Κυβερνητικοί, οι οπαδοί της Επιτροπής, συνταγματικοί οι αντίθετοι που υποστήριζαν (και μάλλον είχαν δίκιο) ότι η Γερουσία είχε παρανομήσει, ως αναρμόδια να εκλέξει κυβέρνηση, καθώς το έργο αυτό ανήκε στην υπό αναστολή εργασιών διατελούσα Δ’ Εθνοσυνέλευση.
Προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη νέων εκπροσώπων σε μια ανανεωμένη Εθνοσυνέλευση (την είπαν Ε’). Ο Κωλέττης προωθούσε τους δικούς του, ο Αυγουστίνος κυβερνητικούς, οι συνταγματικοί τρίτους κι ο Κολοκοτρώνης στη μέση προσπαθούσε να κρατά ισορροπίες. Η βία και η νοθεία βασίλευαν και στο Ναύπλιο κατέπλευσαν διπλάσιοι από τον κανονικό αριθμό πληρεξούσιοι, ενώ ήδη ο Κωλέττης είχε διαφωνήσει δημόσια, είχε προχωρήσει στην προβολή του δικού του κόμματος και είχε προσεταιριστεί τους συνταγματικούς. Τελικά, μια εξελεγκτική επιτροπή ανέλαβε να ξεσκαρτάρει τα πληρεξούσια, απορρίπτοντας τα πλαστά. Βρέθηκαν ενενήντα έγκυρα.
Στην πρώτη τακτική συνεδρίαση, 7 Δεκεμβρίου του 1831, η τριμελής Επιτροπή υπέβαλε τις παραιτήσεις της. Στη δεύτερη, 8 του μήνα, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εκλέχτηκε προσωρινός (μέχρι την οριστική ψήφιση συντάγματος) «πρόεδρος της κυβερνήσεως», προκαλώντας οριστική διάσπαση της εθνοσυνέλευσης. Οι μάχες κυβερνητικών και συνταγματικών ξεκίνησαν την επομένη, 9 Δεκεμβρίου, με τους κυβερνητικούς να έχουν μαζί τους και τον τακτικό στρατό και να στριμώχνουν άσχημα τους αντιπάλους τους. Την επομένη, οι συνταγματικοί ζήτησαν να τους επιτραπεί ειρηνική αποχώρηση. Έφυγαν στις 12 του μήνα και μαζί τους πήγε και ο Κωλέττης. Στην Κόρινθο, έστησαν νέα συνέλευση.
Αυτόματα, στην Ελλάδα λειτουργούσαν δύο εθνοσυνελεύσεις και δύο κυβερνήσεις: Του Αυγουστίνου Καποδίστρια και των συνταγματικών με ουσιαστικό «πρωθυπουργό» τον Κωλέττη, καθώς οι δυο άλλοι εκλεγέντες (Κουντουριώτης και Ζαΐμης) έμεναν στην Ύδρα. Ο εμφύλιος ήταν πια γεγονός. Με την εκλογή του ανώτατου άρχοντα να εκκρεμεί. Και με τους συνταγματικούς να ενισχύονται από τους παλιούς καπεταναίους του απελευθερωτικού αγώνα.
Τον Φεβρουάριο του 1832 ξεκίνησαν οι διαδικασίες των τριών δυνάμεων για την εκλογή του Όθωνα. Τον Μάρτιο, η Εθνοσυνέλευση του Ναυπλίου ανακήρυξε τον Αυγουστίνο Καποδίστρια «κυβερνήτη της Ελλάδος» με προφανή σκοπό να αναγνωριστεί πρωθυπουργός από τον νέο βασιλιά, όποτε αυτός ερχόταν. Σε καθοριστικές μάχες, οι κυβερνητικοί νικήθηκαν από τους συνταγματικούς, επήλθε ένα είδος συμβιβασμού, ο Αυγουστίνος παραιτήθηκε κι έφυγε στην Κέρκυρα.
Στο Ναύπλιο πανηγύριζαν. Διαδηλωτές φώναζαν «Ζήτω το σύνταγμα, ζήτω ο Όθων».
http://historyreport.gr/index.php/%CE%A ... E%BD%CE%B1
Αυτή ήταν μόνο η αρχή, καθότι η κυβέρνηση του Κωλέττη, παρότι είχε γίνει προσπάθεια να είναι κυβέρνηση συμβιβασμού και συμπεριελάμβανε όλα τα κόμματα, δεν είχε τη στρατιωτική δύναμη(οι ρουμελιώτες μισθοφόροι της ήταν πάντα αναξιόπιστοι, ειδικά όταν δεν πληρώνονταν) ούτε την απαραίτητη συναίνεση για να επιβληθεί. Τα μέλη του Ρωσικού κόμματος εγκατέλειψαν την κυβέρνηση και ο Κολοκοτρώνης επιχείρησε καινούργιο πραξικόπημα
Οι συνέπειες ήταν τρομακτικές, και ακολούθησαν καταστάσεις mad max, που σόκαραν πολίτες και πολιτικούς παράγοντεςΣτα μέσα Νοεμβρίου επτά καποδιστριακοί γερουσιαστές εγκατέλειψαν κρυφά το Ναύπλιο. Στις 21 Νοεμβρίου τους ακολούθησαν ο πρόεδρος Τσαμαδός και δύο ακόμη γερουσιαστές. Ο Κολοκοτρώνης και ένα στρατιωτικό σώμα από Πελοποννησίους τους συνάντησε στο Άστρος. Χρησιμοποιώντας το πιεστήριο της Εθνικής Τυπογραφίας, που το είχαν μεταφέρει κρυφά από το Ναύπλιο, εξέδωσαν προκήρυξη με την οποία ακύρωναν το πρόσφατο διάταγμα που έδινε την εκτελεστική εξουσία στον Ζαΐμη, τον Κωλέττη και τον Μεταξά. Βασιζόμενοι στη στρατιωτική υποστήριξη του καποδιστριακού κόμματος και στη βοήθεια του ρώσου ναυάρχου Ricord, γνωστού συμμέτοχου στις μηχανορραφίες τους, οι γερουσιαστές αυτοί σκόπευαν πιθανώς να κάνουν πραξικόπημα παρόμοιο με εκείνο του Κωλέττη τον περασμένο Απρίλιο, παρόλο που ισχυρίζονταν ότι ή στενή επιτήρησή τους από τα γαλλικά στρατεύματα στο Ναύπλιο ήταν αυτή που τους οδήγησε στη ρήξη.
Διόρισαν στρατιωτική επιτροπή από διάφορους ισχυρούς οπλαρχηγούς, Μωραΐτες και Ρουμελιώτες –τον Κολοκοτρώνη, τον Τζαβέλα, τον Νικόλαο Κριεζώτη, τον Α.Χατζηχρήστο- για να κυβερνήσει την Ελλάδα. Ορισμένοι, όπως ο Τζαβέλας και ο Χατζηχρήστος, δεν είχαν παραδοσιακούς δεσμούς με τους Καποδιστριακούς. Ο στρατιωτικός αυτός σύνδεσμος ήταν σημαντικός , γιατί αντιπροσώπευε τη συμφιλιωτική διάθεση ενός ευρύτερου τμήματος της τάξης των στρατιωτικών και μια μορφή αναβίωσης του παλαιού στρατιωτικού κόμματος. Τελικά, η Γερουσία εξέλεξε τον Ricord Κυβερνήτη της Ελλάδας, ελπίζοντας να πετύχει με αυτό τον τρόπο αποτελεσματική βοήθεια από τη Ρωσία.
Η τριμελής Διοικητική Επιτροπή στο Ναύπλιο, αντιδρώντας στο ενδεχόμενο να αποκλειστεί με τη βία από την εξουσία πριν από την άφιξη
του βασιλιά, ζήτησε από τους αντιπρέσβεις γαλλικά στρατεύματα για τη φρούρηση του Αργους, όπου ο Κριεζώτης και ο Τσώκρης ασκούσαν κατ'όνομα μόνο την εξουσία. Τα γαλλικά στρατεύματα έφτασαν στο Αργος στις 15 Ιανουαρίου 1833. Την επόμενη μέρα δέχτηκαν την επίθεση ελλήνων ατάκτων: ύστερα από σοβαρές οδομαχίες , οι Γάλλοι υπερίσχυσαν και εξεδίωξαν τα ελληνικά τμήματα. Δύο εβδομάδες αργότερα ο βασιλιάς με τους αντιβασιλείς έφτασαν στην Ελλάδα.
Οι ύστατες αυτές προσπάθειες των Καποδιστριακών έληξαν με θλιβερή αποτυχία. Επιχείρησαν μονόπλευρα να αλλάξουν το υπάρχον καθεστώς , και κατέστρεψαν εντελώς το κύρος τους για πολλούς λόγους: γιατί διόρισαν ρώσο Κυβερνήτη της Ελλάδας τη στιγμή που επέκειτο ή άφιξητου νέου βασιλιά γιατί συνένωσαν τους περισσότερους στρατιωτικούς αρχηγούς που είχαν ταυτιστεί ήδη με την επικράτηση της αναρχίας και γιατι επιτέθηκαν στα γαλλικά στρατεύματα, που ενεργούσαν στο όνομα των τριών δυνάμεων. Με άλλα λόγια έδωσαν στους εχθρούς τους την ευκαιρία να τους δυσφημήσουν στον νέο βασιλιά και στην αντιβασιλεία , και να τους κατηγορήσουν για έλλειψη νομιμοφροσύνης .
John Petropoulos: Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο-1833-843
O W.Alison Phillips συνοψίζει τον τελευταίο εμφύλιο πόλεμο της ελληνικής επανάστασης με τα ακόλουθα λόγια:
«Το 1832 υπήρξε το πιο αξιοθρήνητο από τα έτη του πολέμου. Οι Έλληνες υπέφεραν περισσότερο από τη σκληρότητα και τη λεηλασία των συμπατριωτών τους παρά από τις τουρκικές επιδρομές, περισσότερο ακόμη και από όσα είχαν υπομείνει από τους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Και τώρα, στο τέλος του χρόνου, η χώρα ήταν εντελώς εξουθενωμένη».
Αυτές οι αντιξοότητες, από τις οποίες υπέφεραν όλοι οι Έλληνες , είχαν αφήσει άσβεστες εντυπώσεις και καθόρισαν το έργο της νέας διοίκησης. Για λόγους ευκολίας , οι συνέπειες του 1832 μπορούν να χωριστούν σε διοικητικές, οικονομικές και πολιτικές. Από διοικητική άποψη, το 1832 σήμανε την ολοκληρωτική αποσύνθεση της κεντρικής εξουσίας. Η μεικτή Διοικητική Επιτροπή, επειδή ακριβώς ήταν κυβέρνηση συνασπισμού, είχε παραλύσει και δεν είχε σχεδόν καμιά δύναμη έξω από το Ναύπλιο και εκεί ακόμη το κύρος της εξαρτιόταν από την προστασία των ξένων όπλων. Οι δραστηριότητες του «υπουργικού συμβουλίου » δεν είχαν κανένα διοικητικό νόημα, παρά μόνο συμβολικό, πιστοποιούσαν δηλαδή κατά τρόπο σκιώδη την αδύναμη ύπαρξη ενός ελληνικού κράτους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Δεκέμβριο του 1832, ο Ζωγράφος, Γραμματέας της Επικρατείας επί των Στρατιωτικών , ομολογούσε στον Μαυροκορδάτο, υπουργό των Οικονομικών, ότι αγνοούσε έντελώς τον αριθμό των ανδρών που υπηρετούσαν στο στρατό. Ενδεικτική της σύγχυσης που επικρατούσε στις εθνικές υποθέσεις ήταν και η στάση της εθνικής συνέλευσης της Προνοίας, η οποία, αφού διέλυσε τη Γερουσία, υποχρεώθηκε και αυτή με τη σειρά της από τους δυσαρεστημένους στρατιώτες να διαλυθεί.
Τον Οκτώβριο, τα δικαστήρια ανέστειλαν τη λειτουργία τους, πράγμα που έδειχνε κατά τρόπο δραματικό ότι η γυμνή βία αποτελούσε πλέον το μοναδικό μέσο για επιβίωση. Οι άτακτοι, των οποίων η πειθαρχία χαλαρωνόταν καθώς η κυβέρνηση αδυνατούσε να εξασφαλίσει τη συντήρησή τους, αντέδρασαν στη χρεωκοπία του κράτους εγκαταλείποντας τους αξιωματικούς τους και λεηλατώντας ανελέητα κατά συμμορίες. Οι κάτοικοι εξάλλου των λεηλατούμενων περιοχών, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, ενώνονταν με τους ληστές αυξάνοντας έτσι τον αριθμό των ατάκτων.
Όπως γράφει ο Maurer, «κάθε κόμμα άρπαζε τα όπλα και έβρισκε ανοιχτή προστασία και βοήθεια από το ναυτικό της προστάτιδάς του δύναμης». Ο Κολοκοτρώνης, ο νέος αρχηγός του καποδιστριακού κόμματος, αναγκάστηκε να αναλάβει το έργο της συλλογής των φόρων στις περιοχές που έλεγχο, προκειμένου να συντηρήσει και συνεπώς να συγκρατήσει το στρατό του. Η κεντρική εξουσία ωστόσο είχε καταρρεύσει σε τέτοιο βαθμό ώστε οι κοινότητες, τις οποίες είχε σχεδόν αχρηστεύσει η συγκεντρωτική πολιτικη του Καποδίστρια, ξαναπήραν δύναμη καθώς υποχρεώθηκαν, για την 3πιβίωσή τους, να καταπνίξουν τις αδελφοκτόνες διαμάχες που είχαν ξεσπάσει στους κόλπους τους, και να επιστρατεύσουν τους χωρικούς σε τοπικά αμυντικά σώματα . Έτσι η διακυβέρνηση του τόπου συρρικνώθηκε στο ελάχιστο και περιορίστηκε στο τοπικό επίπεδο, μια και αυτή ήταν η μόνη εφικτή μορφή διακυβέρνησης .
Το σύνθετο διοικητικό οικοδόμημα του Καποδίστρια κατέρρευσε, γεγονός που ήταν από μόνο του ενδεικτικό της έκτασης του χάους. Το διοικητικό έργο που κληροδότησε το 1832 στην αντιβασιλεία ήταν ταυτόχρονα ευκολότερο και δυσκολότερο: ευκολότερο γιατί έδινε στην αντιβασιλεία σχεδόν πλήρη ελευθερία να εφαρμόσει το πρόγραμμά της (είχε μόνο να πετάξει ένα φθαρμένο παρελθόν): δυσκολότερο γιατί οι συγκεντρωτικές προσπάθειες της αντιβασιλείας είχαν να αντιμετωπίσουν την αναβίωση του τοπικισμού και την ανανεωμένη δύναμη των ντόπιων κυρίαρχων τάξεων που ο τοπικισμός ευνοούσε.
Είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς τη δήωση του 1832 από τη δήωση που είχε προξενηθεί σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Οι ερημωμένες πόλεις και τα κατεστραμμένα χωριά , η φθορά της κτηνοτροφίας, η καταστροφή των αμπελώνων, οι εμπρησμοί των ελαιώνων που απαιτούσαν πολλά χρόνια για να αποκατασταθούν, ακόμη και η έλλειψη σπόρων για τη σπορά και καλλιεργητών για το όργωμα( αφού τόσοι χωρικοί είχαν πάρει τα όπλα) -ποιός θα μπορούσε να καθορίσει τι από αυτές τις πολεμικές καταστροφές οφειλόταν στον εμφύλιο πόλεμο του 1832;
Το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει είναι να επαναλάβει ορισμένες διαπιστώσεις έστω και ανεπαρκείς , όπως του Maurer: « Κτήματα λεηλατημένα και χωριά που έχουν μεταβληθεί σε σωρούς από ερείπια είναι ως τη στιγμή αυτή[1835] η εύγλωττη μαρτυρία των κατορθωμάτων της εποχής εκείνης». Αρκεί να προσθέσουμε ότι το 1832 έκανε οξύτερο το ήδη απίστευτα δυσχερές έργο της οικονομικής ανόρθωσης, που θα το αντιμετώπιζε οποιοδήποτε νέο καθεστώς, και εκμηδένισε όλα τα επιτεύγματα του Καποδίστρια.
Το αμεσότερο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν το κοινωνικό: ο πεινασμένος δηλαδή και απειθάρχητος στρατός που είχε δυσανάλογα διογκωθεί. Βασικότερο όμως ήταν το οικονομικό πρόβλημα. Με την καταστροφή κεφαλαίων και παραγωγικών γεωργικών αγαθών όπως ήταν τα δέντρα και τα περιβόλια, οι μύλοι και τα εργαλεία, αλλά και τα ανθρώπινα χέρια, το εθνικό εισόδημα είχε υποστεί τέτοια μείωση που θα απαιτούνταν χρόνια για να ξεπεραστεί. Ακόμη, στην προσπάθειά της να αποκτήσει πόρους, η κυβέρνηση είχε απεμπολήσει εθνικές γαίες σε τιμή πολύ μικρότερη της αξίας τους, ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα τη σταθερή μείωση του εθνικού εισοδήματος. Ως τη στιγμή που το καινούριο καθεστώς θα ήταν σε θέση να αποκαταστήσει διοίκηση ικανή να εισπράττει τους τελωνειακούς δασμούς και τους αγροτικούς φόρους, ακόμη και οι μειωμένες πηγές του κρατικού εισοδήματος δεν θα μπορούσαν να φτάσουν το αναμενόμενο ύψος της απόδοσής τους.
Φαίνεται πιθανό λοιπόν ότι το ελληνικό κράτος κληρονομούσε ευθύνες τις οποίες και η πιο ολιγαρκής κυβέρνηση θα δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει μόνο με τους δικούς της πόρους. Δεδομένων των διεθνών οικονομικών υποχρεώσεων της χώρας και της δυνατότητας ξένης επέμβασης σε περίπτωση αθέτησής τους, η εικόνα αυτή της ελληνικής οικονομίας έπαιρνε τρομακτικές διαστάσεις. Οι πολιτικές επιπτώσεις του 1832 ήταν ποικίλες, και δρούσαν μάλιστα πρός αντίθετες κατευθύνσεις . Από τη μια, όπως δείχνουν οι συνεχείς εκκλήσεις των εφημερίδων για ενότητα και λήθη, η πικρία, η εχθρότητα και η επιθυμία εκδίκησης για παλιές πληγές και προσβολές δεν ήταν εύκολο να λησμονηθούν. Αυτά τα συναισθήματα υποδαύλιζαν το φατριασμό. Η ατμόσφαιρα έντασης και καχυποψίας που δημιουργούσαν έκανε εντελώς αδύνατη την πραγματική συνεργασία, ακόμη και το σεβασμό μιας μόνιμης εκεχειρίας ανάμεσα σε άτομα που ανήκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα. Οι υποψήφιοι για αξιώματα σε κάθε νέα κυβέρνηση είχαν καταστεί εξαιτίας της κομματικής τους δραστηριότητας τόσο αμφιλεγόμενοι ως άτομα ώστε η υποψηφιότητά τους προκαλούσε από τη μια το φόβο των εχθρών τους και από την άλλη τις φιλοδοξίες των φίλων τους.
Σε γενικές γραμμές ωστόσο, οι πολιτικές συνέπειες του 1832 άφηναν περιθώρια για κάποιες ελπίδες. Πρώτα πρώτα το κοινό είχε φτάσει σε σημείο να ταυτίζει το φοβερό χάος και την αταξία του 1832 με την ύπαρξη των κομμάτων. Ανετα θα έλεγε κανείς ότι το 1832 –και γενικά ολόκληρηη επαναστατική περίοδος- άφησε πίσω του κληρονομιά μιά καθολική αποστροφή προς όλα τα κόμματα, που δεν ήταν λιγότερο πραγματική έστω, και αν οι άνθρωποι παραβίαζαν το αίσθημα ηθικής τους επιδιδόμενοι σε κομματική δράση.
Έπειτα η κόλαση του 1832 άφησε ελάχιστες αμφιβολίες, ακόμη και στους πιο φανατικούς Έλληνες δημοκράτες, ότι μόνο μια ξένη μοναρχία μπορούσε να εμποδίσει την αυτοκαταστροφή που θα επέφερε ο αδελφοκτόνος σπαραγμός. Ακόμη και στη Διάσκεψη του Λονδίνου επικράτησε αυτή η άποψη, όταν συγκλήθηκε εσπευσμένα, τον Φεβρουάριο του 1832, για να εκλέξει οριστικά πλέον ένα βασιλιά .
Όπως σωστά σημείωσε ο Finlay: «Ο λαός υποδέχτηκε το βασιλιά ως σωτήρα του από την αναρχία», έστω και αν η επικείμενη άφιξή του ώθησε τα κόμματα σε απεγνωσμένους ελιγμούς για την πλεονεκτικότερη θέση. Τέλος, σοβαροί πολιτικοί παράγοντες είχαν τόσο πολύ ταραχτεί με τη σκέψη ότι η Ελλάδα είχε φτάσει επικίνδυνα κοντά στη διάλυση εξαιτίας της εσωτερικής διαμάχης, ώστε ήταν πια διατεθειμένοι να ανεχθούν μεγάλες ανωμαλίες στη διοίκηση, να προτιμήσουν μια υπερβολικά ισχυρή κυβέρνηση από μια κυβέρνηση αδύναμη , και να δεχτούν ακόμη και την απολυταρχία, παρά να καταφύγουν και πάλι στη βία, ή να επαναστατήσουν κατά της κατεστημένης κυβέρνησης. Αρκούνταν δηλαδή και σε μια λύση που απείχε κατά πολύ από τα ιδεώδη και τις προσδοκίες τους , γιατί είχαν διδαχθεί με οδυνηρό τρόπο ότι το φάρμακο μπορούσε να είναι πολύ χειρότερο από την αρρώστια
Petropoulos
*με τον αυστηρό ορισμό. Αν θέλουμε να το δούμε λίγο πιο βαθιά, ως τελευταίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτός του 1862, στον οποίο σημειολογικά εμφανίζονται για τελευταία φορά πρωταγωνιστές και ρυθμιστικοί παράγοντες παράγοντες πρώτης γραμμής αγωνιστές της επανάστασης(Γρίβας, Κανάρης), παρότι οι περισσότεροι είχαν ήδη πεθάνει