ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
«Ὁ Ἄριστοκράτης»
Γιγνώσκω ὅ ἐπιθυμεῖς ὦ πόρνη
ἀριστοκράτην ἐξ αγροῦ
ὅντινα γιγνώσκειν περί ὄπλων,
γιγνώσκειν τοῦς ἀλῆτας
γιγνώσκειν περί ὠῶν ἰχθύος ὀξυρρύγχου
γιγνώσκειν περί οἴνου καμπανίτην
Οὔκ ἐγεννήθην ἐξ ὄρχεων πλουσίων
Σμικρός μετά τῶν λεπιδίων εἰς τον γῦρον
Γιγνώσκω τι ἐστί ἔχειν, γιγνώσκω οὐ κατέχειν
ἐπείνησα πόρνη,οὐκ ἐστί τοῦτο, ὅ ὁρᾶς
γαλανόν αἶμα, οὐκ μοῖ ἐδωκαν διάδημα, ὁ πρῶτος βασιλεῦς. ὁς ἔχει ἄλυκον αἶμαν
Ἄπασᾳ ζωῆ ὦ πόρνη, μήν ὁρᾶς την κόρην,
ἄπασᾳ ζωῆ εἰς τᾶς ὁδοῦς,Σπέρμα ἐκ λαοῦ
ἐπιθυμεῖς τοῦς ἀλῆτας, έπιθυμεῖς τάς καμπάνας
ἐπιθυμεῖς τά τοῦ Βαρσάκη, ἐπιθυμεῖς μαζζεράτι
οὐκ ὀψει με αἰδοῖον, παρά του Μαρτάκη
παρά του Σφακιανάκη,οὐδέ παρά Ψηνάκη
ὁτιδήποτε ὁρᾶς μόνος
οἰαδήποτε μαλακίαν, πέντε δικηγόρους
ὁρῶσιν τάς ἱστορίας, ἕκαστην ἡμέραν οἱ φύλακες
οπκε, προσωπίδες φέροντες, εἰς το πρόσωπόν μου πυροβόλο
τί γιγνώσκεις περί ὄπλων, τί γιγνώσκεις μωρή πόρνη;
έδίδαξά την πίειν, περινιόν ἤ μαρτίνου
ἤγαγόν την ἐκ τοῦ χόντα, εἰς λαμποργκίνιν
ἐδίδαξά την πίειν, τον κῶλον της προσφέρειν
Γιγνώσκειν περί καπνῶν, γιγνώσκειν περί πηδαλίων
γιγνώσκειν περί φαρμάκων, γιγνώσκειν περί μελάθρων
γιγνώσκειν σε ὀργασμόν φέρειν, το αἰδοῖον σου συγκατασκάπτειν
ὀχευόμεθα πᾶσᾳ τῇ ὥρᾳ, καταρέομεν εἰς κῶμαν
ἐγειρόμεθα, ὀχευόμεθα ἐκ νέου, ἀπέρχονται, καλῶσι τοῦς στατῆρας
ἐκέρδισα ρε ἀργυρίου μυριάδαν, μίᾳ ἐβδομάδᾳ ὤ ἀρσενοκοῖτα
ὤ ποῦ εἴ, ὤ καταπύγον λακκοπρώκτε; τά αἰδοῖα περί ἐμοῦ διαλέγονται
γιγνώσκω, οὐκ με ῥαδίως φέρειν, ἀλλ’ οὐκ με θιγγάνουσι
γιγνώσκω αἰσχρά πόρνη, ἐπιθυμεῖς ‘σάκη, γλυκό και καμπάνας
πανδοχεῖα πολυτελεῖας, ἰαματικά λουτρά και θέρμας, καρίδων μακαρονάδας
το ἐμόν ἄρωμαν κἐκληται ἀντρας, ὄζω τεστοστερόνην
κατέχω ὄπλα, μεγάλας σφαῖρας, αἵτινες καίωσι ὡς ἄν ἀλλᾶς πιπερισμένον
κατέχω δένδρα καννάβιος, γεύσεως πεπόνος
εἰμί βασιλεῦς ὤ πόρνη, γιγνώσκω, οὐκ ἐπιθυμεῖς πεσσόν
ἐπιθυμεῖς ὄπλον, ἀδρεναλίνη, ὅπερ σε ἐξεγείρει
τά πρόσωπόν σου ναρκᾶν, τά ἐσώτερά σου πηγνῦναι
Γιγνώσκω ὅ ἐπιθυμεῖς ὦ πόρνη
ἀριστοκράτην ἐξ αγροῦ
ὅντινα γιγνώσκειν περί ὄπλων,
γιγνώσκειν τοῦς ἀλῆτας
γιγνώσκειν περί ὠῶν ἰχθύος ὀξυρρύγχου
γιγνώσκειν περί οἴνου καμπανίτην
Οὔκ ἐγεννήθην ἐξ ὄρχεων πλουσίων
Σμικρός μετά τῶν λεπιδίων εἰς τον γῦρον
Γιγνώσκω τι ἐστί ἔχειν, γιγνώσκω οὐ κατέχειν
ἐπείνησα πόρνη,οὐκ ἐστί τοῦτο, ὅ ὁρᾶς
γαλανόν αἶμα, οὐκ μοῖ ἐδωκαν διάδημα, ὁ πρῶτος βασιλεῦς. ὁς ἔχει ἄλυκον αἶμαν
Ἄπασᾳ ζωῆ ὦ πόρνη, μήν ὁρᾶς την κόρην,
ἄπασᾳ ζωῆ εἰς τᾶς ὁδοῦς,Σπέρμα ἐκ λαοῦ
ἐπιθυμεῖς τοῦς ἀλῆτας, έπιθυμεῖς τάς καμπάνας
ἐπιθυμεῖς τά τοῦ Βαρσάκη, ἐπιθυμεῖς μαζζεράτι
οὐκ ὀψει με αἰδοῖον, παρά του Μαρτάκη
παρά του Σφακιανάκη,οὐδέ παρά Ψηνάκη
ὁτιδήποτε ὁρᾶς μόνος
οἰαδήποτε μαλακίαν, πέντε δικηγόρους
ὁρῶσιν τάς ἱστορίας, ἕκαστην ἡμέραν οἱ φύλακες
οπκε, προσωπίδες φέροντες, εἰς το πρόσωπόν μου πυροβόλο
τί γιγνώσκεις περί ὄπλων, τί γιγνώσκεις μωρή πόρνη;
έδίδαξά την πίειν, περινιόν ἤ μαρτίνου
ἤγαγόν την ἐκ τοῦ χόντα, εἰς λαμποργκίνιν
ἐδίδαξά την πίειν, τον κῶλον της προσφέρειν
Γιγνώσκειν περί καπνῶν, γιγνώσκειν περί πηδαλίων
γιγνώσκειν περί φαρμάκων, γιγνώσκειν περί μελάθρων
γιγνώσκειν σε ὀργασμόν φέρειν, το αἰδοῖον σου συγκατασκάπτειν
ὀχευόμεθα πᾶσᾳ τῇ ὥρᾳ, καταρέομεν εἰς κῶμαν
ἐγειρόμεθα, ὀχευόμεθα ἐκ νέου, ἀπέρχονται, καλῶσι τοῦς στατῆρας
ἐκέρδισα ρε ἀργυρίου μυριάδαν, μίᾳ ἐβδομάδᾳ ὤ ἀρσενοκοῖτα
ὤ ποῦ εἴ, ὤ καταπύγον λακκοπρώκτε; τά αἰδοῖα περί ἐμοῦ διαλέγονται
γιγνώσκω, οὐκ με ῥαδίως φέρειν, ἀλλ’ οὐκ με θιγγάνουσι
γιγνώσκω αἰσχρά πόρνη, ἐπιθυμεῖς ‘σάκη, γλυκό και καμπάνας
πανδοχεῖα πολυτελεῖας, ἰαματικά λουτρά και θέρμας, καρίδων μακαρονάδας
το ἐμόν ἄρωμαν κἐκληται ἀντρας, ὄζω τεστοστερόνην
κατέχω ὄπλα, μεγάλας σφαῖρας, αἵτινες καίωσι ὡς ἄν ἀλλᾶς πιπερισμένον
κατέχω δένδρα καννάβιος, γεύσεως πεπόνος
εἰμί βασιλεῦς ὤ πόρνη, γιγνώσκω, οὐκ ἐπιθυμεῖς πεσσόν
ἐπιθυμεῖς ὄπλον, ἀδρεναλίνη, ὅπερ σε ἐξεγείρει
τά πρόσωπόν σου ναρκᾶν, τά ἐσώτερά σου πηγνῦναι
- Πορφύριος Εξαρχίδης
- Δημοσιεύσεις: 9711
- Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
- Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
ᾨδὴ στὸ Μακρυγιάννη
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο, τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου
στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή
Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».
Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι
τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.
Ἄγγελος Σικελιανός
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο, τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου
στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή
Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».
Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι
τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.
Ἄγγελος Σικελιανός
- ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ
- Δημοσιεύσεις: 2173
- Εγγραφή: 24 Σεπ 2019, 15:07
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Περπατούσα όπως πηγαίνει
κάποιος ζωντανός στον Άδη
κι είδα κάποιαν να διαβαίνει
κι ήταν άγγελος και χάδι.
Τραγουδούσε μες στο βράδυ
και γελούσε ο ουρανός:
«Λάμπω σαν αυγερινός
και δεν είμαι κανενός».
Και της λέω: «Είσαι δικιά μου,
το ‘ξερα πριν σε γνωρίσω».
Και μου λέει: «Την καρδιά μου
αν σε ξέρει θα ρωτήσω».
Θε μου, πώς να την κρατήσω;
Φεύγει - κι είμαι σαν νεκρός.
Λάμπει σαν αυγερινός
και δεν είναι κανενός.
Έφυγε - κι η ομορφιά της
έγινε φωτιά και λιώνω.
Ας ακούσω τη μιλιά της
κι ας μου φέρει μόνο πόνο.
Ας την άκουγα - αυτό μόνο
κι ας μην άλλαζε ο σκοπός:
«Λάμπω σαν αυγερινός
και δεν είμαι κανενός».
Α, τι λόγια ζαχαρένια,
τι μιλιά ευλογημένη!
Και τι χείλη κοραλλένια
και φωνή χαριτωμένη.
Και μια στάλα λυπημένη
- γιατί κύλησε ο καιρός.
Λάμπει σαν αυγερινός
και δεν είναι κανενός.
Γιώργος Κοροπούλης, «Αντιύλη» (2008)
κάποιος ζωντανός στον Άδη
κι είδα κάποιαν να διαβαίνει
κι ήταν άγγελος και χάδι.
Τραγουδούσε μες στο βράδυ
και γελούσε ο ουρανός:
«Λάμπω σαν αυγερινός
και δεν είμαι κανενός».
Και της λέω: «Είσαι δικιά μου,
το ‘ξερα πριν σε γνωρίσω».
Και μου λέει: «Την καρδιά μου
αν σε ξέρει θα ρωτήσω».
Θε μου, πώς να την κρατήσω;
Φεύγει - κι είμαι σαν νεκρός.
Λάμπει σαν αυγερινός
και δεν είναι κανενός.
Έφυγε - κι η ομορφιά της
έγινε φωτιά και λιώνω.
Ας ακούσω τη μιλιά της
κι ας μου φέρει μόνο πόνο.
Ας την άκουγα - αυτό μόνο
κι ας μην άλλαζε ο σκοπός:
«Λάμπω σαν αυγερινός
και δεν είμαι κανενός».
Α, τι λόγια ζαχαρένια,
τι μιλιά ευλογημένη!
Και τι χείλη κοραλλένια
και φωνή χαριτωμένη.
Και μια στάλα λυπημένη
- γιατί κύλησε ο καιρός.
Λάμπει σαν αυγερινός
και δεν είναι κανενός.
Γιώργος Κοροπούλης, «Αντιύλη» (2008)
Από την αποπλανητική έλξη στον σημειωτικό τυχοδιωκτισμό μια αμφίκρημνη παλινδρομία
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ έγραψε: ↑09 Ιούλ 2020, 08:47Περπατούσα όπως πηγαίνει
κάποιος ζωντανός στον Άδη
κι είδα κάποιαν να διαβαίνει
κι ήταν άγγελος και χάδι.
Τραγουδούσε μες στο βράδυ
και γελούσε ο ουρανός:
«Λάμπω σαν αυγερινός
και δεν είμαι κανενός».
Και της λέω: «Είσαι δικιά μου,
το ‘ξερα πριν σε γνωρίσω».
Και μου λέει: «Την καρδιά μου
αν σε ξέρει θα ρωτήσω».
Θε μου, πώς να την κρατήσω;
Φεύγει - κι είμαι σαν νεκρός.
Λάμπει σαν αυγερινός
και δεν είναι κανενός.
Έφυγε - κι η ομορφιά της
έγινε φωτιά και λιώνω.
Ας ακούσω τη μιλιά της
κι ας μου φέρει μόνο πόνο.
Ας την άκουγα - αυτό μόνο
κι ας μην άλλαζε ο σκοπός:
«Λάμπω σαν αυγερινός
και δεν είμαι κανενός».
Α, τι λόγια ζαχαρένια,
τι μιλιά ευλογημένη!
Και τι χείλη κοραλλένια
και φωνή χαριτωμένη.
Και μια στάλα λυπημένη
- γιατί κύλησε ο καιρός.
Λάμπει σαν αυγερινός
και δεν είναι κανενός.
Γιώργος Κοροπούλης, «Αντιύλη» (2008)
nothing but heart
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
THE MASTER OF THE CARAVAN
But who are ye in rags and rotten shoes,
You dirty-bearded, blocking up the way?
THE PILGRIMS
We are the Pilgrims, master; we shall go
Always a little further: it may be
Beyond the last blue mountain barred with snow,
Across that angry or that glimmering sea,
White on a throne or guarded in a cave
There lives a prophet who can understand
Why men were born: but surely we are brave,
Who take the Golden Road to Samarkand.
But who are ye in rags and rotten shoes,
You dirty-bearded, blocking up the way?
THE PILGRIMS
We are the Pilgrims, master; we shall go
Always a little further: it may be
Beyond the last blue mountain barred with snow,
Across that angry or that glimmering sea,
White on a throne or guarded in a cave
There lives a prophet who can understand
Why men were born: but surely we are brave,
Who take the Golden Road to Samarkand.
- ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ
- Δημοσιεύσεις: 2173
- Εγγραφή: 24 Σεπ 2019, 15:07
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
[/quote]
Είμαστε στο ίδιο μήκος ποιητικού κύματος, λέμε!
ΥΓ. Και μόνο που γουστάρεις Γκόρπα θα μου έφτανε δηλαδή
Από την αποπλανητική έλξη στον σημειωτικό τυχοδιωκτισμό μια αμφίκρημνη παλινδρομία
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
πρόσφατα μου μίλησαν για τον Κοροπούλη, έμαθα και για κάτι εκπομπές,ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ έγραψε: ↑12 Ιούλ 2020, 10:52
Είμαστε στο ίδιο μήκος ποιητικού κύματος, λέμε!
ΥΓ. Και μόνο που γουστάρεις Γκόρπα θα μου έφτανε δηλαδή
και ήταν σύμπτωση και έκπληξη να διαβάσω εδώ ποίημά του
(ο Γκόρπας μιλάει στο πετσί μου)
nothing but heart
- ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ
- Δημοσιεύσεις: 2173
- Εγγραφή: 24 Σεπ 2019, 15:07
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Είναι στοχαστικός πολύ (και δύσκολος όσο νάναι...)και σε πεζό-δοκιμιακό λόγο.
Είμαι χρόνια θαυμαστής των τροπών του λόγου του.
Ότι είναι η σύγχρονη Ελλάδα ζώσα -από κάτι τέτοιους είναι, θαρρώ.
Άλλο ένα ποίημα εδώ:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ, “Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε;…” 10.12.2009
– Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε; Έναν γάμο
– σαν κολικό, σαν να έχεις στα νεφρά σου άμμο…
– Θέλεις να παίξουμε την τελετή, τα δώρα,
– παρόν το σόι σου ( που κούφια να ’ν’ η ώρα ! )
– να παίξουμε – αυτό προπάντων ! μια νεότητα
– που κράτησε ένα χρόνο, στην πραγματικότητα ;
– Να παίξουμε πως ήμουν τριανταεννιά –
– κι έπινες κι έγραφες κι ο μήνας είχε εννιά
– κι ήταν η κάθε μέρα μου παραμονή –
– κι οι φίλοι σου μου λέγαν “κάνε υπομονή”
– γιατί ήταν, λέει, μια γιορτή να ξημερώσει –
– περίμενα, δεν είχα ακόμη μετανιώσει
– που δεν ξημέρωνε ποτέ κι εγώ φοβόμουν,
– κι όλο σε πρόσεχα και σε περιποιόμουν.
– Κάτι ελλόχευε στον άδειον ουρανό :
– Κάτι ερχόταν – όλο και πιο σκοτεινό
– Κι όλα τα τύλιξε ο φόβος. . . τη ζωή σου
– και τα παιδιά που εν τέλει έκανα μαζί σου,
– τη φωτεινή κουζίνα, το ζεστό φαΐ
– τα πρωινά, που έβγαζες βόλτα το σκυλί,
– την πάχνη της αυγής, το διάβασμα, το χάδι
– τα βράδια που δεν σε μισούσα στο σκοτάδι. . .
– Έτσι περάσανε τα χρόνια, έπαιξα κι έχασα –
– Σιγά σιγά, δεν σ’ αγαπούσα πια, το ξέχασα. . .
fin’amor, 2000
Είμαι χρόνια θαυμαστής των τροπών του λόγου του.
Ότι είναι η σύγχρονη Ελλάδα ζώσα -από κάτι τέτοιους είναι, θαρρώ.
Άλλο ένα ποίημα εδώ:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ, “Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε;…” 10.12.2009
– Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε; Έναν γάμο
– σαν κολικό, σαν να έχεις στα νεφρά σου άμμο…
– Θέλεις να παίξουμε την τελετή, τα δώρα,
– παρόν το σόι σου ( που κούφια να ’ν’ η ώρα ! )
– να παίξουμε – αυτό προπάντων ! μια νεότητα
– που κράτησε ένα χρόνο, στην πραγματικότητα ;
– Να παίξουμε πως ήμουν τριανταεννιά –
– κι έπινες κι έγραφες κι ο μήνας είχε εννιά
– κι ήταν η κάθε μέρα μου παραμονή –
– κι οι φίλοι σου μου λέγαν “κάνε υπομονή”
– γιατί ήταν, λέει, μια γιορτή να ξημερώσει –
– περίμενα, δεν είχα ακόμη μετανιώσει
– που δεν ξημέρωνε ποτέ κι εγώ φοβόμουν,
– κι όλο σε πρόσεχα και σε περιποιόμουν.
– Κάτι ελλόχευε στον άδειον ουρανό :
– Κάτι ερχόταν – όλο και πιο σκοτεινό
– Κι όλα τα τύλιξε ο φόβος. . . τη ζωή σου
– και τα παιδιά που εν τέλει έκανα μαζί σου,
– τη φωτεινή κουζίνα, το ζεστό φαΐ
– τα πρωινά, που έβγαζες βόλτα το σκυλί,
– την πάχνη της αυγής, το διάβασμα, το χάδι
– τα βράδια που δεν σε μισούσα στο σκοτάδι. . .
– Έτσι περάσανε τα χρόνια, έπαιξα κι έχασα –
– Σιγά σιγά, δεν σ’ αγαπούσα πια, το ξέχασα. . .
fin’amor, 2000
Από την αποπλανητική έλξη στον σημειωτικό τυχοδιωκτισμό μια αμφίκρημνη παλινδρομία
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Εν αρχή ην το σκότος.
Ύστερα ήρθες εσύ
και φύτεψες κατάστηθα στη νύχτα
μιαν αχτίδα.
Και εγένετο φως,
ημέρα πρώτη.
Ήτανε τότε που γεννήθηκε
η όρασή μου
και γνώρισα τα χέρια σου
και χάρηκα,
γιατί ταιριάζανε
τα δάχτυλά σου στα πλευρά μου.
Η φωνή της σιωπής - Αργύρης Χιόνης
Ύστερα ήρθες εσύ
και φύτεψες κατάστηθα στη νύχτα
μιαν αχτίδα.
Και εγένετο φως,
ημέρα πρώτη.
Ήτανε τότε που γεννήθηκε
η όρασή μου
και γνώρισα τα χέρια σου
και χάρηκα,
γιατί ταιριάζανε
τα δάχτυλά σου στα πλευρά μου.
Η φωνή της σιωπής - Αργύρης Χιόνης
nothing but heart
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
πωπω τώρα το είδα αυτό, υπέροχοΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ έγραψε: ↑13 Ιούλ 2020, 21:44ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ, “Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε;…” 10.12.2009
– Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε; Έναν γάμο
– σαν κολικό, σαν να έχεις στα νεφρά σου άμμο…
– Θέλεις να παίξουμε την τελετή, τα δώρα,
– παρόν το σόι σου ( που κούφια να ’ν’ η ώρα ! )
– να παίξουμε – αυτό προπάντων ! μια νεότητα
– που κράτησε ένα χρόνο, στην πραγματικότητα ;
– Να παίξουμε πως ήμουν τριανταεννιά –
– κι έπινες κι έγραφες κι ο μήνας είχε εννιά
– κι ήταν η κάθε μέρα μου παραμονή –
– κι οι φίλοι σου μου λέγαν “κάνε υπομονή”
– γιατί ήταν, λέει, μια γιορτή να ξημερώσει –
– περίμενα, δεν είχα ακόμη μετανιώσει
– που δεν ξημέρωνε ποτέ κι εγώ φοβόμουν,
– κι όλο σε πρόσεχα και σε περιποιόμουν.
– Κάτι ελλόχευε στον άδειον ουρανό :
– Κάτι ερχόταν – όλο και πιο σκοτεινό
– Κι όλα τα τύλιξε ο φόβος. . . τη ζωή σου
– και τα παιδιά που εν τέλει έκανα μαζί σου,
– τη φωτεινή κουζίνα, το ζεστό φαΐ
– τα πρωινά, που έβγαζες βόλτα το σκυλί,
– την πάχνη της αυγής, το διάβασμα, το χάδι
– τα βράδια που δεν σε μισούσα στο σκοτάδι. . .
– Έτσι περάσανε τα χρόνια, έπαιξα κι έχασα –
– Σιγά σιγά, δεν σ’ αγαπούσα πια, το ξέχασα. . .
fin’amor, 2000
nothing but heart
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Με την βροχή με το νερό
οι φτωχοί κούμπωσαν
την προσευχή στον κόρφο
και σβήσαν σαν τα χαμόγελα.
οι φτωχοί κούμπωσαν
την προσευχή στον κόρφο
και σβήσαν σαν τα χαμόγελα.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΛΑΟ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ
.
.
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Εκπληκτικός στίχος.
Ωραίος ο Βαρβέρης.
Το γαρ πολύ της κατανόησης γεννά αδιαφορία.
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Ο τρομερός έρωτας
να που ανοίγουν τα σπιθοβόλα σκοτάδια
να η πυρκαγιά και η σύγκρουση
η πιο γλυκιά βιαιότητα
η πιο τρυφερή φωτιά
να οι γλώσσες της πυράς
που αναζητιούνται, πλέκονται, ψαύονται
ανάμεσα στο ακτιδοβόλο κρεβάτι της νύχτας
και στη δροσιά της αυγής που εξαπλώνεται
να η λσμονιά και η έκσταση
η στιγμή με την άχρονη γεύση
η διπλή ύπαρξη που κοινωνεί
αμοιβαία καταβροχθιζόμενη
να την εδώ ριγμένη κάτω από σένα
σταυρωμένη από σένα
αναστημένη από σένα.
ΧΑΒΙΕΡ ΣΟΛΟΓΚΟΥΡΕΝ
Περού, 1921
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
να που ανοίγουν τα σπιθοβόλα σκοτάδια
να η πυρκαγιά και η σύγκρουση
η πιο γλυκιά βιαιότητα
η πιο τρυφερή φωτιά
να οι γλώσσες της πυράς
που αναζητιούνται, πλέκονται, ψαύονται
ανάμεσα στο ακτιδοβόλο κρεβάτι της νύχτας
και στη δροσιά της αυγής που εξαπλώνεται
να η λσμονιά και η έκσταση
η στιγμή με την άχρονη γεύση
η διπλή ύπαρξη που κοινωνεί
αμοιβαία καταβροχθιζόμενη
να την εδώ ριγμένη κάτω από σένα
σταυρωμένη από σένα
αναστημένη από σένα.
ΧΑΒΙΕΡ ΣΟΛΟΓΚΟΥΡΕΝ
Περού, 1921
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
nothing but heart
-
- Δημοσιεύσεις: 1246
- Εγγραφή: 21 Μαρ 2020, 20:38
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Και είπε το δέντρο στις ρίζες του:
σας αγαπώ
εσείς με στηρίζετε
από εσάς ψήλωσα
κι έφτασα ως τον ουρανό
κι έγινα μεγάλο
Και οι ρίζες απάντησαν:
Εμείς δεν βλέπουμε τον ήλιο
δεν τον είδαμε ποτέ
μες το χώμα χωμένες
μέσα στην γη θαμμένες
νομίζαμε πως ο ήλιος μας ήσουνα εσύ!
Τάκης Κτενάς
σας αγαπώ
εσείς με στηρίζετε
από εσάς ψήλωσα
κι έφτασα ως τον ουρανό
κι έγινα μεγάλο
Και οι ρίζες απάντησαν:
Εμείς δεν βλέπουμε τον ήλιο
δεν τον είδαμε ποτέ
μες το χώμα χωμένες
μέσα στην γη θαμμένες
νομίζαμε πως ο ήλιος μας ήσουνα εσύ!
Τάκης Κτενάς
-
- Δημοσιεύσεις: 1246
- Εγγραφή: 21 Μαρ 2020, 20:38
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Η απόγνωση της Πηνελόπης
Δεν είτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν είταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, – όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί[1]. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα,
σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας.
Λέρος, 22, ΙΧ,68
[1] θυμός μοι ενί στήθεσσιν τέθηπεν, ουδέ τι προσφάσθαι δύναμαι έπος ουδ’ ερέεσθαι,ουδ’ εις ώπα ιδέσθαι εναντίον»
Γιάννης Ρίτσος
Δεν είτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν είταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, – όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί[1]. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα,
σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας.
Λέρος, 22, ΙΧ,68
[1] θυμός μοι ενί στήθεσσιν τέθηπεν, ουδέ τι προσφάσθαι δύναμαι έπος ουδ’ ερέεσθαι,ουδ’ εις ώπα ιδέσθαι εναντίον»
Γιάννης Ρίτσος
-
- Παραπλήσια Θέματα
- Απαντήσεις
- Προβολές
- Τελευταία δημοσίευση
-
- 0 Απαντήσεις
- 289 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από vag_el
15 Ιούλ 2022, 23:40