3η Σεπτεμβρίου 1843

Ιστορικά γεγονότα, καταστάσεις, αναδρομές
Άβαταρ μέλους
Ίακχος
Δημοσιεύσεις: 4873
Εγγραφή: 05 Απρ 2018, 15:26

3η Σεπτεμβρίου 1843

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ίακχος » 03 Σεπ 2023, 09:39

«3Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ
ΧΤΥΠΟΥΝ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ
Όταν ἔφτασαν οἱ ἀγαθοὶ ἐκεῖνοι πατριῶτες σὲ βοήθεια τῶν κλεισμένων, ἄναψε γιὰ καλὰ τὸ ντουφεκίδι. Ὁ μοίραρχος Τζῆνος τοὺς προσκαλεῖ νὰ παραδοθοῦν. Τοῦ ἀποκρίνονται :
-Τα κεφάλια μας δὲν τὰ δίνουμε ὅπως ἔλαχε. Μάθαμε νὰ πεθαίνουμε!
- Θὰ σᾶς ξεκληρίσουμε, ὠρέ!
-Ζήτω τὸ Σύνταγμα! Ζήτω ἡ ἐθνικὴ συνέλεψη! φωνάζουν οἱ κλεισμένοι, ἀδειάζοντας μιὰ μπαταριά.
«Ἐμεῖς», γράφει ὁ Μακρυγιάννης, «δὲν θέλαμεν νὰ ρίξωμεν εἰς τὸ κρέας, ὅτι ἦταν ἀδελφοί μας κι ἐκεῖνοι».
Μέσα στὸ σπίτι τοῦ Μακρυγιάννη δὲ βρίσκονταν πιὰ μονάχα ᾿Αθηναῖοι καὶ χωριάτες τῆς ᾿Αττικῆς, ἀλλὰ καὶ Ἠπειρῶτες, Ρουμελιῶτες, Μοραΐτες, Θεσσαλοί, μὰ καὶ νησιῶτες ἀπὸ τὴ Σίφνο, τὴ Θάσο, τὰ Ψαρά, ἀκόμα καὶ ξενομερίτες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Κύπρο, τὴ Συρία. ᾿Ανάμεσα στοὺς κλεισμένους ξεχώριζε, πρῶτος καὶ καλύτερος, ὁ περίφημος Χαρμοβίτης λαγουμιτζὴς Κώστας, ὁ ἥρωας τοῦ Μεσολογγιοῦ καὶ τῆς ᾿Ακρόπολης, ποὺ ὁ Κιουταχὴς κάποτε εἶπε γι᾿ αὐτόν :
"Αν ἤθελε νὰ γίνη δικός μου, θὰ τοῦ ἔδινα τόσο χρυσάφι ὅσο ζυγίζει το κορμί του". Δίπλα σ᾿ αὐτὸν πολεμοῦσε, ἐκεῖνο τὸ βράδυ, τὴν ἀδικία ὁ ταγματάρχης Μῆτρος Σκυλοδῆμος, ποὺ ὅσο μπόι τοῦ ἔλειπε τόσο μεγάλη ἦταν ἡ καρδιά του. Τὸν εἶχε στὰ χρόνια τοῦ Εἰκοσιένα ψυχογιό του ὁ στρατάρχης τῆς Ρούμελης Καραϊσκάκης.
Πάνω ἀπὸ τὴν ᾿Ακρόπολη ἀκούγονται φωνές :
-Συνέλευση ! Σύνταγμα !
Στοὺς γύρω λόφους ἀρχίζουν, καθὼς εἶχαν συνεννοηθῆ, ν᾿ ἀνάβουν φωτιές. Καὶ σὲ λίγο, χτυποῦν οἱ καμπάνες. Η ᾿Αθήνα ξεσηκώνεται.
Ἡ μάχη τότε κορυφώνεται ἀνάμεσα στοὺς πολιορκητὲς καὶ τοὺς πολιορκούμενους. ῎Εβριζαν οἱ πρῶτοι, τοὺς ἀποκρίνονταν οἱ δεύτεροι. Ὁ Τζῆνος καλεῖ τὸ λόχο τῶν ἀκροβολιστῶν νὰ συντρέξη τὴ χωροφυλακὴ νὰ ἐκπορθήση τὸ σπίτι τοῦ Μακρυγιάννη. Οἱ ἀκροβολιστὲς ὄχι μονάχα ἀρνοῦνται, ἀλλὰ οἱ ἀξιωματικοὶ δείχνουν κιόλας τὶς πραγματικὲς διαθέσεις τους. Βρίσκονται καὶ αὐτοὶ στὸ πλευρὸ τοῦ λαοῦ.
Καὶ νά, ἀκούγονται σάλπιγγες, τύμπανα, φανφάρες, ζητωκραυγές. ᾿Αφουγκράζονται οἱ κλεισμένοι :
-Μωρέ, αὐτοὶ φωνάζουν «Ζήτω τὸ σύνταγμα !», λένε.
Τότε ὁ Μακρυγιάννης κάνει τὰ χέρια του χωνὶ καὶ κράζει στοὺς πολιορκητές :
-Ὠρὲ παλικάρια, ἐμεῖς εἴμαστε ἀδέρφια, γιατὶ νὰ σκοτωνόμαστε; Ζητοῦμε τὸ καλὸ τῆς πατρίδας καὶ εἶναι σύμφωνοι μαζί μας στρατὸς καὶ λαός. Δὲν ἀκοῦτε τί γίνεται ;
᾿Απόκριση δὲν παίρνει ἀπὸ τοὺς χωροφύλακες, παρὰ ἀπὸ τὸ λόχο τῶν ἀκροβολιστῶν, ποὺ ζητωκραυγάζει κι αὐτὸς γιὰ Σύνταγμα. Τότε ὁ Τζῆνος καὶ οἱ χωροφύλακές του πανικόβλητοι σκορπᾶνε.
Ὁ Μακρυγιάννης ἁρπάζει τὴ σημαία ποὺ εἶχε φτιάσει, τὴν ἀνεμίζει καὶ λέει :
-Ἐμπρός, ἀδέρφια, γιὰ τὸ παλάτι!
Προσωρινά, τοὺς ἀφήνομε γιὰ ν᾿ ἀφηγηθοῦμε τὰ ὅσα ἔγιναν στὸ παλάτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφτασε ἐκεῖ ὁ Καλλέργης μὲ τὸ ἱππικὸ καὶ μέρος τοῦ πεζικοῦ τῆς φρουρᾶς τῆς ᾿Αθήνας.
ΟΥΔΕ ΜΙΑΝ ΓΡΑΙΑΝ
Ὅταν ὁ ἐπαναστατημένος στρατός, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Καλλέργη, ξεκίνησε γιὰ τά᾿Ανάκτορα, ὁ ῎Οθων βρισκόταν στὸ γραφεῖο του τριγυρισμένος ἀπὸ τὸν ὑπουργὸ τῶν στρατιωτικῶν Βλαχόπουλο, τὸν ὑπασπιστή του Γαρδικιώτη Γρίβα, τὸν νομάρχη Αττικῆς Α. Δούκα, τὸν συνταγματάρχη Ἕς, στρατιωτικό σύμβουλο τῆς καμαρίλας, καὶ ἄλλους βαυαροὺς ὑπασπιστές του. «Την 3ην Σεπτεμβρίου», γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ᾿Αλέξανδρος Σούτσος, «ευρέθησαν περιστοιχίζοντες τὸν θρόνον οἱ μονοσύλλαβοι Γράφ, Σπίτς, Χέτς, Χίτς...» («Ἡ μεταβολὴ τῆς Τρίτης Σεπτεμβρίου», ἔκδ. β΄, σ. 64).
Ὁ Ὅθων περίμενε, «μὲ τὴ συνηθισμένη του ἀπάθεια καὶ ὑπομονὴ νὰ πληροφορηθῆ πὼς ἐκτελέσθηκαν οἱ πολυάριθμες συλλήψεις ποὺ εἶχε διατάξει ὁ ὑπουργὸς τῶν στρατιωτικών» (Φίνλεϋ, σ. 341). Μὰ νά, ἀκούγεται νὰ ἔρχεται ὁ στρατὸς ὄχι γιὰ νὰ ὑπερασπιθῆ τὴν ἐλέω Θεοῦ βασιλεία του, ἀλλὰ ζητωκραυγάζοντας γιὰ Σύνταγμα. Χλώμιασε. Χτύπησε μὲ τὴ γροθιά του τὸ τραπέζι, σηκώθηκε νευρικὰ καὶ πῆγε στὸ παράθυρο.᾿Απορημένος κοίταζε νὰ κυκλώνει τὸ παλάτι ὁ στρατός Του. Τὴν ἔκπληξή του μᾶς τὴ φανερώνει ὁ ἴδιος σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραψε, τὸ βράδυ τῆς 3ης Σεπτεμβρίου, στὸν πατέρα του Λουδοβίκο :
«Εἰς τὰς 11.30´ ἤκουσα ἐπανειλημμένας βολὰς τυφεκίων εἰς τὸ ἀναφερθέν σημεῖον [στὸ σπίτι τοῦ Μακρυγιάννη], καὶ ὁ ὑπασπιστής μου, ὅστις ἦτο μαζί μας ἐκείνην τὴν ὥραν, ὑπέθεσεν ὅτι οἱ συνώμόται εἶχον συλληφθῆ. Αἰφνιδίως ἠκούσαμεν φωνὰς ἐρχομένας ἀπὸ ἄλλην πλευράν, ἀπὸ τὸ μέσον τῆς πόλεως, καὶ μετὰ ὀλίγον, ὁλόκληρον τὸ ἱππικὸν καὶ τὸ πεζικόν, ποὺ εἶχε λάβει διαταγὰς νὰ παραταχθῆ πρὸ τῶν ἀνακτόρων, μὲ τὴν πρώτην αναλαμπὴν τῶν ὅπλων καὶ ἐκπυροσοκροτήσεων, ἐπροχώρησε ἐναντίον αυτῶν μὲ σύνθημα: Ζήτω τὸ Σύνταγμα».
Η μόνη ἐλπίδα ποὺ τοῦ ἀπόμενε πιὰ ἦταν τὸ πυροβολικό. Πίστευε πὼς αὐτὸ θὰ τοῦ ἔμενε ὡς τὸ τέλος πιστό. Προστάζει λοιπὸν τὸν βαυαρὸ διαγγελέα Στάινσφορ νὰ τρέξη στὸ στρατώνα τοῦ πυροβολικοῦ, ποὺ ἦταν στὴν ὁδὸ Σταδίου, ἀπέναντι στὸ δικαστικό μονόροφο «μέγαρο» ποὺ κανεὶς δὲν ξέρει πῶς κατόρθωσε νὰ ἐπιζήση ὣς σήμερα.
-Διατάξετε, τοῦ λέει, τὸν λοχαγό Σχοινά νὰ προστρέξη μὲ τὸ πυροβολικό καί, μὲ πυρὰ καταιγισμοῦ, νὰ διαλύση τοὺς στασιαστάς. (Φίνλεϋ, σ. 341).
῾Ο Στάινσφορ, καθὼς ὁ ἐπαναστατημένος στρατὸς δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποκλείσει ἀπ᾿ ὅλες τις πλευρὲς τὰ ἀνάκτορα, κατορθώνει νὰ βγῆ καὶ νὰ φτάση στὸ στρατώνα τοῦ πυροβολικοῦ. Μεταβιβάζει στὸν Σχοινᾶ τὴ διαταγὴ τοῦ ῞Οθωνα, καὶ παίρνει τὴν ἀόριστη ἀπάντηση :
– Θὰ πράξω ὅ,τι τὸ καθῆκον μοῦ ἐπιβάλλει.
Κι ἀμέσως δίνει τὴν ἐντολὴ νὰ ἑτοιμάσουν τ᾽ ἄλογα γιὰ νὰ σύρουν τὰ τέσσερα κανόνια ποὺ συγκροτοῦσαν ὅλη τὴ δύναμη πυροβολικοῦ τῆς φρουρᾶς τῆς ᾿Αθήνας.
Σὲ λίγο φτάνει μπροστὰ στ᾿ ἀνάκτορα ὁ λόχος τῶν ἀκροβολιστῶν, ποὺ εἶχε στείλει ὁ Πίσσας νὰ ἐκπορθήση τὸ σπίτι τοῦ Μακρυγιάννη. Ὁ Καλλέργης προστάζει τὸ λόχο ν᾿ ἀκροβολιστῆ μπροστὰ ἀπὸ τὴ μεσημβρινή πλευρὰ τοῦ παλατιοῦ. Κι ἀμέσως ἔπειτα ἀκούγεται ὁ καλπασμὸς τῶν ἀλόγων κι ὁ βρόντος τῶν κανονιῶν ποὺ σέρνουνε. Απλώνεται μιὰ πρόσκαιρη βουβαμάρα, καθὼς ἦταν ἄγνωστο στὸ πλευρὸ ποιανοῦ θὰ ταχθῆ.
-Ζήτω τὸ Σύνταγμα! φωνάζουν οἱ πυροβολητές.
᾿Ακολουθεῖ πανζουρλισμός στρατοῦ καὶ λαοῦ.
-Ζήτω τὸ πυροβολικό! ἀποκρίνονται.
Ὁ Σχοινᾶς, μὲ ξεγυμνωμένο τὸ σπαθί του, τοποθετεί δυὸ ἀπὸ τὰ κανόνια του μὲ τὶς μποῦκες γυρισμένες πάνω στις κύριες πόρτες τοῦ παλατιοῦ.
«Τὸ ζήτημα πιὰ ἤτανε», γράφει ὁ Φίνλεϋ, «ἀνάμεσα στὴν ἑλληνικὴ ἐλευθερία καὶ τὸν βαυαρικό δεσποτισμό» (σ. 341).
Ὁ ῎Οθων, ὅταν εἶδε πὼς καὶ τὸ πυροβολικό, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Σχοινᾶ, ποὺ τὸν θεωροῦσε «ἀφοσιωμένο», τάχθηκε στὸ πλευρὸ τῶν «στασιαστῶν», κατάπληκτος ρωτᾶ :
-Μὰ τότε, ποιόν ἔχομε μαζί μας ;
Τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Οθωνα μᾶς τὴ δίνει ὁ ᾿Αλέξανδρος Σοῦτσος : «Ἡ κυβέρνησις, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς θείας δίκης, κατὰ τὴν ἔκφρασιν συμβούλου τινός, δὲν εἶχεν ὑπὲρ ἑαυτῆς οὐδὲ μίαν γραίαν» (σ. 3).
«ΣΥΛΛΑΒΕΤΕ ΤΟΥΣ !»
Ολο καὶ μεγαλύτερο πλῆθος φτάνει μπροστὰ στὸ παλάτι, σμίγει μὲ τὸ στρατὸ καὶ μὲ ἐνθουσιασμὸ ζητωκραυγάζει γιὰ τὶς πολιτικὲς ἐλευθερίες του. Οἱ καμπάνες ἀδιάκοπα χτυποῦν καὶ ἡ μουσική τῆς φρουρᾶς παιανίζει θούρια· ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ ἦταν καὶ ὁ «Ὕμνος εἰς τὴν ἐλευθερίαν» τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, που δὲν εἶχε ἀκόμα καθιερωθῆ σὰν ἐθνικὸς ὕμνος.
Ὁ μοίραρχος Κουτσογιαννόπουλος φανατικὸς φιλοβασιλικός, γυρεύει ν’ ἀντιδράση. «Ξιφήρης περιφερόμενος με τινας ἐφίππους κατὰ τὴν πόλιν, ἐμπόδιζε τοὺς συρρέοντας κατὰ τὰ ᾿Ανάκτορα πολίτας» (Ἐφημ. «Αἰών», 8.9.1843). ῞Οταν τὸ ἔμαθε ὁ Καλλέργης, προστάζει ἕνα οὐλαμὸ τοῦ ἱππικοῦ νὰ πιάση κι αὐτόν καὶ τοὺς χωροφύλακές του καὶ νὰ τοὺς ἀφοπλίση.
Γιὰ ν᾿ ἀσφαλίση τὸ λαὸ ἀπὸ ὁποιαδήποτε τυχὸν ἐχθρικὴ πρὸς τὴν ἐπανάσταση ἐνέργεια, στέλνει τον τρίτο λόχο, με τὸν ὑπολοχαγό Βέικο, νὰ «περιπολήση ἀμέσως τὴν πόλιν» καὶ δίνει ἐντολὴ στὸ ἀνθυπολοχαγὸ ᾿Ανάργυρο, παίρνοντας ἀνάλογους ἄνδρες μαζί του, νὰ συλλάβη τὸν ἀρχηγὸ τῆς Χωροφυλακῆς Βλαχόπουλο. Ὅταν ὅμως ὁ Βλαχόπουλος ἔδωσε τὸ λόγο τῆς τιμῆς του πὼς δὲ θ᾽ ἀντενεργήση, τὸν ἄφησαν ἀμέσως ἐλεύθερο.῎Αλλα στρατιωτικὰ ἀποσπάσματα φρου ροῦν τὸ Γενικό Ταμεῖο, τὴν Ἐθνική Τράπεζα καὶ ἐξουδετερώνουν τοὺς ὑπουργοὺς θέτοντάς τους «ὑπὸ κράτησιν στρατιωτικὴν ἐντὸς τῶν οἰκιῶν τῶν» (Ἐφημ «Αἰών», 8.9.1843).
Ἡ καμαρίλα βλέποντας πὼς ὅλο και χειροτέρευε ἡ κατάσταση γυρεύει ν' ἀντιδράση μὲ ἐνέργειες ἀπελπισίας. ᾿Απο τὴν πόρτα ποὺ βλέπει πρὸς τὴ σημερινὴ πλατεία Συντάγματος - πῆρε τὴν ὀνομασία αὐτὴ σ' ἀνάμνηση ἐκείνης τῆς μέρας - βγαίνουν ὁ ὑπουργὸς τῶν στρατιωτικῶν Βλαχόπουλος κι ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ ῎Οθωνα Γαρδικιώτης Γρίβας. Προχωροῦν λίγο, στέκονται στὸ πιὸ ψηλὸ σκαλοπάτι καὶ φωνάζουν :
-᾿Αξιωματικοί, στρατιῶται, πολῖται ! ἐν ὀνόματι τῆς Α.Μ. τοῦ βασιλέως, σᾶς διατάσσομεν νὰ διαλυθῆτε,!
-Ζήτω τὸ Σύνταγμα! εἶναι ἡ ἀπόκριση στρατοῦ καὶ λαοῦ.
-Ποιός εἶναι ὁ ἀρχηγός σας; ρωτοῦν.
-Ὁ Καλλέργης.
᾿Απευθύνονται τότε σ᾿ αὐτόν :
– Κύριε συνταγματάρχα...
᾿Αλλὰ ὁ Καλλέργης τοὺς κόβει μὲ μιὰ διαταγὴ στοὺς στρατιῶτες του :
-Συλλάβετέ τους !
᾿Αμέσως τοὺς περιτριγυρίζουν καὶ τοὺς πιάνουν. Κι ἕνας οὐλαμὸς τῶν Ἐπιλέκτων τοὺς ὁδηγεῖ στὴν Παλιὰ Στρατώνα. Βγαίνει τότε ἀνάστατος ἀπὸ τὸ παλάτι ὁ νομάρχης ᾿Αττικῆς Α. Δούκας καὶ προσπαθεῖ νὰ διαμαρτυρηθῆ.
᾿Ακολουθεῖ ἡ ἴδια ὅπως πρὶν διαταγὴ τοῦ Καλλέργη :
-Συλλάβετέ τον!
Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ
Ὅταν ὁ Μακρυγιάννης μὲ τὰ παλικάρια του βγῆκαν ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τραβοῦσαν γιὰ τὸ παλάτι, τότε, «τοὺς πῆραν στὰ χέρια ὅλους ὁ λαός». Ζητωκραύγαζαν οι οἱ ἀγωνιστές, ζητωκραύγαζε ὁ κόσμος, ζητωκραύγαζε ο στρατός. Σε πανηγύρι ἐλευθερίας μετατρέπεται ἡ ἐπανάσταση.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὰ πάντα ἦταν δυνατά. «Χάλευαν», γράφει ὁ Μακρυγιάννης, νά μποῦνε ἀπὸ τὰ παλεθύρια στὸ παλάτι» (σ. 141). Ὁ Μακρυγιάννης ἀγωνίζεται να συγκρατήση τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους. Ἐξηγεῖ :
-Ἐμεῖς θέλομεν νὰ μᾶς δώση ὁ βασιλέας μας ἐκεῖνο ὁποὺ ἀποχτήσαμεν μὲ τὸ αἷμα μας καὶ θυσίες μας, ὁποὺ τὰ καταπάτησε κι ὁ Καποδίστριας... Νὰ μᾶς κυβερνάγη συνταματικῶς. Δι᾿ αὐτό, ἀδελφοί, σηκωθήκαμεν καὶ κιντυνέψαμεν, κι ὄχι νὰ κάμωμεν ἀταξίες, οὔτε εἰς τὸ περιβόλι νὰ μὴν πλησιάση κανένας καὶ πειράξετε οὔτ᾽ ἕνα φύλλο.
Καὶ στὰ ᾿Απομνημονεύματά του προσθέτει :
«Σᾶς λέγω, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, ὅτι ὁ εὐλοημένος ὁ λαὸς τῆς πρωτεύουσας δὲν βῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸν γενναῖον πατριωτισμό του κι ἀπὸ τὴν ἀπερίγραφτη ἀρετή του οὔτε μιὰ τρίχα. Πέφταν μαντίλια τῶν ἀνθρώπων, ταμπακέριες ἀσημένιες κι ἄλλα σ᾽ ἐκεῖνον τὸν πληθυσμὸν κι ἔβαιναν ντελάλη καὶ φώναζε, καὶ τἄδιναν ἐκεῖνῶν ὁποὺ τἄχασαν». (σ. 141).
Τὴ σύμπνοια καὶ τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ἐπαναστατημένου λαοῦ καὶ στρατοῦ τονίζουν καὶ οἱ ἐφημερίδες ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Ἡ «᾿Αθηνᾶ» (8.9.1843) γράφει :
«Οἱ στρατιῶτες ἐφέροντο εὐνοϊκώτατα καὶ ἀδελφικῶς πρὸς τοὺς πολίτας καὶ οἱ πολῖται μὲ ἀγάπην καὶ σέβας πρὸς τοὺς στρατιώτας. Οὐχὶ μόνον δὲν ἐζημιώθη, οὔτε ἐβλάφθη οὐδεὶς ἐκεῖ, ἀλλὰ ἠσθάνετό τις ἑαυτὸν ἀσφαλῆ ὡς ἐν τῷ μέσῳ μιᾶς παρατάξεως».
Καὶ ὁ ᾿Α. Σοῦτσος λέει ἐπιγραμματικά:
«Δὲν κατεδέχθημεν νὰ ἐμπτύσωμεν ἕνα ἐκ τῶν διαβαινόντων Βαυαρῶν» («Ἡ μεταβολὴ τῆς 3ης Σεπτεμβρίου» σ. 18-19).
᾿Αξίζει νὰ παραθέσωμε καὶ τὸ ἀκόλουθο περιστατικό ποὺ ἀναφέρει ὁ Κρέμος :
«Τὸν φόβον καὶ ἐνδοιασμὸν διεδέξατο ἀνεκλάλητος χαρά. Οἱ ἄνθρωποι ἠσπάζαντο ἀλλήλους, ἐν οἷς καὶ οἱ ἀνδρεῖοι Κρῆτες ὁπλιτάρχαι καὶ πολεμισταὶ τῆς τελευταίας ἀτυχοῦς κρητικῆς ἐπαναστάσεως διεκρίνοντο ἔκ τε τῶν ἐνδυμάτων καὶ τοῦ γιγαντιαίου σώματος καὶ τῶν μακραίων τουφεκίων, οἵτινες, δεκακρυσμένοι, σὺν τοῖς φωναῖς : Ζήτω τὸ σύνταγμα, ἀνεμείγνυον καὶ τὴν προσφιλεστάτην ἐκ-φώνησιν: Ζήτω ἡ Κρήτη» («Γενικὴ Ἱστορία», τ. δ΄, σ. 1085).
Ὁ Μακρυγιάννης ἀφήνει τὰ παλικάρια του μπροστὰ στὸ παλάτι καὶ πηγαίνει στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ὅπου, καθὼς θὰ δοῦμε, θὰ μετατεθῆ προσωρινὰ τὸ κέντρο τοῦ βάρους τῶν ἐξελίξεων ἐκείνης τῆς μέρας.
Ο ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ ΑΞΙΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
᾿Αρχίζει νὰ χαράζῃ ἡ 3η Σεπτεμβρίου 1843. Φτάνουν τότε συγκεντρωμένοι οἱ φοιτητές, τραγουδώντας τ' ἀπαγορευμένα ἀντιβαυαρικὰ τραγούδια. Νέες ἐκδηλώσεις χαρᾶς καὶ ζητωκραυγὲς γιὰ τὰ ἄξια νιάτα δονοῦν τὸν ἀέρα.
Μέσα στὸ παλάτι, οἱ ἀνακτορικοί, ἀνάστατοι ἀναζητοῦν τρόπο ὑπεκφυγῆς. Μὲ τὴ μάταιη ἐλπίδα πὼς μποροῦσαν νὰ ξεγελάσουν τὸ στρατὸ καὶ τὸ λαὸ, συντάσσουν τὴν ἀκόλουθη προκήρυξη ποὺ θὰ ὑπογράψη ὁ ῎Οθων:
῞Ελληνες
Ηκουσα τὴν ἐπιθυμίαν σας καὶ θέλω συγκαλέσει τὸ πρωὶ τὸ ὑπουργικὸν Συμβούλιον καὶ τὸ Συμβούλιον τῆς ᾽Επικρατείας διὰ νὰ συνεννοηθῶ μὲ αὐτά, καθὼς καὶ τοὺς Πρέσβεις τῶν τριῶν φίλων Δυνάμεων, αἱ ὁποῖαι ὑπέγραψαν τὰς περὶ ἀποκαταστάσεως τῆς ῾Ελλάδος συνθήκας.
Γνωρίζετε τὴν πρὸς τὸ ἔθνος ἔνθερμον ἀγάπην μου καὶ τὰς προσπαθείας καὶ κόπους διὰ τὴν εὐδαιμονίαν καὶ πρόοδον αυτοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον ἐθυσίασα τὴν νεότητα καὶ τὴν ὑγείαν μου.
Σᾶς διατάττω λοιπὸν νὰ ἐπιστρέψητε ἐν ἡσυχίᾳ ἐμπιστευόμενοι εἰς τὴν φροντίδα καὶ τὴν πρὸς τὸ ῎Εθνος ἀγάπην μου, διὰ τὰ ὁποῖα εἶμαι ἕτοιμος νὰ θυσιάσω καὶ τὴν ζωήν μου.
᾿Εν ᾿Αθήναις τῇ 3ῃ Σεπτεμβρίου 1843
ΟΘΩΝ
Βγαίνει κάποιος ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ δίνει τὴν προκήρυξη στὸν Καλλέργη. Ο συνταγματάρχης τὴ διαβάζει κι ἀμέσως βέβαια ἀντιλαμβάνεται πὼς δὲν ὑπῆρχε στὸ κείμενο αὐτὸ καμιὰ οὐσιαστικὴ δέσμευση τοῦ θρόνου. Προστάζει νὰ γίνη ἡσυχία. Πληροφορεῖ τὸν ἐπαναστατημένο λαὸ καὶ στρατὸ γιὰ τὴν προκήρυξη.
- Ἐπιθυμῶ, λέει, νὰ διαβαστῆ μεγαλόφωνα, γιατὶ ἐσεῖς, στρατὸς καὶ λαός, θ᾽ ἀποφασίσετε ἂν μποροῦμε ν' ἀρκεσθοῦμε σὲ ἀόριστες ὑποσχέσεις ἢ πρέπει νὰ ζητήσωμε περισσότερες ἐγγυήσεις.
Δίνει τὴν προκήρυξη νὰ διαβαστῆ. Ὁταν ὁ λαὸς καὶ ὁ στρατὸς ἄκουσαν τὸ περιεχόμενο, ἡ ἀντίδρασή τους ἦταν ἀντίθετη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ προσδοκοῦσαν οἱ συντάκτες της.
-Δὲν τὸν πιστεύουμε πιά! φώναζαν.
-Βαρεθήκαμε τὶς ὑποσχέσεις του!
-Νὰ ὑπογράψη ἀμέσως τὸ Σύνταγμα.
Οἱ ἀνακτορικοί, ποὺ εἶχαν τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ προκήρυξη θὰ κατεύναξε τὰ πλήθη, βλέποντας τὸ ἀρνητικὸ ἀποτέλεσμά της, προσπαθοῦν, μὲ τὸν ἐκφοβισμό, νὰ δώσουν τέλος στὶς ἐκδηλώσεις. Καὶ τότε βγαίνει στὸν ἐξώστη τῶν ἀνακτόρων ὁ λαομίσητος βαυαρὸς συνταγματάρχης Ες. Ὁ Πρόκες-Οστεν, πρεσβευτής τῆς Αυστρίας στὴν ᾿Αθήνα, γράφει γιὰ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ σὲ σχετικὴ ἔκθεση που ἔστειλε στὸν Μέττερνιχ: «Τὸ μῖσος κατὰ τούτου δὲν γνωρίζει ὅρια. Εκαστος Ελλην τὸν θεωρεῖ προσωπικόν του ἐχθρόν. Οταν ἐτόλμησε νὰ ἐμφανισθῆ ἐπὶ τοῦ ἐξώστου, τὴν κρίσιμον ὥραν, ἐπηκολούθησε ἀγρία ἔκρηξις μανίας καὶ ὕβρεων».
Εξαλλος ὁ Ἕς φοβερίζει τὸν Καλλέργη:
-Κύριε συνταγματάρχα, ή τιμωρία σας θὰ εἶναι παραδειγματική.
-Ταλαίπωρε Βαυαρέ! τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Καλλέργης, τολμᾶς νὰ φοβερίζης ἀκόμα τοὺς Ἕλληνες ; Σὲ διατάσσω νὰ ἀποσυρθῆς ἀμέσως, γιατί διαφορετικὰ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ἐγγυηθῶ τί μπορεῖ ν᾿ ἀκολουθήση.
᾿Αγριεύει ὁ λαὸς καὶ κινεῖται ἀπειλητικά. Καὶ ὁ Ες, ποὺ ὡς ἐκείνη τὴν ὥρα φερνόταν στοὺς ῞Ελληνες σά νὰ ἦταν ὑπόδουλοί του, ἀναγκάζεται νὰ ἀποσυρθῆ.
Οἱ ἀνακτορικοὶ κρίνουν πὼς τὸ μόνο ποὺ ἀπόμενε πιὰ ἦταν νὰ μιλήση στὸν ἐξεγερμένο λαὸ καὶ στρατὸ ἡ ἴδια ἡ Μεγαλειότητά του. Καὶ ὁ ῎Οθων βγαίνει στὸ κάτω παράθυρο ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν κεντρική πόρτα.
-Στρατηγὲ Καλλέργη! τοῦ φωνάζει.
῾Ο Καλλέργης τόν διακόπτει :
-Δὲν εἶμαι στρατηγός, εἶμαι συνταγματάρχης.
-Τί θέλει ὁ στρατὸς καὶ ὁ λαός ;
-Τὴν καθιέρωση συνταγματικοῦ πολιτεύματος.
-Ἐγὼ θέλω ὁμιλήσει πρὸς αὐτούς.
Ο Καλλέργης γυρίζει τότε πρός τὸ στρατὸ καὶ προστάζει:
-Προσοχή ! Στρατιῶτες, κρούστε το τύμπανα.
Ἡ φωνὴ τοῦ ῞Οθωνα δὲν μπορεῖ τοὺ ν᾿ ἀκουστῆ καὶ ὁ βασιλιὰς ἀναγκάζεται ν' ἀποτραβηχτῆ ἀπὸ τὸ παράθυρο.

Άβαταρ μέλους
Ίακχος
Δημοσιεύσεις: 4873
Εγγραφή: 05 Απρ 2018, 15:26

Re: 3η Σεπτεμβρίου 1843

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ίακχος » 03 Σεπ 2023, 09:45

«3Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843» - ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Γεννήθηκε το 1797 σ’ ένα μικρό χωριό της Δωρίδας με λιγοστά καλύβια, τον Αβορίτη, που πια δεν υπάρχει. «Οι γοναίγοι μου» γράφει στ’ απομνημονεύματά του, «πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανιτών του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε διά ξύλα εις τον λόγκον. Φορτώνοντας τα ξύλα στο νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημειά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτήνη και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρα επάνου εις τα ξύλα εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και επήγε εις το χωρίον».
Ήταν βρέφος ακόμα, όταν οι Αρβανίτες σκότωσαν τον πατέρα του κι έμεινε ορφανός. Η μάνα του παράτησε το χωριό και τράβηξε στη Λιβαδειά. Σαν έγινε ο γιος της εφτά χρονών, τον έβαλε δούλο σε κάποιο σπίτι για πέντε γρόσια το χρόνο. Δεκατεσσάρων χρονών τον στέλνουν πάλι δούλο στα Γιάννενα. Έπειτα, φεύγει για την Άρτα, όπου αρχίζει να εμπορεύεται. Ένας παπάς του φανερώνει το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας και τον ορκίζει σ’ αυτή. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, παρατά το κάθε τι, για να καταταχθή στο σώμα του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Δεν αργεί να σχηματίση δικό του σώμα. Και από τότε ως το τέλος του μεγάλου αγώνα, δεν έπαψε να πολεμά, ξεχωρίζοντας όχι μόνο με τη γενναιότητά του, αλλά και με τη δικαιοσύνη του. Πήρε εφτά πληγές – «επτά σταυρούς», καθώς έλεγε ο ίδιος.
Ο Μακρυγιάννης είναι αδιαμφισβήτητα μια από τις πιο ολοκληρωμένες μορφές του ‘ 21. Κανείς άλλος δεν μπόρεσε να εκφράση τόσο πιστά και με τόση συνέπεια το νόημα της Εθνεγερσίας. Δεν αγωνίστηκε μονάχα σ’ αυτήν, παρά μας έδωσε αυτός ο αγράμματος, στ΄ «Απομνημονεύματά» του, την πιο ζωντανή και την πιο αληθινή της περιγραφή. Και μας την κληροδότησε, εικονογραφημένη με τις οδηγίες του, από τον αυτοδίδακτο λαϊκό καλλιτέχνη Παναγιώτη Ζωγράφο. Κι έπειτα, όταν τέλειωσε ο αγώνας και μέσα από τους τάφους και τα αποκαΐδια οι Έλληνες αναστήθηκαν σε έθνος, δεν συμβιβάστηκε με την αδικία. Δε λύγισε στις απειλές. Αγωνίστηκε με την ίδια πάντα θέρμη, για την προκοπή του τόπου μας και τα δίκαια και τις ελευθερίες του λαού μας.
Ο Όθων και η καμαρίλα του ποτέ δεν το συγχώρεσαν, που πρωτοστάτησε στην Επανάσταση για Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Το 1852 τον παραπέμπουν σε στρατοδικείο, με την κατηγορία ότι ήθελε να δολοφονήση τον Όθωνα. Έπειτα από μια σύντομη ακροαματική διαδικασία και μ’ ένα μόνο ψευδομάρτυρα, τον καθαιρούν από το βαθμό του υποστρατήγου και τον καταδικάζουν σε θάνατο. Αλλά η εξέγερση της κοινής γνώμης, ανάγκασε τον Όθωνα να μετατρέψη την εσχάτη ποινή σε ισόβια δεσμά. Έπειτα από δύο χρόνια, το 1854, όταν ο Καλλέργης γίνηκε πάλι παντοδύναμος υπουργός των στρατιωτικών, του δόθηκε χάρη.
Ο Μακρυγιάννης, γέρος κι άρρωστος από τις πληγές του που πήρε στον αγώνα, αποτραβιέται απ’ όλα. Αλλά ο λαός της Αθήνας, που τόσο τον είχε αγαπήσει, δεν τον ξέχασε. Την ίδια μέρα που η επανάσταση του 1862 εκθρόνισε τον Όθωνα, άνθρωποι του λαού μπήκαν στο σπίτι του, τον σήκωσαν από το κρεββάτι του, που ήταν κατάκοιτος και τον γύρισαν θριαμβευτικά στους κεντρικούς δρόμους.
Η επαναστατική κυβέρνηση του ξαναδίνει το βαθμό του υποστρατήγου. Στην εθνοσυνέλευση που ακολούθησε, ο Μακρυγιάννης εκλέγεται πληρεξούσιος της Αττικής. Στις 20 Απριλίου προάγεται τιμητικά με αντιστράτηγο. Έπειτα από λίγες μέρες, στις 27 του ίδιου μηνός, πεθαίνει ο μεγάλος Έλληνας που έγραψε τούτον εδώ τον λόγο:
«Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «Εγώ;¨» Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση ή χαλάση, να λέγη «Εγώ;». όταν όμως αγωνίζωνται πολλοί και φκειάσουν, τότε να λένε «εμείς» και όχι εις το «Εγώ».
Εκδόσεις: ΦΥΤΡΑΚΗΣ
Απόσπασμα από τη σειρά: «ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ»
με τίτλο: «3Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843»

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Ιστορία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών