Πικέρνη Βορείου Ηπείρου - Μπαντέσσα
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου (15ος αιώνας – 1912) το χωριό Πικέρνη έχαιρε ειδικού διοικητικού καθεστώτος ως τμήμα της περιοχής της Χιμάρας. Το 1742, οι κάτοικοι του γειτονικού αλβανικού μουσουλμανικού χωριού του Μπορς επιτέθηκαν στην Πικέρνη, ωθώντας ορισμένους Αλβανόφωνους Ορθόδοξους Χριστιανούς σε φυγή προς τη Νότια Ιταλία, όπου και ίδρυσαν το χωριό της
Βίλλα Μπαντέσσα.https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE ... %AF%CE%B1)Μπαντέσσα - Νέα Πικέρνη Ηλείας
Το 1875 42 ελληνικές αλβανόφωνες ορθόδοξες οικογένειες * από το χωριό Badessa της περιφέρειας Abruzzi στην Κεντρική Ιταλία, καταγόμενες από το χωριό Πικέρνη στη Βόρειο Ηπειρο, ζήτησαν ** να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα και να τους δοθούν εθνικές γαίες για καλλιέργεια.
Αποφασίστηκε να ικανοποιηθεί το αίτημα μετανάστευσης και μόνιμης εγκατάστασης αυτών των οικογενειών από την Ιταλία, τους αποκεκριμένους και ως «Ιταλοαλβανούς», και να παραχωρηθούν σε κάθε οικογένεια 30 στρέμματα γης. Η περιοχή που επιλέχθηκε για να φτιαχτεί ο λεγόμενος συνοικισμός των «αλλοδαπών» ήταν η θέση «Ταβέρνα» κοντά στο Καπελέτο Ηλείας. Αυτό επικυρώθηκε με ΒΔ τον Ιούνιο του 1875, και ο οικισμός φτιάχτηκε σε μια περιοχή νότια της Βάρδας και του χωριού Ψάρι Ηλείας και βόρεια του Καπελέτου , περιοχή που είχε κοντά της, όπως και στην προγονική τους εστία, χωριό με όνομα Μπόρσι
*.
Ο οικισμός απείχε μία ώρα δρόμο στα 1885 από τη Μανωλάδα, την έδρα του τότε δήμου Βουπρασίων .
Τελικά, μόνο 13 από τις αιτούσες οικογένειες έφτασαν στην Πάτρα το φθινόπωρο του 1876, όταν ήδη είχε εγκριθεί το αίτημά τους, στο δρόμο τους προς την περιοχή της Βουπρασίας. Στις αρχές του 1877 ο οικισμός τους είχε ήδη αρχίσει να οικοδομείται έχοντας μάλιστα και κρατική επίβλεψη με διορισμένο εκεί μηχανικό για την τεχνική υποστήριξη . Οι οικογένειες αυτές θα επέστρεφαν πίσω στο κράτος αυτά τα στρέμματα μόνο σε περίπτωση που αποφάσιζαν να τις εγκαταλείψουν πριν την πάροδο πέντε χρόνων. Η συνολική έκταση που τους παραχωρήθηκε έφτανε κατ' εκτίμηση το μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο περίπου . Το όνομα που επιλέχθηκε στα 1879 για αυτόν το νέο οικισμό ήταν το Νέα Πικέρνη ως ανάμνηση της προγονικής εστίας, σύμφωνα μάλιστα με σχετική εισήγηση του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Ο ίδιος σύλλογος υλοποίησε την ίδια χρονιά, πέρα από την ονοματοθεσία της «αποικίας», και σχέδιο εξελληνισμού των «ελληνοαλβανών», όπως ελέχθη χαρακτηριστικά, μέσω της δημιουργίας εκεί σχολής απόρων παιδιών, γεγονός καινοφανές για την ευρύτερη περιοχή της οποίας η αγραμματοσύνη εκείνη την εποχή άγγιζε το 92%.
Η σταδιακή μέχρι το 1889 πληθυσμιακή συρρίκνωση του οικισμού είχε οδηγήσει την εκεί σχολή να γίνει το διδακτήριο «των πέριξ χωρίων», ήδη από το 1882, και να μεταφερθεί εντέλει το 1884 στο Καπελέτο .
Η πληθυσμιακή συρρίκνωση του οικισμού της Νέας Πικέρνης είναι αποτέλεσμα τόσο λόγω θανατηφόρων ασθενειών , όπως λ.χ. 27 νεκροί από μηνιγγίτιδα το 1881 , όσο και κατά πάση πιθανότητα εξαιτίας των προστριβών των ντόπιων κατοίκων των χωριών της ευρύτερης περιοχής με τους νεοφερμένους, γεγονός που οδήγησε εντέλει στην αδυναμία ενσωμάτωσης των «ξένων» εκεί, όπως τόνισε στα 1899 ο Αθανάσιος Πετρίδης. «Ανέκυψαν εγχώριοι ζηλοτυπίαι», όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε για αυτές τις προστριβές, και αποφασίστηκε η αποστολή εκεί ιεροκήρυκα για να ειρηνεύσει*** πνευματικά τόσο τους «Ιταλούς» όσο και τους «αρχαίους κάτοικους» της περιοχής, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά .
Ο οικισμός διαλύθηκε τυπικά το 1920 . Η βραχύχρονη ζωή αυτού του οικισμού οδήγησε στη λήθη από τη συλλογική μνήμη την ύπαρξή του και το μόνο που διασώζεται είναι ο χαρακτηρισμός της περιοχής που χτίστηκε ο οικισμός ως "τα Ιταλικά" ****.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE ... E%BD%CE%B7
* Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου περί των «αλλοδαπών» αυτών, ο πρωδυπουργός Κουμουνδούρος δήλωσε ότι πρόκειται περί
«Ιταλικών
οικογενειών», ενώ οι βουλευτές Αργύριος Διαμαντόπουλος και Αδανάσιος Γ. Πετιμεζάς συμπλήρωσαν, ο μεν πρώτος ότι είναι 42 οικογένειες
«Ελληνικής καταγωγής», ο δε δεύτερος ότι είναι
«Αλβανοί Έλληνες, ομιλούντες την Αλβανικήν γλώσσαν και ορδόδοξοι».
** Τον Απρίλιο του 1875, επισκέφθηκαν τον Έλληνα πρόξενο στην Ancona Γεώργιο Δουρουτη αντιπρόσωποι σαρανταπεντε αλβανοφώνων οικογενειών του χωρίου Badessa, που βρίσκεται στην περιφέρεια των Abruzzi της Κεντρικής Ιταλίας, με επικεφαλής τον Dimitri de Martinio,
και του υπέβαλαν αίτημα να τους παραχωρηθούν εθνικές γαίες προς καλλιέργεια, ώστε να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα,
«επιθυμούντες να
σώσωσι την θρησκείαν των και να φανώσιν ωφέλιμοι εις την πατρίδα των». * . Φθάνοντας οι Πικερνιώτες έποικοι το φθινόπωρο του 1876 στην περιοχή που τους παραχώρησε το ελληνικό κράτος για εγκατάσταση στην Πελοπόννησο, έκπληκτοι ενδεχομένως να βίωσαν ως κακόγουστο αστείο το γεγονός ότι, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων Ν-ΝΔ της Νέας Πικέρνης, υπήρχε χωριό με το μοιραίο όνομα Μπόρσι.
***Μια προσέγγιση από την πλευρά της «εθνοπολιτισμικής» σχολής, θα έδινε ενδεχομένως στους αποίκους κάποιες ελπίδες, δεδομένης της σύμπτωσης ότι εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή κατοικούμενη ήδη σε μεγάλο βαθμό από Αρβανίτες. Μια τέτοια όμως εκτίμηση θα ήταν άτοπη, καθώς θα επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει προσδιορισμένες ιστορικά έννοιες ως εάν ήσαν σταθερές συνιστώσες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, το να υπέθετε κάποιος ότι οι ομάδες που εγκατέλειψαν τον αλβανικό χώρο στα τέλη του προεθνικού 14ου αιώνα και εγκαταστάθηκαν στην βορειοδυτική Πελοπόννησο θα διέκριναν στα τέλη του 19ου αιώνα, μισή χιλιετία αργότερα, κάποιας μορφής εθνική ή άλλη συγγένεια στους εξ Ιταλίας, αλβανικής έστω καταγωγής, μετανάστες που έρχονταν, «ξένοι» αυτοί, να τους πάρουν, αυτών των και επισήμως
πλέον από 50ετίας Ελλήνων, τη γη «τους», θα έδειχνε απλώς μια ρομαντική και ανιστόρητη προσέγγιση του φαινομένου διαμόρφωσης των
εθνικών συνειδήσεων. Πρόσφατο περιστατικό δείχνει ανάγλυφα του λόγου το αληθές:
η πρώτη εκ των κάτω οργανωμένη κακοποίηση Αλβανών στη σημερινή Ελλάδα επιχειρήθηκε από κατοίκους του Αρβανίτικου χωριού Κριεκούκι (σημ. Ερυθρές) της Αττικής· βλ. εφημ. Ελευθεροτυπία, 21.5.1993.
****Η δυσπροσαρμοστικότητα και η εύθραυστη αντοχή τους στις συνθήκες της νέας τους πατρίδας που, ας μην το ξεχνάμε, δεν ήταν παρά μια βαλτώδης παραλιακή ζώνη, είχε δειχθεί κιόλας από τα πρώτα χρόνια. Σε γενικές γραμμές, κατά την επίσκεψη στον οικισμό του Καπελέτου, παρατηρήθηκε δυσθυμία των ερωτώμενων, αφ' ης στιγμής αντιλήφθηκαν ότι η έρευνα αφορούσε στους «Ιταλούς».
Την δυσθυμία αυτή ερμήνευσαν τελικά οι ίδιοι ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο τελευταίος επιβιώσας έποικος συνεργάστηκε με τις ιταλικές κατοχικές αρχές κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream ... 018.08.pdf