Από τα μέσα του 18ου, αρχές 19ου αιώνα, στην Ελλάδα αρχίζει η είσοδος δύο βασικών δυτικών οργάνων, που είναι το κλαρίνο και το βιολί. Το βιολί έρχεται στα μέσα του 18ου αιώνα και κυριαρχεί περισσότερο στο χώρο του Αιγαίου, ενώ το κλαρίνο, ακολουθώντας μια περίεργη διαδρομή, μπαίνει στην Ελλάδα λίγο αργότερα (γύρω στο 1850) από τη Δύση, αλλά μέσω του Τουρκίας. Οπως σημειώνει ο Λ. Λιάβας, "το 1826, περίπου, έχουμε τον εξευρωπαϊσμό των Ταγμάτων των Γενιτσάρων. Οι Βαυαροί εκπαιδευτές φέρνουν μαζί τους και τα όργανα της στρατιωτικής μπάντας, μεταξύ αυτών και το κλαρίνο, τα οποία τα δίνουν στους μουσικούς του τουρκικού στρατού". Μαθημένοι μέχρι τότε στους ζουρνάδες, αυτοί είναι, που ουσιαστικά θα μεταφυτέψουν πάνω στο νιόφερτο κλαρίνο τα "πιασίματα" του ζουρνά. "Δεν είναι τυχαίο, λέει, ότι από τα πρώτα σημεία εισόδου του κλαρίνου στον ελληνικό χώρο είναι η Σιάτιστα της Μακεδονίας, όπου έχουμε τουρκική φρουρά και μπάντα. Οι πρώτοι οργανοπαίχτες ήταν γύφτοι και είναι αυτοί, που ουσιαστικά φέρνουν το κλαρίνο και το διαδίδουν στα Βαλκάνια, αφού οι ντόπιοι το υποτιμούσαν. Οι γύφτοι αναλαμβάνουν πια το ρόλο του επαγγελματία οργανοπαίχτη και καθώς ζουν από το επάγγελμά τους χρειάζονταν ένα όργανο, αξιόπιστο, με πολύ μεγάλη μελωδική έκταση, που να μπορεί να παίζει σε κλειστούς χώρους, μιας και σε αυτούς μετατίθεται πλέον το κέντρο διασκέδασης".Η διασκέδαση, "μεταφερμένη" πλέον στο εσωτερικό των αρχοντικών των πλούσιων εμπόρων, των ξενιτεμένων, που επιστρέφουν καζαντισμένοι και των πασάδων, απαιτεί όργανα με μαλακό ηχόχρωμα και με μεγάλη μελωδική έκταση, ώστε ο οργανοπαίκτης να μπορεί να αναδείξει όλη του τη δεξιοτεχνία. Ετσι βλέπουμε σιγά σιγά να επικρατούν όργανα, όπως το βιολί και το κλαρίνο.
Επανεπεξεργασία του δημοτικού μέλους
"Το κλαρίνο, λέει ο Λ. Λιάβας, έκανε μεγάλο αγώνα για να επικρατήσει. Το 1920, ακόμα, στα Μεσόγεια οι Αρβανίτες γλεντούσαν με πίπιζες, ενώ κυνηγούσαν τα κλαρίνα με τις πέτρες. Παράλληλα, βλέπουμε το Βόλο να γλεντά με κλαρίνα και γύρω από αυτόν χωριά να γλεντούν ακόμη με ζουρνάδες. Διαπιστώνουμε ότι όποια περιοχή αστικοποιείται πρώτη, εκεί εμφανίζεται και το κλαρίνο".
Η είσοδος των καινούριων οργάνων δημιουργεί στη στεριανή Ελλάδα την κομπανία (κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι) - τα μέλη της συνδέονται πλέον μεταξύ τους με επαγγελματικό δεσμό - και στη νησιωτική την αντίστοιχη ζυγιά(βιολί και λαγούτο). Μέσα από τις κομπανίες ξεπηδούν σπουδαίοι δεξιοτέχνες του λαϊκού κλαρίνου, που αφήνουν εποχή κι δίνουν εξαιρετικά δείγματα επεξεργασίας του δημοτικού μέλους.Ανάμεσά τους ο Σουλεϊμάνης,που έχει πια περάσει στο μύθο, οι Νικήτας Κωστόπουλος, Νίκος Καρακώστας, Γιάννης Κυριακάτης, Κίτσος Χαρισιάδης, Νίκος Ρέλιας, Κώστας Γιαούζος, Γιώργος Ανεστόπουλος, Βάιος Μαλιάρας, Βασίλης Σαλέας, Τάσος Χαλκιάς, Βασίλης Σούκας.Συνεχιστές αυτής της παράδοσης στις μέρες μας ο Πέτρο - Λούκας Χαλκιάς,ο Νίκος Φιλιππίδης,ο Γρηγόρης Καψάλης,ο Κυριάκος Κωστούλας κ.ά.
Στο βιολί, από τους παλιότερους ο Στάθης Κουκουλάρης και από τους νεότερους ο Νίκος Οικονομίδης.
"Με βάση αυτά τα καινούρια για την Ελλάδα όργανα, λέει ο Λ. Λιάβας, όχι μόνο εγκαινιάζεται ο όρος και η λειτουργία του επαγγελματία οργανοπαίχτη, ο οποίος διατρέχει όλες τις περιοχές και σιγά σιγά περνάει από ένα τοπικό σε πανελλήνιο ρεπερτόριο, αλλά κυρίως έχουμε μια επανεπεξεργασία του δημοτικού μέλους, που πλέον αναπτύσσεται μ' ένα διαφορετικό τρόπο. Αυτή είναι η πλέον σημαντική προσφορά των δύο οργάνων οργάνων.Η διαδρομή τους επιβεβαιώνει την αφομοιωτική δύναμη της ελληνικής παράδοσης. Αυτό κυρίως αφορά στο κλαρίνο, το οποίο αν και δεν είχε καμιά οργανολογική προδιαγραφή για την ελληνική μουσική, βλέπουμε ν' αναπτύσσεται πάνω του μια καταπληκτική τεχνική, που κυριολεκτικά το μεταμορφώνει σε ένα άλλο όργανο (από κλασικό σε παραδοσιακό), το οποίο θαυμάζουν σήμερα ακόμη και οι μεγάλοι δεξιοτέχνες της Δύσης.