Και πια όλα είχαν τελειώσει, όταν ο Δίας, από τα ύψη του ουρανού,
κοίταξε κάτω στη θάλασσα με τα ιπτάμενα ιστία της και την πλατιά στεριά
και τις ακτές και τους λαούς εδώ κι εκεί και σταμάτησε στην κορυφή του ουρανού
και κάρφωσε το βλέμμα του στο βασίλειο της Λιβύης.
Και καθώς ζύγιαζε τέτοιες έγνοιες στο στήθος του, του μίλησε η Αφροδίτη,
κάπως θλιμμένη, με τα λαμπερά της μάτια γεμάτα δάκρυα:
«Εσύ που κυβερνάς τα ανθρώπινα και τα θεϊκά
με αιώνια εξουσία και που όλους τους τρομάζεις με τον κεραυνό σου,
τι μπορεί να σου έχει κάνει ο Αινείας μου που να είναι τόσο σοβαρό,
τι έχουν κάνει οι Τρώες, στους οποίους, ενώ έχουν υπομείνει τόσες καταστροφές,
ολόκληρος ο κόσμος είναι κλειστός εξαιτίας της Ιταλίας;
Σίγουρα υποσχέθηκες ότι κάποια στιγμή, καθώς τα χρόνια κυλούν,
οι Ρωμαίοι θα προέρχονταν από αυτούς, αρχηγοί θα έβγαιναν από το αποκατεστημένο αίμα
του Τεύκρου,
οι οποίοι θα εξουσίαζαν στη θάλασσα και σε όλες τις στεριές.
Πατέρα, ποια σκέψη άλλαξε την απόφασή σου;
Αυτό, βέβαια, με παρηγορούσε για την πτώση της Τροίας και τη θλιβερή της καταστροφή,
καθώς ζύγιαζα το ένα πεπρωμένο απέναντι στο άλλο.
Τώρα η ίδια τύχη ακολουθεί αυτούς τους άνδρες που οδηγήθηκαν από τόσες καταστροφές.
Μεγάλε βασιλιά, ποιο τέλος θα δώσεις στους μόχθους τους;
Ο Αντήνορας μπόρεσε ξεγλιστρώντας ανάμεσα στα πυκνά στρατεύματα των Αχαιών
να εισέλθει ασφαλής στους ιλλυρικούς κόλπους
και βαθιά στα βασίλεια των Λιβυρνών και να περάσει την πηγή του Τίμαβου,
από την οποία ορμάει ο ποταμός με τεράστιο βουνίσιο βρυχηθμό μέσα από εννιά στόματα
και σκεπάζει τις πεδιάδες κάτω απ’ το θορυβώδες ρεύμα του.
Εδώ, πάντως, ίδρυσε την πόλη της Πάδουας και σπίτια για τους Τεύκρους
και έδωσε όνομα στον λαό και κρέμασε τα όπλα της Τροίας∙
τώρα έχει εγκατασταθεί και ησυχάζει με γαλήνια ειρήνη.
Όμως εμείς, το γένος σου, στους οποίους επιτρέπεις την ακρόπολη του ουρανού,
χάνουμε τα καράβια μας (ανείπωτο!), προδομένοι, εξαιτίας της οργής ενός προσώπου,
και κρατιόμαστε μακριά από τις ακτές της Ιταλίας.
Αυτό είναι το βραβείο για την αρετή; Με αυτόν τον τρόπο αποκαθιστάς την εξουσία μας;»
Ο πατέρας θεών και ανθρώπων της χαμογέλασε
με εκείνη την έκφραση με την οποία γαληνεύει τον ουρανό και τις καταιγίδες,
φίλησε την κόρη του και τότε είπε τα εξής:
«Μη φοβάσαι, Κυθέρεια. Η μοίρα των δικών σου παραμένει απαράλλαχτη:
θα δεις την πόλη του Λαβινίου και τα τείχη που υποσχέθηκα
και θα υψώσεις στα άστρα τ’ ουρανού
τον μεγαλόψυχο Αινεία. Καμιά σκέψη δεν έχει αλλάξει την απόφασή μου.
Αυτός ο γιος σου (γιατί θα μιλήσω, αφού αυτή η έγνοια σε κατατρώει,
και θα κινήσω ξεδιπλώνοντας τα μυστικά της μοίρας)
θα κάνει τεράστιο πόλεμο στην Ιταλία και θα συντρίψει άγριους λαούς
και θα εγκαθιδρύσει νόμους και τείχη για τους άντρες του,
καθώς θα τον δουν να βασιλεύει στο Λάτιο τρία καλοκαίρια
και καθώς θα περάσουν τρεις χειμώνες, αφότου θα έχει κατανικήσει τους Ρούτουλους.
Όμως το αγόρι, ο Ασκάνιος, ο οποίος τώρα ονομάζεται Ίουλος
(ήταν Ίουλος όσο υπήρχε ακόμη το βασίλειο στο Ίλιο),
θα ολοκληρώσει στην εξουσία τριάντα μεγάλους κύκλους των μηνών που γυρίζουν
και θα μεταφέρει τον θρόνο του από τη θέση του στο Λαβίνιο
και δυνατός στην εξουσία θα οχυρώσει με τείχη την Άλμπα Λόνγκα.
Εδώ βασιλιάδες από τη γενιά του Έκτορα θα βασιλέψουν για τριακόσια ολόκληρα χρόνια,
μέχρι μια βασιλική ιέρεια, η Ιλία,
έγκυος από τον Άρη, θα γεννήσει δίδυμα.
Τότε ο Ρωμύλος, χαρούμενος για την ξανθιά σκέπη της τροφού του της λύκαινας,
θα συνεχίσει τη γενιά και θα χτίσει τα τείχη του Άρη
και θα ονομάσει τον λαό Ρωμαίους, από το δικό του όνομα.
Στην εξουσία τους δεν έχω θέσει ούτε όρια ούτε διάρκεια:
τους έχω δώσει εξουσία δίχως τέλος. Η σκληρή Ήρα,
που τώρα βασανίζει γη και θάλασσα και ουρανό με φόβο,
θα σκεφτεί καλύτερα και θα ευνοήσει μαζί με μένα
τους Ρωμαίους, τους κυρίαρχους του κόσμου και τον λαό της τηβέννου.
Έτσι έχει αποφασιστεί. Θα έρθει καιρός, καθώς κυλάνε τα χρόνια, που ο οίκος του Ασάρακου
θα εξαναγκάσει σε σκλαβιά τη Φθία και τις ξακουστές Μυκήνες
και θα εξουσιάσει το κυριευμένο Άργος.
Από αυτή την όμορφη καταγωγή θα γεννηθεί ένας Τρώας Καίσαρας,
ο οποίος θα περιβάλει την αυτοκρατορία με τον ωκεανό, τη δόξα του με τ’ αστέρια,
ο Ιούλιος, με τ’ όνομά του να προέρχεται από τον μεγάλο Ίουλο.
Εσύ, ξέγνοιαστη πια, θα τον υποδεχτείς μια μέρα στον ουρανό, φορτωμένο με λάφυρα της
Ανατολής.
Θα τον επικαλούνται και αυτόν στις προσευχές.
Τότε οι σκληρές εποχές θα μαλακώσουν εγκαταλείποντας τους πολέμους.
Η ασπρομάλλα Πίστη και η Εστία και ο Κυρίνος με τον αδερφό του Ρέμο
θα ασκήσουν εξουσία. Οι πύλες του Πολέμου, σκληρές με σίδερο και στενές μπάρες,
θα κλειστούν. Μέσα η δυσεβής Μανία
θα βρυχάται τρομακτικά με ματοβαμμένο στόμα, καθισμένη πάνω σε άγρια όπλα,
με τα χέρια της δεμένα στην πλάτη με εκατό χάλκινους κόμπους».
Μας δεν είναι καταπληκτικό? Δεν είναι ο πρώτος που έφτιαξε τον μύθο ότι οι Ρωμαίοι ήταν Τρώες πρόσφυγες αλλά μάστορας ο Βιργίλιος έδωσε άλλο επίπεδο στο παραμυθάκι