Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Ιστορικά γεγονότα, καταστάσεις, αναδρομές
Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8974
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 12 Μάιος 2020, 18:37

wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 18:30
Από καθαρά αστυνομικής πλευράς, οι δεξιοί τι λόγους είχαν να σκοτώσουν τον οποιονδήποτε ;
Πολλές φορές δεν χρειάζεται να έχεις κάποιον λόγο. Οι Ρουμελιώτες που κατέβηκαν στον Β΄Εμφύλιο της Επανάστασης και άρχισαν να λεηλατούν την Πελοπόννησο , δεν είχαν κάποιον προσωπικό λόγο αντεκδίκησης. Το αντίθετο μάλιστα. Οι Μοραΐτες είχαν έλθει για να πολεμήσουν υπέρ τους στην Ρούμελη. Αλλά αφού βρεις προσποιητά έναν καλό λόγο ( Πολεμώ τους αντιπατριώτες... ), μετά μπορείς να αφήσεις να εκφραστούν άνετα τα αιμοβόρα ένστικτά σου.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
wooded glade
Δημοσιεύσεις: 29284
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:04

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από wooded glade » 12 Μάιος 2020, 18:45

Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 18:37
wooded glade έγραψε:
12 Μάιος 2020, 18:30
Από καθαρά αστυνομικής πλευράς, οι δεξιοί τι λόγους είχαν να σκοτώσουν τον οποιονδήποτε ;
Πολλές φορές δεν χρειάζεται να έχεις κάποιον λόγο. Οι Ρουμελιώτες που κατέβηκαν στον Β΄Εμφύλιο της Επανάστασης και άρχισαν να λεηλατούν την Πελοπόννησο , δεν είχαν κάποιον προσωπικό λόγο αντεκδίκησης. Το αντίθετο μάλιστα. Οι Μοραΐτες είχαν έλθει για να πολεμήσουν υπέρ τους στην Ρούμελη. Αλλά αφού βρεις προσποιητά έναν καλό λόγο ( Πολεμώ τους αντιπατριώτες... ), μετά μπορείς να αφήσεις να εκφραστούν άνετα τα αιμοβόρα ένστικτά σου.
Και ενώ όμως οι αριστεροί ήταν -ακόμα- ισχυρότεροι ;
δεν είναι όλα κρού-σμα-τα

Γιάννης

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γιάννης » 12 Μάιος 2020, 19:51

Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 18:21
Οι πραγματικές ιστορίες κρύβουν από πίσω πολύ μεγαλύτερη δυστυχία. Κορίτσι κακοποιείται από δεξιούς Μανιάτες και ο πατέρας του θανατώνεται απ' τους αριστερούς Μανιάτες.
Εντάξει για Μανιάτες μιλάμε. Ζώα και κανίβαλοι όλοι τους, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων.

Παλαιοελλαδίτης
Δημοσιεύσεις: 5424
Εγγραφή: 12 Σεπ 2018, 12:51

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Παλαιοελλαδίτης » 12 Μάιος 2020, 19:57

Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 18:21
Οι πραγματικές ιστορίες κρύβουν από πίσω πολύ μεγαλύτερη δυστυχία. Κορίτσι κακοποιείται από δεξιούς και ο πατέρας του θανατώνεται απ' τους αριστερούς. Όποιος έχει καιρό να νιώσει θλίψη και στεναχώρια ας διαβάσει :
SpoilerShow
Γιάννης Καρακατσιάνης
Ο πόλεμος στη Μάνη.
Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος


ΜΑΡΤΥΡΙΑ 30
Σταυρούλα Αβραμέα- Φουντέα, (Εξωχώρι, γεννηθείσα 1936, 29-12-2006)


Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση ζωής της πληροφορήτριάς μας, η οποία βίωσε τα γεγονότα του Διλάγγαδου έντονα. Είναι η χαρακτηριστική οπτική από ένα κορίτσι αριστερής οικογένειας του Εξωχωρίου, που ο πατέρας της θεωρήθηκε και από τους αριστερούς ως προδότης. Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε τα πάμπολλα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία της αφήγησης της πληροφορήτριας στον άκρως απόλυτο βαθμό και γι’ αυτό ίσως σε πολλά σημεία φαίνεται η αφήγηση να χαρακτηρίζεται από χάσματα ή ασάφειες.


«Ο πατέρας μου βγήκε στο βουνό, επειδή ήταν αριστερός. Όταν μας εκτοπίσανε, ήθελε να πάει και πήγε στο βουνό. Βγήκε στο βουνό, όταν μας εκτοπίσανε και φύγανε όλοι. Θεωρήθηκε υπεύθυνος ένας …για τις σφαγές και διαρκώς τον ενοχλούσαν αργότερα και τον έπαιρναν τηλέφωνο και τον απειλούσαν. Γιατί αυτά που έκανε αυτός μόνο αν είναι αναίσθητος θα μπορούσε ! Γιατί θα φωνάζει μέσα του στη συνείδησή του κάτι.

Όταν πήγε η μάνα μου στο Μοναστήρι, ήταν κι ο Δικαίος. Και κάτω που τους πιάσανε στο Λαγγάδι, κάτω από το Μοναστήρι, ήταν κι ο θείος μου από τη μάνα μου. Ήταν εκεί κάτω κι ο Π. Κι ήταν κι ένας Φουρνάρος. Αυτός δεν τον άφηνε εκείνον να τους σκοτώσει τους ανθρώπους. Και μάλιστα διασωθείς πήγε στη Μηλιά και του είπε ότι ήρθε για να τον ευχαριστήσει, επειδή, όταν τους πιάσανε εκεί κάτω, δεν τους πείραξε. Και τον εβαρέσανε το Δικαίο. Κι έκλαιεεε! Και του κάνανε μεγάλες πληγές! Τον βάλανε σε κάποια βενζίνα και, είπε, πως όταν τον εβγάλανε στην Παραλία, στην Καλαμάτα, τον επήγανε δέρνοντας έως του Καρέλια τις φυλακές. Την ημέρα που πέθανε του είπα εγώ «καλά που πέθανες Δικαίο, και θα ξεχάσεις ό, τι σου κάνανε οι φονιάδες».

Στη Γκλουμπίνιτσα ήταν μέσα 17. Ήταν 5 κοπέλες, και η Ερασμία 6 ! Την Αγγέλω, τη μάνα της Ρεβέκκας τη σκοτώσανε αλλού, όπως ήρθε. Αυτή ήταν αλλού κρυμμένη, δεν ήταν στη σπηλιά Ήταν στο απέναντι μέρος στη Γλουμπίνιτσα. Μόλις είδε αυτό το πράγμα και την κόρη της, βγήκε και φώναζε. Την άκουγε και η θεία μου τότε. Ήταν και η Ευγενία μαζί με τη μάνα της Ρεβέκκας. Μόλις είδε ότι σκοτώνανε την κόρη της, πήγε φωνάζοντας : «Μη σκοτώσετε τη Ρεβεκκούλα μου, μη σκοτώσετε τη Ρεβεκκούλα μου». Μια κοπέλα είχε. «Έλα εδώ, γρια πουτάνα, τι γυρεύεις εσύ στο βουνό;» Τις κόψανε το λαιμό. Άμα ρωτήσεις το Νίκο τον Παλιατσέα, τους είδε όλους που λαχταράγανε. Μόλις φύγανε αυτοί, ο Νίκος ήταν κάπου αλλού κρυμμένος και πήγε και τους είδε λαχταριστούς. Πρώτος πρώτος κατέβηκε ο Χρύσανθος ο Γιαννακουρέας. Μου είπε ότι ο ….. ήταν βασικός εκεί αρχηγός… Μου είπε επίσης: «Είδα αυτό, όταν κατέβηκα κι εγώ, κι έμεινα στήλη άλατος!» «Το τι είδα» μου είπε, «δεν περιγράφεται». Αυτός και μερικοί άλλοι τους είδαν ακόμα ζωντανούς. Εγώ τους είδα λίγο αργότερα. Ήταν κι Νίκος κι ο Χρύσανθος κι ο Χριστόφορος κρυμμένοι κάπου αλλού. Δεν θα τη βρίσκανε την τρούπα εκείνη καθόλου, αν δεν τους πρόδιδε εκείνη, η Πουλίτσα. Της είπαν της Πουλίτσας: «εμείς είμαστε καλοί ανθρώποι ! Ξέρεις άλλους να πάμε να τους βρούμε; Και ο διάβολος την έβαλε και τους πάει στην τρούπα και εκεί έγινε ο χαμός. Πάει εκείνη και τους λέει: «Ελάτε, είναι καλοί ανθρώποι». Βγήκαν από μέσα. Ήταν κι ο Σταύρος ο Παλιατσέας και τον βάρεσαν κιόλας. Τον είχαν μαύρο το Σταύρο.

Άντρες ήταν : Ο Κιτρινιάρης ο Βαγγέλης, ο γερο- Σωκράτης, ο Σταύρος ο Παλιατσέας, ο Πότης, ένας Τσεριώτης, μιας κοπέλας ο πατέρας, ο Βασίλης ο Τζανετέας. Ήταν κι 6 γυναίκες και δυο μικρά παιδιά . Τους θυμάμαι κάτι φορές και τους μετράω στο μυαλό μου. Εκείνοι μετά ανεβαίνανε πολύ συχνά, για να καθαρίσουν τα βουνά, όπως έλεγαν. Θυμάμαι ότι παίρνανε τη Βαγγέλαινα σχεδόν για ένα μήνα να πηγαίνει κοντά, για να μαζεύει τα πράματα. Και τους δίνανε λεφτά, για να τους λένε τους δρόμους και τα περάσματα. Πηγαίνανε αυτοί, φυλάγανε και τους πιάνανε. Ο Χρύσανθος δεν θέλει να θυμάται πώς γλίτωσε και που ήταν κρυμμένος στο Μάραθο. Ήταν σε μια τρούπα μέσα, καταπακτή. Και μέσα είχε αυτή άλλα διαμερίσματα. Από εκεί έφυγαν παρά το ότι ρίχνανε μέσα χειρομβοβίδες. Ήταν μια τέχνη μεγάλη το πώς φύγανε. Δεν το ξέρω. Βγήκανε πολλοί μέσα από διαμερίσματα σε μια άλλη καταπακτή και σώθηκαν απ’ ό, τι μου λέει.

Θυμάμαι τον Κωστή του Τίγρη της Μαρίας, επειδή πήγαινα στο λάκκο και τον θυμάμαι. Και τον είχανε πιάσει κι αυτόν και τον σκότωσαν. Το βουνό, το Λαγγάδι είναι γεμάτο. Η μάνα μου τον απέτρεψε τον πατέρα μου να πάει στο βουνό με μικρό παιδί. Ούτε γάλα δεν είχε, δεν τράβαγε. Αποφάσισε να κρυφτεί χαμηλά, επειδή επάνω ήταν δύσκολο να κρυφτεί. Κρύφτηκε στο Μοναστήρι, γιατί από εκεί δεν περνούσανε. Εκείνη τη φορά όμως κατεβήκανε. Εγώ ήμουν κρυμμένη με τον πατέρα μου. Είμασταν το βράδυ κρυμμένοι, θυμάμαι, σε μια σπηλιά έξω από το Μοναστήρι, στο Λαγγάδι. Ήταν και του Βασίλη η μάνα, του Τζανετέα, η Σοφία, και η Βαγγελιώ. Η μάνα του λοιπόν με τα τρία μικρά, που τα πήρε στο Μοναστήρι- και καλά που τα πήρε η μάνα μου τότε. Ήταν η μάνα του και τα 3 του αδέλφια. Και είπε στον πατέρα μου να πάνε εκεί να κρυφτούνε. 14 από τη μια μεριά και οι άλλοι θα ήταν 8. Αυτοί γλιτώσανε μαζί με τη μάνα μου, αλλά πριν ο Δικαίος ήρθε επάνω και τον πιάσανε με τον πατέρα του.

Την ημέρα που είχαν σκοτώσει τον Σταυρούκο, μαζέυανε από όλα τα χωριά. Από του Πολυμενέα, θυμάμαι, 500 ανθρώποι ήταν συγκεντρωμένοι και κάτι φονιάδες επάνω στην ταράτσα. . Κι αυτοί ελέγχανε ποιος θα πάει κατά κάτω, κατά τι γούβα, και ποιος θα είναι εθνικός, για να τον αμπολήσουνε. Εκεί πήραν και τη μάνα μου. Πίσω εγώ, γιατί εγώ δεν ξεκόλλαγα από τη μάνα μου. Δεν με προσέχανε, επειδή εγώ ήμουν μικρή. Η Σωτηρούλα μπουχός, δεν ερχόταν κοντά, κρυβόταν. Μια φορά που ψιχάλιζε, θυμάμαι, μας λένε: «Πηγαίνετε να κρυφτείτε, έρχονται χίτες !» Νύχτωνε. Που να πάει η μάνα μου με ένα μικρό παιδί. Ανέβηκε έναν γκρεμό... Άμα το θυμίζομαι, πώς δεν γκρεμίζομε να σκοτωθούμε ! Ήταν κι ο Ασαράντηγος (ένας Χριστοδουλέας) από το Πραστίο με τη γυναίκα του. Είμασταν κι άλλοι κι ανεβήκαμε κατσούλια- κατσούλια. Κι έλεγαν για τον πατέρα μου- άκουγα εγώ. «Μπα, που να πάρει ο διάβολος εκείνον και τον αγώνα του!» Εκεί πάνω ήταν μια καταπακτή, για να πάμε να κρυφτούμε, τι καταπακτή ήταν αυτή; Που να πάμε εκεί μέσα να κρυφτούμε; Και ψιχάλιζε κι άκουγα- δεν τα ξεχνάω αυτά: «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ», έλεγε ο Ασαράντηγος. Μετά είπανε ότι δεν έρχονται οι χίτες. Άντε κατεβείτε πάλι! Πώς να κατεβούμε πάλι; Πώς δεν σκοτωθήκαμε;

Κι από εκεί συνεχίσθη το κακό. Πέντε μήνες. Πώς τη βγάλαμε; Πότε κρυβόμαστε, πότε πιλαλάγαμε, πότε είμασταν νηστικοί, γεμάτοι ψείρες, που μας τρώγανε. Μετά, που ξάνοιγε ο καιρός πλέον, μας πήγαινε ο πατέρας μου στο Μοναστήρι. Εκεί δεν πήγαιναν πολλοί χίτες και ήταν και τα σπίτια, οπότε μας αμπολούσε μέσα στα σπίτια και μιλάγαμε και δυνατά πλέον. Μετά όμως άντε να ανέβαινες από τη Γλουμπίνιτσα. Για να ζαλώσει η μάνα μου τα γύφτικα φορτία, … Μέναμε στα κελιά, στα σπίτια στο Μοναστήρι. Τότε ήταν όλα ανοιχτά. Τώρα τα κλειδώνουνε όλα, που κλέβουνε τις εικόνες. Ζαλωμένη λοιπόν εγώ με πράγματα 5 ώρες δρόμο. Κι αυτό από το Λαγγάδι επάνω. Που να πάει κανείς σε τέτοιο δρόμο, τι δρόμος δηλαδή; Νύχτα! Γιατί είχαμε μάθει να βλέπουμε τη νύχτα. Είχαμε μάθει κι εμείς και περπατούσαμε μέσα στο σκοτάδι. Λιγοψυχούσα να φτάσω. Μετά, μόλις φεύγανε οι γίδες, να σου πάλι στο βουνό. Τελευταία φορά που πιάσανε τη μάνα μου περάσανε οι χίτες από κάτω και τους ήβραμε. Πριν δεν θυμάμαι πόσες φρές είχαμε κάνει αυτή τη διαδρομή. Εγώ με τον πατέρα μου είχαμε φύγει. Γι΄αυτό έμεινα εγώ στο βουνό.

Μου είπε εκείνη τη βραδιά ο πατέρας μου: «Έως τα Τσέρια είναι χίτες. Θα φύγουμε εμείς να κρυφτούμε χώρια μη μας βρούνε όλους». Θα του έλεγα εγώ αν ήμουν μεγάλη, γιατί να κρυφτούμε και δεν θα πήγαινα. Αλλά τώρα…Άκουγα γιατί δεν καταλάβαινα, επειδή ήμουν μικρή. Με παίρνει πλέον ο πατέρας μου τη βραδιά αυτή και με πάει σε κάτι γκρεμούς μέσα. Δεν μπορεί να πάει τώρα κανείς σε έκείνα τα μέρη τώρα! Κατέβηκαν την άλλη μέρα οι χίτες από τα Τσέρια και είδανε τα ίχνη μας, που είχαμε ανέβει ψηλότερα σ’ ένα ρίζωμα. Κι αρχίσανε να βαράνε με το ντουφέκι, όταν καταλάβανε ότι ήταν επάνω ανθρώποι.

Ήμασταν με την Τζανέταινα του Βασίλη κι είχε και τα τρία της παιδιά μαζί εκείνη. «Μη μιλάς, μη μιλάς»! «Να μη μιλάω, αφού μας είδανε»!, είπε η μάνα μου. Κι η μάνα μου τους φώναξε: «Μη βαραίνετε! Γυναίκες είμαστε με μικρά παιδία!» Ανεβήκανε πλέον επάνω και τους κατεβάσανε κάτω στο Λαγγάδι. Και τι δεν έγινε! Του Δικαίου του ρίξανε την πρώτη. Ξυλιές κα βρισιές άρχισαν. Της Τζανέταινας της είπανε: «Εσύ που ήσουν; Που είναι ο άντρας σου;» «Είναι στην Αθήνα», είπε εκείνη. Και τι ήθελες στο βουνό, εσύ, γριά πουτάνα;» Τη μάνα μου, επειδή βάσταγε το παιδί, δεν τη βαρέσανε. Ήτανε εκείνος από τη Μηλιά, ο Φουρνάρος ο καλός. «Εσάς δεν σας πειράζουμε», έλεγε. Τους έδινε θάρρος. Ο άλλος όμως! Αν τον άκουγε, δεν θα βγαίνανε ζωντανοί από εκεί κάτω. Ο Φουρνάρος μάλιστα είπε: «Αν ήμουν εγώ στη Γλουμπίνιτσα, δεν θα τον άφηνα να σκοτώσει». Μάλιστα, μόλις είδε τους σκοτωμένους στη Γλουμμπίνιτσα, που ήταν επάνω, έβγαλε το ντουφέκι, για να τον σκοτώσει το Π., μόλις είδε αυτό το κακό. Μετά που πιάσανε τη μάνα μου πήγαμε να κρεμασατούμε μπας κι ακούγαμε τίποτα. Αλλά ήταν νύχτα, κρεμαστήκαμε, αλλά δε ακούσαμε τίποτα. Φαίνεται ότι τους πιάσαμε, όπως καταλάβαμε, κι έπρεπε να ξαναπάμε στο βουνό. Με πάει πάλι στο βουνό. Και ξενυχτάμε μες του Σωτήρα την εκκλησία επάνω στο γυναικωνίτη βαθιά.

Μια μέρα όμως πριν πάμε στην εκκλησία, είχαμε πάει σε μια τρούπα στα Ζάσταβα. Ήταν επάνω από το δρόμο μια χαραμάδα. Μπήκαμε μέσα και δεν φαινόταν από το δρόμο. Χωράγανε δυο ανθρώποι. Χώραγε εκείνος κι εγώ. Πώς ξελημέρισα ένα παιδί 12 χρονών εκεί πέρα τότε χωρίς ψωμί, χωρίς νερό και να περνούν οι χίτες από κάτω; Και να φωνάζουν τον πατέρα μου: «Παντελή, Παντελή». Τον Γυρεύανε. Είχαν πει στη μάνα μου εκεί κάτω: «Που πήγε ο άντρας σου». Κι εκείνη είπε ότι δεν ήξερε. Ψάχνανε για να τον σκοτώσουν. Της είπε ο καλός: «Πες που είναι. Θα βρω εγώ τρόπο». Αλλά ήξερε εκείνη ακριβώς που είναι; Δεν μαρτύραγε άλλωστε. Μετά που ξελημερίσαμε περάσαμε την Ντράβαλι και είχαμε κρύψει σε μια γαϊδούρα λουκάνικα. Εγώ πείναγα. Μου έβγαλε δυο πλευρά και ξύδι χωρίς ψωμί. Τα έφαγα από την πείνα μου χωρίς ψωμί. Μετά που νύχτωσε και πήγαμε μέσα στην εκκλησία και μου είπε ο πατέρας μου ότι θα πάμε πάλι στο βουνό. Ήξερα εγώ τι θα του κάνανε οι άλλοι στο βουνό, που τον σκοτώσανε; Κι εκεί ήταν η κουβέντα του, ότι δεν μπορεί να ήταν μόνο οι χίτες λοβοί. Ήταν κι οι άλλοι μασκαράδες! Μόλις βγήκαμε και μου είχε δώσει το λουκάνικο, δεν θα ξεχάσω τη δίψα, που είχα. Να φάω λουκάνικο χωρίς νερό και χωρίς ψωμί. Μόλις βγήκαμε από την εκκλησία, πέθαινα. «Πεθαίνω από τη δίψα», του έλεγα. Από πού να πιω; Από πουθενά!

Κάναμε επάνω, για να πάμε στο βουνό και θυμάμαι που ήπια ένα βρωμοντένεκο επάνω στου Φώτη του Ζερβέα την κιστέρνα. Και τι δεν θα ήτανε μέσα! Και σκουλήκια θα ήτανε και ό, τι θες! Και λίγο φεγγάρι να είναι κάτι έβλεπες, αλλά ήταν τελείως νύχτα τότε και δεν μπορούσα να δω τι ήταν μέσα στον ντενεκέ. Μετά πάμε επάνω, επάνω, επάνω, πώς περπατούσαμε! Πηγαίναμε από πάνω από τα Λαμπρινέϊκα από το πλάγιο. Ανεβήκαμε να πάμε στα λαχηδάκια. Ζούγκλα, νύχτα! Και ψιχάλιζε κιόλας. Πώς βγήκα εγώ 12 χρονώ παιδί! Βρεγμένη, με όλα τα κακά.

Μόλις αγναντέψαμε από εκεί στην άλλη μερία, πήγε ο πατέρας μου σε μια περιοχή κι ήταν μές άχυρα από τα αλώνια. Και κούρνιασα εγώ εκεί. Εκείνος πήγε και μάζεψε κάτι χάχαλα από όξω και τα έκαμε ξύλα.Και άναψε φωτία. Ε, αποκοιμήθηκα εγώ. Και δεν τα θυμάμαι τα άλλα. Μόλις ξημέρωσε πάμε στη Γλουμπίνιτσα. Μόλις νύχτωσε, έρχονται οι αντάρτες και του λένε «έλα εδώ να σου πούμε». Που ήξερα εγώ ότι θα τον πάρουν να τον σκοτώσουν. Να ιδείς όμως τι κακοί άνθρωποι ήταν αυτοί.

Ο … - το’ χω πει ότι ξέρω ποιος τον σκότωσε τον πατέρα μου χωρίς να φταίει. Εγώ ήμουν κοντά του. Όχι δεν πρόδωσε στους χίτες, που τον ενοχοποίησε αυτός, αλλά στο Σωτήρα δεν μίλαγε, για να μην τον πιάσουν οι χίτες . Άμα είχε προδώσει ο πατέρας μου, θα έτρεμε, όταν κρυβόμασταν από τους χίτες; Δεν θα τον ήβλεπα εγώ, αφού ήμουν μαζί με δαύτον και δεν χώρισα; Εκεί που του φωνάζανε, δεν θα πήγαινε μαζί τους; Μέσα στην τρούπα εμείς τρέμαμε. Λούφα και τρομάρα, ώσπου να νυχτώσει! Αλλά αυτός, να σου πω, τον σκότωσε, έτσι επειδή ήταν τέτοιος…. Γιατί μου το είπε ο πατέρας μου: «Να μην έχετε παράπονο σε κανέναν, θα με σκοτώσει ο …..άδικα»! Εγώ τα άκουγα, έκλαιγα και δεν ήξερα να απαντήσω, γιατί δεν ήξερα να κρίνω. «Εγώ εκείνο που πιστεύω, η Δημοκρατία, θα έρθει μια μέρα», μου είπε.

Όταν σκοτώσανε τους Χωροφυλάκους στη Χώρα, ο πατέρας μου με το Βαγγέλη τον Κοντανίνο ήταν κρυμμένοι στη Ντάτοβα σακάτω. Και περάσανε δυο Χωροφυλάκοι και τους είπανε: «Ρε παιδιά, γίνεται ο χαμός εκεί πάνω. Κατεβήκανε δυο αντάρτες και μας βαρέσανε- ένας Χαλαζινός Κώστας θυμάμαι λεγόταν-και ρωτήσανε που να βγούνε κατά κάτω, κατά την Καρδαμύλη. Και τους είπε ο πατέρας μου να πάνε παρακάτω προς το Μοναστήρι. Κι αυτός, ο…, είπε της θειάς μου μετά της Σταυρούλας- κι αυτή δεν το είχε πει στον πατέρα μου, γιατί αν το είχε πει, ο πατέρας μου δεν θα πήγαινε στο βουνό- αυτό. Κι αυτή, γιατί είμαστε συγγενείς, του είπε ότι πικράθηκε που σκοτώθηκε ο Σωτήρης και του είπε τι πράγματα ρε … είναι αυτά; «Να κάνετε πολέμους και να σκοτωνόσαστε;», του είπε η θειά μου, που ήταν καλή. «Ας είναι καλά ο αδελφάκος σου, που τους φονιάδες του Σωτήρη τους έβγαλε στο Μοναστήρι», της απάντησε ο ….

Αυτό του το κράτησε και ήβρε ευκαιρία και τον σκότωσε! Οι αντάρτες δεν θέλανε να τον σκοτώσουνε τον πατέρα μου την άλλη μέρα. Μόνο αυτός ήθελε. Ήρθανε και με ανακρίνανε. Ήτανε τρεις. Και μου είπανε πως πιάνανε τη μάνα μου. Ένας ήταν Τζουμάκος, κοκκινομάλης, και άλλους δυο, που δεν τους θυμάμαι. Στέκονταν οι τρεις έτσι και με ρωτούσανε. Και τους είπα εγώ ό, τι είδα, όπως είδα, και ό, τι άκουσα. Δεν ήξερα εγώ καλά να πω ή να κρύψω κάτι, αν ήταν. Άσε που δεν είδα τίποτα να προδώσει ο πατέρας μου, αφού ήμουν κοντά του. Αλλά δεν είχα και πονηριά. Δεν ήξερα γιατί με ρωτάγανε. Είπα ό, τι είδα κι ό, τι άκουσα. Οι αντάρτες είπαν ότι το παιδί δεν κάνει βάρος, για να τον σκοτώσουμε, ότι πρόδωσε. Του είπαν ότι πήρε τη μάνα μου εκεί κάτω και την παράδωσε και πήρε το βουνό, για να έρθει εδώ. Κανείς δεν ήξερε που κρυβόταν, για να μην προδώσει τίποτα η μάνα μου. Την ενοχοποίησε αυτός, για να τον σκοτώσει, γιατί ήταν κακός άνθρωπος…..

Κατεβήκαμε στο Μοναστήρι εμείς, γιατί φώναζε ο Παντελής που δεν μπρούσαμε να κρυφτούμε. Δεν την κατέβασε ο πατέρας μου, αλλά έτυχε να κατεβούνε οι χίτες εκείνη την ημέρα και την πιάσανε. Θα πάει να τη σκοτώσει εκείνος; Αργότερα σε συζητήσεις μαζί μου μου αποδίδαν το φταίξιμο στις προπαγάνδες της Αγγλίας, που μας το κάμανε αυτό…..Μου έλεγε ο Χριστόφορος, όταν του τα έλεγα «να σου πω τι να έχω πάθει εγώ»! Έμεινε από την οικογένειά του εκείνος κι εμένα, μου σκοτώσανε τον πατέρα! Να τα ρέστα! Μου είπε: «Πήγα και είδα ότι τη μάνα μου και της είχανε φάει οι κοράκοι τα μάτια»! Σκοτωμένη ήταν μετά από πόσες ημέρες. «Πώς την είδα εγώ τη μάνα μου», μου είπε. «Και μετά πώς να τη θάψω! Ούτε ξινάρι είχα, ούτε τίποτα. Έβγαλα μια μπλούζα κι έσκαψα στο χώμα, έσκαψα, που ήταν μαλακό, και πήγα και την έχωσα. Έχω πάθει κι εγώ!» Αυτά μου είπε. «Ξέρω τι έχεις πάθει. Σάμπως είπα εγώ ότι έτσι θα την έβγανες»; Έτσι του είπα. Μου είπε μάλιστα: «Από την πείνα μας φάγαμε τις χελώνες. Ήβραμε χελώνες και τις βάλαμε και τις φάγαμε! Βρήκαμε κάτι ντενεκάκια και τις βράσαμε μέσα στον Ταϋγετο».

Γι’ αυτόν ήταν κάποιος καλός αξιωματικός και του είπε ότι η οικογένειά του ξεκλήρισε όλη κι έμεινε μόνο εκείνος και είχαν δώσει αμνηστία τότες. Είχε πάει από το στρατό, που ήταν να τους ιδεί και μετά δεν μπορούσε να ξαναπάει. Τη θυμάμαι που είχε έρθει από το στρατό. Είπαν «ήρθε κι ο Χριστόφορος από το στρατό». Και μετά πώς να ξαναπάει; Κι έφυγε και πήγε στο βουνό και έτυχε να γλιτώσει.

Τότες που πήγαμε εμείς στη Γλουμπίνιτσα, που πήραν τον πατέρα μου και μου τα είπε όλα αυτά, εγώ έκλαιγα. Που να πάω; Θυμάμαι πόσο έκλαιγα, που είπαν ότι θα με σκοτώσουνε! Κι εκείνος με βάσταγε αγκαλιά όλη ημέρα και τον φυλάγανε. Και μου έλεγε: « Θα με σκοτώσει άδικα ο…...». Και του μίλησε κι ο αντάρτης από την μπάντα: «Μην της λες της κοπελίτσας αυτά, γιατί αυτή θα πεθάνει από την κλάψα!». Χωρίς να ξέρω που είμαι, χωρίς να ξέρω που είναι η μάνα μου… Κι αφού βράδιασε πλέον του λέω: «Μι εγώ που να πάω». Μου είπε: «Φεύγε». Για να τον πάρουν μακριά να τον σκοτώσουν. Και ξέρεις πόσο μακριά τον πήγαν από το πλάτωμα; Συλλογιζόμουν όλη μου την ζωή: «Τώρα να ξέρεις πως σε πάνε να σε σκοτώσουνε και να σε πηγαίνουνε κλωτσηδόν, πώς θα αισθάνεσαι δεν το ξέρει κανείς». Πώς περπάταγε σε τόση δα απόσταση; Φαρμακώθηκα. Η καρδιά μου φαρμακώθηκε. Έκλαιγα όλη ημέρα και μετά και το βράδυ. Και κάτω που μου είπε να πάω στις Δικαιϊτσες. Ήταν φερμένος κι ο Πότης από το αντάρτικο. Τότες τους είχανε κυνηγήσει και ήρθε κι εκείνος. Κι αφού έκλαιγα πολύ, για να μου δώσει κάποια επλίδα, μου λέει: «Μην κλαίς! Για αν τους βαστά να τον σκοτώσουνε!». Α! τον καημένο! Ο Πότης! «Θα του το πάρω εγώ το αίμα του», μου λέει. Το πίστευα κι εγώ σαν παιδί, που ήμουν. Είχα κάποιες ελπίδες. Μόλις περάσανε όμως δυο ημέρες, εκεί που τους είχανε ρίξει μετά σκοτωμένους, είχανε τότε τη φωτιά! Σηκωθήκανε κάποια ώρα αργά και μου λέει η Σοφία, που έκανε τον αρχηγό: «Τώρα σήκω να φύγεις, γιατί εμείς δεν σε θέλουμε κοντά μας». «Που να πάω;» Να δούνε ένα παιδί στο βουνό, σε ερημιά και δυστυχία, νύχτα! Και να μου λέει να φύγω; «Εγώ δεν φεύγω, γιατί σκιάζομαι», της είπα. «Επάνω στις σπηλιές», μου λέει, «είναι κι άλλοι ανθρώποι. Πήγαινε εκεί πάνω, ώσπου να ξημερώσει, και μετά πήγαινε με τη μάνα σου». Ψέματα! Εγώ την πίστευα, γιατί δεν ήξερα να κρίνω. 12 χρονώ ήμουνα. Δεν ήτανε ο κόσμος όπως τώρα, που τα παιδιά ξέρουν τα πάντα. Τότε εμάς ό, τι μας λέγανε, εμείς τα πιστεύαμε. Πάω εκεί πάνω με τα πράγματά μου, που είχα, για να κοιμάμαι, κανείς, ερημιά! Μόλις πήρανε τον πατέρα μου, τώρα θυμήθηκα, που έμεινα στην κάλυβα μοναχή μου, μου είπε η Σοφία: «Να έρθει κι η Αγγέλω να μείνετε μαζί»; Η Τζανετίτσα. «Ας έρθει. Παρέα θέλω κι εγώ». Κι ήρθε και μείνναμε δυο βραδιές. Δεν την ξεχνάω. Ήταν μια ωραία κοπέλα με κάτι πλεξίδες, 20-22 χρονών!

Μετά που τους είπαν να πάμε να κρυφτούμε, άρχισαν να διαλύονται, να πάμε να κρυφτούμε. Εγώ πάνω στις σπηλιές δεν ήβρα κανέναν. Γυρίζω από το φόβο μου, που κατάλαβα ότι με κοροϊδέψανε, φωνάζοντας. Με όλη μου τη δύναμη είτε τους ακούνε, είτε δεν τους ακούνε. Φώναζα και πιλάλαγα για να τους φτάσω. Αυτοί κάμανε κάτω. Άκουγα τον αντίλαλο της φωνής μου. Άκουγα τότε. Τώρα δεν ακούω. Από τότε που με βαρέσανε εκεί κάτω στων Πολυμεναίων αυτοί οι διαβολόσποροι! Αφού έτρεξα, έτρεξα, τις έφτασα στου Κούση. Είχανε τα πράγματά τους κι η Σοφία βάσταγε μια βίκα νερό, για να πιούνε. Πηγαίνανε να κρυφτούνε. Και γυρίζει πίσω. Είδα την αντηλιάδα της, επειδή ήταν νύχτα και μου λέει: «Έλα εδώ και μη φωνάζεις». Για να μην μας ακούσουν. «Κοντά μας δεν σε θέλουμε, επειδή είσαι μικρή κι άμα σε βρούνε θα μας προδώσεις». Ήταν για να ζήσω κι όχι για να τους προδώσω! Αν έμενα μαζί τους, θα με σκοτώνανε μαζί με δαύτες. Μου το είπε φαίνεται γιατί ήταν να ζήσω! «Εγώ σκιάζομαι. Πώς θα κάτσω εγώ να ξημερώσει εδώ». «Να πας και να κάτσεις ευτού χάμω σ’ένα παλιόσπιτο»- που ήταν στου Κούση- «και να περιμένεις. Για να σε πάρουμε, δεν σε παίρνουμε». Έτσι μου είπαν.

Παραδόθηκα μετά στο έλεος του Θεού. Έκατσα λοιπόν σε μια σκάλα, που ήταν σ’ ένα παλίοσπιτο, κουκουλώθηκα να μη βλέπω το σκοτάδι και φοβάμαι και περίμενα. Την ώρα που περίμενα και ήρθε από πάνω κάτι και μίλησε, έλαβα έναν φόβο, που δεν θα ξεχάσω ποτές. Πώς δεν κοβόταν η καρδιά μου, δεν ξέρω! Ήταν γερή φαίνεται!…Μόλις ξημέρωσε χαμός. Ταράχτηκε όλη η γης. Φοβήθηκα! Άνοιξα τα μάτια μου κρυφά- κρυφά και είδα από πάνω μου μια γίδα. Κι εκείνη έπνεε τα ολίσθια! Κι ήθελε να βρει παρέα κι αυτή! Ξανακουκουλώθηκα.
Ενδιαφέρον!

Λέγεται πως στο Διλάγκαδο χίτες του Γερακάρη σκότωσαν πάρα πολλούς συγγενείς ανταρτών που βρήκαν σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση.

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8974
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 12 Μάιος 2020, 19:57

Γιάννης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 19:51
Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 18:21
Οι πραγματικές ιστορίες κρύβουν από πίσω πολύ μεγαλύτερη δυστυχία. Κορίτσι κακοποιείται από δεξιούς Μανιάτες και ο πατέρας του θανατώνεται απ' τους αριστερούς Μανιάτες.
Εντάξει για Μανιάτες μιλάμε. Ζώα και κανίβαλοι όλοι τους, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων.
Ρωμαίος Κωνσταντίνος, Φτέρης Γεώργιος , Βορέας Θεόφιλος , Παρορίτης Κώστας , Πασαγιάννηδες , Ρίτσος , Βρεττάκος , Πηνελόπη Δέλτα , Δασκαλάκης Βάσος , Πρωταίος Στάθης , Πολίτης Νικόλαος , Κουκουλές Φαίφων , Βρεττάκος , Κουγέας Σωκράτης και πολλοί άλλοι είχαν μανιάτικη καταγωγή. Φαίνεται πως δεν έβγαζε μόνο ζώα και κανίβαλους η Μάνη.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8974
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 12 Μάιος 2020, 20:02

Παλαιοελλαδίτης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 19:57
Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 18:21
Οι πραγματικές ιστορίες κρύβουν από πίσω πολύ μεγαλύτερη δυστυχία. Κορίτσι κακοποιείται από δεξιούς και ο πατέρας του θανατώνεται απ' τους αριστερούς. Όποιος έχει καιρό να νιώσει θλίψη και στεναχώρια ας διαβάσει :
SpoilerShow
Γιάννης Καρακατσιάνης
Ο πόλεμος στη Μάνη.
Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος


ΜΑΡΤΥΡΙΑ 30
Σταυρούλα Αβραμέα- Φουντέα, (Εξωχώρι, γεννηθείσα 1936, 29-12-2006)


Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση ζωής της πληροφορήτριάς μας, η οποία βίωσε τα γεγονότα του Διλάγγαδου έντονα. Είναι η χαρακτηριστική οπτική από ένα κορίτσι αριστερής οικογένειας του Εξωχωρίου, που ο πατέρας της θεωρήθηκε και από τους αριστερούς ως προδότης. Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε τα πάμπολλα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία της αφήγησης της πληροφορήτριας στον άκρως απόλυτο βαθμό και γι’ αυτό ίσως σε πολλά σημεία φαίνεται η αφήγηση να χαρακτηρίζεται από χάσματα ή ασάφειες.


«Ο πατέρας μου βγήκε στο βουνό, επειδή ήταν αριστερός. Όταν μας εκτοπίσανε, ήθελε να πάει και πήγε στο βουνό. Βγήκε στο βουνό, όταν μας εκτοπίσανε και φύγανε όλοι. Θεωρήθηκε υπεύθυνος ένας …για τις σφαγές και διαρκώς τον ενοχλούσαν αργότερα και τον έπαιρναν τηλέφωνο και τον απειλούσαν. Γιατί αυτά που έκανε αυτός μόνο αν είναι αναίσθητος θα μπορούσε ! Γιατί θα φωνάζει μέσα του στη συνείδησή του κάτι.

Όταν πήγε η μάνα μου στο Μοναστήρι, ήταν κι ο Δικαίος. Και κάτω που τους πιάσανε στο Λαγγάδι, κάτω από το Μοναστήρι, ήταν κι ο θείος μου από τη μάνα μου. Ήταν εκεί κάτω κι ο Π. Κι ήταν κι ένας Φουρνάρος. Αυτός δεν τον άφηνε εκείνον να τους σκοτώσει τους ανθρώπους. Και μάλιστα διασωθείς πήγε στη Μηλιά και του είπε ότι ήρθε για να τον ευχαριστήσει, επειδή, όταν τους πιάσανε εκεί κάτω, δεν τους πείραξε. Και τον εβαρέσανε το Δικαίο. Κι έκλαιεεε! Και του κάνανε μεγάλες πληγές! Τον βάλανε σε κάποια βενζίνα και, είπε, πως όταν τον εβγάλανε στην Παραλία, στην Καλαμάτα, τον επήγανε δέρνοντας έως του Καρέλια τις φυλακές. Την ημέρα που πέθανε του είπα εγώ «καλά που πέθανες Δικαίο, και θα ξεχάσεις ό, τι σου κάνανε οι φονιάδες».

Στη Γκλουμπίνιτσα ήταν μέσα 17. Ήταν 5 κοπέλες, και η Ερασμία 6 ! Την Αγγέλω, τη μάνα της Ρεβέκκας τη σκοτώσανε αλλού, όπως ήρθε. Αυτή ήταν αλλού κρυμμένη, δεν ήταν στη σπηλιά Ήταν στο απέναντι μέρος στη Γλουμπίνιτσα. Μόλις είδε αυτό το πράγμα και την κόρη της, βγήκε και φώναζε. Την άκουγε και η θεία μου τότε. Ήταν και η Ευγενία μαζί με τη μάνα της Ρεβέκκας. Μόλις είδε ότι σκοτώνανε την κόρη της, πήγε φωνάζοντας : «Μη σκοτώσετε τη Ρεβεκκούλα μου, μη σκοτώσετε τη Ρεβεκκούλα μου». Μια κοπέλα είχε. «Έλα εδώ, γρια πουτάνα, τι γυρεύεις εσύ στο βουνό;» Τις κόψανε το λαιμό. Άμα ρωτήσεις το Νίκο τον Παλιατσέα, τους είδε όλους που λαχταράγανε. Μόλις φύγανε αυτοί, ο Νίκος ήταν κάπου αλλού κρυμμένος και πήγε και τους είδε λαχταριστούς. Πρώτος πρώτος κατέβηκε ο Χρύσανθος ο Γιαννακουρέας. Μου είπε ότι ο ….. ήταν βασικός εκεί αρχηγός… Μου είπε επίσης: «Είδα αυτό, όταν κατέβηκα κι εγώ, κι έμεινα στήλη άλατος!» «Το τι είδα» μου είπε, «δεν περιγράφεται». Αυτός και μερικοί άλλοι τους είδαν ακόμα ζωντανούς. Εγώ τους είδα λίγο αργότερα. Ήταν κι Νίκος κι ο Χρύσανθος κι ο Χριστόφορος κρυμμένοι κάπου αλλού. Δεν θα τη βρίσκανε την τρούπα εκείνη καθόλου, αν δεν τους πρόδιδε εκείνη, η Πουλίτσα. Της είπαν της Πουλίτσας: «εμείς είμαστε καλοί ανθρώποι ! Ξέρεις άλλους να πάμε να τους βρούμε; Και ο διάβολος την έβαλε και τους πάει στην τρούπα και εκεί έγινε ο χαμός. Πάει εκείνη και τους λέει: «Ελάτε, είναι καλοί ανθρώποι». Βγήκαν από μέσα. Ήταν κι ο Σταύρος ο Παλιατσέας και τον βάρεσαν κιόλας. Τον είχαν μαύρο το Σταύρο.

Άντρες ήταν : Ο Κιτρινιάρης ο Βαγγέλης, ο γερο- Σωκράτης, ο Σταύρος ο Παλιατσέας, ο Πότης, ένας Τσεριώτης, μιας κοπέλας ο πατέρας, ο Βασίλης ο Τζανετέας. Ήταν κι 6 γυναίκες και δυο μικρά παιδιά . Τους θυμάμαι κάτι φορές και τους μετράω στο μυαλό μου. Εκείνοι μετά ανεβαίνανε πολύ συχνά, για να καθαρίσουν τα βουνά, όπως έλεγαν. Θυμάμαι ότι παίρνανε τη Βαγγέλαινα σχεδόν για ένα μήνα να πηγαίνει κοντά, για να μαζεύει τα πράματα. Και τους δίνανε λεφτά, για να τους λένε τους δρόμους και τα περάσματα. Πηγαίνανε αυτοί, φυλάγανε και τους πιάνανε. Ο Χρύσανθος δεν θέλει να θυμάται πώς γλίτωσε και που ήταν κρυμμένος στο Μάραθο. Ήταν σε μια τρούπα μέσα, καταπακτή. Και μέσα είχε αυτή άλλα διαμερίσματα. Από εκεί έφυγαν παρά το ότι ρίχνανε μέσα χειρομβοβίδες. Ήταν μια τέχνη μεγάλη το πώς φύγανε. Δεν το ξέρω. Βγήκανε πολλοί μέσα από διαμερίσματα σε μια άλλη καταπακτή και σώθηκαν απ’ ό, τι μου λέει.

Θυμάμαι τον Κωστή του Τίγρη της Μαρίας, επειδή πήγαινα στο λάκκο και τον θυμάμαι. Και τον είχανε πιάσει κι αυτόν και τον σκότωσαν. Το βουνό, το Λαγγάδι είναι γεμάτο. Η μάνα μου τον απέτρεψε τον πατέρα μου να πάει στο βουνό με μικρό παιδί. Ούτε γάλα δεν είχε, δεν τράβαγε. Αποφάσισε να κρυφτεί χαμηλά, επειδή επάνω ήταν δύσκολο να κρυφτεί. Κρύφτηκε στο Μοναστήρι, γιατί από εκεί δεν περνούσανε. Εκείνη τη φορά όμως κατεβήκανε. Εγώ ήμουν κρυμμένη με τον πατέρα μου. Είμασταν το βράδυ κρυμμένοι, θυμάμαι, σε μια σπηλιά έξω από το Μοναστήρι, στο Λαγγάδι. Ήταν και του Βασίλη η μάνα, του Τζανετέα, η Σοφία, και η Βαγγελιώ. Η μάνα του λοιπόν με τα τρία μικρά, που τα πήρε στο Μοναστήρι- και καλά που τα πήρε η μάνα μου τότε. Ήταν η μάνα του και τα 3 του αδέλφια. Και είπε στον πατέρα μου να πάνε εκεί να κρυφτούνε. 14 από τη μια μεριά και οι άλλοι θα ήταν 8. Αυτοί γλιτώσανε μαζί με τη μάνα μου, αλλά πριν ο Δικαίος ήρθε επάνω και τον πιάσανε με τον πατέρα του.

Την ημέρα που είχαν σκοτώσει τον Σταυρούκο, μαζέυανε από όλα τα χωριά. Από του Πολυμενέα, θυμάμαι, 500 ανθρώποι ήταν συγκεντρωμένοι και κάτι φονιάδες επάνω στην ταράτσα. . Κι αυτοί ελέγχανε ποιος θα πάει κατά κάτω, κατά τι γούβα, και ποιος θα είναι εθνικός, για να τον αμπολήσουνε. Εκεί πήραν και τη μάνα μου. Πίσω εγώ, γιατί εγώ δεν ξεκόλλαγα από τη μάνα μου. Δεν με προσέχανε, επειδή εγώ ήμουν μικρή. Η Σωτηρούλα μπουχός, δεν ερχόταν κοντά, κρυβόταν. Μια φορά που ψιχάλιζε, θυμάμαι, μας λένε: «Πηγαίνετε να κρυφτείτε, έρχονται χίτες !» Νύχτωνε. Που να πάει η μάνα μου με ένα μικρό παιδί. Ανέβηκε έναν γκρεμό... Άμα το θυμίζομαι, πώς δεν γκρεμίζομε να σκοτωθούμε ! Ήταν κι ο Ασαράντηγος (ένας Χριστοδουλέας) από το Πραστίο με τη γυναίκα του. Είμασταν κι άλλοι κι ανεβήκαμε κατσούλια- κατσούλια. Κι έλεγαν για τον πατέρα μου- άκουγα εγώ. «Μπα, που να πάρει ο διάβολος εκείνον και τον αγώνα του!» Εκεί πάνω ήταν μια καταπακτή, για να πάμε να κρυφτούμε, τι καταπακτή ήταν αυτή; Που να πάμε εκεί μέσα να κρυφτούμε; Και ψιχάλιζε κι άκουγα- δεν τα ξεχνάω αυτά: «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ», έλεγε ο Ασαράντηγος. Μετά είπανε ότι δεν έρχονται οι χίτες. Άντε κατεβείτε πάλι! Πώς να κατεβούμε πάλι; Πώς δεν σκοτωθήκαμε;

Κι από εκεί συνεχίσθη το κακό. Πέντε μήνες. Πώς τη βγάλαμε; Πότε κρυβόμαστε, πότε πιλαλάγαμε, πότε είμασταν νηστικοί, γεμάτοι ψείρες, που μας τρώγανε. Μετά, που ξάνοιγε ο καιρός πλέον, μας πήγαινε ο πατέρας μου στο Μοναστήρι. Εκεί δεν πήγαιναν πολλοί χίτες και ήταν και τα σπίτια, οπότε μας αμπολούσε μέσα στα σπίτια και μιλάγαμε και δυνατά πλέον. Μετά όμως άντε να ανέβαινες από τη Γλουμπίνιτσα. Για να ζαλώσει η μάνα μου τα γύφτικα φορτία, … Μέναμε στα κελιά, στα σπίτια στο Μοναστήρι. Τότε ήταν όλα ανοιχτά. Τώρα τα κλειδώνουνε όλα, που κλέβουνε τις εικόνες. Ζαλωμένη λοιπόν εγώ με πράγματα 5 ώρες δρόμο. Κι αυτό από το Λαγγάδι επάνω. Που να πάει κανείς σε τέτοιο δρόμο, τι δρόμος δηλαδή; Νύχτα! Γιατί είχαμε μάθει να βλέπουμε τη νύχτα. Είχαμε μάθει κι εμείς και περπατούσαμε μέσα στο σκοτάδι. Λιγοψυχούσα να φτάσω. Μετά, μόλις φεύγανε οι γίδες, να σου πάλι στο βουνό. Τελευταία φορά που πιάσανε τη μάνα μου περάσανε οι χίτες από κάτω και τους ήβραμε. Πριν δεν θυμάμαι πόσες φρές είχαμε κάνει αυτή τη διαδρομή. Εγώ με τον πατέρα μου είχαμε φύγει. Γι΄αυτό έμεινα εγώ στο βουνό.

Μου είπε εκείνη τη βραδιά ο πατέρας μου: «Έως τα Τσέρια είναι χίτες. Θα φύγουμε εμείς να κρυφτούμε χώρια μη μας βρούνε όλους». Θα του έλεγα εγώ αν ήμουν μεγάλη, γιατί να κρυφτούμε και δεν θα πήγαινα. Αλλά τώρα…Άκουγα γιατί δεν καταλάβαινα, επειδή ήμουν μικρή. Με παίρνει πλέον ο πατέρας μου τη βραδιά αυτή και με πάει σε κάτι γκρεμούς μέσα. Δεν μπορεί να πάει τώρα κανείς σε έκείνα τα μέρη τώρα! Κατέβηκαν την άλλη μέρα οι χίτες από τα Τσέρια και είδανε τα ίχνη μας, που είχαμε ανέβει ψηλότερα σ’ ένα ρίζωμα. Κι αρχίσανε να βαράνε με το ντουφέκι, όταν καταλάβανε ότι ήταν επάνω ανθρώποι.

Ήμασταν με την Τζανέταινα του Βασίλη κι είχε και τα τρία της παιδιά μαζί εκείνη. «Μη μιλάς, μη μιλάς»! «Να μη μιλάω, αφού μας είδανε»!, είπε η μάνα μου. Κι η μάνα μου τους φώναξε: «Μη βαραίνετε! Γυναίκες είμαστε με μικρά παιδία!» Ανεβήκανε πλέον επάνω και τους κατεβάσανε κάτω στο Λαγγάδι. Και τι δεν έγινε! Του Δικαίου του ρίξανε την πρώτη. Ξυλιές κα βρισιές άρχισαν. Της Τζανέταινας της είπανε: «Εσύ που ήσουν; Που είναι ο άντρας σου;» «Είναι στην Αθήνα», είπε εκείνη. Και τι ήθελες στο βουνό, εσύ, γριά πουτάνα;» Τη μάνα μου, επειδή βάσταγε το παιδί, δεν τη βαρέσανε. Ήτανε εκείνος από τη Μηλιά, ο Φουρνάρος ο καλός. «Εσάς δεν σας πειράζουμε», έλεγε. Τους έδινε θάρρος. Ο άλλος όμως! Αν τον άκουγε, δεν θα βγαίνανε ζωντανοί από εκεί κάτω. Ο Φουρνάρος μάλιστα είπε: «Αν ήμουν εγώ στη Γλουμπίνιτσα, δεν θα τον άφηνα να σκοτώσει». Μάλιστα, μόλις είδε τους σκοτωμένους στη Γλουμμπίνιτσα, που ήταν επάνω, έβγαλε το ντουφέκι, για να τον σκοτώσει το Π., μόλις είδε αυτό το κακό. Μετά που πιάσανε τη μάνα μου πήγαμε να κρεμασατούμε μπας κι ακούγαμε τίποτα. Αλλά ήταν νύχτα, κρεμαστήκαμε, αλλά δε ακούσαμε τίποτα. Φαίνεται ότι τους πιάσαμε, όπως καταλάβαμε, κι έπρεπε να ξαναπάμε στο βουνό. Με πάει πάλι στο βουνό. Και ξενυχτάμε μες του Σωτήρα την εκκλησία επάνω στο γυναικωνίτη βαθιά.

Μια μέρα όμως πριν πάμε στην εκκλησία, είχαμε πάει σε μια τρούπα στα Ζάσταβα. Ήταν επάνω από το δρόμο μια χαραμάδα. Μπήκαμε μέσα και δεν φαινόταν από το δρόμο. Χωράγανε δυο ανθρώποι. Χώραγε εκείνος κι εγώ. Πώς ξελημέρισα ένα παιδί 12 χρονών εκεί πέρα τότε χωρίς ψωμί, χωρίς νερό και να περνούν οι χίτες από κάτω; Και να φωνάζουν τον πατέρα μου: «Παντελή, Παντελή». Τον Γυρεύανε. Είχαν πει στη μάνα μου εκεί κάτω: «Που πήγε ο άντρας σου». Κι εκείνη είπε ότι δεν ήξερε. Ψάχνανε για να τον σκοτώσουν. Της είπε ο καλός: «Πες που είναι. Θα βρω εγώ τρόπο». Αλλά ήξερε εκείνη ακριβώς που είναι; Δεν μαρτύραγε άλλωστε. Μετά που ξελημερίσαμε περάσαμε την Ντράβαλι και είχαμε κρύψει σε μια γαϊδούρα λουκάνικα. Εγώ πείναγα. Μου έβγαλε δυο πλευρά και ξύδι χωρίς ψωμί. Τα έφαγα από την πείνα μου χωρίς ψωμί. Μετά που νύχτωσε και πήγαμε μέσα στην εκκλησία και μου είπε ο πατέρας μου ότι θα πάμε πάλι στο βουνό. Ήξερα εγώ τι θα του κάνανε οι άλλοι στο βουνό, που τον σκοτώσανε; Κι εκεί ήταν η κουβέντα του, ότι δεν μπορεί να ήταν μόνο οι χίτες λοβοί. Ήταν κι οι άλλοι μασκαράδες! Μόλις βγήκαμε και μου είχε δώσει το λουκάνικο, δεν θα ξεχάσω τη δίψα, που είχα. Να φάω λουκάνικο χωρίς νερό και χωρίς ψωμί. Μόλις βγήκαμε από την εκκλησία, πέθαινα. «Πεθαίνω από τη δίψα», του έλεγα. Από πού να πιω; Από πουθενά!

Κάναμε επάνω, για να πάμε στο βουνό και θυμάμαι που ήπια ένα βρωμοντένεκο επάνω στου Φώτη του Ζερβέα την κιστέρνα. Και τι δεν θα ήτανε μέσα! Και σκουλήκια θα ήτανε και ό, τι θες! Και λίγο φεγγάρι να είναι κάτι έβλεπες, αλλά ήταν τελείως νύχτα τότε και δεν μπορούσα να δω τι ήταν μέσα στον ντενεκέ. Μετά πάμε επάνω, επάνω, επάνω, πώς περπατούσαμε! Πηγαίναμε από πάνω από τα Λαμπρινέϊκα από το πλάγιο. Ανεβήκαμε να πάμε στα λαχηδάκια. Ζούγκλα, νύχτα! Και ψιχάλιζε κιόλας. Πώς βγήκα εγώ 12 χρονώ παιδί! Βρεγμένη, με όλα τα κακά.

Μόλις αγναντέψαμε από εκεί στην άλλη μερία, πήγε ο πατέρας μου σε μια περιοχή κι ήταν μές άχυρα από τα αλώνια. Και κούρνιασα εγώ εκεί. Εκείνος πήγε και μάζεψε κάτι χάχαλα από όξω και τα έκαμε ξύλα.Και άναψε φωτία. Ε, αποκοιμήθηκα εγώ. Και δεν τα θυμάμαι τα άλλα. Μόλις ξημέρωσε πάμε στη Γλουμπίνιτσα. Μόλις νύχτωσε, έρχονται οι αντάρτες και του λένε «έλα εδώ να σου πούμε». Που ήξερα εγώ ότι θα τον πάρουν να τον σκοτώσουν. Να ιδείς όμως τι κακοί άνθρωποι ήταν αυτοί.

Ο … - το’ χω πει ότι ξέρω ποιος τον σκότωσε τον πατέρα μου χωρίς να φταίει. Εγώ ήμουν κοντά του. Όχι δεν πρόδωσε στους χίτες, που τον ενοχοποίησε αυτός, αλλά στο Σωτήρα δεν μίλαγε, για να μην τον πιάσουν οι χίτες . Άμα είχε προδώσει ο πατέρας μου, θα έτρεμε, όταν κρυβόμασταν από τους χίτες; Δεν θα τον ήβλεπα εγώ, αφού ήμουν μαζί με δαύτον και δεν χώρισα; Εκεί που του φωνάζανε, δεν θα πήγαινε μαζί τους; Μέσα στην τρούπα εμείς τρέμαμε. Λούφα και τρομάρα, ώσπου να νυχτώσει! Αλλά αυτός, να σου πω, τον σκότωσε, έτσι επειδή ήταν τέτοιος…. Γιατί μου το είπε ο πατέρας μου: «Να μην έχετε παράπονο σε κανέναν, θα με σκοτώσει ο …..άδικα»! Εγώ τα άκουγα, έκλαιγα και δεν ήξερα να απαντήσω, γιατί δεν ήξερα να κρίνω. «Εγώ εκείνο που πιστεύω, η Δημοκρατία, θα έρθει μια μέρα», μου είπε.

Όταν σκοτώσανε τους Χωροφυλάκους στη Χώρα, ο πατέρας μου με το Βαγγέλη τον Κοντανίνο ήταν κρυμμένοι στη Ντάτοβα σακάτω. Και περάσανε δυο Χωροφυλάκοι και τους είπανε: «Ρε παιδιά, γίνεται ο χαμός εκεί πάνω. Κατεβήκανε δυο αντάρτες και μας βαρέσανε- ένας Χαλαζινός Κώστας θυμάμαι λεγόταν-και ρωτήσανε που να βγούνε κατά κάτω, κατά την Καρδαμύλη. Και τους είπε ο πατέρας μου να πάνε παρακάτω προς το Μοναστήρι. Κι αυτός, ο…, είπε της θειάς μου μετά της Σταυρούλας- κι αυτή δεν το είχε πει στον πατέρα μου, γιατί αν το είχε πει, ο πατέρας μου δεν θα πήγαινε στο βουνό- αυτό. Κι αυτή, γιατί είμαστε συγγενείς, του είπε ότι πικράθηκε που σκοτώθηκε ο Σωτήρης και του είπε τι πράγματα ρε … είναι αυτά; «Να κάνετε πολέμους και να σκοτωνόσαστε;», του είπε η θειά μου, που ήταν καλή. «Ας είναι καλά ο αδελφάκος σου, που τους φονιάδες του Σωτήρη τους έβγαλε στο Μοναστήρι», της απάντησε ο ….

Αυτό του το κράτησε και ήβρε ευκαιρία και τον σκότωσε! Οι αντάρτες δεν θέλανε να τον σκοτώσουνε τον πατέρα μου την άλλη μέρα. Μόνο αυτός ήθελε. Ήρθανε και με ανακρίνανε. Ήτανε τρεις. Και μου είπανε πως πιάνανε τη μάνα μου. Ένας ήταν Τζουμάκος, κοκκινομάλης, και άλλους δυο, που δεν τους θυμάμαι. Στέκονταν οι τρεις έτσι και με ρωτούσανε. Και τους είπα εγώ ό, τι είδα, όπως είδα, και ό, τι άκουσα. Δεν ήξερα εγώ καλά να πω ή να κρύψω κάτι, αν ήταν. Άσε που δεν είδα τίποτα να προδώσει ο πατέρας μου, αφού ήμουν κοντά του. Αλλά δεν είχα και πονηριά. Δεν ήξερα γιατί με ρωτάγανε. Είπα ό, τι είδα κι ό, τι άκουσα. Οι αντάρτες είπαν ότι το παιδί δεν κάνει βάρος, για να τον σκοτώσουμε, ότι πρόδωσε. Του είπαν ότι πήρε τη μάνα μου εκεί κάτω και την παράδωσε και πήρε το βουνό, για να έρθει εδώ. Κανείς δεν ήξερε που κρυβόταν, για να μην προδώσει τίποτα η μάνα μου. Την ενοχοποίησε αυτός, για να τον σκοτώσει, γιατί ήταν κακός άνθρωπος…..

Κατεβήκαμε στο Μοναστήρι εμείς, γιατί φώναζε ο Παντελής που δεν μπρούσαμε να κρυφτούμε. Δεν την κατέβασε ο πατέρας μου, αλλά έτυχε να κατεβούνε οι χίτες εκείνη την ημέρα και την πιάσανε. Θα πάει να τη σκοτώσει εκείνος; Αργότερα σε συζητήσεις μαζί μου μου αποδίδαν το φταίξιμο στις προπαγάνδες της Αγγλίας, που μας το κάμανε αυτό…..Μου έλεγε ο Χριστόφορος, όταν του τα έλεγα «να σου πω τι να έχω πάθει εγώ»! Έμεινε από την οικογένειά του εκείνος κι εμένα, μου σκοτώσανε τον πατέρα! Να τα ρέστα! Μου είπε: «Πήγα και είδα ότι τη μάνα μου και της είχανε φάει οι κοράκοι τα μάτια»! Σκοτωμένη ήταν μετά από πόσες ημέρες. «Πώς την είδα εγώ τη μάνα μου», μου είπε. «Και μετά πώς να τη θάψω! Ούτε ξινάρι είχα, ούτε τίποτα. Έβγαλα μια μπλούζα κι έσκαψα στο χώμα, έσκαψα, που ήταν μαλακό, και πήγα και την έχωσα. Έχω πάθει κι εγώ!» Αυτά μου είπε. «Ξέρω τι έχεις πάθει. Σάμπως είπα εγώ ότι έτσι θα την έβγανες»; Έτσι του είπα. Μου είπε μάλιστα: «Από την πείνα μας φάγαμε τις χελώνες. Ήβραμε χελώνες και τις βάλαμε και τις φάγαμε! Βρήκαμε κάτι ντενεκάκια και τις βράσαμε μέσα στον Ταϋγετο».

Γι’ αυτόν ήταν κάποιος καλός αξιωματικός και του είπε ότι η οικογένειά του ξεκλήρισε όλη κι έμεινε μόνο εκείνος και είχαν δώσει αμνηστία τότες. Είχε πάει από το στρατό, που ήταν να τους ιδεί και μετά δεν μπορούσε να ξαναπάει. Τη θυμάμαι που είχε έρθει από το στρατό. Είπαν «ήρθε κι ο Χριστόφορος από το στρατό». Και μετά πώς να ξαναπάει; Κι έφυγε και πήγε στο βουνό και έτυχε να γλιτώσει.

Τότες που πήγαμε εμείς στη Γλουμπίνιτσα, που πήραν τον πατέρα μου και μου τα είπε όλα αυτά, εγώ έκλαιγα. Που να πάω; Θυμάμαι πόσο έκλαιγα, που είπαν ότι θα με σκοτώσουνε! Κι εκείνος με βάσταγε αγκαλιά όλη ημέρα και τον φυλάγανε. Και μου έλεγε: « Θα με σκοτώσει άδικα ο…...». Και του μίλησε κι ο αντάρτης από την μπάντα: «Μην της λες της κοπελίτσας αυτά, γιατί αυτή θα πεθάνει από την κλάψα!». Χωρίς να ξέρω που είμαι, χωρίς να ξέρω που είναι η μάνα μου… Κι αφού βράδιασε πλέον του λέω: «Μι εγώ που να πάω». Μου είπε: «Φεύγε». Για να τον πάρουν μακριά να τον σκοτώσουν. Και ξέρεις πόσο μακριά τον πήγαν από το πλάτωμα; Συλλογιζόμουν όλη μου την ζωή: «Τώρα να ξέρεις πως σε πάνε να σε σκοτώσουνε και να σε πηγαίνουνε κλωτσηδόν, πώς θα αισθάνεσαι δεν το ξέρει κανείς». Πώς περπάταγε σε τόση δα απόσταση; Φαρμακώθηκα. Η καρδιά μου φαρμακώθηκε. Έκλαιγα όλη ημέρα και μετά και το βράδυ. Και κάτω που μου είπε να πάω στις Δικαιϊτσες. Ήταν φερμένος κι ο Πότης από το αντάρτικο. Τότες τους είχανε κυνηγήσει και ήρθε κι εκείνος. Κι αφού έκλαιγα πολύ, για να μου δώσει κάποια επλίδα, μου λέει: «Μην κλαίς! Για αν τους βαστά να τον σκοτώσουνε!». Α! τον καημένο! Ο Πότης! «Θα του το πάρω εγώ το αίμα του», μου λέει. Το πίστευα κι εγώ σαν παιδί, που ήμουν. Είχα κάποιες ελπίδες. Μόλις περάσανε όμως δυο ημέρες, εκεί που τους είχανε ρίξει μετά σκοτωμένους, είχανε τότε τη φωτιά! Σηκωθήκανε κάποια ώρα αργά και μου λέει η Σοφία, που έκανε τον αρχηγό: «Τώρα σήκω να φύγεις, γιατί εμείς δεν σε θέλουμε κοντά μας». «Που να πάω;» Να δούνε ένα παιδί στο βουνό, σε ερημιά και δυστυχία, νύχτα! Και να μου λέει να φύγω; «Εγώ δεν φεύγω, γιατί σκιάζομαι», της είπα. «Επάνω στις σπηλιές», μου λέει, «είναι κι άλλοι ανθρώποι. Πήγαινε εκεί πάνω, ώσπου να ξημερώσει, και μετά πήγαινε με τη μάνα σου». Ψέματα! Εγώ την πίστευα, γιατί δεν ήξερα να κρίνω. 12 χρονώ ήμουνα. Δεν ήτανε ο κόσμος όπως τώρα, που τα παιδιά ξέρουν τα πάντα. Τότε εμάς ό, τι μας λέγανε, εμείς τα πιστεύαμε. Πάω εκεί πάνω με τα πράγματά μου, που είχα, για να κοιμάμαι, κανείς, ερημιά! Μόλις πήρανε τον πατέρα μου, τώρα θυμήθηκα, που έμεινα στην κάλυβα μοναχή μου, μου είπε η Σοφία: «Να έρθει κι η Αγγέλω να μείνετε μαζί»; Η Τζανετίτσα. «Ας έρθει. Παρέα θέλω κι εγώ». Κι ήρθε και μείνναμε δυο βραδιές. Δεν την ξεχνάω. Ήταν μια ωραία κοπέλα με κάτι πλεξίδες, 20-22 χρονών!

Μετά που τους είπαν να πάμε να κρυφτούμε, άρχισαν να διαλύονται, να πάμε να κρυφτούμε. Εγώ πάνω στις σπηλιές δεν ήβρα κανέναν. Γυρίζω από το φόβο μου, που κατάλαβα ότι με κοροϊδέψανε, φωνάζοντας. Με όλη μου τη δύναμη είτε τους ακούνε, είτε δεν τους ακούνε. Φώναζα και πιλάλαγα για να τους φτάσω. Αυτοί κάμανε κάτω. Άκουγα τον αντίλαλο της φωνής μου. Άκουγα τότε. Τώρα δεν ακούω. Από τότε που με βαρέσανε εκεί κάτω στων Πολυμεναίων αυτοί οι διαβολόσποροι! Αφού έτρεξα, έτρεξα, τις έφτασα στου Κούση. Είχανε τα πράγματά τους κι η Σοφία βάσταγε μια βίκα νερό, για να πιούνε. Πηγαίνανε να κρυφτούνε. Και γυρίζει πίσω. Είδα την αντηλιάδα της, επειδή ήταν νύχτα και μου λέει: «Έλα εδώ και μη φωνάζεις». Για να μην μας ακούσουν. «Κοντά μας δεν σε θέλουμε, επειδή είσαι μικρή κι άμα σε βρούνε θα μας προδώσεις». Ήταν για να ζήσω κι όχι για να τους προδώσω! Αν έμενα μαζί τους, θα με σκοτώνανε μαζί με δαύτες. Μου το είπε φαίνεται γιατί ήταν να ζήσω! «Εγώ σκιάζομαι. Πώς θα κάτσω εγώ να ξημερώσει εδώ». «Να πας και να κάτσεις ευτού χάμω σ’ένα παλιόσπιτο»- που ήταν στου Κούση- «και να περιμένεις. Για να σε πάρουμε, δεν σε παίρνουμε». Έτσι μου είπαν.

Παραδόθηκα μετά στο έλεος του Θεού. Έκατσα λοιπόν σε μια σκάλα, που ήταν σ’ ένα παλίοσπιτο, κουκουλώθηκα να μη βλέπω το σκοτάδι και φοβάμαι και περίμενα. Την ώρα που περίμενα και ήρθε από πάνω κάτι και μίλησε, έλαβα έναν φόβο, που δεν θα ξεχάσω ποτές. Πώς δεν κοβόταν η καρδιά μου, δεν ξέρω! Ήταν γερή φαίνεται!…Μόλις ξημέρωσε χαμός. Ταράχτηκε όλη η γης. Φοβήθηκα! Άνοιξα τα μάτια μου κρυφά- κρυφά και είδα από πάνω μου μια γίδα. Κι εκείνη έπνεε τα ολίσθια! Κι ήθελε να βρει παρέα κι αυτή! Ξανακουκουλώθηκα.
Ενδιαφέρον!

Λέγεται πως στο Διλάγκαδο χίτες του Γερακάρη σκότωσαν πάρα πολλούς συγγενείς ανταρτών που βρήκαν σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση.
Ο Βουνισέας ανήκε στην ομάδα του Γερακάρη ;
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

aspergillus
Δημοσιεύσεις: 1603
Εγγραφή: 16 Απρ 2018, 18:12

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από aspergillus » 12 Μάιος 2020, 20:05

Εντάξει, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έκανε εγκλήματα.
Οι εθνικόφρονες και οι ταγματασφαλίτες να υποθέσουμε ήταν αγγελούδια και άσπιλοι χαρακτήρες.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος aspergillus την 12 Μάιος 2020, 20:08, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.

Παλαιοελλαδίτης
Δημοσιεύσεις: 5424
Εγγραφή: 12 Σεπ 2018, 12:51

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Παλαιοελλαδίτης » 12 Μάιος 2020, 20:06

Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:02
Παλαιοελλαδίτης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 19:57
Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 18:21
Οι πραγματικές ιστορίες κρύβουν από πίσω πολύ μεγαλύτερη δυστυχία. Κορίτσι κακοποιείται από δεξιούς και ο πατέρας του θανατώνεται απ' τους αριστερούς. Όποιος έχει καιρό να νιώσει θλίψη και στεναχώρια ας διαβάσει :
SpoilerShow
Γιάννης Καρακατσιάνης
Ο πόλεμος στη Μάνη.
Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος


ΜΑΡΤΥΡΙΑ 30
Σταυρούλα Αβραμέα- Φουντέα, (Εξωχώρι, γεννηθείσα 1936, 29-12-2006)


Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση ζωής της πληροφορήτριάς μας, η οποία βίωσε τα γεγονότα του Διλάγγαδου έντονα. Είναι η χαρακτηριστική οπτική από ένα κορίτσι αριστερής οικογένειας του Εξωχωρίου, που ο πατέρας της θεωρήθηκε και από τους αριστερούς ως προδότης. Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε τα πάμπολλα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία της αφήγησης της πληροφορήτριας στον άκρως απόλυτο βαθμό και γι’ αυτό ίσως σε πολλά σημεία φαίνεται η αφήγηση να χαρακτηρίζεται από χάσματα ή ασάφειες.


«Ο πατέρας μου βγήκε στο βουνό, επειδή ήταν αριστερός. Όταν μας εκτοπίσανε, ήθελε να πάει και πήγε στο βουνό. Βγήκε στο βουνό, όταν μας εκτοπίσανε και φύγανε όλοι. Θεωρήθηκε υπεύθυνος ένας …για τις σφαγές και διαρκώς τον ενοχλούσαν αργότερα και τον έπαιρναν τηλέφωνο και τον απειλούσαν. Γιατί αυτά που έκανε αυτός μόνο αν είναι αναίσθητος θα μπορούσε ! Γιατί θα φωνάζει μέσα του στη συνείδησή του κάτι.

Όταν πήγε η μάνα μου στο Μοναστήρι, ήταν κι ο Δικαίος. Και κάτω που τους πιάσανε στο Λαγγάδι, κάτω από το Μοναστήρι, ήταν κι ο θείος μου από τη μάνα μου. Ήταν εκεί κάτω κι ο Π. Κι ήταν κι ένας Φουρνάρος. Αυτός δεν τον άφηνε εκείνον να τους σκοτώσει τους ανθρώπους. Και μάλιστα διασωθείς πήγε στη Μηλιά και του είπε ότι ήρθε για να τον ευχαριστήσει, επειδή, όταν τους πιάσανε εκεί κάτω, δεν τους πείραξε. Και τον εβαρέσανε το Δικαίο. Κι έκλαιεεε! Και του κάνανε μεγάλες πληγές! Τον βάλανε σε κάποια βενζίνα και, είπε, πως όταν τον εβγάλανε στην Παραλία, στην Καλαμάτα, τον επήγανε δέρνοντας έως του Καρέλια τις φυλακές. Την ημέρα που πέθανε του είπα εγώ «καλά που πέθανες Δικαίο, και θα ξεχάσεις ό, τι σου κάνανε οι φονιάδες».

Στη Γκλουμπίνιτσα ήταν μέσα 17. Ήταν 5 κοπέλες, και η Ερασμία 6 ! Την Αγγέλω, τη μάνα της Ρεβέκκας τη σκοτώσανε αλλού, όπως ήρθε. Αυτή ήταν αλλού κρυμμένη, δεν ήταν στη σπηλιά Ήταν στο απέναντι μέρος στη Γλουμπίνιτσα. Μόλις είδε αυτό το πράγμα και την κόρη της, βγήκε και φώναζε. Την άκουγε και η θεία μου τότε. Ήταν και η Ευγενία μαζί με τη μάνα της Ρεβέκκας. Μόλις είδε ότι σκοτώνανε την κόρη της, πήγε φωνάζοντας : «Μη σκοτώσετε τη Ρεβεκκούλα μου, μη σκοτώσετε τη Ρεβεκκούλα μου». Μια κοπέλα είχε. «Έλα εδώ, γρια πουτάνα, τι γυρεύεις εσύ στο βουνό;» Τις κόψανε το λαιμό. Άμα ρωτήσεις το Νίκο τον Παλιατσέα, τους είδε όλους που λαχταράγανε. Μόλις φύγανε αυτοί, ο Νίκος ήταν κάπου αλλού κρυμμένος και πήγε και τους είδε λαχταριστούς. Πρώτος πρώτος κατέβηκε ο Χρύσανθος ο Γιαννακουρέας. Μου είπε ότι ο ….. ήταν βασικός εκεί αρχηγός… Μου είπε επίσης: «Είδα αυτό, όταν κατέβηκα κι εγώ, κι έμεινα στήλη άλατος!» «Το τι είδα» μου είπε, «δεν περιγράφεται». Αυτός και μερικοί άλλοι τους είδαν ακόμα ζωντανούς. Εγώ τους είδα λίγο αργότερα. Ήταν κι Νίκος κι ο Χρύσανθος κι ο Χριστόφορος κρυμμένοι κάπου αλλού. Δεν θα τη βρίσκανε την τρούπα εκείνη καθόλου, αν δεν τους πρόδιδε εκείνη, η Πουλίτσα. Της είπαν της Πουλίτσας: «εμείς είμαστε καλοί ανθρώποι ! Ξέρεις άλλους να πάμε να τους βρούμε; Και ο διάβολος την έβαλε και τους πάει στην τρούπα και εκεί έγινε ο χαμός. Πάει εκείνη και τους λέει: «Ελάτε, είναι καλοί ανθρώποι». Βγήκαν από μέσα. Ήταν κι ο Σταύρος ο Παλιατσέας και τον βάρεσαν κιόλας. Τον είχαν μαύρο το Σταύρο.

Άντρες ήταν : Ο Κιτρινιάρης ο Βαγγέλης, ο γερο- Σωκράτης, ο Σταύρος ο Παλιατσέας, ο Πότης, ένας Τσεριώτης, μιας κοπέλας ο πατέρας, ο Βασίλης ο Τζανετέας. Ήταν κι 6 γυναίκες και δυο μικρά παιδιά . Τους θυμάμαι κάτι φορές και τους μετράω στο μυαλό μου. Εκείνοι μετά ανεβαίνανε πολύ συχνά, για να καθαρίσουν τα βουνά, όπως έλεγαν. Θυμάμαι ότι παίρνανε τη Βαγγέλαινα σχεδόν για ένα μήνα να πηγαίνει κοντά, για να μαζεύει τα πράματα. Και τους δίνανε λεφτά, για να τους λένε τους δρόμους και τα περάσματα. Πηγαίνανε αυτοί, φυλάγανε και τους πιάνανε. Ο Χρύσανθος δεν θέλει να θυμάται πώς γλίτωσε και που ήταν κρυμμένος στο Μάραθο. Ήταν σε μια τρούπα μέσα, καταπακτή. Και μέσα είχε αυτή άλλα διαμερίσματα. Από εκεί έφυγαν παρά το ότι ρίχνανε μέσα χειρομβοβίδες. Ήταν μια τέχνη μεγάλη το πώς φύγανε. Δεν το ξέρω. Βγήκανε πολλοί μέσα από διαμερίσματα σε μια άλλη καταπακτή και σώθηκαν απ’ ό, τι μου λέει.

Θυμάμαι τον Κωστή του Τίγρη της Μαρίας, επειδή πήγαινα στο λάκκο και τον θυμάμαι. Και τον είχανε πιάσει κι αυτόν και τον σκότωσαν. Το βουνό, το Λαγγάδι είναι γεμάτο. Η μάνα μου τον απέτρεψε τον πατέρα μου να πάει στο βουνό με μικρό παιδί. Ούτε γάλα δεν είχε, δεν τράβαγε. Αποφάσισε να κρυφτεί χαμηλά, επειδή επάνω ήταν δύσκολο να κρυφτεί. Κρύφτηκε στο Μοναστήρι, γιατί από εκεί δεν περνούσανε. Εκείνη τη φορά όμως κατεβήκανε. Εγώ ήμουν κρυμμένη με τον πατέρα μου. Είμασταν το βράδυ κρυμμένοι, θυμάμαι, σε μια σπηλιά έξω από το Μοναστήρι, στο Λαγγάδι. Ήταν και του Βασίλη η μάνα, του Τζανετέα, η Σοφία, και η Βαγγελιώ. Η μάνα του λοιπόν με τα τρία μικρά, που τα πήρε στο Μοναστήρι- και καλά που τα πήρε η μάνα μου τότε. Ήταν η μάνα του και τα 3 του αδέλφια. Και είπε στον πατέρα μου να πάνε εκεί να κρυφτούνε. 14 από τη μια μεριά και οι άλλοι θα ήταν 8. Αυτοί γλιτώσανε μαζί με τη μάνα μου, αλλά πριν ο Δικαίος ήρθε επάνω και τον πιάσανε με τον πατέρα του.

Την ημέρα που είχαν σκοτώσει τον Σταυρούκο, μαζέυανε από όλα τα χωριά. Από του Πολυμενέα, θυμάμαι, 500 ανθρώποι ήταν συγκεντρωμένοι και κάτι φονιάδες επάνω στην ταράτσα. . Κι αυτοί ελέγχανε ποιος θα πάει κατά κάτω, κατά τι γούβα, και ποιος θα είναι εθνικός, για να τον αμπολήσουνε. Εκεί πήραν και τη μάνα μου. Πίσω εγώ, γιατί εγώ δεν ξεκόλλαγα από τη μάνα μου. Δεν με προσέχανε, επειδή εγώ ήμουν μικρή. Η Σωτηρούλα μπουχός, δεν ερχόταν κοντά, κρυβόταν. Μια φορά που ψιχάλιζε, θυμάμαι, μας λένε: «Πηγαίνετε να κρυφτείτε, έρχονται χίτες !» Νύχτωνε. Που να πάει η μάνα μου με ένα μικρό παιδί. Ανέβηκε έναν γκρεμό... Άμα το θυμίζομαι, πώς δεν γκρεμίζομε να σκοτωθούμε ! Ήταν κι ο Ασαράντηγος (ένας Χριστοδουλέας) από το Πραστίο με τη γυναίκα του. Είμασταν κι άλλοι κι ανεβήκαμε κατσούλια- κατσούλια. Κι έλεγαν για τον πατέρα μου- άκουγα εγώ. «Μπα, που να πάρει ο διάβολος εκείνον και τον αγώνα του!» Εκεί πάνω ήταν μια καταπακτή, για να πάμε να κρυφτούμε, τι καταπακτή ήταν αυτή; Που να πάμε εκεί μέσα να κρυφτούμε; Και ψιχάλιζε κι άκουγα- δεν τα ξεχνάω αυτά: «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ», έλεγε ο Ασαράντηγος. Μετά είπανε ότι δεν έρχονται οι χίτες. Άντε κατεβείτε πάλι! Πώς να κατεβούμε πάλι; Πώς δεν σκοτωθήκαμε;

Κι από εκεί συνεχίσθη το κακό. Πέντε μήνες. Πώς τη βγάλαμε; Πότε κρυβόμαστε, πότε πιλαλάγαμε, πότε είμασταν νηστικοί, γεμάτοι ψείρες, που μας τρώγανε. Μετά, που ξάνοιγε ο καιρός πλέον, μας πήγαινε ο πατέρας μου στο Μοναστήρι. Εκεί δεν πήγαιναν πολλοί χίτες και ήταν και τα σπίτια, οπότε μας αμπολούσε μέσα στα σπίτια και μιλάγαμε και δυνατά πλέον. Μετά όμως άντε να ανέβαινες από τη Γλουμπίνιτσα. Για να ζαλώσει η μάνα μου τα γύφτικα φορτία, … Μέναμε στα κελιά, στα σπίτια στο Μοναστήρι. Τότε ήταν όλα ανοιχτά. Τώρα τα κλειδώνουνε όλα, που κλέβουνε τις εικόνες. Ζαλωμένη λοιπόν εγώ με πράγματα 5 ώρες δρόμο. Κι αυτό από το Λαγγάδι επάνω. Που να πάει κανείς σε τέτοιο δρόμο, τι δρόμος δηλαδή; Νύχτα! Γιατί είχαμε μάθει να βλέπουμε τη νύχτα. Είχαμε μάθει κι εμείς και περπατούσαμε μέσα στο σκοτάδι. Λιγοψυχούσα να φτάσω. Μετά, μόλις φεύγανε οι γίδες, να σου πάλι στο βουνό. Τελευταία φορά που πιάσανε τη μάνα μου περάσανε οι χίτες από κάτω και τους ήβραμε. Πριν δεν θυμάμαι πόσες φρές είχαμε κάνει αυτή τη διαδρομή. Εγώ με τον πατέρα μου είχαμε φύγει. Γι΄αυτό έμεινα εγώ στο βουνό.

Μου είπε εκείνη τη βραδιά ο πατέρας μου: «Έως τα Τσέρια είναι χίτες. Θα φύγουμε εμείς να κρυφτούμε χώρια μη μας βρούνε όλους». Θα του έλεγα εγώ αν ήμουν μεγάλη, γιατί να κρυφτούμε και δεν θα πήγαινα. Αλλά τώρα…Άκουγα γιατί δεν καταλάβαινα, επειδή ήμουν μικρή. Με παίρνει πλέον ο πατέρας μου τη βραδιά αυτή και με πάει σε κάτι γκρεμούς μέσα. Δεν μπορεί να πάει τώρα κανείς σε έκείνα τα μέρη τώρα! Κατέβηκαν την άλλη μέρα οι χίτες από τα Τσέρια και είδανε τα ίχνη μας, που είχαμε ανέβει ψηλότερα σ’ ένα ρίζωμα. Κι αρχίσανε να βαράνε με το ντουφέκι, όταν καταλάβανε ότι ήταν επάνω ανθρώποι.

Ήμασταν με την Τζανέταινα του Βασίλη κι είχε και τα τρία της παιδιά μαζί εκείνη. «Μη μιλάς, μη μιλάς»! «Να μη μιλάω, αφού μας είδανε»!, είπε η μάνα μου. Κι η μάνα μου τους φώναξε: «Μη βαραίνετε! Γυναίκες είμαστε με μικρά παιδία!» Ανεβήκανε πλέον επάνω και τους κατεβάσανε κάτω στο Λαγγάδι. Και τι δεν έγινε! Του Δικαίου του ρίξανε την πρώτη. Ξυλιές κα βρισιές άρχισαν. Της Τζανέταινας της είπανε: «Εσύ που ήσουν; Που είναι ο άντρας σου;» «Είναι στην Αθήνα», είπε εκείνη. Και τι ήθελες στο βουνό, εσύ, γριά πουτάνα;» Τη μάνα μου, επειδή βάσταγε το παιδί, δεν τη βαρέσανε. Ήτανε εκείνος από τη Μηλιά, ο Φουρνάρος ο καλός. «Εσάς δεν σας πειράζουμε», έλεγε. Τους έδινε θάρρος. Ο άλλος όμως! Αν τον άκουγε, δεν θα βγαίνανε ζωντανοί από εκεί κάτω. Ο Φουρνάρος μάλιστα είπε: «Αν ήμουν εγώ στη Γλουμπίνιτσα, δεν θα τον άφηνα να σκοτώσει». Μάλιστα, μόλις είδε τους σκοτωμένους στη Γλουμμπίνιτσα, που ήταν επάνω, έβγαλε το ντουφέκι, για να τον σκοτώσει το Π., μόλις είδε αυτό το κακό. Μετά που πιάσανε τη μάνα μου πήγαμε να κρεμασατούμε μπας κι ακούγαμε τίποτα. Αλλά ήταν νύχτα, κρεμαστήκαμε, αλλά δε ακούσαμε τίποτα. Φαίνεται ότι τους πιάσαμε, όπως καταλάβαμε, κι έπρεπε να ξαναπάμε στο βουνό. Με πάει πάλι στο βουνό. Και ξενυχτάμε μες του Σωτήρα την εκκλησία επάνω στο γυναικωνίτη βαθιά.

Μια μέρα όμως πριν πάμε στην εκκλησία, είχαμε πάει σε μια τρούπα στα Ζάσταβα. Ήταν επάνω από το δρόμο μια χαραμάδα. Μπήκαμε μέσα και δεν φαινόταν από το δρόμο. Χωράγανε δυο ανθρώποι. Χώραγε εκείνος κι εγώ. Πώς ξελημέρισα ένα παιδί 12 χρονών εκεί πέρα τότε χωρίς ψωμί, χωρίς νερό και να περνούν οι χίτες από κάτω; Και να φωνάζουν τον πατέρα μου: «Παντελή, Παντελή». Τον Γυρεύανε. Είχαν πει στη μάνα μου εκεί κάτω: «Που πήγε ο άντρας σου». Κι εκείνη είπε ότι δεν ήξερε. Ψάχνανε για να τον σκοτώσουν. Της είπε ο καλός: «Πες που είναι. Θα βρω εγώ τρόπο». Αλλά ήξερε εκείνη ακριβώς που είναι; Δεν μαρτύραγε άλλωστε. Μετά που ξελημερίσαμε περάσαμε την Ντράβαλι και είχαμε κρύψει σε μια γαϊδούρα λουκάνικα. Εγώ πείναγα. Μου έβγαλε δυο πλευρά και ξύδι χωρίς ψωμί. Τα έφαγα από την πείνα μου χωρίς ψωμί. Μετά που νύχτωσε και πήγαμε μέσα στην εκκλησία και μου είπε ο πατέρας μου ότι θα πάμε πάλι στο βουνό. Ήξερα εγώ τι θα του κάνανε οι άλλοι στο βουνό, που τον σκοτώσανε; Κι εκεί ήταν η κουβέντα του, ότι δεν μπορεί να ήταν μόνο οι χίτες λοβοί. Ήταν κι οι άλλοι μασκαράδες! Μόλις βγήκαμε και μου είχε δώσει το λουκάνικο, δεν θα ξεχάσω τη δίψα, που είχα. Να φάω λουκάνικο χωρίς νερό και χωρίς ψωμί. Μόλις βγήκαμε από την εκκλησία, πέθαινα. «Πεθαίνω από τη δίψα», του έλεγα. Από πού να πιω; Από πουθενά!

Κάναμε επάνω, για να πάμε στο βουνό και θυμάμαι που ήπια ένα βρωμοντένεκο επάνω στου Φώτη του Ζερβέα την κιστέρνα. Και τι δεν θα ήτανε μέσα! Και σκουλήκια θα ήτανε και ό, τι θες! Και λίγο φεγγάρι να είναι κάτι έβλεπες, αλλά ήταν τελείως νύχτα τότε και δεν μπορούσα να δω τι ήταν μέσα στον ντενεκέ. Μετά πάμε επάνω, επάνω, επάνω, πώς περπατούσαμε! Πηγαίναμε από πάνω από τα Λαμπρινέϊκα από το πλάγιο. Ανεβήκαμε να πάμε στα λαχηδάκια. Ζούγκλα, νύχτα! Και ψιχάλιζε κιόλας. Πώς βγήκα εγώ 12 χρονώ παιδί! Βρεγμένη, με όλα τα κακά.

Μόλις αγναντέψαμε από εκεί στην άλλη μερία, πήγε ο πατέρας μου σε μια περιοχή κι ήταν μές άχυρα από τα αλώνια. Και κούρνιασα εγώ εκεί. Εκείνος πήγε και μάζεψε κάτι χάχαλα από όξω και τα έκαμε ξύλα.Και άναψε φωτία. Ε, αποκοιμήθηκα εγώ. Και δεν τα θυμάμαι τα άλλα. Μόλις ξημέρωσε πάμε στη Γλουμπίνιτσα. Μόλις νύχτωσε, έρχονται οι αντάρτες και του λένε «έλα εδώ να σου πούμε». Που ήξερα εγώ ότι θα τον πάρουν να τον σκοτώσουν. Να ιδείς όμως τι κακοί άνθρωποι ήταν αυτοί.

Ο … - το’ χω πει ότι ξέρω ποιος τον σκότωσε τον πατέρα μου χωρίς να φταίει. Εγώ ήμουν κοντά του. Όχι δεν πρόδωσε στους χίτες, που τον ενοχοποίησε αυτός, αλλά στο Σωτήρα δεν μίλαγε, για να μην τον πιάσουν οι χίτες . Άμα είχε προδώσει ο πατέρας μου, θα έτρεμε, όταν κρυβόμασταν από τους χίτες; Δεν θα τον ήβλεπα εγώ, αφού ήμουν μαζί με δαύτον και δεν χώρισα; Εκεί που του φωνάζανε, δεν θα πήγαινε μαζί τους; Μέσα στην τρούπα εμείς τρέμαμε. Λούφα και τρομάρα, ώσπου να νυχτώσει! Αλλά αυτός, να σου πω, τον σκότωσε, έτσι επειδή ήταν τέτοιος…. Γιατί μου το είπε ο πατέρας μου: «Να μην έχετε παράπονο σε κανέναν, θα με σκοτώσει ο …..άδικα»! Εγώ τα άκουγα, έκλαιγα και δεν ήξερα να απαντήσω, γιατί δεν ήξερα να κρίνω. «Εγώ εκείνο που πιστεύω, η Δημοκρατία, θα έρθει μια μέρα», μου είπε.

Όταν σκοτώσανε τους Χωροφυλάκους στη Χώρα, ο πατέρας μου με το Βαγγέλη τον Κοντανίνο ήταν κρυμμένοι στη Ντάτοβα σακάτω. Και περάσανε δυο Χωροφυλάκοι και τους είπανε: «Ρε παιδιά, γίνεται ο χαμός εκεί πάνω. Κατεβήκανε δυο αντάρτες και μας βαρέσανε- ένας Χαλαζινός Κώστας θυμάμαι λεγόταν-και ρωτήσανε που να βγούνε κατά κάτω, κατά την Καρδαμύλη. Και τους είπε ο πατέρας μου να πάνε παρακάτω προς το Μοναστήρι. Κι αυτός, ο…, είπε της θειάς μου μετά της Σταυρούλας- κι αυτή δεν το είχε πει στον πατέρα μου, γιατί αν το είχε πει, ο πατέρας μου δεν θα πήγαινε στο βουνό- αυτό. Κι αυτή, γιατί είμαστε συγγενείς, του είπε ότι πικράθηκε που σκοτώθηκε ο Σωτήρης και του είπε τι πράγματα ρε … είναι αυτά; «Να κάνετε πολέμους και να σκοτωνόσαστε;», του είπε η θειά μου, που ήταν καλή. «Ας είναι καλά ο αδελφάκος σου, που τους φονιάδες του Σωτήρη τους έβγαλε στο Μοναστήρι», της απάντησε ο ….

Αυτό του το κράτησε και ήβρε ευκαιρία και τον σκότωσε! Οι αντάρτες δεν θέλανε να τον σκοτώσουνε τον πατέρα μου την άλλη μέρα. Μόνο αυτός ήθελε. Ήρθανε και με ανακρίνανε. Ήτανε τρεις. Και μου είπανε πως πιάνανε τη μάνα μου. Ένας ήταν Τζουμάκος, κοκκινομάλης, και άλλους δυο, που δεν τους θυμάμαι. Στέκονταν οι τρεις έτσι και με ρωτούσανε. Και τους είπα εγώ ό, τι είδα, όπως είδα, και ό, τι άκουσα. Δεν ήξερα εγώ καλά να πω ή να κρύψω κάτι, αν ήταν. Άσε που δεν είδα τίποτα να προδώσει ο πατέρας μου, αφού ήμουν κοντά του. Αλλά δεν είχα και πονηριά. Δεν ήξερα γιατί με ρωτάγανε. Είπα ό, τι είδα κι ό, τι άκουσα. Οι αντάρτες είπαν ότι το παιδί δεν κάνει βάρος, για να τον σκοτώσουμε, ότι πρόδωσε. Του είπαν ότι πήρε τη μάνα μου εκεί κάτω και την παράδωσε και πήρε το βουνό, για να έρθει εδώ. Κανείς δεν ήξερε που κρυβόταν, για να μην προδώσει τίποτα η μάνα μου. Την ενοχοποίησε αυτός, για να τον σκοτώσει, γιατί ήταν κακός άνθρωπος…..

Κατεβήκαμε στο Μοναστήρι εμείς, γιατί φώναζε ο Παντελής που δεν μπρούσαμε να κρυφτούμε. Δεν την κατέβασε ο πατέρας μου, αλλά έτυχε να κατεβούνε οι χίτες εκείνη την ημέρα και την πιάσανε. Θα πάει να τη σκοτώσει εκείνος; Αργότερα σε συζητήσεις μαζί μου μου αποδίδαν το φταίξιμο στις προπαγάνδες της Αγγλίας, που μας το κάμανε αυτό…..Μου έλεγε ο Χριστόφορος, όταν του τα έλεγα «να σου πω τι να έχω πάθει εγώ»! Έμεινε από την οικογένειά του εκείνος κι εμένα, μου σκοτώσανε τον πατέρα! Να τα ρέστα! Μου είπε: «Πήγα και είδα ότι τη μάνα μου και της είχανε φάει οι κοράκοι τα μάτια»! Σκοτωμένη ήταν μετά από πόσες ημέρες. «Πώς την είδα εγώ τη μάνα μου», μου είπε. «Και μετά πώς να τη θάψω! Ούτε ξινάρι είχα, ούτε τίποτα. Έβγαλα μια μπλούζα κι έσκαψα στο χώμα, έσκαψα, που ήταν μαλακό, και πήγα και την έχωσα. Έχω πάθει κι εγώ!» Αυτά μου είπε. «Ξέρω τι έχεις πάθει. Σάμπως είπα εγώ ότι έτσι θα την έβγανες»; Έτσι του είπα. Μου είπε μάλιστα: «Από την πείνα μας φάγαμε τις χελώνες. Ήβραμε χελώνες και τις βάλαμε και τις φάγαμε! Βρήκαμε κάτι ντενεκάκια και τις βράσαμε μέσα στον Ταϋγετο».

Γι’ αυτόν ήταν κάποιος καλός αξιωματικός και του είπε ότι η οικογένειά του ξεκλήρισε όλη κι έμεινε μόνο εκείνος και είχαν δώσει αμνηστία τότες. Είχε πάει από το στρατό, που ήταν να τους ιδεί και μετά δεν μπορούσε να ξαναπάει. Τη θυμάμαι που είχε έρθει από το στρατό. Είπαν «ήρθε κι ο Χριστόφορος από το στρατό». Και μετά πώς να ξαναπάει; Κι έφυγε και πήγε στο βουνό και έτυχε να γλιτώσει.

Τότες που πήγαμε εμείς στη Γλουμπίνιτσα, που πήραν τον πατέρα μου και μου τα είπε όλα αυτά, εγώ έκλαιγα. Που να πάω; Θυμάμαι πόσο έκλαιγα, που είπαν ότι θα με σκοτώσουνε! Κι εκείνος με βάσταγε αγκαλιά όλη ημέρα και τον φυλάγανε. Και μου έλεγε: « Θα με σκοτώσει άδικα ο…...». Και του μίλησε κι ο αντάρτης από την μπάντα: «Μην της λες της κοπελίτσας αυτά, γιατί αυτή θα πεθάνει από την κλάψα!». Χωρίς να ξέρω που είμαι, χωρίς να ξέρω που είναι η μάνα μου… Κι αφού βράδιασε πλέον του λέω: «Μι εγώ που να πάω». Μου είπε: «Φεύγε». Για να τον πάρουν μακριά να τον σκοτώσουν. Και ξέρεις πόσο μακριά τον πήγαν από το πλάτωμα; Συλλογιζόμουν όλη μου την ζωή: «Τώρα να ξέρεις πως σε πάνε να σε σκοτώσουνε και να σε πηγαίνουνε κλωτσηδόν, πώς θα αισθάνεσαι δεν το ξέρει κανείς». Πώς περπάταγε σε τόση δα απόσταση; Φαρμακώθηκα. Η καρδιά μου φαρμακώθηκε. Έκλαιγα όλη ημέρα και μετά και το βράδυ. Και κάτω που μου είπε να πάω στις Δικαιϊτσες. Ήταν φερμένος κι ο Πότης από το αντάρτικο. Τότες τους είχανε κυνηγήσει και ήρθε κι εκείνος. Κι αφού έκλαιγα πολύ, για να μου δώσει κάποια επλίδα, μου λέει: «Μην κλαίς! Για αν τους βαστά να τον σκοτώσουνε!». Α! τον καημένο! Ο Πότης! «Θα του το πάρω εγώ το αίμα του», μου λέει. Το πίστευα κι εγώ σαν παιδί, που ήμουν. Είχα κάποιες ελπίδες. Μόλις περάσανε όμως δυο ημέρες, εκεί που τους είχανε ρίξει μετά σκοτωμένους, είχανε τότε τη φωτιά! Σηκωθήκανε κάποια ώρα αργά και μου λέει η Σοφία, που έκανε τον αρχηγό: «Τώρα σήκω να φύγεις, γιατί εμείς δεν σε θέλουμε κοντά μας». «Που να πάω;» Να δούνε ένα παιδί στο βουνό, σε ερημιά και δυστυχία, νύχτα! Και να μου λέει να φύγω; «Εγώ δεν φεύγω, γιατί σκιάζομαι», της είπα. «Επάνω στις σπηλιές», μου λέει, «είναι κι άλλοι ανθρώποι. Πήγαινε εκεί πάνω, ώσπου να ξημερώσει, και μετά πήγαινε με τη μάνα σου». Ψέματα! Εγώ την πίστευα, γιατί δεν ήξερα να κρίνω. 12 χρονώ ήμουνα. Δεν ήτανε ο κόσμος όπως τώρα, που τα παιδιά ξέρουν τα πάντα. Τότε εμάς ό, τι μας λέγανε, εμείς τα πιστεύαμε. Πάω εκεί πάνω με τα πράγματά μου, που είχα, για να κοιμάμαι, κανείς, ερημιά! Μόλις πήρανε τον πατέρα μου, τώρα θυμήθηκα, που έμεινα στην κάλυβα μοναχή μου, μου είπε η Σοφία: «Να έρθει κι η Αγγέλω να μείνετε μαζί»; Η Τζανετίτσα. «Ας έρθει. Παρέα θέλω κι εγώ». Κι ήρθε και μείνναμε δυο βραδιές. Δεν την ξεχνάω. Ήταν μια ωραία κοπέλα με κάτι πλεξίδες, 20-22 χρονών!

Μετά που τους είπαν να πάμε να κρυφτούμε, άρχισαν να διαλύονται, να πάμε να κρυφτούμε. Εγώ πάνω στις σπηλιές δεν ήβρα κανέναν. Γυρίζω από το φόβο μου, που κατάλαβα ότι με κοροϊδέψανε, φωνάζοντας. Με όλη μου τη δύναμη είτε τους ακούνε, είτε δεν τους ακούνε. Φώναζα και πιλάλαγα για να τους φτάσω. Αυτοί κάμανε κάτω. Άκουγα τον αντίλαλο της φωνής μου. Άκουγα τότε. Τώρα δεν ακούω. Από τότε που με βαρέσανε εκεί κάτω στων Πολυμεναίων αυτοί οι διαβολόσποροι! Αφού έτρεξα, έτρεξα, τις έφτασα στου Κούση. Είχανε τα πράγματά τους κι η Σοφία βάσταγε μια βίκα νερό, για να πιούνε. Πηγαίνανε να κρυφτούνε. Και γυρίζει πίσω. Είδα την αντηλιάδα της, επειδή ήταν νύχτα και μου λέει: «Έλα εδώ και μη φωνάζεις». Για να μην μας ακούσουν. «Κοντά μας δεν σε θέλουμε, επειδή είσαι μικρή κι άμα σε βρούνε θα μας προδώσεις». Ήταν για να ζήσω κι όχι για να τους προδώσω! Αν έμενα μαζί τους, θα με σκοτώνανε μαζί με δαύτες. Μου το είπε φαίνεται γιατί ήταν να ζήσω! «Εγώ σκιάζομαι. Πώς θα κάτσω εγώ να ξημερώσει εδώ». «Να πας και να κάτσεις ευτού χάμω σ’ένα παλιόσπιτο»- που ήταν στου Κούση- «και να περιμένεις. Για να σε πάρουμε, δεν σε παίρνουμε». Έτσι μου είπαν.

Παραδόθηκα μετά στο έλεος του Θεού. Έκατσα λοιπόν σε μια σκάλα, που ήταν σ’ ένα παλίοσπιτο, κουκουλώθηκα να μη βλέπω το σκοτάδι και φοβάμαι και περίμενα. Την ώρα που περίμενα και ήρθε από πάνω κάτι και μίλησε, έλαβα έναν φόβο, που δεν θα ξεχάσω ποτές. Πώς δεν κοβόταν η καρδιά μου, δεν ξέρω! Ήταν γερή φαίνεται!…Μόλις ξημέρωσε χαμός. Ταράχτηκε όλη η γης. Φοβήθηκα! Άνοιξα τα μάτια μου κρυφά- κρυφά και είδα από πάνω μου μια γίδα. Κι εκείνη έπνεε τα ολίσθια! Κι ήθελε να βρει παρέα κι αυτή! Ξανακουκουλώθηκα.
Ενδιαφέρον!

Λέγεται πως στο Διλάγκαδο χίτες του Γερακάρη σκότωσαν πάρα πολλούς συγγενείς ανταρτών που βρήκαν σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση.
Ο Βουνισέας ανήκε στην ομάδα του Γερακάρη ;
Ναι. Αν πρόκειται για τον Αλ. Βουνισέα, μαζί σκότωσαν και τα γυναικόπαιδα της οικογένειας Πέτρουλα στο Οίτυλο, θεωρητικά ως ''απάντηση'' στη δολοφονία Κοντοβουνίσιου και υιού, αλλά ουσιαστικά ως αντίποινα στις εκτελέσεις Οιτυλιωτών από τον ΕΛΑΣ το 1944.

Παλαιοελλαδίτης @ Ελένη Ιορδάνογλου(Τσερκεζα):Hρωιδα η φονιας;

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8974
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 12 Μάιος 2020, 20:15

Παλαιοελλαδίτης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:06
αλλά ουσιαστικά ως αντίποινα στις εκτελέσεις Οιτυλιωτών από τον ΕΛΑΣ το 1944 (ανάμεσά στους νεκρούς ήταν ο αδελφός και ο πατέρας του Βουνισέα).
Δώσε καμιά παραπάνω πληροφορία αν θες γι' αυτό το γεγονός , γιατί δεν θυμάμαι να το αναφέρει ο Καρακατσιάνης στο διδακτορικό του. Δηλαδή
- Πότε έγινε ( μήνας )
- Με ποια άλλα τοπικά ή ευρύτερα γεγονότα σχετίζεται.
- Υπήρξε σύγκρουση με κάποια δεξιά ομάδα ;
κ,λπ.

Στο διδακτορικό του ο Καρακατσιάνης - αν θυμάμαι καλά - αναφέρει και ( δυο ; ) δεξιούς Πετρουλαίους, που δεν τα είχαν καλά με τον γνωστό.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Παλαιοελλαδίτης
Δημοσιεύσεις: 5424
Εγγραφή: 12 Σεπ 2018, 12:51

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Παλαιοελλαδίτης » 12 Μάιος 2020, 20:23

Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:15
Παλαιοελλαδίτης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:06
αλλά ουσιαστικά ως αντίποινα στις εκτελέσεις Οιτυλιωτών από τον ΕΛΑΣ το 1944 (ανάμεσά στους νεκρούς ήταν ο αδελφός και ο πατέρας του Βουνισέα).
Δώσε καμιά παραπάνω πληροφορία αν θες γι' αυτό το γεγονός , γιατί δεν θυμάμαι να το αναφέρει ο Καρακατσιάνης στο διδακτορικό του. Δηλαδή
- Πότε έγινε ( μήνας )
- Με ποια άλλα τοπικά ή ευρύτερα γεγονότα σχετίζεται.
- Υπήρξε σύγκρουση με κάποια δεξιά ομάδα ;
κ,λπ.

Στο διδακτορικό του ο Καρακατσιάνης - αν θυμάμαι καλά - αναφέρει και ( δυο ; ) δεξιούς Πετρουλαίους, που δεν τα είχαν καλά με τον γνωστό.
Και εγώ έχω την εντύπωση πως δεν το αναφέρει, αλλά μόλις βρω ευκαιρία θα το κοιτάξω. Το συμβάν το ξέρω από τοπικές αφηγήσεις.

H επίθεση έγινε τον Φεβρουάριο, όπως αναγράφεται και στο μνημείο. Λογικά, για να απουσίαζε η πλειοψηφία των ταγματασφαλιτών του Οιτύλου θα έπρεπε να βρισκόταν σε εξέλιξη κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση ή να είχαν γίνει επιθέσεις του ΕΛΑΣ και αλλού.

Όσο για το δεύτερο σκέλος, ασχέτως που δεν φαίνεται στην εικόνα, όντως στον κατάλογο των θυμάτων αναγράφονται και δύο τέσσερις Πέτρουλες.

Εικόνα

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8974
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 12 Μάιος 2020, 20:30

Παλαιοελλαδίτης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:23
Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:15
Παλαιοελλαδίτης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:06
αλλά ουσιαστικά ως αντίποινα στις εκτελέσεις Οιτυλιωτών από τον ΕΛΑΣ το 1944 (ανάμεσά στους νεκρούς ήταν ο αδελφός και ο πατέρας του Βουνισέα).
Δώσε καμιά παραπάνω πληροφορία αν θες γι' αυτό το γεγονός , γιατί δεν θυμάμαι να το αναφέρει ο Καρακατσιάνης στο διδακτορικό του. Δηλαδή
- Πότε έγινε ( μήνας )
- Με ποια άλλα τοπικά ή ευρύτερα γεγονότα σχετίζεται.
- Υπήρξε σύγκρουση με κάποια δεξιά ομάδα ;
κ,λπ.

Στο διδακτορικό του ο Καρακατσιάνης - αν θυμάμαι καλά - αναφέρει και ( δυο ; ) δεξιούς Πετρουλαίους, που δεν τα είχαν καλά με τον γνωστό.
Και εγώ έχω την εντύπωση πως δεν το αναφέρει, αλλά μόλις βρω ευκαιρία θα το κοιτάξω. Το συμβάν το ξέρω από τοπικές αφηγήσεις.

H επίθεση έγινε τον Φεβρουάριο, όπως αναγράφεται και στο μνημείο. Λογικά, για να απουσίαζε η πλειοψηφία των ταγματασφαλιτών του Οιτύλου θα έπρεπε να βρισκόταν σε εξέλιξη κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση ή να είχαν γίνει επιθέσεις του ΕΛΑΣ και αλλού.

Όσο για το δεύτερο σκέλος, ασχέτως που δεν φαίνεται στην εικόνα, όντως στον κατάλογο των θυμάτων αναγράφονται και δύο Πέτρουλες.

Εικόνα
Και βλέπω και έναν Γερακάρη και πολλούς Βουνισέους. Από εκεί λοιπόν το υπέρμετρο πάθος.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Παλαιοελλαδίτης
Δημοσιεύσεις: 5424
Εγγραφή: 12 Σεπ 2018, 12:51

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Παλαιοελλαδίτης » 12 Μάιος 2020, 20:37

Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:30
Παλαιοελλαδίτης έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:23
Ζαποτέκος έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:15

Δώσε καμιά παραπάνω πληροφορία αν θες γι' αυτό το γεγονός , γιατί δεν θυμάμαι να το αναφέρει ο Καρακατσιάνης στο διδακτορικό του. Δηλαδή
- Πότε έγινε ( μήνας )
- Με ποια άλλα τοπικά ή ευρύτερα γεγονότα σχετίζεται.
- Υπήρξε σύγκρουση με κάποια δεξιά ομάδα ;
κ,λπ.

Στο διδακτορικό του ο Καρακατσιάνης - αν θυμάμαι καλά - αναφέρει και ( δυο ; ) δεξιούς Πετρουλαίους, που δεν τα είχαν καλά με τον γνωστό.
Και εγώ έχω την εντύπωση πως δεν το αναφέρει, αλλά μόλις βρω ευκαιρία θα το κοιτάξω. Το συμβάν το ξέρω από τοπικές αφηγήσεις.

H επίθεση έγινε τον Φεβρουάριο, όπως αναγράφεται και στο μνημείο. Λογικά, για να απουσίαζε η πλειοψηφία των ταγματασφαλιτών του Οιτύλου θα έπρεπε να βρισκόταν σε εξέλιξη κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση ή να είχαν γίνει επιθέσεις του ΕΛΑΣ και αλλού.

Όσο για το δεύτερο σκέλος, ασχέτως που δεν φαίνεται στην εικόνα, όντως στον κατάλογο των θυμάτων αναγράφονται και δύο Πέτρουλες.

Εικόνα
Και βλέπω και έναν Γερακάρη και πολλούς Βουνισέους. Από εκεί λοιπόν το υπέρμετρο πάθος.
Και οι τρεις εμπλεκόμενες οικογένειες είναι οιτυλιώτικες. Υπήρχε βεντέτα (λέγεται πως υπήρχαν και κτηματικές διαφορές) και κατά τη διάρκεια της Κατοχής (προ του 1944) έγιναν και άλλοι φόνοι, ενώ ταυτόχρονα οι οικογένειες είχαν διαλέξει και αντίπαλα στρατόπεδα. Αυτό πρέπει να το γράφει και ο Καρακατσιάνης.

Άβαταρ μέλους
Nandros
Δημοσιεύσεις: 27055
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 18:41
Phorum.gr user: Nandros
Τοποθεσία: Όπου συχνάζουν ναυτικοί και λοιπά κακοποιά στοιχεία

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Nandros » 12 Μάιος 2020, 20:45

περαστικος έγραψε:
11 Μάιος 2020, 23:37
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ!
ΤΙΜΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ!
Εικόνα
Εικόνα
Εικόνα

+

Σε κάποιο άλλο μέρος κάποιοι φρόντισαν να σπάσουν τις πλάκες με τα ονόματα!

Εικόνα
Εικόνα
Εικόνα

Ανάθεμα σε ιντερνέτ! Τίποτα πια δεν μένει κρυφό!
.
ΚΚΕ 6η Ολομέλεια: Κάναμε το διεθνιστικό μας καθήκον (εννοεί τον Συμμοριτοπόλεμο)
ΧΑ: Είμαστε η σπορά των ηττημένων του '45. Οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!

Άβαταρ μέλους
Nandros
Δημοσιεύσεις: 27055
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 18:41
Phorum.gr user: Nandros
Τοποθεσία: Όπου συχνάζουν ναυτικοί και λοιπά κακοποιά στοιχεία

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Nandros » 12 Μάιος 2020, 21:05

aspergillus έγραψε:
12 Μάιος 2020, 20:05
Εντάξει, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έκανε εγκλήματα.
Οι εθνικόφρονες και οι ταγματασφαλίτες να υποθέσουμε ήταν αγγελούδια και άσπιλοι χαρακτήρες.
Εικόνα
Εικόνα
Εικόνα


Η Λευκή Τρομοκρατία ήταν αποτέλεσμα της Κόκκινης Τρομοκρατίας.
Μάχαιραν έδωσαν, μάχαιραν έλαβαν!
Ας πρόσεχαν! No mercy!
ΚΚΕ 6η Ολομέλεια: Κάναμε το διεθνιστικό μας καθήκον (εννοεί τον Συμμοριτοπόλεμο)
ΧΑ: Είμαστε η σπορά των ηττημένων του '45. Οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!

Άβαταρ μέλους
Juno
Δημοσιεύσεις: 17047
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 01:46

Re: Ιστορία εγκλημάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Juno » 13 Μάιος 2020, 20:41

Ντρές έγραψε:
12 Μάιος 2020, 01:27
Juno έγραψε:
12 Μάιος 2020, 00:55
Ντρές έγραψε:
12 Μάιος 2020, 00:53
αα έβαλές και φωτο απο τον γείτονα μου στο χωριο (ιστορικος συλλεκτης Βέροιας) τεσπα το θεμα παει στο βαρετο Γραμμος Βιτσι πάλι, αφου η πηγη ειναι για τα πανηγυρια
Έβαλα πολλές φωτογραφίες για το παιδομάζωμα. Άσε στην άκρη αυτήν που θεωρείς αναξιόπιστη και δες τις υπόλοιπες. Μερικές είναι πολύ γνωστές και τις έχουν τραβήξει ξένοι ... ταγματασφαλίτες.
Οχι βρε απλά σχολίασα ότι ήταν γειτονας μου,και ο Ανδρουτσόπούλος συγχωριανός μου είναι. Τι να σχολιάσω τις φωτογραφίες του παιδομαζώματος.?
Αλλή ιστορική στιγμη μετέπειτα των προηγουμενων που αναφέρεις και σε άλλο μέρος . Εγινε και απο τις δυο παρατάξεις για την αποψίλωση απο ανθρώπινο δυναμικο και παιδιων των εμπολεμων περιοχων (συμμοριοπληκτοι κλπ) και για στρατευσιμους λόγους (στρατολογηση γυναικών στον ΔΣΕ)
Απο την μια μαζευαν παιδια στον ΔΣΕ , απο την άλλη μαζευαν παιδια για τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης αποτέλεσμα παιδι και εφηβος δεν έμεινε στους ορεινους όγκους της βορειας Ελλάδας (και ουτε ψυχή ζωσα βεβαια τους κατέβασε όλους ο στρατος στις πόλεις. Κάπου εκεί έχασε τον πόλεμο ο ΔΣΕ που έψαχνε στρατευσιμους μετο κιάλι και αναγκάζονταν να κάνει ολοκληρες επιχειρήσεις να καταλαμβάνει πόλεις για να στρατολογεί και να συμπληρώνει τις γραμμές του
Η Φρειδερίκη τα μάζευε για να σας προλάβει να μην τα στείλετε στις κομμουνιστικές χώρες. Δεν κράτησε τα παιδιά στις παιδουπόλεις εάν δεν ήταν ορφανά.
Leporello έγραψε:
24 Ιαν 2019, 18:07
Nέα τζουνιά! Ο Αβέρωφ με αυτά που δήλωνε το ... 1962 θα διαψεύσει ΕΜΕΝΑ που μιλάω την γλώσσα.
Leporello: γιατί ο Αβέρωφ δεν ήξερε τι έλεγε!

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Ιστορία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών