Η «Ομολογία Πίστεως» και δύο ακόμη επιστολές του κορυφαίου συγγραφέα και στοχαστή στη Νέα Εφημερίδα του Μουρέλλου, μετά την αποφυλάκισή του, τον Φεβρουάριο του 1925 και η πρότασή του για ανατροπή του αστικού καθεστώτος
Ολόκληρη η εργογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, από τα αυτοτελή ακόμη νεανικά του κείμενα που δημοσίευε σε φιλολογικά περιοδικά της Αθήνας, όπως την «Πινακοθήκη», στα 1906 και 1907, μέχρι τα κορυφαία φιλοσοφικά και λογοτεχνικά του έργα, έχει επίκεντρο της τον άνθρωπο και τις αναζητήσεις του. Πνεύμα εξαιρετικά ανήσυχο και άρα βαθειά πολιτικοποιημένο, προσέγγισε, αναζήτησε και σε μερικές φάσεις υποστήριξε ιδεολογικές τοποθετήσεις, ή και κοσμοθεωρίες.
Από ένθερμος υποστηρικτής και συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1910, μετατράπηκε σε θιασώτη του κομμουνισμού και κριτικό υποστηρικτή του πειράματος του Λένιν στη Σοβιετική Ρωσία, την αμέσως επόμενη δεκαετία. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή, οι πολιτικές του ανησυχίες τον οδήγησαν ακόμη και στην ίδρυση ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος της «Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης», αλλά και στην υπουργοποίησή, στην κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, τον Νοέμβριο του 1945. Όμως επειδή του Καζαντζάκη δεν του ταίριαζαν τα αξιώματα, παραιτήθηκε από υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, μόλις δύο μήνες αργότερα, αφού κατηγόρησε τον Σοφούλη για υποχωρητικότητα έναντι των Άγγλων.
Η φιλοκομμουνιστική περίοδός του αρχίζει το 1922, όταν βρίσκεται στο Βερολίνο και γνωρίζει την Εβραία σοσιαλίστρια Ραχήλ Λιπστάιν. Είναι τότε που με την πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια Αλεξίου ουσιαστικά έχει χάσει κάθε ουσιαστική επαφή, και ο χωρισμός θεωρείται δεδομένος. Με τη Ραχήλ θα συνδεθεί όχι μόνο πολιτικά, αλλά και ερωτικά. Όταν ο Καζαντζάκης θα βρίσκεται στο Βερολίνο θα αρχίσει και τη συγγραφή της «Ασκητικής», της κορυφαίας φιλοσοφικής πραγματείας του.
Στη Γερμανία θα έλθει σε επαφή με τις ιδέες του σοσιαλισμού και θα παρακολουθήσει τη δράση του ισχυρού γερμανικού προλεταριάτου. Στη διαμόρφωση των απόψεών του θα συμβάλει, παράλληλα, η γνωριμία του με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Κάρλ Λίμπνεχτ, δύο ιστορικές φυσιογνωμίες του γερμανικού σοσιαλιστικού κινήματος. Από εκεί θα εκφράσει την επιθυμία να επισκεφτεί τη νεαρή Σοβιετική Ένωση. Αργότερα, το 1927, θα είναι προσκεκλημένος της σοβιετικής ηγεσίας στα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Θα περιοδεύσει τη χώρα μαζί με τον Ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναϊτ Ιστράτι κι επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα μιλήσουν σε εκδήλωση του Φιλεκπαιδευτικού Ομίλου του Δημήτρη Γληνού τον Ιανουάριο του 1928, για τα όσα είδαν και έζησαν στη νεαρή σοσιαλιστική χώρα. Μετά την εκδήλωση Καζαντζάκης και Γληνός θα διωχθούν και θα δικαστούν, ενώ ο Ιστράτι θα απελαθεί. Στα περιστατικά αυτά έχουμε ήδη αναφερθεί με άλλη ευκαιρία.
Το 1924-1925, κατά την περίοδο των αναζητήσεών του στις σοσιαλιστικές αντιλήψεις, θα βρεθεί στο Ηράκλειο. Και θα συγκροτήσει παράνομη επαναστατική οργάνωση, με στόχο την ανατροπή του αστικού καθεστώτος!. Δεν θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ούτε ποτέ θα θεωρήσει τον εαυτό του κομμουνιστή. Όμως θα είναι συμπαραστάτης των αγώνων κατά της αδικίας και της φτώχειας.
Τον Φεβρουάριο του 1925 στο Ηράκλειο αλλά και σ’ όλη τη χώρα ξεσπούν αντιδράσεις από διάφορες κοινωνικές ομάδες κατά της πολιτικής των κυβερνήσεων Μιχαλακόπουλου – Κονδύλη, αλλά και του Πάγκαλου. Πρωτοπόροι εκείνη την εποχή είναι οι εξουθενωμένοι παλαιοί πολεμιστές, που επί σχεδόν 10 χρόνια βρίσκονταν στο μέτωπο και μετά την ήττα στη Μικρά Ασία έμειναν κυριολεκτικά στο δρόμο. Στο Ηράκλειο το κίνημα των παλαιών πολεμιστών είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Ο Καζαντζάκης με την οργάνωσή του ευαισθητοποιείται και στέκεται στο πλάι των ανθρώπων που ζητούν ψωμί, αλλά και ανατροπή του καθεστώτος. Γίνονται διάφορες κινητοποιήσεις, στις οποίες ο Καζαντζάκης θεωρείται συμμετέχων ή υποκινητής. Την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου συλλαμβάνεται και κρατείται στα κρατητήρια της ασφάλειας για 24 ώρες. Στη συνέχεια, και αφού υποβάλει γραπτώς την απολογία του, αφήνεται ελεύθερος.
Η είδηση της σύλληψης και η «Ομολογία της πίστεως»
Την είδηση της σύλληψής του κατέγραψε η εφημερίδα του Ιωάννη Μουρέλλου «Νέα Εφημερίς», όταν πλέον αποφυλακίστηκε. Σ’ ένα μικρό μονόστηλο της δεύτερης σελίδας, στο φύλλο της Κυριακής 15 Φεβρουαρίου 1925, διαβάζουμε:
Ο Καζαντζάκης δεν πέρασε από δίκη. Την επόμενη ημέρα, τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου, η «Νέα Εφημερίς» παρουσίασε πρωτοσέλιδη τη γραπτή απολογία του προς τις ανακριτικές αρχές, την «ομολογία της πίστεώς» του, όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πολλά χρόνια αργότερα, το 1965, από τον Παντελή Πρεβελάκη στο έργο του «Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη», το οποίο επιμελήθηκε ο Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης.«ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΙΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΟΣ. Κατόπιν σχετικής διαταγής προς την Αστυνομίαν συνελήφθη προχθές και εκρατήθη επί 24 ώρας εις το Αστυνομικόν τμήμα ο συμπολίτης λόγιος κ. Νίκος Καζαντζάκης, εναντίον του οποίου υπήρξαν υπόνοιαι ότι διευθύνει τας ενταύθα κομμουνιστικάς ανατρεπτικάς ενεργείας. Χθες αποσταλείς εις τον κ. Εισαγγελέα αφέθηκε ελεύθερος, πιστοποιηθείσης της αθωότητός του».
Με το κείμενο αυτό ο μεγάλος στοχαστής ουσιαστικά διακήρυττε τη νέα ιδεολογία του, αυτή στην οποία προσχώρησε την περίοδο της παραμονής του στο Βερολίνο, σύμφωνα με την οποία ήταν νομοτέλεια να καταρρεύσει το παλιό αστικό καθεστώς, μαζί με την κυρίαρχη αστική τάξη. Τη θέση του στην κοινωνική κυριαρχία θα έπαιρνε η τάξη των εργαζομένων, όπως έγραφε, δηλαδή οι εργάτες, οι αγρότες και οι πνευματικοί παραγωγοί, όπως προσδιόριζε τη σύνθεσή της. Σημείωνε, μάλιστα, ότι αυτή η αναπόφευκτη αλλαγή των πραγμάτων αφορούσε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και φυσικά στα μικρά, όπως ανέφερε, πράγματα της Ελλάδας. Ουσιαστικά, δηλαδή, υιοθετούσε την αντίληψη του Λένιν, που υποστήριξε ότι μετά την επιβολή του σοσιαλισμού ανά κράτος, σ’ ολόκληρο τον πλανήτη θα επικρατήσει νομοτελειακά το νέο παγκόσμιο σύστημα, ο κομμουνισμός.
Οι αναφορές αυτές του Καζαντζάκη, σε απλή καθαρεύουσα μάλιστα, στοιχείο σπάνιο για τη γραφή του μεγάλου Κρητικού (η χρήση της «λόγιας γλώσσας» εξηγείται από το γεγονός ότι απευθυνόταν στην ανακριτική αρχή) προκάλεσαν δημόσια –μέσω της ίδιας εφημερίδας- συζήτηση επί πολλές ημέρες. Η πρώτη αντιπαράθεση έγινε με το διευθυντή της «Νέας Εφημερίδος» Ηλία Διαλυνά, ο οποίος την Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 1925 απάντησε, επίσης πρωτοσέλιδα, ότι οι αλλαγές που ζητάει ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να γίνουν παρά μόνο στο πλαίσιο της χριστιανικής πίστης, θυμίζοντας τη γνωστή ρήση για εκείνον που έχει δύο χιτώνες και οφείλει να δίνει τον ένα. Υποστήριξε, δηλαδή, τη θρησκευτική ηθική του θέματος που έθεσε ο στοχαστής.«Ο αγών, όπως τον αντιλαμβάνωμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός», έγραφε, δίνοντας την ουσία της κοινωνικής αλλαγής, όπως την συνειδητοποιούσε ο ίδιος.
«Η οικονομική χειραφέτησις –διευκρίνιζε- είναι μόνον μέσον προς ψυχικήν και πνευματικήν χειραφέτησιν του ανθρώπου. Δεν ζητούμεν ν’ ανατρέψωμεν την θρησκείαν, την οικογένειαν, την Πατρίδα, αλλά να δώσωμεν ανώτερον, βαθύτερον περιεχόμενον εις την θρησκείαν, εις την οικογένειαν, εις την Πατρίδα.
Όλοι όσοι πονούμεν τον άνθρωπον, έχομεν χρέος α) να μην ανεχώμεθα πλέον την αδικίαν και την ανηθικότητα της συγχρόνου κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής β) να διασώσωμεν και να τονίσωμεν το δικαίωμα, το οποίον έχει ο λαός να θέλη να βελτιώση την θέσιν του. και όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την δύναμιν να υψώση το επίπεδον της όλης ζωής του.
Σκοπός μας είναι να δημιουργήσωμεν μίαν ανωτέραν ηθικήν, να φέρωμεν δικαιοσύνην εις τον κόσμον, να δώσωμεν βαθυτέραν έννοιαν εις την αρετήν, εις την τιμήν, εις την ανθρωπότητα».
Δύο ακόμη επιστολές και πόλεμος
στην αστική τάξη!
Η απάντηση αυτή ανάγκασε τον Καζαντζάκη να δώσει νέα απάντηση. Με επιστολή του προς την ίδια την εφημερίδα, αυτή τη φορά, την Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου, διακήρυξε με πιο οξύ τρόπο την αλλαγή που επαγγέλθηκε στην «ομολογία». Έγραψε για τη σάπια αστική τάξη και το κυρίαρχο σύστημά της, τονίζοντας ότι αυτή που ατιμάζεται είναι η εργαζόμενη τάξη. Και ξεκαθάρισε ότι η νέα ηθική που ο ίδιος υποστήριζε δεν είχε σχέση με τη χριστιανική ηθική, καθώς, όπως σημείωνε, «όποιος μάχεται σήμερα να πείση τους αστούς να γυρίσουν στη χριστιανική ηθική, είναι μονάχα αγαθός ονειροπόλος», καθώς οι αστοί δεν πείθονται.
Το δεύτερο κείμενο του Καζαντζάκη προκάλεσε περισσότερο τον διευθυντή της «Νέας Εφημερίδος», που έδωσε νέα απάντηση την επομένη, υποστηρίζοντας την ενίσχυση της πίστης προκειμένου να ξεπεραστούν τα κοινωνικά αδιέξοδα τα οποία συμφωνούσε ότι υπήρχαν. Ακολούθησε ένα τρίτο, και τελευταίο, κείμενο του μεγάλου Κρητικού, που πλέον κήρυττε τον πόλεμο στον αστική τάξη! Το σύγχρονο χρέος μας, έγραφε, είναι:«Η νέα ηθική – τόνιζε- ή η επιστροφή της βαθύτερης ηθικής και η επικράτησις της υπό νέα μορφή- μονάχα με πλήρη αλλαγή ψυχικού μετώπου μπορεί να επέλθει. Αν δεν αντιπροσωπεύει νέες ψυχικές και υλικές ανάγκες και νέα αντίληψι του ανθρώπινου προορισμού, θάναι απλή ποίηση ή μετέωρο κήρυγμα στην έρημο». Και συμπλήρωνε τις προϋποθέσεις της «νέας ηθικής»:
«Η νέα ηθική του ερχόμενου πολιτισμού θάχει βεβαιότατα ως βάση τις εντολές της αλληλεγγύης, της αγάπης, του δικαίου καταμερισμού των πνευματικών και υλικών αγαθών, θα είνε υποταγή σ’ ένα ρυθμό ανώτερο του ατόμου».
«Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό στην τάξη, που την εποχή τούτη έλαχε ν’ αποτελεί την αντίδραση, την αδικία, την ανηθικότητα – στην τάξη των αστών. Έκαμαν το χρέος τους, τώρα γενήκαν εμπόδια στο πνεύμα. Το μίσος τούτο είναι το μόνο μέσο για να φτάσομε στην πλατήτατη αγάπη προς τον άνθρωπο: Μόνο μισώντας ανένδοτα, θα ρίξομε όλη τη σύγχρονη οργάνωση του κακού».
Τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν και άλλες παρεμβάσεις από επιστολογράφους της εφημερίδας στο ίδιο θέμα, αλλά ο Καζαντζάκης δεν επανήλθε.
Η σχέση του με τον κομμουνισμό
Το ερώτημα, όταν διαβάσει κανείς τα κείμενα του Καζαντζάκη, είναι αν πράγματι ήταν κομμουνιστής. Την απάντηση έδωσε ο ίδιος αργότερα, όπως σημειώνει ο νομικός και συγγραφέας Δημήτρης Ξυριτάκης, σε μια μελέτη του με τίτλο «Η πολιτική περιπέτεια του Νίκου Καζαντζάκη», η οποία δημοσιεύτηκε στις 26 Οκτωβρίου 2007, στο πλαίσιο του αφιερώματος της «Π» στα πενήντα χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα. Όπως ανέφερε ο κ. Ξυριτάκης, σ’ ένα ατιτλοφόρητο κείμενό του, με ημερομηνία 28 Αυγούστου 1929, το οποίο έγραψε στην Τσεχοσλοβακία, προκύπτει ότι δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής, αλλά ένιωσε το χρέος να συμπαρασταθεί σε μια υπόθεση που αφενός ήταν δίκαιη και αφετέρου δικαίωνε και τη δική του πολιτική ιδεολογία.
Στο κείμενο, το οποίο παραθέτει ο κ. Ξυριτάκης, ο Καζαντζάκης έγραφε:
Στη συνέχεια θα δημοσιεύσουμε την «Ομολογία πίστεως» του κορυφαίου συγγραφέα και στοχαστή καθώς και τις δύο επιστολές του στη «Νέα Εφημερίδα». Όπως σημειώσαμε, το πρώτο κείμενο, καθώς απευθυνόταν σε δημόσια αρχή, ήταν γραμμένο σε μια απλή και κατανοητή καθαρεύουσα, ενώ τα δύο άλλα σε απλή δημοτική, που πάντα χρησιμοποιούσε ο Καζαντζάκης. Φυσικά στα κείμενα διατηρούμε ακριβώς τη μορφή (ορθογραφία, σύνταξη, κλπ) που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα. Τα αρχεία της «Νέας Εφημερίδος» που χρησιμοποιούμε υπάρχουν στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου. Πριν την πρώτη δημοσίευση, στο φύλλο της Κυριακής 16 Φεβρουαρίου, ο Καζαντζάκης απηύθυνε στην εφημερίδα επιστολή στην οποία ανέφερε:«Τα κύρια χαρακτηριστικά της πίστης αυτής (σ.σ.: του κομμουνισμού) είναι δύο: 1) Υλισμός 2) Λατρεία της Μηχανής. Το ιδανικό της Σοβιετικής Ρωσίας είναι η Αμερική… Ο Κομμουνισμός δεν είναι κάτι ολότελα νέο, δεν είναι αλλαγή μετώπου στην ανθρώπινη μάχη. Είναι απλώς η ακρότατη, λογικότατη συνέπεια του αστικού πολιτισμού… Ο Κομμουνισμός θεοποιεί τους καρπούς της αστικής προσπάθειας και προσπαθεί να πραγματοποιήσει δικαιότερη κατανομή των υλικών αγαθών…Ο κομμουνισμός είναι το τέλος, όχι η αρχή. Έχει όλα τα συμπτώματα τους τέλους: υλισμό άκρατο, υπερτροφία του λογικού, ανάλυση θανάσιμη κάθε πίστης που ξεπερνά τις πέντε αίσθησες, θεοποίηση του πρακτικού σκοπού». Άρα, τον δεχόταν μόνο ως ένα ενδιάμεσο στάδιο για να φτάσει σε ένα απώτερο επίπεδο ζωής, αυτό που είχε οραματιστεί στην «Ασκητική».
Ακολουθεί η αναδημοσίευση της «Ομολογίας πίστεώς» και των άλλων δύο επιστολών του Νίκου Καζαντζάκη.«Κύριε Διευθυντά,
Επειδή έγινε τελευταία θόρυβος σχετικά με τα’ όνομά μου θα σας παρακαλέσω να δημοσιέψετε την ακόλουθη “Ομολογία της πίστεώς μου”, απαράλλακτα όπως την υπέβαλα και στην ανακριτικήν αρχή.
Στις μέρες αυτές όπου τρομοκρατείται ο ελεύθερος πολίτης, χρέος μου απλούστατα θεωρώ να διατυπώσω φανερά και με σαφήνεια, όσο το δυνατόν λιγόλογα την ιδεολογία μου.
Αν θεωρηθή επικίνδυνη για το σημερινό Κρατικό καθεστώς μας, θα περιμένω ήσυχα την καταδίωξίν μου και την τιμωρία».