Μαρτυρία Βιολέτας ΑμοργιανούΔυτικά παράλια. Περιφέρεια Αϊδινιού. Αϊδίνι
Το Αϊδίνι (τουρκ. Aydin) είναι η αρχαία πόλη Τράλλεις, 87 χλμ. A της Σμύρνης, με την οποία συνδέεται σιδηροδρομικά. Ήταν έδρα Σαντζακιού και Καζά. Οι κάτοικοί της, πριν το 1922, ανέρχονταν σε 40.000 (10.000 Έλληνες, έποικοι από την Ελλάδα, κυρίως Ήπειρο, 25.000 Τούρκοι, 1.500 Εβραίοι, 1.000 Φραγκολεβαντίνοι και 300 Αρμένιοι). Ήταν κέντρο οικονομικό και εμπορικό και έδρα (για τον ελληνικό κόσμο) της Μητρόπολης Ηλιουπόλεως και Θείρων. Το όνομα Αϊδίνι οφείλεται στον ιδρυτή της εμίρη Μεχμέτ Αϊδίνογλου, που κατέχτησε την περιοχή και ίδρυσε το ομώνυμο εμιράτο (ΙΔ' αι.). Στο Αϊδίνι προωθήθηκε, μετά την κατάληψη της Σμύρνης, ελληνικός στρατός, που δοκίμασε αμέσως την αντίδραση του τουρκικού στοιχείου και ιδιαίτερα των ένοπλων Τσετών, με αποτέλεσμα μεγάλο αριθμό θυμάτων τόσο από την πλευρά του στρατού όσο κι από την πλευρά του
άμαχου ελληνικού στοιχείου της πόλης.https://www.tanea.gr/2003/09/06/greece/ ... i-toyrkoi/
Το 1918 η Τουρκία νικήθηκε και ο πόλεμος σταμάτησε, αφού έγινε Ανακωχή.
Ωστόσο, ένας καταραμένος Τούρκος με δύναμη δεν κάθισε ήσυχος· άρχισε να οργανώνει τακτικούς και άτακτους στρατιώτες κι έκανε ομάδες με προορισμό να σφάξουν τους Χριστιανούς. Σ' εμάς ειδοποίησαν πως αν οι Έλληνες μπαίναν στη Σμύρνη θα γίνονταν μεγάλο κακό στον τόπο μας, θα σφάξουν τους χριστιανούς. Προκαταβολικά δώσανε όπλα σ' όλους τους άντρες, Τούρκους και Χριστιανούς, και πρόσταξαν πως αν ένας Τούρκος μπει σε χριστιανική συνοικία να τον σκοτώνουν, το ίδιο κι αν μπει ένας Έλληνας σε τουρκική συνοικία. Έτσι, να φυλάξουν τον πληθυσμό. Εν τω μεταξύ έγινε η ελληνική Κατοχή στις 2 Μαΐου 1919 και στις 14 Μαΐου καταλάβανε όλα τα κοντινά μέρη του Αϊδινίου, χωρίς να γίνει κανένα
επεισόδιο. Οι Τούρκοι είχανε τραβηχτεί πέραν του Μαιάνδρου και δεν έγινε καμιά αιματοχυσία. Οι χριστιανοί του Αϊδινιού στρώσαν χαλιά, ραίναν με αρώματα και λουλούδια τον ελληνικό στρατό που περνούσε.
Δεν φέρθηκαν ωστόσο σαν άνθρωποι· αμέσως χτυπούσαν τους Τούρκους. Ήρθαν με άγριο τρόπο και άρχισαν και πολεμούσαν από παντού χωρίς να έχουν και πολύ στρατό. Ο Σχινάς ήτανε η πιο μεγάλη αφορμή για το κακό που μας βρήκε. Αυτός είχε μια χανούμισσα φιλενάδα, που ήθελε να βοηθήσει τους Τούρκους. Είπε λοιπόν μια μέρα του Σχινά πως ο ελληνικός στρατός δεν στέκει στο ύψος του και πως ένας στρατιώτης την έπιασε και την ατίμασε.
Όλα αυτά τα 'πε ψέματα, για να μάθει πού και πόσο στρατό διαθέτουν οι Έλληνες. Ο Σχινάς τη ρώτησε: «Αν δεις το στρατιώτη αυτόν, τον γνωρίζεις;». «Ναι» είπε η χανούμισσα. Τότε ο Σχινάς την πέρασε μπροστά στον παραταγμένο στρατό. Ο πιο πολύς στρατός βρίσκονταν στις Τράλλεις.
Πέρασε η χανούμισσα, είδε ένα ένα τους στρατιώτες και είπε πως κανένας απ' αυτούς δεν είναι. «Δεν έχεις άλλο στρατό, αλλού;».
«Ναι,» είπε, «έχω κι άλλους στα φυλάκια». Έφερε κι αυτούς από τα φυλάκια, τους είδε κι αυτούς, κι έτσι έμαθε η χανούμισσα πόσος είναι ο στρατός των Ελλήνων. Ειδοποίησε αμέσως,
σηκώθηκε η Τουρκιά και κυνήγησε το στρατό και χτυπούσαν και τον κόσμο. Έπεσε τουφέκι, σφαγή, φωτιά. Ό,τι θέλαν κάναν τακτικός και άτακτος στρατός. Όλα τα κάψαν στις χριστιανικές συνοικίες· σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, σφάξαν τους προσκόπους, το καμάρι του τόπου μας.Ο κόσμος έτρεχε να φύγει και πίσω οι Τούρκοι τον σκότωναν. Τότε ήτανε που σκότωσαν την αδελφή μου, τα παιδιά της, την κουνιάδα μου. Κι εγώ έτρεχα μ' αυτούς· είχα ένα κοριτσάκι εφτά χρονώ κι ένα αγοράκι έξι μηνών. H απελπισία μου δεν περιγράφονταν και παρακαλούσα τον άντρα μου και του 'λεγα: «Πνίξε με, σκότωσέ με, να μην με πάρουν οι Τούρκοι». Δεν ήμουνα σωστά είκοσι τεσσάρω χρονώ.
Είχαμε κλειστεί μέσα στις Φραγκοκαλόγριες για πιο ασφάλεια· μα οι Ιταλοί, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, ποιος ξέρει ποιος απ' αυτούς, γιατί κανείς δεν ήτανε με το μέρος μας, σπάσαν την πόρτα και μας βγάλαν στο δρόμο. Πατήσαμε σ' ένα σκοτωμένο. Απέναντι βρίσκονταν η Αρμενόκκλησα. Πού να σε είχα εκεί! Μπροστά μας μια κοπέλα σκοτωμένη· είχε και μωρό που την θήλαζε και από πάνω, με εφ' όπλου λόγχη, οι Τούρκοι φύλαγαν να μην πάρει κανείς το μωρό από τη σκοτωμένη μάνα του.
Από κει φύγαμε και περπατήσαμε ως ένα εξοχικό μέρος, που το λέγαμε Εδέμ, ένα περιβόλι. Εκεί μας στοίβαξαν και ήτανε έτοιμοι να μας σκοτώσουν με πολυβόλο. Ένας αξιωματικός Τούρκος ανέβηκε απάνω σε μια κολόνα κι έβγαλε λόγο κι έλεγε ότι πρέπει να σκοτωθούνε όλοι οι Χριστιανοί και να μη μείνει ούτε γάτα.
Την ώρα που μιλούσε ο αξιωματικός του 'ρθε μια σφαίρα και σκοτώθηκε.
Ο κόσμος φώναξε πως τιμωρήθηκε από τον Θεό για την αμαρτία που πρόσταξε να γίνει.
Από το περιβόλι μας πήγαν στο διοικητήριο. Εκεί κράτησαν τους άντρες, τις γυναίκες τις τράβηξαν κατά το Μαίανδρο ποταμό. Εκεί τις ατίμαζαν και τις σκότωναν.
Ο κόσμος γέμισε πτώματα.
Στραβώθηκαν κιόλα και γλύτωσαν και κάμποσες· μα ήμασταν να μας κλαις. Τα σπίτια μας καμένα, τους δικούς μας χαμένους, όλα είχανε διαλυθεί.
Μέσα σ' όλα μας ειδοποίησε ο Μουτεσαρίφης και μας είπε: «Προσέξετε απόψε, τσιγάρο να μην ανάψετε, μικρό μωρό να μην κλάψει, να το πνίξετε, διότι έρχεται στρατός και τι στρατός είναι, δεν ξέρουμε».
Οι Τούρκοι αρχίσανε και φέρνανε τραίνα και στέλναν τους Χριστιανούς μέσα στα βαθιά, εξορία. Οι ίδιοι εγκαταλείψαν το Αϊδίνι.
Ένα βράδυ πέρασαν τ' αεροπλάνα και μας πρόσταξαν πάλι να μη φωνάξουμε «Ζήτω». Είχανε έτοιμες, για να μας κάψουνε, βενζίνες. Δεν προφτάξανε όμως να αποτελειώσουμε τα φρικτά σχέδιά τους.
Οι Έλληνες πήρανε ενισχύσεις και καταλάβανε πάλι το Αϊδίνι.
Οι Τούρκοι ξαναφύγανε πέρα από το ποτάμι.
Τετάρτη μέρα ήτανε που μπήκανε πάλι οι Έλληνες στο Αϊδίνι. Πιάσαν τα πόστα. Εγώ όπως κοίταζα από το παράθυρο είδα τους τσολιάδες και, καθώς ήμουνα τρομοκρατημένη, νόμισα πως είναι Τσέτες, ντυμένοι διαφορετικά. Τρόμαξε ο άντρας μου ώσπου να με κάνει να καταλάβω πως ήτανε τσολιάδες και να μη φοβούμαι.
Ο ελληνικός στρατός βρέθηκε μπροστά σε σωρούς σφαγμένους, πτώματα, στήθια κομμένα, κεφάλια πεταμένα.
Στο Ντουζαλάν ήτανε το διοικητήριο· ώσπου να καλοκαταλάβουμε ζώσαν το κτίριο
οι Έλληνες πιάσαν τους Τούρκους και τους κρέμασαν.
Αυτά είναι ατελείωτα δεν γράφουνται. Εγώ δεν μπορούσα πια να μείνω στο Αϊδίνι· είχα πάθει νευρική κατάσταση. Σκότωσαν τόσους δικούς μου! Σαν άκουγα τραίνο, μ' έπιανε τρεμούλα, λες και ήτανε εκείνη η ώρα που τραβούσαν τον κόσμο εξορία και που σκότωναν.
Ο άντρας μου υπόφερε πολύ εξαιτίας μου· ήθελα να σκοτωθώ. Αναγκάστηκε και με πήρε και πήγαμε στη Σμύρνη. Μου έπιασε σπίτι με όλα τα καλά για να μπορέσω να ξεχάσω.
Πριν φύγουμε, τη μισή νύχτα κοιμούμασταν και την άλλη μισή φυλάγαμε με τη σειρά πότε εγώ, πότε ο άντρας μου, που για γυναίκα του στην αγκαλιά του είχε το όπλο του.
Ομάδες εράνου για τα θύματα του Αϊδινίου,19-9.1919 ("Προσκοπισμός στις Αλησμόνητες Πατρίδες, 1919-'22")
Πέρασε καιρός από τον Ιούνιο του 1919 ως τον Ιούλιο του 1922. Μέρεψα, ησύχασα και είπα: «Ας πάμε να ξεκαλοκαιρέψουμε στο περιβόλι μας στο Ιμάμκιοϊ». Έτσι ξαναγυρίσαμε πίσω στο Αϊδίνι.
Το Ιμάμκιοϊ ήτανε τουρκοχώρι, μια ώρα όξω από το Αϊδίνι. Μέναν το καλοκαίρι και όσοι Χριστιανοί είχανε κτήματα. Τότε έγινε το δεύτερο κακό.
Είχα τέσσερα παιδιά κι έφυγα από το περιβόλι μας του Ιμάμκιοϊ, γιατί διαδίδονταν πως έκτακτα τραίνα κουβαλάνε στη Σμύρνη στρατό. Αυτό δεν άρεσε σε κανέναν και όλοι το σχολιάζανε. Ο κόσμος σιγά-σιγά ξεσηκώνουνταν κι έφευγε από το Αϊδίνι. Εγώ μόνη με τα παιδιά μάζεψα ό,τι ήτανε της ανάγκης για να φύγουμε ξανά στη Σμύρνη.
Ο άντρας μου πήρε πάλι όπλο και πολεμούσε με τον ελληνικό στρατό. Ούτε ήξερα πού βρίσκονταν.
Βρήκα τυχαία την κουνιάδα μου, δεν ξέραμε κατά πού να κάνουμε. Πού θα βρίσκαμε τα πιο καλά; Μήπως η Σμύρνη ήτανε κοντά; Πώς να βγούμε στο δρόμο με τέσσερα μωρά;
Μη μιλάς για ψωμί, για νερό, γι' ανάπαυση του κορμιού ή της ψυχής. Ούτε προσευχή μας έρχονταν στο νου. Τα είχαμε χαμένα. Ήμαστε φαίνεται του κόσμου οι αμαρτωλοί! Αποφασίσαμε να φύγουμε. Τι τραβήξαμε ώσπου να μπούμε στο τραίνο δε λέγεται. Τι αγωνία, τι λαχτάρα ήτανε εκείνη! Θεέ μου! Οι Τσέτες εκτροχιάζανε τα τραίνα στο δρόμο. Κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε από λεπτό σε λεπτό. Μας ψάχναν, μας γδύναν, μας άρπαζαν ό,τι χρήματα είχαμε. Όσους σκότωναν τους πετούσαν· άλλους τους κατέβαζαν και τους παρατούσαν στις ερημιές κι ό,τι θέλει ας γίνονταν. Ποιος να νοιαστεί;
Και στη Σμύρνη τα ίδια και χειρότερα. Μόνο μια σωτηρία ήτανε, να φύγουμε για την Ελλάδα.
Κατεβήκαμε στην προκυμαία. Μόλις φτάξαμε, πέρασε ο Κεμάλ με το ιππικό. Κουνούσαν το σπαθί τους και λέγαν τον ύμνο τους· δεν πείραξαν κανένα. Μόλις πέρασαν αυτοί, τζανταρμάδες μας σπρώξαν και μας βάλαν στις μαούνες μέσα στη θάλασσα.
Εκεί γίνονταν τα μεγάλα κακά! Τραβούσαν τα κορίτσια για να κάνουν τα κέφια τους, κι αυτά από την απελπισία τους πνίγονταν στη θάλασσα. Παίρναν τους άντρες, όσους ξέφυγαν, και τους σώριαζαν, για να τους βασανίσουν πιο ύστερα.Απέναντι στη μαούνα που ήμουνα, ένα αντρόγυνο είχε ένα κοριτσάκι ως δεκατεσσάρω χρονώ. Ο Θεός τους στράβωσε και δεν το είδανε και πήραν τη μητέρα... Την πήγε ο άντρας της ως την άκρια της μαούνας στην παραλία, τι να 'κανε ο άμοιρος! Την τυραννήσανε χυδαία και είπε το πρωί σαν ήρθε: «Πιο καλά να με σκότωναν παρά αυτά που έπαθα». Καθίσαμε δεκατέσσερες μέρες χωρίς νερό και χωρίς φαΐ.
Τότε είπα στους δικούς μου: «Να βρούμε πουθενά να καταχωνιαστούμε». Εκεί που περπατούσαμε, σταθήκαμε σ' ένα μεγάλο χάνι και μπήκαμε μέσα· ήτανε κι άλλοι πολλοί Χριστιανοί. Καθίσαμε κι εμείς όπως-όπως. Ο άντρας της κουνιάδας μου και ο αδελφός του βγήκανε να δούνε τι γίνεται και μπας και βρούνε κανένα κομμάτι ψωμί. Από τότε δεν τους ξανάδαμε.
Σε κάμποσες μέρες ήρθε διαταγή τα καράβια να πάρουν τον κόσμο.
Τα τι τραβήξαμε, δεν είναι να τα θυμούμαι. Εκεί που μπήκαμε στη βάση για να μπαρκάρουμε, μου δώσανε μια σπρωξιά και μου 'πεσε το μωρό κάτω, κι από πάνω το πατούσανε. Σε κείνο το κακό ποιος να νοιαστεί! Με τα χίλια βάσανα ανεβήκαμε στο καράβι. Το καράβι ήτανε εγγλέζικο· μας μοιράσανε ψωμί, τυρί και από μια κουβέρτα. Σαν κατεβήκαμε στη Μυτιλήνη, πέσαμε στους δρόμους. Πού να πάμε να κοιμηθούμε; Μέσα στις πέτρες, στους ντουσεμέδες;
Πήγα, βρήκα τη μάνα μου· έμενε στον Πειραιά από το 1914, στην οδό Αναπαύσεως. Μόλις καλοκαθίσαμε, μου πέθαναν δυο παιδιά· ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Ήτανε και πολύ βασανισμένα. Σ' ένα χρόνο και μήνες γύρισε από την αιχμαλωσία ο άντρας μου.
Κατασταλάξαμε στο συνοικισμό της Καισαριανής, έχομε ένα σπιτάκι, αποκτήσαμε κι άλλα παιδιά. Ο άντρας μου είναι πάνω από ογδόντα χρονώ· ακόμα δουλεύει.