Μη αναγνωσμένη δημοσίευση
από Who is The 4th man » 06 Οκτ 2020, 03:19
Σε όλες τις ομαδικές ή κοινωνικές εκδηλώσεις του ανθρώπου, παρατηρεί κανείς μια ενωτική γραμμή που συνδέει τόπους και χρόνους. Τα “αρχέτυπα”, κατά τον Καρλ Γιουνγκ, που μαρτυρούν την οικουμενικότητα των παραστάσεων (τόσο στα όνειρα όσο και στην τέχνη και τη θρησκεία) δεν είναι παρά κληρονομικές εγγραφές στο DNA των χρωμοσωμάτων όλων των
ανθρώπων.
Υπάρχουν μέσα στην ψυχή μας εικόνες, όπως αυτή της μητέρας, που βρίσκονται εκεί χαραγμένες ανεξίτηλα από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας; Νέοι ερευνητές στρέφονται προς τα πίσω και αναγνωρίζουν ότι κάποιες από τις θεωρίες του Γιουνγκ, αν και δεν διατυπώθηκαν ποτέ με αυστηρά επιστημονικούς όρους, φαίνεται να επαληθεύονται. Υπάρχει, για παράδειγμα, κάτι σαν συλλογικό υποσυνείδητο, μια βάση δεδομένων που χρειάστηκε αιώνες για να συγκροτηθεί αλλά συνοδεύει πλέον κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Εκεί έχουν αποκρυσταλλωθεί πρότυπα ψυχονοητικής συμπεριφοράς και βρίσκονται τα θεμέλια πολλών εκδηλώσεων του ανθρώπου, όπως οι μύθοι, οι αριθμοί, οι συμβολισμοί, οι αρχές της τέχνης και της επιστήμης.
Οι νέοι γονείς βλέποντας τον δεσμό ανάμεσα στο νεογέννητο μωρό τους και στη μητέρα του νομίζουν πως ξέρουν και να τον εξηγήσουν. Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ζευγαριού μητέρας – παιδιού σκέπτονται ότι πολύ απλά το δέσιμο μεταξύ τους είναι αποτέλεσμα της περιποίησης και της τροφής που παρέχονται συνήθως αφειδώς τις πρώτες ημέρες από τη μία πλευρά.
Κατά τους ερευνητές όμως της ανθρώπινης ψυχής από τον καιρό του Γιουνγκ, στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μας, ως τους σημερινούς, που ζουν το τέλος του, το βρέφος προσκολλάται στη μητέρα μόλις εκείνη αρχίσει να το θηλάζει. Οχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί μέσα του υπάρχει μια αρχετυπική εικόνα της έννοιας της μητέρας – τροφού. Ετσι η παρουσία του στήθους της ενεργοποιεί τον νοητικό μηχανισμό που το βοηθάει να αρχίσει με τη μία, και χωρίς καθοδήγηση, να ψάχνει για το γάλα του. Φυσικά υπάρχει και στην άλλη όχθη, μέσα στη μητέρα, το αρχέτυπο ενός παιδιού, που αν όλα πάνε καλά θα προβληθεί στο νεογέννητο.
Η έννοια του αρχετύπου
Ο όρος αρχέτυπο σημαίνει αρχικός τύπος, ό,τι δηλαδή θα χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλο. Τα αρχέτυπα μας καθοδηγούν σε ορισμένες βασικές συμπεριφορές όντας αντιπρόσωποι, ως προς τα πιο χαρακτηριστικά τους στοιχεία, εικόνων, ιδεών, εμπειριών και συναισθημάτων. Στα αρχέτυπα μελετητές διαφόρων σχολών βρίσκουν τα θεμέλια πολλών εκδηλώσεων του ανθρώπου, όπως των μύθων, της λογοτεχνίας, της τέχνης, των συμβολισμών και όλων των βασικών συλλήψεων της επιστήμης.
Η ύπαρξη των αρχετύπων έχει γίνει ήδη δεκτή, άμεσα ή έμμεσα, σε πολλές επιστήμες: στην Εθνολογία ως συλλογικές αναπαραστάσεις, στη Βιολογίαως πρότυπα συμπεριφοράς και μορφογενετικά πρότυπα, στην Ιστορία ως μοντέλα επανάληψης των βασικών γεγονότων, στη Συγκριτική Μυθολογίακαι Εθιμογραφία ως θέματα με παρόμοια χαρακτηριστικά, στηνΚυβερνητική ως κατασκευή βασικών δυναμικών σχημάτων για την εξομοίωση διαδικασιών. Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η παρουσία της έννοιας του αρχετύπου, το οποίο είναι κάτι πολύ σύνθετο.
Είναι κάτι που βιώνεται με τις εικόνες, τις ιδέες, τις εμπειρίες, με αρχετυπική δομή και παραγωγό τον μη συνειδητό νου. Αλλά η βασική και γενική δομή των περιεχομένων μέσα μας αρχετύπων είναι παγκόσμια και προϋπάρχει. Η προϋπάρχουσα δομή είναι αδύνατο να παρασταθεί και λειτουργεί ως ρυθμιστής εκείνου του υλικού που αναπαρίσταται. Ετσι, το αρχέτυπο ως εμπειρικό φαινόμενο καθορίζεται από το πού, το πότε και προσωπικές συνθήκες αλλά είναι, από την άλλη πλευρά, ιδεατό γενικό δομικό σχέδιο, ανεξάρτητο από συνθήκες, αποτελώντας ουσιαστικό συστατικό της ψυχής, του πνεύματος και του νου.
Η δυσκολία, που προκαλεί παρανοήσεις, έγκειται στο ότι τα αρχέτυπα είναι, κατά κάποιο τρόπο, πραγματικά. Δηλαδή είναι δυνατόν να αναγνωριστούν εμπειρικά ορισμένες καταστάσεις, με την αιτία τους να περιγράφεται ως αρχέτυπο. Κάτι τέτοιο το ξέρουμε στη Φυσική για καταστάσεις με αιτία τους, υποτίθεται, το άτομο, που όμως γι’ αυτές είναι απλώς ένα πρότυπο ή όπως τα Μαθηματικά έχουν ως βάση τον αριθμό αλλά δεν είναι κάποιο δεικνυόμενο ον.
Κανένας δεν είδε ποτέ ένα αρχέτυπο, ούτε ένα άτομο, ούτε έναν αριθμό. Αλλά είναι γνωστό ότι όλα αυτά λειτουργούν, με τον τρόπο του το καθένα: το ένα παράγει την πρώτη ύλη όλης της δημιουργικότητας, το άλλο την ύλη και εκρήξεις, το τρίτο τα Μαθηματικά. Οταν λοιπόν λέμε άτομο ή αριθμός, στην ουσία εννοούμε ένα πρότυπο, μια ιδέα, μια εικόνα, μια σύλληψη, μια έννοια και όχι κάποιο υλικοφυσικό αντικείμενο. Ομοια, όταν λέμε αρχέτυπο εννοούμε την ιδέα, την εικόνα που αντιστοιχεί σε αυτό και ποτέ το πράγμα καθαυτό, που σε όλες τις περιπτώσεις είναι κάποιο υπερβατικό μυστήριο.
Ποτέ ένας φυσικός ή μαθηματικός δε θα πίστευε ότι έχει χτυπήσει τον στόχο του, με το πρότυπο του ατόμου ή την έννοια του αριθμού, αντίστοιχα, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι χειρίζεται ένα δυναμικό σχήμα ή μοντέλο που απλώς φανερώνει γεγονότα.
Πρέπει να κάνουμε όμως διάκριση μεταξύ του αρχέτυπου καθαυτού, δηλαδή του μη αντιληπτού, που είναι δυνητικά παρόν σε κάθε δομή, και του εκδηλωμένου αρχετύπου, που γίνεται αντιληπτό και εισέρχεται στο πεδίο της συνείδησης. Το εκδηλωμένο αρχέτυπο εμφανίζεται ως αρχετυπική εικόνα, που η μορφή της μπορεί να αλλάζει και να προσαρμόζεται στο περιβάλλον ως αρχετυπικός τρόπος δράσης, ως αρχετυπική διαδικασία, ως αρχετυπική στάση, ως αρχετυπική ιδέα, ως αρχετυπική εμπειρία. Ολα αυτά, αν ενεργοποιηθούν υπό ορισμένες συνθήκες, αναδύονται από τη μη συνειδητή ως τώρα κατάστασή τους και γίνονται κατά κάποιο τρόπο ορατά.
Ετσι, το αρχέτυπο μπορεί να εκδηλωθεί όχι μόνο σε στατική μορφή, αλλά και με μια δυναμική διαδικασία και στην πραγματικότητα όλες οι τυπικές ανθρώπινες εκδηλώσεις της ζωής, βιολογικές, ψυχικές, πνευματικές, στηρίζονται σε μια αρχετυπική βάση.
Τα αρχέτυπα στη λογοτεχνία
Ο Jung εφάρμοσε τη θεωρία του για το συλλογικό υποσυνείδητο και τα αρχέτυπα στη λογοτεχνία και υποστήριξε ότι σε ένα αληθινά συμβολικό έργο τέχνης η πηγή των εικόνων δεν βρίσκεται στο προσωπικό υποσυνείδητο του συγγραφέα (αυτό θα έκανε το έργο ένα συμπτωματολογικό αλλά όχι συμβολικό προϊόν), αλλά στον χώρο τηςασύνειδης μυθολογίας, της οποίας τα αρχέγονα περιεχόμενα αποτελούνκοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας.
Στις μυθολογίες όλων των πολιτισμών καθώς και στα όνειρα και στα λογοτεχνικά δημιουργήματα παρουσιάζονται αυτές οι αρχέγονες εικόνες ή αρχέτυπα, που δεν ανήκουν στο ατομικό πνεύμα ή στο πνεύμα του συγκεκριμένου πολιτισμού αλλά στο αχανές ασύνειδο πνεύμα, που αποτελεί το υπόστρωμα όλων των επιμέρους ατομικών πνευμάτων.
Στην εμφάνιση αυτών των αρχετύπων οφείλουν τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα τη μεγάλη δύναμή τους να συγκινούν. Νιώθουμε ξαφνικά μια εξαιρετική ανακούφιση σαν να μας παρασύρει ή να μας κυριεύει μια ακατανίκητη δύναμη, γιατί βλέπουμε να μας αποκαλύπτονται οι βαθύτερες πηγές της ζωής. Ο Jung λέει ότι το αρχετυπικό περιεχόμενο εκφράζει ένα σχήμα λόγου (μια ταύτιση του ήλιου με τον βασιλιά ή του παιδιού με τον Θεό) και αποτελεί μέρος ενός μύθου. Οι μύθοι έχουν έναν ασύνειδο νοηματικό πυρήνα, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ανακληθεί στο συνειδητό αλλά ως ένα βαθμό μπορεί να προσεγγισθεί με περιγραφικά μέσα.
Το συλλογικό υποσυνείδητο είναι γεμάτο από αρχετυπικά σχήματα, που μοιράζεται όλο το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτόν τον λόγο το έργο του καλλιτέχνη γίνεται παγκόσμιος πόλος έλξης και καταφύγιο κάθε διψασμένης ψυχής, η οποία βλέπει εκεί την πραγμάτωση αιτημάτων που η ίδια ήταν ανίκανη να μετουσιώσει σε τέχνη. Ο πραγματικός καλλιτέχνης ξέρει πώς να επεξεργάζεται τα περιεχόμενά του, έτσι ώστε αφαιρώντας την προσωπική χροιά να βρίσκει την πεμπτουσία τους, που είναι υπερπροσωπική. Εχει την ικανότητα να παρουσιάζει πιστά αυτά τα περιεχόμενα, δίχως αναπαραστατικές αδεξιότητες ή ατέλειες. Οι άνθρωποι έλκονται από την παγκοσμιότητά του, από τη δεξιοτεχνία του και από τις επωφελείς για την ψυχή τους υποδηλώσεις του.
Το έργο τέχνης μάς βοηθάει να αφομοιώσουμε τις αγωνίες και τους φόβους μας, γιατί υπερβαίνει τους αμυντικούς μηχανισμούς της εγωικής συνείδησης. Παρασυρόμενοι από τον εγγενή κόσμο της συμβολικής τέχνης λυτρωνόμαστε, με αποτέλεσμα να βλέπουμε την τέχνη ως λύτρωση και τον καλλιτέχνη ως λυτρωτή. Στο αληθινά μεγάλο έργο τέχνης ο καλλιτέχνης καθαίρει αυτό το έργο από κάθε λογής προσωπικά στοιχεία, πηγαίνει, με μια υπερβατική λειτουργία, πέρα από το προσωπικό και ιδιωτικό ή τουλάχιστον του δίνει υπερπροσωπικές προεκτάσεις, ώστε να γίνεται πανανθρώπινο.
Με την εισαγωγή της έννοιας του συλλογικού ασυνειδήτου μπορούμε να πούμε ότι ο καλλιτέχνης δεν καθαίρει συνειδητά τα περιεχόμενα του ατομικού ασυνειδήτου από τις προσωπικές προσμείξεις, αλλά είναι μεγάλος καλλιτέχνης, στο μέτρο όπου μπορεί, και δίνει σχήμα αποδεκτό και ευχάριστο των αρχετυπικών εικόνων που συλλαμβάνει, μοιράζεται, κατανοεί, και στις οποίες φυσικά ανταποκρίνεται θετικά ολόκληρη η ανθρώπινη φυλή.
Ο Jung δεν βλέπει στα διανθρώπινα και διαχρονικά σύμβολα απλώς την επιβίωση ορισμένων μορφών σκέψης, αλλά γι’ αυτόν τα αρχέτυπα είναι ανεξάρτητες οντότητες, που δομούν το συλλογικό υποσυνείδητο. Αυτές οι οντότητες είναι άφθορες στην ουσία τους και συνιστούν τον ακλόνητο άξονα γύρω από τον οποίο η ανθρώπινη ψυχή περιστρέφεται πραγματοποιώντας τις αναρίθμητες παραλλαγές της. Αν ξέρουμε τι συμβαίνει στην ψυχή του καλλιτέχνη, μαθαίνουμε τι σημαίνει το έργο του. Αν ξέρουμε τι σημαίνει το έργο, μαθαίνουμε τι συμβαίνει στην ψυχή του καλλιτέχνη. Καλλιτέχνης και έργο βρίσκονται προφανώς σε αλληλεπίδραση, αλληλεξάρτηση, αλληλενέργεια.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία αυτή, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα έργα εκείνα που είναι δημιουργήματα της εγωικής συνείδησης κρατάνε κάτι από τον λογικό κόσμο, την καθημερινότητα, την ιδιαιτερότητα του προσωπικού και είναι έργα επιδερμικά, επιφανειακά, χωροχρονικά περιορισμένα, δείχνουν το μερικό και όχι το γενικό.
Αντίθετα, τα έργα που εκφράζουν το συλλογικό στην αιωνιότητά του, που εκφράζουν την ασύνειδη φυλετική μνήμη, που διαπερνούν τους περιορισμούς της λογικής και της καθημερινότητας αγγίζοντας τα βάθη της ανθρώπινης φύσης και ψυχής, τα έργα αυτά μπορούν να θεωρηθούν μεγάλα.
Ο δημιουργός τους λειτούργησε όχι ως προσωπικότητα, αλλά ως φορέας του δημιουργικού, ως ένα απρόσωπο μέσο για να ακουστεί ο γενικότερος προβληματισμός, λειτούργησε πέρα από το εγώ του, έχοντας, έστω προς στιγμή, ξεπεράσει την τάση του να ξεχωρίσει και έχοντας έτσι ενταχθεί ξανά στην αδιαφοροποίητη ενότητα.
Στην περίπτωση αυτή, μιλάμε για μεγάλη, για αντικειμενική τέχνη. Και πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, αφού έτσι κι αλλιώς το υποσυνείδητο έχει τη δομή μιας γλώσσας, τα αρχέτυπα και οι αρχέγονες εικόνες αποτελούν έναν κώδικα επικοινωνίας, που χρησιμοποιείται ασυνείδητα, πηγαία και αυθόρμητα, κοινό σε ποιητή και αναγνώστη. Συνεπώς, ένα τέτοιο έργο μπορεί να μπει στην ψυχή από την «πίσω πόρτα» και όχι μέσα από τη λογική ανάλυση, με μια διά του ασυνειδήτου γνώση, οραματικά, διαισθητικά, ενορατικά.
....συνεχιζεται
Αυτομπαναρισμενος επ αόριστον