Πηγή: Pervin Erbil, «Η Νιόβη θρηνούσε για τη Μικρά Ασία», Μετάφραση: Λιάνας Μυστακίδου, Εκδόσεις Τσουκάτου, Αθήνα 2003.
…
Σύμφωνα με τις δηλώσεις στη βουλή του Μουσταφά Νετζατί, που χρημάτισε υπουργός Ανοικοδόμησης και Στέγασης πριν και αμέσως μετά την Ανταλλαγή, «μόνο τα 20.000-25.000 σπίτια από τα 100.000 εγκαταλελειμμένα βρίσκονται στα χέρια της κυβέρνησης». Δηλαδή το 80% των σπιτιών δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Η ίδια κατάσταση ισχύει και για τα υπόλοιπα κινητά και ακίνητα αγαθά των Ελλήνων. Ένα μεγάλο μέρος τους δεν βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Η έκθεση περιορισμένων στοιχείων από τις επίσημες αρχές για όλα όσα απέμειναν επιβεβαιώνει τη σκέψη μας.
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το 80% των κινητών και ακινήτων δεν ελέγχονταν από την κυβέρνηση δεν σημαίνει ότι αγνοούνταν και η τύχη τους. Από τα εγκαταλελειμμένα περιουσιακά στοιχεία που ήταν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης το 20% πέρασε στην κατοχή ορισμένων επίλεκτων πολιτικών, ένα άλλο μέρος τους διανεμήθηκε σε ευνοούμενους δημοσίους υπαλλήλους και αξιωματικούς, σε άστεγους θύματα του πολέμου και στους πρόσφυγες που ήρθαν στην Τουρκία από την Ελλάδα με την Ανταλλαγή. Όπως λέει και ο Γιασάρ Κεμάλ, ορισμένα χωράφια, σπίτια, πανδοχεία, χαμάμ, τσιφλίκια και σεράι είτε πουλήθηκαν στα κρυφά είτε δωρίστηκαν σε ανθρώπους που δεν γνώρισαν το πρόσωπο του πολέμου. Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν ότι ένα σημαντικό μέρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων υπέστη σοβαρή καταστροφή.
Η ομολογία του Ρεφέτ Τζανίτεζ για τα ελληνικά χωριά της Μαύρης Θάλασσας, ότι «σε αντάλλαγμα πεντακοσίων και πλέον χωριών δεν βρήκαμε, όχι πέντε χωριά, αλλά ούτε πέντε σπίτια», φανερώνει ότι συνέβη πολύ μεγάλη καταστροφή. Καταστροφές δεν συνέβησαν μόνο στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, που περιλαμβάνει τις πόλεις Όρντου, Γκίρεσουν, Αμάσεια, Τοκάτη, αλλά σε όλα τα μέρη που ζούσαν Έλληνες. Για παράδειγμα, ο Κεμάλ Αρί αναφέρει: «Ακόμα και στην Άγκυρα, που ο κυβερνητικός έλεγχος έπρεπε να είναι εντονότερος, καταστράφηκαν σπίτια, αμπελώνες, χωράφια και οπωροφόρα δένδρα»
Βασικοί υπεύθυνοι των καταστροφών κυρίως των ακινήτων δεν είναι μόνο εκείνοι που διακατέχονταν από επιθετικές διαθέσεις. Η καταστροφή κτηρίων, αγρών, αμπελώνων κ. ά. σε ορισμένες περιοχές οφείλεται και στην αδιαφορία. Δεν δημιουργήθηκε ένας μηχανισμός να αναλάβει εξ ονόματος της κοινωνίας όλα αυτά τα αγαθά που εγκαταλείφθηκαν και να δημιουργήσει το κατάλληλο εργατικό δυναμικό για την προστασία και τη διάσωσή τους. Έτσι, υπήρχαν περιπτώσεις που εξαιτίας της αδιαφορίας καταστράφηκαν πολλά εγκαταλελειμμένα περιουσιακά. Στη Δυτική Μικρά Ασία, στον Μαρμαρά, από ανεύθυνες επιθέσεις υπέστησαν μεγάλες καταστροφές καλλιεργήσιμα χωράφια, αμπελώνες, λαχανόκηποι, ελαιώνες, συκεώνες και κτήρια, μεταξύ των οποίων υπήρχαν σπίτια, ιεροί ναοί, και σχολεία. Για παράδειγμα, κατατρυπήθηκαν οι εκκλησίες και τα σπίτια για την ανεύρεση χρυσού. Τα κτήρια στο Καράκιοϊ της Μούγλα που δεν τα άγγιξε ο σεισμός που ισοπέδωσε το Φέτχιγε γκρεμίστηκαν από επιθέσεις που οργάνωναν με πυροβόλα και με όπλα οι νέοι της περιοχής για να διασκεδάσουν.
Σε άλλες περιπτώσεις, η κινητή και ακίνητη περιουσία των Ελλήνων αφέθηκε εκτεθειμένη σε μια ευρύτατη λεηλασία των κατοίκων των γύρω περιοχών. Η λεηλασία ή «παλούτσκα», όπως είναι γνωστή στη γλώσσα του λαού, ήταν ευρύτατα διαδεδομένη συμπεριφορά που τη συναντάμε παντού. Για παράδειγμα, ακόμα και σήμερα διηγούνται το περιστατικό με τους χωριάτες που επιτέθηκαν με μεγάλη απληστία στο χωριό Σιρίντζε μόλις έφυγαν οι Έλληνες και άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Φόρτωσαν στις καμήλες τους από τα ποδόμακτρα της εισόδου, τα κουφώματα των παραθύρων, μέχρι τις ντουλάπες και τις γυψοσανίδες της οροφής, και τα μετέφεραν στα σπίτια τους. Από αυτά άλλα τα κράτησαν και άλλα τα πούλησαν. Παρόμοια περιστατικά συνέβησαν στο Καγιάκιοϊ, στην Άγκυρα, στο Αϊβαλί, στο Χονάζ, στην Τοκάτη, στο Ερμπαά και σε πολλά άλλα μέρη.
Η Χαββά Αϊκάν, που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει από την Ελλάδα στην Τουρκία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή Ερμπαά-Κιζολντουρέν, αναφέρει ότι δεν έμεινε τίποτα από τις περιουσίες των Ελλήνων σε ολόκληρη την περιοχή, εξαιτίας των λεηλασιών στις οποίες προέβησαν οι αγρότες των γύρω περιοχών. «Έρχονται οι ντόπιοι Τούρκοι και κουβεντιάζουμε. Όταν έφευγαν οι Έλληνες εγκατέλειψαν τα χωριά τους όπως ήταν. Μας εξιστορούν το πώς άρπαξαν τα καζάνια, πώς πήραν τα πράγματα, πώς λήστεψαν τα πάντα»
Ο Μουρταζά Ατζάρ έφτασε με την οικογένειά του σε ηλικία 15 ετών στο Χονάζ. Το σπίτι που τους παραχώρησαν για να μείνουν αποτελούνταν από τέσσερις τοίχους. «Δεν βρήκαμε κανένα έπιπλο.Είχαν λεηλατηθεί τα πάντα. Είχαν πάρει τα καζάνια, τα τεντζέρια, τα κρεβάτια, τα παπλώματα και σε ορισμένα σπίτια είχαν ξηλώσει και είχαν αρπάξει ακόμα τις πόρτες και τα παράθυρα».
Ο Ναζμί Ονάλ έφτασε με την οικογένειά του στο Κουσλούκ της Ερμπαά. Το σπίτι που τους παραχώρησαν ανήκε σε Έλληνες. «Τα σπίτια όμως είχαν λεηλατηθεί, ήταν καμένα και κατεστραμμένα. Δεν είχε απομείνει τίποτα που να λέγεται σπίτι. Είχαν ξηλώσει και είχαν πάρει ακόμα και την ξυλεία του σπιτιού. Ο αριθμός των Ελλήνων που μετανάστευσαν από την Τουρκία στην Ελλάδα μέχρι το 1925 ήταν 1.200.000. Το ίδιο διάστημα ο αριθμός των προσφύγων που έφτασαν στη Μικρά Ασία ήταν 500.000. Είναι ολοφάνερο ότι τα σπίτια και οι περιουσίες 1.200.000 και πλέον ανθρώπων θα ήταν αρκετά να στεγάσουν περισσότερα από 500.000 άτομα και να τους προσφέρουν ποιοτική ζωή. Εάν δούμε, όμως τα προβλήματα στέγασης, διαβίωσης και επιβίωσης που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες που ήρθαν από την Ελλάδα στην Τουρκία, διαπιστώνουμε ότι η μεγάλη μερίδα αυτών των ανθρώπων δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από αυτά που εγκατέλειψαν οι Έλληνες».
Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει τη διάσταση των λεηλασιών και των καταστροφών που προκλήθηκαν στις περιουσίες των Ελλήνων και την αδιαφορία, την αδράνεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις λεηλασίες και τις καταστροφές, καθώς και την έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της για την επίλυση του στεγαστικού προβλήματος των προσφύγων. Αυτό δείχνει, επίσης, πόσο διαδεδομένη είναι σε όλη τη χώρα η τάση για καταστροφή παρά για δημιουργία. Η επιθυμία να αρπάξουν με την πρώτη ευκαιρία και με εύκολο τρόπο όλα όσα οι άλλοι απέκτησαν με κόπο και ιδρώτα έχει χαραχτεί τόσο βαθιά και ανεξίτηλα στο πνεύμα της κοινωνίας, που λες και μεταβιβάζεται σιωπηρά μια γενετική ιδιότητα από γενιά σε γενιά. Γι' αυτόν τον λόγο θα σκάβουν τις εκκλησίες και τα υπόλοιπα κτίσματα καθιστώντας τα διάτρητα γενεές ολόκληρες μετά το 1924, σαν τους τυφλοπόντικες.
Όσοι παρασύρθηκαν από τη δίνη της νοσταλγίας, όπως ο Γιάννης Δημήτογλου, και επέστρεψαν έπειτα από χρόνια στην πατρίδα τους για να δουν τα σπίτια τους, ανακρίθηκαν από εκείνους που τα κατοικούσαν με το ερώτημα «πού έκρυψε ο πατέρας σου τις κίτρινες χρυσές λίρες; Σαν να μην είχαν άλλες έννοιες, ή να μην είχαν να ρωτήσουν άλλα πράγματα» Ένας αυτόπτης μάρτυρας των λεηλασιών που έγιναν στο Χονάζ λέει: «Ορισμένοι αγάδες του χωριού της εποχής εκείνης, ορισμένοι ζαπτιέδες και ορισμένοι αφιλότιμοι έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια των Ελλήνων. Πλιάτσικο, δηλαδή λεηλασία, ληστεία! Ένας που τον αποκαλούσαν "τσαρπιτζί" λεηλάτησε όλες τις ραπτομηχανές των σπιτιών. Οι πλιατσικολόγοι άρπαξαν όλα τα οικιακά σκευή και τα κατσαρολικά. Άλλοι μάζεψαν τα παπλώματα, τα μαξιλάρια και τα μεγάλα καζάνια στα οποία έβραζαν νερό. Λεηλατήθηκε ό,τι υπήρχε στα σπίτια από τα κεραμίδια, μέχρι τις πόρτες και τα παράθυρα. Μερικοί έγιναν πλούσιοι από το πλιάτσικο»
Ένα τμήμα του μουσουλμανικού λαού που ζούσε στη Μικρά Ασία λεηλάτησε με μεγάλο ζήλο τα κινητά και ακίνητα εκείνων που έφυγαν. Έτσι, αυτό το τμήμα του λαού μεταβλήθηκε σε συνεργούς των υπευθύνων του εκτοπισμού των Ελλήνων. Τα κέρδη όμως που αποκόμισαν όλοι από αυτό το έργο είναι αμφίβολα.
Τα πλούτη και οι αξίες που ανήκαν ουσιαστικά στη Μικρά Ασία -αφού δημιουργήθηκαν στα εδάφη αυτά, ανεξάρτητα από τα άτομα που τα έφτιαξαν- και τάχθηκαν στην υπηρεσία των ανθρώπων αυτής της χώρας, χάθηκαν με τις λεηλασίες και τις καταστροφές σαν να τα κατάπιε μαύρη τρύπα. Κατά συνέπεια, πρόκειται για σημαντική απώλεια όχι μόνο γι' αυτούς που έφυγαν, αλλά και γι' αυτούς που έμειναν, πέρα από μια χούφτα ανθρώπους.
.
«Μερικοί έγιναν πλούσιοι από το πλιάτσικο». Αυτή είναι μια φράση που συνοψίζει το αποτέλεσμα των λεηλασιών των κινητών και ακίνητων περιουσιών που εγκατέλειψαν οι Έλληνες όταν έφευγαν από τη Μικρά Ασία. Εξάλλου, δεν ήταν δυνατό να γίνουν όλοι πλούσιοι και να δημιουργηθούν συνθήκες ευημερίας από τις λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Με την αρπαγή του καζανιού, της κατσαρόλας, του κρεβατιού, των παπλωμάτων, των τζαμιών από τα παράθυρα ή με το ξήλωμα των κουφωμάτων του γείτονα για προσωπική χρήση ή για την πώλησή τους στην αγορά για δυο-τρία γρόσια μπορείς να βγάλεις το μεροκάματο μιας μέρας. Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι οι φτωχές μάζες από τις λεηλασίες στις οποίες έλαβαν μέρος δεν αποκόμισαν κέρδη που θα τους βελτίωναν τα έσοδά τους και θα βελτίωναν την ταξική τους θέση. Δεν θα ήταν επίσης λάθος να χαρακτηρίσουμε τα κινητά και ακίνητα που λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν χαμένες περιουσίες που τις ρούφηξε η μαύρη τρύπα ή πλούτη που πήγαν χαμένα.
Για τους αγάδες, τους ζαπτιέδες, τους αξιοσέβαστους εκπροσώπους της γραφειοκρατίας, τους επίλεκτους πολιτικούς, το πλιάτσικο, οι παράνομες καταλήψεις, οι δωρεές και οι χαμηλές τιμές με μυστικές συμφωνίες είχαν διαφορετική σημασία. Το πλιάτσικο, οι παράνομες καταλήψεις, οι δωρεές, και οι μυστικές αγορές σε εξευτελιστικές τιμές έγιναν για μια χούφτα ανθρώπους το εφαλτήριο κοινωνικής ανόδου και απόκτησης πλούτου και περιουσίας. Και βέβαια μπρος στα δικά τους οφέλη δεν είχαν καμία σημασία οι απώλειες του κοινωνικού συνόλου.
Ποιοι δεν υποδέχθηκαν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες στη Μικρά Ασία
Πρέπει πρώτα από όλα να πούμε ότι η μία εκ των συμβαλλόμενων πλευρών της συνθήκης Ανταλλαγής, η Τουρκία, ενώ επιθυμούσε να διώξει εκτός των συνόρων της τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς, δεν επιθυμούσε στην πραγματικότητα να υποδεχθεί στα εδάφη της τους μουσουλμάνους της Ελλάδας, παρότι αργότερα χαρακτήρισε «θεία χάρη» τον ερχομό τους.
Βέβαια, πρόκειται για μια αντιφατική προσέγγιση που δεν αρμόζει στο ιδανικό της, τη θρησκευτική ομογενοποίηση της χώρας. Τελικά, το μουσουλμανικό στοιχείο, όπως αναφέρει ο Ayhan Aktar, είναι ένας πληθυσμός που μπορεί να συμπεριληφθεί σε μια διευρυμένη απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι Τούρκος» και να συμπεριληφθεί στο χρονοδιάγραμμα του εκτουρκισμού.
Όχι μόνο το γεγονός ότι αυτοί που έκαναν πολιτική πάνω στην πλάτη της τουρκικής εθνότητας επικαλούμενοι το μεγαλείο του τουρκισμού δεν επιθυμούσαν ολόψυχα την άφιξη στη χώρα ανθρώπων που ήταν εύκολο να εκτουρκίσουν και τους οποίους, λόγω της μουσουλμανικής τους πίστης, θεωρούσαν προκαταβολικά Τούρκους, αλλά και η συμπεριφορά που επέδειξαν μετά την Ανταλλαγή στους πρόσφυγες δείχνει ότι δεν πιστεύουν σε ιδανικά και αποκαλύπτει την ουσία της υστερικής εθνικιστικής-σοβινιστικής ρητορικής τους.
Η κυβέρνηση, που δεν επιθυμούσε από τα βάθη της καρδιάς της την άφιξη στη χώρα των μουσουλμάνων από την Ελλάδα, δεν θέλησε να ξοδέψει χρήματα για την ένταξη αυτών των ανθρώπων στην οικονομική και κοινωνική δομή του τόπου. Το σύνολο των δαπανών που έκανε για αυτό το ζήτημα ανέρχεται σε ένα εκατομμύριο στερλίνες. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο ένα εικοστό του ποσού που δαπάνησε η ελληνική κυβέρνηση για τη λύση του αντίστοιχου προβλήματος.
Τα πλοία που παραχωρήθηκαν για να μεταφέρουν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες ήταν πολύ παλιά. Το εθνικιστικό-σοβινιστικό πνεύμα τους δεν θίχτηκε καθόλου από το ταξίδι που έκαναν οι άνθρωποι αυτοί επί μέρες μέσα στα σκοτεινά αμπάρια αυτών των σαπιοκάραβων κάτω από συνθήκες ολοκληρωτικής εξαθλίωσης. Από την άλλη πλευρά, επίσης δεν προκάλεσε την παραμικρή ενόχληση στους ίδιους κύκλους «η προσπάθεια της Ένωσης Τούρκων Πλοιοκτητών να αποσπάσουν άδικα κέρδη επωφελούμενοι από την κατάσταση αυτή»
Οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες, που ζούσαν βολεμένοι στον τόπο τους, έμειναν νηστικοί, εξαθλιωμένοι, ράκη, άστεγοι και ξεσπιτωμένοι. Κοιμήθηκαν στους δρόμους, στις αγορές, στα νεκροταφεία. Δεν πήρε είδηση κανείς. Αυτοί που έτρεξαν να τους βοηθήσουν ήταν μια χούφτα άνθρωποι, Αρμένιοι και Εβραίοι. Ο καϊμακάμης στον οποίον πήγαν να ζητήσουν εργασία, τροφή και στέγη τους έδιωξε. Δέχτηκαν επιπλήξεις από τους εθνικιστές υπαλλήλους της εθνικιστικής κυβέρνησης. Τους συμπεριφέρθηκαν πολύ άσχημα. Παρ' όλες τις διατάξεις της συνθήκης Ανταλλαγής με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες δεν αποζημιώθηκαν ποτέ για την αξία της περιουσίας που εγκατέλειψαν. Οι εθνικιστές δάσκαλοι του εθνικιστικού κράτους έφτυσαν τα πρόσωπα των παιδιών τους, γιατί δεν τους άρεσε η προφορά και η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν. Πέθαναν χιλιάδες από την πείνα, το ψύχος και τις αρρώστιες. Σύμφωνα με πληροφορίες του Refet Canitez, ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους ανέρχεται στους 3.819. Και η κοινωνία δεν ήταν φιλόξενη και φιλάνθρωπη. Τους αποκάλεσε ψωριάρηδες, άτομα που δεν ξέρουν να μιλήσουν, τους υποτίμησε, τους εξοστράκισε και τους κατηγόρησε.
Δεν άνοιξαν τη στοργική αγκαλιά τους τα εθνικιστικά συναισθήματα, για να υποδεχτούν στη Μικρά Ασία τους Τούρκους πρόσφυγες ή τους ανθρώπους που ήταν εν δυνάμει Τούρκοι. Εκείνο που υποδέχτηκε αυτούς τους ανθρώπους ήταν η θολή, ανελέητη σκληρότητα της ψυχρής αδιαφορίας, του εγωκεντρισμού και του συμφέροντος που κρυβόταν πίσω από τη ρητορεία του εθνικισμού. Ο εγωκεντρισμός, η συμφεροντολογία, η αδιαφορία και η έλλειψη στοργής που κρυβόταν κάτω από την περιβολή του εθνικισμού τραυμάτισε βαθιά όχι μόνο τους πρόσφυγες, αλλά το σύνολο της κοινωνίας, τη γεωγραφία της χώρας, την οικονομία της και τις ηθικές αξίες.
Η ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Το πρώτο πράγμα που έκανε η ελληνική κυβέρνηση για την εγκατάσταση των προσφύγων στη χώρα και την ένταξή τους στην οικονομική ζωή, αφού πρώτα οι τελευταίοι μετατράπηκαν σε παραγωγικούς και αποδοτικούς φορείς, ήταν να διαθέσει μεγάλο χρηματικό ποσό για τον σκοπό αυτόν. Τα χρήματα που δαπανήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων την περίοδο 1923-1930 ανέρχονται στα δέκα εκατομμύρια στερλίνες
Το δεύτερο σημαντικό βήμα που έκανε ήταν η θέσπιση νόμων για τη διανομή της γης. Με τους νόμους αυτούς διανεμήθηκαν 1.200.000 εκτάρια σε 130.000 οικογένειες. Από τα εδάφη αυτά τα 673 εκτάρια ήταν γόνιμα. Επίσης, στα 850 εκτάρια που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι ανταλλάξιμοι και οι Βούλγαροι, τοποθετήθηκαν πρόσφυγες που ήρθαν από διάφορα μέρη. Εξασφαλίστηκαν 10.650.000 χρυσές λίρες πίστωσης για τους πρόσφυγες .
Μοίρασε σε αυτούς που ήρθαν όλα όσα πήρε από τους μουσουλμάνους που έφυγαν. «Διένειμε ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας βόδια, αιγοπρόβατα, αγαθά και ακόνια. Για οικογένεια πέντε μελών αναλογούσε ένα βόδι, ένας γάιδαρος, δύο πρόβατα και μία κατσίκα».
Μεταξύ αυτών που ήρθαν υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός οικογενειών που ασχολούνταν με την ταπητουργία. Η Ελλάδα πρόσφερε σημαντική οικονομική βοήθεια σε αυτούς τους ανθρώπους, για να εργαστούν στον ίδιο τομέα και να αναπτύξουν αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο. Διευκόλυνε με κάθε τρόπο την εισαγωγή κλωστών και όλων των άλλων απαιτούμενων υλικών για την κατασκευή χαλιών. Για παράδειγμα, δεν εισέπραττε δασμούς για την εισαγωγή αυτών των προϊόντων.
Από την άλλη πλευρά, έφτιαξε ένα χωριό στην Πελοπόννησο όπου εγκατέστησε 550 οικογένειες που είχαν εξειδικευτεί στην παραγωγή μεταξιού.
Η ελληνική κυβέρνηση εφήρμοσε ανιδιοτελή και ορθολογιστική πολιτική για την ένταξη των προσφύγων με παραγωγικό και ωφέλιμο τρόπο στην οικονομική ζωή της χώρας και παράλληλα φρόντισε για την επίλυση πολλών προβλημάτων τους που αφορούσαν την υγεία και άλλα παρόμοια θέματα. Για παράδειγμα, «ενεργοποίησε τον περιορισμένο κρατικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων των προσφύγων (τροφή, στέγη, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη). Μοίρασε τρόφιμα, φάρμακα, ρούχα και έστησε σκηνές και πρόχειρα καταλύματα. Προκατασκευασμένα παραπήγματα χρησιμοποιήθηκαν ως πρόχειρα νοσοκομεία». Πρόσφερε στους παραγωγούς μεταξιού όλες τις δυνατότητες για την ανάπτυξη της βιομηχανίας μεταξιού.
Η Επιτροπή Εγκατάστασης Προσφύγων σχημάτισε τη δική της υπηρεσία υγείας και «παρενέβη το 1925 στον τομέα υγιεινής. Ίδρυσε Κέντρα Υγείας σε ολόκληρη τη χώρα, τα οποία μίσθωσε, είτε στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας είτε στον Ερυθρό Σταυρό»121
Όπως γίνεται αντιληπτό από όλα όσα αναφέρθηκαν, στην Ελλάδα τόσο οι πρόσφυγες, όσο και η κοινωνία που δέχθηκε αυτούς τους ανθρώπους κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να συνεχίσουν τη ζωή τους από εκεί που έμεινε και να την προχωρήσουν πάρα πέρα.