Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Ιστορικά γεγονότα, καταστάσεις, αναδρομές
karadeniz1
Δημοσιεύσεις: 264
Εγγραφή: 10 Ιαν 2020, 23:35

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από karadeniz1 » 12 Μάιος 2020, 15:42

wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:10
Διεπράχθησαν φρικιώδη εγκλήματα υπό των κομμουνιστών.
Παιδάκι στην πηγάδα του Μελιγαλά, μητραλιεύσεις και πολλά άλλα.
Αν δεν έβρισκαν το αφεντικό στο σπίτι σκότωναν την υπηρέτρια.
Επειδή όμως έγιναν εγκληματα και από τους εθνικόφρονες, τω όντι, προκαλώ τους κομμουνιστάς εις μίαν αντιπαράθεσιν.
Τι θα αντιπαραθέσουν ;
Την Μίρκαν Γκίνη που εξετελέσθη μεν αλλά την προηγούμενη μέρα είχε στήσει ενέδρα με μυδραλλιοβόλο σε Έλληνες στρατιώτες ;
Τον Μπελλογιάννη που όμως εξετελέσθη κι αυτός αλλά κατά την διάρκειαν διατεταγμένης κατασκοπευτικής αποστολής του ;
Προκαλώ να γίνει μία αντιπαράθεσις.
ποιος ο λογος να γινει αντιπαραθεση?
γινεται ποτέ αντιπαραθεση ανθρωπου με κομουνιστη ρε φιλε εισαι σοβαρος???/
πρεπει να βρουμε τροπο να εξοντωσουμε τον μπολσεβικισμο την κοκκινη πανουκλα την κομουνιστικη λεπρα τον καρκινο της αριστερας
η τους τελειωνουμε η μας τελειωνουν οπως ειπε και ο αγραμματος πρωθυπουργος τους του καθεστωτος καρανικα της καροτικης κοπρολαγνικης γκαμπριελικης αριστερας

Άβαταρ μέλους
wooded glade
Δημοσιεύσεις: 29284
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:04

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από wooded glade » 12 Μάιος 2020, 15:46

karadeniz1 έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:42
wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:10
Διεπράχθησαν φρικιώδη εγκλήματα υπό των κομμουνιστών.
Παιδάκι στην πηγάδα του Μελιγαλά, μητραλιεύσεις και πολλά άλλα.
Αν δεν έβρισκαν το αφεντικό στο σπίτι σκότωναν την υπηρέτρια.
Επειδή όμως έγιναν εγκληματα και από τους εθνικόφρονες, τω όντι, προκαλώ τους κομμουνιστάς εις μίαν αντιπαράθεσιν.
Τι θα αντιπαραθέσουν ;
Την Μίρκαν Γκίνη που εξετελέσθη μεν αλλά την προηγούμενη μέρα είχε στήσει ενέδρα με μυδραλλιοβόλο σε Έλληνες στρατιώτες ;
Τον Μπελλογιάννη που όμως εξετελέσθη κι αυτός αλλά κατά την διάρκειαν διατεταγμένης κατασκοπευτικής αποστολής του ;
Προκαλώ να γίνει μία αντιπαράθεσις.
ποιος ο λογος να γινει αντιπαραθεση?
γινεται ποτέ αντιπαραθεση ανθρωπου με κομουνιστη ρε φιλε εισαι σοβαρος???/
πρεπει να βρουμε τροπο να εξοντωσουμε τον μπολσεβικισμο την κοκκινη πανουκλα την κομουνιστικη λεπρα τον καρκινο της αριστερας
η τους τελειωνουμε η μας τελειωνουν οπως ειπε και ο αγραμματος πρωθυπουργος τους του καθεστωτος καρανικα της καροτικης κοπρολαγνικης γκαμπριελικης αριστερας
Άλλο είναι να γίνει lynching -έστω- ενός ειδεχθούς κομμουνιστού και άλλο είναι να σκοτώνεις τους διανομείς των τροφίμων του Ερυθρού Σταυρού που δεν είχαν καν ιδέα της υποθέσεως.
δεν είναι όλα κρού-σμα-τα

Άβαταρ μέλους
Beria
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 25088
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:37

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Beria » 12 Μάιος 2020, 15:50

wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:10
Διεπράχθησαν φρικιώδη εγκλήματα υπό των κομμουνιστών.
Παιδάκι στην πηγάδα του Μελιγαλά, μητραλιεύσεις και πολλά άλλα.
Αν δεν έβρισκαν το αφεντικό στο σπίτι σκότωναν την υπηρέτρια.
Επειδή όμως έγιναν εγκληματα και από τους εθνικόφρονες, τω όντι, προκαλώ τους κομμουνιστάς εις μίαν αντιπαράθεσιν.
Τι θα αντιπαραθέσουν ;
Την Μίρκαν Γκίνη που εξετελέσθη μεν αλλά την προηγούμενη μέρα είχε στήσει ενέδρα με μυδραλλιοβόλο σε Έλληνες στρατιώτες ;
Τον Μπελλογιάννη που όμως εξετελέσθη κι αυτός αλλά κατά την διάρκειαν διατεταγμένης κατασκοπευτικής αποστολής του ;
Προκαλώ να γίνει μία αντιπαράθεσις.
Ρε μπαγλαμά βγάζει μάτι η αγραμματοσύνη σου. Στο έχω ξαναδιορθώσει

Μητραλοίες τους λέγαν τους κουκουέδες. Γιατί χτυπούν την μητερούλα-πατρίδα

Τι μητραλιεύσεις και ανεμότρατες γράφεις;
gassim έγραψε:
07 Σεπ 2021, 14:12
Ωρες είναι τώρα να οικειοποιηθεί η αριστερά και την Γαλλική επανάσταση.

Γιάννης

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γιάννης » 12 Μάιος 2020, 15:58

Μισές δουλειές έγιναν και στον Μελιγαλά και αλλού. Οι ταγματασφαλίτες και λοιποί δωσίλογοι θα έπρεπε να λένε κι ευχαριστώ που τη γλίτωσαν μόνο με μερικά μούλικα τους σφαγμένα. Κανονικά δεν έπρεπε να έχει μείνει ούτε ρουθούνι από τα ρουφιανόσογά τους, αυτό θα είχε λύσει πολλά προβλήματα που μας απασχολούν μέχρι και σήμερα.

Άβαταρ μέλους
wooded glade
Δημοσιεύσεις: 29284
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:04

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από wooded glade » 12 Μάιος 2020, 15:59

Beria έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:50
wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:10
Διεπράχθησαν φρικιώδη εγκλήματα υπό των κομμουνιστών.
Παιδάκι στην πηγάδα του Μελιγαλά, μητραλιεύσεις και πολλά άλλα.
Αν δεν έβρισκαν το αφεντικό στο σπίτι σκότωναν την υπηρέτρια.
Επειδή όμως έγιναν εγκληματα και από τους εθνικόφρονες, τω όντι, προκαλώ τους κομμουνιστάς εις μίαν αντιπαράθεσιν.
Τι θα αντιπαραθέσουν ;
Την Μίρκαν Γκίνη που εξετελέσθη μεν αλλά την προηγούμενη μέρα είχε στήσει ενέδρα με μυδραλλιοβόλο σε Έλληνες στρατιώτες ;
Τον Μπελλογιάννη που όμως εξετελέσθη κι αυτός αλλά κατά την διάρκειαν διατεταγμένης κατασκοπευτικής αποστολής του ;
Προκαλώ να γίνει μία αντιπαράθεσις.
Ρε μπαγλαμά βγάζει μάτι η αγραμματοσύνη σου. Στο έχω ξαναδιορθώσει

Μητραλοίες τους λέγαν τους κουκουέδες. Γιατί χτυπούν την μητερούλα-πατρίδα

Τι μητραλιεύσεις και ανεμότρατες γράφεις;
Όχι, είναι το σφάξιμο που κάνουν στις γυναίκες.
Μου τα έχει πει και ένας γέρος που έμενε στο Γαλάτσι -περιοχή Ούλεν.
Περιέργως αυτός ήταν και φανατικός πασοκάκιας μάλιστα. Αυτός αναφερόταν πάντως σε μία ανεγνωρισμένη συνεργάτιδα των Γερμανών και το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν Γερμανικό σίγουρα - όπως το περιέγραφε. Αλλά το έκαναν σε πολλές.

Μπορεί και το "μητραλοίες" όπως το λες εσύ να το έχουν γράψει διάφοροι σε άλλα κείμενα.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος wooded glade την 12 Μάιος 2020, 16:01, έχει επεξεργασθεί 2 φορές συνολικά.
δεν είναι όλα κρού-σμα-τα

Άβαταρ μέλους
Beria
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 25088
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:37

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Beria » 12 Μάιος 2020, 16:01

wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:59
Beria έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:50
wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:10
Διεπράχθησαν φρικιώδη εγκλήματα υπό των κομμουνιστών.
Παιδάκι στην πηγάδα του Μελιγαλά, μητραλιεύσεις και πολλά άλλα.
Αν δεν έβρισκαν το αφεντικό στο σπίτι σκότωναν την υπηρέτρια.
Επειδή όμως έγιναν εγκληματα και από τους εθνικόφρονες, τω όντι, προκαλώ τους κομμουνιστάς εις μίαν αντιπαράθεσιν.
Τι θα αντιπαραθέσουν ;
Την Μίρκαν Γκίνη που εξετελέσθη μεν αλλά την προηγούμενη μέρα είχε στήσει ενέδρα με μυδραλλιοβόλο σε Έλληνες στρατιώτες ;
Τον Μπελλογιάννη που όμως εξετελέσθη κι αυτός αλλά κατά την διάρκειαν διατεταγμένης κατασκοπευτικής αποστολής του ;
Προκαλώ να γίνει μία αντιπαράθεσις.
Ρε μπαγλαμά βγάζει μάτι η αγραμματοσύνη σου. Στο έχω ξαναδιορθώσει

Μητραλοίες τους λέγαν τους κουκουέδες. Γιατί χτυπούν την μητερούλα-πατρίδα

Τι μητραλιεύσεις και ανεμότρατες γράφεις;
Όχι, είναι το σφάξιμο που κάνουν στις γυναίκες.
Μου τα έχει πει και ένας γέρος που έμενε στο Γαλάτσι -περιοχή Ούλεν.
Περιέργως αυτός ήταν και φανατικός πασοκάκιας μάλιστα. Αυτός αναφερόταν πάντως σε μία ανεγνωρισμένη συνεργάτιδα των Γερμανών και το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν Γερμανικό σίγουρα - όπως το περιέγραφε. Αλλά το έκαναν σε πολλές.
Σταμάτα ρε να γράφεις ό,τι σου κατεβαίνει στη γκλάβα
Πάρε μια ανάσα, σκέψου ότι μπορεί να γράφεις κάτι που δεν στέκει και μην απαντάς
τιναυτόρε
gassim έγραψε:
07 Σεπ 2021, 14:12
Ωρες είναι τώρα να οικειοποιηθεί η αριστερά και την Γαλλική επανάσταση.

Άβαταρ μέλους
wooded glade
Δημοσιεύσεις: 29284
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:04

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από wooded glade » 12 Μάιος 2020, 16:02

Beria έγραψε:
12 Μάιος 2020, 16:01
wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:59
Beria έγραψε:
12 Μάιος 2020, 15:50


Ρε μπαγλαμά βγάζει μάτι η αγραμματοσύνη σου. Στο έχω ξαναδιορθώσει

Μητραλοίες τους λέγαν τους κουκουέδες. Γιατί χτυπούν την μητερούλα-πατρίδα

Τι μητραλιεύσεις και ανεμότρατες γράφεις;
Όχι, είναι το σφάξιμο που κάνουν στις γυναίκες.
Μου τα έχει πει και ένας γέρος που έμενε στο Γαλάτσι -περιοχή Ούλεν.
Περιέργως αυτός ήταν και φανατικός πασοκάκιας μάλιστα. Αυτός αναφερόταν πάντως σε μία ανεγνωρισμένη συνεργάτιδα των Γερμανών και το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν Γερμανικό σίγουρα - όπως το περιέγραφε. Αλλά το έκαναν σε πολλές.
Σταμάτα ρε να γράφεις ό,τι σου κατεβαίνει στη γκλάβα
Πάρε μια ανάσα, σκέψου ότι μπορεί να γράφεις κάτι που δεν στέκει και μην απαντάς
Γιατί ;
Αυτό το έκαναν και Γερμανοί στο Άουσβιτς σε Εβραίες, λέει αλλού.
Το έκανε και το ΕΑΜ.
δεν είναι όλα κρού-σμα-τα

Άβαταρ μέλους
Beria
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 25088
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:37

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Beria » 12 Μάιος 2020, 16:03

gassim έγραψε:
07 Σεπ 2021, 14:12
Ωρες είναι τώρα να οικειοποιηθεί η αριστερά και την Γαλλική επανάσταση.

Άβαταρ μέλους
wooded glade
Δημοσιεύσεις: 29284
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:04

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από wooded glade » 12 Μάιος 2020, 16:08

Τα "καλά παιδιά" της πορείας Μπέρτραντ Ράσσελ δεν υπήρχαν ακόμα.
Δεν θα έλεγα ότι τα παιδιά εκείνα -αν και κομμουνισταί- δεν ήταν καλά.
Αλλά δεν υπήρχαν ακόμα ...
δεν είναι όλα κρού-σμα-τα

Άβαταρ μέλους
Απολλόδωρος Βρυξελλιώτης
Δημοσιεύσεις: 918
Εγγραφή: 27 Μάιος 2018, 18:20
Phorum.gr user: Stavros ΚΟΣΜΆ Πετρης
Τοποθεσία: σ' αυτή τη χώρα που ζεις / όλοι βρίζουν την τάξη

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Απολλόδωρος Βρυξελλιώτης » 12 Μάιος 2020, 16:11

Μη σταματάτε πλζ, από το παλιό φόρουμ είχα να γελάσω έτσι σε νημα!

Άβαταρ μέλους
Beria
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 25088
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:37

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Beria » 12 Μάιος 2020, 16:13

Απολλόδωρος Βρυξελλιώτης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 16:11
Μη σταματάτε πλζ, από το παλιό φόρουμ είχα να γελάσω έτσι σε νημα!
Κοίτα, ήμουν έτοιμος να συνεχίσω τη διαμάχη, αλλά έριξε στο τραπέζι πολύ βαρύ χαρτί

Ο γέρος Πασοκτζής από την Ούλεν

Με τέτοια πηγή αποχωρώ με σκυφτό κεφάλι :)
gassim έγραψε:
07 Σεπ 2021, 14:12
Ωρες είναι τώρα να οικειοποιηθεί η αριστερά και την Γαλλική επανάσταση.

Άβαταρ μέλους
Απολλόδωρος Βρυξελλιώτης
Δημοσιεύσεις: 918
Εγγραφή: 27 Μάιος 2018, 18:20
Phorum.gr user: Stavros ΚΟΣΜΆ Πετρης
Τοποθεσία: σ' αυτή τη χώρα που ζεις / όλοι βρίζουν την τάξη

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Απολλόδωρος Βρυξελλιώτης » 12 Μάιος 2020, 16:23

ΟΧΙ!

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8938
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 12 Μάιος 2020, 18:21

Οι πραγματικές ιστορίες κρύβουν από πίσω πολύ μεγαλύτερη δυστυχία. Κορίτσι κακοποιείται από δεξιούς και ο πατέρας του θανατώνεται απ' τους αριστερούς. Όποιος έχει καιρό να νιώσει θλίψη και στεναχώρια ας διαβάσει :
SpoilerShow
Γιάννης Καρακατσιάνης
Ο πόλεμος στη Μάνη.
Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος


ΜΑΡΤΥΡΙΑ 30
Σταυρούλα Αβραμέα- Φουντέα, (Εξωχώρι, γεννηθείσα 1936, 29-12-2006)


Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση ζωής της πληροφορήτριάς μας, η οποία βίωσε τα γεγονότα του Διλάγγαδου έντονα. Είναι η χαρακτηριστική οπτική από ένα κορίτσι αριστερής οικογένειας του Εξωχωρίου, που ο πατέρας της θεωρήθηκε και από τους αριστερούς ως προδότης. Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε τα πάμπολλα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία της αφήγησης της πληροφορήτριας στον άκρως απόλυτο βαθμό και γι’ αυτό ίσως σε πολλά σημεία φαίνεται η αφήγηση να χαρακτηρίζεται από χάσματα ή ασάφειες.


«Ο πατέρας μου βγήκε στο βουνό, επειδή ήταν αριστερός. Όταν μας εκτοπίσανε, ήθελε να πάει και πήγε στο βουνό. Βγήκε στο βουνό, όταν μας εκτοπίσανε και φύγανε όλοι. Θεωρήθηκε υπεύθυνος ένας …για τις σφαγές και διαρκώς τον ενοχλούσαν αργότερα και τον έπαιρναν τηλέφωνο και τον απειλούσαν. Γιατί αυτά που έκανε αυτός μόνο αν είναι αναίσθητος θα μπορούσε ! Γιατί θα φωνάζει μέσα του στη συνείδησή του κάτι.

Όταν πήγε η μάνα μου στο Μοναστήρι, ήταν κι ο Δικαίος. Και κάτω που τους πιάσανε στο Λαγγάδι, κάτω από το Μοναστήρι, ήταν κι ο θείος μου από τη μάνα μου. Ήταν εκεί κάτω κι ο Π. Κι ήταν κι ένας Φουρνάρος. Αυτός δεν τον άφηνε εκείνον να τους σκοτώσει τους ανθρώπους. Και μάλιστα διασωθείς πήγε στη Μηλιά και του είπε ότι ήρθε για να τον ευχαριστήσει, επειδή, όταν τους πιάσανε εκεί κάτω, δεν τους πείραξε. Και τον εβαρέσανε το Δικαίο. Κι έκλαιεεε! Και του κάνανε μεγάλες πληγές! Τον βάλανε σε κάποια βενζίνα και, είπε, πως όταν τον εβγάλανε στην Παραλία, στην Καλαμάτα, τον επήγανε δέρνοντας έως του Καρέλια τις φυλακές. Την ημέρα που πέθανε του είπα εγώ «καλά που πέθανες Δικαίο, και θα ξεχάσεις ό, τι σου κάνανε οι φονιάδες».

Στη Γκλουμπίνιτσα ήταν μέσα 17. Ήταν 5 κοπέλες, και η Ερασμία 6 ! Την Αγγέλω, τη μάνα της Ρεβέκκας τη σκοτώσανε αλλού, όπως ήρθε. Αυτή ήταν αλλού κρυμμένη, δεν ήταν στη σπηλιά Ήταν στο απέναντι μέρος στη Γλουμπίνιτσα. Μόλις είδε αυτό το πράγμα και την κόρη της, βγήκε και φώναζε. Την άκουγε και η θεία μου τότε. Ήταν και η Ευγενία μαζί με τη μάνα της Ρεβέκκας. Μόλις είδε ότι σκοτώνανε την κόρη της, πήγε φωνάζοντας : «Μη σκοτώσετε τη Ρεβεκκούλα μου, μη σκοτώσετε τη Ρεβεκκούλα μου». Μια κοπέλα είχε. «Έλα εδώ, γρια πουτάνα, τι γυρεύεις εσύ στο βουνό;» Τις κόψανε το λαιμό. Άμα ρωτήσεις το Νίκο τον Παλιατσέα, τους είδε όλους που λαχταράγανε. Μόλις φύγανε αυτοί, ο Νίκος ήταν κάπου αλλού κρυμμένος και πήγε και τους είδε λαχταριστούς. Πρώτος πρώτος κατέβηκε ο Χρύσανθος ο Γιαννακουρέας. Μου είπε ότι ο ….. ήταν βασικός εκεί αρχηγός… Μου είπε επίσης: «Είδα αυτό, όταν κατέβηκα κι εγώ, κι έμεινα στήλη άλατος!» «Το τι είδα» μου είπε, «δεν περιγράφεται». Αυτός και μερικοί άλλοι τους είδαν ακόμα ζωντανούς. Εγώ τους είδα λίγο αργότερα. Ήταν κι Νίκος κι ο Χρύσανθος κι ο Χριστόφορος κρυμμένοι κάπου αλλού. Δεν θα τη βρίσκανε την τρούπα εκείνη καθόλου, αν δεν τους πρόδιδε εκείνη, η Πουλίτσα. Της είπαν της Πουλίτσας: «εμείς είμαστε καλοί ανθρώποι ! Ξέρεις άλλους να πάμε να τους βρούμε; Και ο διάβολος την έβαλε και τους πάει στην τρούπα και εκεί έγινε ο χαμός. Πάει εκείνη και τους λέει: «Ελάτε, είναι καλοί ανθρώποι». Βγήκαν από μέσα. Ήταν κι ο Σταύρος ο Παλιατσέας και τον βάρεσαν κιόλας. Τον είχαν μαύρο το Σταύρο.

Άντρες ήταν : Ο Κιτρινιάρης ο Βαγγέλης, ο γερο- Σωκράτης, ο Σταύρος ο Παλιατσέας, ο Πότης, ένας Τσεριώτης, μιας κοπέλας ο πατέρας, ο Βασίλης ο Τζανετέας. Ήταν κι 6 γυναίκες και δυο μικρά παιδιά . Τους θυμάμαι κάτι φορές και τους μετράω στο μυαλό μου. Εκείνοι μετά ανεβαίνανε πολύ συχνά, για να καθαρίσουν τα βουνά, όπως έλεγαν. Θυμάμαι ότι παίρνανε τη Βαγγέλαινα σχεδόν για ένα μήνα να πηγαίνει κοντά, για να μαζεύει τα πράματα. Και τους δίνανε λεφτά, για να τους λένε τους δρόμους και τα περάσματα. Πηγαίνανε αυτοί, φυλάγανε και τους πιάνανε. Ο Χρύσανθος δεν θέλει να θυμάται πώς γλίτωσε και που ήταν κρυμμένος στο Μάραθο. Ήταν σε μια τρούπα μέσα, καταπακτή. Και μέσα είχε αυτή άλλα διαμερίσματα. Από εκεί έφυγαν παρά το ότι ρίχνανε μέσα χειρομβοβίδες. Ήταν μια τέχνη μεγάλη το πώς φύγανε. Δεν το ξέρω. Βγήκανε πολλοί μέσα από διαμερίσματα σε μια άλλη καταπακτή και σώθηκαν απ’ ό, τι μου λέει.

Θυμάμαι τον Κωστή του Τίγρη της Μαρίας, επειδή πήγαινα στο λάκκο και τον θυμάμαι. Και τον είχανε πιάσει κι αυτόν και τον σκότωσαν. Το βουνό, το Λαγγάδι είναι γεμάτο. Η μάνα μου τον απέτρεψε τον πατέρα μου να πάει στο βουνό με μικρό παιδί. Ούτε γάλα δεν είχε, δεν τράβαγε. Αποφάσισε να κρυφτεί χαμηλά, επειδή επάνω ήταν δύσκολο να κρυφτεί. Κρύφτηκε στο Μοναστήρι, γιατί από εκεί δεν περνούσανε. Εκείνη τη φορά όμως κατεβήκανε. Εγώ ήμουν κρυμμένη με τον πατέρα μου. Είμασταν το βράδυ κρυμμένοι, θυμάμαι, σε μια σπηλιά έξω από το Μοναστήρι, στο Λαγγάδι. Ήταν και του Βασίλη η μάνα, του Τζανετέα, η Σοφία, και η Βαγγελιώ. Η μάνα του λοιπόν με τα τρία μικρά, που τα πήρε στο Μοναστήρι- και καλά που τα πήρε η μάνα μου τότε. Ήταν η μάνα του και τα 3 του αδέλφια. Και είπε στον πατέρα μου να πάνε εκεί να κρυφτούνε. 14 από τη μια μεριά και οι άλλοι θα ήταν 8. Αυτοί γλιτώσανε μαζί με τη μάνα μου, αλλά πριν ο Δικαίος ήρθε επάνω και τον πιάσανε με τον πατέρα του.

Την ημέρα που είχαν σκοτώσει τον Σταυρούκο, μαζέυανε από όλα τα χωριά. Από του Πολυμενέα, θυμάμαι, 500 ανθρώποι ήταν συγκεντρωμένοι και κάτι φονιάδες επάνω στην ταράτσα. . Κι αυτοί ελέγχανε ποιος θα πάει κατά κάτω, κατά τι γούβα, και ποιος θα είναι εθνικός, για να τον αμπολήσουνε. Εκεί πήραν και τη μάνα μου. Πίσω εγώ, γιατί εγώ δεν ξεκόλλαγα από τη μάνα μου. Δεν με προσέχανε, επειδή εγώ ήμουν μικρή. Η Σωτηρούλα μπουχός, δεν ερχόταν κοντά, κρυβόταν. Μια φορά που ψιχάλιζε, θυμάμαι, μας λένε: «Πηγαίνετε να κρυφτείτε, έρχονται χίτες !» Νύχτωνε. Που να πάει η μάνα μου με ένα μικρό παιδί. Ανέβηκε έναν γκρεμό... Άμα το θυμίζομαι, πώς δεν γκρεμίζομε να σκοτωθούμε ! Ήταν κι ο Ασαράντηγος (ένας Χριστοδουλέας) από το Πραστίο με τη γυναίκα του. Είμασταν κι άλλοι κι ανεβήκαμε κατσούλια- κατσούλια. Κι έλεγαν για τον πατέρα μου- άκουγα εγώ. «Μπα, που να πάρει ο διάβολος εκείνον και τον αγώνα του!» Εκεί πάνω ήταν μια καταπακτή, για να πάμε να κρυφτούμε, τι καταπακτή ήταν αυτή; Που να πάμε εκεί μέσα να κρυφτούμε; Και ψιχάλιζε κι άκουγα- δεν τα ξεχνάω αυτά: «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ», έλεγε ο Ασαράντηγος. Μετά είπανε ότι δεν έρχονται οι χίτες. Άντε κατεβείτε πάλι! Πώς να κατεβούμε πάλι; Πώς δεν σκοτωθήκαμε;

Κι από εκεί συνεχίσθη το κακό. Πέντε μήνες. Πώς τη βγάλαμε; Πότε κρυβόμαστε, πότε πιλαλάγαμε, πότε είμασταν νηστικοί, γεμάτοι ψείρες, που μας τρώγανε. Μετά, που ξάνοιγε ο καιρός πλέον, μας πήγαινε ο πατέρας μου στο Μοναστήρι. Εκεί δεν πήγαιναν πολλοί χίτες και ήταν και τα σπίτια, οπότε μας αμπολούσε μέσα στα σπίτια και μιλάγαμε και δυνατά πλέον. Μετά όμως άντε να ανέβαινες από τη Γλουμπίνιτσα. Για να ζαλώσει η μάνα μου τα γύφτικα φορτία, … Μέναμε στα κελιά, στα σπίτια στο Μοναστήρι. Τότε ήταν όλα ανοιχτά. Τώρα τα κλειδώνουνε όλα, που κλέβουνε τις εικόνες. Ζαλωμένη λοιπόν εγώ με πράγματα 5 ώρες δρόμο. Κι αυτό από το Λαγγάδι επάνω. Που να πάει κανείς σε τέτοιο δρόμο, τι δρόμος δηλαδή; Νύχτα! Γιατί είχαμε μάθει να βλέπουμε τη νύχτα. Είχαμε μάθει κι εμείς και περπατούσαμε μέσα στο σκοτάδι. Λιγοψυχούσα να φτάσω. Μετά, μόλις φεύγανε οι γίδες, να σου πάλι στο βουνό. Τελευταία φορά που πιάσανε τη μάνα μου περάσανε οι χίτες από κάτω και τους ήβραμε. Πριν δεν θυμάμαι πόσες φρές είχαμε κάνει αυτή τη διαδρομή. Εγώ με τον πατέρα μου είχαμε φύγει. Γι΄αυτό έμεινα εγώ στο βουνό.

Μου είπε εκείνη τη βραδιά ο πατέρας μου: «Έως τα Τσέρια είναι χίτες. Θα φύγουμε εμείς να κρυφτούμε χώρια μη μας βρούνε όλους». Θα του έλεγα εγώ αν ήμουν μεγάλη, γιατί να κρυφτούμε και δεν θα πήγαινα. Αλλά τώρα…Άκουγα γιατί δεν καταλάβαινα, επειδή ήμουν μικρή. Με παίρνει πλέον ο πατέρας μου τη βραδιά αυτή και με πάει σε κάτι γκρεμούς μέσα. Δεν μπορεί να πάει τώρα κανείς σε έκείνα τα μέρη τώρα! Κατέβηκαν την άλλη μέρα οι χίτες από τα Τσέρια και είδανε τα ίχνη μας, που είχαμε ανέβει ψηλότερα σ’ ένα ρίζωμα. Κι αρχίσανε να βαράνε με το ντουφέκι, όταν καταλάβανε ότι ήταν επάνω ανθρώποι.

Ήμασταν με την Τζανέταινα του Βασίλη κι είχε και τα τρία της παιδιά μαζί εκείνη. «Μη μιλάς, μη μιλάς»! «Να μη μιλάω, αφού μας είδανε»!, είπε η μάνα μου. Κι η μάνα μου τους φώναξε: «Μη βαραίνετε! Γυναίκες είμαστε με μικρά παιδία!» Ανεβήκανε πλέον επάνω και τους κατεβάσανε κάτω στο Λαγγάδι. Και τι δεν έγινε! Του Δικαίου του ρίξανε την πρώτη. Ξυλιές κα βρισιές άρχισαν. Της Τζανέταινας της είπανε: «Εσύ που ήσουν; Που είναι ο άντρας σου;» «Είναι στην Αθήνα», είπε εκείνη. Και τι ήθελες στο βουνό, εσύ, γριά πουτάνα;» Τη μάνα μου, επειδή βάσταγε το παιδί, δεν τη βαρέσανε. Ήτανε εκείνος από τη Μηλιά, ο Φουρνάρος ο καλός. «Εσάς δεν σας πειράζουμε», έλεγε. Τους έδινε θάρρος. Ο άλλος όμως! Αν τον άκουγε, δεν θα βγαίνανε ζωντανοί από εκεί κάτω. Ο Φουρνάρος μάλιστα είπε: «Αν ήμουν εγώ στη Γλουμπίνιτσα, δεν θα τον άφηνα να σκοτώσει». Μάλιστα, μόλις είδε τους σκοτωμένους στη Γλουμμπίνιτσα, που ήταν επάνω, έβγαλε το ντουφέκι, για να τον σκοτώσει το Π., μόλις είδε αυτό το κακό. Μετά που πιάσανε τη μάνα μου πήγαμε να κρεμασατούμε μπας κι ακούγαμε τίποτα. Αλλά ήταν νύχτα, κρεμαστήκαμε, αλλά δε ακούσαμε τίποτα. Φαίνεται ότι τους πιάσαμε, όπως καταλάβαμε, κι έπρεπε να ξαναπάμε στο βουνό. Με πάει πάλι στο βουνό. Και ξενυχτάμε μες του Σωτήρα την εκκλησία επάνω στο γυναικωνίτη βαθιά.

Μια μέρα όμως πριν πάμε στην εκκλησία, είχαμε πάει σε μια τρούπα στα Ζάσταβα. Ήταν επάνω από το δρόμο μια χαραμάδα. Μπήκαμε μέσα και δεν φαινόταν από το δρόμο. Χωράγανε δυο ανθρώποι. Χώραγε εκείνος κι εγώ. Πώς ξελημέρισα ένα παιδί 12 χρονών εκεί πέρα τότε χωρίς ψωμί, χωρίς νερό και να περνούν οι χίτες από κάτω; Και να φωνάζουν τον πατέρα μου: «Παντελή, Παντελή». Τον Γυρεύανε. Είχαν πει στη μάνα μου εκεί κάτω: «Που πήγε ο άντρας σου». Κι εκείνη είπε ότι δεν ήξερε. Ψάχνανε για να τον σκοτώσουν. Της είπε ο καλός: «Πες που είναι. Θα βρω εγώ τρόπο». Αλλά ήξερε εκείνη ακριβώς που είναι; Δεν μαρτύραγε άλλωστε. Μετά που ξελημερίσαμε περάσαμε την Ντράβαλι και είχαμε κρύψει σε μια γαϊδούρα λουκάνικα. Εγώ πείναγα. Μου έβγαλε δυο πλευρά και ξύδι χωρίς ψωμί. Τα έφαγα από την πείνα μου χωρίς ψωμί. Μετά που νύχτωσε και πήγαμε μέσα στην εκκλησία και μου είπε ο πατέρας μου ότι θα πάμε πάλι στο βουνό. Ήξερα εγώ τι θα του κάνανε οι άλλοι στο βουνό, που τον σκοτώσανε; Κι εκεί ήταν η κουβέντα του, ότι δεν μπορεί να ήταν μόνο οι χίτες λοβοί. Ήταν κι οι άλλοι μασκαράδες! Μόλις βγήκαμε και μου είχε δώσει το λουκάνικο, δεν θα ξεχάσω τη δίψα, που είχα. Να φάω λουκάνικο χωρίς νερό και χωρίς ψωμί. Μόλις βγήκαμε από την εκκλησία, πέθαινα. «Πεθαίνω από τη δίψα», του έλεγα. Από πού να πιω; Από πουθενά!

Κάναμε επάνω, για να πάμε στο βουνό και θυμάμαι που ήπια ένα βρωμοντένεκο επάνω στου Φώτη του Ζερβέα την κιστέρνα. Και τι δεν θα ήτανε μέσα! Και σκουλήκια θα ήτανε και ό, τι θες! Και λίγο φεγγάρι να είναι κάτι έβλεπες, αλλά ήταν τελείως νύχτα τότε και δεν μπορούσα να δω τι ήταν μέσα στον ντενεκέ. Μετά πάμε επάνω, επάνω, επάνω, πώς περπατούσαμε! Πηγαίναμε από πάνω από τα Λαμπρινέϊκα από το πλάγιο. Ανεβήκαμε να πάμε στα λαχηδάκια. Ζούγκλα, νύχτα! Και ψιχάλιζε κιόλας. Πώς βγήκα εγώ 12 χρονώ παιδί! Βρεγμένη, με όλα τα κακά.

Μόλις αγναντέψαμε από εκεί στην άλλη μερία, πήγε ο πατέρας μου σε μια περιοχή κι ήταν μές άχυρα από τα αλώνια. Και κούρνιασα εγώ εκεί. Εκείνος πήγε και μάζεψε κάτι χάχαλα από όξω και τα έκαμε ξύλα.Και άναψε φωτία. Ε, αποκοιμήθηκα εγώ. Και δεν τα θυμάμαι τα άλλα. Μόλις ξημέρωσε πάμε στη Γλουμπίνιτσα. Μόλις νύχτωσε, έρχονται οι αντάρτες και του λένε «έλα εδώ να σου πούμε». Που ήξερα εγώ ότι θα τον πάρουν να τον σκοτώσουν. Να ιδείς όμως τι κακοί άνθρωποι ήταν αυτοί.

Ο … - το’ χω πει ότι ξέρω ποιος τον σκότωσε τον πατέρα μου χωρίς να φταίει. Εγώ ήμουν κοντά του. Όχι δεν πρόδωσε στους χίτες, που τον ενοχοποίησε αυτός, αλλά στο Σωτήρα δεν μίλαγε, για να μην τον πιάσουν οι χίτες . Άμα είχε προδώσει ο πατέρας μου, θα έτρεμε, όταν κρυβόμασταν από τους χίτες; Δεν θα τον ήβλεπα εγώ, αφού ήμουν μαζί με δαύτον και δεν χώρισα; Εκεί που του φωνάζανε, δεν θα πήγαινε μαζί τους; Μέσα στην τρούπα εμείς τρέμαμε. Λούφα και τρομάρα, ώσπου να νυχτώσει! Αλλά αυτός, να σου πω, τον σκότωσε, έτσι επειδή ήταν τέτοιος…. Γιατί μου το είπε ο πατέρας μου: «Να μην έχετε παράπονο σε κανέναν, θα με σκοτώσει ο …..άδικα»! Εγώ τα άκουγα, έκλαιγα και δεν ήξερα να απαντήσω, γιατί δεν ήξερα να κρίνω. «Εγώ εκείνο που πιστεύω, η Δημοκρατία, θα έρθει μια μέρα», μου είπε.

Όταν σκοτώσανε τους Χωροφυλάκους στη Χώρα, ο πατέρας μου με το Βαγγέλη τον Κοντανίνο ήταν κρυμμένοι στη Ντάτοβα σακάτω. Και περάσανε δυο Χωροφυλάκοι και τους είπανε: «Ρε παιδιά, γίνεται ο χαμός εκεί πάνω. Κατεβήκανε δυο αντάρτες και μας βαρέσανε- ένας Χαλαζινός Κώστας θυμάμαι λεγόταν-και ρωτήσανε που να βγούνε κατά κάτω, κατά την Καρδαμύλη. Και τους είπε ο πατέρας μου να πάνε παρακάτω προς το Μοναστήρι. Κι αυτός, ο…, είπε της θειάς μου μετά της Σταυρούλας- κι αυτή δεν το είχε πει στον πατέρα μου, γιατί αν το είχε πει, ο πατέρας μου δεν θα πήγαινε στο βουνό- αυτό. Κι αυτή, γιατί είμαστε συγγενείς, του είπε ότι πικράθηκε που σκοτώθηκε ο Σωτήρης και του είπε τι πράγματα ρε … είναι αυτά; «Να κάνετε πολέμους και να σκοτωνόσαστε;», του είπε η θειά μου, που ήταν καλή. «Ας είναι καλά ο αδελφάκος σου, που τους φονιάδες του Σωτήρη τους έβγαλε στο Μοναστήρι», της απάντησε ο ….

Αυτό του το κράτησε και ήβρε ευκαιρία και τον σκότωσε! Οι αντάρτες δεν θέλανε να τον σκοτώσουνε τον πατέρα μου την άλλη μέρα. Μόνο αυτός ήθελε. Ήρθανε και με ανακρίνανε. Ήτανε τρεις. Και μου είπανε πως πιάνανε τη μάνα μου. Ένας ήταν Τζουμάκος, κοκκινομάλης, και άλλους δυο, που δεν τους θυμάμαι. Στέκονταν οι τρεις έτσι και με ρωτούσανε. Και τους είπα εγώ ό, τι είδα, όπως είδα, και ό, τι άκουσα. Δεν ήξερα εγώ καλά να πω ή να κρύψω κάτι, αν ήταν. Άσε που δεν είδα τίποτα να προδώσει ο πατέρας μου, αφού ήμουν κοντά του. Αλλά δεν είχα και πονηριά. Δεν ήξερα γιατί με ρωτάγανε. Είπα ό, τι είδα κι ό, τι άκουσα. Οι αντάρτες είπαν ότι το παιδί δεν κάνει βάρος, για να τον σκοτώσουμε, ότι πρόδωσε. Του είπαν ότι πήρε τη μάνα μου εκεί κάτω και την παράδωσε και πήρε το βουνό, για να έρθει εδώ. Κανείς δεν ήξερε που κρυβόταν, για να μην προδώσει τίποτα η μάνα μου. Την ενοχοποίησε αυτός, για να τον σκοτώσει, γιατί ήταν κακός άνθρωπος…..

Κατεβήκαμε στο Μοναστήρι εμείς, γιατί φώναζε ο Παντελής που δεν μπρούσαμε να κρυφτούμε. Δεν την κατέβασε ο πατέρας μου, αλλά έτυχε να κατεβούνε οι χίτες εκείνη την ημέρα και την πιάσανε. Θα πάει να τη σκοτώσει εκείνος; Αργότερα σε συζητήσεις μαζί μου μου αποδίδαν το φταίξιμο στις προπαγάνδες της Αγγλίας, που μας το κάμανε αυτό…..Μου έλεγε ο Χριστόφορος, όταν του τα έλεγα «να σου πω τι να έχω πάθει εγώ»! Έμεινε από την οικογένειά του εκείνος κι εμένα, μου σκοτώσανε τον πατέρα! Να τα ρέστα! Μου είπε: «Πήγα και είδα ότι τη μάνα μου και της είχανε φάει οι κοράκοι τα μάτια»! Σκοτωμένη ήταν μετά από πόσες ημέρες. «Πώς την είδα εγώ τη μάνα μου», μου είπε. «Και μετά πώς να τη θάψω! Ούτε ξινάρι είχα, ούτε τίποτα. Έβγαλα μια μπλούζα κι έσκαψα στο χώμα, έσκαψα, που ήταν μαλακό, και πήγα και την έχωσα. Έχω πάθει κι εγώ!» Αυτά μου είπε. «Ξέρω τι έχεις πάθει. Σάμπως είπα εγώ ότι έτσι θα την έβγανες»; Έτσι του είπα. Μου είπε μάλιστα: «Από την πείνα μας φάγαμε τις χελώνες. Ήβραμε χελώνες και τις βάλαμε και τις φάγαμε! Βρήκαμε κάτι ντενεκάκια και τις βράσαμε μέσα στον Ταϋγετο».

Γι’ αυτόν ήταν κάποιος καλός αξιωματικός και του είπε ότι η οικογένειά του ξεκλήρισε όλη κι έμεινε μόνο εκείνος και είχαν δώσει αμνηστία τότες. Είχε πάει από το στρατό, που ήταν να τους ιδεί και μετά δεν μπορούσε να ξαναπάει. Τη θυμάμαι που είχε έρθει από το στρατό. Είπαν «ήρθε κι ο Χριστόφορος από το στρατό». Και μετά πώς να ξαναπάει; Κι έφυγε και πήγε στο βουνό και έτυχε να γλιτώσει.

Τότες που πήγαμε εμείς στη Γλουμπίνιτσα, που πήραν τον πατέρα μου και μου τα είπε όλα αυτά, εγώ έκλαιγα. Που να πάω; Θυμάμαι πόσο έκλαιγα, που είπαν ότι θα με σκοτώσουνε! Κι εκείνος με βάσταγε αγκαλιά όλη ημέρα και τον φυλάγανε. Και μου έλεγε: « Θα με σκοτώσει άδικα ο…...». Και του μίλησε κι ο αντάρτης από την μπάντα: «Μην της λες της κοπελίτσας αυτά, γιατί αυτή θα πεθάνει από την κλάψα!». Χωρίς να ξέρω που είμαι, χωρίς να ξέρω που είναι η μάνα μου… Κι αφού βράδιασε πλέον του λέω: «Μι εγώ που να πάω». Μου είπε: «Φεύγε». Για να τον πάρουν μακριά να τον σκοτώσουν. Και ξέρεις πόσο μακριά τον πήγαν από το πλάτωμα; Συλλογιζόμουν όλη μου την ζωή: «Τώρα να ξέρεις πως σε πάνε να σε σκοτώσουνε και να σε πηγαίνουνε κλωτσηδόν, πώς θα αισθάνεσαι δεν το ξέρει κανείς». Πώς περπάταγε σε τόση δα απόσταση; Φαρμακώθηκα. Η καρδιά μου φαρμακώθηκε. Έκλαιγα όλη ημέρα και μετά και το βράδυ. Και κάτω που μου είπε να πάω στις Δικαιϊτσες. Ήταν φερμένος κι ο Πότης από το αντάρτικο. Τότες τους είχανε κυνηγήσει και ήρθε κι εκείνος. Κι αφού έκλαιγα πολύ, για να μου δώσει κάποια επλίδα, μου λέει: «Μην κλαίς! Για αν τους βαστά να τον σκοτώσουνε!». Α! τον καημένο! Ο Πότης! «Θα του το πάρω εγώ το αίμα του», μου λέει. Το πίστευα κι εγώ σαν παιδί, που ήμουν. Είχα κάποιες ελπίδες. Μόλις περάσανε όμως δυο ημέρες, εκεί που τους είχανε ρίξει μετά σκοτωμένους, είχανε τότε τη φωτιά! Σηκωθήκανε κάποια ώρα αργά και μου λέει η Σοφία, που έκανε τον αρχηγό: «Τώρα σήκω να φύγεις, γιατί εμείς δεν σε θέλουμε κοντά μας». «Που να πάω;» Να δούνε ένα παιδί στο βουνό, σε ερημιά και δυστυχία, νύχτα! Και να μου λέει να φύγω; «Εγώ δεν φεύγω, γιατί σκιάζομαι», της είπα. «Επάνω στις σπηλιές», μου λέει, «είναι κι άλλοι ανθρώποι. Πήγαινε εκεί πάνω, ώσπου να ξημερώσει, και μετά πήγαινε με τη μάνα σου». Ψέματα! Εγώ την πίστευα, γιατί δεν ήξερα να κρίνω. 12 χρονώ ήμουνα. Δεν ήτανε ο κόσμος όπως τώρα, που τα παιδιά ξέρουν τα πάντα. Τότε εμάς ό, τι μας λέγανε, εμείς τα πιστεύαμε. Πάω εκεί πάνω με τα πράγματά μου, που είχα, για να κοιμάμαι, κανείς, ερημιά! Μόλις πήρανε τον πατέρα μου, τώρα θυμήθηκα, που έμεινα στην κάλυβα μοναχή μου, μου είπε η Σοφία: «Να έρθει κι η Αγγέλω να μείνετε μαζί»; Η Τζανετίτσα. «Ας έρθει. Παρέα θέλω κι εγώ». Κι ήρθε και μείνναμε δυο βραδιές. Δεν την ξεχνάω. Ήταν μια ωραία κοπέλα με κάτι πλεξίδες, 20-22 χρονών!

Μετά που τους είπαν να πάμε να κρυφτούμε, άρχισαν να διαλύονται, να πάμε να κρυφτούμε. Εγώ πάνω στις σπηλιές δεν ήβρα κανέναν. Γυρίζω από το φόβο μου, που κατάλαβα ότι με κοροϊδέψανε, φωνάζοντας. Με όλη μου τη δύναμη είτε τους ακούνε, είτε δεν τους ακούνε. Φώναζα και πιλάλαγα για να τους φτάσω. Αυτοί κάμανε κάτω. Άκουγα τον αντίλαλο της φωνής μου. Άκουγα τότε. Τώρα δεν ακούω. Από τότε που με βαρέσανε εκεί κάτω στων Πολυμεναίων αυτοί οι διαβολόσποροι! Αφού έτρεξα, έτρεξα, τις έφτασα στου Κούση. Είχανε τα πράγματά τους κι η Σοφία βάσταγε μια βίκα νερό, για να πιούνε. Πηγαίνανε να κρυφτούνε. Και γυρίζει πίσω. Είδα την αντηλιάδα της, επειδή ήταν νύχτα και μου λέει: «Έλα εδώ και μη φωνάζεις». Για να μην μας ακούσουν. «Κοντά μας δεν σε θέλουμε, επειδή είσαι μικρή κι άμα σε βρούνε θα μας προδώσεις». Ήταν για να ζήσω κι όχι για να τους προδώσω! Αν έμενα μαζί τους, θα με σκοτώνανε μαζί με δαύτες. Μου το είπε φαίνεται γιατί ήταν να ζήσω! «Εγώ σκιάζομαι. Πώς θα κάτσω εγώ να ξημερώσει εδώ». «Να πας και να κάτσεις ευτού χάμω σ’ένα παλιόσπιτο»- που ήταν στου Κούση- «και να περιμένεις. Για να σε πάρουμε, δεν σε παίρνουμε». Έτσι μου είπαν.

Παραδόθηκα μετά στο έλεος του Θεού. Έκατσα λοιπόν σε μια σκάλα, που ήταν σ’ ένα παλίοσπιτο, κουκουλώθηκα να μη βλέπω το σκοτάδι και φοβάμαι και περίμενα. Την ώρα που περίμενα και ήρθε από πάνω κάτι και μίλησε, έλαβα έναν φόβο, που δεν θα ξεχάσω ποτές. Πώς δεν κοβόταν η καρδιά μου, δεν ξέρω! Ήταν γερή φαίνεται!…Μόλις ξημέρωσε χαμός. Ταράχτηκε όλη η γης. Φοβήθηκα! Άνοιξα τα μάτια μου κρυφά- κρυφά και είδα από πάνω μου μια γίδα. Κι εκείνη έπνεε τα ολίσθια! Κι ήθελε να βρει παρέα κι αυτή! Ξανακουκουλώθηκα.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8938
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 12 Μάιος 2020, 18:22

συνέχεια
SpoilerShow
Μόλις ξημέρωσε πήρα το δρόμο να πάω να βρω τη μάνα μου στο Λάκκο. Πάω στο Λάκκο άκρη άκρη, για να μη με δουν οι χίτες, επειδή ήταν σαπέρα και γυρίζανε κι ό, τι γίνει. Άμα πήγαινα από το Βιρό, θα έβρισκα τον μπάρμπα μου το Λυκούργο και τη θειά μου την Αγγέλω, που ήταν κρυμμένοι εκεί κάτω. Αλλά εγώ σκιάχτηκα να πάω από το Λαγγάδι μη με βαρέσουνε πάλι. Γιατί δεν θα ξέρανε ποιος είμαι. Άμα ήμουν ένα παιδί και το ξέρανε μπορεί και να γλίτωνα. Αλλά δεν θα ξέρανε μες τη νύχτα ποιος ήταν, αν με έβρισκαν ή με άκουγαν. Πάω δρόμο- δρόμο στο λάκκο, Δεν είδα κανέναν. Βροντούσαν οι πόρτες, όπως βροντούσαν εδώ πάνω στην ερημιά. Τότε μου ήρθε η μεγαλύτερη λιποψυχία και η θλίψη. Τώρα είπα που να πάω; Πρέπει να πεθάνω. Έκλαιγα και βάραγα το κεφάλι μου. Είπα ότι τώρα πρέπει να πεθάνω εδώ. Στο κτήμα της θειάς μου της Σταθούλας, που είχα βάλει και τα σκουτιά. Βάρεσα, βάρεσα το κεφάλι μου, είδα ότι δεν πεθαίνω.. Τώρα αφού δεν πεθαίνω, είπα, πρέπει να πάω να βρω κάποιον. Πάω λοιπόν κάτω στο άλλο σπίτι της θειάς μου της Σταθούλας. Άκουσα από πάνω, στα βόρεια, τη φωνή της. Είπα λοιπόν να πάω να πάρω τα πράματά μου και να πάω να τη βρω.

Με το γύρισμα, που έκανα εκεί πάνω, ήβρα τον παπα Μήτσο, που έκοβε το σαπούνι και έκλαιγα. Μου λέει ο παπάς: « Που βρέθηκες εδώ»; Ήξερε ότι ήμουν μεινεμένη στο βουνό. Του λέω: «Σκοτώσανε τον πατέρα μου και εμένα με διώξανε.». «Τους ατίμους. Γιατί τον σκοτώσανε τον Παντελή; Τον καημένο..» «Εγώ δεν ξέρω», γιατί όντως δεν ήξερα. Ήμουν μικρή. «Έννοια σου, μην κλαίεις! Την έχουνε πιάσει τη μάνα σου και δεν την πειράξανε. Την έχουνε πάει στην Καρδαμύλη». Αυτά μου είπε. Πολλές φορές λέω «Θεός σχωρέστον, την ώρα που τον ήβρα». Μου έδωσε λίγο θάρρος, που είχα απογοητευτεί, είχα λιγοψυχήσει. Ήμουν γεμάτη ψείρες, πώς αντέξαμε. Ήμουν νηστική μέρες, ούτε ξέρω από τα πότε. Πώς περπάταγα, δεν ξέρω! Πάει κάτω κάτω στο Πετροβούνι. Τον ακολούθαγα εγώ μετά . Κι εκεί κάτω, που βρήκαμε ένα φυλάκιο, του είπαν : «Ποια είναι ευτούνη;» Όταν πέρασε επάνω πριν ο παπάς είχε πάρει άδεια. Αλλά κάτω είχε κι εμένα από πίσω πλέον. Κι ο παπάς τους είπε ότι έρχομαι από το βουνό και σκοτώσανε τον πατέρα μου και με διώξανε. Εκείνοι του είπανε ότι λέω ψέματα. Κι ότι τα λέω, για να μην πειράξουν τη μάνα μου. Εγώ τους είπα ότι έτσι μου είπανε και δεν ξέρω τίποτα άλλο. Κι έκλαιγα.

Μετά που με πήγανε στην Καρδαμύλη, κάτω, με ήβρε η μάνα κι έκλαιγε, που τις το είπα. Της είπα ότι σκοτώσανε τον πατέρα μου κι έκλαιγε κι είπε ότι όταν του μίλαγε, δεν άκουγε. «Την ώρα εκείνη, θα τα ήβρε τα λόγια μου! Ήταν αργά». Αυτά είπε η μάνα μου. Του έλεγε: «κάτσε φρόνιμα. Με τρία παιδιά, που να πάεις;» Δεν έλεγε και ψέματα. Δεν του τα είπα όμως εγώ αυτά αυτού. Όταν μας πολεμούσανε μια φορά κι είχε τον Παντελή κι έκλαιγε και της είπε «πνίξε το γιατί θα μας το σκοτώσουν άδικα». Κι η μάνα μου είχε απαντήσει, φανταστείτε τη στενοχώρια της, «άμα θέλεις πνίξε το εσύ. Εγώ δεν μπορώ να το πνίξω». Μάλιστα της είπαν να το βουλώσει το στόμα. Κι εκείνο δεν το βούλωνε, ήταν μικρό πολύ...

Περάσαμε μεγάλες περιπέτειες. Αυτοί αρχίσανε και σκορπίσανε, αφού τους σκοτώσανε αυτούς εδώ πάνω. Μετά την Καρδαμύλη αρχίσαμε να ερχόμασταν στα σπίτια μας. Ήρθαμε στα σπίτια μας. Την ημέρα που τους πιάσανε στο μοναστήρι, τους φέρανε στο Πετροβούνι. Εκεί, είπε η μάνα μου μετά, που ήταν οι αρχηγοί. Ο Βουνισέας…Και ήτανε στο Πετροβούνι ο παππούς μου με τη θειά μου, όταν τους είχαν εκτοπίσει από το λάκκο. Τον παππού μου και τη γιαγιά μου τους είχε κοντά η θεία μου η Σταθούλα. Μόλις τους είδε στην πλατεία, που τους φέρανε, τη μάνα μου με τον Παντελή, ο παππούς μου έκλαιγε, μόλις μας είδε όλους. Έκλαιγε κι έφυγε. Χωρίς να πει ότι είναι παιδιά του! Δεν μίλησε, γιατί τον είχαν βαρέσει νωρίτερα, που είχε μείνει κουφός. Αλλά μετά που γίνηκε το κακό, κατάλαβε. Η μάνα μου τον ελυπήθη, πώς ήταν μόλις μας είδε. Μόλις μας είδε, έκλαιγε κι έφυγε! Μετά που μας αφήσανε αυτοί, ήρθαμε επάνω. Κι ήρθαν κι άλλοι, οι διαβόλοι, για μένα. Τι μου κάμανε αυτοί! Τι μου κάμανε! Αυτό να μην το συλλογίζομαι. Ήταν κι άλλοι πολλοί ρουφιάνοι, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τότε να τους πω κάτι. Δεν ήταν εκείνος μοναχός του. Ήταν ο Σωτήρης ο Βαντέας, την πρώτη φορά που με βάρεσε αυτός, γιατί δεν τον μελετάμε αυτόν, την πρώτη φορά που με βάρεσε με τη μαγκούρα και κόντεψε να με κοντοσταβλίασει στη σκάλα. Είχε έρθει ο Αριστειδης απέναντι, αυτός ο φοβερός κι ο Σωτήρης ο Βαντέας στεκότανε. Κι εκείνος με βάραγε. Είχανε βρει κάποιο δόκανο, δεν ξέρω κι εγώ τι είχαν βρει, και του είχαν πει αυτού ότι το είχε κλέψει ο πατέρας μου, δηλαδή για να σκοτώσει εμένα. Που να ήξερα εγώ πιος το είχε αυτό; Εκείνοι κρύβονταν εκεί κάτω και βρήκανε χειροβομβίδες, που πιλαλούσανε να κρυφτούνε από τους Χωροφύλακες, που ήταν εκεί κάτω. Που να ήξερα εγώ πιος άφηνε αυτά τα πράγματα; «Τι να είναι αυτό», μου είπε εκείνος. «Ξέρω εγώ, εγώ δεν ξέρω τίποτα», του είπα. Εγώ δεν ήξερα που είμαι. Με βάρεσε για να με σκοτώσει. Φώναξε η μάνα μου από επάνω «σήκω, έλα μέσα». Λάκησα εγώ, συνήλθα από το σοκ. Πιλάλησα και μπήκα μέσα. Μπήκα μέσα! Αλλά τι θα γινότανε; Αν δεν ήταν η γιαγιά μου, θα τη σκότωνε έτσι τη μάνα μου. Αλλά τον περίλαβε η γιαγιά μου, ήτανε ψηλότερη από δαύτονε και τον τσάκωσε. Και τον έπιασε με το ψυχικό. Του είπε για ψυχικό: «μην την βαρέσεις, μην την σκοτώσεις για ψυχικό». Τι τρεμούλα! Τι ταραχή. Να βαράει μόνο εμένανε και μετά να πολεμάει να σκοτώσει και τη μάνα μου, να είμαστε παιδιά τότε! Τον κάλμαρε, «μην την σκοτώσεις, μην τη σκοτώσεις τι θα κάνουν τα παιδιά του;» κι έπεσε και γλίτωσε η μάνα μου.

Μετά από λίγες ημέρες μου είπαν «έλα εδώ πέρα, που θέλουνε να σε ανακρίνουνε». Θυμάμαι και που ήμουνα. Ήμουνα στη Χορεύτρα, στις φραγκοσυκιές. Έκοβα από πάνω χορτάρι. Ήρθαν από κάτου. Ήταν ένας ξένος κι ο Ταντίνας. Μου είπαν: «έλα εδώ». Μόλις μου είπαν έτσι με έπιασε εμένα θερισμός στην ψυχή μου. «Τώρα που με πάνε», σκιάχτηκα. Με πάνε εκεί πέρα στου Πολυμενέα, που ήτανε ένα σωρό διαβόλοι, τους πουλούσανε ντορβά, για να φάνε όλοι οι πειναλέοι σα πέρα και γι’ αυτό ερχόντανε και κάνανε αυτά τα πράγματα. Και μου λένε: «έλα εδώ να μας πεις που έχει ο πατέρας σου αποθήκες». «Τι αποθήκες να έχει ο πατέρας μου;». Σάμπως είχε; Ένα παιδί είχε, τι να πάρει; Τα πράγματά τους τα είχαν κουβαλήσει, βροντούσαν οι πόρτες. Ήταν σαν τα κατσούλια, που πεινάγανε κι ένα τους με είχε δαγκάσει από την πείνα του. :klino:

Και τους λέω: «Εγώ δεν ξέρω. Τίποτα δεν ξέρω.» «Δεν ξέρεις; Ελά εδώ». Μου ρίξανε από εδώ, μου ρίξανε από εκεί, μου κάνανε το κεφάλι κούκλα κι εκεί είδα φωτίες. Όπως λένε «με βαρέσανε κι είδα φωτίες». Έτσι τις είδα κι εγώ. Πώς φανήκανε οι φωτίες; Πρώτη φορά.. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Αφού είδαν ότι δεν μιλάω, και δεν ήξερα να πω, μου είπαν: «Έλα τώρα να δεις που θα σου κόψουμε το κεφάλι». Μου πιάνουν το κεφάλι μου από εδώ και μου ακουμπήσανε τη μαχαίρα πάνου πάνου . Αλλά και να μου το κόβανε το κεφάλι, εκείνη την ώρα, δεν αισθανόμουν τίποτα από το φόβο μου εκείνη την ώρα! Χειρότερα δεν ήταν άλλα.

Και πριν να πάμε στο βουνό θυμάμαι και τούτη την περιπέτεια. Εκείνη την ημέρα που βαρέσανε τον παππού μου και σκοτώσανε την κυρά Αναστάσαινα και το Μήτσο, το Σταυριανό, όλους. Θυμάμαι που μας πήρανε ο Καμαρινέας και ο άλλος για να σκοτώσουνε τη μάνα μου. Και τι έφταιγε η μάνα μου; Του έλεγε, όπως είπα: «μην πάς στο βουνό με τρία παιδιά». Του έλεγε για τον ……ότι «αυτός έχει μόνο την κωλαρίνα του κι είναι μοναχός του, εσύ που πας;». Φαντάσου τη στεναχώρια της. Που να πάει με ένα παιδί και να μην μπορεί όυτε να κρυφτεί! Φαντάσου τι πέρασε. Μεγάλες περιπέτειες και στεναχώριες! Πώς άντεξε! Εκείνη την ημέρα τους καθαρίσανε όλους από το Πετροβούνι. Αρχίζανε να καθαρίζουνε. Οι ρουφιάνοι τους γράφανε για το ποιους θα αφήσουνε. Στου Πολυμενέα θυμάμαι, που ήμουνα πλέον παιδί, μες τον κόσμο τι να είπανε οι άλλοι οι μεγάλοι. Ήτανε επάνω στην ταράτσα κάποιοι διαβόλοι και βαραίνουνε τον γέρο Μπατσέα με ένα τούβλο, που ήταν κιόλας και καραφλός .. Ωωω, άμα θυμάμαι το γέρο! Ένας γέρος άνθρωπος. Το κεφάλι του μαδημένο το βρήκανε.! Ευτυχώς έπιασε με το χέρι του το τούβλο, που του ρίξανε.

Και μετά στεκότανε δίπλα μου η Παυλέισσα με το Φάνη 6 μηνών. Και είπα κάποιος μεγάλος: «Που την πάνε τούτη με μικρό παιδί; Τον άντρα της τον έχουνε σκοτώσει». Δεν το ήξερε εκείνη ότι τον άντρα της τον είχαν σκοτώσει. Οι μεγάλοι το κρύβανε. Όλα αυτά τα άκουγα εγώ, που ήμουνα δίπλα, ήμουν μικρό παιδί. Ε, τους γυρίσανε πλέον όσους ήσαν έτσι. Κι αυτή. Τη μάνα μου και το γέρο Μπατσέα τους τραβήξανε στο βουνό. Τι να ήθελε ο γέρος; Ένα παιδί είχε, να πάει αυτό στο βουνό να σκοτωθεί; Δεν ήθελε. Αλλά εκείνοι; Να ξεθυμάνουν με το γέρο!

Μας πάνε στην Καρδαμύλη εκεί κάτω – του ‘ χανε πάρει και το ντουφέκι το κυνηγετικό, το είχανε ζαλώσει της Βουλιώς της Πατριαρχίτσας, που την είχανε πάρει και αυτή κοντά, θυμάμαι, με το μουλάρι του, το ντουφέκι του, ενώ εμένα με είχανε ζαλώσει ένα σακκούλι αμύγδαλα που τα είχανε από της γριας Αναστάσαινας κλέψει- νηστικοί. Και μόλις βράδιασε μας είπαν «τραβάτε πέρα». Κι είχα κι ένα γουρουνάκι. Κι ακολουθούσαν όλα. Τη Βουλιώ ένας Κουκής από τον Κάμπο όλη την ημέρα την τράβαγε από τα μαλλιά. Μήπως καταλάβαινα τι διάβολο κάνουνε; Ήμουνα μικρή. Τον γέρο Μπατσέα και τη μάνα μου πήγαιναν να τους σκοτώσουν κι εγώ από πίσω! Σκοτώσανε τη γυναίκα! Τη γριά Αναστάσαινα, με τις πέτρες, του Σταύρου του Ζερβέα τη μάνα. Είχανε πάρει και τα προβατάκια και τα αρνάκια που είχε και το γουρουνάκι της της γριάς Στάθαινας να τα φάνε. Εκείνη την ημέρα σκοτώσανε 10. 7 στην Καρδαμύλη και 3 εδώ πάνω.

Εκείνη την ημέρα μάλλον, αν θυμάμαι καλά, ήταν που τα κάψανε των Ζερβαίων. Βάλανε φωτία, μαυρίλα, καπνός…Δεν με παίρνανε αυτοί εμένα, άμα ήθελα να φύγω, αλλά δεν έφευγα από τη μάνα μου ποτέ. Νόμιζα ότι άμα δεν την έβλεπα, θα τη σκοτώσουν! Και τότε πλέον τι να γινόμουν εγώ; Η Σωτηρούλα, που ήταν μικρότερη από εμένα, δεν είχε αυτό που είχα εγώ. Είχε τον εαυτό της. Μόλις άκουσε κάτι τέτοια, γινότανε καπνός από το σπίτι. Και πήγαινε στα σπίτια, που ήταν δεξιοί. Εγω δεν έφευγα ποτές από τη μάνα μου. Από πίσω.

Μόλις φτάσαμε πιο πέρα στο γιοφύρι, εστάθην ο Παναγιώταρος και κοίταζε φανερά τον Καμαρινέα! Γιατί διαλέξανε όσους διαλέξανε. Τη μάνα μου και το γερο Μπατσέα τους πήρανε να τους σκοτώσουνε. Δεν τον είχα ξαναδει από κοντά! Και ήτανε ευτυχώς της Βαγγέλαινας η κουβέντα και γλίτωσε η μάνα μου. Της λέει: «Είναι ο Παντελής στο βουνό;» Το είπε της Βαγγελιώς. Γνωριζότανε με την Ευαγγελία, ήτανε συμπεθέροι. Από την κουνιάδα της. «Δεν είναι. Εγώ τον άκουσα. Άει Βούλα να βοσκήσεις τις γίδες, να φάει το παιδί γάλα». Δεν είχε πάει κανείς στο βουνό. Ο Παναγιώταρος είπε ότι τη Βούλα θα την προστάτευε ο ίδιος και να γυρίσει η μάνα μου. Δεν ήταν ικανός ο πατέρας μου τότες να πολεμήσει; Ήτανε ικανός για τον εαυτό του και για το σπίτι του. Εστάθην ο Καμαρινέας και ο Παναγιώταρος, που ήταν μαζί, και λέει: «Γυρίστε πίσω». Είπε στη Βαγγέλαινα: «Θα στη φέρουμε εμείς τη Βούλα σου». Είχανε τότες τα κλεψιμέϊκα εκεί πάνου. «Θα στη φτιάξουμε εμείς να μην έρθει στον κάμπο. Γυρίσαμε επάνω». Γυρίσαμε πίσω η μάνα μου, εγώ και η Βαγγέλαινα. Μόλις φτάξαμε στον Άη Σπυρίδωνα, που πάει ο δρόμος κατά τα Γούρνιτσα, είδαμε τη Φιλάνθη του Αλεπούδαινα και είπε στους μεγάλους- εγώ τα άκουγα: «Σας αφήσανε; Κάματε το σταυρό σας και φεύγετε. Εφτά σκοτώσανε μπροστά στην εκκλησία», είπε. «Σήμερα εγίνηκε ο χαμός!», είπε η Αναστάσαινα. Προσκυνήσανε οι μεγάλοι και πηγαίναμε επάνω. Ξυπόλητη εγώ, νηστικοί όλοι μας.. Μόλις ήρθαμε εδώ πάνω, ήβραμε τον παππού μου ξαπλωμένον. Τα μούτρα του πληγέεες! Και του λέω: «Παππού, σε βαρέσανε;» «Να τους πάρει ο τριόβολος!», μου λέει. Τον είχανε βαρέσει οι χίτες, την ημέρα που σκοτώσανε τον Παλιατσέα.

Ο παππούς μου ήταν ένα γεροντάκι αδύνατο με ένα μουσάκι. Οι πληγές, που είδα στα μούτρα του, δεν ξεχνιούνται. Αλλά η προκαδούρα στο στήθος του, ούτε κι αυτή ξαχνιέται. Μελανές οι πρόκες, είχανε μείνει επάνω του. Εκείνος ο γέρος δεν είπε τίποτα. Με πόσες πρόκες θα τον βαρέσανε; Γιατί ήταν χαζός. Δεν θα άκουγε, που ήξερε ότι γίνεται τέτοιος πανικός. Στο Εξωχώρι δεν ήξερε εκείνος ότι είναι τέτοιοι διαβόλοι και κλέβουνε. Που να το ξέρει; Στον Αγιο Νικόλα, που ήρθε, απάντησε τον Παναγιώταρο και του είπε «καλώς το συμπέθερο». Άμα του έλεγε «καλώς τον καπετάνιο» δεν θα τον εβάραγε. Εκείνος ούτε χέρι δεν του έδωσε-ήταν καπετάνιος μεγάλος τότες- και του είπε «που είναι ο Παντελής;» «Εγώ δεν ξέρω», του είπε ο γέρος και όντως δεν ήξερε. Δεν του έδινε του γέρου αναφορά. «Να ξεράσεις», του απάντησε εκείνος. Αυτό το άκουσε ο γέρος, επειδή το είπε δυνατά, και εκείνος προσεβλήθη. Ο ένας προσεβλήθη για το «καπετάνιος» κι ο άλλος για το «να ξεράσεις και να ξερομαγγανιάσεις»! Ήταν 90 χρονών τότε και παραπάνω. Τότε ο γέρος του είπε: «Να ξεράσεις εσύ!». Με αυτά τα λόγια εκείνος να! Πάρε και τούτη, πάρε και την άλλη. Τον έριξε κάτω ανάσκελα και μετά πάτησε και πάνω στο στήθος του. 90 χρονών! Τι να έλεγε το μυαλό του, τρομάρα του!

Έπρεπε να του τα πω αυτά μετά εκείνου εγώ. Όταν μου είπε ότι πονούσαν τα χέρια του, που τον βάραγε ο Χωροφύλακας στο βουνό, να του πω κι εγώ «κι εσύ που βάραγες έναν γέρο άνθρωπο»; Ο Χωροφύλακας στο βουνό του είπε: «Παναγιώταρε, εδώ πληρώνονται όλα με τα καλά που έχεις κάνει με τα χέρια σου». Τα κακά τα έκανε και που το είπε.

Τι να πρωτοπώ; Αυτός πολύ μετά πέθανε από λευχαιμία. Τα παιδιά, που σκότωσε στη Βαϊδενίτσα, που μου το έχει πει η θειά μου 100 φορές και ράγιζε η καρδιά μου- σκότωνε δυο παιδιά, που το άκουσα από τους μεγάλους, και κλαίω ακόμα.. Το ένα παιδί ήταν από τους Γοράνους. Δεν ξέρω το όνομά του. Το άκουσα από την Ποτούλα, που ερχότανε από το βουνό και από την Αργύρω, που τα είδε χωσμένα με πέτρε και λαχανιάζανε. Και της είπα της θειάς μου: «Μη μου το λες. Σταμάτησε!». Αλλά άκουσα και τη Φωτούλα, που ερχότανε μαζί. Τα είχανε πάρει και το ένα πήγαινε στο σχολείο, στο Γυμνάσιο. Το ένα ήταν λεπτεπίλεπτο. Το είχανε βουτήξει ξυπόλητο από το κρεβάτι. Και περπάταγε, έλεγε η Φωτούλα, που κατεβαίανε μαζί από το βουνό, επάνω στις πέτρες, που του κόβανε τα χαλίκια. Κι επειδή της μίλαγε, έλεγε, ο Παναγιώταρος και κουβέντιαζε με θάρρος, επειδή εκείνη ήταν δικιά, και την έλεγε Κώσταινα, δεν την πείραζε, ερχόταν το παιδί κοντά της, για να του κάνει, μήπως μίλαγε αυτή σε αυτόν. «Μπορούσα εγώ να μιλήσω»; έλεγε η Φωτούλα.

Μόλις έφτασαν στη Βαϊδενίτσα, το περιλάβανε με τις πέτρες και το κάνανε να! Ερχότανε η θειά μου η Αργύρω από επάνω μετά και τα πιάνουνε τα παιδιά και τα σκοτώνουνε με τις πέτρες. Της έλεγα να μη μου το λέει γιατί δεν αντέχεται πια! Έρχονταν με τον Τάκη από επάνω και τα ήβρανε που λαχανιάζανε! Όπως τον Άγιο Στέφανο, έτσι τα είχανε κι εκείνα! Και τους μιλούσανε: «Τι πάθατε ρε παιδιά, τι πάθατε;» Δεν καταλαβαίνανε ότι τα σκοτώσανε με τις πέτρες; Ήτανε πράγματα αυτά να τα ακούσεις, να ραγίζεται η καρδιά σου. Μια φορά, που μας πήρανε εμάς πριν να φύγουμε και μας πάρουν στο βουνό, ήρθανε κάτι διαβόλοι μέσα στο σπίτι και βαράγανε με έναν βούρδουλα και πριν να μπούνε μέσα στο σπίτι και τα κάνουν αυτά, μου είπε, για τα άλλα. Ήταν μικρά: «Εγώ θα φύγω. Εσείς είστε μικρά και μπορεί να σας βαρέσουν. Εμένα άμα με βρουν θα με σκοτώσουν και τη μάνα μου ». Πριν να πάμε στο βουνό εγώ ήμουν 11 χρονών. Έρχονται μέσα και κάνανε σαν διαβόλοι! Σπάγανε ό,τι βρίσκανε και θυμάμαι που περνούσανε και παίρνανε όλους τους γέρους και τους πήγανε στην Υπαπαντή. Θα ήτανε 500, παραπάαανω! Γιομάτη η πλατεία. Και στη μέση καθότανε ο Βουνισέας με ένα πολυβόλο. Να μας διαλύσει όλους ήτανε!

Η μάνα μου πήγε και κρύφτηκε. Ήρθανε και μου λένε εμένα: «Μπρος, πάρτα τα». Ζαλώνω τον Παντελή, ήταν μικρό πολύ, μικρή κι εγώ. Η άλλη ακολούθαγε από πίσω. Δεν είχε προλάβει να κρυφτεί. Ήταν κι αυτή μικρή. Κοιμότανε. Μας πάνε στην Υπαπαντή. Περνάμε εμείς από την εκκλησία, που ήταν η μάνα μου κρυμμένη μέσα και μας είδε κι είπε απ’ ό, τι μας είπε μετά: «Εγώ τι κρύφτηκα τότες; Άμα τα σκοτώσουνε αυτά, εγώ τι θα πάω να κάνω»; Μας πάνε εκεί πέρα στο Βουνισέα κι αυτός μου λέει: «Τίνους είσαστε»; «Είμαστε του Παντελή», του είπαμε. «Άστε στο διάβολο», μας λέει. Τα πήρα πάλι εγώ τα μικρά κι ήρθα στη χώρα. Μόλις μας είδε η μάνα μου κι ερχόμαστε, χάρηκε. Δεν είχανε φτάσει τότες ως εκεί δα, να σκοτώσουν τα παιδιά. Στη Γλουμπίνιτσα, τα σκοτώσανε!

Μετά αυτό το λάθος που έκανε η μάνα μου, δεν καταλάβαινε βέβαια και δεν φταίει, ήταν αν μπορούσε να μιλήσει. Αν μπορούσα εγώ να μιλήσω σ’ αυτούς τους μεγάλους, σ’ αυτούς τους ηγέτες, τους διαβόλους της γης, άκου τι θα τους έλεγα: «Τι πάτε και κάνετε και ξανασκαλίζετε τι κακό γίνηκε και τι και τι. Δε κοιτάτε να μορφώσετε τους ανθρώπους από μικρούς στον ίσιο δρόμο, τον καλόν, και να μην αφήνετε σ’ αυτά τα σημεία, να αφήνετε να γίνονται θηρία. Γιατί αν μορφώνονταν οι ανθρώποι από μικρά παιδιά σωστά, δεν θα έκαναν σαν τα θηρία, που είναι στην ζούγκλα και τους κανίβαλλους. Αυτοί ήταν χειρότεροι από κανίβαλλοι. Να πάει ένα μικρό παιδί και να φωνάζει μη με σκοτώνεις μπάρμπα κι εκείνος να κάνει έτσι δα. Ο Χριστός είπε αφήστε τα παιδία να ρθούνε σε μένα. Δεν τους διδάσκουνε τα λόγια του Χριστού παρά τους αφήνουνε να σκοτώνουνε για να ξοδεύουνε τα ντουφέκια τους; Ποιος τους το έβαλε στο αυτί; Αλλά δεν μπορώ να τους μιλήσω και να του πω αυτά. Μια γυναίκα, που με συνάντησε, μου είπε ότι εγώ είμαι κομμουνίστρια και δεν πιστεύω σ’ αυτά. «Γιατί αν υπήρχε Θεός, τότε γιατί δεν σκοτώνει τον Μπους»; « Πόσους Μπους να σκοτώσει ο Θεός», της λέω. Εγώ όμως όσους σκοτώνουν δεν τους λέω μεγάλους, είτε αυτοί είναι αντάρτες, είτε είναι χίτες. Τους λέω διαβόλους, που βγαίνουν από του διαβόλου το κατράμι και την κόλαση. Πώς μπορείς να σκοτώσεις τον άλλον, επειδή του αρέσει εκεινού;

Ένα σωρό κανίβαλλοι και να μας κάνουν εμάς τέτοιες ταραχές; Εγώ ήμουν παιδί κι ήθελα να παίξω. Δεν ήθελα να ακούω τις φωνές της γριάς Αναστάσαινας, που τις ακούω ακόμη και την κάμανε μπουκιές. Και είδα τους κόμους της, τα κόκκαλά της σκονισμένα στο χώμα από τα γκωνάρια, που της είχαν ρίξει επάνω της. Είναι πράγματα αυτά; Ποιος τα έκανε αυτά; Πήγε το παιδί της στο βουνό, δεν τη ρώτησε. Τη ρώτησε; Η κακομοίρα ήταν γριά γυναίκα. Ήταν μια άγια γυναίκα, άγια, ήταν η μάνα του Σταύρου του Ζερβέα. Έβοσκε τα αρνάκια της. … Τι έφταιγε αυτή και της κάνανε αυτό το φρικτό θάνατο με τις πέτρες, αγκωνάρια επάνω…

Και την άλλη μέρα εγώ δεν έπρεπε να πάω. Δεν καταλάβαινα ότι θα μείνουνε πληγές αγιάτρευτες αυτά που είδα. Όλα αυτά που τα πέρναγα τότες, τα πέρναγα με φόβο, αλλά δεν σκέφτηκα και τα ψυχολογικά προβλήματα στην ζωή μου. Πήγα και είδα τα μαλλιά της χάμου και τους κόμπους της είδα να είναι χωμένοι μέσα στο χώμα, που της είχαν ρίξει επάνω της και τα μυαλά της όξω.. Μετά που μου είπε η μάνα μου πάλι να πάω να βρω του πατέρα μου τα κόκκαλα, εκεί που θα πάνε κι οι άλλες. Αν ήταν μορφωμένη αυτή, γιατί λένε τα βιβλία «μορφώσατε τα παιδιά, «που το στέλνω το παιδί; Ας πάω εγώ άμα θέλω. Αν δεν θέλω άστα κάτω». Έτσι της είπα εγώ μετά. Εγώ δεν κατάλαβα τι θα πάθω και της είπα θα πάω. Δεν κατάλαβα τα ψυχολογικά προβλήματα, που θα δημιουργηθούν μετά.

Πάμε με τις άλλες. Πήγαμε με την Καλαπάθαινα, με την Τασσώ, με την Κατίνα και την Αγγελικούλα τη Δικαιϊτσα. Κι εγώ ήμουν μικρότερη από εκείνες. Μόλις πήγαμε εκεί πάνω στη Γλουμπίνιτσα, και ήβραμε ένα δωμάτιο όλο με συντρίμμια ανθρώπων, έλα να δεις. Μπεζερίσαμε να τους ξεπετρώσουμε, για να βρούμε. Τι να βρούμε! Μαύρη μας μαυρίλα ήβραμε! Είχανε ρίξει όλα τα αγκωνάρια από επάνω, για να μην φαίνονται, και μέσα ήταν οι ανθρώποι. Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους είχα μείνει 5 μήνες μαζί. Και τους γνώρισα από τα ρούχα τους. Αλλά αυτοί είχαν γίνει συντρίμμια μέσα από τις χεοροβομβίδες, που τους ρίξανε. Πιάναμε και διαλέγαμε ό, τι διαλέγαμε και μετά είπαμε να πάμε και για τον πατέρα μου.

Μου είπανε που είναι, κι ήρθανε δυο από εκείνες και πήγαμε εκεί πάνω που τον είχανε σκοτώσει, που τον είχε σκοτώσει αυτός ο άλλος διάβολος. Ήταν το αίμα χάμου, επάνω στις πέτρες, δεν είχε φύγει. Τα μάτια μου να τρέχουν δάκρυ. Το δάκρυ που είχα χύσει τότε … Δεν είδα πώς βλέπουν ακόμα τα μάτια μου! Κάποια δύναμις μου φαίνεται ότι μου δίνει. Είχα φύγει τη νύχτα με τον πατέρα μου και μετά να δω τα κόκκαλα χάμου.. Και μετά να ζαλώσω τα κόκκαλα, για να έρθω εδώ κάτου. Μετά που μεγάλωσα και το κατάλαβα, λέω στη μάνα μου: «Δεν μου λες, τι έλεγε το μυαλό σου; Να στείλεις εμένα, ένα παιδί!» Αυτή η εικόνα ήταν η χειρότερη εικόνα της ζωής μου! Αυτή! Που πήγα και είδα στην Γλουμπίνιτσα αυτό το κακό! Να δω 5 κοπέλες πεντάμορφες, ωραίες. Η Ρεβεκκούλα ήτανε στην ομορφιά η πιο όμορφη. Την έχω προσωμοιάσει με τα μπουμπούκια. Βλέπω κάτι μπουμπούκια την άνοιξη πριν ανοίξουνε, κάτι μεγάλα τριαντάφυλλα. Ήτανε αυτή! Το χρώμα της τριανταφυλλί, το πρόσωπό της να λάμπει, κούκλα, κατσαρομάλλα! Τη σκοτώσανε! Γιατί τη σκοτώσανε; Η Στέλλα, η Αγγέλω. Η Ρεβεκκούλα ήταν Αντωνίτσα. Η Αγγέλω ήταν Τζανετίτσα. Η Πότα ήταν Παλιατσίτσα. Η Στέλλα ήταν Φουντίτσα. . Η Σοφία η Φουντίτσα. Η Ερασμία η Κιτρινιάραινα, του Χρήστου του Παλιατσέα αδελφή. 5 γυναίκες ήταν. Τις έχω μετρήσει. Και με την Ερασμία ήταν 6! Και τι τράβηξε η Ερασμία! Όταν ήρθε από εκεί κάτω από τη Σελίνιτσα, άμα την άκουγες και την ήβλεπες, θα έκλαιγε η ψυχή σου! Είπε ότι ήτανε πόσες μέρες με ένα πόδι κατσούφλια, που το κορμί της είχε μπει μέσα. Πρησμένο το πόδι της. Ερχόταν κατσούφλια. Και το παράσταινε. Εγώ ήμουν κοπελίτσα και το παράσταινε η ίδια! Παράσταινε τη δίψα της, πόσες ημέρες ήταν χωρίς νερό! Είχε κολλήσει η γλώσσα της στον καταπίτη της! Πώς ξέμπλεξε κι ήρθε εκεί πάνω άμα την άκουγες!

Όταν τους πιάσανε, είπε, τους πήγανε μέσα στου Καλλέργη, στο σπίτι. Και τους είπανε κάποιοι άνθρωποι καλοί, που ήτανε καλά λόγια. Ήταν ένας κουμπάρος της οικογένειας της Ερασμίας από την Αράχωβα, που είχαν τα ζα. Της είπε: «Έλα εδώ, μωρή! Τι ήθελες που πήγες στο βουνό εσύ; Και πήρες στο λαιμό σου τον άντρα σου, έναν αθώο άνθρωπο, τι ήθελες και τον πήγες στο βουνό»; Ο άντρας της, ο Βαγγέλης ο Κιτρινιάρης, σκοτώθηκε κι αυτός στη Γλουμπίνιτσα. Αφού είπε έτσι ο κουμπάρος της, αφήσανε τα δυο παιδιά τους, τη Δημητρούλα και το Γιώργο. Τα είχε η Καλαπάσαινα, αυτή τα ανάστησε. Τα είχε τα παιδιά η Ερασμία μαζί της στο βουνό. Και η Καλλέργαινα είχε την κοπελίτσα, που της είχανε κάνει ψυχολογικά προβλήματα. Την είχανε βάλει στο πηγάδι και την είχανε κάνει να! Της Καίτης της Καλλεργίτσας... Την κρεμάγανε σ΄ ένα πηγάδι με το κεφάλι κάτω και παίζανε με δαύτη οι χίτες. Στη Γούβα στη Σελίνιτσα. Θα τις εκτελούσανε. Η μια κρύφτηκε και της άλλης της έκανε πλάτη ο κουμπάρος τους κι έφυγε η Ερασμία.

Εκείνους που τους πιάσανε δεν τους πήγανε στη Γούβα. Τους πήγανε επάνω στο σπίτι. Τα άκουγα όλα αυτά τα πράγματα. Γιατί θα νομίζανε οι άλλοι ότι θα τους τιμωρούσανε. Καθόλου! Εκείνοι που τους πιάσανε, οι χίτες δεν τους τιμωρήσανε καθόλου! Αλλά τους είπανε και του Καλλέργη και των άλλων ότι «θα σας πάρουμε και θα σας στείλουμε σαπέρα, στην Καλαμάτα». Μόλις ήρθανε οι άλλοι, ο Γαβρίλης με το Μπουγαλέα, είπανε: «σκοτώστε τους». Αυτοί είπαν: «σκοτώστε τους». Η Ερασμία είπε ότι ο Μπουγαλέας ίσα που στεκότανε και τήραγε. Μπροστά τους ούτε μίλησε, ούτε τίποτα. Ο άλλος όμως είπε: «τι θα της έκανα της Καλλέργαινας», είπε, «σκοτώστε τους». Μόλις νύχτωσε, λένε, τους έβγαλαν κάτω στη σπηλιά. Δεν ήταν όλοι φονιάδες. Πολλοί είπαν να τους αφήσουνε. Το είχανε πει από την αρχή. Και της κάνανε και πλάτη εκεινής. Έπεσε μέσα στη θάλασσα. Πήγε το κορμί μέσα στα πόδια από κάτω, είχε καρφωθεί. Εκείνος πήδηξε μέσα στη θάλασσα, έπλεξε ο Αρίστος και βγήκε σαπέρα στην Καρδαμύλη, που βγήκε μετά. «Εκείνη τη σφάξανε», είπε η Ερασμία. «Τη σφάξανε», είπε, «στη σπηλιά», γιατί δεν άκουσε ντουφεκιά, αλλά άκουγε η Ερασμία από την κρυψώνα της, που βόγγαγε.

Μετά ήρθανε επάνω και τους λιανίσανε πίσω. Κι εκεί πάνω, που τους λιανίσανε. Αυτό έγινε εξαιτίας αυτού από τη Χώρα. Αν δεν ήταν αυτός, δεν ξέρεις τι θα γινόταν εκεί πάνω. Η γιαγιά της γεροντοπούλας, η Βαρβάρα, ήταν αδελφή της μάνας του. Η Βαρβάρα και η Καλλέργαινα ήταν αδελφάδες. Η Βαρβάρα είπε ότι είχε μια εγγόνα και δε νοιάστηκε για να τη γλιτώσει. Όταν πεθάνω μην ερθεί στην κηδεία μου, γιατί «θα σηκωθώ από την κάσα». :lol:Αν σκοτώνανε όσους ήταν αντάρτες και κάνανε πόλεμο, όπως τον Παλιατσέα το Σταύρο, έστω. Τα παιδιά όμως; Τις κοπέλες; Τους άφησε όλους να σκοτωθούνε. Εγώ τον έχω ονομάσει Νέρωνα. :smt077Ήταν αιμοχαρής και χαιρόταν να βλέπει να τρέχει των αλλονών το αίμα. Είπε μια φορά του Δικαίου, όταν τον απάντησε μια φορά σαπάνου στο δρόμο, «με συγχωράς;», κλαίγοντας. «Γιατί να σε συγχωρέσω»; του είπε ο Δικαίος. «Γιατί έχω φταίξει στο σπίτι σου», του ξανάπε. «Σε συγχωρώ», του είπε ο Δικαίος. «Τι να του έλεγα», μου έλεγε μετά. Δεν κάνει να τα λέμε αυτά, γιατί θα τα ακούσουν πολλοί και δεν κάνει.

Εγώ που ήμουν εκεί πάνω, άκουγα τι να λέγανε οι μεγάλοι. Δεν είχα γνώμη, δεν είχα τίποτα, γιατί ήμουν παιδί και πήγαινα κι έπαιζα. Άκουσα τι να είπε η μάνα μου και η θειά μου η Αργύρω από εδώ κάτου. «Μην πάτε στο βουνό. Τι πάτε εσείς στο βουνό»! Η απάντηση ήταν: «Που να πάμε μωρέ θειά; Αφού αυτός θα μας σκοτώσει. Είναι όπως το πυρωμένο σίδερο». Γιατί είπε ότι της έριξε μια κλωτσιά από της Υπαπαντής την πόρτα και βρέθηκε εκεί κάτου κι είδε το θάνατο. Ήταν το φόβητρο του δήμου, όχι μόνο της κοινότητας. Από φόβο πήγαμε στο βουνό. Είχε λυσσάξει! Τι πήγε να κάνει; Να φτιάξει το Κράτος; Το Κράτος φτιάχνεται με τέτοιο τρόπο; Με το ντουφέκι είπε ο Χριστός δεν φτιάχνεται ο κόσμος. Θα φτιαχτεί με την αγάπη.

Σκοτώσανε όλοι. Σκότωσε ο ένας, σκότωσε ο άλλος. Φτιάξανε τίποτα; Γιατί δε λέγανε όλοι: «για ελάτε εδώ ρε παιδιά! Γιατί μαλώνουμε και γιατί να σκοτωθούμε; Τι θα κερδίσουμε; Εμείς τίποτα να φτιάξουμε δεν μπορούμε»…. Και του είπα του Μάκη μια φορά. «Ποιοι αριστεροί ρε; Λες ότι είσαστε αριστεροί. Εγώ σου λέω ότι δεν είναι κανένας σωστός αριστερός. Για πες μου εσύ έναν. Ο ένας σκοτώνει τον άλλον. Εσύ αν είσαι καλός, τότε να πας να πιάσεις τον άλλον και να του πεις ότι δεν μαλώνουμε και να γίνουμε αδέλφια». Να μην πηγαίνανε στο βουνό. Δεν κάθονταν καλύτερα να κάνουνε ό,τι τους λέγανε αυτοί και να μην πάνε να κάνουνε αυτό το κακό στο βουνό, που είδα;

Εγώ θα ήθελα να ζούνε οι άνθρωποι αυτοί που είδα σκοτωμένους. Ήταν τρία πρώτα μου ξαδέλφια. Η Ρεβεκκούλα, ένα λουλούδι, κοπέλα ωραία κι όμορφη, καλύτερα να ήταν εκεί και να ζούσε. Και μου είπε ο Σωτήρης αλλά και ο Μάκης: «Αν δεν πηγαίνανε, δεν θα μπορούσες εσύ να μιλήσεις ποτέ». «Να μην μπορούσα να μιλήσω! Καλύτερα! Καλύτερα να μη μίλαγα και να μην σκοτώνονταν». Ο Σωτήρης μου είπε ότι δεν πέρναγε και ψυχικό. «Τους αναγκάσανε. Τους αναγκάσανε να σκοτώσουνε. Γιατί στα καλά καθούμενα δεν μπρούσανε να σκοτώσουνε έτσι! Τους πιέσανε, ώστε να πάνε και να βρουν αφορμή. Έτσι τους διατάξανε, να σκοτώνουν αβέρτα. Και τα κάνανε να, μετά! Δεν γινόταν αλλιώς». Εκείνος ο Βουνισέας, όταν σκοτώναν στο Λάκκο της Λίτσας την αδελφή, κοπελίτσα 14 χρονών, και τη γρια Βαγγέλαινα.. Πήγαινα στο Λάκκο, που ήταν οι θειάδες μου και τις είχανε σκοτώσει προς τα εκεί. Είχανε έρθει κατά πάνω, γιατί είχαν ζα. Είχαν περάσει κατά πάνω στα σύνορα και τη συνήντησε ένας φονιάς και πιλαλήσανε, πιλαλήσανε αυτές… Μόλις γύρανε κατά το λάκκο, κ ενώ θα προλαβαίνανε να φτάσουνε στο Λάκκο και να ξεφύγουνε, τις βάρεσε και τις είχε τη μια πάνω στην άλλη. Δεμένες τις είδε η θειά μου η Γιαννούλα, που δεν είχαν εκτοπίσει ακόμα την οικογένειά της τότες.

Μετά δεν ήταν και κανένας άντρας. Ποιος να πάει να τις θάψει και ποιος να πάει να τις κουβαλήσει; Τις ζαλώνουνε της Πολίτως- δεν ήταν και κανένας άλλος νέος να τις πάει- για να τις πάνε να τις θάψουνε. Και κόπηκε εκείνης το αίμα της και γίνεται κίτρινη σαν το λεμόνι! Θυμάμαι πήγα εγώ τότε εκεί κάτω κι ήταν η Πολίτω άσπρη όπως το λεμόνι! Και μου διηγήθηκε την ιστορία! Από τη θλίψη της είπαν μετά ότι εχύθη η χολή της. Ήταν μια κοπέλα αυτή! Κι αυτός μετά ήταν ένας άγνωστος χίτης. Αυτός έτυχε μετά να τον ιδεί η Βουλιώ η Δικαιίτσα σ’ ένα νοσοκομείο στην Αθήνα. Και φώναζε! Ήταν σε αθλία κατάσταση….Κι έλεγε παραλογισμένος την ιστορία που σκότωσε μια γριούλα και μια κοπελίτσα. Ποιος ξέρει! Μπορεί να του είχε μπει δαιμόνιο και η συνείδησή του να μην ησύχαζε. Δεν θυμάμαι το όνομά του…Η Βουλιώ τότε τον έβαλε μια πόστα, από ό,τι έλεγε….. Βέβαια δεν θέλω να τον ιδώ να βασανίζεται παρά το κακό που μου έχει κάνει εμένα. ….. Είχαν χάσει τον εαυτό τους, είχαν χάσει όλα τους κι είχαν γίνει θηρία. Κανίβαλλοι!

Έχω περάσει εγώ μεγάλες περιπέτειες. Με το βούρδουλα με βαρέσανε. Το 1944 στο πρώτο αντάρτικο! Τότε που ήταν οι ταγματασφαλίτες! Είπαν τότε «βαραίνουμε τον Παντελή», τον πατέρα μου. Το άκουσα εγώ και τον αγάπαγα τον πατέρα μου και δεν μπρούσα να κάθομαι και πιλάλησα. Δεν θυμάμαι ποίος το είπε. Αφού το άκουσα εγώ, πιλάλησα να ιδώ που τον βαραίνουνε! Αγνάντεψα κι έκλαιγα. Μου ρίξανε με το βούρδουλα κι έγινα μπουχός. Ήμουν παιδί μικρό και μόλις μου ρίξανε με το βούρδουλα, έτρεχε αίμα από το χέρι μου, ένα χερουλάκι μικρούλι τότες! Ο βούρδουλας είχε κάτι σύρματα κι από εκεί βγήκαν αίματα! Το θυμάμαι!! Και γύρισα και γίνηκα μπουχός! Δεν καταλάβαινα το γιατί! Ακόμα τον κόσμο δεν τον είχα ιδεί καλά! Μετά που τον ίδα όμως..!

Θυμάμαι τον Κολοβιστέα, που τον πήρανε οι χίτες από τον κήπο ! Και τον πατέρα μου τον βαρέσανε! Γι’ αυτό πήγε στο βουνό! Είχαμε κάτι περιπέτειες μεγάλες! Τότες, που τον βαρέσανε τον πατέρα μου, ήταν ένα μήνα στο κρεβάτι. Η πλάτη του είχε γίνει πίσω σακκούλια και κρεμότανε. Εγώ νόμιζα ότι κρεμότανε σαν πατσά! Ήταν ένα μήνα ξάπλα. Τι θυμάμαι! Και την Παλιατσίτσα τη φέρανε από τη γούβα και την είχανε εκεί πέρα…Λέγανε ότι οι αντάρτες κάνανε γάμο στο σπίτι της. Εκείνη ήταν επιπόλαιη, δεν καταλάβαινε καλά. Αυτό έγινε στο δεύτερο αντάρτικο. Το θυμάμαι κι εγώ, που πήγανε οι αντάρτες και τους αφήνανε και χορεύανε. Στο πρώτο αντάρτικο εγώ ήμουν πολύ μικρή. Τα μόνα που θυμάμαι ήταν που είχαν κλείσει τον πατέρα μου στη φυλακή και με έστελνε η μάνα μου να του πάω φαϊ. Τον είχαν κλείσει το 1944 τον πατέρα μου φυλακή στο Αλεξανδράκειο στου Καρέλια, στην Καλαμάτα. Δεν ήταν αντάρτης, αλλά επειδή ήταν αριστερός. Ανακατευότανε και γι’ αυτό η έρμη η μάνα μου του φώναζε. Είχαν κλείσει μαζί και το Μάκη το Νικολετσέα. Και η μάνα μου τότες ούτε λεφτά είχε να πάει να του πάρει φαϊ και φυλαγότανε κιόλας.

Τι με ήβρε από τον καιρό που άνοιξα τα μάτια μου! Όπου έβρισκε ευκαιρία, πήγαινε! Είτε ζήσω, είτε δεν ζήσω, τίποτα. Όταν πήγα να του στείλω φαγητό στου Καρέλια τις φυλακές, δεν ξέρω να πρέπει να το ειπώ, ήμουν 8 χρονών, πώς μπορώ και τα κατάφερνα και τα έβγαζα πέρα αυτά τα πράγματα; Είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου, που ήταν κρατούμενος στη φυλακή. Και τον πήγανε στο Αλεξανδράκειο το Νοσοκομείο. Και του ετοίμαζε η μάνα μου πράγματα, για να του τα πάω εγώ. Φτώχεια είχαμε τότε! Να του τα πάω να φάει! Πώς να πάω στο Αλεξανδράκειο το νοσοκομείο εγώ; Ο Γιώργης ο Μπρατσέας με ρώτησε αν θα πάω στην Καλαμάτα. Θα πήγιανε με το Γιώργη με τη βενζίνα του Χαραλαμπέα.

Βγήκαμε εκεί πέρα στην παραλία. Εκεί πέρα πρωτομπήκα στο αυτοκίνητο! Μου φαινότανε ότι τρέχανε τα δέντρα! Φεύγανε τα δέντρα! Χάνονταν! Μετά μου είπε η μάνα μου να πηγαίνω στην Καλαμάτα, να του πηγαίνω φαϊ, όποτε πήγαινα, και να τηράω τα καμπαναρία της Υπαπαντής. Να βγαίνω στην παραλία 8 χρονώ παιδί, πόσα έχω ζήσει, ζαλωμένη με ό, τι μου δινε και να τηράω το καμπαναρίο της Υπαπαντής και να πηγαίνω εκεί πάνω! Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα επάνω, επάνω…Τη μια φορά βγήκα από την Ακρίτα.. Πώ να ξεμπλέξω να βγω! Τη μια φορά που με είδανε κάποιοι ξυπολητη, σε χάλια, κάτι είπανε και με λυπηθήκανε. Ξέμπλεκα, πήγαινα στο Αλεξανδράκειο, καθόμουνα μια βραδιά. Με αφήνανε. Ήτανε ένας σκοπός μέσα και μου έλεγε: «Ήρθες πάλι Σταυρούλα;» Έτσι με έλεγε. Μετά άντε να βρεις πάλι του Χαραλαμπέα τη μπενζίνα από τα Αλεξανδράκειο! Έψανχα, έψανχα, έψαχνα… Άμα έβγαινα από τη Φαρών, ξέμπλεκα κι έβγαινα κάτω στην παραλία. Κάποιο δρόμο θυμάμαι έκανα μια φορά λάθος και βγήκα στους μύλους…. Τι απωλεμένη γύριζα και τι κακά έχω πάθει από τον πατέρα μου και από τη μάνα μου! Δε λέγονται! Από του Χαραλαμπέα τη μπενζίνα έβγαινα στην Καρδαμύλη κι από εκεί ανέβαινα από τα Γούρνιτσα. Μοναχή μου, ένα παιδί!


Μια φορά, όταν με έστειλε η μάνα μου να πάω πράματα του πατέρα μου, μόλις πήγα στη μπενζίνα του Χαραλαμπέα, η μπενζίνα είχε λύσει. Είπα: «Πώς θα γυρίσω πίσω εγώ; Ν ανεβώ από τα Γούρνιτσα κι αύριο να στείλει πάλι πίσω». Είχα το μυαλό μου και τα σκεφτόμουν. Είχα μια ταραχή! Και πιλαλώ, πιλαλώ, πιλαλώ, όπως έφευγε η βενζίνα και πήδησα μέσα! Με σχολίαζαν οι μεγάλοι, θυμάμαι. «Πωπώ, τρομάρα, που έχει τούτη δα η κοπελίτσα!»


Η πενία τέχνας κατεργάζεται, που είπε και ο Αίσωπος. Το ίδιο είχε συμβεί και με εμένα. Πήγα τελικά το φαϊ. Μετά κοίταζα το καμπαναρίο και πήγαινα. Το ίδιο κι όταν γύριζα στην παραλία. Κι αν χανόμουν πότε ,έκανα παρακάτου ή παραπάνου και βρισκόμουν. Μια φορά που με έστελνε η μάνα μου μαζί με την Ελευθερία, πήγαινε κι εκείνη του Μάκη στου Καρέλια τις φυλακές, το παραθυράκι της φυλακής ήταν στης Ολυμπιάδας το σπίτι. Είχε λοιπόν η Ολυμπιάδα τους φυλακωμένους μέσα. Και πήγε η Ελευθερία και με πήρε κι εμένα κοντά. Και θα πήγαινα και του πατέρα μου φαϊ και θα πήγαινα να με ιδεί. Κι αυτό το θυμάμαι πολύ καλά! Τότε που ήρθε ο Μάκης και με έπιασε από το παραθύρι και με κατέβασε μέσα στη φυλακή. Από τη άλλη μεριά, που ήταν αυτός. Χαρές ο πατέρας μου. Με φιλάγανε όλοι. Και μετά με ανέβασε από το παραθυράκι και φύγαμε μετά πάλι με την Ελευθερία. Τέτοιες περιπέτειες μου έχει κάνει η μάνα μου. Φοβερές! Μου φορτώσανε όλα τα βαρίδια τους επάνω μου! Τι να πρωτοπώ τι βαρίδια μου έχουν φορτώσει! Μου φορτώσανε τη μικρή, που ήταν 4,5 χρονώ, εμένα 9 χρονών παιδί! Τότες ήταν οι Ιταλοί! Να περνούν τα αεροπλάνα , να είμαι μικρή και να βαστάω 5 μηνών παιδί! Να πιλαλάω να κρυφτώ, να περνάνε τα αεροπλάνα, που να ρίχνουν βόμπες- έτσι πίστευα και φοβόμουν! Και η μάνα μου μου έλεγε: «Και τι να κάνω; Δεν μπόρεγα να κάνω αλλιώς». Ακούς δεν μπόρεγα να κάνω αλλιώς. «Να τον αφήσεις τον πατέρα μου και να χωρίσεις από δαύτον», της έλεγα. «Και που να πάω»; Έτσι μου έλεγε. Σπίτι δεν είχε, τίποτα δεν είχε. Και τα πλήρωσα όλα τους εγώ. Έφαγα και ξύλο, να μου κόψουνε και το κεφάλι, γιατί το θέλανε αυτοί. Τι πράγματα ήταν αυτά και πόσα άλλα, που δεν τα θυμάμαι. Πώς δεν το σκότωσα το μικρό; Μια φορά που πήγαινα στον Αη Γιάννη παραλίγο να γίνει κακό….».
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
wooded glade
Δημοσιεύσεις: 29284
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:04

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από wooded glade » 12 Μάιος 2020, 18:30

Από καθαρά αστυνομικής πλευράς, οι δεξιοί τι λόγους είχαν να σκοτώσουν τον οποιονδήποτε ;
Το έκαναν μετά, ενέργειες αντεκδικήσεως αλλά και εκτελέσεις από τα στρατοδικεία.
Αλλά τι λόγους είχαν, πριν την εκδήλωση των Δεκεμβριανών ;
Έγιναν λοιπόν αυτές οι τρομερές κομμουνιστικές σφαγές που ήταν κατά ένα μέρος για να γίνει η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας και κατά το άλλο για να εξαπολυθεί ένα κύμα τρομοκρατίας κατά πάντων. Ήταν διατεταγμένες δηλαδή.
Δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο και με τις οδηγίες της Μόσχας, πάντα οι αριστεροί απέκτησαν το προφίλ των ... φιλειρηνιστών της πορείας του Μαραθώνα.
δεν είναι όλα κρού-σμα-τα

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Ιστορία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών