Άγιος Αχμέτ. Μια αστυνομική ιστορία (Α΄)
https://dytistonniptiron.wordpress.com/ ... s-ahmet-1/
Άγιος Αχμέτ. Μια αστυνομική ιστορία (Β΄)
https://dytistonniptiron.wordpress.com/ ... s-ahmet-2/
Άγιος Αχμέτ. Μια αστυνομική ιστορία (Γ΄)
https://dytistonniptiron.wordpress.com/ ... s-ahmet-3/
Όσοι έχουν ασχοληθεί με την τουρκική γλώσσα, ερασιτεχνικά ή όχι, τις τελευταίες δυο δεκαετίες ή και λίγο παλιότερα, ξέρουν ίσως το φίλο μου τον Φαρούκ στην Αθήνα. Πολλοί από αυτούς ίσως έχουν παρευρεθεί και
στους εορτασμούς του Αγίου Αχμέτ, προς τα τέλη του Δεκέμβρη, που οργάνωσε ο Φαρούκ τρεις ή τέσσερις φορές γύρω στο 2000, απ’ όσο θυμάμαι. Ο Άγιος Αχμέτ είναι υπαρκτός στο εορτολόγιο· δεν ξέρω πότε ακριβώς εντάχθηκε επίσημα, αλλά εμφανίζεται στο
Νέον Μαρτυρολόγιον, ήτοι μαρτυρία των νεοφανών μαρτύρων των μετά τήν άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς καί τόπους μαρτυρησάντων…, του Νικόδημου του Αγιορείτου, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1794 στη Βενετία. Αντιγράφω εδώ από την επανέκδοση του 1961 (επιμ. Π. Β. Πάσχος), σελ. 101:
«Κατά δε το αχπβ’ έτος, 1682, εμαρτύρησεν εν Βυζαντίω ο Αχμέδ Κάλφας, ήτοι ο γραφεύς του Δευταρδάρη, ο επικαλούμενος Πάτ σουρούνης· ου το Μαρτύριον ανώνυμος συνέγραψε συγγραφεύς. Ούτος έχων σκλάβαν Ρώσσαν συνεμίγνυτο μέ αυτήν, άφινεν όμως αυτήν νά πηγαίνη εις τήν Εκκλησίαν των Χριστιανών εις τάς επισήμους ημέρας· επειδή δέ όταν εκείνη ήρχετο από τήν Εκκλησίαν, αυτός ησθάνετο ευωδίαν άρρητον οπού έβγαινεν από τό στόμα της, τήν ηρώτησε τί τρώγει καί μυρίζει έτζη; εκείνη του είπεν, ότι τρώγει αντίδωρον, καί πίνει αγιασμόν· ταύτα ακούσας προσκαλεί ένα εφημέριον της Μεγάλης Εκκλησίας, καί του λέγει νά ετοιμάση τόπον διά νά υπάγη αυτός, όταν ελειτούργει ο Πατριάρχης· ου γενομένου, έβλεπεν, ώ του θαύματος! όταν ευλόγει ο Πατριάρχης τόν λαόν, καί έβγαιναν από τό κριτήριον, καί από τά δάκτυλά του ακτίνες, καί έπιπτον επάνω εις όλων των Χριστιανών τάς κεφαλάς, αυτού δέ μόνον τήν κεφαλήν άφηναν άμοιρον· τούτο τό θαυμάσιον ιδών, κράζει τόν ιερέα, καί βαπτίζεται, καί ήτον κρυφά Χριστιανός ικανόν καιρόν, επειδή δέ εις μίαν σύναξιν λογοτριβούντες οι μεγιστάνες ποίος άρά γε νά ήναι ο μεγαλύτερος; καί ερωτήσαντες καί αυτόν, αυτός εφώναξεν όσον εδύνατο· μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστις των Χριστιανών· καί ωμολόγησε τόν εαυτόν του Χριστιανόν, καί όλον τό Μαρτύριον της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού κηρύξας παρρησία, τό Μακάριον τέλος του Μαρτυρίου εδέξατο.»
Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο Αχμέτ Κάλφας; Επιλεγόμενος και Πατ σουρούνης, αγνώστου φαινομενικά ετύμου; (...) η πηγή μου γι αυτό το ποστ και τα άλλα δύο που θα ακολουθήσουν είναι: «Aspects of ‘Neomartyrdom’: Religious Contacts, ‘Blasphemy’ and ‘Calumny’ in 17th-Century Istanbul», Archivum Ottomanicum 23 (2005/06) [Mélanges en l’honneur d’Elizabeth A. Zachariadou], σελ. 249-262.
Και, για αρχή, ποια ήταν η πηγή του Νικόδημου, πάνω από έναν αιώνα μετά; (...) Ο ίδιος γράφει ότι το μαρτύριο του Αχμέτ ανώνυμος συνέγραψε συγγραφεύς, ξέρουμε όμως ότι για πολλούς νεομάρτυρες βασίστηκε στο μαρτυρολόγιο του Ιωάννη Καρυοφύλλη, Μεγάλου Λογοθέτη του Πατριαρχείου που πέθανε το 1692· ενός αμφιλεγόμενου τύπου, που φαίνεται ότι είχε μπλέξει σε κάτι περίεργες κληρονομικές διαμάχες και που κάποια στιγμή έπαιξε ξύλο με τον μεγάλο σκευοφύλακα του Πατριαρχείου. Ωστόσο, το κείμενο του Καρυοφύλλη δεν αναφέρει τον Αχμέτ Κάλφα. (...) Το μαρτυρολόγιο του Καρυοφύλλη σώζεται σε δύο χειρόγραφα: το ένα, αυτό που εκδόθηκε, και που προέρχεται από τη Σκήτη της Αγίας Άννης στον Άθω, φέρει το όνομά του. Υπάρχει και ένα δεύτερο, ανώνυμο, που βρίσκεται στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και που περιέχει δύο επιπλέον βίους, σε πιο δημώδη γλώσσα. Ας τον ονομάσουμε Ψευδο-Καρυοφύλλη. Ο ένας από τους δύο βίους μπόνους, το μαντέψατε, είναι ο αχμέτης πολίτης ονομαζόμενος παζπουρούνης. Ας δούμε τι γράφει· σεντόνι πρώτης, δε λέω, αλλά αξίζει τον κόπο αν μη τι άλλο γιατί η αφήγηση ρέει:
«Μαρτύριόν τινος τούρκου, αχμέτη κάλφα, ήτοι γραφέως του τεφτερντάρη επονομαζομένου παζπουρούνη. Μαΐου γ΄ έτει αχπβ΄. Αυτός ο γραφεύς ήτον εν Κωνσταντινουπόλει τούρκος από τους προγόνους του, ονόματι Αχμέτης, ο οποίος έμαθε τα γράμματά τους και τήν καλλιγραφίαν τους, καί έγινεν εις τήν τάξην των λεγομένων καλφάδων ήτοι γραφέων του μεγάλου καταστιχάρη. Αυτός δέν έλαβε γυναίκα κατά τόν νόμον τους, μόνον αγόρασε μίαν δούλην ρώσον καί τήν εκράτει διά γυναίκα, είχε καί πρωτίτερα μίαν ρώσον δούλην γραίαν οπού τόν εδούλευε, καί αυτή η γραία εφύλαξε τήν πίστιν του Χριστού καί δέν ασέβησε, καί είχε θέλημα από αυτόν τόν αυθέντην της νά πηγαίνη εις τήν εκκλησίαν ταις κυριακαίς, καί επήγενε καί έπερνεν καί αντίδωρον καί έφερνε καί της νέας καί έτρωγε καί εκείνη, καί όταν έτρωγε τό αντίδωρον καί έπεφτεν εις τό στρώμα μέ τόν αγάν της αυτόν τόν κάλφαν, εμύριζε τό στόμα της μίαν ευωδιάν πολλά θαυμαστήν, καί αυτός τήν ερώτησε τί τρώγεις καί κάν μίαν φοράν μυρίζει τό στόμα σου τόσον εύμορφα, αυτή φοβουμένη νά μήν τήν οργισθή πώς τρώγει αντίδωρον, δέν τό ομολόγη μόνον τό έκρυπτεν, όμως αυτός θαυμαζόμενος τήν ευωδίαν όταν ετύχενε καί έτρωγε τό αντίδωρον τήν εβίασε πολλά νά του ειπή τί πράγμα τρώγει, καί αυτή στενοχωρουμένη τού είπε πώς οι χριστιανοί εν ταις εκκλησίαις τους φέρνουν ψωμί καί τό ψήνουν οι παπάδες τους καί διαβάζουν επάνω του τό ευαγγέλιον, καί ύστερα τό κόπτουν μικρά κομματάκια, καί τό μοιράζουν τούς χριστιανούς, καί όταν πηγαίνη εις τήν εκκλησίαν η γραία δούλη σου, πέρνη καί αυτή από τόν παπάν, φέρνει καί εμένα καί τρώγω, καί αυτό είναι οπού ευωδιάζει στό στόμα μου.
»Τότε αυτός ακούσας εθαύμασε, καί ελάλησε τήν γραίαν, καί της είπεν άν η μπορετόν νά υπάγω καί εγώ εις τήν εκκλησίαν νά ειδώ αυτό τό ψωμί; Καί η γραία είπε, βάλλε φορέματα καί σκούφια χριστιανικά καί σύρε, ποίος σέ γνωρίζει, καί βάνωντας χριστιανικά υπήγεν εις τήν εκκλησίαν του πατριαρχειόυ, καί στεκόμενος ευγήκεν ο ιερεύς μέ τά άγια εις τήν κεφαλήν του νά κάμη τήν μεγάλην είσοδον, καί ο Θεός διά νά τόν φέρη εις τήν ευσεβή πίστιν καί νά τόν σώση, τού έδειξε θαύμα, καί του εφάνη πως ο ιερεύς μέ τά άγια πώς ήτον υψηλά από τήν γην έως μίαν πήχην, καί αυτός εθαύμασε καί ετρόμαξε, καί υπήγεν εις τό σπήτι του έντρομος καί αμφίβαλλεν, καί πάλιν υπήγε καί δεύτερον καί τρίτον καί είδε τά όμοια, καί επίστευσε τελείως εις τόν Χριστόν, καί καθήμενος εις τήν τάξιν των γραφέων έλεγε παρρησία, μία είναι η πίστις των χριστιανών, τά δικά μας είναι φλυαρίαις καί ψευδολογήματα, ποίον μυστήριον έχει η πίστις του Μεχεμέτη, καί αυτός ψεύστης καί η πίστις του ψεύτικη, καί αυτοί του έλεγαν, άνθρωπε ετρελάθης, τί είναι αυτά οπού λέγεις; καί αυτός τούς έλεγεν εσείς ήσθετε τρελοί οπού πιστεύετε πίστιν καθώς καί εγώ προτίτερα, οπού δέν έχει κάν ένα μυστήριον, ή κάν ένα θαύμα ωσάν έχει η πίστις του Ιησού, καί ήτον καθ’ εκάστην εις τήν αυτήν φιλονεικίαν.
»Όμως αυτός όντας δεύτερος κάλφας εις τήν τάξιν, ο τρίτος ο κατώτερός του τόν εφθόνει, καί εγύρευε τρόπον νά τόν ευγάλη νά γενή εκείνος δεύτερος, καί τότε εύρε τόν καιρόν καθώς τόν ήθελε, καί προσκινά τόν πρώτον τους κάλφαν καί τούς μετ’ αυτόν, λέγωντας τί μουσουλμάνοι ήμεσθα ημείς νά ηκούωμεν τόν εχθρόν τής πίστης μας νά υβρίζη τήν πίστιν μας καί τόν προφήτην μας, καί δέν πηγένομεν εις τόν επίτροπον [το μεγάλο βεζίρη] της βασιλείας, νά φανερώσωμεν τά όσα λέγει κατά του προφήτου νά τόν θανατώσουν, καί μέ ταις παρακίνησαις αυτουνού υπήγαν όλοι εις τόν τότε επίτροπον, Καραμουσταφά πασιάν καί είπαν τήν υπόθεσι.
»Καί αυτός έστειλε καί έφερε τόν Αχμέτην καί τόν ερώτησεν εάν είναι αληθινά αυτά οπού τόν κατηγορούν αυτοί, καί αυτός απεκρίθη καί είπεν όλα αληθινά είναι, καί άλλα περισσότερα τούς είπα, καί ο επίτροπος του απεκρίθη, εσύ δέν ήσαι φυσικός τούρκος; αμή τήν πίστιν των ρωμαίων πού τήν έμαθες, καί άφηκες τήν πίστιν του Μεχμέτη τήν αληθινήν; αυτός απεκρίθη, τήν πίστιν του Χριστού μέ τήν εδίδαξεν ο Θεός μέ θαύματα, οπού καί η ενδοξότης σου εάν τά έβλεπες ωσάν φρόνημος οπού ήσαι, ευθύς άφηνες τήν ψεύτικην πίστιν καί εγίνουσουν χριστιανός, τότε οργίσθη ο επίτροπος καί τόν έβαλαν εις τήν φυλακήν των φονέων, καί επαράγγειλε, νά μήν τού δίδουν ψωμία ούτε νερόν, έως έξ ημέραις, καί έτζη εστάθη χωρίς τροφήν εξ ημέραις, έπειτα τόν έφερε πάλιν ομπρός του ο επίτροπος, καί τόν ερώτησεν εάν ήλθεν εις αίσθησι, εάν αφήκε ταις μωρολογίαις του, καί νά τόν κάμη πρώτον κάλφαν μόνον νά παύση από αυταίς ταις τρέλαις, καί αυτός απεκρίθη αυθέντη μέ τό νά μέ αφήκετε νηστικόν εξ ημέραις εκαθαρίσθηκα μέ τήν νηστείαν, καί μου εφανέρωσεν ο Ιησούς πολλά μυστήρια εις τόν ύπνον μου, καί εστεραιώθηκε καλλίτερα εις τήν πίστιν του, μόνον κρίμα εις εσάς οπού ευρίσκεσθαι εις αυτήν τήν πλάνην. Καί ό,τι έχεις νά μέ κάμης κάμε με, καί πλέον μήν αργοπορής, ευκολώτερα είναι νά ζυμώσης σίδηρα καί πέτραις μέ τά χέρια σου παρά νά πείσης εμένα νά αλλάξω τήν γνώμην μου, τότε εσυκώθη ο επίτροπος καί υπήγεν εις τόν βασιλέα καί ανέφερε τήν υπόθεσι, καί ο βασιλεύς ώρισε νά τόν φέρουν έμπροσθέν του, ευρισκόμενος εις τό λεγόμενον κεχατχανέ παχτζέ, καί φέρωντάς τον έμπροσθέν του, έστειλε τόν κιζλάραγαν καί του είπεν άφησαι αυταίς ταίς φλυαρίαις, καί ωμολόγησε πως ήσαι μουσουλμάνος, καί ειπέ τήν ομολογίαν της πίστεώς μας νά σέ συγχωρήσω, ει δέ καί λέγεις πάλιν τά όμοια κόπτω τό κεφάλι σου. Καί ο Αχμέτης απεκρίθη, εγώ όσα είπα δέν είναι μωρολογίαις, αλλά αλήθειαις, καί αυτό οπού μέ φοβερίζει ο βασιλεύς νά κόψη τό κεφάλη μου, τί χαρά είναι εις τήν καρδίαν μου, νά αξιωθώ εγώ ο ταλαίπωρος νά αποθάνω μέ τόν αυτόν θάνατον διά τήν αγάπην του Χριστού. Τότε λέγοντας ο κιζλάραγας τά λόγια αυτά προς τόν βασιλέα, είπεν ο βασιλεύς άς κόψουν τό κεφάλι του, καί παρευθύς ο τζελάτης [δήμιος] απεκεφάλισε τόν μακαρίον, καί έλαβεν τόν στέφανον του μάρτυρος, καί εβαπτίσθη με τό αίμα του. [εδώ παρεμβάλλεται μια παρέκβαση για το βάπτισμα διά του μαρτυρίου] Τό τίμιόν του σώμα τό έρριψαν εις τόν αιγιαλόν, καί εφαίνετο πολλαίς νύχταις, οπού εκατέβαινε φως ουρανόθεν καί έφεγγεν ολονύκτιον εκεί οπού ήτον τό λείψανόν του, καί τέλος εγένετο αφανές.»
(...)
Ας ψάξουμε λίγο ακόμα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, τα ελληνικά ιστοριογραφικά κείμενα αυτής της εποχής είναι σχετικά λίγα. Ο Κωνσταντίνος Σάθας δημοσίευσε, το 1872, το λεγόμενο Χρονογράφο (ή, σωστότερα,
Ιστορία των συμβάντων επί της βασιλείας του σουλτάν Μεχμέτη… μέχρι της βασιλείας του σουλτάν Αχμέτη), αποδίδοντάς τον στον περίφημο Καισάρειο Δαπόντε (μεγάλος θαυμαστής του οποίου υπήρξε ο Γ. Π. Σαββίδης). Στην πραγματικότητα, το έργο γράφτηκε από τον Φαναριώτη αξιωματούχο Δημήτριο Ραμαδάνη, γύρω στη δεκαετία του 1730. Ορίστε τι γράφει ο Ραμαδάνης:
«Εις εκείναις ταις ημέραις ήταν ένας Τούρκος, τό όνομά του Πατμπουρούν Μεχμέτ εφένδης, εις τό καλέμι του ρεΐς εφένδη, άνθρωπος γραμματισμένος, καί είχε μίαν παλλακίδα Ρούσσαν σκλάβαν, η οποία εβαστούσε τήν πίστιν της, καί επήγαινε καί εις τήν εκκλησίαν μέ άδειαν του αυθεντός της· καί μίαν των ημερών τήν ερώτησεν ο εφένδης, τί είναι τό αίτιον οπού μερικαίς ημέραις ευωδιάζει τό στόμα σου; αυτή επροφασίζουνταν καί έλεγε πώς δέν ηξεύρει· ύστερον βιάζωντάς την νά τόν ειπή δίχως άλλο τό αίτιον, τόν είπεν εκείνη· ημείς συνήθειαν έχομεν όταν πηγαίνωμεν εις τήν εκκλησίαν καί θέλωμεν νά εύγωμεν, εις τό τέλος μάς δίδει ο παπάς από κομμάτι ψωμί ηγιασμένον, καί διά τούτο ευωδιάζει τό στόμα μου· ο δέ εφένδης ως γραμματιζούμενος εθαύμασε, καί έπεσεν εις απορίαν, καί θέλωντας νά ιδή καί τήν τάξιν της εκκλησίας μας, είπεν ένα ράφτη εδικόν του νά τόν φέρη μίαν φορεσιάν ρούχα ωσάν τά εδικά του, νά τά φορέση νά γίνη τεπτίλι, καί νά τόν πηγαίνη εις τήν εκκλησίαν· καί έτζι φέρνωντάς τον τά ρούχα ο ράφτης τά εφόρεσεν ο εφένδης, όντας ανήμερα Κυριακή της ορθοδοξίας, καί επήγε μαζί του εις τό πατριαρχείον, καί βλέπει οπού ελειτουργούσεν ό τε οικουμενικός πατριάρχης καί ο Γεροσολύμων, μέ τούς αρχιερείς καί μέ τόσην παράταξιν κατά τήν συνήθειαν· όταν δέ ευγήκαν μέ τά άγια, τόν εφαίνονταν οι αρχιερείς καί οι ιερείς πώς επεριπατούσαν απάνω από της γης μίαν σπιθαμήν, καί τόσον εκατανύχθη καί ήλθεν εις άκραν ευλάβειαν, οπού ευγαίνωντας έξω άρχισε νά κηρύττη τήν ορθόδοξον πίστιν πρός τούς εφέντιδες, τούς κιατάπιδες, καί τούτο δέν έλειπε νά τό κάμνη παντοτινά, έως οπού τό άκουσε καί ο βεζιραζέμης, καί φέρνωντάς τον παρών, έλεγε παρρησία τά της ορθοδόξου πίστεως, καί ευθύς τόν έστειλαν εις τό Ατ-μεϊδάνι καί τόν ελιθοβόλησαν κατά τόν νόμον τους.»
(…)
ο «Πατ-σουρούνης/Παζπουρούνης Αχμέτ Κάλφας» έγινε «Πατμπουρούν Μεχμέτ Εφέντης». Θα πιστέψουμε το Ραμαδάνη; Θα τον πιστέψουμε, λέω εγώ, γιατί τουλάχιστον το «Πατμπουρούν» σημαίνει κάτι: «πλακουτσομύτης». Έχουμε όμως και άλλο λόγο να τον πιστέψουμε.
Τρεις ελληνικές πηγές για την εκτέλεση ενός Οθωμανού αξιωματούχου; Σίγουρα θα πρέπει να υπάρχει και κάποια οθωμανική μαρτυρία, αν δεν είναι εντελώς μούφα η υπόθεση. Και μούφα δεν είναι, γιατί πράγματι, ψάχνοντας στον στάνταρ Οθωμανό ιστοριογράφο της περιόδου, τον Σιλαχντάρ Φιντικλιλή Μεχμέτ Αγά, βρίσκουμε την εξής πρόταση:«Την εικοστή ενάτη [του αυτού μήνα=Ραμαζάν 1092, ή 2 Οκτωβρίου 1681 με το παλιό ημερολόγιο] ο Πατμπουρούν ογλού, δεύτερος κάλφας του μεγάλου γραφείου πληρωμών, κλήθηκε ενώπιον του σουλτάνου στο Μιραχόρ Κιοσκιού στο Κιαγίτχανε και εκτελέστηκε με την κατηγορία της βλασφημίας.»
(…)
Πατμπουρούν ογλού λοιπόν, «Πλακουτσομυτόπουλος», ώστε είχε όντως δίκιο ο Ραμαδάνης. Η χρονολογία διαφέρει βέβαια αρκετά, είναι ένα χρόνο πριν, αλλά όλα τα υπόλοιπα ταιριάζουν. Δεν ξέρουμε ακόμα αν το όνομα ήταν Αχμέτ ή Μεχμέτ. Υπάρχει όμως ένας ακόμα ιστοριογράφος, ο Ντεφτερντάρ Σαρή Μεχμέτ Πασάς, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν συνάδελφος του καημένου του Κάλφα. Για να δούμε τι γράφει κι αυτός (...) :
«Από τους κατώτερους υπαλλήλους του πρώτου γραφείου πληρωμών, ο Πατμπουρούν-ζαντέ Μεχμέτ Χαλιφέ ήταν άνθρωπος με συμπεριφορά αμέριμνη και διασκεδαστικό χαρακτήρα, πολυλογάς και που συχνά μιλούσε αμφίσημα. Λόγω των πειραγμάτων του πείραζε πολλές καρδιές. Όταν ακούστηκε ότι κάποιοι συνάδελφοί του είχαν σκοπό να καταθέσουν ότι εκτόξευσε κάποια αιρετικά λόγια, πήγε στον σεϊχουλισλάμη και επιβεβαίωσε την ισλαμική του πίστη λέγοντας: «εμφανίστηκαν κάποιοι αντίπαλοι για να επιχειρήσουν να με ρίξουν σε θανάσιμο κίνδυνο, με τον συκοφαντικό ισχυρισμό ότι είπα κάποια βλάσφημα λόγια· εγώ όμως ομολογώ την Ενότητα του Αιωνίου Θεού και δεν έχω επιδείξει καμία ανάρμοστη συμπεριφορά έξω από τον καθοσιωμένο ιερό νόμο του Μωάμεθ«. Ο σεϊχουλισλάμης απάντησε λέγοντας: «οι μαρτυρίες όσων τολμήσουν να σε συκοφαντήσουν με αυτό τον τρόπο δεν θα γίνουν δεκτές (δεν είναι έγκυρες)» . Ωστόσο προηγουμένως, όταν ο καζασκέρης της Ρούμελης Μπεγιαζή-ζαντέ Εφέντης είχε δώσει χοτζέτι σχετικά με το ζήτημα του λιθοβολισμού, ο Πατμπουρούν-ογλού είχε πει κάποια σατιρικά λόγια, λες και ήθελε να τον ενοχλήσει· κατά συνέπεια, [ο καζασκέρης] όντας ενοχλημένος από αυτόν άκουσε τους μάρτυρες στη δίκη εναντίον του, δέχθηκε τις μαρτυρίες τους και υπαγόρευσε το χοτζέτι για την εκτέλεσή του. Την ένατη μέρα λοιπόν του μηνός Σαμπάν, ο προαναφερθείς εκτελέστηκε στο Κιαγίτχανε ενώπιον του σουλτάνου, το δε θλιμμένο και αποκεφαλισμένο σώμα του μεταφέρθηκε μπροστά στην Υψηλή Πύλη, όπου έμεινε μία μέρα και μία νύχτα αφημένο στο έδαφος, με μαξιλάρι του το χώμα.»Ωστόσο εκείνος, ναι μεν σε κάθε λέξη του έβαζε πειράγματα και ήταν διάσημος για την αθυροστομία του, ωστόσο ήταν άμεμπτος στην εκπλήρωση των υποχρεωτικών προσευχών και των ισλαμικών εντολών· μεγάλο πλήθος μαρτυρεί ότι όσον αφορά την κατηγορία που του αποδίδεται, ήταν εντελώς αθώος και ότι επρόκειτο για καθαρή συκοφαντία. Ο θανών είχε ξεκινήσει για την πύλη του σουλτάνου για να αποκτήσει τον ύψιστο βαθμό μαρτυρίας και να αναιρέσει το άδικο έγγραφο (της καταδίκης του) όσων ασεβών τόλμησαν να τον συκοφαντήσουν. Το ότι το αμάρτημα αυτό τού αποδόθηκε αδίκως αποδεικνύεται ακλόνητα και από το εξής, ότι ένας από τους μάρτυρες που μαρτύρησαν και τόλμησαν να τον συκοφαντήσουν έτσι ήταν ένας άλλος κατώτερος υπάλληλος του ίδιου γραφείου, ονόματι Ντελή Χαλίλ, ο οποίος ήταν ναρκομανής και αργότερα βρέθηκε δολοφονημένος από την παλλακίδα του, ενώ άλλος ένας μάρτυρας, επίσης συνάδελφός του, έγινε και εκείνος αντικείμενο ύβρεων και εξευτελίστηκε χωρίς να πάρει εκείνο που περίμενε στη ζωή αυτή.»
Συμμερίζεστε τον ενθουσιασμό μου; Επιβεβαιώσαμε το όνομα (πάλι έχει δίκιο ο Ραμαδάνης, Μεχμέτ τον έλεγαν τον άνθρωπο), και το κυριότερο είδαμε την άποψη ενός συναδέλφου που όπως φαίνεται γνώριζε προσωπικά τον καημένο τον Κάλφα (Χαλιφέ).
Πολλά μοιάζουν με τις ελληνικές αφηγήσεις· λείπει όμως κάτι, ε; Ε, όσο νάναι κάτι λείπει. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε μεταστροφή στο χριστιανισμό, μόνο σε κάποια «βλασφημία». Να μπορούσαμε να βρούμε τη δικαστική απόφαση, ε; Αυτό το χοτζέτι του κακιασμένου καζασκέρη της Ρούμελης;
(…)
φτάνουμε στην ξερή, γραφειοκρατική, τυπική μαρτυρία των οθωμανικών αρχών. Πράγματι λοιπόν, το χοτζέτι (ιεροδικαστικό έγγραφο) του κακιασμένου καζασκέρη υπάρχει, καταχωνιασμένο κάπου στα αρχεία της μουφτείας της Κωνσταντινούπολης, και λέει περίπου τα εξής:
Ο «δεύτερος κάλφας» του γραφείου πληρωμών Πατμπουρούν ογλού Μεχμέτ γιος Ιμπραήμ κατηγορήθηκε από τους συναδέλφους του, Μεχμέτ Χαλιφέ γιο Αχμέτ και Μεχμέτ Χαλιφέ γιο Χουσεΐν, ότι ενώπιόν τους είχε δηλώσει πως
ο προφήτης Μωάμεθ ήταν ένας αστρολόγος και έτσι (από τη μελέτη των άστρων;) κατέληξε σε κανόνες, ενώ τα λόγια του έγιναν σεβαστά χάριν της τάξης του κόσμου. Επιπλέον, άλλοι δύο μάρτυρες, ο Οσμάν Χαλιφέ γιος Εμπού Μπεκίρ και ο Σεγίτ Χανεφή Χαλιφέ γιος Σεγίτ Αλή, δήλωσαν ότι ο κατηγορούμενος
είχε χαρακτηρίσει ενώπιόν τους τον Προφήτη «άραβα αστρολόγο». Προέκυψε ωστόσο μείζον πρόβλημα επειδή οι μάρτυρες αυτοί, πιστεύοντας ότι ο δικαστής δεν θα έκανε δεκτές τις μαρτυρίες τους, καθυστέρησαν να καταθέσουν. Ακολουθεί μια μεγάλη παρέκβαση (καταλαμβάνει πάνω από τα 2/5 του κειμένου), κατά την οποία η εγκυρότητα των μαρτυριών παρά την παραγραφή (οι καταγγελίες αναφέρονταν σε γεγονότα που είχαν λάβει χώρα πέντε και εννέα μήνες πριν) τεκμηριώνεται με εκτενή αναφορά σε μια σειρά μεγάλους νομομαθείς του παρελθόντος (κάτι που δικαιολογεί την ειδική μνεία του Ντεφτερντάρ Μεχμέτ Πασά, στο γεγονός ότι ο καζασκέρης έκανε δεκτές τις μαρτυρίες των εναγόντων). Κατόπιν τούτου, καταγράφεται η αποστολή ενός εκπροσώπου του δικαστηρίου στις συνοικίες των μαρτύρων, όπου εξέχοντες κάτοικοι (ιμάμηδες, μουεζίνηδες, χατζήδες ή απόγονοι του προφήτη) βεβαιώνουν την καλή φήμη τους.
Στη συνέχεια καταγράφεται απλώς η καταδίκη του άτυχου γραφέα , χωρίς καμία αναφορά στην εκ μέρους του άρνηση ή αποδοχή της κατηγορίας. Το έγγραφο φέρει τη χρονολογία 25 Σαμπάν 1092/9 Σεπτεμβρίου 1681, μια ημερομηνία στη μέση περίπου των δύο οθωμανικών παραδόσεων που είδαμε στο προηγούμενο.
(...) Ακολουθούν τα πρώτα συμπεράσματα:
α) Πατμπουρούν Μεχμέτ, και όχι παζπουρούν ή πατ-σουρούν Αχμέτ. Μεχμέτ Κάλφας λοιπόν.
β) Το ούτως ειπείν μαρτύριο έλαβε χώρα ένα χρόνο πριν από την ημερομηνία που δίνει η χριστιανική παράδοση.
γ) Ο Ντεφτερντάρ, ο ιστορικός που γνώριζε προσωπικά τον καημένο τον Πατμπουρούν, επιβεβαιώνεται πλήρως. Πέρα από ένα σημείο, και γι’ αυτό δεν έχω εξήγηση: πουθενά δεν βλέπουμε, ούτε στους μάρτυρες που αναφέρονται μέσα στο έγγραφο, ούτε σε εκείνους που υπογράφουν στο τέλος πιστοποιώντας την εγκυρότητα της διαδικασίας, τον διαβόητο Ντελή Χαλίλ, τον χασικλή. Τέλος πάντων, περνά ο χρόνος, ξεχνάμε ονόματα, μπορεί άλλον να είχε στο νου του ο ιστορικός μας και να τους μπέρδεψε· ή μπορεί αυτός ο καταχθόνιος Ντελή Χαλίλ να κινούσε τα νήματα από τα παρασκήνια.
(...)
Παραμένει όμως ένα πρόβλημα· αρκετά μεγάλο, θα έλεγα. Εντάξει, από το δικαστικό έγγραφο επιβεβαιώνουμε ότι ο Πατμπουρούν δεν έγινε χριστιανός, τουλάχιστον όχι φανερά όπως επιμένει ο Ψευδο-Καρυοφύλλης ή ο Ραμαδάνης· γιατί αν η ιστορία είχε ξετυλιχτεί έτσι, ο καζασκέρης θα είχε κάθε λόγο να το προσθέσει ως επιβαρυντικό στοιχείο. Το πιθανότερο, όπως το βλέπω, είναι ότι ο φουκαράς είχε λίγο μακριά γλώσσα (αυτή ακριβώς είναι και η έκφραση στα οθωμανικά), μίλαγε χωρίς να πολυσκεφτεί, ήταν και λίγο άθεος ή τέλος πάντων σκεπτικιστής, και είχε την ατυχία να κάνει εχθρούς, λίγο περισσότερους και λίγο σημαντικότερους απ’ όσο τον έπαιρνε. Πώς όμως οι χριστιανοί Φαναριώτες της εποχής του τον πήραν για κρυπτοχριστιανό και έφτιαξαν όλην αυτή την ιστορία, με πατριάρχες που αιωρούνταν, ρωσίδες παλλακίδες και μυρωδάτα αντίδωρα;Σ’ αυτή την ερώτηση, απάντηση καλή δεν έχω. Έχω όμως το εξής: Το κλειδί για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό έγκειται ίσως σε κάποιο υπαρκτό ρεύμα μεταξύ των μορφωμένων μουσουλμάνων της εποχής εκείνης που τόνιζε την αγιότητα του Ιησού. Πράγματι, ανάμεσά στους ουλεμάδες που κατηγορήθηκαν για «αίρεση και αθεΐα» συγκαταλέγονται διάφοροι εκπρόσωποι ενός ιδιαίτερου ρεύματος της πρωτεύουσας, το οποίο τιμούσε ιδιαίτερα τον Ιησού. Για την κίνηση αυτή μας πληροφορεί ο άγγλος Paul Ricaut, ο οποίος είχε υπηρετήσει στην αγγλική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης στις αρχές της δεκαετίας του 1660. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ricaut, πολλοί «ευγενείς και νεαροί λόγιοι της αυλής» πίστευαν ότι ο Ιησούς είναι Θεός και σωτήρας του κόσμου. Οι οπαδοί αυτού του ρεύματος ονομάζονταν Hubmesîhî (Chupmessahi, or the good followers of the Messiah). Μάλιστα ο Ricaut υποστηρίζει ότι ορισμένοι από αυτούς τόσο ένθερμα υποστήριζαν το δόγμα τούτο, ώστε μαρτύρησαν· ονόματα, δυστυχώς, δεν αναφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τον παλιό γνωστό μας Ραμαδάνη, μια δεκαετία περίπου μετά από την εκτέλεση του Πατμπουρούν, τον ίδιο δρόμο φέρεται να ακολουθεί ένας συνάδελφος του, κάποιος Μουσταφά εφένδης κιατίπης εις τό καλέμι του ρεΐς εφένδη, τό γένος Αλβανίτης, οι γονείς του Τούρκοι φυσικοί… καλός εις τά αραβικά, καί έχωντας πάντοτε συναναστροφήν μέ τούς χριστιανούς. Ο εφένδης αυτός απευθύνθηκε, σύμφωνα με το χρονικό του Ραμαδάνη, σε κάποιον Χατζή Γρηγόρην Χαλεπλήν, σπουδαίον εις τήν αραβικήν διάλεκτον· στον Μωϋσήν Σηλυβρίας Αράπην· στον Τζελεμπή Γιαννάκην· στον πατριάρχη Καλλίνικο Β΄, ώντας φίλος του· τέλος στους καπουτσίνους μοναχούς του Γαλατά, με σκοπό να κατηχηθεί στη χριστιανική θρησκεία. Πράγματι, τελικά διέφυγε στη Βενετία, όπου βαφτίστηκε με το όνομα Στέφανος και έγινε φραγκισκανός μοναχός. Θα μπορούσε κανείς να πει, λοιπόν, ότι υπήρχε ένα ρεύμα συμπάθειας, αν μη τι άλλο, προς το χριστιανισμό ανάμεσα στα μέλη της οθωμανικής οικονομικής γραφειοκρατίας του τέλους του 17ου αιώνα, η οποία έδωσε λαβή στο να αποδοθεί η «βλασφημία» του Πατμπουρούν σε κρυπτοχριστιανισμό. Μια παρόμοια περίπτωση είναι ένας σπουδαίος δερβίσης της ίδιας εποχής, ο Νιγιαζί-ι Μισρί, που κατηγορήθηκε πολλάκις για βλασφημία, και στον οποίο Φαναριώτες όπως ο Δημήτριος Καντεμίρ ή ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης αποδίδουν (λανθασμένα) χριστιανικές τάσεις.Αυτά καταφέραμε να μάθουμε· πολλά είναι όσα δεν ξέρουμε. Να είχε άραγε όντως ρωσίδα παλλακίδα ο Μεχμέτ Κάλφας; Αυτό θα μπορούσε να βρεθεί, αν εντοπίζαμε την απογραφή της περιουσίας του εκτελεσμένου, είτε για τους κληρονόμους του είτε (αν δεν είχε συγγενείς) για το κρατικό ταμείο. Δεν έχει εντοπιστεί όμως. Η Ρωσίδα, ο αφανής ήρωας της ελληνικής εκδοχής, είναι για την ώρα άφαντη στις οθωμανικές πηγές. Κι αν όντως υπήρχε, ποιος να ξέρει τι απόγινε. Ποιος να ξέρει επίσης τι ύπνο θα έκαναν τις νύχτες οι μαρτυριάρηδες (ας τους πω έτσι) συνάδελφοι του Πατμπουρούν. Αν πιστέψουμε τον Ντεφτερντάρ της προηγούμενης ανάρτησης, δεν είχαν καλό τέλος. Κανείς δεν τους θυμάται· δικαιοσύνη.
(…) τώρα (…) ας μείνουμε στη ρωσίδα παλλακίδα και ας επιστρέψουμε στον φίλο μου τον Φαρούκ, με τον οποίο ξεκίνησα την πρώτη ανάρτηση επί του θέματος. Ο Φαρούκ θα τόνιζε, λοιπόν, για την ακρίβεια τονίζει πάντα την ιστορία αυτή σαν παράδειγμα της δύναμης του έρωτα. Όπως το βλέπει, ο Πατμπουρούν Αχμέτ/Μεχμέτ έχασε τη ζωή του όχι χάριν του χριστιανισμού, αλλά χάριν του έρωτος. Και σαν τέτοιον άγιο τον γιόρταζε.