Τέταρτη Σταυροφορία

Ιστορικά γεγονότα, καταστάσεις, αναδρομές
Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 10 Απρ 2024, 08:56

Διαβάζω αυτές τις ημέρες το ‘The Fourth Crusade and the Sack of Constantinople’ του Jonathan Phillips και με έχει συναρπάσει, οπότε αφού στα διαλείμματα από καυγάδες κάνουμε και λίγη ιστορική κουβέντα στο φόρουμ, και τα τόπικς αυτά έχουν πέραση, είπα να συνοψίσω το βιβλίο και να δούμε αν υπάρχουν άλλες σκέψεις και που φαίνεται να πήγε στραβά η όλη ιστορία.

Έχω διαβάσει μόνο μέχρι τη μέση, κάποια στιγμή θα το ολοκληρώσω.

Το βιβλίο ξεκινάει με μία ιστορική αναδρομή των πρώτων τριών σταυροφοριών, και ιδιαίτερα της περιόδου ακριβώς πριν την τρίτη, επειδή όσα έγιναν (ή δεν έγιναν) κατά την διάρκεια της τρίτης, επηρέασαν την τέταρτη.

Στην πρώτη σταυροφορία (1096-1099), δυτικοί ευγενείς διασχίζουν την Ευρώπη μέσω στεριάς και θάλασσας, καταφέρνουν να κατακτήσουν την Ιερουσαλήμ και κατά την διάρκεια (και στον απόηχο) αυτής τους της επιτυχίας ιδρύουν 4 σταυροφορικά κρατίδια.

45 χρόνια μετά, το 1144, το πρώτο σταυροφορικό κρατίδιο που ιδρύθηκε, η κομητεία της Έδεσσας, είναι και το πρώτο που πέφτει στις ορδές των Σελτζούκων. Αυτό το γεγονός δίνει το έναυσμα για την δεύτερη σταυροφορία, όπου δύο βασιλιάδες αυτή τη φορά, της Γαλλίας και της Γερμανίας, ξεκινούν με δύο διαφορετικούς στρατούς, και διασχίζουν την Ευρώπη και την Βυζαντινή επικράτεια. Οι Γερμανοί φτάνουν πρώτοι στην Κωνσταντινούπολη, περνάνε στην Μικρά Ασία, έχουν σκοπό να πάνε απ’ ευθείας προς Άγκυρα και Ικόνιο, έχουν και την φαεινή τακτική να χωρίσουν τις δυνάμεις τους στα δύο και να ακολουθήσουν διαφορετικές πορείες, αλλά οι Σελτζούκοι τους κάνουν με τα κρεμμυδάκια στο Δορύλαιο, και όσοι επιζούν υποχωρούν ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Δεν ήξεραν, δεν ρώταγαν; Οι Γάλλοι φτάνουν αργότερα, συναντούν όσους Γερμανούς έχουν επιζήσει, αποφασίζουν να πάνε παραλιακά, παίρνουν κάποιες μικρές νίκες, αντέχουν και κάποιες βαριές ήττες, και τελικά κατεβαίνουν Έφεσο, μετά φτάνουν στην Αττάλεια, και από εκεί ο Λουδοβίκος και οι δικοί του καταφέρνουν να βρουν λίγα πλοία για Αντιόχεια. Οι υπόλοιποι, εν μέσω σελτζουκικών ενεδρών και κακουχιών, καταφέρνουν μέσω στεριάς να βγουν και αυτοί στην Αντιόχεια. Από εκεί συνέχισαν όλοι μαζί για Ιερουσαλήμ, συμμετείχαν σε μία αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψης της Δαμασκού, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν για μία επιχείρηση κατάληψης της Ασκαλώνας, οι δύο βασιλιάδες γύρισαν στις χώρες τους, οι Βυζαντινοί κατηγορήθηκαν για διπρόσωπη διπλωματία, και τελικά το όλο εγχείρημα στέφθηκε με αποτυχία.

Τα σταυροφορικά κράτη άρχισαν να ζορίζονται τις επόμενες δεκαετίες. Η υποστήριξη που έπαιρναν από την δύση, από τον Πάπα, από ευγενείς, μονάρχες και βασιλιάδες, δεν ήταν σταθερή και συνεπής, και είχε γίνει λίγο της μόδας για τους πλούσιους ιππότες και ευγενείς της τότε εποχής να κάνουν το ταξίδι μαζί με έναν κλειστό κύκλο φίλων τους για να προσκυνήσουν, να πολεμήσουν μουσουλμάνους, να συγχρωτιστούν με τους φράγκους ευγενείς που ήταν απόγονοι των πρώτων σταυροφόρων, και μετά από λίγους μήνες να γυρίσουν στα σπίτια τους. Όσοι έμεναν ήταν μάλλον τυχοδιώκτες και διάφοροι έκλυτοι κοπρίτες που δεν είχαν τύχη πίσω στην πατρίδα τους, όπως ο Ρεϋνάλδος του Σατιγιόν.
Αναφέρω τον τελευταίο διότι είχε ανοιχτή βεντέτα για πολλά χρόνια με τον Σάλαντιν, και για μία περίοδο ήταν πολύ ενεργός στις μηχανορραφίες του παλατιού στην Ιερουσαλήμ, στηρίζοντας την άνοδο του Γκυ ντε Λουζινιάν. Ο τελευταίος έκανε συμφωνία για ανακωχή με τον Σάλαντιν, όμως ο Ρεϋνάλδος τον αψήφησε λέγοντας πως δεν κάνει συμφωνίες με μουσουλμάνους, και επιτέθηκε σε ένα μουσουλμανικό καραβάνι – παρά τις εχθρότητες που υπήρχαν, και τον ανοιχτό πόλεμο κατά καιρούς, από την αρχή των σταυροφοριών είχε γίνει συμφωνία κυρίων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων να μην γίνονται επιθέσεις σε προσκυνητές των δύο πλευρών, σε εμπορικά καραβάνια των δύο πλευρών που πήγαιναν από την χριστιανική στην μουσουλμανική πόλη και τούμπαλιν, και γενικά να μην την πληρώνουν άοπλοι αθώοι που απλά ταξίδευαν χωρίς να ενοχλούν κανέναν.

Ο Σάλαντιν τα πήρε, κηρύττει τζιχάντ, η ανακωχή πάει περίπατο, και οι σταυροφόροι νομίζουν ότι μπορούν να πάρουν τη νίκη έξω από το χωριό του Χαττίν το καλοκαίρι του 1187. Ο Σάλαντιν τους διαλύει ολοκληρωτικά, και μερικούς μήνες μετά κατακτά και την Ιερουσαλήμ, κάνοντας συμφωνία κυρίων με τον Μπάλιαν του Ίμπελιν – υπάρχει μία ωραία ταινία, το Kingdom of Heaven του 2005, που εξιστορεί τα παραπάνω.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης, και η συρρίκνωση των δύο τελευταίων σταυροφορικών κρατών, σοκάρει την ευρωπαϊκή ήπειρο. Αμέσως ξεκινά η τρίτη σταυροφορία. Ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα, ξεκινά με έναν τεράστιο στρατό (λογικά γύρω στα 100k άτομα, μαζί με όλους τους παρατρεχάμενους) από την Κολωνία. Μόλις μπαίνει στα Βαλκάνια ξεκινούν τα προβλήματα, με Σέρβους, Βούλγαρους, και διάφορους άλλους να του ζητούν να τα βάλει με τους Βυζαντινούς, και τους τελευταίους να εξαφανίζονται στον διάβα του. Τελικά τον βοηθούν να περάσει στην Μικρά Ασία, όπου διαλύει τους Σελτζούκους και λεηλατεί το Ικόνιο. Εννοείται πως οι Βυζαντινοί δεν είναι σε καμία περίπτωση ικανοί να κεφαλαιοποιήσουν τουρκική ήττα. Ο στρατός του Μπαρμπαρόσα προχωρά, αλλά ένα μήνα μετά το άλογο του γλιστράει όπως διασχίζει τον ποταμό Καλύκαδνο, νοτιοανατολικά του Ικονίου, αυτός πέφτει στο ποτάμι φορώντας όλη του την πανοπλία, και πνίγεται. Ο περισσότερος στρατός φεύγει με πλοία για Γερμανία, μία μικρή δύναμη 5k ιπποτών υπό τον γιο του συνεχίζουν προς Αντιόχεια, παραμένουν εκεί και συμμετέχουν σε κάποιες επιχειρήσεις, αλλά οι περισσότεροι πεθαίνουν από αρρώστιες. Ο γιος του Μπαρμπαρόσα επίσης πεθαίνει από μαλάρια κατά την πολιορκία της Άκρας.

Οι άλλοι δύο βασιλιάδες που έπαιξαν ρόλο στην τρίτη σταυροφορία, ήταν ο Ριχάρδος της Αγγλίας και ο Φίλιππος της Γαλλίας, άσπονδοι εχθροί που έδιναν μάχες για να πάρουν ο ένας από τον άλλο περιοχές σε σημερινό γαλλικό έδαφος. Έφτασαν στην Άκρα δια θαλάσσης (ο Ριχάρδος πέρασε πρώτα από την Κύπρο, την κατέκτησε, και αργότερα την πούλησε στους Ναΐτες), και μετά από μία πολιορκία ενός μήνα την κατέκτησαν. Κατά την πολιορκία ο βασιλιάς Φίλιππος κόλλησε δυσεντερία, ένας κόμης του πέθανε, και έτσι ο Φίλιππος προφασίστηκε σοβαρές υποθέσεις πίσω στην πατρίδα του και έφυγε, αφήνοντας ένα μεγάλο μέρος του στρατού του εκεί – βέβαια, συνειδητοποίησε ότι ο Ριχάρδος θα έμενε εκεί, και άρα οι αγγλικές κτήσεις στην Γαλλία θα ήταν πιο ευάλωτες, οπότε είχε αρκετούς λόγους να φύγει.

Ο Ριχάρδος πήρε μερικές ακόμα νίκες επί του Σάλαντιν, και έναν χρόνο μετά συμφωνούν σε ανακωχή. Τα σταυροφορικά κρατίδια κερδίζουν χώρο και χρόνο, όμως η Ιερουσαλήμ παραμένει σε μουσουλμανικά χέρια και η συμφωνία προβλέπει απρόσκοπτη είσοδο σε χριστιανούς προσκυνητές. Ο Ριχάρδος αποχωρεί, κάνοντας σχέδια να επιστρέψει, αλλά λίγα χρόνια τραυματίζεται θανάσιμα στην Γαλλία. Στο ενδιάμεσο ο Σάλαντιν έχει πεθάνει, και ένας εμφύλιος ξεκινά μεταξύ των μουσουλμάνων, με το σουλτανάτο να διασπάται στα 3 ή 4 και τα σταυροφορικά κρατίδια να διαβλέπουν μία ευκαιρία εδαφικού κέρδους.

Το 1198 μπαίνει στο παιχνίδι ένας νέος Πάπας, ο Ιννοκέντιος ο 3ος. Επιθυμεί διακαώς μία σταυροφορία, έχει απογοητευτεί από την πτώση της Ιερουσαλήμ το 1187 και την αποτυχία ανακατάληψης της στην τρίτη σταυροφορία, και θεωρεί τις συνθήκες ώριμες για μία τέταρτη. Επιθυμεί επίσης διακαώς να βάλει επικεφαλής της βασιλιάδες, και όχι ευγενείς, όμως ο Άγγλος δεν ενδιαφέρεται, ο Φίλιππος της Γαλλίας γιολάρει ασύστολα και έχει ήδη κάνει μία φορά τον σταυροφόρο, και οι Γερμανοί αυτοκράτορες δεν είναι ένας μα δύο, αφού έχουν μία δυναστική «διαφωνία». Στο ενδιάμεσο έχει δώσει οδηγίες σε ιερείς και καρδινάλιους να αρχίσουν να κηρύττουν ενθουσιωδώς την ανάγκη για σταυροφορία ήδη από το 1199. Η ιδέα ποτίζει τα διάφορα κοινωνικά στρώματα, με ευγενείς, δούκες, μαρκήσιους και διάφορους να ενδιαφέρονται και να καταθέτουν τα όπλα τους στην υπηρεσία της σταυροφορίας. Οι περιοχές της βόρειας Γαλλίας πετάνε τη σκούφια τους. Στο τουρνουά του Έκρυ στο τέλος του 1199, αρκετοί ευγενείς «φοράνε τον σταυρό» όπως είναι η τότε φράση, με προεξάρχοντα τον πολυαγαπητό κόμη Θέομπαλντ (Τίμπο) της Καμπανίας. Μαζί του φοράει τον σταυρό και ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος, ένα ονοματάκι που θα απασχολήσει αρκετά στο μέλλον. Οι φίλοι και υποτελείς του Θέομπαλντ τον ανακηρύσσουν αρχηγό της σταυροφορίας, και αυτός αναθέτει στον Γοδεφρείδο να ξεκινήσει συζητήσεις με άλλους ευγενείς για να τους πείσει να συμμετάσχουν, αλλά και να κατέβει στην βόρεια Ιταλία και να κάνει συζητήσεις με τρεις πόλεις (Γένοβα, Πίζα, Βενετία) που διαθέτουν ισχυρό ναυτικό, για την μεταφορά των σταυροφόρων.

Κάπου εκεί είναι που ξεκινά το σκληρό ροκ.

Η σταυροφορία δεν είναι ελαφρύ σπορ στην Ευρώπη του 12ου και 13ου αιώνα. Θεωρείται τεράστια απόφαση. Από τον πιο κοινό αγρότη μέχρι τον πιο σπουδαίο βασιλιά, απαιτεί θυσίες. Το κόστος εξοπλισμού, μεταφοράς από και προς, σίτισης υπηρετών και ζώων, όλα αθροίζονται και με συντηρητικές εκτιμήσεις ήταν περίπου όσα τα έξοδα μίας οικογένειας για έναν ολόκληρο χρόνο. Αρκετοί αναγκάζονταν να πουλήσουν και να υποθηκεύσουν χωράφια, σπίτια, ό,τι περιουσία είχαν, να πάρουν δάνεια ή να παρακαλέσουν εκκλησίες και μοναστήρια να τους χρηματοδοτήσουν. Όσοι έφευγαν άφηναν πίσω τους γυναίκες και παιδιά, πάντα με τον φόβο της απώλειας των περιουσιών και της καταστροφής των οικογενειών τους από εγκληματίες, πολέμους, αρρώστιες και κακουχίες. Ήταν μεγάλη υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά, ήταν και κάτι που θεωρείτο ύψιστη τιμή. Μιλάμε για μία κοινωνία διαποτισμένη από και βουτηγμένη μέσα στην θρησκευτικότητα. Σχεδόν όλοι όσοι συμμετείχαν στην τέταρτη σταυροφορία ήταν μέλη οικογενειών με πλούσια σταυροφορική παράδοση – παππούδες, γονείς, θείοι, αδέρφια, ξαδέρφια, γαμπροί, κουνιάδοι, πεθεροί, σχεδόν κάθε είδους συγγενής τους είχε πάρει μέρος στις τρεις επίσημες σταυροφορίες, ενώ άλλοι είχαν επισκεφθεί τα σταυροφορικά κρατίδια κατά καιρούς και είχαν εμπειρίες και γνωριμίες εκεί. Οπότε, επρόκειτο για ένα πολύ ακριβό εγχείρημα που όμως οδηγούσε η προσωπική τους τιμή και η θρησκευτική τους πίστη.

Ο Γοδεφρείδος λοιπόν περνάει 9 μήνες στον δρόμο επισκεπτόμενος διάφορους ευγενείς (ανάμεσα τους τον Βονιφάτιο, μαρκήσιο του Μονφερά, στην βόρεια Ιταλία, δυτικά από το Μιλάνο, και επίσης ονοματάκι που θα μας απασχολήσει), αλλά και τον Φίλιππο της Σουηβίας, τον έναν εκ των δύο Γερμανών αυτοκρατόρων της εποχής (θυμίζω πως είχαν μία δυναστική «διαφωνία»). Στην αυλή του Φιλίππου συναντά τον γαμπρό του, ένα παιδάκι 18-19 ετών από την Κωνσταντινούπολη, τον Αλέξιο Άγγελο. Ο Αλέξιος είναι αδερφός της γυναίκας του Φιλίππου, της Ειρήνης Αγγελίνας, και βρίσκεται εκεί επειδή είναι το μόνο καταφύγιο που έχει. Ο πατέρας του ήταν ο Ισαάκιος Άγγελος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου μεταξύ 1185-1195, μέχρι τη στιγμή που ο μεγάλος του αδελφός, Αλέξιος Άγγελος σφετερίστηκε τον θρόνο με δόλιο τρόπο, τον συνέλαβε, τον τύφλωσε, και τον φυλάκισε με τον γιο του, τον συνονόματο Αλέξιο. Ο μικρός Αλέξιος κατάφερε να διαφύγει μετά από συνεννόηση με μερικούς ναυτικούς από την Πίζα, και να βρει καταφύγιο στην αυλή του Φιλίππου. Η μόνη του έγνοια είναι να συγκεντρώσει βοήθεια για να πάρει από τον θείο του τον θρόνο του πατέρα του, που δικαιωματικά του ανήκει. Ο Γοδεφρείδος τον ακούει συγκαταβατικά, αλλά έχει με πιο σοβαρά πράγματα να ασχοληθεί, και συνεχίζει τον δρόμο του.

Η Γένοβα και η Πίζα δεν ενδιαφέρονται να αναλάβουν την μαζική μετακομιδή των σταυροφόρων, και ο Γοδεφρείδος με την ομάδα του κατευθύνονται στην Βενετία. Εκεί συναντά τον υπέργηρο δόγη Ενρίκο Ντάντολο (άλλο σημαντικό ονοματάκι), ο οποίος είναι γέννημα-θρέμμα Βενετός, δηλαδή ενδιαφέρεται για τα χρήματα αλλά θέλει να αφήσει πίσω του και μία κληρονομιά για την πόλη του. Είναι ήδη άνω των 90, αλλά είναι πανέξυπνος. Ακούει τον Γοδεφρείδο και όσους τον συνοδεύουν, συζητάει με τους δικούς του, και τελικά η συμφωνία κλείνει τον Απρίλιο του 1201.
Η πόλη της Βενετίας θα αναλάβει την εξ’ ολοκλήρου μετακομιδή όλων των σταυροφόρων από την Βενετία στην Άκρα. Αναμένονται στο σύνολο κάπου στους 34k σταυροφόρους (4500 ιππότες, 20000 πεζοί, 9000 υπηρετικό προσωπικό), με συνολικό αντίτιμο 85000 ασημένια μάρκα. Η πόλη της Βενετίας, καλή τη πίστει, θα αναλάβει να έχει έτοιμα κάπου στα 200 πλοία (μεταφορικά και πολεμικά), και όσα δεν έχει, θα τα κατασκευάσει – κάθε άλλη δραστηριότητα, για περίπου ενάμισι χρόνο, θα ανασταλεί, ώστε τα πλοία να είναι έτοιμα, και όσα πλοία λείπουν να επιστρέψουν από τα ταξίδια τους και να συγκεντρωθούν ώστε να είναι διαθέσιμα για τους σταυροφόρους τον Ιούνιο του 1202.

Υπάρχει και μία κρυφή συμφωνία μέσα στην συμφωνία, που μένει μυστική για την μεγάλη πλειοψηφία και κυκλοφορεί μόνο στα υψηλότερα κλιμάκια τόσο των Βενετών, όσο και των σταυροφόρων. Η επιθυμία και των δύο πλευρών να επιτεθούν και να κυριεύσουν την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, πριν πάνε στην Άκρα και στην Ιερουσαλήμ. Η Αλεξάνδρεια δεν είναι σε καλή κατάσταση λόγω της παρακμής των μουσουλμανικών βασιλείων μετά τον θάνατο του Σάλαντιν, αλλά παραμένει μία πλούσια και εύφορη επικράτεια που θα βελτίωνε τις πιθανότητες τα σταυροφορικά κρατίδια να ευημερήσουν. Οι δε Βενετοί θα ήθελαν πάρα πολύ να ιδιοποιηθούν το λιμάνι, και να βελτιώσουν τις εμπορικές τους συνεργασίες με την Μέση Ανατολή και την βόρεια Αφρική. Ο λόγος που αυτή η στάση παραμένει μυστική, είναι επειδή για τους περισσότερους σταυροφόρους η Αλεξάνδρεια είναι αδιάφορος στόχος, πολύ μακριά από τον στόχο για τον οποίο συμμετέχουν στην σταυροφορία.

Αργότερα, όταν οι στόχοι αλλάξουν, θα δούμε πως αυτή η πεποίθηση όντως ίσχυε μεταξύ των σταυροφόρων, και πολλοί θα αλλάξουν γνώμη. Αν γνώριζαν από πριν που ακριβώς θα κατευθυνόταν ο στόλος που θα έφευγε από Βενετία, σίγουρα δεν θα συγκεντρώνονταν εκεί, αλλά θα επέλεγαν να φύγουν από άλλα λιμάνια. Όμως ο Γοδεφρείδος είχε κάνει συμφωνία για 35000 άτομα.

Γενικά ο Γοδεφρείδος με την ομάδα του φαίνεται να ψωλαρμένιζαν και κανείς δεν ξέρει γιατί υποσχέθηκαν τέτοιους αριθμούς στον δόγη. Μάλλον είδαν ότι οι Βενετοί ήταν η τελευταία τους λύση, και η εναλλακτική ήταν η σταυροφορία να μην γίνει, και τελικά υποσχέθηκαν περισσότερα ελπίζοντας κάτι στην πορεία να αλλάξει. Ο Γοδεφρείδος στην αλληλογραφία του δεν ανέλαβε την ευθύνη, αντιθέτως κατηγορούσε τους σταυροφόρους που δεν πήγαν στην Βενετία και τους Βενετούς που δεν έκαναν πίσω.

Όμως δεν υπήρξε γενικό πανευρωπαϊκό κάλεσμα να μαζευτούν όλοι στην Βενετία, ούτε είχε προτείνει κάτι τέτοιο ο Πάπας. Απλά μερικοί ευγενείς αποφάσισαν να συμφωνήσουν με τους Βενετούς για αποκλειστικότητα, νομίζοντας ότι αντιπροσωπεύουν τους πάντες. Η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική.

Όταν ο Γοδεφρείδος γύρισε σπίτι του, βρήκε τον αρχηγό της σταυροφορίας, τον κόμη Θέομπαλντ της Καμπανίας, βαριά άρρωστο. Τον ενημέρωσε για την συμφωνία, ο κόμης αναθάρρησε, αλλά μετά από λίγες εβδομάδες πέθανε. Ήταν μόλις 22 ετών.

Ο Γοδεφρείδος και οι υπόλοιποι άρχισαν να σκέφτονται ποιος θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει. Η συμφωνία δεν είχε αλλάξει. Πήγαν και βρήκαν τον Βονιφάτιο, ο οποίος είχε επίσης καλή φήμη και καλές γνωριμίες, και αυτός δέχτηκε να γίνει αρχηγός της τέταρτης σταυροφορίας.

Ο Βονιφάτιος ήταν από εκείνες τις οικογένειες με σταυροφορική παράδοση, όπως ανέφερα νωρίτερα, και με πολύ καλές σχέσεις και επαφές με άλλους ευγενείς, αλλά και με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο πατέρας του, Γουλιέλμος, πήρε μέρος στην δεύτερη σταυροφορία, και το 1183 ξαναπήγε στην Ιερουσαλήμ. Πολέμησε στο Χαττίν, και αιχμαλωτίστηκε από τους στρατιώτες του Σάλαντιν.

Ο μεγάλος του αδελφός, επίσης Γουλιέλμος, νυμφεύτηκε την Σίβυλλα, την αδελφή του βασιλιά Βαλδουΐνου του Λεπρού της Ιερουσαλήμ , και έγινε κόμης της Τζάφα και της Ασκαλών μέσω του γάμου του, όμως πέθανε τον επόμενο χρόνο από μαλάρια – ο γιος που απέκτησε μετά θάνατον από την Σίβυλλα, έγινε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ και πέθανε από άγνωστες αιτίες στα 9 του, και τον διαδέχθηκε ο Γκυ ντε Λουζινιάν που μαζί με τον Ραϋμόνδο ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι για το Χαττίν.

Ο μικρός του αδελφός, Ρένιερ, νυμφεύτηκε την κόρη του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, την Μαρία Πορφυρογέννητη, το 1180, όμως τρία χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια μίας υπέροχης ιστορίας δολοπλοκίας του Βυζαντίου.

Ο δεύτερος αδελφός του Βονιφάτιου, ο Κορράδος, έζησε την ζωή ενός τυχοδιώκτη στο έπακρο. Έχοντας χρηστεί σταυροφόρος, δέχθηκε να νυμφευθεί την αδελφή του Ισαάκιου Άγγελου, τη Θεοδώρα, το 1187, αναγορεύτηκε Καίσαρ, και βοήθησε τον αυτοκράτορα να υπερασπιστεί τον θρόνο του όταν ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς στασίασε. Όμως η ανταμοιβή που του πρότεινε ο αυτοκράτορας δεν του άρεσε πολύ, ενώ φοβήθηκε και την εκδίκηση των Βρανέων και όσα είχε περάσει ο αδελφός του Ρένιερ λίγα χρόνια πιο πριν, και τελικά μετά από μερικές εβδομάδες έφυγε για Ιερουσαλήμ. Βρέθηκε στην Άκρα και μετά στην Τύρο – εκεί, υπερασπίστηκε την πόλη όσο την πολιορκούσε ο Σάλαντιν, και ο μύθος λέει ότι ο ίδιος ο Σάλαντιν του έφερε τον πατέρα του, Γουλιέλμο, που λίγους μήνες πριν είχε αιχμαλωτιστεί στο Χαττίν, και του είπε ότι αν δεν του έδινε την πόλη, θα τον σκότωνε. Ο Κορράδος απάντησε πως θα σκότωνε τον πατέρα του ο ίδιος με μία βαλλίστρα, αν έπρεπε. Ο δε πατέρας του, του είπε να κρατήσει την πόλη ασφαλή. Ένα χρόνο μετά, ο Σάλαντιν τον απελευθέρωσε, μαζί με τον Γκυ ντε Λουζινιάν. Ο Κορράδος δεν σταμάτησε εκεί. Μέσω μηχανορραφιών και άλλου ενός γάμου (και τελικά μάλλον ήταν δίγαμος, καθώς είχε ήδη νυμφευθεί την Θεοδώρα) κατόρθωσε και έγινε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ το 1190. Η ιστορία του είναι απίθανη, και δύο χρόνια μετά θα δολοφονηθεί από δύο ασσασσίνους.

Με τέτοιο οικογενειακό ιστορικό λοιπόν, είναι σχεδόν απίθανο να μην ήθελε να εμπλακεί με την σταυροφορία ο Βονιφάτιος, που ήταν ήδη άνω των 50 και δεν είχε ζήσει την περιπέτεια, έχοντας μείνει πίσω στα πάτρια εδάφη για όλη του τη ζωή.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 10 Απρ 2024, 08:58

Ο καιρός πέρασε, και στις αρχές της άνοιξης του 1202, οι σταυροφόροι άρχισαν το μακρύ ταξίδι από την βόρεια Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, για την Βενετία. Στην αρχή όλα ήταν μέλι γάλα. Οι Βενετοί τους υποδέχονται με τυμπανοκρουσίες, ο γερο-Ντάντολο τους ξεναγεί στο Οπλοστάσιο και τους δείχνει τα νέα καράβια παραταγμένα στην σειρά στο λιμάνι. Ο Γοδεφρείδος και όσοι είναι εκεί εκστασιάζονται. Οι Βενετοί δίνουν στους σταυροφόρους το νησάκι του Λίντο, νοτιοδυτικά της πόλης της Βενετίας, για να οργανωθούν και να στήσουν τις σκηνές τους, ενώ εφόδια πηγαινοέρχονται, και όλοι βρίσκονται σε κατάσταση ευφορίας. Ο γερο-Ντάντολο, που δεν έχει και πολλά να περιμένει σε αυτή τη ζωή, φοράει και αυτός τον σταυρό, και αφήνει πίσω στην πόλη τον γιο του, ουσιαστικά θεμελιώνοντας μία δυναστεία και ετοιμαζόμενος να αποχωρήσει για την δόξα.
Βέβαια ο καιρός περνάει, και οι σταυροφόροι που έρχονται είναι λίγοι. Κάποια στιγμή εμφανίζεται και ο Βονιφάτιος, και τα πνεύματα όλων εξυψώνονται… Όμως μετά από λίγο το ηθικό ξαναπέφτει. Έρχονται πολύ λίγοι (είναι ξεκάθαρο πως όταν τα νέα μαθεύτηκαν, πολλοί αποφάσισαν να μην πάνε για να μην μπουν σε αυτή την κατάσταση, και επέλεξαν να φύγουν από Γένοβα ή Μασσαλία), και οι σταυροφόροι αρχίζουν να βαριούνται, ενώ ο καιρός περνάει. Αρκετοί έχουν ήδη ξοδέψει πολλά χρήματα για εφόδια και σίτιση, όσο βρίσκονται στην Βενετία, και αναρωτιούνται πως θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν όταν φτάσουν στην Ιερουσαλήμ. Τα καράβια δεν γίνεται να φύγουν άδεια, πρέπει να μαζευτεί κόσμος. Και έτσι, περιμένουν.

Τα φίδια έχουν ήδη αρχίσει να ζώνουν τους αρχηγούς των σταυροφόρων και τους Βενετούς, αλλά η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο τον Σεπτέμβριο, όταν μετά από 4 μήνες ακόμα δεν είχαν φύγει. Οι σταυροφόροι πάνε στον γέρο-Ντάντολο, και του ανακοινώνουν ότι είναι γύρω στους 12 χιλιάδες, και όχι 34 χιλιάδες που περίμεναν. Του ζητούν να βρεθεί μία λύση, ή αν γίνεται να φύγουν μόνο τα καράβια που μπορούν να γεμίσουν. Αυτός τους το ξεκόβει, και τους λέει να βρουν τα λεφτά, αλλιώς θα τους παρατήσει στο νησί Λίντο χωρίς τρόφιμα, και χωρίς να έχουν τρόπο να φύγουν. Οι σταυροφόροι μαζεύουν ότι έχουν – νομίσματα, κηροπήγια, ποτήρια, εικόνες, ό,τι είχαν πάρει μαζί τους ώστε να μπορούν να ανταλλάξουν με χρήματα ή εφόδια, αφού δεν μπορούσαν να ταξιδεύουν με σακιά από νομίσματα. Μιλάμε για ξάφρισμα, δεν τους μένει τίποτα. Τελικά, με τα χίλια ζόρια μαζεύουν γύρω στα 40-45 χιλιάδες ασημένια μάρκα, αλλά και αυτά είναι πολύ λίγα, κάπου στα μισά από ότι χρωστάνε, λίγο πάνω ή λίγο κάτω.

Η απόφαση είναι δύσκολη, διότι οι μεν σταυροφόροι δεν θέλουν να έχουν δώσει τόσα χρήματα και χρόνο, και τελικά να το διαλύσουν, οι δε Βενετοί έχουν μπει πολύ μέσα οικονομικά, και θα ήταν τεράστια ντροπή για το πρεστίζ της πόλης να μην γίνει τελικά κάτι.

Ο Ντάντολο ρίχνει την ιδέα στον κλειστό κύκλο των ανώτερων σταυροφόρων και Βενετών. Το χρέος δεν συγχωρείται, μόνο αναβάλλεται, αφού οι σταυροφόροι δεν έχουν τίποτα πέρα από τα ρούχα που φοράνε. Όμως, μπορούν να βοηθήσουν την Βενετία αλλιώς. Υπάρχουν διάφορες άτακτες πόλεις στις ακτές της Αδριατικής, και ειδικότερα η πόλη της Ζάρα (σημερινό Ζαντάρ της Κροατίας) που ανήκε στην Βενετία μέχρι και περίπου 20 χρόνια νωρίτερα, αλλά που ξέφυγε από τον βενετικό ζυγό και πλέον ανήκε στο βασίλειο της Ουγγαρίας. Οι σταυροφόροι θα τους βοηθούσαν να πάρουν την πόλη, και μετά θα συνέχιζαν τον δρόμο τους για την Άκρα – η ενδιάμεση στάση στην Αλεξάνδρεια παρέμενε κρυφή στην μεγάλη πλειοψηφία των στρατιωτών.

Ο τρόμος πρέπει να ήταν ξεκάθαρος στα πρόσωπα αυτών που καταλάβαιναν την σημασία του σχεδίου αυτού. Θα επιτίθονταν σε χριστιανική πόλη, που ανήκε σε χριστιανική χώρα, ενώ είχαν ορκιστεί να πολεμήσουν μουσουλμάνους. Ο δε βασιλιάς της Ουγγαρίας είχε φορέσει τον σταυρό πριν μερικά χρόνια, αλλά δεν είχε πάει ποτέ στην Ιερουσαλήμ. Τι λογική είχε αυτή η κίνηση; Τι θα έλεγε ο Πάπας; Πως θα κρινόταν η ψυχή τους;
Απευθύνονται στον απεσταλμένο του Πάπα, τον Πέτρο Καπουάνο. Αυτός καταλαβαίνει την σημασία του όλου εγχειρήματος, και τους δίνει την συγκατάθεση του. Από την οπτική του, μπροστά στην διάλυση της σταυροφορίας πριν ακόμα ξεκινήσει, είναι προτιμότερο να γίνει μία μικρή παρασπονδία που θα έστεφε το μεγάλο εγχείρημα με επιτυχία. Μόλις τους δίνει την συγκατάθεση του, ο Καπουάνο φεύγει αμέσως να συναντήσει τον Πάπα στην Ρώμη και να τον ενημερώσει.

Ο Πάπας γίνεται έξω φρενών, και συντάσσει ένα γράμμα που τους απειλεί και τους προειδοποιεί να μην κινηθούν εναντίον χριστιανικής πόλης. Το γράμμα αυτό δεν φτάνει στην ώρα του όμως.

Ο Βονιφάτιος, που είναι γάτα, καταλαβαίνει τι πρόκειται να συμβεί και προφασίζεται κάποιο σοβαρό θέμα πίσω στην περιουσία του που θα τον αναγκάσει να γυρίσει πίσω για μερικές εβδομάδες. Φεύγει μαζί με μία μικρή φρουρά, ενημερώνοντας τους σταυροφόρους πως μόλις το θέμα διευθετηθεί, θα επιστρέψει και θα τους συναντήσει στην Ζάρα.

Οι σταυροφόροι παίρνουν την απόφαση να ακολουθήσουν το σχέδιο του γερο-Ντάντολο. Το σχέδιο όμως μένει ξανά κρυφό από την μεγάλη πλειοψηφία. Αρκετοί από όσους το γνωρίζουν καταπίνουν όσες ενστάσεις έχουν, και ελπίζουν οι κάτοικοι της Ζάρα να παραδοθούν και να μην χρειαστεί να τους πολεμήσουν. Όμως πολύ απλά δεν γίνεται να μείνουν άλλο στην Βενετία. Τα εφόδια λιγοστεύουν, έχουν ήδη υπάρξει οι πρώτες λίγες λιποταξίες, ενώ κάποιοι ιππότες έχουν ζητήσει να εξαιρεθούν και να τους δοθεί το ελεύθερο να πάνε νότια και να φύγουν για Άκρα από άλλα λιμάνια της Ιταλίας.

Τελικά στα τέλη Οκτωβρίου η σταυροφορία ξεκινά. 200 πλοία σηκώνουν πανιά, με πρώτο το μεγάλο προσωπικό πλοίο του γερο-Ντάντολο. Η ανυπομονησία όλων τεράστια, αλλά σύντομα συνειδητοποιούν πόσο άβολο είναι το τότε ταξίδι με καράβι για τον απλό στρατιώτη στο δεύτερο ή τρίτο αμπάρι, όταν τα κύματα κουνάνε και η θύελλα λυσσομανά. Σε κάθε περίπτωση, η σταυροφορία ξεκινά με τουρνέ στα αδριατικά παράλια. Πρώτη στάση η Τεργέστη, δεύτερη στάση η Πούλα – και οι δύο πόλεις έκαναν νερά, αλλά ανανέωσαν τους όρκους υποταγής τους στην Βενετία, μόλις είδαν τον τεράστιο στόλο, ενώ πλήρωσαν και τους φόρους που χρωστούσαν.

Δύο εβδομάδες μετά, οι σταυροφόροι φτάνουν στην Ζάρα. Οι κάτοικοι είναι ενήμεροι καθώς η κατασκοπία είναι δυνατό σπορ στον Μεσαίωνα, αλλά μόλις βλέπουν τον στόλο τα χρειάζονται. Οι σταυροφόροι προσαράζουν και στήνουν τις σκηνές τους, οι Ζαραίοι γεμίζουν τα τείχη τους με λάβαρα γεμάτα σταυρούς για να τους πιάσουν στο φιλότιμο, υπάρχει μία γενική απροθυμία, και όλα δείχνουν συνθηκολόγηση.

Οι Ζαραίοι στέλνουν αντιπροσώπους στον Ντάντολο λέγοντας του πως θέλουν να συνθηκολογήσουν, όμως αυτός δεν τους απαντάει αμέσως, θέλοντας να ενημερώσει και τους σταυροφόρους για να παρθεί μία κοινή απόφαση.

Ταυτόχρονα όμως, ανάμεσα στους κατώτερους σταυροφόρους, γίνονται διεργασίες και ζυμώσεις. Ο Σίμωνας του Μονφόρ, μαζί με μερικούς άλλους, δεν έχουν καμία διάθεση να επιτεθούν σε χριστιανούς και να πολεμήσουν, και στέλνουν δικούς τους αντιπροσώπους κάτω από τα τείχη της Ζάρα, λέγοντας τους πως μιλάνε εκ μέρους όλων των σταυροφόρων, ότι κανένας από τους σταυροφόρους δεν θέλει να πολεμήσει, και πως για όλα αυτά ευθύνονται οι Βενετοί.

Ο Ζαραίοι καταχαίρονται διότι απέναντι μόνο στους Βενετούς πιστεύουν πως μπορούν να κρατήσουν την πόλη τους, και στέλνουν στον γέρο-Ντάντολο νέα αντιπροσωπεία, λέγοντας του ότι τελικά δεν θα συνθηκολογήσουν. Ο γερο-Ντάντολο γίνεται έξω φρενών και κατηγορεί τους σταυροφόρους για συμφωνίες πίσω από την πλάτη του, τη στιγμή που αυτός ήθελε να είναι πλήρως ενήμεροι και δεν πήρε δική του απόφαση. Με τα πολλά όμως, πείθει πολλούς που ήθελαν να τελειώσουν με όλα αυτά να τον ακολουθήσουν και να επιτεθούν στην Ζάρα. Ξεκινούν να σκάβουν ορύγματα για να ρίξουν τα τείχη και στήνουν πολιορκητικές μηχανές. Η Ζάρα τελικά πέφτει, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει προλάβει να διαφύγει.

3 μέρες αφού η πόλη πέσει, οι σταυροφόροι και οι Βενετοί αρχίζουν να τσακώνονται για το πλιάτσικο μέσα στην πόλη. Οι Βενετοί θεωρούν ότι είναι όλο δικό τους, οι σταυροφόροι ψάχνουν να βρουν κάτι να πάρουν διότι έχουν μείνει ταπί. Γύρω στους 100 και από τις δύο πλευρές σκοτώνονται, προτού οι αρχηγοί τους καταφέρουν να τους μαζέψουν και να τους τιθασεύσουν.

Οι σταυροφόροι ξεχειμωνιάζουν στην περιοχή. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τους βρίσκει και ο Βονιφάτιος που έχει διευθετήσει τα ζητήματα του. Όμως οι λιποταξίες συνεχίζονται. Αρκετοί ιππότες που δεν θέλησαν να πολεμήσουν στην Ζάρα, όπως ο Σίμωνας του Μονφόρ, αποχωρούν επίσημα μετά την πτώση της πόλης. Νέα έρχονται από άλλα λιμάνια, όπως της Μεσσίνας, της Μασσαλίας και της Ισπανίας πως άλλες σταυροφορικές ομάδες δεν μπαίνουν στην διαδικασία να ανέβουν την Αδριατική και να τους συναντήσουν, αλλά κατευθύνονται αμέσως στην Άκρα.

Όλα κρέμονται από μία κλωστή, και η κατάσταση δεν είναι καλή. Ο Πάπας έχει ήδη ενημερωθεί και για την πτώση της Ζάρα, και τους στέλνει ένα ξεχεστικό γράμμα όπου τους αφορίζει και επίσημα για αυτές τους τις πράξεις, και τους ζητάει να μετανοήσουν μένοντας πιστοί στον σκοπό της εκστρατείας και να μην προβούν σε οποιαδήποτε άλλη εχθρική πράξη εναντίον χριστιανών. Το γράμμα μένει κρυφό από την πλειοψηφία των εναπομείναντων στρατιωτών, καθώς οι αρχηγοί είναι σίγουροι πως αν κυκλοφορήσει και μαθευτεί ο αφορισμός, όλα τελείωσαν και ό,τι έχει απομείνει από τον στρατό θα διαλυθεί.

Είναι η στιγμή που καταφθάνει η πρόταση του Αλέξιου Άγγελου, του νεαρού που τρωγοπίνει στην αυλή του Φιλίππου της Γερμανίας, και που θέλει όσο τίποτα άλλο να γίνει αυτοκράτορας στην θέση του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη και να ρίξει τον θείο του Αλέξιο Άγγελο, που είχε ρίξει τον πατέρα του Ισαάκιο Άγγελο, που είχε ρίξει τον Ανδρόνικο Κομνηνό (με τον χειρότερο θάνατο αυτοκράτορα έβερ, ο οποίος είχε ξεφορτωθεί με άθλιο τρόπο τον μικρό αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, που είχε πάρει τον θρόνο από τον πατέρα του Μανουήλ Κομνηνό, που είχε μείνει αυτοκράτορας για 37 συναπτά έτη. Τουρλουμπούκι, αλλά αυτό ήταν το Βυζάντιο της εποχής εκείνης.

Ο Αλέξιος τους δίνει όλα όσα θέλουν. Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι σύμβουλοι του ή ο ίδιος αποφασίζει να προσφέρει γη και ύδωρ, όμως ξεκινάει το γράμμα του λέγοντας τους ότι η επιστροφή του θρόνου του πατέρα του στον ίδιο είναι θέμα τιμής και κληρονομικότητας, κάτι που πιάνει τους σταυροφόρους στο φιλότιμο. Η εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη θα είναι μόνο για να ρίξουν τον θείο του, και θα τελειώσει σύντομα και νικηφόρα μόλις ο κόσμος δει τα 200 πλοία των σταυροφόρων. Και μόλις η εκστρατεία τελειώσει νικηφόρα, ο Αλέξιος θα τους βοηθήσει, αφού αυτή τη στιγμή όλοι τους είναι απένταροι και ίσως να μην μπορέσουν να φτάσουν στην Ιερουσαλήμ. Αν ξαναπάρει τον θρόνο, ο Αλέξιος θα θέσει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην υπηρεσία της Ρώμης και στον Πάπα, θα γίνει δηλαδή ένωση εκκλησιών. Μετά, θα τους δώσει 200000 ασημένια νομίσματα για να ξεχρεώσουν τους Βενετούς, και εφόδια για κάθε σταυροφόρο, είτε είναι ιππότης, είτε πεζός. Επιπροσθέτως, ο ίδιος θα τους συνοδεύσει στην Αίγυπτο με 10 χιλιάδες βυζαντινούς στρατιώτες, ή αν προτιμούν, απλά θα τους δώσει τους στρατιώτες. Τέλος, για όσο ζει, με δικά του έξοδα, θα συντηρεί έναν στρατό 500 ιπποτών, είτε στην Αίγυπτο, είτε στην Ιερουσαλήμ, ή όπου αλλού του ζητήσουν.

Οι αρχηγοί της σταυροφορίας (Γοδεφρείδος, Ντάντολο, Βονιφάτιος) πετάνε την σκούφια τους, θεωρούν πως η ανταμοιβή αξίζει το ρίσκο και έχουν και προσωπικούς τους λόγους για να θέλουν να εκδικηθούν τους αντιλατίνους βυζαντινούς – δεν έχουν ξεχάσει την Σφαγή των Λατίνων του 1182, επί Ανδρόνικου Κομνηνού, όπου ο Βονιφάτιος έχασε τον μικρό του αδερφό, Ρένιερ, και ο μεγαλύτερος, ο Κορράδος, καταδιώχθηκε από τους βυζαντινούς λίγα χρόνια μετά, ενώ και ο Ντάντολο με την Βενετία έχασαν σημαντικά προνόμια και συνεργάτες.

Τα νέα αυτά δεν μπορούν να μείνουν κρυφά από τους στρατιώτες, αλλά υπάρχει γενική απροθυμία να επιτεθούν σε δεύτερη χριστιανική πόλη, ακόμα και αν είναι διαφορετικού δόγματος. Και όχι σε όποια και όποια, αλλά στην Κωνσταντινούπολη, που δεν έχει πέσει ποτέ. Από τους Γάλλους, μόνο 12 ιππότες είναι πρόθυμοι να ορκιστούν στον Αλέξιο πως θα τον ακολουθήσουν. Κάποιοι ζητούν να φύγουν μόνοι τους για Άκρα, άλλοι λένε πως θα ακολουθήσουν μόνο μέχρι τη Μεθώνη και μετά θα περιμένουν άλλες σταυροφορικές ομάδες, άλλοι θέλουν να το σκεφτούν. Οι λιποταξίες εντείνονται. Δεν θέλουν όμως να μείνουν άλλο στην Ζάρα και αναγνωρίζουν πως πρέπει να κινηθούν, διότι υπάρχει και απροθυμία να διαλυθεί τόσο άδοξα η εκστρατεία.

Όλο αυτό τον καιρό υπάρχει και αλληλογραφία μεταξύ Βονιφάτιου και Πάπα, όπου ο μεν ζητάει συγχώρεση για τους σταυροφόρους και προσπαθεί να εξηγήσει το σκεπτικό του, ο δε τον απειλεί αλλά προσπαθεί να κρατήσει μία πισινή και δεν τους απαγορεύει εντελώς να κινηθούν προς Κωνσταντινούπολη. Κάπου εκεί ο Πάπας έχει καταλάβει πως μπορεί μεν να είναι ο απόλυτος πνευματικός ηγέτης του εγχειρήματος αυτού, όμως δεν είναι σε καμία θέση να επηρεάσει τις αποφάσεις και την έκβαση της εκστρατείας. Παραπονιέται σε άλλους ευρωπαίους βασιλιάδες και ηγέτες που δεν θέλησαν να εμπλακούν με την σταυροφορία, για όλα όσα έχουν γίνει, και όσα τερατώδη σκέφτονται να κάνουν. Τα νέα μαθαίνονται από λιποτάκτες, κατασκόπους, και ταξιδεύουν παντού.

Αρχές άνοιξης 1203 οι σταυροφόροι αρχίζουν να τα μαζεύουν για να αποχωρήσουν από την Ζάρα. Οι Βενετοί γκρεμίζουν ολοσχερώς τα τείχη της πόλης και διάφορα άλλα κτήρια πριν αποχωρήσουν, ως ένα μάθημα για το γεγονός ότι οι κάτοικοι ήταν ανυπότακτοι και τους αντιστάθηκαν για τόσο καιρό. Αφήνουν μόνο εκκλησίες να στέκονται. Αυτή τη φορά δεν φεύγουν όλα τα καράβια μαζί, αλλά δημιουργείται κάτι σαν κονβόι. Αφού έχουν ήδη αποχωρήσει τα μισά, καταφτάνει από την Γερμανία ο Αλέξιος Άγγελος, μπαίνει και αυτός στο πλοίο του Βονιφάτιου, και ξεκινάνε για νότια.
Πρώτα περνάνε από το Δυρράχιο, το οποίο ανοίγει τις πύλες του και τους καλοδέχεται. Αλβανοί και πρόγονοι τους, και να μην κατεβάσουν τα βρακιά σε Ιταλούς; Λίγο δύσκολο. Το Δυρράχιο εκδηλώνεται για τον Αλέξιο, τον θεωρεί ήδη αυτοκράτορα, αυτός αποκτά λίγα παραπάνω εκατοστά ύψος, και συνεχίσουν την πορεία τους για Κέρκυρα.

Εκεί κάνουν μία μεγάλη στάση ανεφοδιασμού, διότι η Κέρκυρα δεν θέλει ούτε να σκέφτεται την περίπτωση να συνταχθεί με τον σφετεριστή. Οι σταυροφόροι κατεβαίνουν στο νησί και το ρημάζουν γιατί τους έχει θερίσει η πείνα. Δεν προσπαθούν ιδιαίτερα να πολιορκήσουν την πόλη, διότι θα χάσουν χρόνο, αλλά υπάρχει και η γενική απροθυμία να επιτεθούν σε χριστιανούς. Εκεί είναι που οι περισσότεροι βλέπουν για πρώτη φορά τον Αλέξιο, τον οποίο θεωρούν φαντασμένο παιδάκι, και εκεί έρχεται στην μεγάλη πλειοψηφία η συνειδητοποίηση του τι πάνε να κάνουν. Εκεί είναι που χωρίζονται στα δύο, και οι αρχηγοί αυτών που θέλουν να αποχωρήσουν συγκεντρώνεται δύο κοιλάδες παραπέρα, για να οργανώσουν την έξοδο τους. Μόλις το μαθαίνουν ο Βονιφάτιος, ο Αλέξιος, και μερικοί άλλοι δικοί τους, ανεβαίνουν στα άλογα και πάνε να τους βρουν. Τους πλησιάζουν πεζοί, και εκεί πέφτουν στα γόνατα μπροστά τους και με δάκρυα στα μάτια ζητάνε τη βοήθεια τους, και τους λένε πως δεν πρόκειται να κινηθούν αν δεν υποσχεθούν πως θα μείνουν να πολεμήσουν μαζί τους.

Είναι συναισθηματική φόρτιση, ολοκληρωτική απελπισία και ψυχολογικός εκβιασμός πρώτου βαθμού, και πιάνει. Οι αρχηγοί αυτών που θέλουν να αποχωρήσουν δακρύζουν και αυτοί, τους πιάνουν όλους τα ζουμιά, και αγκαλιάζονται. Μόλις συνέρχονται, κάνουν μία γρήγορη σύσκεψη, και ανακοινώνουν στον Βονιφάτιο πως θα ακολουθήσουν την σταυροφορία μέχρι τα Χριστούγεννα του 1203, αλλά από εκεί και μετά αν αποφασίσουν να αποχωρήσουν θα του το διαβιβάσουν επίσημα και θα περιμένουν μέχρι και 2 εβδομάδες για να τους δοθούν καράβια για Άκρα. Ο Βονιφάτιος δέχεται, και μετά από λίγες ημέρες οι σταυροφόροι αποχωρούν από την Κέρκυρα, έχοντας ρημάξει τα πάντα.

Υπάρχει ένα ζουμερό περιστατικό που συνέβη όμως στην Κέρκυρα. Κάποια στιγμή, ο θρύλος λέει ότι ο αρχιεπίσκοπος του νησιού κάλεσε για φαγητό μερικούς ιερείς των σταυροφόρων για να συζητήσουν εντόνως θρησκεία και δόγμα. Μέσα στην κουβέντα, οι καθολικοί άρχισαν να του λένε ότι ο Πάπας της Ρώμης είναι πάνω απ’ όλους και δεν δέχονταν να το συζητήσουν. Ο ορθόδοξος απαντάει ότι το μόνο που δέχεται ως πρωτείο της ρωμαϊκής εκκλησίας είναι ότι Ρωμαίοι στρατιώτες σταύρωσαν τον Ιησού. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε σε σόου, αλλά για τους πιο προσεκτικούς εγέρθηκε το ερώτημα πως αν ένας υψηλά ιστάμενο στέλεχος της ορθόδοξης εκκλησίας δεν μπορούσε να δεχτεί τα πρωτεία του Πάπα με έναν στρατό σταυροφόρων έξω από την πόρτα του, τότε με τι εχέγγυα θα μπορούσε ο Αλέξιος να υποτάξει την ορθόδοξη εκκλησία και τους βυζαντινούς στην εξουσία του Πάπα;

Οι σταυροφόροι συνέχισαν προς Μεθώνη χωρίς άλλες περιπέτειες. Έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου και άρχισαν να κατευθύνονται προς Εύβοια. Κάπου εκεί συνάντησαν δύο δυτικά καράβια γεμάτα σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας που είχαν ήδη πάει στην Άκρα και στην Αντιόχεια, είχαν πολεμήσει, και γυρνούσαν σπίτια τους. Με εξαίρεση ενός, που μόλις τους εξήγησαν τι πήγαιναν να κάνουν πήδηξε από το ένα καράβι στο άλλο λέγοντας πως ακουγόταν σαν καλή περιπέτεια, οι υπόλοιποι συνέχισαν τον δρόμο τους. Ο Βονιφάτιος σε συνομιλίες του τους παρουσίασε σαν δειλούς, όμως οι τύποι εκείνοι είχαν ήδη κάνει το καθήκον τους και είχαν ολοκληρώσει το προσκύνημα τους.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 11 Απρ 2024, 15:25

Με τα πολλά, οι σταυροφόροι φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1203 και μένουν με το στόμα ανοιχτό. Είναι η μεγαλύτερη και ομορφότερη πόλη του τότε κόσμου, αριθμεί γύρω στους 350-400k κατοίκους, έχει τα θεοδοσιανά τείχη, είναι απέραντη, σπαρμένη με εκκλησίες όπως την Αγιά Σοφιά που είναι εμφανής από μακριά, παλάτια, και γενικά τους πιάνει μία λιγούρα επειδή δεν έχουν εφόδια και τους έχει κόψει η πείνα. Ο στόλος τους προσαράζει στην ασιατική πλευρά της πόλης, οι κάτοικοι την έχουν εγκαταλείψει, και μόλις έχουν μαζέψει και την σοδειά της χρονιάς. Όμως ο αυτοκράτορας Αλέξιος Άγγελος είναι ό,τι πιο άχρηστο έχει καθίσει στον αυτοκρατορικό θρόνο μέχρι εκείνη τη στιγμή, και δεν έχει προετοιμαστεί για την πολιορκία νομίζοντας πως τα τείχη θα τον σώσουν.

Στέλνει μία αντιπροσωπεία στους σταυροφόρους ρωτώντας τους αν έχουν σκοπό να επιτεθούν σε χριστιανική πόλη και πως αν όντως αυτό είναι το πλάνο τους τότε καλύτερα να φύγουν αλλιώς θα έχουν σοβαρές απώλειες. Οι σταυροφόροι του λένε να παραδώσει τον θρόνο στον ανηψιό του τον Αλέξιο, και να μην ξαναστείλει αντιπρόσωπο παρ’ εκτός και αν είναι για να συζητήσει τα διαδικαστικά της παράδοσης. Οι δε σταυροφόροι παίρνουν τον μικρό Αλέξιο και πάνε κοντά στα τείχη εξηγώντας ποιος είναι, αλλά κανείς δεν δείχνει θετικός – δεν τον ξέρουν, και ο θείος του έχει περάσει 8 χρόνια ως αυτοκράτορας, αλλά αυτό ουσιαστικά επιβεβαιώνει πως θα πρέπει να πολεμήσουν.

Η πρώτη τους κίνηση είναι να περάσουν τις δυνάμεις τους από την ασιατική πλευρά στην ευρωπαϊκή. Δεν θα επιτεθούν αμέσως στο λιμάνι, αντιθέτως κανονίζουν να κάνουν απόβαση στα βόρεια. Ο αυτοκράτορας έχει παρατάξει τις δυνάμεις του για μάχη, όμως με το που βλέπουν την απόβαση των σταυροφόρων, υποχωρούν ατάκτως προς την πόλη χωρίς να ρίξουν ούτε ένα βέλος για την τιμή των όπλων. Είναι άθλια υποχώρηση, τόσο άθλια που οι σταυροφόροι τους κυνηγούν και καταφέρνουν να βρουν το στρατόπεδο άδειο και την σκηνή του αυτοκράτορα άθικτη. Ακολουθεί πλιάτσικο, και χρησιμοποιούν το στρατόπεδο για να περάσουν τη νύχτα.

Την επόμενη ημέρα το πρωί οι βυζαντινοί επιτίθενται, έχοντας περάσει μερικές δυνάμεις στην άλλη πλευρά του Κεράτιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κατορθώνουν να πιάσουν τους σταυροφόρους ανέτοιμος, όμως σύντομα οι ιππότες κάνουν έφοδο, και οι βυζαντινοί διαλύονται και υποχωρούν. Οι ιππότες τους καταδιώκουν και καταφέρνουν να μπουν στο κοντινό βυζαντινό φρούριο όπου βρισκόταν ο τότε πύργος του Γαλατά, και να τον αιχμαλωτίσουν. Αυτός ο πύργος (που καταστράφηκε αμέσως μετά, και ξαναχτίστηκε ως πύργος του Γαλατά αργότερα) ήταν η μία άκρη της αλυσίδας που έλεγχε την είσοδο και την έξοδο πλοίων από τον Κεράτιο κόλπτο. Οι σταυροφόροι την καταστρέφουν, με αποτέλεσμα ο στόλος των Βενετών να μπορεί να μπει στον Κεράτιο, και να κλείσει την πόλη από τα βόρεια.

Οι Βενετοί κάνουν αυτό ακριβώς επειδή είναι υπέρ μίας θαλάσσιας επίθεσης, ενώ οι υπόλοιποι σταυροφόροι που έχουν εμπειρία χερσαίων επιχειρήσεων περνάνε τον Κεράτιο και βγαίνουν στα δυτικά τείχη της πόλης, στρατοπεδεύοντας στα βορειοδυτικά, απέναντι από το παλάτι των Βλαχερνών. Επί 10-15 ημέρες οι δυνάμεις των σταυροφόρων επιδίδονται στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, πολιορκητικών μηχανών, και γεφυρών από τα καράβια ώστε να φτάσουν τα τείχη. Ο Γοδεφρείδος λέει πως είχαν εφόδια για 3 εβδομάδες και όχι παραπάνω. Αν οι βυζαντινοί τους δημιουργούσαν προβλήματα, ίσως να μην χρειαζόταν καν να πολεμήσουν και οι σταυροφόροι να πέθαιναν της πείνας.

Η από στεριάς επίθεση των σταυροφόρων δεν είχε τύχη, όμως οι Βενετοί έκαναν ζημιά με τα πλοία και τις γέφυρες τους. Κατάφεραν και σκαρφάλωσαν τα τείχη, πήραν ένα κομμάτι των τειχών και μπήκαν μέσα στην πόλη. Οι Βαράγγοι στάλθηκαν εκεί, όμως οι Βενετοί έβαλαν φωτιά στα σπίτια, ο αέρας φύσαγε από τα βόρεια, με αποτέλεσμα 20 χιλιάδες άνθρωποι να μείνουν άστεγοι.

Ο αυτοκράτορας αρχίζει να δέχεται παράπονα και όλοι του ζητούν να κάνει κάτι. Μαζεύει 8500 στρατό, βγαίνει από την πόλη και κατευθύνεται βόρεια, προς το στρατόπεδο που έχουν φτιάξει οι σταυροφόροι. Στον δρόμο έχει κανονίσει να βγουν και άλλες δυνάμεις του από τις πιο βόρειες πύλες των τειχών, ώστε να πλαγιοκοπήσουν τους σταυροφόρους. Οι τελευταίοι τσιμπάνε το δόλωμα και κάποια στιγμή ο αυτοκράτορας τους έχει φέρει μακριά από το στρατόπεδο τους, και σχεδόν πλαγιοκοπημένους. Οι σταυροφόροι είναι μάλλον λιγότεροι από 4000 χιλιάδες. Ακόμα και εκεί, τους έχει.
Δεν μπορώ να κατανοήσω τι είδους στρατηγούς είχε δίπλα του, διότι ο θρύλος λέει ότι έμεινε εκεί με τον στρατό του να τους κοιτάζει, και αντί να σημάνει επίθεση, έδωσε εντολή για υποχώρηση και γύρισε πίσω στην πόλη.

Οι σταυροφόροι αναθάρρησαν, οι δε βυζαντινοί ψυχολογικά έγιναν κουρέλι. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Άγγελος υποσχέθηκε πως θα έκανε γενική επίθεση την επόμενη ημέρα, αλλά μέσα στη νύχτα πήρε μία από τις κόρες του και αρκετό χρυσό, και έφυγε από την πόλη δια θαλάσσης, κατευθυνόμενος βόρεια, προς ένα λιμάνι της Θράκης.

Οι βυζαντινοί καταλαβαίνουν ότι είναι χαμένοι και πως βρίσκονται στο έλεος των σταυροφόρων. Οι ευνούχοι του παλατιού οργανώνονται, και πάνε στο υπόγειο του φρουρίου των Βλαχερνών, όπου βρίσκεται ακόμα φυλακισμένος ο τυφλός πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος, πατέρας του Αλέξιου που είναι με τους σταυροφόρους, και αδελφός του Αλέξιου που μόλις έχει εγκαταλείψει την πόλη. Του εξηγούν την κατάσταση. Κανείς δεν ξέρει πως ακριβώς αντέδρασε στα νέα αυτά, όμως δέχτηκε να ξαναπάρει τον θρόνο, και στην στιγμή των αναγόρευσαν αυτοκράτορα.

Ο Ισαάκιος έστειλε αντιπροσωπεία στους σταυροφόρους για να ενημερώσει τον γιο του. Ιαχές και αλαλαγμοί ακούστηκαν μόλις τα νέα μαθεύτηκαν. Όμως, ο Ισαάκιος δεν ήταν ενήμερος για την προσφορά και συμφωνία που είχε κάνει ο γιος του, και υπήρχε μία γενική αβεβαιότητα από την πλευρά των σταυροφόρων και του Αλέξιου ως προς το πως ο αυτοκράτορας θα διαχειριζόταν την κατάσταση.

Αμέσως οι σταυροφόροι στέλνουν τον Γοδεφρείδο και μερικούς άλλους για να μιλήσουν στον αυτοκράτορα ως προς το χρέος του γιου του. Ο Ισαάκιος τους υποδέχεται στις Βλαχέρνες, και αυτοί ζητούν να του μιλήσουν εμπιστευτικά, διότι είναι σίγουροι πως οι όροι της συμφωνίας δεν θα αρέσουν στον αυτοκράτορα – στην αίθουσα του θρόνου υπάρχουν και πολλοί ευγενείς, και αν οι όροι ακούγονταν παραέξω τότε ο αυτοκράτορας δεν θα είχε επιλογές.

Ο Ισαάκιος μένει εμβρόντητος μόλις ακούει την συμφωνία του κανακάρη του. Προσπαθεί να ξεγλιστρήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει, και στο τέλος δέχεται την συμφωνία, και βάζει και αυτός την υπογραφή του. Οι σταυροφόροι ενημερώνουν τον Αλέξιο, ο οποίος μπαίνει θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους ευγενείς των σταυροφόρων, και ο Ισαάκιος παρέθεσε θριαμβευτικό δείπνο στο μεγάλο παλάτι προς τιμήν τους.
Τις επόμενες ημέρες ο Ισαάκιος ζητά από τους σταυροφόρους να στρατοπεδεύσουν στην άλλη πλευρά του Κεράτιου, κάτι το οποίο γίνεται, και ανάμεσα στις χάρες που δίνει (ως νέος αυτοκράτορας για δεύτερη φορά) δίνει χάρη και σε έναν Αλέξιο Δούκα Μούρτζουφλο, που είχε περάσει τα τελευταία 7 χρόνια στην φυλακή.

Οι σταυροφόροι περνούν τις επόμενες ημέρες κάνοντας τουρισμό στον Κωνσταντινούπολη, και ξεκινούν να στέλνουν γράμματα στις οικογένειες και στους φίλους τους πίσω στις πατρίδες τους. Ο Πάπας παραμένει ανένδοτος ως προς τον αφορισμό, αλλά ελπίζει πως τουλάχιστον έστω και τώρα η σταυροφορία θα μπει στον σωστό δρόμο.

Μετά από λίγο καιρό, άρχισαν οι προετοιμασίες για να χριστεί συναυτοκράτορας και ο Αλέξιος, ο οποίος έστειλε επίσης ευχαριστήριο γράμμα στον Πάπα εξυμνώντας τους σταυροφόρους και λέγοντας του πως ο ίδιος θα κάνει ό,τι μπορεί για να επηρεάσει την ορθόδοξη εκκλησία όσον αφορά την συμφωνία υπαγωγής της στην καθολική.

Την εποχή εκείνη ο Αλέξιος ξαφρίζει τα ταμεία και πληρώνει 85k ασημένια μάρκα στους σταυροφόρους και στους Βενετούς, ζητώντας τους χρόνο για να μαζέψει και τα υπόλοιπα. Η πόλη έχει καταστραφεί, είναι νέος αυτοκράτορας, και οι σταυροφόροι του δίνουν χρόνο. Στην προσπάθεια του, ο Αλέξιος ξεκινά να λεηλατεί και τις εκκλησίες, κάτι που οι κάτοικοι της πόλης και οι βυζαντινοί ιστορικοί βλέπουν ως αποκρουστικό μεν, αναγκαίο δε, με έναν εχθρικό στρατό έξω από την πόλη τους.

Καθώς το καλοκαίρι προχωρούσε, ο Αλέξιος πέρναγε όλο και περισσότερο χρόνο με τους σταυροφόρους. Κάποια στιγμή πηγαίνει στο στρατόπεδο τους και ζητάει την βοήθεια τους. Ως νέος αυτοκράτορας, δεν έχει θεμελιώσει την εξουσία του, ενώ και ο λαός του δεν τον γνωρίζει. Τους προτείνει να ξεχειμωνιάσουν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός θα χρειαστεί χρόνο για να μαζέψει τα χρήματα, αλλά και βοήθεια. Επίσης πρέπει να μαζέψει τα εφόδια που τους έχει τάξει, αλλά και τους 10 χιλιάδες στρατιώτες. Είναι αργά στην χρονιά για να ξεκινήσουν τον δρόμο για Ιερουσαλήμ, οπότε τους προτείνει να καθίσουν εκεί, να τους τροφοδοτήσει μέχρι την επόμενη άνοιξη αφού μέχρι τότε και αυτός θα έχει συγκεντρώσει όλα όσα χρειάζονται, και μετά να ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Το συμβόλαιο των Βενετών με τους σταυροφόρους λήγει στις αρχές της άνοιξης του 1204, αλλά για να τους διευκολύνει, ο Αλέξιος προθυμοποιείται να καλύψει τα έξοδα των Βενετών μέχρι και το τέλος του 1204.

Οι σταυροφόροι ξανακόβονται στα δύο, με αυτούς που θεωρούν ότι σπαταλούν χρόνο και πρέπει να πάνε στην Άκρα και αυτούς που θεωρούν πρέπον να μείνουν στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά κερδίζουν αυτοί που λένε πως πρέπει να μείνουν και να ξεχειμωνιάσουν εκεί. Δίνουν στον Αλέξιο μία φρουρά, την οποία αυτός χρησιμοποιεί για να περιοδεύσει χωριά και πόλεις της Θράκης και να στραγγίξει τον ντόπιο πληθυσμό στην προσπάθεια του να μαζέψει χρήματα.

Όσο ο Αλέξιος λείπει, τον Αύγουστο του 1204, η ζωή στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι ειδυλλιακή, και η κατάσταση παραμένει τεταμένη. Ένα πρωί οι σταυροφόροι αποφασίζουν να επιτεθούν σε ένα μικρό τζαμί έξω από τα βόρεια τείχη της πόλης – λέγεται πως υπήρχαν και άλλα τζαμιά μέσα στην πόλη για τους λιγοστούς μουσουλμάνους κατοίκους της, αλλά το συγκεκριμένο το βλέπουν κάθε μέρα από την άλλη πλευρά του Κεράτιου και σκανδαλίζονται. Οι λίγοι μουσουλμάνοι πιστοί αντιστέκονται στην επίθεση και σύντομα καταφτάνει ομάδα χριστιανών βυζαντινών για να τους βοηθήσει. Οι σταυροφόροι την ακούνε και οπισθοχωρούν, αλλά όπως και τον περασμένο μήνα, καθώς υποχωρούν αποφασίζουν να βάλουν φωτιά. Οι φλόγες ξεφεύγουν, μαίνονται για τρεις ημέρες, και κατακαίνε την βόρεια πλευρά της πόλης, φτάνοντας μέχρι και τη νότια πλευρά της πόλης, που βλέπει την προποντίδα. Ο ιππόδρομος και η Αγιασοφιά γλυτώνουν παρά τρίχα, όμως η κατάσταση είναι πλέον πολύ τεταμένη.

Οι λίγοι δυτικοί κάτοικοι της πόλης αποχωρούν και περνάνε τον Κεράτιο, μετακομίζοντας στο στρατόπεδο των σταυροφόρων. Ως απάντηση σε όσα έχουν γίνει, οι βυζαντινοί ξεκινούν και ξαναχτίζουν ένα κομμάτι των τειχών που οι σταυροφόροι είχαν ζητήσει να κατεδαφιστεί – αυτή δεν είναι διαταγή του Ισαάκιου, άρα έχουν ξεκινήσει και κάνουν την εμφάνιση τους αντιδυτικές φράξιες και οργανώσεις μέσα στην πόλη.

Ο Αλέξιος γυρνά από την τουρνέ του τον Νοέμβριο και βλέπει την καταστροφή και τα νεύρα όλων όσων βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη, τόσο βυζαντινών όσο και σταυροφόρων. Η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή. Μέσα σε όλα, λόγω της ηλικίας του και της φιλίας του με τους σταυροφόρους, όλοι οι ευγενείς του δείχνουν ότι θεωρούν αυτόν αυτοκράτορα, και όχι τον πατέρα του. Ο Ισαάκιος τα έχει χάσει λόγω ηλικίας και τύφλωσης, ενώ καταλαβαίνει πως είναι ο δεύτερος τροχός της αμάξης. Το έχει ρίξει σε μάγους και χαρτορίχτες, σε γέροντες και προφητείες που του λένε πως όλα θα πάνε καλά και πως είναι θέμα χρόνου να αποτινάξει τα δεσμά της θνητής του σάρκας και να μεταμορφωθεί σε ημιθεϊκό ον με την βοήθεια του θεού. Έχει ξεκινήσει επίσης και λέει διάφορα πράγματα για τον γιο του, όπως ότι έχει περίεργες σεξουαλικές ορέξεις, και του αρέσει είτε να χτυπάει αγοράκια στον πισινό με καμουτσίκι, είτε να τον χτυπάνε τα αγοράκια με το καμουτσίκι.

Ο λαός δεν βαστάει καλύτερα, έχει μεταμορφωθεί σε όχλο και κάποια στιγμή ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης λέει πως κάποιοι ημίτρελοι μαζεύονται στην πλατεία της αγοράς του Κωνσταντίνου όπου βρίσκεται ένα μπρούτζινο άγαλμα 5 μέτρων της θεάς Αθηνάς, το οποίο δείχνει και είναι στραμμένο προς τα νότια. Είναι τέτοια η τρέλα του πλήθους, που ξεκινούν την φήμη ότι το άγαλμα δείχνει προς τα δυτικά, και τους σταυροφόρους, και τους καλεί να μπουν στην πόλη – εννοείται πως το γκρεμίζουν και το κομματιάζουν εκείνη τη στιγμή. Η Κωνσταντινούπολη έχει ξεκινήσει και σαπίζει από μέσα.

Ο νεαρός αυτοκράτορας Αλέξιος έχει ξεκινήσει και χρησιμοποιεί φρουρούς που ψάχνουν σπίτια και ζητούν από τους ευγενείς να δώσουν ό,τι έχουν. Σύντομα ξεκινά το τότε κίνημα «δεν πληρώνω». Ο Χωνιάτης λέει πως ό,τι και αν έδιναν, ήταν σαν να πετάς κρέας σε σκυλιά. Τον χειμώνα του 1203, ο Αλέξιος στριμωχτεί στην γωνία. Οι σταυροφόροι του ζητάνε χρήματα, και προσπαθεί να τους ηρεμήσει. Ο λαός του λέει να μην τους δώσει τίποτα, ο Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος του λέει δημοσίως να τους διώξει, και αυτός προσπαθεί επίσης να τους ηρεμήσει.

Η ροή του χρήματος ξεκινάει να κόβεται, και ο Βονιφάτιος επεμβαίνει, ζητώντας από τον Αλέξιο να συνεχίσει να τους πληρώνει. Ο Αλέξιος του λέει ότι σύντομα η ροή θα αποκατασταθεί, αλλά κάποια στιγμή κόβεται εντελώς. Είναι τέλη Νοεμβρίου. Ίσως ο Αλέξιος πίστεψε πως αφού οι σταυροφόροι δεν θα έφευγαν μέσα στον χειμώνα, και βασίζονταν σε αυτόν για την σίτιση τους, να μπορούσε να τους εκβιάσει. Την 1η Δεκεμβρίου ο βυζαντινός όχλος επιτίθεται σε ξέμπαρκους δυτικούς που κυκλοφορούν στην πόλη, τους δολοφονεί, και καίει τα κορμιά τους στις πλατείες. Κάποιοι επιτίθενται στα πλοία των Βενετών, αλλά απωθούνται εύκολα.

Οι σταυροφόροι έχουν καταλάβει πολλά πλέον, και στέλνουν τον Γοδεφρείδο και μερικούς άλλους ευγενείς στον Αλέξιο, που τους υποδέχεται στις Βλαχέρνες. Αυτή τη φορά, η αίθουσα του θρόνου είναι γεμάτη ευγενείς. Οι σταυροφόροι δείχνουν τα έγγραφα της συμφωνίας στον Αλέξιο, και του δίνουν τελεσίγραφο πως περιμένουν να εξοφληθούν, αλλιώς θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να εξοφληθούν. Στο τέλος πετάνε και την προσβολή, πως οι σταυροφόροι δεν ήταν δόλιοι και ύπουλοι στις συναλλαγές τους, διότι δεν έχουν μάθει έτσι στις χώρες τους.

Είναι απορίας άξιον πως κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από εκεί μέσα, αλλά βγήκαν, και επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους όπου ανέφεραν τι συνέβη και όλοι άρχισαν να ετοιμάζονται για πόλεμο. Ο γέρο-Ντάντολο έκανε μία τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια, μπαίνοντας σε ένα καράβι και βγαίνοντας κοντά στην στεριά μπροστά από τα τείχη της πόλης, όπου τον συνάντησε ο Αλέξιος, ρωτώντας τον αν έτσι θα φερόταν στους φίλους που τον βοήθησαν να ανακτήσει τον θρόνο του. Ο Αλέξιος απάντησε πως δεν θα έκανε περισσότερα απ’ όσα είχε ήδη κάνει. Ο Ντάντολο τον καταράστηκε, λέγοντας του πως έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σηκώσει από τα σκατά, και θα φρόντιζε ο ίδιος ώστε ο Αλέξιος να ξαναπέσει στα σκατά.

Διάφορες αψιμαχίες έλαβαν χώρα τον Δεκέμβριο, με πιο σημαντική μία προσπάθεια των βυζαντινών να βάλουν μπουρλότο και να κάψουν τα πλοία των σταυφορόρων – γέμισαν τα λίγα δικά τους καράβια και καΐκια με εύφλεκτα υλικά και τα έβαλαν να κατευθύνονται προς τα αγκυροβολημένα πλοία των Βενετών στην βόρεια άκρη του Κεράτιου. Ήταν τίμια προσπάθεια, όμως οι Βενετοί έχασαν μόλις ένα πλοίο.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Στρακαστρουκας
Δημοσιεύσεις: 11243
Εγγραφή: 01 Μάιος 2018, 17:48
Phorum.gr user: Στρακαστρουκας

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Στρακαστρουκας » 15 Απρ 2024, 02:06



Εγω εμαθα για τις σταυροφοριες απο τον Τσιφορο. Πραγματικα εκπληκτικο βιβλιο
"Δεν ειμαι ΝΔλης αλλα..."

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 15 Απρ 2024, 10:18

Κάπου εδώ, τον Ιανουάριο του 1204, μπαίνει πολύ δυνατά στο παιχνίδι ο Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος, ο οποίος έχει τη στήριξη του λαού. Ξεκινάει, χωρίς αυτοκρατορική διαταγή, να παρενοχλεί τους σταυροφόρους και να κάνει αστραπιαίες επιθέσεις σε τμήματα τους. Σε κάποια τέτοια επίθεση, καταφέρνει και παίρνει μερικούς αιχμαλώτους. Σε ένα άλλο σκηνικό οι σταυροφόροι του σκοτώνουν το άλογο και αυτό τον καταπλακώνει, όμως με την βοήθεια μερικών βυζαντινών τοξοτών καταφέρνει να ξεφύγει.

Παρά τα όσα έχουν προηγηθεί, ο Αλέξιος χάνει κάθε στήριξη από ευγενείς και πολίτες όταν οι σταυροφόροι βγαίνουν στις γύρω της Κωνσταντινούπολης περιοχές και ξεκινούν να κάνουν εφόδους και πλιάτσικο. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο Αλέξιος δεν μπορεί να τους ελέγξει. Ο λαός συγκεντρώνεται στην Αγιασοφιά και μετά από συμβούλιο 2 ημερών ανακηρύσσει έναν νεαρό ευγενή, τον Νικόλα Κάνναβο, αυτοκράτορα, παρά την θέληση του. Αυτή η εξέλιξη θορυβεί τον Αλέξιο, ο οποίος σκέφτεται πως πρέπει να προσεταιρισθεί ξανά τους σταυροφόρους για να θωρακίσει την εξουσία του. Στέλνει απεσταλμένους και ενημερώνει τους σταυροφόρους πως αν κάνουν λίγη ακόμα υπομονή και του δώσουν χρόνο, αυτός θα τους δώσει το παλάτι των Βλαχέρνων ως ενέχυρο. Οι σταυροφόροι το σκέφτονται, επειδή βρίσκονται σε επίσης άσχημη κατάσταση και ξέρουν πως ο Αλέξιος είναι ο μοναδικός αυτοκράτορας που θα ξεπληρώσει το χρέος, και πως αν αντικατασταθεί, δεν υπάρχει περίπτωση να πληρωθούν. Ο Βονιφάτιος μπαίνει στην Κωνσταντινούπολη να συναντήσει τον Αλέξιο.

Με αυτές τις τελευταίες εξελίξεις ο Μούρτζουφλος αναλαμβάνει δράση. Έχει στήριξη από κάποιους ευγενείς, και έρχεται σε συνεννόηση με τους Βαράγγους. Το βράδυ της 27ης Ιανουαρίου ο Μούρτζουφλος με τους Βαράγγους μπαίνουν στην αυτοκρατορική κρεβατοκάμαρα, φιμώνουν τον Αλέξιο, και τον πετάνε στο μπουντρούμι των Βλαχερνών. Μέσα σε λίγες ώρες ο Μούρτζουφλος ανακηρύσσεται αυτοκράτορας στην Αγιασοφιά, και πλέον η Κωνσταντινούπολη έχει 4 αυτοκράτορες εντός των τειχών της.

Οι 4 γίνονται πολύ γρήγορα 3. Ο Ισαάκιος πεθαίνει μετά από λίγες ώρες/ημέρες, είτε από το σοκ της σύλληψης και καθαίρεσης του γιού του, είτε από κάτι άλλο. Οι φήμες λένε για δηλητηρίαση ή στραγγαλισμό από ανθρώπους του Μούρτζουφλου.

Σύντομα οι 3 γίνονται 2. Ο Κάνναβος έχει τη στήριξη του λαού, και ο Μούρτζουφλος προσπαθεί να τον φέρει κοντά του και να τον πείσει να τον αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα. Ο Κάνναβος αρνείται και αμπαρώνεται μαζί με τους υποστηριχτές του στην Αγιασοφιά. Ο Μούρτζουφλος, μαζί με δυνάμεις Βαράγγων, πάει να τον βρει. Οι υποστηριχτές του Κάνναβου λιώνουν μόλις βλέπουν την φρουρά του Μούρτζουφλου και εγκαταλείπουν τον Κάνναβο, ο οποίος οδηγείται στην φυλακή, και κάποια στιγμή λίγες ημέρες μετά αποκεφαλίζεται.

Το νέο καθεστώς του Μούρτζουφλου καθαρίζει το παλάτι από τους ανθρώπους του Αλέξιου, και στέλνει στρατιώτες να αφαιμάξουν τους πλούσιους (και τον ιστορικό Χωνιάτη, ο οποίος χάνει και την δημοσιοϋπαλληλική θέση του μέσα σε αυτές τις ανακατατάξεις) για να χρηματοδοτηθεί ο πόλεμος εναντίον των σταυροφόρων. Οι βυζαντινοί καταφέρνουν και στήνουν μερικές πολεμικές μηχανές στα τείχη, ενώ ο Μούρτζουφλος κάνει ψυχολογικό πόλεμο εναντίον των σταυροφόρων, κρεμώντας με γάντζους από τα τείχη τους ιππότες που είχε αιχμαλωτίσει και βάζοντας τους φωτιά ο ίδιος, ενώ οι σταυροφόροι βλέπουν τα πάντα από την άλλη πλευρά του Κεράτιου.

Η κατάσταση όμως όσον αφορά την σίτιση ξεκινά να γίνεται απελπιστική τόσο μέσα όσο και έξω από την πόλη. Οι σταυροφόροι συγκροτούν μία δύναμη 40-50 ιππέων και εκστρατεύουν στα βόρεια της χερσονήσου, σε μία κωμόπολη που λέγεται Φίλεια, για να βρουν φαγητό. Καταφέρνουν και σκορπίζουν την φρουρά της πόλης, και περνάνε 2-3 ημέρες περνώντας καλά. Κάποιοι από τους κατοίκους γλυτώνουν και καταφέρνουν να ενημερώσουν τον Μούρτζουφλο. Αυτός μαζεύει μία δύναμη περίπου 70-80 μισθοφόρων και στρατιωτών, και πείθει και τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης, Θεόδωρο Βρανά, να τον ακολουθήσει με την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Νικοποιού για να τους ευλογήσει στην μάχη. Η εικόνα δεν είναι μία απλή εικόνα – οι βυζαντινοί έχουν προσαρμόσει πάνω της, μέσα της, γύρω της, δεκάδες κειμήλια που σχετίζονται με την ζωή και τα πάθη του Ιησού, κειμήλια που οι σταυροφόροι έχουν δει όσο έκαναν τουρισμό στην Κωνσταντινούπολη τους προηγούμενους μήνες.

Πράγματι το άγημα του Μούρτζουφλου βρίσκει τους σταυροφόρους ενώ κατευθύνονταν νότια με κλεμμένα κοπάδια και κάρα γεμάτα τροφή, κρύβεται σε ένα δασάκι, και μόλις αυτοί περνάνε, οι βυζαντινοί αρχίζουν την επίθεση τους στα μετόπισθεν των σταυροφόρων. Η σύγκρουση όμως δεν πάει καλά, και μέσα στον ορυμαγδό ο σταυροφόρος Ερρίκος της Φλάνδρας, βρίσκεται κοντά στον αρχιεπίσκοπο Βρανά, του ρίχνει μία στο κεφάλι με το ξίφος ή τον κεφαλοθραύστη του, ο αρχιεπίσκοπος ζαλίζεται, και η εικόνα του πέφτει. Ο Ερρίκος σκύβει, καταλαβαίνει ποια εικόνα είναι, και αρχίζει να φωνάζει. Οι βυζαντινοί πάνε καταπάνω του έχοντας καταλάβει τι έχει συμβεί, αλλά οι σταυροφόροι τον καλύπτουν υποδειγματικά (έχουν που πολεμούν μαζί σχεδόν έναν χρόνο πια) και τους αποκρούουν. Κάποιος χτυπάει τον Μούρτζουφλο, αυτός πέφτει από το άλογο του, και οι βυζαντινοί διαλύονται και υποχωρούν. Είναι τέτοια η αντεπίθεση των σταυροφόρων που ο Μούρτζουφλος πετάει το αυτοκρατορικό έμβλημα, την ασπίδα και το ξίφος του, για να καταφέρει να ξεφύγει με το άλογο του. Οι βυζαντινοί χάνουν γύρω στους 20 στρατιώτες, οι σταυροφόροι κανέναν, και γυρνούν περιχαρείς στο στρατόπεδο τους.

Ο Μούρτζουφλος γυρνάει στην Κωνσταντινούπολη απογοητευμένος, νιώθοντας πως δεν έχει ούτε θεϊκή υποστήριξη πλέον. Για έναν μυστήριο λόγο κυκλοφορεί την φήμη πως οι βυζαντινοί είχαν κερδίσει την μικρή μάχη με τους σταυροφόρους, και πως στον απόηχο της νίκης έκρυψε εκτός πόλεως την εικόνα και το αυτοκρατορικό έμβλημα, για ασφάλεια.

Η φήμη φτάνει στους σταυροφόρους, οι οποίοι ετοιμάζουν ένα πλοίο, του φορτώνουν την εικόνα και το έμβλημα, και το περιφέρουν απ’ άκρη σ’ άκρη του Κεράτιου, χρησιμοποιώντας τρομπέτες και κέρατα για να μαζέψουν όσο περισσότερο κόσμο μπορούν στα τείχη. Ο Μούρτζουφλος γίνεται αποδέκτης κοροϊδιών από τους βυζαντινούς για τα ψέματα του, και υπόσχεται πως θα πάρει εκδίκηση από τους σταυροφόρους. Προσπαθεί να τους επιτεθεί ξανά με υγρό πυρ και μπουρλότα, αλλά δεν καταφέρνει τίποτα.

Ο Μούρτζουφλος καταλαβαίνει πως η κατάσταση είναι δύσκολη, και ζητάει να μιλήσει με τον γερο-Ντάντολο. Αυτός τον συναντά από την πλώρη του πλοίου του, ενώ ο Μούρτζουφλος στέκεται στην στεριά, έξω από τις Βλαχέρνες. Η συνοδεία του Μούρτζουφλου στέκεται λίγο πιο πίσω. Οι σταυροφόροι έχουν περάσει μερικούς έφιππους ιππότες από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης για να παρακολουθούν την συνομιλία. Η κουβέντα δεν πάει καλά. Ο Ντάντολο του λέει πως πρέπει να απελευθερώσει τον Αλέξιο, και να ζητήσει την συγχώρεση του, ενώ και οι σταυροφόροι με την σειρά τους θα συγχωρούσαν τον νεαρό Αλέξιο. Κατά τα άλλα, η συμφωνία του Αλέξιου ήταν σε ισχύ και οι όροι δεν θα άλλαζαν. Ο Μούρτζουφλος ήταν σκεφτικός, γνωρίζοντας πως αν απελευθέρωνε τον Αλέξιο τότε σίγουρα θα έχανε το κεφάλι του. Όσο έδειχνε την απροθυμία του, οι Βενετοί του Ντάντολο έκαναν σινιάλο στους ιππότες που παρακολουθούσαν, και οι τελευταίοι έκαναν έφοδο με σκοπό να αιχμαλωτίσουν τον Μούρτζουφλο. Ο ίδιος κατάφερε να ξεφύγει, αλλά κάποιοι από την συνοδεία του αιχμαλωτίστηκαν στην προσπάθεια τους να τον καλύψουν.

Ο Μούρτζουφλος κατάλαβε πως όσοι οι σταυροφόροι είχαν τον Αλέξιο διαθέσιμο, δεν θα έκαναν πίσω, ενώ και ο ίδιος δεν μπορούσε πλέον να κάνει πίσω. Ο θρύλος λέει πως στις 8 Φεβρουαρίου ο ίδιος ο Μούρτζουφλος μπήκε στο κελί του Αλέξιου και τον στραγγάλισε με τα ίδια του τα χέρια. Στον λαό είπε πως ο Αλέξιος είχε ένα φριχτό ατύχημα, και τον κήδευσε δημόσια με τιμές αυτοκράτορα.

Κάποιοι υποπτεύονταν (ή γνώριζαν λεπτομέρειες για) τον φόνο του Αλέξιου. Ένα βέλος, στο οποίο ήταν τυλιγμένο ένα χαρτί, έφτασε στην άλλη άκρη του Κεράτιου κόλπου, ενημερώνοντας τους σταυροφόρους για τον φόνο. Αρκετοί ήταν αδιάφοροι, αφού ο νεαρός πρώην αυτοκράτορας δεν τους ήταν πλέον χρήσιμος και είχε αθετήσει την συμφωνία που είχε κάνει μαζί τους. Οι πιο έξυπνοι κατάλαβαν πως η δολοφονία του Αλέξιου τους έδινε την κατάλληλη δικαιολογία για να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη και να ξεφορτωθούν τον σφετεριστή Μούρτζουφλο.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Yochanan
Δημοσιεύσεις: 16327
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 13:44
Phorum.gr user: Yochanan

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Yochanan » 15 Απρ 2024, 10:41

Εξαιρετικό νήμα. +1204 από μένα
Κυριάκος ο Χρυσογέννητος, του Οίκου των Μητσοτακιδών, Πρώτος του Ονόματός του, Κύριος των Κρητών και των Πρώτων Ελλήνων, Προστάτης της Ελλάδος, Μπαμπάς της Δρακογενιάς, ο Κούλης του Οίνοπα Πόντου, ο Ατσαλάκωτος, ο Απελευθερωτής από τα Δεσμά των Μνημονίων.

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 15 Απρ 2024, 15:36

Οι εβδομάδες περνάνε με ετοιμασίες και από τις δύο πλευρές. Οι σταυροφόροι έχουν πλέον χάσει κάθε ενδοιασμό που είχαν για να επιτεθούν σε χριστιανική πόλη, και οι καθολικοί ιερείς αντιθέτως περνάνε τον καιρό τους ενισχύοντας το αντιβυζαντινό αίσθημα, δικαιολογώντας αυτό που είναι να έρθει λέγοντας στους στρατιώτες πως ο θεός τους υποστηρίζει απέναντι στους πλανεμένους αντικαθολικούς ορθόδοξους, και πως ο Ιησούς προτιμά οι περιουσίες των ορθοδόξων να περάσουν σε καθολικούς παρά σε άλλους άπιστους. Παράλληλα, οι επικεφαλής των σταυροφόρων κάνουν κάποιες συμφωνίες για το πως θα κατατμηθεί η αυτοκρατορία αφού την κατακτήσουν, και συμφωνούν για το πως θα φερθούν στους βυζαντινούς και πως θα χωριστούν τα λάφυρα. Συμφωνούν, σε συνεννόηση με τους καθολικούς ιερείς, να γίνει ξεκάθαρο πως πρέπει να σεβαστούν τον απλό λαό και την πόλη, να μην υπάρχουν βιασμοί, και γενικά οι σταυροφόροι να μην δείξουν εικόνα αγριμιών και πνευματικής εξαθλίωσης. Όπως θα δούμε όμως, αυτές οι συμφωνίες και οι όρκοι των σταυροφόρων δεν θα σημαίνουν τίποτα όταν έρθει η ώρα.

Από την άλλη πλευρά ο Μούρτζουφλος δεν μένει με τα χέρια σταυρωμένα να περιμένει την επίθεση των λατίνων. Οι βυζαντινοί υποψιάζονται σωστά πως οι σταυροφόροι θα επιτεθούν με τον ίδιο τρόπο που επιτέθηκαν το περασμένο καλοκαίρι, και ενισχύουν τα τείχη από την πλευρά του Κεράτιου, τα οποία ήταν τα πιο ευάλωτα εκ των πραγμάτων επειδή η αλυσίδα του Κεράτιου δεν είχε ποτέ παρακαμφθεί. Στήνουν λοιπόν ξύλινους πύργους πάνω στα τείχη αυτά, για να δυσκολέψουν την ζωή των σταυροφόρων που το περασμένο καλοκαίρι είχαν τα είχαν υπερσκελίσει με τις ψηλές σκάλες από τα πλοία τους, ενώ μοντάρουν και αντιπολιορκητικές μηχανές, καταπέλτες, βαλλίστρες, πέτρες, καυτό λάδι, και γενικά ό,τι έχουν.
Οι εβδομάδες περνούν, και στις αρχές Απριλίου οι σταυροφόροι είναι έτοιμοι για την μάχη. Η πρώτη τους επίθεση λαμβάνει χώρα το πρωί της 9ης Απριλίου στην βορειοανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, κάτω από το παλάτι των Βλαχέρνων. Κατεβαίνουν με πολιορκητικούς κριούς, σκάλες, και γενικά προσπαθούν να φτιάξουν ένα προγεφύρωμα, αλλά οι βυζαντινοί τους απωθούν. Ο Μούρτζουφλος έχει στήσει την κόκκινη σκηνή του σε έναν λόφο δίπλα από τις Βλαχέρνες και δίνει δίνει διαταγές, οδηγεί τον βυζαντινό στρατό σωστά. Οι Βενετοί με τα πλοία προσπαθούν να βοηθήσουν, αλλά ο άνεμος είναι νότιος, και δεν μπορούν να πλησιάσουν πολύ τα τείχη. Μόλις μεσημεριάζει, οι σταυροφόροι υποχωρούν. Έχουν βιώσει την πρώτη τους ήττα από τους βυζαντινούς και αρκετοί ξεκινούν ξανά να μιλάνε για γενική υποχώρηση. Οι επικεφαλής συμφωνούν πως πρέπει να ξαναπροσπαθήσουν όταν οι καιρικές συνθήκες είναι καλύτερες. Ο δε Μούρτζουφλος παίρνει τα πάνω του και εμφανίζει τον εαυτό του σαν τον κύριο και βασικό λόγο της νίκης αυτής.

Οι σταυροφόροι επιτίθενται ξανά το πρωί της Δευτέρας 12 Απριλίου, στο ίδιο σημείο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μέχρι το μεσημέρι όλα είναι αντιγραφή της προηγούμενης επίθεσης, με τους βυζαντινούς να τους απωθούν και όλα να δείχνουν χαμένα για τους σταυροφόρους. Κλασικά όμως, μία τυχερή αλλαγή του αέρα και το θάρρος ενός μόνο ανθρώπου είναι ικανά να αλλάξουν την ροή της ιστορίας. Ο άνεμος αλλάζει και γίνεται βόρειος. Τα πλοία των Βενετών πλησιάζουν τα βόρεια τείχη. Μέχρι εκείνη την στιγμή, δεν είχαν καταφέρει να πλησιάσουν όπως το περασμένο καλοκαίρι, που ο άνεμος ήταν επίσης υπέρ τους και τους είχε βοηθήσει και όταν άναψαν την φωτιά. Αυτή τη φορά, ο άνεμος τους βοηθάει ξανά. Οι ψηλές σκάλες πλησιάζουν. Ο πρώτος ιππότης που πηδάει στα τείχη, κρατιέται από τις πολεμίστρες με το ζόρι, αλλά οι Βαράγγοι τον κόβουν σε κομμάτια με τα τσεκούρια τους. Ο δεύτερος παθαίνει το ίδιο ή δεν φτάνει ποτέ στα τείχη, χάνοντας την ισορροπία του.

Ο τρίτος πηδάει και προσγειώνεται πάνω στα ξύλινα τείχη με τα γόνατα. Οι βυζαντινοί για κάποιο μυστήριο λόγο δεν τρέχουν αμέσως καταπάνω του να τον σφάξουν ή να τον αρπάξουν και να τον πετάξουν από κάτω. Τον αφήνουν να σηκωθεί, και να ξεθηκαρώσει. Και υποχωρούν. Περισσότεροι ιππότες των ακολουθούν. Δένουν τις σκάλες των πλοίων δίπλα από τον πύργο, ενώ το ίδιο συμβαίνει μερικούς πύργους παραπέρα. Γύρω στα 60-70 άτομα καταφέρνουν να ανέβουν στα τείχη χωρίς καμία δυσκολία. Οι Βενετοί αναγκάζονται να κόψουν τις σκάλες επειδή ο άνεμος αλλάζει ξανά, προφανώς και τα 70 άτομα δεν είναι αρκετά για να πέσει η πόλη, αλλά οι σταυροφόροι έχουν σπάσει το εύθραυστο βυζαντινό αξιόμαχο και σηκώνουν τα λάβαρα τους στους ξύλινους πύργους.

Οι σταυροφόροι που βρίσκονται από κάτω, στις βόρειες πύλες, αναθαρρούν. Καταφέρνουν και ανοίγουν μία μικρή τρύπα σαν λαγούμι σε μία από τις πύλες της πόλης, και να σκάψουν μέσα από τα οχυρωματικά που έχουν στήσει οι βυζαντινοί πίσω από την πόρτα. Ένας ιππότης αποφασίζει να μπει μέσα στο λαγούμι, αν και από την άλλη πλευρά φαίνεται πως οι βυζαντινοί θα τον κάνουν με τα κρεμμυδάκια. Παρά τις προσπάθειες του αδελφού του να τον σταματήσει, αυτός μπαίνει. Βγαίνει στην άλλη πλευρά υπό καταρρακτώδη βροχή πετρών και βελών, σηκώνεται, ξεθηκαρώνει και αρχίζει να κυνηγά όσους βρίσκει μπροστά του. Οι βυζαντινοί λιώνουν και οπισθοχωρούν μαζικά μπροστά στην φρικιαστική έφοδο ενός μόνο ιππότη. Αυτός καλεί και άλλους να περάσουν το λαγούμι. Μετά από λίγα λεπτά η πύλη ανοίγει, και οι σταυροφόροι κατευθύνονται και σε άλλες κοντινές πύλες για να ανοίξουν και αυτές.

Ο Μούρτζουφλος βλέπει τους σταυροφόρους να είναι στην πόλη, και κατεβαίνει από τον λόφο με σκοπό να τους επιτεθεί με την φρουρά του. Στον δρόμο όμως δειλιάζει, και αλλάζει γνώμη. Υποχωρεί στο παλάτι του Βουκολέοντα, στην νότια όχθη της πόλης, και μέσα στα μεσάνυχτα παίρνει την γυναίκα και την κόρη του πρώην αυτοκράτορα Αλέξιου Άγγελου του τρίτου (που είχε φύγει από την πόλη το προηγούμενο καλοκαίρι) και δραπετεύει και αυτός από την πόλη, αφήνοντας την έρμαιο στις ορέξεις των λατίνων.

Οι σταυροφόροι εδραιώνονται στα βορειοδυτικά της πόλης, παίρνοντας το παλάτι των Βλαχέρνων, τον λόφο όπου ο Μούρτζουφλος είχε το αρχηγείο του, και στήνοντας οχυρώσεις φοβούμενοι βυζαντινή αντεπίθεση, που όμως δεν θα έρθει ποτέ. Έχει σχεδόν νυχτώσει, και αρκετοί ευγενείς διαφεύγουν χωρίς αντίσταση από την νοτιοδυτική Χρυσή Πύλη προς την ανατολική Θράκη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι σταυροφόροι βάζουν άλλη μία φωτιά η οποία μαίνεται μέχρι το βράδυ της επόμενης ημέρας, και κατευθύνεται νότια, προς τον Βόσπορο. Οι δε βυζαντινοί ευγενείς που απομένουν, μόλις αντιλαμβάνονται ότι ο Μούρτζουφλος έχει διαφύγει, μαζεύονται στην Αγιασοφιά και ψάχνουν να βρουν νέο αυτοκράτορα. Δύο είναι οι επικρατέστεροι, ένας Κωνσταντίνος Λάσκαρης και ένας Κωνσταντίνος Δούκας, και οι δύο γενναίοι πολεμιστές. Αποφασίζουν με ζάρια, και κερδίζει ο Λάσκαρης, ο οποίος ξεκινά να οργανώνει την άμυνα της πόλης. Ζητά την βοήθεια των Βαράγγων, αλλά αυτοί ζητούν αύξηση που αυτός δεν μπορεί να τους δώσει. Οι Βαράγγοι εγκαταλείπουν, ενώ κάποιοι λίγοι περιμένουν για να δουν τι θα γίνει.

Μόλις ξημερώνει, οι σταυροφόροι παίρνουν σχηματισμό μάχης εντός των τειχών, αλλά σε ένα ανοιχτό πεδίο όπου το ιππικό τους θα μπορούσε να κάνει τεράστια ζημιά, και περιμένουν. Ο Λάσκαρης γίνεται ο τρίτος αυτοκράτορας που εγκαταλείπει την πόλη, και οι σταυροφόροι περιμένουν για μία μάχη που δεν θα συμβεί ποτέ. Η εκκλησία μπαίνει μπροστά και πηγαίνει ως αντιπροσωπεία στους σταυροφόρους, μιλώντας στον Βονιφάτιο και εκλιπαρώντας τον να τους τιθασεύσει, καθώς υπολογίζουν πως αυτός, ως αρχηγός της σταυροφορίας, θα γίνει ο πρώτος λατίνος αυτοκράτορας. Μόλις η παράδοση επιβεβαιώνεται, οι σταυροφόροι, χωρίς ένα χαμόγελο όπως λέει ο Χωνιάτης, παραμερίζουν τους ιερείς, και ξεχύνονται στην πόλη.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 15 Απρ 2024, 18:40

Η Κωνσταντινούπολη λοιπόν πέφτει. Το πλιάτσικο είναι επικού μεγέθους, και όλοι έχουμε ακούσει τις ιστορίες για άλογα και γαιδούρια που αφοδεύουν μέσα στην Αγιασοφιά ενώ η αγία τράπεζα γίνεται κομμάτια και οι σταυροφόροι ξύνουν και αφαιρούν τα πολύτιμα μέταλλα από κάθε σπίτι και εκκλησία που βρίσκουν μπροστά τους. Βιασμοί, σφαγές, καταστροφές, όλα όσα συμβαίνουν σε μία μεσαιωνική κατάκτηση πόλεως, συμβαίνουν και εδώ. Ο Βονιφάτιος πηγαίνει αμέσως στο παλάτι του Βουκολέοντα και το θέτει υπό την προστασία του, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας (που ίσως δεν έχω αναφέρει μέχρι τώρα αλλά είναι ένας από τους επικεφαλής των σταυροφόρων και το όνομα που θα μας απασχολήσει σε λίγο) κάνει το ίδιο με τις Βλαχέρνες. Ο Χωνιάτης καταφέρνει να αποδράσει από την πόλη με αρκετές δυσκολίες μετά από μερικές ημέρες. Μόλις το πλιάτσικο σταματάει, ξεκινάει ο διαμοιρασμός. Αρκετοί από τους ιππότες αισθάνονται ριγμένοι, θεωρούν ότι σε σχέση με όσα έχουν μαζευτεί παίρνουν πολύ λίγα χρήματα (μερικά ασημένια νομίσματα), αλλά είναι μάλλον σίγουρο ότι οι επικεφαλής και οι λατίνοι ευγενείς έκρυψαν πολλά από τους απλούς στρατιώτες και ιππότες όταν ήρθε η ώρα.

Κάποια στιγμή αρχίζουν να σκέφτονται και την επόμενη ημέρα. Χρησιμοποιούν έναν πολύπλοκο τρόπο για να αναγορεύουν λατίνο αυτοκράτορα, ενώ οι επιλογές τους είναι ο Βονιφάτιος και ο Βαλδουίνος. Ο γέρο-Ντάντολο είναι αυτός που επηρεάζει το αποτέλεσμα, αφού δεν θέλει τον Βονιφάτιο του Μονφερρά (κοντά στο μοντέρνο Τορίνο), να γίνει αυτοκράτορας – προσδοκά να αποκτήσει βενετικά ερείσματα στην Κωνσταντινούπολη, και σε περίπτωση που κάποια στιγμή υπάρξουν προστριβές, δεν θέλει αυτοκράτορα που έχει καλές σχέσεις με την Γένοβα και ο οποίος να έχει ερείσματα κοντά στην Βενετία.

Έτσι ο Βαλδουίνος αναγορεύεται αυτοκράτορας, ο πρώτος της λατινικής αυτοκρατορίας, και περνά τον πρώτο καιρό της εξουσίας του μαζεύοντας όσο περισσότερο χρυσό, ασήμι και μπρούντζο μπορεί, για να φτιάξει νομίσματα. Ό,τι άγαλμα και κηροπήγιο έχει ξεφύγει από τους σταυροφόρους, ή ήταν πολύ μεγάλο για να το στείλουν δυτικά, το λιώνει ο Βαλδουίνος.

Στα χάιλαιτς των πρώτων εβδομάδων της βασιλείας του είναι το γράμμα που στέλνει στον Πάπα για να δικαιολογήσει όσα έγιναν. Με λίγα λόγια, ήταν θέλημα θεού, και αν δεν ήταν τότε οι σταυροφόροι δεν θα είχαν ποτέ κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Όλα έγιναν επειδή η καθολική μορφή του χριστιανισμού είναι δυνατότερη από την ορθόδοξη. Καλεί τον πάπα να υποστηρίξει την προσπάθεια της λατινικής αυτοκρατορίας και να ενθαρρύνει δυτικούς να μετακομίσουν ανατολικά αφού ο Βαλδουίνος θα τους ανταμείψει με γη και χρήματα. Και αναφέρει πως μόλις καταφέρει να εδραιώσει την εξουσία του, θα συνεχίσει την πορεία του ανατολικά, για να ολοκληρώσει την σταυροφορία.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος Λεγεών την 16 Απρ 2024, 15:06, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 16 Απρ 2024, 14:49

Βεβαίως η τέταρτη σταυροφορία φτάνει και επισήμως το τέλος της, όταν λίγο καιρό μετά ο Πέτρος Καπουάνο (που στο ενδιάμεσο είχε ταξιδέψει στην Άκρα και μετά γύρισε στην Κωνσταντινούπολη) ελευθέρωσε τους σταυροφόρους από τους όρκους τους, ώστε να γυρίσουν στα σπίτια τους, χωρίς να πάρει σχετική διαταγή από τον Πάπα. Ο Πάπας στην αρχή συμφωνεί πως η πτώση της Πόλης ήταν θέλημα θεού, και είναι περιχαρής για όλα όσα οι σταυροφόροι κατάφεραν με τον τρόπο που του τα παρουσίασαν, και με την πτώση της ορθόδοξης εκκλησίας. Αργότερα, στους μήνες που πέρασαν, όταν οι φήμες για όσα πραγματικά συνέβησαν έφτασαν στην Ρώμη, θα πάρει μία πιο αρνητική στάση, θεωρώντας τα ντροπιαστικά. Στις μετέπειτα δεκαετίες όμως, η ανάγκη υποστήριξης της λατινικής αυτοκρατορίας θα μειώσει τους διαθέσιμους πόρους για την υποστήριξη των σταυροφορικών κρατών στην Μέση Ανατολή, μέχρι που και τα δύο εγχειρήματα θα λάβουν τέλος.

Οι περισσότεροι εκ των πρωταγωνιστών της τέταρτης σταυροφορίας και της πτώσης της κωνσταντινούπολης δεν άντεξαν πολύ.
Ο Μούρτζουφλος κατάφερε να διαφύγει στην Θράκη και να έρθει σε επαφή με τον πρώην αυτοκράτορα Αλέξιο Άγγελο, που είχε διαφύγει το προηγούμενο καλοκαίρι, πριν η πόλη πέσει για πρώτη φορά. Η επικοινωνία τους ήταν ευγενική, και ο Μούρτζουφλος φέρεται να ήταν σε σχέση με την κόρη του Αλέξιου, όμως μόλις συναντήθηκαν στην Μοσυνόπολη για πρώτη φορά, ο Αλέξιος τον κάλεσε σε ένα διπλανό δωμάτιο. Ο Μούρτζουφλος τον ακολούθησε, και εκεί τον ακινητοποίησαν οι άνθρωποι του Αλέξιου, και τον τύφλωσαν με τον ίδιο τρόπο που ο Αλέξιος είχε τυφλώσει και τον αδελφό του, Ισαάκιο. Ο Μούρτζουφλος αιχμαλωτίστηκε κάποια στιγμή αργότερα μέσα στην χρονιά, και οι σταυροφόροι τον εκτέλεσαν ανεβάζοντας τον στην στήλη του Θεοδόσιου και σπρώχνοντας τον.

Ο Αλέξιος ξέφυγε των σταυροφόρων για λίγο ακόμα, αλλά κάποια στιγμή ο Βονιφάτιος τον αιχμαλώτισε. Μετά από διάφορες περιπέτειες, πέθανε σε ένα μοναστήρι στην επικράτεια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.

Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, μάλλον τελευταίος χρονικά αναγορευμένος αυτοκράτορας, κατέφυγε στην Μικρά Ασία, όπου με τον αδελφό του Θεόδωρο, συνέχισαν την αντίσταση εναντίον των λατίνων. Ίδρυσαν την αυτοκρατορία της Νίκαιας, αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν και στους Σελτζούκους, και μερικές δεκαετίες μετά ξαναπήραν την Κωνσταντινούπολη, σκιά όμως του εαυτού της. Έχει ενδιαφέρον η ιστορία της Νίκαιας πάντως.

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι λατίνοι κατάλαβαν πλήρως τους κινδύνους που αντιμετώπιζε για αιώνες η βυζαντινή αυτοκρατορία, και άρχισαν να βάλλονται πανταχόθεν. Οι ίδιοι δεν άντεξαν πολύ. Οι Βούλγαροι από τον τσάρο Γιοχάνιτζα άρχισαν τις εφόδους, οι βυζαντινοί, σέρβοι και άλλοι βαλκάνιοι τις εξεγέρσεις, ενώ στην Μέση Ανατολή οι βυζαντινοί συνέχιζαν την μάχη. Εντός μερικών μηνών, Βαλδουίνος και Βονιφάτιος άρχισαν να τσακώνονται για την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ο Ντάντολο έλυσε την παρεξήγηση, όμως ο Βονιφάτιος με τον τρόπο του ανεξαρτητοποιήθηκε και έφυγε για Θεσσαλονίκη, αδιαφορώντας πλήρως για όσα συνέβησαν μετά, μέχρι που σκοτώθηκε σε μία ενέδρα από Βλάχους το 1207.

Μετά την παρεξήγηση, ο Βαλδουίνος αναγκάστηκε να κατευθυνθεί προς Αδριανούπολη, όπου οι Βούλγαροι, μαζί με Κουμάνους μισθοφόρους, πολιορκούσαν την πόλη. Μετά από κακή συνεννόηση και επίθεση τους επί των Κουμάνων, ο σταυροφόρος ευγενής Λουδοβίκος του Μπλουά σκοτώνεται και ο Βαλδουίνος αιχμαλωτίζεται. Δεν θα απελευθερωθεί ποτέ, και θα πεθάνει στην αυλή του Γιοχάνιτζα. Λίγους μήνες πιο πριν έχει θάψει την γυναίκα του στην Κωνσταντινούπολη – αυτή είχε ταξιδέψει αμέσως για Άκρα (είχε καθυστερήσει να φύγει λόγω εγκυμοσύνης), και μόλις έφτασε εκεί την ενημέρωσαν πως ο άντρας της ήταν αυτοκράτορας. Όμως στην Άκρα αρρώστησε από έναν τοπικό λοιμό, και στην Κωνσταντινούπολη πήγαν μόνο το πτώμα της. Τα παιδιά τους δεν τους γνώρισαν ποτέ. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, Ερρίκος. Ο γέρο-Ντάντολο πέθανε από γηρατειά στην Κωνσταντινούπολη, λίγους μήνες μετά.

Για το τέλος θα βάλω στο επόμενο ποστ το τελικό συμπερασματικό κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας συνοψίζει λόγους, αίτια, και αποτελέσματα της όλης ιστορίας.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 16 Απρ 2024, 14:50

‘The science of war, if not practised beforehand, cannot be gained when it becomes necessary’
SET AGAINST ITS original aim of the reconquest of Jerusalem, the Fourth Crusade was an utter failure. Yet the sack of Constantinople means that the expedition has achieved lasting notoriety as the crusade that turned against fellow-Christians. The reasons why the campaign followed its tragic path are numerous and overlapping. It is undeniable that—at the cost of some contemporary disquiet—the papacy, the Venetians and many other crusaders all derived enormous, if sometimes short-lived, increases in wealth and authority. Furthermore, an attack on Constantinople helped to settle many old scores. The papacy had watched the Byzantines openly obstruct recent crusading efforts and even form a rapprochement with Saladin. The Venetians had seen their citizens purged from Constantinople in 1171. Boniface of Montferrat, the leader of the crusade, had more personal reasons to dislike the Byzantines: one of his brothers, Renier, was murdered by the Greeks and another, Conrad, had been forced to flee Byzantium in fear of his life.

Several other issues created broader tensions between Byzantium and the West prior to 1204. The long-running schism between the Orthodox and Catholic Churches dated back to 1054. A persistent antagonism between crusading armies and the Greeks had started with the First Crusade, and the savage pogroms against westerners living in Constantinople in 1182 were the most prominent markers along this trail of mutual ill-feeling and mistrust.

Many from each party viewed the other in terms of simplistic and hostile caricatures. The westerners often regarded the Greeks as mendacious, effeminate heretics. Odo of Deuil described them as lacking ‘all manly vigour, both of words and of spirit ... they have the opinion that anything done for the holy empire cannot be considered perjury’.1 To the Byzantines, as Niketas Choniates graphically indicates, the westerners were often just as distasteful:

Between us and them [the Latins] is set the widest gulf. We are poles apart. We have not a single thought in common. They are stiff-necked, with a proud affectation of an upright carriage and love to sneer at the modesty and smoothness of our manners. But we look upon their arrogance and boasting and pride as a flux of the snivel which keeps their noses in the air and we tread them down by the might of Christ, who giveth unto us the power to trample upon the adder and the scorpion.2

All of these feelings lay close to the surface in relations between Byzantium and the West, yet none was exactly a ‘live’ issue in 1204; in fact there were some indications of a more positive nature. For example, the Greeks had ended their cordial relationship with the Muslims in 1192. Furthermore, although Innocent had urged Alexius III to help the Fourth Crusade and made vague threats against the emperor if he failed to comply, the papal letters of 1202 were far more emollient. The Venetians were again trading with the Greeks (although full compensation for 1171 had yet to be made) and a large western European community existed once more in Constantinople. In spite of this marginally warmer atmosphere, however, the underlying difficulties persisted. The various points of friction could encourage, or provide partial reasons to justify or explain, an attack on Constantinople, but were insufficient to prompt as bold a step as a planned assault on the great city. In consequence, there can be no question of a pre-conceived plot to seize the Byzantine Empire by any of the western powers involved in the crusade.3

The reason why the Fourth Crusade went to Constantinople in the late spring of 1203 was, ironically, in response to the invitation of a Greek —the appeal by Prince Alexius to help him and his father secure what they regarded as their rightful position as rulers of the Byzantine Empire. Had this request not been made, there is no convincing evidence to suggest that the expedition would have turned towards Constantinople. To explain why the westerners’ fleet sailed down to the Bosphorus, rather than heading towards Egypt and the Holy Land, one has to ask why the prince’s offer was accepted.

Herein lay the Achilles heel of the whole enterprise: the lack of men and money. These were hardly new considerations and were, indeed, two prime causes of the collapse of the Second Crusade in 1148. Richard the Lionheart took great care to learn from this experience in preparing for the Third Crusade, but in 1201-2 these same concerns once again lay in ambush. The Fourth Crusade, however, possessed an additional constituent—the contract between the French and the Venetians—and it was the need to make good the terms of this agreement that became a powerful force in driving and shaping the expedition.

Even though, by the spring of 1201, the French negotiators in Venice knew that the rulers of England, France and Germany were unlikely to take part in the campaign, they still committed themselves to an extremely high level of recruitment (33,500 men). But by the summer of 1202, only around 12,000 had gathered at Venice. Consideration as to why this number fell so short of the target must include the erratic preaching of Fulk of Neuilly and, more seriously, the death of Thibaut of Champagne. The loss of the popular and dynamic head of one of the great crusading dynasties of Europe damaged morale at a crucial moment.4 Leadership and resources from such a powerful figure could convince other nobles to join and help generate the critical mass of men required for an effective war. Equally, his premature death and lack of a mature successor in Champagne could have deterred people from leaving, for fear of a succession struggle.5 But once the French were contractually bound to the Venetians there was no stepping back—for either party. The scale of the Venetian commitment to the enterprise was massive. Doge Dandolo could not retreat from it, even if his use of the crusaders’ debts as a cover for Uenice’s long-term political and economic aims at Zara was a morally questionable move.

The fact that the crusaders were prepared to risk papal wrath by attacking a city under the protection of King Emico of Hungary, a man signed with the cross (however contentious his use of that status was), shows how obligated the Frenchmen felt towards the Venetians. It also demonstrates that they were determined to prevent the expedition from grinding to a halt: the crusaders’ motivation to succeed in their holy war cannot be doubted.

The reasons for a man to take the cross were multi-faceted and overlapping. By the time of the Fourth Crusade they reflected a combination of powerful contemporary currents and the same basic impulses that prompted the First Crusaders to act in 1095. For some noble families a century of crusading tradition imposed something close to an obligation to take part in holy war.6 Coupled with this was the chivalric culture that came to dominate the courts of northern Europe (and Montferrat) during the twelfth century and instilled in its devotees an unswerving sense of honour and obligation to one’s lord. These principles extended beyond secular ties and fused with the intense religiosity of the age to weigh upon the responsibility of a good Christian knight to show his loyalty to the ultimate authority—God—and to try to regain the Holy Land from the infidel.

The spiritual rewards for crusading dovetailed neatly with the knightly vocation. As warriors who fought and killed, the need to wash away the consequences of sin and thereby escape the torments of hell was paramount, and the remission of all sins offered crusaders a way to achieve this.

A cornerstone of the chivalric ethos was performing feats of valour. A wealth of contemporary literature shows a near-obsession with the importance of displaying knightly prowess. The tournament circuit of northern Europe provided a popular stage, but the crusade offered a setting in which to give these activities a spiritual aspect as well. It was a chance to blend acts of bravery with the ideas of faith and honour, and presented an opportunity to achieve the fame and standing of crusading heroes of the past such as Godfrey of Bouillon and Bohemond of Antioch.

The desire for loot and, in some cases, land was undeniably another of the crusaders’ motives. In moderation, these wishes did not contradict the Church’s idea of a crusader’s proper concerns. But to stay within acceptable boundaries meant taking only what was necessary to survive and paying followers appropriate, but not excessive, rewards. Where this did happen, the sins of greed and envy were aroused and the crusade would incur God’s displeasure. In any case, holy warfare was extremely expensive and before one considered the prospect of returning home wealthy, a large amount of money and valuables was needed to set out in the first place. Previous crusaders had hardly laid down an inspiring trail of financial advantage—in fact, if anything, the number who returned penniless indicated quite the reverse. Nonetheless, if the Fourth Crusade did manage to conquer Egypt and then reclaim the kingdom of Jerusalem, material gains were an undoubted possibility.

A combination of all these factors probably motivated the majority of the crusader knights. For the lesser men, the foot-soldiers and the squires, requirements of service to a lord and a desire to escape from the drudgery of the fields replaced the high-level chivalric element. In all cases, it demanded a remarkably strong dynamic to overcome the negative aspects of crusading: a combination of fear of death, captivity and sea travel; high cost; and separation from families, loved ones and homelands. Once the vow was taken, the search for honour, salvation and wealth—along with a fear of excommunication—combined to generate a relentless pressure to complete it.

In August 1202 the overwhelming need to fulfil their vows, coupled with parlous conditions in the Holy Land, led the bulk of the crusaders to accept the diversion to Zara. The siege represented only a brief delay before the invasion of Egypt although, as we have seen, the campaign failed to yield much booty and the financial problems remained. At this point, the embassy from Prince Alexius arrived at the crusader camp.

Even though their master had been rebuffed in his earlier attempts to secure help from rulers in the West, his envoys now offered contributions of men and money—sweetened with possible submission of the Orthodox Church to Rome—needed by the crusaders to help the Franks in the Holy Land. The envoys’ portrayal of Prince Alexius and his father, Isaac, as being wrongfully dispossessed connected neatly with the crusading ideal of recovering lands illicitly taken. To secure these rewards the crusaders had to divert the fleet to Constantinople to install Prince Alexius on the imperial throne. While some crusaders left the campaign at this point, a majority of the leadership believed that if the prince’s promises were fulfilled, this deal would enhance the crusade’s chances of success. In other words, the diversions to Zara and Constantinople were both viewed as stepping-stones to the campaign in Egypt.

When they arrived at Constantinople in June 1203 the crusaders expressed genuine surprise at the hostile reception accorded to Prince Alexius. It was anticipated that a wave of popular support would sweep him back to power without the need for military action. Emperor Alexius III, however, had worked hard to harness the long-standing Byzantine suspicion towards crusaders to create a groundswell of serious opposition.

By July 1203, however, the westerners’ aggressive military operations compelled Alexius III to flee and the Byzantine hierarchy decided to free Isaac and crown the prince as co-emperor. While the installation of Alexius IV seemed a positive development for the crusaders, the simmering enmity of the Byzantines, agitated by the new emperor’s need to satisfy his enormous financial obligations, gradually destroyed the young man’s chances of keeping his promises. As Alexius became pinned down by his allies’ increasingly aggressive demands for funds, the anti-western factions in Constantinople further reduced his room for manoeuvre.

Despite their deteriorating relationship, while Alexius remained in power the crusaders probably had a chance to leave Byzantium in good order. The ascendancy of Murtzuphlus and the murder of the emperor changed this irrevocably. It was at this point, and not before, that a crusader conquest of Constantinople became the aim of the expedition. They were camped outside an implacably hostile city with hardly any food or money; they were enraged by months of broken promises; they had faced aggressive enemy sorties (especially the fire-ships); and they were appalled by the killing of Alexius. These grievances ignited the long-standing religious and political grudges, and the westerners’ accumulated anger and fear burst into flame with the ferocity of a coniferous forest fire. Helping the Holy Land remained the long-term goal of the crusade, but immediate survival took priority—and this meant an assault on the Queen of Cities.

Given Constantinople’s redoubtable defences and the small numbers in the crusade army, the westerners’ achievement was, by their own admission, quite incredible. The city had resisted several large-scale invasions over the centuries, so why did the crusaders succeed? The most important reason for the Greeks losing Constantinople was the chronic instability that took root at the heart of Byzantine politics following the death of Emperor Manuel Comnenus in 1180. In the two decades after Manuel’s passing, a series of rebellions and revolts broke out as the leading families of Constantinople sought to gain ascendancy over each other and to create their own dynastic power base .7 At the same time the Byzantines’ military strength declined sharply. The army shrank in size and skill and, more crucially, the navy withered close to extinction. The contrast between the proud fleet of more than 230 ships sent to invade Egypt in 1169 and the dismal array of rotting hulks and fishing vessels that lined up across the Golden Horn in June 1203 could not be more stark. Small wonder that, with the centre of the empire so inwardly focused, some of the provinces saw an opportunity to break away. In 1184 Isaac Comnenus took authority for himself on Cyprus; in 1185 the Bulgarians revolted; and in 1188 the city of Philadelphia in Asia Minor seceded. Outside powers also sought advantage. The Greeks’ long-term rivals from Sicily invaded the Balkans (again in direct response to an invitation from a claimant to the imperial crown) and brutally sacked the empire’s second city, Thessalonica, in August 1185. Likewise, Frederick Barbarossa bullied his way past the Greeks during the Third Crusade in 1190.8 These episodes were all symptomatic of a chronic malaise at the core of the empire.

As the twelfth century drew to a close, Alexius III was beginning to settle into power, but his failure to close off the potential challenge of his nephew (the prince) left open the possibility of further unrest. The frenetic interchange of men at the head of the Byzantine Empire did nothing to produce competent leadership. Niketas Choniates, our main source, was fiercely critical of those in power for bearing much of the responsibility for the fall of Constantinople, and the general tenor of his comments is borne out by other observers. Alexius III, Isaac and Alexius IV possessed few inspiring qualities. Their ability to assess a broad strategic picture was, at times, disastrously limited and they often seemed far more concerned with self-indulgent luxuries, such as Isaac’s obsession with building projects, than with offering direction to the mighty Byzantine Empire. In the case of Alexius IV, he simply lacked the maturity and experience to carve out the requisite political and administrative platform. The military capabilities of successive emperors were particularly feeble. Only Murtzuphlus showed genuine talent, although by the time he took power the position was already critical.

The arrival of the Fourth Crusade added more ingredients to an already turbulent situation. It imposed intolerable pressures upon the volatile Byzantine hierarchy and the imperial system convulsed as never before. In the eleven months from June 1203 to April 1204 no fewer than six men —Alexius III, Isaac, Alexius IV, Nicholas Kannavos, Murtzuphlus and Constantine Lascaris - held the imperial title: indication enough of rampant and chronic instability.

Even so, up to the early afternoon of 12 April, when a change in wind direction brought the crusaders’ ships up to the battlements of Constantinople, the city had successfully defied the crusaders. Until this moment, exploited by the bravery of Peter of Bracieux and Aleaumes of Clari, the fall of the Byzantine capital was by no means assured. The walls of Constantinople constituted a massive barrier, the Varangian Guard was a small but lethal body of men, and the Greeks held a substantial advantage through sheer weight of numbers. Had the westerners been beaten back for the second time in four days, their will to tight—already stretched to near breaking point—might have snapped. Combined with a lack of food, this could have forced them to seek terms with the Greeks or simply to melt away in humiliating defeat.

The fact that, after 11 months outside Constantinople, the crusader army was still in a condition to exploit the fortuitous winds is a testimony to their grim tenacity and military prowess. The amphibious landing at Galata in June 1203, the facing down of Alexius III’s army outside the Theodosian walls 12 days later, the two seaborne assaults along the Golden Horn (June 1203 and April 1204), the courage of the men crossing from the flying bridges suspended high above the Venetians’ ships—these were all indicative of courage and fighting skills of the highest order.

The groundwork for many of these great deeds was laid on the tournament fields of western Europe, a factor generally underestimated in earlier accounts of the Fourth Crusade. Roger of Howden, a cleric who took part in Richard the Lionheart’s crusade, observed: ‘The science of war, if not practised beforehand, cannot be gained when it becomes necessary. Nor indeed can the athlete bring high spirit to the contest who has never been trained to practise it.’9 The relentless training of men and horses offered the very finest practice in a dangerous and competitive environment. The need to work as a team, as well as honing individual skills, was drilled into the knights. They were not, in the modern sense, a professional army that rehearses on the parade-square, but the chivalric ethos had instilled the skills, the discipline and the mentality to drive them onwards. As various contingents of crusaders departed during the campaign, the expedition slimmed down to a tough central core. The longer the crusade continued, the more familiar the remaining men became with working as a group, until their co-ordination and mutual confidence added another valuable weapon to their armoury. The siege of Zara provided a form of training ground and this was built upon through the first attack on Constantinople, the expedition to Thrace in the autumn of 1203, and the numerous skirmishes with the Greeks in the winter and spring of 1204. Once the crusaders established their battle order after the landings at Galata, they maintained these divisions for the remainder of the campaign: every man—from count to knight to foot-soldier—knew his place. A sense of shared responsibility, mutual reliance and teamwork is evident throughout the eye-witness accounts.

The crusader army was not, however, a faultless military machine—witness the temporary loss of formation outside the Theodosian walls in June 1203 and Louis of Blois’s reckless charge at Adrianople in 1205, both ironically caused by a chivalric desire for glory. Nevertheless, they formed a truly formidable fighting force.

The horsemanship of the knights was complemented by the unparalleled seafaring capabilities of the Venetians. Centuries of maritime experience meant that the Italians were amongst the elite of medieval sailors. The Venetian shipyards had more than a year to prepare for the campaign and their vessels and equipment were in excellent condition. The huge fleet sailed from the Adriatic to Constantinople with barely any losses and then, in the heat of battle, the Venetians proved themselves fully committed and courageous. The amphibious landing at Galata and the fabrication of the extraordinary siege machinery at the top of their vessels in June 1203 and April 1204 showed their improvisational skills, while bringing and holding their ships to the shore to deliver these attacks demonstrated their remarkable prowess as mariners. The quality of the Venetian fleet and its contribution to the crusade’s success dramatically highlighted the decline of the Byzantine navy.

Finally, again in contrast to the Greeks, the crusaders had effective commanders. The leadership was a mix of younger men, such as Baldwin of Flanders and Louis of Blois, and more experienced warriors. In July 1203 Hugh of Saint-Pol wrote to a friend in the West who had expressed concern about some of the knights: ‘you were exceedingly upset because I had undertaken the pilgrimage journey with such men who were young in age and maturity and did not know how to render advice in such an arduous affair’.10As time went on, however, this worry must have faded as everyone became battle-hardened. Generally, Baldwin of Flanders, Boniface of Montferrat, Louis of Blois, Hugh of Saint-Pol, Conan of Béthune and Geoffrey of Villehardouin, along with Doge Dandolo, worked in close harmony. Their determination to keep the campaign moving impelled the crusade onwards and ensured that it did not completely fragment. This broad co-operation also represented a stark contrast to the destructive bickering and tension that marked earlier expeditions, particularly the relationship between Richard the Lionheart and Philip of France during the Third Crusade.

Throughout the crusade Enrico Dandolo proved a monumentally influential figure—an unrivalled source of advice and encouragement for the other leaders. His demand to be thrust to the forefront during the assault on the walls of the Golden Horn in July 1203 was a moment of genuine inspiration and appealed perfectly to the crusaders’ sense of honour and mutual competitiveness. Baldwin of Flanders too emerged as a man of sufficient standing and integrity to be the popular choice as the first Latin emperor of Constantinople.

While the martial qualities of the crusader warriors cannot be disputed, nothing can excuse the excesses perpetrated during the sack of Constantinople, although their behaviour can, perhaps, be explained. The combination of decades of ill-feeling between the Greeks and Latins, coupled with the tensions of months of conflict outside Constantinople, exploded in an appalling wave of violence and greed. Horrific events following sieges or battles were by no means new—witness the aftermath of the capture of Jerusalem in 1099. The western ‘barbarians’ were, however, not the sole perpetrators of such acts in the medieval world and this simple label should not obscure the fact that the Byzantine Empire’s institutionalised duplicity and considerable capacity for violence did not always give them a clear position on the moral high ground. The savagery of the Greeks towards the Europeans in Constantinople in 1182 was one example of this. Nor were atrocities the exclusive province of warfare in the eastern Mediterranean as the 1258 sack of Baghdad by the Mongols, and the Norman invaders’ terrible ravaging of northern England in 1068-9, demonstrate.

To the contemporary Byzantines, as much as modern commentators, it was the crusaders’ stated purpose as holy warriors that made the episode especially hard to understand. While an appreciation of the values of medieval society does much to illuminate events of the time, even Pope Innocent had to acknowledge that, with regard to the Fourth Crusade, at least, sometimes even he could not fathom the ways of God. The crusaders, elated at overcoming the most enormous odds, had no doubt that they had received a divine blessing. Once the expedition had ended and the longer-term problems of establishing and running an empire emerged, delight at the capture of Constantinople soon became a distant memory and this new Catholic outpost became a distraction from the relief of the Holy Land.

The legacy of the sack of Constantinople is most acute in the Greek Orthodox Church where a deep-rooted bitterness at the perceived betrayal of Christian fraternity has long lingered.11 The full story behind the conquest is, as we have seen, more complicated than this allows. Even so, whether in its morality or its motivation, it remains one of the most controversial, compelling and remarkable episodes in medieval history.

In the immediate aftermath of the conquest the troubadour Raimbaut of Vaqueiras, an eye-witness, acknowledged the crusaders’ misdemeanours and set out the task that faced them if they were, in their own terms at least, to make good their misdeeds:

For he [Baldwin] and we alike bear guilt for the burning of churches and the palaces, wherein I see both clerics and laymen sin; and if he does not succour the Holy Sepulchre and the conquest does not advance, then our guilt before God will be greater still, for the pardon will turn to sin. But if he be liberal and brave, he will lead his battalions to Babylonia and Cairo with the greatest ease.12

By this time it was a challenge the crusaders could never hope to meet.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Otto Weininger
Δημοσιεύσεις: 29845
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Otto Weininger » 16 Απρ 2024, 14:56

Εύγε για το νήμα.


"Beauty slept and angels wept
For Her immortal soul
In this response, all evil chose
To claim her for their very own"


Άβαταρ μέλους
zoltan
Δημοσιεύσεις: 1121
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 14:40
Phorum.gr user: zoltan

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από zoltan » 16 Απρ 2024, 15:01

Λεγεών έγραψε:
10 Απρ 2024, 08:56
Διαβάζω αυτές τις ημέρες το ‘The Fourth Crusade and the Sack of Constantinople’ του Jonathan Phillips και με έχει συναρπάσει, οπότε αφού στα διαλείμματα από καυγάδες κάνουμε και λίγη ιστορική κουβέντα στο φόρουμ, και τα τόπικς αυτά έχουν πέραση, είπα να συνοψίσω το βιβλίο και να δούμε αν υπάρχουν άλλες σκέψεις και που φαίνεται να πήγε στραβά η όλη ιστορία.

Έχω διαβάσει μόνο μέχρι τη μέση, κάποια στιγμή θα το ολοκληρώσω.

:o
Δηλαδή έγραψες μόνος σου αυτά τα σεντόνια, έτσι για χόμπυ;

ΥΓ: είχα διαβάσει ως έφηβος την τρίτομη Ιστορία των Σταυροφοριών του Ράνσιμαν. Φυσικά τίποτα δεν θυμάμαι πλέον...

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 16 Απρ 2024, 15:07

zoltan έγραψε:
16 Απρ 2024, 15:01
Λεγεών έγραψε:
10 Απρ 2024, 08:56
Διαβάζω αυτές τις ημέρες το ‘The Fourth Crusade and the Sack of Constantinople’ του Jonathan Phillips και με έχει συναρπάσει, οπότε αφού στα διαλείμματα από καυγάδες κάνουμε και λίγη ιστορική κουβέντα στο φόρουμ, και τα τόπικς αυτά έχουν πέραση, είπα να συνοψίσω το βιβλίο και να δούμε αν υπάρχουν άλλες σκέψεις και που φαίνεται να πήγε στραβά η όλη ιστορία.

Έχω διαβάσει μόνο μέχρι τη μέση, κάποια στιγμή θα το ολοκληρώσω.

:o
Δηλαδή έγραψες μόνος σου αυτά τα σεντόνια, έτσι για χόμπυ;
Ναι, είχε πλάκα και αρκετές λεπτομέρειες δεν τις μετέφερα. Ολόκληρο το βιβλίο φαίνεται πως υπάρχει δωρεάν στα αγγλικά στον παραπάνω σύνδεσμο, για όποιον ενδιαφέρεται.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11453
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 18 Απρ 2024, 11:35

Πάντως είναι εντυπωσιακό το πόσο κακή ήταν η πολιτική κατάσταση στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία αμέσως μετά τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού το 1180. Ο Μανουήλ ήταν σχετικά επιτυχημένος, και παρά την ντροπιαστική ήττα στο Μυριοκέφαλο, είχε καταφέρει να σταματήσει τους Σελτζούκους στο Υέλιο το 1177 (όχι όμως να κεφαλαιοποιήσει την νίκη αυτή), και η αυτοκρατορία είχε καλά οικονομικά την ίδια χρονιά, καταφέρνοντας να στείλει έναν στόλο 150-200 πλοίων στην Άκρα, με σκοπό να εισβάλλει στην Αίγυπτο με την βοήθεια των σταυροφορικών κρατών (τα οποία αρνήθηκαν). Η ιδέα της εισβολής στην Αίγυπτο δουλευόταν από τον Μανουήλ και τον βασιλιά Αμάλριχο της Ιερουσαλήμ για τουλάχιστον μία δεκαετία, το 1169 είχαν επιτεθεί και στην Δαμιέττα, αλλά μαλακίστηκαν.

Μέσα στα επόμενα 25-30 χρόνια η αυτοκρατορία άλλαξε 5-6 αυτοκράτορες. Από τα 150 αξιόμαχα πλοία (και το προσωπικό που χρειάζονταν για να είναι επιχειρησιακά!), είχαν απομείνει κάπου στα 20 να σαπίζουν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης το 1203.

Οι δε τότε αυτοκράτορες ήταν τόσο τομάρια και τυχοδιώκτες, που μάλλον κανείς δεν θέλησε να τους βοηθήσει. Επίσης, όλα γίνονταν γρήγορα και τα δεδομένα άλλαζαν πάρα πολύ γρήγορα, και η τότε επικοινωνία έπαιρνε καιρό. Μία οργανωμένη βοήθεια από Θεσσαλονίκη και λοιπή Ελλάδα, και από Σμύρνη και λοιπή Μικρά Ασία, θα μπορούσε να φέρει μέσω ανατολικής Θράκης έναν στρατό μπροστά στον οποίο οι σταυροφόροι θα συνθηκολογούσαν. Όμως μέχρι να οργανωθούν αυτές οι εκστρατευτικές δυνάμεις, ο αυτοκράτορας μπορεί να είχε αλλάξει, και οι σταυροφόροι να ήταν πια φίλοι των βυζαντινών.

Και έτσι η Κωνσταντινούπολη των 400 χιλιάδων κατοίκων και των τουλάχιστον 10 χιλιάδων μάχιμων υπερασπιστών, έπεσε σε έναν στρατό 20 χιλιάδων εκ των οποίων κάπου στους 5-6 χιλιάδες ήταν πραγματικά μάχιμοι και οι υπόλοιποι υπηρετικό προσωπικό. Η σχεδόν ανεμπόδιστη πρόσβαση των σταυροφόρων στον Κεράτιο κόλπο από την αρχή ήταν αυτό που έκανε την διαφορά. Ακόμα και τότε, οι βυζαντινοί είχαν αρκετές ευκαιρίες να νικήσουν, όμως με ολίγιστους λιπόψυχους επικεφαλής, δεν κερδίζεις ακόμα και αν έχεις 20 φορές τον αριθμό των αντιπάλων. Ο Μούρτζουφλος ήταν η καλύτερη τους ευκαιρία, αλλά και αυτός έκανε λάθος εκτιμήσεις την λάθος στιγμή.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Gherschaagk
Συντονίστρια
Δημοσιεύσεις: 29724
Εγγραφή: 04 Ιουν 2018, 05:51

Re: Τέταρτη Σταυροφορία

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Gherschaagk » 18 Απρ 2024, 11:52

Είναι πολύ μεγάλα τα ποστ. 😢
Στες τρεις πήρα κι αράχνιασα, εις τες εννιά μυρίζω,
κι απʼ τες σαράντα κʼ ύστερα αρμούς αρμούς χωρίζω.

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Ιστορία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών