχοντα μέλη της Curia, ακόμη και ο Μανουήλ Χρυσολωράς, τρεις γραμματείς της παπικής αντιπροσωπείας, ο Poggio, ο Cencio Rustici και ο Bartolomeo da Montepulciano ζήτησαν να επισκεφθούν τη γύρω περιοχή και τη μονή του St. Gallen. Βιβλιομανείς και οι τρεις, με το που αντίκρισαν την εικόνα της βιβλιοθήκης στον πύργο του Hartmut, τρόμαξαν. Ο Cencio μαρτυρεί πως του ήρθαν δάκρυα στα μάτια στη θέα των βιβλίων, αφημένων στην υγρασία και τη σκόνη, σκωληκόβροτων, σ’ ένα χώρο πλήρως εγκαταλελειμμένο. Στο «εδώλιο» βρέθηκε ο ηγούμενος Heinrich von Gundelfingen και η μοναστική κοινότητα: «Ο ηγούμενος και οι μοναχοί του αββαείου αυτού είναι ξένοι κάθε γνώσης και γραμμάτων. Ω, βάρβαρη χώρα, εχθρική απέναντι στη λατινική γλώσσα! Ω ακόλαστοι, υπολείμματα της ανθρωπότητας» (Bertalot, Cincius). Η επίσκεψη αυτή των τριών ουμανιστών ωστόσο, δεν έληξε άδοξα καθώς ανακάλυψαν άγνωστα συγγράμματα όπως ένα πλήρες χειρόγραφο του Κοϊντιλιανού (Εκπαίδευση ενός ρήτορα), κείμενο το οποίο γνώριζαν μόνο από έναν ατελή κώδικα, και άλλα τρία έργα άγνωστα επίσης στις ιταλικές βιβλιοθήκες: τα Αργοναυτικά του Valerius Flaccus και δύο χειρόγραφα με Σχόλια σε λόγους του Κικέρωνα, όπως επίσης, έργα του Silius Italicus και του Marcus Manilius, ορισμένα από τα οποία δανείστηκαν και στη συνέχεια τα αντέγραψαν.
Όταν ανέλαβε καθήκοντα ηγούμενου ο Ulrich Roesch (1463-1491) άλλαξαν τα πάντα στη μονή και σε όλους τους τομείς. Μεταξύ άλλων αναβίωσε η μοναστηριακή σχολή και αποκαταστάθηκε η τάξη gall 13στη βιβλιοθήκη. Τα βιβλία καταλογραφήθηκαν από την αρχή, πολλά σταχώθηκαν εκ νέου, ενώ επιπλέον εξασφαλίστηκε μία ετήσια επιχορήγηση 100 γκίλντερς για αγορά νέων βιβλίων. Η εδραίωση της τυπογραφικής τέχνης άλλωστε, είχε αλλάξει το τοπίο αναπαραγωγής και διακίνησης του βιβλίου και ο καθένας πλέον μπορούσε με τα απαραίτητα χρήματα να έχει μερίδιο και πρόσβαση στη γνώση. Έτσι το ποσό αυτό διατέθηκε για την αγορά έντυπων βιβλίων φιλοσοφικού, θεολογικού και νομικού περιεχομένου αλλά και για έργα της λατινικής λογοτεχνίας, ουμανιστικά κείμενα και λαϊκά γερμανικά μυθιστορήματα, ιδιαίτερα δημοφιλή την εποχή εκείνη (Βιβλ. IV, 166-187).
https://staikoslibraries.gr/gr/mesaiona ... allen.html
