Μη αναγνωσμένη δημοσίευση
από AlS » 21 Νοέμ 2018, 11:51
Οι Αρβανίτες στην καταγωγή τους ήταν αλβανικά φύλα – είτε αυτό αρέσει σε μερικούς είτε ΌΧΙ – που ήρθαν σε επιμιξία με τους Έλληνες που συνάντησαν στις περιοχές όπου μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν, και εξελληνίστηκαν. Πολιτισμικά, κοινωνικά και εθνικά αφομοιώθηκαν πλήρως, και σταδιακά απέκτησαν ελληνική εθνική συνείδηση. Γι’ αυτό τον λόγο, αν και έχουν αλβανικές ρίζες, δεν μπορούμε να τους θεωρήσουμε ή να τους ονομάσουμε ως αλβανική εθνική μειονότητα, εφόσο και οι ίδιοι δεν αισθάνονται μειονότητα αλλά Έλληνες, και μάλιστα φανατικοί Έλληνες οι περισσότεροι. Είναι λοιπόν μια ιδιαίτερη εθνοπολιτισμική ομάδα και όχι εθνική μειονότητα. Η ιστορία όμως είναι ιστορία, και εγώ εδώ θα περιοριστώ σε μερικά ιστορικά στοιχεία σχετικά με την καταγωγή των Αρβανιτών, τουλάχιστον εκείνων που πρωτοήρθαν στα ελληνικά εδάφη τον 13ο-14ο αιώνα μ.Χ. προτού αναμειχθούν φυλετικά με τους υπόλοιπους Έλληνες. Και αυτό έχει τη σημασία του, επειδή υπήρξαν και πολλές περιπτώσεις Ελλήνων που εξαλβανίστηκαν και υιοθέτησαν την αρβανίτικη γλώσσα/διάλεκτο (π.χ. οι Αρβανίτες της Άνδρου), λόγω της γειτωνίας των χωριών και των περιοχών τους με γνήσια αρβανίτικα χωριά, αλλά και ηθελημένα σε πολλές περιπτώσεις έτσι ώστε να θεωρούνται και αυτοί ως Αρβανίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποφεύγουν έτσι τις συγκρούσεις με τους μουσουλμάνους Αρβανίτες, την καταπίεση κ.α.
Υπάρχουν αυτοκρατορικά διατάγματα, αναφορές και ιστορικά κείμενα, ακόμα και παλιά σχολικά βιβλία στα οποια οι Αρβανίτες χαρακτηρίζονται “Αλβανοί”. Οι μεσαιωνικές ελληνικές – και όχι μόνο – πηγές περιγράφουν τους πληθυσμούς αυτούς ως Αλβανούς (συνήθως οι λόγιοι) και Αρβανίτες (ή Αλβανίτες), ενώ σε άλλες γλώσσες αποκαλούνταν ως Arbanenses (και Albanenses), Arbanaski, Αρμπερόρ, κ.α. Οι ονομασίες αυτές αφορούν ταυτόχρονα χριστιανικούς και μουσουλμανικούς αλβανόφωνους πληθυσμούς.
Η πρώτη γνωστή κάθοδος των Αλβανών άρχισε το 1354 μ.Χ. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός γράφει ότι μετά από κάποια φυσική καταστροφή (ξηρασία) που συνέβη στις αλβανικές περιοχές, κατέβηκαν προς τα κάτω (προς τις νοτιότερες περιοχές, τα αβασίλευτα γένη των Αλβανών με τις οικογένειες τους: «Διατριβόντα δε εν Θετταλία βασιλέα, οι τα ορεινά της Θεσσαλίας Αλβανοί αβασίλευτοι Μαλακάσιοι, Μπούιοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προσαγορενόμενοι, περί δισχιλίους και μυρίους όντες, προσεκύνησαν ελθόντες και υπέσχοντο δουλεύσειν…»
Ο Άγγελος Έμμος, Βενετός κυβερνήτης της Πελοποννήσου κατά τα έτη 1703-1706, χαρακτηρίζει τους Αρβανίτες: «γένος άθλιον, περιορισθέν μετά των οικογενειών αυτών εις τα κρησφύγετα των όρεων, εν πενιχραίς καλύβαις, αποζών εκ των προιόντων των ποιμνίων, ων αυτοί σχεδόν αποκλειστικώς εισίν οι επιμεληταί.» Ο δε διάδοχος του Φραγκίσκος Γριμάνης (1706-1709), επιεικέστερος, αυτά λέει για την Πελοπόννησο γενικά αλλά και για τους Αρβανίτες ειδικότερα προς τη Γερουσία του: «Η Πελοπόννησος κατοικείται υπό Ελλήνων και Αλβανών, τούτων οι Έλληνες, πολυπληθέστεροι, οικούσι τας πόλεις και καταγίνονται εις το εμπόριον και τη ναυτιλίαν, οι δε Αλβανοί οίτινες τοσούτον έχουσι συγχωνευθή μετά των Ελλήνων, ώστε δεν θεωρούνται αποτελούντες ίδιαν φυλήν αλλ’απλώς διάφοροι τάξιν, είσιν ολιγώτερον εύποροι και πεπολιτισμένοι, διάγοντες βίον πλάνητα και νομαδικόν και διαιτώμενοι το μεν θέρος εις τα όρη της Αρκαδίας, τον δε χειμώνα εις την Ηλίδα και την Αργολίδα και τα παράλια του Φαναρίου (Ερμιονίδα,Τροιζήνα και Επιδαυρίαν).»
Ευφυώς λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Παπαρρήγοπουλος, ο επονομάζομενος και εθνικός ιστορικός συγγραφέας, αντιπαρέρχεται τις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις γύρω από το θέμα των Αρβανιτών και της καταγωγής τους και λέει ξεκάθαρα τη γνώμη του. Αναφερόμενος λόγου χάρη στη καταγωγή των Σουλιωτών τονίζει: «Ήταν κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών και εις των επιφανεστέρων γόνων του συνοικεσίου των δυο φυλών του από της 14ης εκατονταετηρίδος αρξαμένου μέχρι της σήμερον. Η Αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε Ελληνική ενεφύσησεν εις την Αλβανικήν, τα ευγενέστερα αισθήματα της φιλομαθείας και της ευνομίας. Τα δύο κάλλιστα προϊόντα του συνδυασμού τούτου υπήρξαν οι Σουλιώται επί της Στερεάς, οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται κατά θάλασσαν.» (Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», έκδ. 7η μετά προσθηκών, σημειώσεων και βελτιώσεων υπό Νίκου Α. Βέη, εκδόσεις «Σεφερλής», Αθήναι 1955, Τόμος Ε΄ σελ. 441)
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, στον επιτάφιο προς τον αυτάδελφό του Θεόδωρο Παλαιολόγο, μας δίνει αξιοπρόσεκτες πληροφορίες για την μετοίκηση χιλιάδων Αλβανών στην Πελοπόννησο, τους οποίους αποκαλεί ‘Ιλλυριούς’, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τα ζώα τους όπως χαρακτηρηστικά λέει: «Αλλά και Ιλλυριοί, περίπου μία μυριάδα, αθρόοι μετοίκησαν με τα παιδιά και τις γυναίκες και τα ζώα τους…» (Λάμπρου: «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τ. Β, σ. 41–42)
Στον σατυρικό διάλογο ‘Ταξίδι στον Άδη’ (Επιδημία Μάζαρι εν Άδου) του βυζαντινού Μάξιμου Μάζαρι, ο συγγραφέας περιγράφει τις επτά γλωσσικές–πολιτισμικές κοινότητες που κατοικούν από κοινού (οικεί αναμίξ γένη) το 1415 στην Πελοπόννησο: Λακεδαίμονες (Μανιάτες), Ιταλοί, Πελοποννήσιοι (Μοραΐτες), Σθλαβίνοι, (Σλάβοι) Ιλλυριοί (Αρβανίτες), Αιγύπτιοι (Τσιγγάνοι) και Ιουδαίοι (Εβραίοι). (D. Α. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, II Athènes 1953, σελ. 1.)
Ο Φραντζής γράφει: «Τω αυτώ δε φθινοπώρω του s&ηβ έτους (6962 ήτοι 1454 μ.Χ.) δηλονότι επανεστάτησαν οι της Πελοποννήσου Αλβανίται κατά των Δεσποτών και των Αυθεντών αυτών». Ο Κριτόβουλος γράφει: «Οι γαρ της Πελοποννήσου Δεσπόται, της Βυζαντίδος αλούσης, ευθύς νεωτερισάντων των εν Πελοποννήσω Ιλλυριών και επαναστάντων αυτοίς…» (Κριτοβούλου, Ιστορία των πράξεων του Μωάμεθ, Β’-Γ’, 1)
Η αύξηση της μεγάλης ιδιοκτησίας, οι ενδοβυζαντινές συγκρούσεις και οι καταστροφικές επιδρομές των Αλβανών και των Καταλανών κάνουν το Marino Sanudo Torcello (1325) να περιγράφει την κατάσταση ως αξιοθρήνητη σε μία Θεσσαλία ερημωμένη και κατεστραμμένη: “Deusmisit hanc pestem patriae Blachiae supradictae, quia ipsa miserat quodam genus, Albanensium gentisnomine, in tanta quantitate numerosa: quae gens omnia quae errant extra castra penitusdestruxerunt”
Albanensium λοιπόν.
Οι Καταλάνοι και οι Φράγκοι, που υποδέχτηκαν τότε στα εδάφη της κεντρικής Ελλάδος τους Αρβανίτες, δεν τους καταγράφουν ως «δίγλωσσους Έλληνες», αλλά ως «Αρβανίτες» (για την ακρίβεια ως «Αλβανούς»), στα «κατάστιχα» δε των απογραφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συντάχτηκαν το 1460 μ.Χ., αλλά και μέχρι τον 16ο αιώνα, οι κάτοικοι π.χ. της ανατολικής Λοκρίδας, αναφέρονται ως «Αρναούτ». Ειδικά δε για το χωριό Μαρτίνο, ο συντάκτης του βιβλίου «Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι», που πέρασε απ΄ την περιοχή το 1856, αναφέρει, ότι οι γυναίκες του χωριού, που συνάντησε στο «παλιο-πούσ», μαζί με τα άλλα μέλη του αποσπάσματος στο οποίο συμμετείχε, 400 χρόνια μετά την κάθοδο των υποτιθέμενων «δίγλωσσων-Ελλήνων», δεν ήξεραν τη λέξη «νερό» και ότι για να συνεννοηθούν τελικά μαζί τους, χρησιμοποίησαν…μεταφραστή. Ο ίδιος δε μας λέγει, ότι το Μαρτίνο έχασε την έδρα του Δήμου Λαρύμνης από τον Προσκυνά, γιατί οι κάτοικοί του δεν ήξεραν καθόλου ελληνικά! Μόλις δε πρόσφατα, στη δεκαετία του ‘70, στο Λούτσι, του οποίου οι κάτοικοι κατάγονται από το Μαρτίνο, πέθανε η τελευταία γυναίκα, που δεν ήξερε καθόλου ελληνικά. Επομένως;
Τί ήταν το Άρβανό ή Άρβανα; Άρβανα ονομαζόταν περιοχές που κατοικούνταν από Αλβανούς και αλβανόφωνους πληθυσμούς. Υπήρχαν τα Άρβανα στην κεντρική Αλβανία, υπήρχαν τα Άρβανα (στα αλβανικά ‘Αρμπερία’) στην περιοχή μετά την αριστερή όχθη του ποταμού Vjosë (Αωού) και νότια της Αυλώνας, μέχρι τα βόρεια και δυτικά του Δελβίνου, η σημερινή δηλαδή Labëria (άρα μάλλον σιγά-σιγά το Arbëria έγινε Labëria) ή Λιαπουριά στα ελληνικά. Την Λιαπουριά ο Παναγιώτης Αραβαντινός την αναφέρει στο έργο του ‘Χρονογραφία της Ηπείρου’ ως ‘Άρβανον’ και ‘Άρμπρι’, ενώ ο Ψαλίδας την ονομάζει ‘Άρβανον’ και ‘Άρμπηρι’. Υπήρχε όμως και το Πριγκηπάτο των Άρμπερ (Principata e Arbërit) στα βόρεια της Αλβανίας, με πρωτεύουσα την Nderfandina (κατά πάσα πιθανότητα ήταν άλλο όνομα της πόλης Κρούγια/Krujë), υπήρχαν τα Άρβανα Μαζαρακαίων στην Τσαμουριά (Θεσπρωτία), εξ’ ου και το τσάμικο χωριό Mazrrek (Μαζαράκι), κ.τλ.
Η Γεωγραφία νεωτερική είναι έργο των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγόριου Κωνσταντά, γραμμένο στη δημοτική, που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1791. Είναι περιηγητικό έργο που επικεντρώνεται σε κοινωνικά και ιστορικά θέματα των περιοχών που περιγράφονται, και κατακρίνει την κοινωνική ανισότητα. Θεωρείται από τα πιο σημαντικά έργα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στις σελίδες 246-248 διαβάζουμε… για μια ευρύτατη αρχαία Μακεδονία που περιελάμβανε στα εδάφη της και την «Αρβανιτιά» (Αλβανία) και συνόρευε στο βορρά με Δαλματία και Βοσνία (μάλλον υπονοούσαν την ρωμαϊκή Επαρχία Μακεδονίας) της οποίας οι πρώτοι (αρχαίοι) κάτοικοι «ήταν εκείνοι που ήταν και της Ελλάδος», των οποίων η θρησκεία «ήταν αυτή με τα λοιπά έθνη της Ελλάδος» και «είχε κάθε άδικο λοιπόν ο Δημοσθένης να λέγη τους Μακεδόνας βαρβάρους. Μάλιστα τότε αυτό το επώνυμο άρμοζε περισσότερο εις τους Αθηναίους παρά εις τους Μακεδόνας.»