Chronicle έγραψε: ↑16 Μάιος 2022, 18:15
Ζαποτέκος έγραψε: ↑16 Μάιος 2022, 16:34
«Κάθε φορά που οι Έλληνες δανείστηκαν κάτι από μη Έλληνες, στο τέλος το οδήγησαν σε μια υψηλότερη τελειότητα» (Πλάτων, Επινομίς 987d).
Είναι η φράση:
Αρκεί να δει κανείς πώς εξέλιξαν το αλφάβητο.
Barba = Μούσι, Γενειάδα.
From earlier *farba, with initial b- assimilated to -rb, from Proto-Italic *farβā, from Proto-Indo-European *bʰardʰéh₂ (“beard, μουσάτος”). Compare also barbātus. Εξ ού και το barbus, το μπαρμπούνι... ελληνικότατη και βυζαντική λέξη...
Barbatus
From Proto-Italic *farβātos, from Proto-Indo-European *bʰardʰéh₂tos. Analyzable as
barba + -ātus.
Βαρβ+άτος = Μουσ+άτος, Γενειοφόρος
Barba+rus = Μπάρμπα+ρος = Βάρβα+ρος = Μούσια+αρα(γη, χώρος). From Proto-Italic *rowos, from Proto-Indo-European *rewh₁os (“open space, field”), from *rewh₁- (“to open, wide”). Cognate with Old Irish róe (“flat field”) and Avestan 𐬭𐬀𐬎𐬎𐬀𐬵- (rauuah-, “open space”), English room.
Βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη που χαρακτηρίζεται από αναδιπλασιασμό της συλλαβής βαρ-. Ταυτίζεται με το αρχ. ινδ. barbara-»ψελλίζω, τραυλίζω» και συνδέεται με σουμερ. barbar «ξένος», σημιτ.-βαβυλ. barbaru «ξένος». (
πιπες) Το λατ. barbarus, από το οποίο προήλθαν οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοι τύποι (πρβλ. αγγλ. barbarian, γαλλ. barbare, γερμ. Barbar), είναι δάνειο από την Ελληνική.
Γιατί φαίνεται ότι μέσω της παλαιολατινικής η ρίζα «μπάρμπα» είναι το ίδιο το «βάρβα» και ο βάρβαρος είναι από την γή των μουσάτων, των μπαρμπούδων, ή των μπαρμπάδων, barbarī από την μπαρμπαριά;
barbarus, barbara, barbarum.
barbarī, barbarae, barbara.
Για δες πάλι, τι σημαίνει βάρβαρος και αναρωτήσου αν αυτή η λέξη είναι σωστά ετυμολογημένη στα ελληνικά... εμένα μου φαίνεται ξεκάθαρο τι σημαίνει και πόθεν...
οι μουσάτοι, οι μπαρμπάδες.....
ΥΓ. πιθανοτατα, αν οχι σιγουρα οι αρχαιοι οταν ελεγαν μπάρμπαρος εννοούσαν τους πέρσες και μηδους που είχαν τάση να καλλιτεχνούν την μπάρμπα τους .....
βάρβᾰρος: -ον, I. βαρβαρικός, δηλ. ο μη ελληνικός, ξένος, αλλοδαπός· λέξη γνωστή στον Όμηρ., όπως φαίνεται από τη λέξη βαρβαρόφωνος στην Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ.,
βάρβαροι, οἱ, αρχικά όλοι οι μη Έλληνες, ιδίως
οι Μήδοι και οι Πέρσες, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως αποκαλούσαν οι Εβραίοι την υπόλοιπη ανθρωπότητα Gentiles, Εθνικούς. Από την εποχή του Αυγούστου πάντως, το όνομα αποδίδεται από τους Ρωμαίους σε όλες τις φυλές που δεν είχαν ελληνική ή ρωμαϊκή παιδεία.
II.
Μετά τους Περσικούς πολέμους, η λέξη έλαβε τη σημασία του ξένου, του αλλοδαπού· ἀμαθὴς καὶ βάρβαρος, σε Αριστοφ.· βαρβαρώτατος, στον ίδ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).
Πριν τους περσικούς πολέμους σήμαινε ότι και σήμερα... barba... γενειάδα...
δηλαδή.... στην φράση «πας μη Ελλην, βαρβαρος» η λέξη βάρβαρος είναι λατινική....
τι ψάχνεται να βρείτε;