ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΡΑ ( Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου )
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΔΟΠΟΥΛΟΣ ( Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών )
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία .Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές δυναμικές ( 2015 ).Προφέροντας τη σάχαντα
Η προσχώρηση στο ισλάμ είναι απλή διαδικασία και δεν προϋποθέτει κατήχηση ή άλλου είδους προετοιμασία. Το μόνο που απαιτείται είναι η εκφώνηση, ενώπιον δύο μαρτύρων, της
σάχαντα, δηλαδή της φράσης: «Δεν υπάρχει [άλλος] θεός από τον Θεό· ο Μωάμεθ είναι ο απόστολος του Θεού». Η εκφορά της σάχαντα θεωρείται πως εντάσσει αυτόματα τον ομιλητή –ή επιβεβαιώνει την ένταξή του– στην κοινότητα των μουσουλμάνων. Πρόκειται δηλαδή για μια «επιτελεστική εκφώνηση», μια γλωσσική εκφορά που συνιστά πράξη . Στη χανεφιτική δικαιική πρακτική, η οποία τιμωρεί «εκείνους που δεν εκπληρώνουν τα λειτουργικά τους καθήκοντα ή αρνούνται να τα αποδεχθούν ως υποχρεωτικά, αλλά δεν διερευνά την ειλικρίνεια της πίστης τους» , το να εκφωνήσει ένας μη μουσουλμάνος το ισλαμικό σύμβολο πίστεως σήμαινε ότι ασπαζόταν το ισλάμ: εφόσον η εκφορά του ήταν επαρκής συνθήκη για την προσχώρηση στην πίστη, ήταν και δεσμευτική από νομικής πλευράς. Ισοδυναμούσε όμως κάθε είδους εκφορά της σάχαντα με ομολογία της ισλαμικής πίστης ;
Την τελευταία δεκαετία του 15ου αιώνα ο εύπορος αδριανουπολίτης Μιχαήλ Μαυροειδής κατηγορήθηκε από μια μερίδα ζηλωτών μουσουλμάνων της πόλης και γνωστών του πως εξακολουθούσε να ζει ως χριστιανός, αν και είχε εξισλαμιστεί προφέροντας τη σάχαντα. Ο Μιχαήλ οδηγήθηκε στο δικαστήριο και αρνήθηκε ότι είχε εξισλαμιστεί.
Ο καδής, που ήταν έτοιμος να τον αφήσει ελεύθερο, τον φυλάκισε, θορυβημένος από τις απειλές των μουσουλμάνων κατηγόρων πως θα κατήγγελλαν και τον ίδιο για περιφρόνηση του ιερού νόμου. Ο Μιχαήλ, ωστόσο, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε κάτοικος της πόλης. Είχε τέτοια κοινωνική και οικονομική επιφάνεια ώστε να μισθώνει τους τελωνειακούς δασμούς της
Αδριανούπολης , και ήταν γνώριμος των υψηλών κρατικών αξιωματούχων και των οικείων του σουλτάνου
Την απόφαση τελικά πήρε ο ίδιος ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, που όρισε να εφαρμοστεί η διαδικασία της πρόσκλησης σε μετάνοια, δηλαδή να τεθεί ο κατηγορούμενος στο δίλημμα είτε να ομολογήσει πίστη στο ισλάμ είτε να εκτελεστεί ως αποστάτης.
Ο Μιχαήλ διάλεξε τον θάνατο .
Την ίδια περίπου εποχή, πιθανόν μεταξύ 1481 και 1490, βρέθηκε ενώπιον του καδή και ο εύπορος Ιωάννης από τις Σέρρες, «επισήμων και ευγενών γονέων υιός», ο οποίος κατηγορήθηκε από μερίδα μουσουλμάνων της πόλης πως, αν και είχε δηλώσει την πρόθεσή του να εξισλαμιστεί, συνέχιζε να ζει ως χριστιανός. Ο Ιωάννης αντέτεινε πως οι κατηγορίες ήταν ψευδείς και αρνήθηκε να προσχωρήσει στο ισλάμ. Όπως συνέβη και με τον Μιχαήλ της Αδριανούπολης, την απόφαση να τεθεί ο Ιωάννης στο δίλημμα της ομολογίας πίστης στο ισλάμ ή του θανάτου
πήρε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄.
Ο Ιωάννης, όπως και ο Μιχαήλ, διάλεξε τον θάνατο . Οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι παραπάνω από εμφανείς. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Μιχαήλ, ο οποίος φέρεται ότι είχε εκφωνήσει τη σάχαντα, εκείνο που οδήγησε τελικά τον Ιωάννη στον θάνατο ήταν η θέση πως ακόμα και η απλή δήλωση επιθυμίας προσχώρησης στο ισλάμ ήταν μια επιτελεστική εκφώνηση που ισοδυναμούσε με τυπικό εξισλαμισμό.
Από νομικής πλευράς, ο ισχυρισμός αυτός ήταν –και παρέμεινε– σαφώς προβληματικός. Για παράδειγμα, ο σεϊχουλισλάμης του 17ου αιώνα Τσαταλτζαλί Αλή εφέντης (Çatalcalı Ali efendi) δήλωνε σε γνωμοδότησή του πως η έκφραση επιθυμίας εξισλαμισμού δεν έπρεπε να θεωρείται δεσμευτική. Όμως το ότι ο υψηλόβαθμος νομομαθής ασχολήθηκε με το ζήτημα σημαίνει πως παρόμοια περιστατικά συνέβαιναν, ασχέτως του αν η κατηγορία έστεκε νομικά ή όχι.
Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, το 1672, την εποχή που το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της Κωνσταντινούπολης, αλλά και η ίδια η
οθωμανική αυλή και η κυβέρνηση, βρίσκονταν υπό την επιρροή του ζηλωτικού κινήματος των καντιζαντελήδων, ο Νικόλαος, ένας μαθητευόμενος μπακάλης στην Κωνσταντινούπολη με καταγωγή από το Καρπενήσι, θανατώθηκε ως αποστάτης επειδή, ενώ είχε προφέρει τη σάχαντα, αρνιόταν πως είχε προσχωρήσει στο ισλάμ. Την καταγγελία είχε κάνει ένας μουσουλμάνος κουρέας,
γείτονας μάλλον του Νικόλαου, ο οποίος
δίδασκε οθωμανικά τουρκικά στον νεαρό χριστιανό και του είχε παρουσιάσει την ισλαμική ομολογία πίστεως ως άσκηση. Σύμφωνα με μια πηγή, ο καϊμακάμης της Κωνσταντινούπολης, στον οποίο οδηγήθηκε ο Νικόλαος, ήθελε να τον αφήσει ελεύθερο, αλλά
φοβήθηκε τις αντιδράσεις των ζηλωτών μουσουλμάνων της πρωτεύουσας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η περίπτωση του Νικόλαου είναι ίσως
το πιο γνωστό περιστατικό διαμφισβητούμενου εξισλαμισμού που οδήγησε σε καταδίκη για αποστασία: ο ίδιος λατρεύτηκε ως νεομάρτυρας από τους χριστιανούς, ενώ η ιστορία του αποτυπώθηκε όχι μόνο σε αγιολογικά κείμενα αλλά και σε βιβλία και αναφορές δυτικοευρωπαίων διπλωματών και παρατηρητών .
Μετά από εκατό περίπου χρόνια, το 1774, ένας χριστιανός από τη Θεσσαλονίκη ονόματι Αθανάσιος έπιασε συζήτηση με έναν μουσουλμάνο στο μέρος όπου κατέφθανε το έφιππο ταχυδρομείο και όπου συγκεντρώνονταν πολλοί για να μάθουν τα νέα. Σε κάποιο σημείο φέρεται να είπε: «η εδική σας πίστις στέκεται εις τούτα τα λόγια», και «επρόφερε με απονηρευσίαν την ομιλίαν τους», δηλαδή τη σάχαντα. Ο νεαρός Αθανάσιος ήθελε να ανοίξει μια θεολογική, ας την πούμε έτσι, συζήτηση. Ο μουσουλμάνος, όμως, όπως μαθαίνουμε από τον βίο, «ευθύς ήρπασε την απλήν εκείνην προφοράν, ως τελείαν ήδη ομολογίαν».
Ο καδής, στον οποίον οδηγήθηκε ο νεαρός για να κρίνει την υπόθεση, είχε διαφορετική άποψη. Ως νομικός ήξερε ότι «με το να ειπή ένας, ότι ηξεύρει τα λόγια της πίστεώς σου», δεν σημαίνει κι ότι ασπάζεται το ισλάμ. Τελικά όμως
ο καδής αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στην πίεση των μουσουλμάνων προυχόντων που φώναζαν ότι «δεν πρέπει να περιπαίζεται η πίστις» και είπε στον Αθανάσιο πως, αφού είχε προφέρει την ομολογία της μουσουλμανικής πίστης, όφειλε και να την ακολουθήσει, «διατί αλλέως η πίστις δεν υποφέρει να καταφρονήται» .
Σε όλες τις περιπτώσεις που παρουσιάσαμε,
οι κατηγορούμενοι ως αποστάτες από το ισλάμ εκτελέστηκαν σε συνθήκες καταχρηστικής ερμηνείας των προβλέψεων του ιερού νόμου. Χαρακτηριστικό είναι πως
οι δικαστές έτειναν να απαλλάξουν τους κατηγορούμενους, τελικά όμως υποχώρησαν στην πίεση μιας ισχυρής μερίδας μουσουλμάνων που στόχο είχε όχι την εξόντωση αλλά τον εξισλαμισμό τους. Ακόμα και στα τέλη του 18ου αιώνα, λοιπόν, δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι κάθε είδους μνεία της σάχαντα, ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενά της, συνιστούσε δεσμευτική ομολογία πίστης στο ισλάμ. Διαφορετικά ούτε ο Αθανάσιος υπήρχε περίπτωση να κάνει αυτό που έκανε, εκτός αν όντως εννοούσε πως ήθελε να γίνει μουσουλμάνος, ούτε ο καδής θα τον αντιμετώπιζε καταρχήν με επιείκεια.
===========================================================
Οι μουσουλμάνοι, μας λέει –μάλλον με κάποια δόση υπερβολής– ο λόγιος του πρώιμου 16ου αιώνα Θεόδωρος Σπανδουνής ,
πάντα έχουν στον νου τους πώς να μεταστρέψουν έναν χριστιανό στην πίστη τους και χρησιμοποιούν ποικίλες μεθόδους, μεταξύ των οποίων την ψευδομαρτυρία ενώπιον του καδή, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την τιμωρία του χριστιανού και είτε τον αναγκαστικό εξισλαμισμό είτε το μαρτύριο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί μουσουλμάνοι χαρακτηρίζονταν από προσηλυτιστικό ζήλο και θα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να φέρουν τους αλλόθρησκους συντοπίτες τους στο ισλάμ, δύσκολα όμως θα κατέφευγαν σε ωμό εκβιασμό για να το πετύχουν. Στις περιπτώσεις που η αποστασία χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά,
στόχος δεν ήταν τόσο ο προσηλυτισμός όσο η επιβεβαίωση της μουσουλμανικής πρωτοκαθεδρίας έναντι των ζιμμήδων.Η άρνηση των οθωμανικών αρχών, και μάλιστα του ιεροδικείου, να εξετάσουν υποθέσεις που μύριζαν εκβιασμό δεν οφείλεται μόνο στην προσπάθεια να διαφυλαχθεί το κύρος των δικαστικών θεσμών. Εδραζόταν επίσης στις κατά καιρούς σουλτανικές διαταγές που υποστήριζαν τα δικαιώματα της Εκκλησίας, εξειδικεύοντας την απαγόρευση του εξαναγκαστικού εξισλαμισμού των χριστιανών που περιλαμβανόταν στα πατριαρχικά και επισκοπικά μπεράτια.
Χαρακτηριστικός είναι ο ορισμός του 1516 που απευθύνεται στους καδήδες των βαλκανικών επαρχιών, στον οποίο ο σουλτάνος Σελίμ Α΄ διατάσσει να τιμωρηθούν όσοι διατυπώνουν ψευδείς κατηγορίες αποστασίας εναντίον των ανθρώπων που στέλνει ο πατριάρχης για να συλλέξουν τους πατριαρχικούς φόρους :
Τώρα ήλθε στην υψηλή αυλή μου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και πληροφόρησε τα παρακάτω. Σε ορισμένα μέρη Μουσουλμάνοι συκοφάντησαν τους ανθρώπους μου και τους καλόγερους και τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι βρίσκονταν στη Ρούμελη [=Βαλκάνια] για να συγκεντρώσουν τους πατριαρχικούς φόρους· σε μερικούς είπαν «γίνατε Μουσουλμάνοι», σε μερικούς «εξυβρίσατε», σε μερικούς έκαναν παρόμοιες συκοφαντίες· ορισμένοι παρουσιάσθηκαν ως μάρτυρες, ορισμένοι ως κατήγοροι και απαίτησαν [από αυτούς] να εξισλαμισθούν. Και με βιαιοπραγία τους κακοποίησαν. […] Τώρα διατάσσω. […] Αν μερικοί θέλησαν να εξισλαμίσουν με την βία, αντίθετα στον ιερό νόμο, τους ανθρώπους του [πατριάρχη], τους οποίους έστειλε για να συγκεντρώσουν τους φόρους, θα τους εμποδίσετε […] Θα επιβάλετε τάξη σε αυτούς που κάνουν διαβολές και συκοφαντίες. Θα τιμωρήσετε αυτούς που δεν συνετίζονται. Θα στείλετε στην πύλη μου μαζί με τον αντίδικο αυτούς που επιμένουν, για να εξετασθεί η υπόθεσή τους στην πύλη μου.
==================================================
Η συντριπτική πλειονότητα των εκτελέσεων που καταγράφονται στα μαρτυρολόγια λαμβάνει χώρα μετά το 1650, όταν η επιρροή του ζηλωτικού κινήματος των καντιζαντελήδων βρίσκεται στο απόγειό της: μεταξύ των ετών 1679 και 1683 επτά άνθρωποι θα θανατωθούν στην Κωνσταντινούπολη για αποστασία ή εξύβριση του ισλάμ και θα θεωρηθούν μάρτυρες.
Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων είναι ενδεικτικές του διαλυτικού χαρακτήρα που είχε η ιδεολογία των ζηλωτών μουσουλμάνων στις κοινωνικές σχέσεις. Ήδη αναφέραμε τον Νικόλαο από το Καρπενήσι (†1672, Κωνσταντινούπολη), ο οποίος πρόφερε άθελά του τη σάχαντα, τη μουσουλμανική ομολογία πίστης, όταν ο μουσουλμάνος δάσκαλός του τού την έδωσε ως άσκηση στο μάθημα των οθωμανικών. Οι συνθήκες της εκτέλεσης του Νικόλαου ήταν πραγματικά ακραίες από νομικής πλευράς.
Πόσο μάλλον που, όπως φαίνεται από τις πηγές, κανείς δεν είχε να αντλήσει κάποιου είδους κέρδος από τον εξισλαμισμό του νεαρού μπακάλη.
Η προσπάθεια εκβιαστικού εξισλαμισμού του Νικόλαου ήταν καθαρά ζήτημα ιδεολογίας και θρησκευτικού ανταγωνισμού: ο Νικόλαος, ένας κατά πάσα πιθανότητα ξεχωριστός νεαρός με έφεση στα γράμματα, θεωρήθηκε πως θα αύξανε το κύρος της μουσουλμανικής κοινότητας έναντι της χριστιανικής.Τέτοια εγχειρήματα, όμως, δεν ήταν απλώς προσπάθειες επιβεβαίωσης της ανισότητας μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Το σημαντικό είναι πως τοποθετούσαν την υπάρχουσα ανισότητα σε νέες, πιο ανελαστικές βάσεις, και πως της έδιναν μια συγκρουσιακή διάσταση, η οποία ερχόταν σε ένταση με την αρχή της ανεκτικότητας. Η καταγγελία, πέρα από το ότι ήταν τραβηγμένη από τα μαλλιά, τραυμάτιζε την κοινωνικότητα της γειτονίας, ακύρωνε τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δασκάλου και μαθητή και ναρκοθετούσε την απλή λεκτική επικοινωνία της καθημερινότητας.
Κάποια χρόνια αργότερα, το 1680, κατηγορήθηκε για αποστασία και θανατώθηκε
ο χρυσοχόος Αγγελής από την Κωνσταντινούπολη. Ο Αγγελής είχε συμμετάσχει σε γλέντι για τα εννιάμερα της Παναγίας με γνωστούς του χριστιανούς, αλλά και μουσουλμάνους, πρόσφατους προσήλυτους στο ισλάμ.
Μέσα στο κέφι και στον χορό οι φίλοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι νεοφώτιστοι, είχαν ανταλλάξει τα καλύμματα της κεφαλής τους κι έτσι ο Αγγελής είχε βρεθεί να φορά ισλαμικό σαρίκι. Την επομένη οι μουσουλμάνοι με τους οποίους γλεντούσε τον κατηγόρησαν πως, εφόσον είχε φορέσει ισλαμικό σαρίκι, είχε αυτομάτως προσχωρήσει στην ισλαμική θρησκεία .
Η απαγόρευση στους χριστιανούς να φορούν μουσουλμανικά καλύμματα κεφαλής με τίμημα τον θάνατο ή τον εξισλαμισμό είχε στόχο να καταστήσει ορατή τη διάκριση μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων στον δημόσιο χώρο . Εδώ όμως δεν επρόκειτο για κάποια δημόσια εμφάνιση αλλά για μια γιορτή μεταξύ φίλων, η σχέση μεταξύ των οποίων προφανώς αναγόταν στην εποχή που όλοι τους ήταν χριστιανοί. Το γεγονός πως κάποιοι από αυτούς, αν και μουσουλμάνοι τώρα πια, συνέχιζαν να συμμετάσχουν σε χριστιανικές εορτές, μας οδηγεί να ξεδιαλύνουμε την υπόθεση.
Εκείνο που προσπαθούσαν να πετύχουν οι κατήγοροι του Αγγελή ήταν να αποφύγουν να κατηγορηθούν οι ίδιοι ως αποστάτες από το ισλάμ, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως πιστούς μουσουλμάνους που δεν ανέχονται να περιπαίζεται η θρησκεία. Την εποχή των καντιζαντελήδων αυτές οι κοινές εορτές, φαινόμενο που εντάσσεται σε ένα σύνολο συγκρητιστικών πρακτικών, είχαν βρεθεί επανειλημμένα στο στόχαστρο του ζηλωτισμού. Ας δούμε τι λέει μια σχετική ιερονομική γνωμοδότηση :
Αν μερικοί μουσουλμάνοι συμμετάσχουν σε εορταστικούς χορούς των απίστων και ο Ζεΐντ [υποθετικό όνομα που χρησιμοποιείται στις γνωμοδοτήσεις ] ζητήσει από τον σεϊχουλισλάμη να εκδώσει έναν φετβά για τις πράξεις τους και λάβει την απάντηση «ανανέωση της πίστης και τουγάμου» [ότι οφείλουν δηλαδή να επιβεβαιώσουν ρητά το νομικό τους καθεστώς ως μουσουλμάνων και συζύγων, τις δύο ομολογίες που πρέπει να κάνει ο παντρεμένος μουσουλμάνος που είναι ύποπτος για αποστασία], και μετά ο Ζεΐντ δείξει τον φετβά στους εν λόγω μουσουλμάνους λέγοντάς τους «αν συνεχίσετε να κάνετε αυτά τα πράγματα, θα σας ζητηθεί να κάνετε δήλωση ανανέωσης της πίστης και του γάμου», αλλά εκείνοι απαντήσουν «μη λες ανοησίες! Είδαμε να ακολουθούν τα ίδια έθιμα οι παππούδες κι οι πατεράδες μας, κι εμείς θα συνεχίσουμε να τα ακολουθούμε», τι πρέπει να γίνει με αυτούς τους ανθρώπους σύμφωνα με τον νόμο;
Απάντηση: Είναι νόμιμο να θανατωθούν.Είναι χαρακτηριστικό για τον ζήλο των καντιζαντελήδων και για τη σημασία που έδιναν στα ζητήματα αυτά, ότι σε δίκες χριστιανών που κατηγορούνταν για αποστασία ή για προσβολή του ισλάμ, την υπόθεση δεν εξέτασε απλώς ο καδής, αλλά και ο ίδιος ο μεγάλος βεζίρης Καρά Μουσταφά πασάς (Kara Mustafa paşa), ο οποίος βρισκόταν υπό την επιρροή του ιεροκήρυκα Βανί εφέντη . Με αυτόν τον τρόπο η οθωμανική εξουσία έδωσε ένα επιπλέον συμβολικό βάρος στην καταπολέμηση ανεπιθύμητων θρησκευτικών συμπεριφορών και κοινωνικών πρακτικών που αφορούσαν τις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων. Αν και δεν αμφισβήτησαν την αρχή της ανεκτικότητας και το νομικό καθεστώς των ζιμμήδων,
οι καντιζαντελήδες αντιμετώπισαν εβραίους και χριστιανούς ως πεπλανημένους άπιστους που ιδανικά θα έπρεπε να πειστούν να εξισλαμιστούν, ακριβώς όπως οι μουσουλμάνοι έπρεπε να εξαναγκαστούν να αποδεχθούν την «ορθή» εκδοχή του ισλάμ. Υπερτονίζοντας τη σημασία της θρησκείας – και μάλιστα της δικής τους εκδοχής ορθοδοξίας– στον δημόσιο βίο της αυτοκρατορίας, οι καντιζαντελήδες έδωσαν βάρος στον κατεξοχήν παράγοντα που χώριζε τους υπηκόους του σουλτάνου, κι έτσι συνέβαλαν στην τάση διαχωρισμού των μεν από τους δε.