Ημερολόγιο

Ψυχή και άνθρωπος.
Κανόνες Δ. Συζήτησης
Οι πληροφορίες, οι συμβουλές και γενικότερα το υλικό που δημοσιεύεται σε αυτή την ενότητα έχουν αποκλειστικά ενημερωτικό χαρακτήρα και εκφράζουν τις προσωπικές απόψεις των αρχικών συγγραφέων στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν επιστημονική ιατρική πληροφόρηση. Το Phorum.com.gr δεν παρέχει ιατρικές συμβουλές, ούτε φέρει ευθύνη για το υλικό που δημοσιεύεται εδώ ή σε άλλη ενότητα της κοινότητας, ή μεταφέρεται ως πληροφορία με τη χρήση προσωπικών μηνυμάτων, e-mail και άλλων τρόπων. Δεν φέρουμε καμία απολύτως ευθύνη για οποιαδήποτε τυχόν σωματική / ψυχική βλάβη λόγω εσφαλμένης πληροφόρησης. Συστήνουμε πάντοτε να συμβουλεύεστε γιατρό για θέματα υγείας.

Η ανάγνωση ή/και η συμμετοχή σας στην παρούσα ενότητα συνεπάγεται ότι συμφωνείτε και αποδέχεστε ανεπιφύλακτα τους παραπάνω όρους.
Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 24 Μάιος 2018, 09:36

Ξύπνησα με μια επιβεβλημένη βαρεμάρα. Πρέπει να προσέξεις να μην ξεχαστείς στο κρεβάτι και σε πάρει ο ύπνος γιατί περνάς μετά ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της μέρος σε ληθαργική κατάσταση. Τα παιδιά είχαν ήδη ξυπνήσει όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι και έπαιζαν πλαιστέισιον. Ρώτησα αν θα έπρεπε να κάνουν τα μαθήματά τους αφού αύριο είχαν σχολείο και πήρα σαν απάντηση να μην τους πρήζω/όλο τους πρήζω. Η Άννα καθόταν σε μια γωνία στον καναπέ και έπαιζε με το κινητό της. Τελευταία παίζει πολύ με το κινητό της. Μπαίνει στο φεισμπουκ ή μιλάει στο μέσεντζερ με τις φίλες της ή διαβάζει τα διάφορα νέα. Εγώ έχω αρχίσει να ξεκολλάω από την κακή συνήθεια και έχω πάψει να περνάω ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μου τσεκάροντας διάφορα φόρουμ, για πιθανές απαντήσεις σε αναρτήσεις μου, αν άρεσε σε κάποιον το ένα ή το άλλο που είπα. Δεν μπορώ να πω ότι έχω ξεπεράσει εντελώς το κακό συνήθειο άλλα το έχω περιορίσει στη γωνία και είμαι έτοιμος να το κλωτσήσω έξω από τον προσωπικό μου χώρο. Να πάει να παίξει κάπου αλλού το μαλακισμένο. Έχει πολλά κορόιδα εκεί έξω.

Ήμουν λοιπόν έτοιμος να πάρω κι εγώ τη συνηθισμένη μου θέση στον καναπέ, ετοίμασα τον καφέ μου, πήρα ένα βιβλίο που έπεισα τον εαυτό μου γυρνώντας από Αμβούργο ότι το να περνάς μισή ωρίτσα κάθε μέρα διαβάζοντας ένα βιβλίο σε κάνει εξυπνότερο και την μέρα σου ελαφρύτερη και άρχισα να διαβάζω προτού μου ανακοινωθεί ότι η μέρα μου θα ήταν γεμάτη. Θα πηγαίναμε τα παιδιά στον κόσμο του Ευγένιου τριβιζά και μετά στο χωριό για φαγητό και πέταγμα αετού. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει και να χτυπιέται (σε πλήρη αντίθεση με τα παιδάκια στη Γερμανία που κάθονται ήσυχα και δέχονται οτιδήποτε οι επίσης ήσυχοι γονείς τους αποφασίσουν γι’ αυτά ποτέ δυσανασχετούντα, πάντα με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στο πρόσωπό τους), δεν ήθελε να πάει, η Άννα άρχισε να φωνάζει και να τα παίρνει και με εμένα που δεν ήθελα να βγω έξω, η Δανάη παρέμενε ήρεμη. Τελικά ο μικρός πείστηκε να έρθει. Παρκάραμε στο βελλίδειο και περπατήσαμε μέχρι το περίπτερο του θεματικού πάρκου. Ήταν λίγο θλιβερό. Είχαν σκεπάσει τις λάμπες φθορίου με ένα μαύρο πανί, τα δωμάτια ανέδυαν μια απειλητική αίσθηση βρωμιάς και τα σκηνικά διακατέχονταν από κατασκευαστική προχειρότητα. Ποτέ δεν μου άρεσαν άλλωστε τα παραμύθια του Τριβιζά. Τα θεωρώ φλύαρα και πολύ παιδικά ακόμα και για παιδιά. Σε κάθε δωμάτιο σε ξεναγούσε κάποιος ηθοποιός που σου έκανε μια μικρή περιγραφή των πιο γνωστών παραμυθιών. Η Δανάη ως συνήθως δεν συμμετείχε πουθενά ενεργά όπως τα περισσότερα άλλα παιδάκια, ούτε σε τραγούδια, ούτε σε απαντήσεις. Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε δυναμικά για να ανακαλύψει στη συνέχεια ότι δεν είχε και πολλές απαντήσεις στα παραμύθια και δεν μπορούσε με τίποτα να παραβγεί με ένα άλλο παιδάκι που ήταν εκεί για δεύτερη φορά και γνώριζε τα πάντα και τα παράτησε. Μου ορμούσε συνεχώς για να μου πάρει το τηλέφωνο, κρατούσε καθ’ όλη τη ξενάγηση το χέρι της μαμάς του και έχοντας χάσει το ενδιαφέρον του σε μια ομολογουμένως βαρετή παρουσίαση συμμετείχε μόνο σε αυτά τα πράγματα που του έδιναν ευκαιρία να κινηθεί και να φωνάξει. Ήταν απογοητευτικό και δεν άρεσε ούτε στα παιδιά που γαλουχημένα με τον Κούμπο και θεατρικές παραστάσεις τους φάνηκε εκνευριστικά στατικό και βαρετό μέχρι θανάτου.

Πήραμε το μεταλλικό μας άλογο και ξεκινήσαμε για το χωριό. Εγώ πείραζα την Άννα για την ψυχολογική της κατάσταση και έλεγα ότι ίσως θα βρίσκαμε μια θέση γι’ αυτή στο ινστιτούτο του Μπέντλαμ γιατί έβλεπα μια σειρά που ο πρωταγωνιστής δήλωνε ότι την μάνα του την έβαλε ο μπαμπάς του στο τρελοκομείο του Μπέντλαμ. Η Άννα λέει συνέχεια ότι ό,τι πω είναι κλεμμένο από ταινίες και τραγούδια. Η αλήθεια είναι ότι συχνά χρησιμοποιώ ακόμα και τον συντακτικό τύπο φράσεων από ταινίες αφού τον έχω μεταφράσει από τα αγγλικά για να πω κάτι που θα ακουστεί έξυπνο. Όταν όμως το λέω δεν μου ακούγεται καθόλου έξυπνο. Μάλλον φταίει το χάσμα των γλωσσών αλλά και η ολοένα φθίνουσα εκτίμηση που τρέφει για εμένα η γυναίκα μου. Δεν με πειράζει και πολύ αυτό όμως κι ούτε πασχίζω να κρύψω τις διάφορες λογοκλοπές μου. Είναι απλά κάτι που κάνω.

Ένιωθα αρκετά καλά. Το ίδιο και οι υπόλοιποι νομίζω. Όταν φτάσαμε χαιρετήσαμε τους άλλους διάφορους τύπους που ήταν εκεί. Τον Μάκη και τη δήμητρα πια τους γνωρίζω καλά και ξέρω και τα ονόματα των παιδιών τους ενώ ένα ζευγάρι εκεί και μια άλλη γυναίκα ενώ τους έχω ξαναδεί αρκετές φορές δεν ξέρω πως τους λένε. Ευτυχώς φτάνοντας έπρεπε να συμπληρώσω λάδια στο αμάξι και δεν χρειάστηκε να χαιρετήσω κανέναν. Φόρεσα τη φόρμα μου και έτρεξα προς τα διόδια. Ασυνήθιστα πολλά αυτοκίνητα στο δρόμο και μια κούραση αδιαπέραστη στα 4 περίπου χιλιόμετρα. Γύρισα στο σπίτι περπατώντας. Πάντα μέσα στο σπίτι επικρατεί μια μυρωδιά κλεισούρας. Σκέφτομαι ότι οι υπόλοιποι με θεωρούν λίγο περίεργο που ενώ αυτοί κάθονται και τρώνε εγώ τρέχω σε βουνά και πεδιάδες, γυρνάω, κάνω μπάνιο, ντύνομαι. Δεν πειράζει. Για να κάνω κάτι άλλο χλωμό. Αφού ντύνομαι νιώθω περισσότερο σε συγχρονισμό με τους υπόλοιπους.

Η παρέα εδώ στο χωριό είναι πιο εύκολη, αφενός γιατί τους περισσότερους τους ξέρω καλά, αφετέρου αισθάνομαι ότι δεν υστερώ νοητικά σε όποια συζήτηση θα μπορούσε να γίνει και τέλος, μετά το τρέξιμο η ευφορία σε κάνει πιο διαχυτικό, χαρούμενο και επομένως καλύτερη παρέα. Ο πεθερός μου όπως πάντα, πίνει λίγο και κάθεται στην καρέκλα του μιλώντας λίγο με ένα χαμόγελο. Νομίζω ότι του αρέσει να έχει εκεί συγγενείς και φίλους και να τους ταΐζει. Σε αυτό μου θυμίζει λίγο τον δικό μου μπαμπά. Όταν πίνει ωστόσο παίρνει συχνά και κάποιες δήθεν πρωτοβουλίες που μου φαίνονται λίγο επιτηδευμένες με σκοπό να αναδείξουν τον αντρισμό του.
Η Δανάη είχε κοιλόπονο, νομίζω ότι ήταν μισός κοιλόπονος και το άλλο μισό ντροπαλότητα. Ο μικρός έπαιξε με τα ξαδέλφια του που τα ξέρω αλλά δεν γνωρίζω τα ονόματά τους. Το παιχνίδι τους είναι σκληρό αλλά δεν φαίνεται να τα πειράζει (το ίδιο φαντάζομαι δεν ισχύει για τα γερμανάκια που όπως έχουμε πια επιβεβαιώσει δεν κλαίνε ποτέ παρά πολύ πολύ σιωπηλά ή από μέσα τους). Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με έναν ιδιαίτερο τύπο παιδιού και σε ιδιαίτερες στιγμές. Με βλέπουν σαν έναν από αυτούς και έτοιμο να φάω κλωτσιές και μπουνιές. Αυτό συμβαίνει ίσως γιατί εισβάλλω στα άδυτά τους, π.χ. σε φουσκωτά όπως αυτό του χωριού. Έχω πάντα μια περίεργη αίσθηση όταν κυλιέμαι σε φουσκωτά στρώματα με παιδιά. Σαν να είναι κάτι που θα έπρεπε να με χαροποιεί αλλά λίγο το βαριέμαι και αισθάνομαι το σώμα μου βαρύ πολύ βαρύ ενώ σκέφτομαι τι θα λένε οι μαμάδες των παιδιών που μαζί τους έτυχε να κυλιέμαι (με τα παιδιά όχι με τις μαμάδες). Κάτι σαν την χαρά του παιδέρα ή δεν ξέρω μπορεί και να μην σκέφτονται τίποτα και να είναι μόνο στο δικό μου το μυαλό. Όπως και να έχει φροντίζω να κρατούνε λίγο αυτές οι συμπτύξεις. Μετά από λίγο και αφού έφυγαν όλα τα παιδιά ήρθε η Δανάη που τώρα που έμεινε μόνη της σκέφτηκε να το διασκεδάσει. Χοροπηδούσε μέσα στο φουσκωτό και μετά από προτροπή μου άρχισε να φτύνει στον αέρα και να τρώει τα σάλια της στη μούρη. Συνέχισε να χοροπηδά και να χαίρεται (αν και αυτή η χαρά της μου φαίνεται λίγο βεβιασμένη) ώσπου από τα κάγκελα πλησίασε ένα κοριτσάκι που την φώναξε. Η Δανάη λούφαξε και έκανε πως δεν την είδε. Κάποια στιγμή κι επειδή το κοριτσάκι επέμενε σηκώθηκε και τη χαιρέτησε για να εξαφανιστεί μετά μέσα στο σπίτι. Αργότερα μου είπε ότι δεν το συμπαθούσε καθόλου αυτό το κοριτσάκι επειδή ήταν ενοχλητικό και πιεστικό. Μα η Δανάη από την άλλη δεν αντέχει ούτε την ξαδέλφη της την μικρή ολγίτσα που εδώ που τα λέμε είναι λίγο κτητική και θέλει να χαλάσει τη διασκέδαση των άλλων όταν αυτή δεν διασκεδάζει.

Ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω πως τα καταφέρνουν οι γυναίκες μετά το φαί να κάθονται και να μαζεύουν και να πλένουν πιάτα και γενικά να κάνουν δουλειές. Η Άννα βλέπω ότι βοηθάει τη μαμά της μετά τη δουλειά ενώ η αδελφή της πάντα έχει κάτι άλλο να κάνει. Η αδελφή της Άννας φαίνεται να είναι λίγο παρτάκιας και γενικά να φέρεται σαν να της χρωστά κάτι ο κόσμος. Πράγμα που φαντάζομαι ότι σε διαφορετικό βαθμό ισχύει για όλους τους έλληνες.

Εντωμεταξύ πηγαίνοντας για το χωριό (δεν μπορώ να καταλάβω πως το ξέχασα μάλλον επειδή το έγραψα λίγο στα αρχίδια μου) μας πήρε τηλέφωνο η γειτόνισσα η Ευγενία και μας είπε να τσεκάρουμε αν βγαίνει καπνός από το σπίτι τους. Έβγαινε. Το σπίτι κάηκε από το υπόγειο μετά από έκρηξη και μαύρισε όλον τον πάνω όροφο. Η Άννα στεναχωρήθηκε πολύ πράγμα που μου φαίνεται περίεργο. Ποτέ δεν έχω στεναχωρηθεί με τρόπο που θα επισκιάζονται οι σκέψεις μου με τη δυστυχία κάποιου άλλου πέρα από τον στενό οικογενειακό μου κύκλο. Μάλλον κρατάω όλη τη στεναχώρια μου για τους δικούς μου. Η στεναχώρια της Άννας πάντως φαίνεται να είναι ειλικρινής αν και ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις με τις γυναίκες αφού εμφατικά μου έχει ξεκαθαρίσει από την μία ότι δεν της αρέσει το πρωκτικό σεξ και από την άλλη βγάζει τα πιο ερεθισμένα βογγητά όταν της τρίβω την απαγορευμένη οπή. Μου σηκώθηκε λίγο.
Η μέρα κύλησε όμορφα. Ξάπλωσα λίγο κάτω απ’ τον ήλιο, μετά έπαιξα λίγο μπάσκετ με την κόρη μου και μια ξεφούσκωτη μπάλα ενώ προσπάθησα να πετάξω και χαρταετό μα δίχως αέρα είσαι αναγκασμένος να τρέχεις για να τον δεις μετά από λίγο πεσμένο.
Μαζευτήκαμε κατά τις 6.00 και γυρίσαμε σπίτι. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από εκεί και πέρα.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 18 Οκτ 2018, 17:33

Για πρωινό είχε αυγά στραπατσάδα με τσιγαρισμένο κρεμμύδι και τσάι. Τα υπόλοιπα δεν τα άγγιξα. Ψιλοκομμένα Λάχανα και μανιτάρια που επέπλεαν σε ζουμί. Μετά πήγαμε στο γραφείο όπου ήπια δυο καφέδες κι ένιωσα τις δυνάμεις και τον εαυτό μου να επανέρχονται. Αυτό θα είναι να είσαι γέρος. Να μην έχεις δύναμη, να μην έχεις διάθεση, κανενας καφές να μην μπορεί να αναπληρώσει το κενό. Αβοήθητος. Μα εγώ είμαι νέος και ακόμα κι αν η ψυχική μου υγεία μοιάζει με κλωναράκι φυτεμένο στο χιόνι, ακόμα δυνατός. Ακόμα κάτι με ωθεί. Όχι η τρελή παρόρμηση της νιότης. Η σοβαρή ευθύνη της ενηλικίωσης. Το χρέος στην ηλικία και κάτι να αποδειξω ίσως. Ότι είμαι ικανός. Ότι μπορώ.
Πως αδιάκοπα παραμυθιάζω τον εαυτό μου ότι αυτά που έχω και ο τρόπος που ζω την οικογένειά μου είναι αποτέλεσμα όχι κάποιου καπρίτσιου της τύχης αλλά ξεκάθαρα, όλα έργα δικά μου. Έργα της διορατικότητας και της φρόνησής μου. Των χεριών μου. Του μυαλού μου. Όπου τολμά η τύχη να επεμβαίνει ίσως το κάνει βάσει κάποιου αναπόφευκτου σχεδίου που με θέλει καλά. Παλιά δεν μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που της όριζα μα περάσανε τα χρόνια. Μαλάκωσα. Δεν είμαι πλέον μεσσίας. Είμαι ικανοποιημένος πια να με έχει η θεία πρόνοια απλώς καλά. Ικανοποιημένο, οικονομικά οικογενειακά δημιουργικά ικανοποιημένο.
Αυτός ο πολωνός δεν ξέρει να οδηγάει. Θα με αφήσουν στο εμπορικό μέχρι να κάνουν τις δουλειές τους. Γιατί συμφώνησα; Τι θα κάνω στο εμπορικό; Θα χαζεύω βιτρίνες. Μαλακίες. Έπρεπε να του πω του πολωνού τι θα γίνει ρε καργιόλη θα κανουμε δουλεια ή παπαρια. Το media markt πολύ μεγαλύτερο από αυτά που έχουμε θεσσαλονίκη. Κωλοχώρι θεσσαλονίκη. Όλα όμως φαίνεται να είναι στις ίδιες τιμές. Όπου και να πας το ίδιο. Βαρέθηκα. Βγαίνω να περπατήσω. Να βρω το κέντρο. Ένα πάρκο με πεσμένα φυλλα κι ένα μικρό συντριβάνι μπροστά σε ένα θεατράκι. Μετά ένα φθηνό πολεμικό μουσείο και μετά η ωραία πλατεία, πλακόστρωτη, φαρδιά ηλιόλουστη. Οι μπάτσοι σε ζευγάρια μοιάζουν με τον χοντρό και τον λιγνό. Κάποια αδιάφορη ομιλία από υποψήφιο δήμαρχο. Ένα ωραίο ζεστό καφέ με νόστιμα γλυκά. Όχι πολύ γλυκά όμως όπως τα ελληνικά. Όσο πρέπει. Να και μια ωραία τράπεζα. Αν μπω μέσα τα λεφτά σου παλιόπουστα χωστα σε μια τσάντα εγώ θα φέρω την τσάντα παλιόπουστα; Εγώ σε ληστεύω βρες εσύ την τσάντα. Αυτό το υπέροχο σαν νεκροταφείο γκρίζο στις σκιές της πλατείας σε κάνει να νιώθεις ασφαλής. Ποτέ δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα εδώ σε αυτή την τεράστια λιθόστρωτη πλατεία χωρίς μετανάστες. Χωρίς μαυρίλα να περπατάει δίπλα σου και να φτήνει τα χώματά σου. Κωλοαφγανοί από τη μία από την άλλη όμως να μη δηλητηριάζουμε τα παιδιά μας με ρατσισμό. Ωραία τα νεκροταφεία στην πολωνία σε αντίθεση με εμάς που είναι όλοι οι νεκροί πεταμένοι άναρχα σαν σε μάζωξη για τσίπουρα και σουβλάκια.
Φτάσαμε, είπα πως δεν πεινάω και έφυγα για το κελί μου να αλλάξω και να πάω για τρέξιμο. Εδώ και κανα δυο ώρες έχω την εντύπωση ότι είναι απόγευμα, η σκιά μου έχει παγώσει μακριά και λιγνή περνάει το μονοπάτι που τρέχω περνάει το ποτάμι. Όλη μια ευθεία αυτή η χώρα. Γρήγορα το πλακοστρωτο δίνει τη θέση του σε χωματόδρομο οι πύργοι του μοναστηριού φαίνονται μακρινοί σκεπασμένη με πένθιμη πάχνη. Μια γυναίκα περνάει από δίπλα μου, το άρωμα της βαρύ, παλιομοδίτικο. Σαν άρωμα παλιάς θαμένης θείας. Ένας ψαρεύει στο ρέμα. Γυρνάει. Με κοιτάζει. Έχει ένα πελώριο γκρίζο μουστάκι. Ναι ψαρεύω ρε καργιόλη. Ψαρεύω. Απαγορεύεται. Στα αρχίδια μου. Διαβάζω τη σκέψη του. Παρακάτω σε ένα άνοιγμα φτερά και πούπουλα στο δρόμο και είναι αίμα αυτό; Είναι αίμα. Κι ένα α σε κυκλο γραμμενο με σπρέυ. Αναρχικοί σατανιστές τελετές το βράδυ. Συνεχίζω. Μυρίζει υγρασία και καπνός από ξύλα. Πλησιάζω το δάσος. Αυτή η χώρα είναι όλη ένα δάσος. Μια ευθεία μέσα σε ένα δάσος. Ο ήλιος πέφτει. Μια γυναίκα με ποδηλατο με προσπερνάει. Δεν φοβούνται εδώ οι γυναίκες τα σκοτεινά μέρη, το δάσος. Στην ελλάδα δεν βλέπεις μόνες γυναίκες. Μάλλον διαισθάνονται στην ψυχή του μέσου έλληνα άντρα έναν βιαστή. Πάθη πάθη πάθη. Γυρνάω στο κελί μου. Είμαι γεμάτος μυγάκια.

νύχτα

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από νύχτα » 18 Οκτ 2018, 17:38

πολύ συγκινητικό

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 01 Οκτ 2019, 15:24

Ίσως δεν έπρεπε να έρθω. Χθες ήπια λίγο παραπάνω για να έρθω σε διάθεση για σεξ. Τελικά κοιμήθηκα χωρίς και ξύπνησα ζαλισμένος. Τώρα που περπατάω επάνω στον χωματόδρομο σκέφτομαι τον ωραίο κώλο της και χαϊδεύομαι. Έχω μια στύση που επιμένει και θέλω να την γαμήσω αργά και πολύ. Ίσως αν της έστελνα μια φωτογραφία της σηκωμένης μου ψωλής... αν μου έλεγε να βρεθούμε θα γυρνούσα πίσω. Τι δουλειά έχω στο παικο ούτως ή άλλως; Θα προτιμούσα να γαμάω. Παίρνω τηλέφωνο. Τι κάνεις μωρό μου; Να σου στείλω κάτι προσωπικό στο βάιμπερ, όχι όχι με τίποτα, έχουμε και διάβασμα, ξέρεις πόσο καυλωμένος είμαι έτσι; Με τίποτα, ξέχνα το, έχω πολύ αίμα, ξέχνα το, ανέβα το βουνό σου και τα λέμε το απόγευμα.

Σκατά. Θα μείνω να τρίβω τη σηκωμένη μου πούτσα και να και ένας κυνηγός, του πούτσου κυνηγός, κάθεται και περιμένει να του πέσει το θήραμα στο πιάτο, θα με δούνε τίποτα πεζοπόροι και θα με περάσουν για ανώμαλο που τρίβω τον πούτσο μου, να δύο με τα σκυλιά τους κατηφορίζουν. Τι κάνουν δυο μαντράχαλοι με σκυλάκια κυριακάτικα στο βουνό, μάλλον καταπιεσμένες αδελφές. Χωριό τα Γιαννιτσά. Καλημέρα. Καλημέρα. Πως πάει; Δεν πήρα απάντηση. Μεταξύ πεζοπόρων είναι πλεονασμός το «πως πάει», σαν να τους έλεγα εντάξει; Ρουφήξατε καλό πούτσο σήμερα στο βουνό λούγκρες; Μέχρι εδώ ακούγεται η πρωινή θεία λειτουργία λούγκρες, από τα μεγάφωνα σας μιλά ο θεός. Απ’ τον ουρανό σας βλέπει.
Δεν έπρεπε να πω «πως πάει», κι αν λίγο παραπάνω συναντούσα μια ωραία πεζοπόρο με εκείνα τα κολάν τα κολλητά που με τρελαίνουν και πιάναμε συζήτηση και συνεχίζαμε μαζί; Γιατί όχι, αλλά σταμάτα να τρίβεις το πέος σου.

Για αυτό το λένε ρωμαϊκό δρόμο, δεν είναι μονοπάτι, είναι λεωφόρος. Λίγο βαρετό, θα περπατήσω κάνα δίωρο και μετά γυρνάω.
Σε τέσσερα περίπου χιλιόμετρα φτάνω σε ένα άνοιγμα. Ευθεία μου φαίνεται ότι συνεχίζει ένα μονοπάτι πνιγμένο στις φτέρες. Συνεχίζω προς τα εκεί. Τίποτα το εντυπωσιακό μέχρι εδώ. Σε λίγο μπαίνω σε ένα δάσος με χαμηλά δέντρα, μάλλον οξιές, η ανηφόρα είναι γλυκιά και βατή, βρίσκω μια σπασμένη σκουριασμένη πινακίδα που γράφει αλώνι ή καλώνι, βγαίνω από το χαμηλό δάσος και συνεχίζω ευθεία. Βρίσκομαι σε ένα μέρος φανταστικό, κρυφό, μεγαλοπρεπές, μέρος για αρχαίες τελετές όπου μαινάδες και σάτυροι κάποτε ζευγάρωναν ουρλιάζοντας, με τεράστιες βελανιδιές και καστανιές, ο ουρανός δεν φαίνεται από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων. Περνάω ανάμεσα από αιωνόβιους κορμούς. Στο πλάι τους φυτρώνουν μεγάλα σκληρά μανιτάρια. Εγκρίνω κουνώντας το κεφάλι. Μπορεί να έχει και ζώα εδώ γύρω, ένα ελάφι μπορεί να σηκώσει το κεφάλι του και να το στρέψει προς το μέρος μου δίπλα από ένα νερόλακκο ή ένα ρυάκι. Κάποιος αναπνέει στον ώμο μου, γυρίζω απότομα, δεν είναι κανείς. Κάθε τόσο ακούω ένα μακρινό σπάσιμο κλαδιών, έναν ξερό απειλητικό ήχο. Είναι τα κρυμμένα από τα φύλλα κλαδιά που σέρνω περπατώντας; Εγώ τα προκαλώ όλα αυτά; Τους μακρινούς ήχους, τα γαβγίσματα; Αν σκεφτώ πολύ έντονα μπορώ να κάνω τον ήλιο να δύσει; Ναι, αν του δώσω λίγο χρόνο. Νιώθω μια νευρικότητα. Πετάγομαι με το παραμικρό. Δεν μου αρέσουν οι Κυριακές και το μέρος ξένο. Το κέρας ξερνάει χρυσό αλλά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος για κάτι θανατηφόρο και κοφτερό.

Στο βάθος τελειώνει το δάσος βλέπω κάτι θάμνους να κινούνται βίαια. Μα δεν έχει αέρα. Ακούω κουδουνίσματα. Μια κόκκινη αγελάδα με κοιτάει μασουλώντας. Πλησιάζω, απομακρύνεται, κι άλλες αγελάδες, πως ανέβηκαν εδώ πάνω; Βιολογικό κρέας, νόστιμο αγνό κρέας. Φτάνω στο ξέφωτο που είναι μαζεμένο το κοπάδι μαζί με τα τσοπανόσκυλα, χιμούν επάνω μου. Ίσως πρέπει να επιστρέψω. Ουμπρααα φωνάζω και ορμάω προς τα πάνω τους. Που θα βρω έναν Μεγα Αλέξανδρο άξιο να ακολουθήσω στη μάχη; Όλοι σήμερα μπουχέσες. Σκορπίζουν. Ακούω τον γελαδάρη. Ξεπροβάλλει από το χωράφι. Με ένα ραβδί, ξανθός στρόγγυλος. Μη φοβάσαι, δεν φοβόμουν, δεν δαγκώνουν, θα τα γαμούσα, τι λέει; που πας; δεν ξέρω έτσι περπατάω έχω μια αόριστη ιδέα για το που βρίσκεται η κορυφή αλλά δεν ξέρω αν θα καταφέρω να φτάσω. Από πού είσαι; Θεσσαλονίκη. Θεσσαλονίκη; Και πως ήρθες εδώ; Δεν είναι μακριά. Μαλάκα έχουμε και αυτοκίνητα εδώ και πολλές δεκαετίες. Αλλά πως... τι... θα ανέβεις το βουνό; Μου λέει γελώντας ειρωνικά και κοιτάει τον Αλβανό βοηθό του που τον μιμείται αυτόματα. Οι άνθρωποι της πόλης με τις μόδες τους. Από που πάω για την κορφή. Από εκεί ίσια θα πάρεις τον δρόμο. Βιολογικό κρέας ε; Βιολογικό ναι, απαντά με θλίψη ο γελαδάρης αλλά δεν είναι πιστοποιημένο, πληρώνεται για κανονικό. Συνεχίζω λίγο βαριεστημένα ο δρόμος είναι φαρδύς και πάλι, απομεινάρι Ρωμαίων, γεμάτος σκατά αγελάδων. Σε λίγο βρίσκομαι μπροστά σε ένα χωματόδρομο που ανηφορίζει από άλλο χωριό και βλέπω μια σπασμένη πινακίδα που αν είσαι τυχερός κι έχεις τον άνεμο με το μέρος σου θα περιστραφεί με τέτοιο τρόπο που θα σου δείξει τον σωστό δρόμο. Σαν να έχεις φτάσει στη διασταύρωση για τους δρόμους της αρετής και της κακίας και όλες οι πινακίδες έχουν γαμηθεί από την πολυκαιρία. Μια οικογένεια έχει κάτσει σε ένα πλάτωμα. Τους πλησιάζω. Συγγνώμη, για την κορυφή πηγαίνω καλά; Ο άντρας μου δείχνει ένα δρόμο μες στο δάσος. Η γυναίκα τρυφερή, στρουμπουλή, με υπνωτική φωνή πλησιάζει προς το μέρος μου. Έχουμε βραστό καλαμπόκι αν θέλεις. Ένα πλεκτό καλάθι βρίσκεται μπροστά της. Όχι ευχαριστώ. Δεν τρώω καλαμπόκια από χέρια μαγισσών. Έχω τους ξηρούς καρπούς μου.

Συνεχίζω μες στο δάσος. Χαμηλά δέντρα και ελλιπή σήμανση, μόνο μια κορδέλα που δέθηκε λες τυχαία σε κάποια κλαδιά για να σου δείξει τον δρόμο. Δεν είμαστε κράτος κύριοι κτλ κτλ. Προχωράω, πισογυρνώ, ψάχνω για την κορδέλα, κάνω να τα παρατήσω και όσες φορές σκέφτομαι να τα παρατήσω πάντα βλέπω μια κορδέλα, άσπρη και κόκκινη, δεμένη πρόχειρα σε ένα κλαδί και συνεχίζω. Περνάω από ξέφωτα κι από πυκνές φτέρες, γέρικους κορμούς, πέφτω συχνά, δεν φαίνεται το έδαφος, δεν ξέρω που πατάω. Τι κάνω εδώ; Δεν είναι κανείς εδώ. Είχα ένα πλειμομπιλ μικρός για ήρωα. Είχε τραύματα από τις πολλές μάχες και σημάδια. Είχε χάσει το χρώμα του και οι ενώσεις του είχαν χαλαρώσει από τη χρήση, από τις μάχες, αλλά συνέχιζε. Δεν ήταν δυνατόν να πεθάνει ή να τα παρατήσει. Ήταν ήρωας.

Θα ξεχάσω ότι έχω κλειδώσεις, ότι έχω εγκέφαλο, για λίγο ένα μεγάλο χέρι θα καθορίζει τις κινήσεις μου.
Το τοπίο γδύνεται σταδιακά και μένει η πέτρα. Μπροστά μου βλέπω την κορυφή να ευθυγραμμίζεται με την μεσημεριάτικη πανσέληνο. Ακολουθώ το φεγγάρι. Δεν είναι μακριά. Λίγο ακόμη μόνο.

Δεν καταφέρνω να φτάσω. Δύο πεζοπόροι με πληροφορούν ότι η κορυφή είναι 20-30 λεπτά μακριά. Η ώρα όμως έχει περάσει. Δεν είμαι σίγουρος για τον δρόμο του γυρισμού.

Έχω χαθεί. Δεν βλέπω καμία κορδέλα και δεν ξεχωρίζω κανένα μονοπάτι. Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει. Έχω χαθεί μέσα στο δάσος, έχω γυρίσει πίσω για να ξαναβρώ το δρόμο μου και έχω ξαναχαθεί. Έχω χαθεί πάνω από δύο φορές. Γελάω. Δοκιμάζω το τηλέφωνό μου. Δεν έχει σήμα. Δεν υπάρχουν κορδέλες, η τελευταία που είδα ήταν πριν από μισή ώρα. Είχα ένα πλειμομπιλ όταν ήμουν μικρός. Του επέβαλλα δυσκολίες και μάχες. Το βάπτισα με σπασμένα κόκκαλα και αυτός συνέχιζε. Μπορεί να γέρασε, να τον κατάπιε η θλίψη, να είδε δικούς του να πεθαίνουν μα συνέχιζε, μέσα από την απόγνωση και την απελπισία. Γιατί δεν μπορείς να εμποδίσεις μια φυσική δύναμη. Γιατί θα συρθείς, θα ματώσεις, θα χαθείς, θα νιώσεις την καρδιά σου να χτυπάει στα πόδια σου στα χέρια σου αλλά πάντα στον πυρήνα σου θα μένεις δυνατός. Θα μένεις όρθιος. Ένα μέρος σου ποτέ δεν θα λυγίσει στα χρόνια, στην κούραση, στις αρρώστιες.
Στέκομαι, ο ιδρώτας μου ξεραμένος στα ρούχα μου, ανασαίνω βαριά. Τα πόδια μου πονάνε.
Σηκώνω το κεφάλι, ο ήλιος πίσω μου. Τριγύρω μου το δάσος. Τα μάτια μου γεμίζουν κόκκινα φύλλα.

Άβαταρ μέλους
νύχτα
Δημοσιεύσεις: 8702
Εγγραφή: 03 Μαρ 2019, 12:18

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από νύχτα » 01 Οκτ 2019, 20:56



στο χαρίζω
fear as night can’t be shut off

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 09 Ιούλ 2020, 14:32

Κι έτσι ξεκινά. Στην αρχή, σαν βαθύ μπάσο. Μια χορδή που πάλλεται αργά από ένα χέρι που ξαναμαθαίνει να παίζει, βαρύ και σκονισμένο από τα χρόνια. Μετά έρχεται το ρίγος. Η καρδιά που χτυπάει σαν τύμπανο βαθύ. Σαλεύουν τα άκρα, ξυπνούν οι ξεχασμένοι μύες. Σκουπίζω τα κλαδιά από πάνω μου, τα ξεραμένα φύλλα. Για πολύ καιρό κοιμόμουν. Για πολύ καιρό μετρούσα ληθαργικά τις πληγές μου. Πρέπει να προσέξω αυτή τη φορά. Δεν είμαι ούτε νέος, ούτε ίδιος. Δεν θα μου συγχωρεθεί τίποτα. Δεν θα μου χαριστεί τίποτα. Όλες οι ζωές μου ξοδεύτηκαν στη νεανική μου μανία. Μου έμεινε μόνο αυτή. Πλησιάζω τον δράκο μου στο ξέφωτο. Ρουθουνίζει ρυθμικά, αργά, μισοπεθαμένος. Τα λέπια του έχουν το χρώμα της στάχτης. Βλέπω τον εαυτό μου στο μάτι του παλιού μου φίλου. Τον αγγίζω. Η ουρά του συστρέφεται νωχελικά. Το στήθος του φουσκώνει.
Τι μας απομένει πια φίλε μου; Θα ξαναβάψουμε με ζωηρά χρώματα το παρελθόν μας. Όταν η γη ήταν νέα κι ο θάνατος όχι παραπάνω από ένα όνειρο μακρινό.

Κόβω μια βαθιά γραμμή στην παλάμη μου. Στάζω το αίμα μου στο στόμα του. Ο δράκος μου ξυπνά. Τα φτερά του ανοίγουν και κρύβουν τον ήλιο. Η γλώσσα του καυτή γλείφει το αίμα μου. Χαμηλώνει το κεφάλι και ανεβαίνω. Με προσοχή δράκε μου, αυτή τη φορά. Θα πετάξουμε ψηλά, εκεί που το μάτι δεν φτάνει. Μην κάνεις θόρυβο αυτή τη φορά. Δε θα σπαταληθούμε σε ανούσιες ενέργειες, σε ανόητες συγκρούσεις, σε εξηγήσεις, σε εκλογικεύσεις του ρίγους μας. Μετέωροι για όσο χρειαστεί πάνω από τη γη. Να θεριέψει ο πόθος μας, να χαλυβδωθεί η θέλησή μας. Να βρούμε το πύρινό μου ξίφος. Θα περιμένουμε λίγο ακόμα στον αέρα. Να κοπάσει ο ήχος της χορδής, να σταματήσει το τύμπανο να παίζει. Ο Θεός να δώσει το βαθύ του πρόσταγμα για να κατεβούμε. Και να κάψουμε. Να κάψουμε. Να κάψουμε.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 23 Μάιος 2021, 20:51

Ό,τι έχει απομείνει στο τελευταίο συρτάρι το μάζεψα προσεκτικά. Με δύο πλαστικές παναγίες το σήκωσα και το άπλωσα στο τετράδιο. Το μυρίζω. Μυρίζω ξύλο και σκόνη και κάπου εκεί μυρίζω και το φάρμακό μου. Το τυλίγω αργά κι άσχημα, ο Γιάννης λέει ότι πρέπει να το κάνω αργά, με προσοχή, σα να αλλάζω το μωρό μου.
Το καπνίζω. Γεύομαι καπνό και κάτι άλλο. Μάλλον κομματάκια πλαστικού. Που έχεις φτάσει μουνάκι μου τελειωμένο. Καπνίζεις σκόνη ρε μαλάκα. Μα όχι. Είναι και κάτι άλλο. Η ζάλη με πιάνει. Αυτό που κάποτε με τρόμαζε τώρα είναι ευπρόσδεκτο. Μια γλυκιά αίσθηση μη ύπαρξης. Και μετά, μπορεί να γαμήσω. Με το χασίς κάνω το καλύτερο γαμήσι. Αργό, ατελείωτο με τη Χριστίνα να βογκάει γλυκά. Τώρα όμως, στο μικρό μου γραφείο, πρέπει να πιάσω δουλειά. Ώρα να σβήσω όλες τις φωτογραφίες μου, να κάψω τα παλιά μου χαρτιά. Η γλυκιά απόλαυση της καταστροφής πραγμάτων που κάποτε έφτιαξα κι αγάπησα και φύλαξα. Όπως όταν μικρός έφτιαχνα πύργους από σπίρτα και μετά τα έβαζα φωτιά. Μόνο ένα ρίγος συγκρίνεται με αυτό της δημιουργίας. Αυτό της καταστροφής. Πόσο στοχαστικός γίνομαι ο πούστης όταν καπνίζω παπάδες. Κάπου πρέπει να έχει μείνει λίγο. Σκέψου μουνάκι μου. Σκέψου. Τράβα την ξηλωμένη κλωστή του παλιού αγαπημένου σου εαυτού. Καιρός να γίνεις κάτι άλλο. Και σκέψου που μπορεί να φύσηξες την αστερόσκονή σου όταν αυτή ήταν μπόλικη κι εσένα δεν σε ένοιαζε. Πρέπει να προσέξω τώρα. Τα λόγια μου να είναι λιγοστά, οι πράξεις μου να μη σηκώνουν σκόνη, όσο δίκαιες και σωστές. Κανείς δεν θα σταθεί μαζί σου μουνάκι μου όταν θα έρθει η ώρα, και η ώρα θα έρθει, για εξηγήσεις. Δεν είσαι ήρωας μουνάκι μου. Δεν είσαι μάγκας. Είσαι μια ερμηνεία ενός ονείρου που είχε ο πατέρας σου. Βάζω το τραγούδι που μου φέρνει στο μυαλό τον νεκρό αδελφό μου. Ξέρω ότι ήταν μαλάκας. Ξέρω ότι το τραγούδι δεν είναι γι’ αυτόν. Και κλαίω για τον χαμένο αδελφό μου. Και κλαίω για αυτά που άφησα πίσω. Μα μόνο για λίγο.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 02 Φεβ 2022, 10:20

Κάτι αποπνέω. Κάτι μεθυστικό. Όλα τα αδέσποτα της γειτονιάς μαζεύονται γύρω μου τελευταία. Δε συμπαθώ τα σκυλιά, τα μισώ, μισώ τη δουλικότητά τους. Έκανα να επιτεθώ σε ένα από τα αδέσποτα μ' αυτό αντί να γαβγίσει ξάπλωσε κάτω για να χαιδευτεί. Πως να πληγώσω κάτι που δεν μου έχει κάνει κακό. Ούτε έχει πρόθεση να μου κάνει. Άφησα κάτω την μεγάλη πέτρα που πήρα για να το συνθλίψω. Έκτοτε με ακολουθεί παντού όπως κι αγέλη του. Δεν τα έχω ταίσει ποτέ μα με λατρεύουν σαν άρχοντά τους. Όταν με βλέπουν και σκύβουν το κεφάλι φαίνεται σα να προσκυνούν. Ένα από αυτά μου έφερε εκεί που καθόμουν στην καρέκλα μου ένα μαυροπούλι και το έσπρωξε κοντά μου για να το φάω. Αν μπορώ να εξουσιάζω τα σκυλιά αναρρωτιέμαι ποια άλλα ζώα μπορώ να εξουσιάζω και πως θα μπορούσε αυτό να μου χρησιμεύσει πρακτικά εκτός από το συναινετικό σεξ.

Άβαταρ μέλους
Γενιά της Αμαρτίας
Δημοσιεύσεις: 9229
Εγγραφή: 09 Μαρ 2019, 23:03
Phorum.gr user: Γενιά των 700
Τοποθεσία: Εμπροσθοφυλακή.

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γενιά της Αμαρτίας » 04 Φεβ 2022, 21:18

Το έκαψε το άτομο
Έτσι πρέπει να γίνει, έτσι θα γίνει.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 03 Αύγ 2023, 08:33

Είχα ό,τι χρειαζόμουν και παραπάνω. Η νύχτα περνούσε γλυκά και δροσερά δίπλα από το αμάξι μου. Βουφ, μια γέφυρα… βουφ… κι άλλη γέφυρα. Ανέβηκα τα Πριόνια με 30. Δεν περνούσε η ώρα, τα χάπια δεν έφερναν ύπνο. Σήκωσα την τσάντα μου. Μου φάνηκε βαριά. Έβγαλα από μέσα τα περισσότερα που είχε βάλει η Άννα. 8 ζευγάρια κάλτσες. Παντόφλες, data bank, power bank, to mouni thw manaw mou bank, 1 κιλό σοκολάτες και άλλα. Μόνο τα απαραίτητα θα πάρω. Είχα μαζί μου και την κάμερα που ήταν βαριά και κόστιζε και μια περιουσία. Είχα ξεχάσει να πάρω την τσάντα της. Μόνο τα απαραίτητα. Μετά δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγινε μα το σκοτάδι με βρήκε να μπαίνω στο δάσος για το καταφύγιο χωρίς να με παρακολουθεί κανείς. Με ένα λαμπάκι στο μέτωπο μες στο δάσος που δεν ήξερα πως λειτουργεί. Μόνο αναβόσβηνε κόκκινο κάνοντας σουρεαλιστικό κάθε φύλλο και κορμό. Άλλη έχουν τάμα να πηγαίνουν στην Τήνο. Εγώ ανεβαίνω μια φορά το χρόνο το βουνό. Αυτή τη φορά όμως α χα χα, λέω πως πάω προετοιμασμένος. Έκλεισα κλίνη/τραπέζι στου Κάρκαλου. Δεν έχω κοιμηθεί ποτέ εκεί. Μου είπε 23 ευρώ για το τραπέζι/κλίνη. Είπα εντάξει. Κανένα πρόβλημα. Λίγο όμως με προβλημάτιζε η διαθεσιμότητα του τραπεζιού/κλίνης. Κάπου σταμάτησα μνα κάνω ένα τσιγάρο μα μετά δεν θυμάμαι τι έγινε. Κάπου ακούμπησα το λαμπάκι μου και το έχασα. Ήταν θεοσκότεινα. Σκαρφάλωνα σε κάτι περίεργους βράχους που στο σκοτάδι δεν μπορούσα να φανταστώ. Νομίζω πολλές φορές έφτασα στην άκρη κάποιου γκρεμού μα μπορεί να κάνω και λάθος. Κάπου ήταν ο σάκος μου με το κινητό. Κάπου αλλού το λαμπάκι μου. Παντού σκοτάδι. Είναι λίγο περίεργο μα συνήθως προβλήματα σαν το παραπάνω συνηθίζουν να λύνονται. Οπότε κάποια στιγμή ξανακίνησα.
Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν με είδε να μπαίνω στο δάσος. Κανείς δεν ήταν εκεί που έφτασα μες στο σκοτάδι. Ήμουν μόνος μου.

Η διαδρομή ήταν κουραστική λόγω της αυπνίας μα τα διαλείμματα για τσιγάρο με βοήθησαν να την βγάλω αφού πρώτα χάθηκα 3-4 φορές και ξέροντας πως θα χανόμουν άλλες τόσες αν δεν συγκρατούσα τον εαυτό μου έφτασα στον Κάρκαλο κατά τις 1800. Έφαγα μακαρόνια με κιμά και ήπια πέπσι. Γύρω μου σχεδόν όλοι εμετικοί. Μια γερασμένη κοπέλα αμυδρά γνωστή κάθισε δίπλα μου και μου είπε ότι δεν θα με ξανα-αφήσει. Μπορεί και να το φαντάστηκα. Η ίδια κοπέλα, που είμαι σίγουρος ότι υπήρχε μα όχι τόσο σίγουρος για την επικοινωνία μας, σε άλλη φάση που προσπαθούσα να κοιμηθώ και πρέπει να έδειχνα αθώος σαν μπέμπης καθόταν και με κοιτούσε. Εγώ ενοχλήθηκα και γύρισα από την άλλη. Δεν θυμάμαι να την ξαναείδα. Και κανα δυο άλλα ζευγάρια έντονα όμορφα μάτια με κάρφωναν επίμονα, κάτι ωραία μουνάκια. Ήθελα φυσικά να το εκμεταλλευτώ μα δεν υπήρχε περίπτωση. Ήμουν εξουθενωμένος. Κάθε τόσο έριχνα ματιές μέσα για να δω αν το τραπέζι συνέχιζε να είναι τραπέζι. Ήταν. Πήγε 2100. Και να έπαιρνα ένα ωραίο μουνάκι σε μια βόλτα στον βουνό τι θα το έκανα. Τίποτα. Γάματα. Ρίχνω ξανά μια ματιά, 21΄01, το τραπέζι είναι τραπέζι είναι τραπέζι. Κάτι πρέπει να κάνω με τα μουνάκια. Γάμα τες. Είναι ηλίθιες.

Παίρνω σιγά σιγά τον δρόμο για το καταφύγιο του Αποστολίδη. Εκεί είναι πιο συγκροτημένα τα πράματα. Κανείς δεν ψήνει να μας γεμίζει τσίκνα, κανείς δεν μας αφήνει έξω στο κρύο με τον αέρα και τις μικρές πετρίτσες που σε τρυπάνε. Εδώ τρώνε πίνουν, δουλεύουν, όλα είναι όπως πρέπει. Βρίσκω έναν μικρό.

Ψτ φιλαράκο. Έχει κανένα κρεβάτι γι απόψε;
-χα κι ο προηγούμενος το ίδιο ρωτούσε, ωωωπόσο στα αρχίδια μου σκέφτομαι.
- υπάρχει;
- δεν ξέρω. Ξαναρώτα κατά τις 10’30

Πρέπει να σας πω ότι η μετακίνηση μεταξύ Αποστολίδη και Καρκαλου δεν είναι αστείο πράγμα και συμπεριλαμβάνει ανηφόρα. Τρεις φορές έκανα την ίδια ανηφόρα εκείνο το βράδυ. Και την μίσησα. Εγώ, που αγαπώ τις ανηφόρες.

Γυρνώ πίσω. Το τραπέζι/κλίνη συνεχίζει να είναι τραπέζι. Παίρνω μια πέπσι. Κάθομαι έξω. Μέσα δεν έχει χώρο. Ο αέρας βγάζει πέτρες και τις στέλνει επάνω μας. Είμαστε ανεπιθύμητοι. Έχω γίνει ανεπιθύμητος. Μα η παρέα συνεχίζει την κουβέντα ένας πιτσιρικάς που μου έχει φάει τη θέση λέει κάτι για ράφτινγκ. Πως γυρνάει έτσι ή αλλιώς ή μια τέτοια μαλακία. Για πολλή ώρα μας λέει για το πως πάει το ράφτινγκ ώσπου δεν άντεξα

- Να πω και γω μια ιστορία. Ο πατέρας μου με κλωτσούσε με μια σιδερένια μπότα όταν δεν έκανα καλά την δουλειά του, δηλαδή όχι ακριβώς σιδερένια, καταλαβαίνεις, δεν υπάρχουν μασίφ σιδερένιες, αλλά ξες, έτρωγα πολύ ξύλο. Να μια σύντομη και με κάποιο ενδιαφέρον ιστορία ε;

Σηκώθηκα απότομα. Μετάνιωσα που μίλησα έτσι στον πιτσιρικά. Γι αυτόν είναι η ζωή. Τι να κάνω εγώ ο γεροκώνωπας. Αν νομίζεις όμορφε ότι με το ράφτινγκ θα γαμήσεις όρμα φίλε μου. Όρμα. Δεν είχα πουθενά μέρος να στρίψω. Είχα να κάνω τσιγάρο 4-5 ‘ωρες. Το μπουρδέλο/καταφύγιο ήταν γεμάτο καλές κρατήσεις που άφηναν χρήμα. Αθηναίοι κουβάλησαν μαζί τους κρέατα για να ψήσουν. Δεν κάνω πλάκα. Σουηδοί κοιμόντουσαν στα κρεβατάκια τους ώρες ώρες ώρες… γιατί όλοι οι αθηναίοι ακούγονται σαν αδελφές; Και όλο αγόραζαν από το μπουρδέλο/καταφύγιο. Κατανάλωση. Κι ήρθα κι εγώ ο μαλάκας που μόνο ήθελα να κοιμηθώ. Άφησα το data bank στο αυτοκίνητο. Έσβησε το κινητό μου. Κάποιος είχε κλέψει τον καπνό μου με ότι περιείχε. Ή μπορεί να τον πήρε ο αέρας. 23 ε θα δώσω για το τραπέζι/κλίνη και δεν έχει στρωθεί ακόμα.

Ανεβαίνω ξανά στου Αποστολίδη Παιδιά κανα κρεβάτι;
- Μπα τίποτα.

Γαμώ το μουνί μπου σε τούτο ακριβώς το σημείο. Σκόπευα βλέπετε να φύγω από τον Κάρκαλο και να έρθω στου αποστολίδη που 2300 ακούγονται μόνο ροχαλητά και πορδές. Όχι μεζεδοπωλείο γαμώ το σπίτι σου, θα σε γαμήσω, ανάλαφρος θα πέσω για ύπνο όπως πάντα, όλα αυτά τα χρόνια. Ένα πράμα μου έμαθε το βουνό. Μπορώ πάντα να κοιμηθώ αφού το ανεβώ. Μερικές φορές και καθώς.
Κάτι έπρεπε να γίνει. 23΄01. Μια μπλόφα ξερωγω. 23’02 μπαίνω μέσα.
- Κατάστημα. Να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο.
Έρχεται ένας μικρούλης κούτσκος. Κουβαλάει κάτι πιάτα. Είναι κατάξανθος.
- Φίλε μου ξέρεις την περίπτωσή μου;
- Ναι, και λυπάμαι. Εκείνο το άθλιο πράμα ξανά. Πάντα αυτό το άθλιο πράμα.
- Λοιπόν άκου δω. Αν δεν με στρώσεις σε ένα λεπτό να κοιμηθώ έχω φύγει.
Το κτήνος δείχνει το πρόσωπό του. Είναι ένα μικρό κτήνος μα θα μεγαλώσει.

- Με απειλείτε; Φύγετε.
Το είπε τόσο στεγνά το κτήνος. Λες και θα μπορούσα εγώ, ένας 60χρονος να κατέβω το βουνό νύχτα.

- Αυτό θα κάνω. Είπα εγώ μα από μέσα μου είχα απελπιστεί. Περίμενα πως θα μου έστρωνε πρόντο. Όχι. Είχε μεγαλύτερα ψάρια. Δρασκέλισα την έξοδο νιώθοντας προδομένος και χαζός. Καμιά 15αρια άτομα κάθονται έξω. Μαζί τους κι ο Χάρυ Πότερ.

-Αυτή η επιχείρηση είναι για τον πούτσο καβάλα. Για τον πούτσο… καβάλα.
- γιατί; Ο χάρυ ρωτάει. Να το δεχτούμε μα να δούμε τα επιχειρήματα. Εγώ πλησιάζω τον Χάρυ. Είναι ο μόνος αξιόπιστος αφού μοιάζει με τον χάρυ πόττερ.
- θα σου πω γιατί,. Γιατί δεν ενδιαφέρονται για την ξεκούραση του ορειβάτη. Δεν τους νοιάζει ν έχουν κάποιον που ανέβαινε 10 ώρες και είχε κλείσει τραπέζι/κλίνη στο κρεβάτι του ούτε και μετά τις 2300 το βράδυ. Ενδιαφέρονται να ψήσουν και να πουλήσουν πέπσι.
Ο χάρυ κουνάει το κεφάλι. Εγώ παίρνω τον σάκο μου, ευτυχώς βαρύς, η κάμερα είναι ακόμα μέσα, στον ώμο για τον δρόμο για τον δρόμο και φωνάζω τώρα στους άλλους μέσα. Σε παρακαλώ κανόνισε να στείλεις τον λογαριασμό στην γραμματέα μυ/

Στα 50 μέτρα ακούω από πίσω μου.

- Κε εξαρχίδη κε Εξαρχίδη
- τι;
- Ξεχάσατε να πληρώσετε.
- Δεν ξέχασα
- Τι εννοείτε;
- Δεν θα πληρώσω
- Έχετε 18,5 € οφειλή
- Εσείς έχετε οφειλή σε εμένα και δεν πληρώνετε με 18,5€
- Που πάαας; Που πάααας;
- Μην ακουμπάς. Με είχε ακουμπήσει. Τον έχω; Ω τον έχω. Τον έχω.
- Καλά. Θα φωνάξω την αστυνομία
Υψόμετρο 1600 μέτρα

- Φώναξε την. Μάλλον φώναξε καλύτερα τον ιδιοκτήτη (μπαμπα, θείο, ξάδελφια) Είναι εδώ;
- Όχι. Δεν είναι εδώ και θα τα κρατήσει από τον μισθό μου. Είσαι καραγκιόζης και γαμιέσαι.
Τα τελευταία τα είπε με γκρίνια παιδική αφού δεν ήταν πολύ παραπάνω από παιδί και ο ίδιος, μετά με το κεφάλι κάτω ψάχνοντας τα χαμένα 18,5 € ο πιτσιρίκος χάθηκε πίσω στο μπουρδέλο/καταφύγιο.
Εγώ δεν θα μπορούσα με τέτοιο κρύο και αέρα ποτέ να κατεβώ νύχτα το βουνό. Όχι στα 60 μου. Οπότε ανέβηκα για Τρίτη φορά τον δρόμο για Αποστολίδη.








Η μηχανή μου τώρα πιο βαριά από ποτέ και η έλλειψη λήψεων την έκανε ακόμα βαρύτερη. Δεν έβγαλα ούτε μια φωτογραφία. Δεν πειράζει λέω στον εαυτό μου, σαν τον Ιώβ. Δεν πειράζει. Δεν πειράζει.
Με υποδέχτηκε μια κοπέλα με εσάρπα. Κάπνιζε. Ήταν καλοσυνάτη αλλά στα σκοτεινά δεν είδα την φάτσα της. Προχώρησα μέσα. Ένας τύπος ντυμένος με κάτι ριχτά μαύρα με λέει:
Όπα όπα, ποιος είσαι εσύ;
Ξεκινώ να λέω την πονεμένη μου ιστορία, η κούραση, η αυπνία, ο εκνευρισμός την χρωματίζουν δραματικά.
Σσς σσς σιγά σιγά. Οκ οκ. Θα σου βρω να κοιμηθείς. Δεν περίμενα κάτι άλλο. Πήρε έναν φακό κι άρχισε να κόβει βόλτες στο καταφύγιο. Όλα ήταν πιασμένα. Τραπέζια, πάγκοι, πατώματα. Τίποτα. Ξαναγυρίσαμε εκεί που είμασταν.
Θα κοιμηθείς εδώ.
Ωραία. Είπα εγώ και ξάπλωσα στο σλαπσακ που ο αυστηρός μαυροντυμένος κύριος μου είχε στρώσει. Έβγαλα τα παπούτσια μου. Άρχισα να βλέπω ηλεκτρικές αράχνες να κουβαλούν σπόρους από μια αποθήκη. Η αποθήκη είχε μόνο μια μικρή τρυπούλα για είσοδο έξοδο που χωρούσε μόνο μια αράχνη οπότε έμπαινε η μια αράχνη έπαιρνε έναν σπόρο έβγαινε, έμπαινε η άλλη αράχνη έπαιρνε ένα σπόρο…
Γλυκά με πήρε ο ύπνος επιτέλους. Κάπου σε όνειρο είδα φως να χύνεται στο χολ και μια κοπέλα παράλυτη να κάθεται στο καροτσάκι της. Το πρόσωπο της αδιευκρίνιστο μα είχε πολύ όμορφα πόδια. Ήταν γυμνά. Κρίμα σκέφτηκα. Κρίμα. Μετά με ξύπνησαν για να με μεταφέρουν κάπου αλλού και μετά ξανά με ξύπνησαν για να με μεταφέρουν και πάλι κάπου αλλού. Όπου και να πάω με βρίσκουν. Όπου και να πάω. Στο τέλος κοιμήθηκα βαθιά για τις λίγες ώρες πριν το ξημέρωμα. Το πρωί θα ήμουν και πάλι δυνατός. Λίγη ξεκούραση μόνο χρειάζομαι. Δεν θέλω να έχω να κάνω με όλους αυτούς. Την επόμενη φορά θα ανεβώ με σκηνή. Αρκετά με τις μαλακίες.

Χωρίς καφέ πήρα την κάθοδο. Ήταν μια θαυμάσια μέρα. 14 Ιουλίου. Ήταν μια χρυσή μέρα. Κατέβαινα σίγουρα με μεγάλες δρασκελιές χαμένος στην δύναμη μου. Πέρασα μια οικογένεια Γερμανών. Λέω στην Γερμανίδα (πάντα θα μιλάτε στις γυναίκες) είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνεις για τα εγγόνια σου. Τα ανέβασες στο βουνό και μπράβο σου. Πιστεύω πως η Ευρώπη πεθαίνει και μόνο με ανθρώπους σαν κι εσένα μπορεί να επιζήσει λίγα χρόνια ακόμα (νομίζω το είχε πει αυτό ο Μπράντο κάποτε για το Χόλυγουντ.

Η Γερμανίδα με κοίταξε με περιέργεια. Σαν πτηνό που δεν γνώριζε. Εγώ συνέχισα την κάθοδο. Πόσο γαμάτο τελικά να ζεις ρε μαλάκες. Αλλά να μην είσαι ο Χριστός. Τι να το κάνεις να είσαι ο Χριστός. Στο τέλος μάλλον θα πεθάνεις πάλι. Όχι Εξαρχίδη. Δεν είσαι ο Χριστός, τον αγαπάς τον μάγκα αλλά δεν είσαι αυτός. Είσαι, Εξαρχίδη, Ολύμπιος Θεός. Στραφταλίζεις στον ήλιο. Είσαι δυνατός κι όμορφος.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: Ημερολόγιο

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 15 Αύγ 2023, 17:01

Η αλήθεια επανέρχεται σιγά σιγά σαν χελώνα που βγάζει την μάπα της απ’ το καβούκι. Σήμερα θα ανέβω προετοιμασμένος. Άυπνος πάλι ναι, μα έτοιμος για όλα. Τα έχω ετοιμάσει όλα, τα έχω στρώσει, τα κοιτάω, τα θαυμάζω, είναι καλά. Έχω τον καπνό μου. Λίγο μα τον έχω ακόμα μα τον Θεό. Σήμερα το όνειρο θα αρχίσει να γίνεται σιγά σιγά πραγματικότητα εκεί επάνω. Το παλιό γλυκό αλλόκοτο όνειρο που μου ήρθε σαν ιερή αποστολή. Σαν τάμα.
Ξεκινάω. Έχω κλειδώσει τρεις φορές το αυτοκίνητο και μια τέταρτη καθοδόν. Άκουσα το ζίινγκ των καθρεπτών ενώ γέρνανε προστατευμένοι. Μέσα μέσα μέσα. Τετράκις κλειδωμένο τετροκλειδωμένο. Τεταρτοκλειδωμένο; Χμ. Ποιος να τα ξέρει αυτά τα πράγματα άραγε;
Μπορεί να μην έχω φακό στο μέτωπο επειδή τον έχασα την προηγούμενη φορά μα έχω το κινητό μου με γεμάτη μπαταρία. Κι οδεύω φορτωμένος αυτή τη φορά. Σα τους γαιδάρους που βρομάνε τον τόπο σε όλο το μονοπάτι. Είναι δύσκολα. Στην πρώτη κιόλας ώρα καταλαβαίνω την διαφορά. Καλύτερα να μην πάω μια κι έξω σκέφτομαι. Έχω τη σκηνή, θα κατασκηνώσω κάπου κοντά στο μονοπάτι. Κάπου κοντά για να μην χαθώ. Βρίσκω ένα απίθανης ομορφιάς σημείο. Κάθομαι στον βράχο μου και στρίβω ένα τσιγάρο. Ααααα. Ομορφιά γαμημένη. Ομορφιά γαμαμαμημένη. Προσπαθώ κάπου να στήσω. Τίποτα. Δεν ξέρω και να στήνω τη σκηνή, είπα να δω ένα βίντεο στο γιουτιουμπ μα μετά βαρέθηκα. Την βάζω όπως ναναι, μπαίνω μέσα, στρίβω ακόμα ένα τσιγάρο. Πριν προλάβω, έχω παρασυρθεί στον κορμό ενός δέντρου. Βγαίνω έξω γρήγορα και κοιτάω μην είδε κανείς την μαμαμαμλακία που έκανα. Κανείς. Πφφ. Ευτυχώς. Είναι ο τρόμος του σκοτεινού δάσους. Είναι ο τρόμος της απότομης κορφής και μετά είναι ο απόλυτος τρόμος μη σε πιάσουν σε μαλακία.

Τα μαζεύω και συνεχίζω. Σε κάποια φάση θυμάμαι πως ξέχασα να πάρω λεφτά μαζί μου. Πως θα την βγάλω σκέφτομαι. Ε μαλάκας που είμαι, πάλι τα ίδια. Ξέχασα και το power bank data to moynaki sou poy skouzei. Μα είναι αργά. Είναι αργά να γυρίσω πίσω.

Φτάνω στο πρώτο καταφύγιο. Όλα κάπως μουντά. Οι ένοικοι έχουν μόλις ξυπνήσει και κάνουν το τσιγαράκι τους στο μπαλκονάκι με την ωραία θέα. Δεν υπάρχει χώρος. Δεν μπορώ να στρίψω πουθενά. Πρέπει να συνεχίσω.
Ανηφόρα ανείπωτη από δω και πέρα. Μόνο ανηφόρα για 6 με 7 ώρες και παντού φυσάει. Πουθενά μέρος για να στρίψω. Από την μία η κούραση από την άλλη η έλλειψη ζουμφ κατασκηνώνω και πάλι μα αυτή τη φορά σε ένα καταπληκτικό λιβαδάκι με θεική θέα.
Μπαίνω μέσα, είμαι τόσο κουρασμένος μαλάκες, τόσο κουρασμένος. Στρίβω κακήν κακώς ένα τσιγάρο. Δεν ξέρω να στρίβω. Όλα τα γαμάω και με το ζόρι καπνίζονται, ε ρε πούστη να ήταν εδώ ο Ιάνης. Εκείνος ξέρει να στρίβει ο πούστης. Χαλαρώνω μέσα στη σκηνή. Μοιάζει λίγο με φέρετρο. Λίγο με πυραμίδα. Δεν βλέπεις όμως τίποτα έξω. Μα καλά. Γιατί στον πούτσο να έρθεις εδώ αν είναι να μην βλέπεις τίποτα έξω γαμώ τους κινέζους που την έφτιαξαν το σπίτι τους μέσα. Χαλαρώνω. Στρίβω ακόμα ένα. Έχει γίνει τεκές. Βάζω ένα τραγούδι του Ζαμπέτα στο κινητό που έχει 40% μπαταρία. Καλά κινητά που η μπαταρία κρατά όσο ένα κατούρημα.
Βγαίνω από τη σκηνή. Έχει κόσμο έξω. Πάνε έρχονται. Παίρνω τη φωτογραφική και κάνω πως βγάζω φωτογραφίες. Τα ξαναμαζεύω και ξεκινάω. Από εδώ και πέρα το τοπίο είναι μαγικό και οι ανηφόρες σχεδόν ήπιες ενώ σε σημεία φαίνεται πως σκαλοπάτια έχουν λαξευτεί από τον καιρό στο βουνό. Οι περισσότεροι που συνάντησα από αυτή τη πλευρά δεν έχουν πολλή όρεξη για κουβέντες. Ούτε πολλές φορές μια καλημέρα. Σε ένα γκρουπάκι ήταν μια γκόμενα που μου έκανε τα γλυκά ματάκια κι εγώ την χαιρέτησα με εκείνη τη βαθιά μεταλλική φωνή μου. Μα ήταν κακοχυμένη με σπυριά και κοντή. Σκοπός είναι να πας με κάτι καλύτερο από αυτό που έχεις. Η δικιά μου είναι και πολύ γκαβλιάρα. Που να βρεις τέτοια πράματα έξω. Είναι και ηλίθιες οι περισσότερες. Γάματα.
Μετά από περίπου δέκα χρόνια έπιασα με τα χέρια μου το συρματόσχοινο και σκαρφάλωσα σχεδόν συγκινημένος που παρά τις δεκαετίες που κρέμονται από πάνω μου μπορώ να το κάνω ξανά. Μα δεν έχω φράγκο και πλησιάζω το Ανοστολίδης. Πρέπει κάτι να κάνω.

- Έλα μωρό. Μπορώ να αγοράσω κάτι με τους αριθμούς της κάρτας και πιν γιατί δεν έχω λεφτά.
- Δεν έχεις λεφτά;
- Όχι
- Σοβαρά τώρα δεν πήρες λεφτά μαζί σου;
- Όχι. Μωρό επειδή εδώ σπάνια έχει σήμα, μπορώ λες να αγοράσω μια μακαρονάδα αν έχω
- Όχι Πορφύριε. Δεν μπορείς. Άντε καλή τύχη
- Ναι. Γεια σου μωρό.

Γαμώτο. Μάλλον δεν γίνεται αυτό που σκεφτόμουν μα ποιος μπορεί να ξέρει με ακρίβεια για αυτά τα πράγματα.

Έφτασα σχεδόν στον Ανοστολίδη. Κάτι τύποι κατέβαιναν, ένας με μούσια ο άλλος με σκουλαρίκια. Νεολαία ρε πούστη μου. Θα έδινα όλα τα λεφτά μου να ξαναγινόμουν νέος ρε πούστη μου. Κωλοπουστράκια, κοίτα τα πόσο ξεκούραστα μοιάζουν.
- Συγγνώμη, να ρωτήσω, έχει σήμα επάνω
- Μπα μπα μάλλον όχι, κάνει ο ένας, έχει κάτω όμως
Κάτω στον μισητό Κάρκαλο, να πάει να γαμηθεί το κάτω. Δεν πάω κάτω.
- Οκ ευχαριστώ.
Γαμημένα νιάτα. Μπάσταρδα νιάτα.
Φτάνω στου Ανοστολίδη. Μπαίνω στην κουζίνα. Όλα τα αφεντικά ήταν μαζεμένα και μετρούσαν τα λεφτά τους.

- Δεν έχω λεφτά. Μπορώ να αγοράσω κάτι με τον αριθμό πιστωτικής και το πιν;
- Όχι λέει το αφεντικό φυσικά.
- Χμμ. Κάνω και φεύγω γρήγορα ακούω πίσω, ίσως το αφεντικό, να λέει κάτι σαν… μα… κοίτα. Αν ήταν όντως έτσι κι ένα αφεντικό θέλησε να προσφέρει κάτι χωρίς να πληρωθεί, υπάρχει σωτηρία για το ανθρώπινο είδος.
Δε γαμιέται σκέφτομαι και ψιθυρίζω αρχίδια αρχίδια αρχίδια. Στήνω τη σκηνή μου και πίνω όσο νερό μου έχει μείνει. Θα κοιμηθώ κι αύριο θα φύγω. Ας μην φάω μια μέρα.
Σε λίγο βρίσκεται μπροστά μου ο μουσάτος φίλος που συνάντησα ανεβαίνοντας. Το όνειρο πρέπει να περιοριστεί στο βουνό.
- Έχεις αναπτήρα;
- Ναι φυσικά. Ψάχνω νευρικά τον αναπτήρα ενώ αφηγούμαι την πονεμένη μου ιστορία. Τον δίνω. Τον παίρνει και φεύγει. Μου φαίνεται λίγο περίεργο. Μετά από λίγο έρχεται ο άλλος τύπος με τα σκουλαρίκια και προσφέρεται να με βοηθήσει στην δύσκολη μου θέση. Με ρωτάει τι χρειάζομαι. Του λέω μια μακαρονάδα και ένα μπουκάλι νερό. Βγάζει σαν ταχυδακτυλουργός, τα δάκτυλά του ήταν μακριά και λεπτά, ο ίδιος ψηλός και λεπτός, εντυπωσιακός, ένα εικοσάρικο. Το αρπάζω και αποχωρώ ζητώντας συγγνώμη. Του υπόσχομαι όμως πως θα επιστρέψω με το δικό μου μικρό δώρο.

Μια γυναίκα φέρεται σαν να με ξέρει ενώ τρώω την θεσπέσια τεράστια μακαρονάδα μου με τυρί και κιμά. Μια περίεργη τύπισσα που μια με ρωτάει αν μπορεί να κάτσει δίπλα μου μια σκουντάει τον πάγκο που κάθομαι. Και την ακούω από την άλλη να προσπαθεί να μιλήσει σε αγγλικά σε κάτι ξένους. Μάλλον είναι η τσουλίτσα του χωριού. Που δεν την θυμάμαι από το όνειρο μα κάθε χωριό έχει και μία. Τουλάχιστον.
Αισθάνομαι κάπως άβολα με όλα αυτά τα πάνω κάτω της περίεργης γυναίκας κι αφού χορτασμένος και αναζωογονημένος πια επιστρέφω τον δίσκο μου άδειο την πετυχαίνω ξανά έξω να λιάζεται σχεδόν επάνω σε ένα βράχο. Κάτι συμβαίνει εδώ. Σκέφτομαι. Όχι τίποτα δεν συμβαίνει. Σκέφτομαι πίσω.

- Μπορείς να μου βγάλεις μια φωτογραφία;
- Φυσικά λέω εγώ και μου ξεφεύγει ένα χαμόγελο αφού το πέος μου δεν καταλαβαίνει πόσο περίεργη είναι η φάση και η γυναίκα μπροστά μου και ψιλοσηκώνεται. Το σκεπάζω με το αντιανεμικό.
- Θέλω κι άλλη μία.
- Ναι φυσικά.
- Δεν βλέπεις τον Δία στους βράχους;
- Τον Δία στους βράχους;
- Ναι, εδώ στο οροπέδιο όταν κοιτάς τους βράχους δεν βλέπεις τον Δία
- Όχι. Που τον βλέπεις.
- Να εκεί. Έχει μεγάλη μύτη και χαμογελάει.
- Μπα, μόνο βράχια βλέπω, η τρέλα πάει στα βουνά σκέφτομαι. Μα κάτι. Κάτι.

Φτάνω στους καινούργιους μου φίλους που δίχως αυτούς δεν θα απολάμβανα το θεόπνευστο θεάρεστο γεύμα μου, με μικρή απογοήτευση ανακαλύπτω πως αυτοί κάτι μαγειρεύουν. Νιάτα γαμώ το ξεσταύρι μου. Κι εγώ έπρεπε να έχω κονσέρβες και τεντζερέδια, τι στον πούτσο, εγώ πάω λες και πάω στο χίλτον ο μαλάκας.

- Εμείς ετοιμαζόμαστε για φαί. Τι έφαγες;
- Μακαρόνια, αλλά τα ίσια.
- Α ωραία.
- Εεε φάτε λοιπόν και μετά θα φέρω το λίγο πράμα που μου έχει μείνει. Μην αργήσετε όμως, πρόσθεσα, διότι διαφορετικά θα το καπνίσω μόνος μου.
- Θα φάμε γρήγορα λοιπόν.
Μα άκουσα τον μουσάτο να λέει:
- Ε κάπνισε το μόνος σου.

Έδωσα τα ρέστα. Βλαμμένε έδωσε 12 € ο φίλος σου κι εσύ θα καπνίσεις κιόλα. Α ρε ξύλο που χρειάζεται η νεολαία.
Ο μουσάτος είχε μια γαλήνια φάτσα. Ήταν κοντύτερος από τον ψηλό μα ψηλότερος από εμένα. Τα γένια του ήταν μαύρα κορακίσια. Ήταν δύσπιστος. Με δυσπιστία είδε το μικρό κομμάτι και πίστεψε πως είναι δυνατό μόνο αφού το κάπνισε. Με δυσπιστία άκουσε την μαρτυρία μου για τον Κάρκαλο, μα, δεν έλεγαν αυτόν Θωμά. Και καθίσαμε οι τρεις για λίγο, σαν φίλοι, μιλώντας για μικρά πράγματα. Κυρίως με τον εντυπωσιακό ψηλό, που όλο μου έκανε ερωτήσεις. Κι εγώ απαντούσα όσο πιο ειλικρινά μπορούσα. Δεν κράτησε πολύ. Έτσι πρέπει να είναι για τα μικρά γλυκά πράγματα. Άφησα τους νέους μου φίλους και πήγα για ύπνο.

Αυτή τη φορά το αντίσκηνο στήθηκε με μαεστρία και στο μέρος που πρέπει. Όλα ήταν καλά. Κοιμήθηκα περίπου δώδεκα ώρες. Ξύπνησα μέσα στη νύχτα για λίγο για να σκεφτώ. Πόσο αφιλόξενο μέρος. Πόσο αφιλόξενο. Και μετά γλυκά πάλι με πήρε ο ύπνος ενώ έξω φυσούσε παγωμένο αέρα και η σκηνή έκανε φλαπ φλαπ φλαπ παντού.

Είχε μόλις ξημερώσει κι είπα να βγάλω μερικές φωτογραφίες αφού μέχρι τώρα δεν έβγαλα σχεδόν καμία. Πήρα το μονοπάτι για τον Τύμικα. Ήταν κοντά. Πίσω μου από μια παρέα ορειβατών ένας μαλάκας κάθε τόσο φώναζε ααα. Γύρισα να δω ποιος είναι ο μαλάκας. Δεν ξαναφώναξε. Έφτασα στο Κίλου. Από δω ήταν σκαρφάλωμα για καμιά 45 λεπτά. Ο μαλάκας με πρόλαβε.
- Ε
- Ε ναι.
- Έλληνας είσαι;
- Ναι, γιατί;
- Κράνος έχεις;
- Το έχω στην τσάντα μου.
- Πρόσεχε τις πέτρες.
- Οκ.
Ο τύπος ήταν οδηγός, είχε κουβαλήσει κάτι φινλανδούς νορβηγους εκεί πέρα ξημερώματα ενώ τα βράχια είναι κρύα και υγρά και έλεγε σε εμένα να προσέχω τις πέτρες. Άντε γαμήσου παλιομαλάκα έλληνα.
Ξεκίνησα. Δύσκολη ανάβαση. Όχι όπως την θυμόμουν. Όταν πιτσιρίκια ανεβαίναμε λες κι είχαμε τούρμπο μηχανές. Βζίιινγκ. Τώρα γέρικα, προσεκτικά, σαν χελώνα. Στον δρόμο μου επάνω ένα αντιανεμικό γυναικείο έχει αφεθεί κάτω από μια πέτρα. Υπήρχε περίπτωση να γυρίσει κανείς πίσω για αυτό το αντιανεμικό; Όχι. Πιάνω τις τσέπες. Κάτι σαν βαζάκι. Ναρκωτικά, σκέφτομαι και βάζω το αντιανεμικό στην τσάντα μου. Φτάνω στην κορυφή. Δεν φαίνεται Χριστός. Απολύτως τίποτα. Ασπρίλα. Κρυώνω. Ο μαλάκας ξέχασα το μακρύ μου για το βουνό και κυκλοφορώ με τα σορτσάκια. Πάω για κάτω. Θέλω να δω που βρίσκεται κι ο μαλάκας. Ο τύπος περνάει σχοινί για να ανεβούν οι φινλανδοί νορβηγοί, τι στον μπούτσο.

- Έχει κι ένα εδώ του λέω και δείχνω το σίδερο στον βράχο
- Το ξέρω.
- Εσύ τα έβαλες;
- Αρκετά από αυτά.
Ο τύπος το έχει κάνει μπίζνα να ανεβάζει κόσμο που μπορεί να ανεβεί μόνος του, με σχοινιά.

- Μπράβο.
- Έλα κάτω.
- Όχι. Πρέπει να ζεστάνω τα δάκτυλά μου.
Με κοιτάει. Ένας νορβηγός κρατάει την κοπέλα του που προφανώς έχει πέσει και όλα τα σχοινιά του τύπου δεν βοήθησαν. Κατεβαίνω τελικά. Τον κοιτάω. Είναι 50άρης από εκείνους τους άγριους τύπους που αναρωτιέσαι γιατί δεν είναι στο στρατό. Τον χτυπάω απαλά στον ώμο. Δεν το βάζεις κάτω ε; του λέω.
- Μην κατεβαίνεις με τον κώλο γιατί θα ρίξεις πέτρες στους από κάτω. Μου λέει.
Μετά από δύο περίπου μέρες μπίχλας και συννεφιάς τελικά το σημείο που το σύννεφο χανόταν ήταν πολύ κοντά μας. Μόλις 10-15 λεπτά περπάτημα. Το ανακάλυψα κατεβαίνοντας. Εκεί είδα ξανά και τους δύο φίλους μου. Περπατήσαμε λίγο μαζί και τα ξαναείπαμε. Μετά αυτοί σταμάτησαν κι εγώ συνέχισα. Το κατέβασμα είναι τόσο ωραίο. Είναι τόσο γκάβλα να κατεβαίνεις γρήγορα, σαν να έχεις μπει στο λάστιχο να έχεις τραβηχτεί και τώρα να αφήνεσαι. Περνάω διάφορους τύπους, εδώ είναι όλοι πιο φιλικοί. Όσο πιο ξεκούραστοι είναι τόσο πιο φιλικοί. Μια γυναίκα μου λέει πως οι άντρες δεν είμαστε ευπροσάρμοστοι. Της λέω πως ούτε οι γυναίκες είναι ευπροσάρμοστες. Σκέψου πόση δουλειά παίρνει ένα κατούρημά τους.
Στο σπίτι ανακάλυψα πως στην τσέπη του αντιανεμικού που μου χάρισε το βουνό δεν είχε ναρκωτικό. Είχε ένα φακό μετώπου. Το βουνό με ήθελε πίσω.

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Ψυχολογία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών