Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Πεζογραφία, ποίηση, γλώσσα και γραπτός λόγος, βιβλία
Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 10 Απρ 2021, 23:58

6. Η ζούγκλα των πολιτισμών

«Τακ! Τοκ! Τακ! Τοκ!»
Κτυπούσε ρυθμικά με ένα μικρό τσεκούρι πάνω στο τσακισμένο χοντρό κλαδί.
–Κύριε γνωσεισάπτη, νομίζω πως σε λίγο θα έχουμε το δόρυ, που χρειαζόμαστε για την παγίδα.
«Τακ! Τοκ! Τακ! Τοκ!»
Και χωνεύονταν κατανυκτικά οι κτύποι απο την υγρασία της πυκνής βλάστησης που τους περιτριγύριζε απειλητικά, ενώ οι ηλιακτίδες, όσες τέλως πάντων μπορούσανε να περάσουνε ανάμεσα απο τους μεστωμένους θαλλούς των θεόρατων δέντρων, χαράζανε λευκές κουκκίδες πάνω στις χακί τους φόρμες.
–Το βρίσκω πολύ ανόητο εκ μέρους των μελών της τελειέλικας... Μα, να μην μπορούμε να πάρουμε μαζί μερικούς βοηθότακτους για αχθοφόρους, για να κουβαλάνε τρόφιμα για μερικές ημέρες παραπάνω;...
Ο Θάρρικος κοκκάλωσε και σταμάτησε να τσεκουριάζει το παλούκι.
–Το βρίσκω πολύ θαρραλέο εκ μέρους σας το...
–Το ποιό; του απάντησε ο Ήνετος.
–Να, το ότι κριτικάρετε ανοικτά τις αποφάσεις τους.
–Το ότι έχουνε τελειοποιηθεί γονιδιακά τα μέρη ενός συνόλου, δεν σημαίνει πως είναι τέλειες οι αποφάσεις του συνόλου. Αυτό συνιστά διπλό λογικό άλμα. Ακόμα και εάν αποδειχτεί πως είναι οι καλύτερες δυνατές οι αποφάσεις ενός γονιδιακά βελτιοποιημένου ατόμου, εκκρεμεί η απόδειξη της καλύτερης δυνατής συλλογικής δράσης, που γίνεται με αυτόν τον τρόπο.
–Δηλαδή, απάντησε ο νεαρός βοηθός του, αμφισβητείτε ακόμα και την δομή του πολιτεύματος. ...και συνέχισε να πελεκάει μέσα στο ημίφως της ζούγκλας το ξύλο, μετατρέποντάς το έτσι σε ένα αιχμηρό κοντάρι.
–Ω, ναι, την αμφισβητώ. Το βέλτιστο ενός συνόλου έγκειται στην ομαλή λειτουργία της διαδραστικότητας των τμημάτων του, κυρίως. Όχι στο άμα το καθένα απο αυτά όσο το δυνατόν καλύτερα τη δουλειά του. Τα δάκτυλά σας για παράδειγμα. Κάθενα απο αυτά τυλίγεται γύρω απο το στειλιάρι του τσεκουριού όσο το δυνατόν καλύτερα, αλλά έτσι ώστε να μπορεί να το βαστάει καλύτερα η παλάμη. Δεν μπορεί απο μόνο του να κρίνει εάν το κάνει σωστά αυτό.
«Τακ! Τοκ! Τακ! Τοκ!»
–Μα, για αυτό ακριβώς, γενικά η πολιτική κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Και για αυτό δεν καταλαβαίνω και εγώ το σκεπτικό στην απόφασή τους, να σας δώσουνε τέτοια άδεια, με περιορισμό στον αριθμό των ατόμων. Η επέμβαση στην εξέλιξη ενός νεολιθικού πολιτισμού είναι η ίδια, είτε αυτή γίνει απο δύο, είτε γίνει απο σαράντα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Δεν μπορεί να....
–Σιωπή! Του ψιθύρησε ο Ήνετος τεντώνοντας την παλάμη προς την κατεύθυνση του στόματος του βοηθού του.
–Το άκουσα και εγώ, είπε και άφησε προσεκτικά το πρόχειρα φτιαγμένο δόρυ πάνω στο πυκνό στρώμα απο σαπισμένα φύλλα, σφίγγοντας το τσεκούρι με τ’ άλλο του χέρι.
–Χμμ! Μειδίασε ο ηλικιωμένος, καθώς σηκωνότανε αργά αργά απο κάτω, όπως καθότανε ανακλαδιστά. Δεν νομίζω πως θα μας βοηθούσε κάτι τέτοιο. Αφήστε το τσεκούρι κάτω.
–Γιατί; Ψιθύρισε ο Θάρρικος, ενώ το επαναλαμβανόμενο «τσκ, τσκ, τσκ» ακουγότανε ολοένα και πιο δυνατά ανάμεσα απο τις φυλλωσιές. Και όχι, δεν ήτανε ο ελαφρύς νότιος άνεμος που κτυπούσε κάποια κλαδιά μεταξύ τους και έφερνε την υγρή μυρωδιά απο τις λειχήνες που σάπιζαν στις φαρδιές ρίζες των δέντρων, ούτε κάποιος κερασφόρος τεράστιος ακάνθαρος που σκάλιζε κάποιον κορμό, ούτε κανένα δηλητηριώδες ερπετό με μακριά γλώσσα και άγαρμπα πόδια. Ο θόρυβος είχε δύο–τρεις ξεκάθαρα διακριτές χροιές, και τους μοναδικούς ήχους, που μπορεί να διακρίνει ξεκάθαρα, ως προερχομένους απο δύο διαφορετικά ζώα του ιδίου είδους, κάποιος άνθρωπος μεγαλωμένος μέσα στον πολιτισμό, είναι οι ανθρώπινοι.
–Είναι μάλλον ιθαγενείς, που μας συνοδεύουνε, απο την ώρα που πατήσαμε το πόδι μας στην Αφηστία. Αφήστε, επιτέλους κάτω το τσεκούρι. Έτσι και αντιληφτούνε πως τους απειλούμε, θα μας σκοτώσουνε. Μην κάνετε απότομες κινήσεις και μην πείτε τίποτα. Θα προσπαθήσω να συνεννοηθώ μαζί τους.
–Γιατί εμφανίζονται τώρα;
–Γιατί πολύ πιθανόν να ήμαστε πολύ κοντά, απειλητικά κοντά.
–Πολύ κοντά σε τι; Οι δορυφορικές φωτογραφίες που μου δείχνει αυτή τη στιγμή το εμφύτευμα, δεν έχουνε κάτι διαφορετικό. Μια απέραντη επίπεδη ζούγκλα και τίποτα άλλο.
Ήδη ακουγότανε πως τους περιφράζανε βήματα πάνω στο σαπρό έδαφος.
–Αρκετά ανόητη παρατήρηση. Εάν μπορούσαμε να το εντοπίσουμε απο δορυφορικές λήψεις, δεν θα βολοδέρναμε τόσες ημέρες μέσα σε αυτήν την πράσινη κόλαση.
Μέχρι να γυρίσουνε να κοιτάξουνε ο ένας τον άλλον, είχανε περικυκλωθεί απο ημίγυμνους, που είχανε βαμμένο όλο τους το σώμα στο χρώμα απο τις φυλλωσιές και που απο τα αυτιά και τις μύτες τους κρεμότανε κοκκάλινα σκουλαρίκια. Ένας απο αυτούς, κρατώντας τεντωμένο ένα τόξο, πλησίασε προσεκτικά, σαν αιλουροειδές, τον ηλικιωμένο γνωσεισάπτη, ενώ τον σημάδευε ασταμάτητα με την δηλητηριασμένη σχιστολιθική αιχμή του ξύλινού του βέλους στο κεφάλι, και του είπε κάτι σε μια γλώσσα γεμάτη απο σύμφωνα–σφυρίγματα. Με όσο το δυνατόν πιο λίγες και ήρεμες χειρονομίες, του απάντησε στην ίδια περίεργη γλώσσα και του έδειξε προς τον βορρά, πολύ πιο πάνω απο τον ορίζοντα, σχεδόν εκεί που πρέπει να βρισκότανε κρυμμένος πίσω απο τις παχιές φυλλωσιές ο καυτός, μεσημεριάτικος Μορτόνασος. Με την άκρη του βέλους, τους έδειξε προς το τσεκούρι. Ο γνωσεισάπτης, το κράτησε ανάμεσα απο τις παλάμες και του το πρόσφερε. Δεν χρειάστηκε ο Θάρρικος να θέσει σε μεταφραστική λειτουργία το εγκεφαλικό του εμφύτευμα, για να καταλάβει πως ο Ήνετος έλεγε εκείνη την ώρα πως αυτό ήτανε ένα δώρο, προορισμένο για τον φύλαρχο.
Τους οδήγησαν στο χωριό τους. Και έμειναν έκπληκτοι, όταν διαπιστωσαν πως εκείνοι οι ιθαγενείς δεν είχανε κτίσει ψάθινες καλύβες σε κάποιο ξέφωτο ή ξύλινες κατασκευές ανάμεσα απο τα κλαδιά των δέντρων, παρά είχανε σκάψει λαγούμια βαθιά μέσα στη γη, σχεδόν κάτω απο εκεί, που προλίγο προσπαθούσανε οι δυό τους να φτιάξουνε παγίδα για να πιάσουνε κάποιο ζώο για να φάνε, μιάς και τα αποθέματα της τροφής τους είχανε σωθεί.
Οι ρίζες των δέντρων απλώνονταν σαν αποσαρκωμένοι τένοντες μέσα στις σήραγγες, που φωτίζονταν απο πισσωμένες δάδες, και κάθε λίγα μέτρα υπήρχε και μια κατακορυφη εξαεριστική τρύπα, σκεπασμένη με καλαθωτά πλεκτά απο ίσια, χοντρά κλαδιά. Ανάμεσα απο τις ημισκότεινες τρώγλες βγαίνανε μυρωδιές απο βοτάνια και παστωμένα κρέατα, παιδιά με πρησμένες κοιλιές και γυναίκες με γυμνά, κρεμασμένα μέχρι το στομάχι, στήθη, όπου το μόνο τους ρούχο ήτανε ένα κομμάτι δέρμα τυλιγμένο γύρω απο τη μέση, για να κρύβει πρόχειρα την ηβική τους χώρα.
–Γιατί ζούνε στο υπέδαφος; Υπάρχουνε τόσο πολλά άγρια ζώα στην Αφηστία;
–Το κλίμα είναι ήπιο και κατάλληλο, ώστε να επιβιώνουνε και να κυνηγάνε νύχτα–μέρα όλα τα ανθρωποφάγα θηρία.
–Είναι τραγικό αυτό που έχει γίνει. Να αφήνουνε αυτούς τους ανθρώπους έτσι, για να παρατηρούνε την εξέλιξη του πολιτισμού τους; Τραγικό. Και να σκεφτεί κανείς πως έχουμε με αυτούς κοινή καταγωγή, και πως πριν απο διακόσιους κύκλους, οι πρόγονοί μας, φτάσανε με διαστημόπλοια σε αυτόν τον πλανήτη.
–Αυτή είναι απλά η κοινά αποδεκτή θεωρία. Η κοινά αποδεκτή. Δεν ξέρουμε εάν ισχύει. Μην ξεχνάτε, πως αυτό ακριβώς ήρθαμε να μελετήσουμε, σαν τεχνολογικοί αρχαιολόγοι που ήμαστε. Ήρθαμε να μελετήσουμε, εάν ο πολιτισμός τους ξεκίνησε να κατελίσσεται απο το σημείο εκείνο, απο το οποίο ξεκίνησε να ανελίσσεται ο δικός μας.
Ο Θάρρικος γέλασε, και έκανε τους πολεμιστές που τον συνοδεύανε στο υπόγειο ανάκτορο του φυλάρχου, να τον κοιτάξουνε περίεργα.
–Μην ξεχνάτε όμως και εσείς, πως αυτή είναι η δική σας επίσημη αιτιολόγηση προς την τελειέλικα, ώστε να πάρετε την άδεια κύριε γνωσεισάπτη. Δεν είναι αυτός ο πραγματικός λόγος που ήρθαμε στην Αφηστία. Κάτι άλλο αναζητούμε. Κάτι άλλο. Εσείς έχετε ήδη αποδείξει πως οι δύο πολιτισμοί δεν έχουνε κάποια κοινή τεχνολογική αφετηρία στην αρχαιότητα. Και έχετε αποδείξει μάλιστα, πως αυτός ο νεολιθικός πολιτισμός ξεκίνησε να κατελίσσεται απο βαθμό τεχνολογικής εξέλιξης, ανώτερο απο τον τωρινό, δικό μας βαθμό. Μπορεί φυσικά να μην έχετε ακόμα δημοσιεύσει την απόδειξη, αλλά την έχετε έτοιμη. Εσείς ο ίδιος, μου αναθέσατε να επεξεργαστώ το κείμενο. Σαν να θέλατε έτσι να μου το πείτε, εμμέσως πλην σαφώς. Σαν να με προετοιμάσετε για την πραγματική αναζήτηση. Και κοιτάζοντάς τον με ένα βλέμμα μεταξύ σοβαρότητας και περιπαίγματος, του φρηναύδησε: Τι πραγματικά ψάχνουμε κύριε γνωσεισάπτη;
–Σύντομα θα το δείτε, του απάντησε κοφτά.
Εκείνη την ώρα κατεβαίνανε ένα στενό, κατηφορικό λαγούμι που πήγαινε ακόμα πιο βαθιά στην ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά. Απο κάτω ακουγότανε τρεχούμενο νερό και ο αέρας ήτανε δροσερός. Βγήκανε μέσα σε ένα φαρδύ σκίσιμο των βράχων, αχνοφωτισμένο απο φωσφορούχα φυτά, που μοιάζανε με τεράστια άνθη απο γαϊδουράγκαθα. Στη βάση απο το σκίσιμο κυλούσε ένα ρυάκι. Αν και οι δυό τους δυσκολεύτηκαν πολύ, οι ξυπόλυτοι ιθαγενείς πατούσανε με αφάνταση ευκολία πάνω στις κοφτερές πέτρες, δεξιά και αριστερά, και ακολουθούσανε την ροή, που τους οδηγούσε σε έναν μικρό καταρράκτη. Εκεί, στο άνοιγμα ενός μεγάλου σπηλαίου με σταλακτίτες και μια μικρή λίμνη στη μέση, χρειάστηκε να πιαστούνε απο κληματσίδες, που ήτανε δεμένες στα βράχια δίπλα απο τον καταρρακτίσκο, για να κατεβούνε κάτω στα γλοιώδη, σταλαγματικά πετρώματα, και να περπατήσουνε εκνευριστικά αργά για τους οδηγούς τους, παρά τις αντιολισθητικές σόλες που είχανε οι μπότες τους. Τα τεράστια, φωσφορούχα γαϊδουράγκαθα τυλίγανε γύρω γύρω τη λίμνη και κοντά στην οροφή της σπηλιάς σιγοκαίγανε πολλοί δαυλοί, που αχνίζανε την πικάντικα βαρύαλγη μυρωδιά της καμένης πίσσας.
–Είναι τόσο πολλοί, κύριε γνωσεισάπτη. Αυτός ο οικισμός πρέπει να έχει γύρω στα τριακόσια άτομα.
–Πράγματι. Οι εκτιμήσεις λένε για μερικές δεκάδες χιλιάδες ιθαγενών, αλλα αυτό σύμφωνα με τις μετρήσεις της υπέρυθρης ακτινοβολίας απο τις υπερπτήσεις των δορυφόρων. Εάν υπάρχουνε σε όλη την Αφηστία χιλιάδες τέτοιες κοινότητες, τότε οι κάτοικοι θα αγγίζουνε το εκατομμύριο.
Περάσανε λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου να διακρίνουνε μορφές ακίνητων πολεμιστών δίπλα απο τις δάδες, που στέκονταν σχεδόν κρεμασμένοι πάνω στα βράχια και ήτανε βαμμένοι σε όλο τους το σώμα με ξεραμένη αργιλούχα λάσπη, ενώ στους λαιμούς είχανε κολιέδες απο σουβλερά δόντια διαφόρων θηρίων.
–Απ’ ό,τι φαίνεται, έχουνε μάθει και να κρύβουνε την υπέρυθρη ακτινοβολία τους.
–Ναι, έχετε δίκιο. Αυτοί εδώ πρέπει να είναι η φρουρά του φυλάρχου. Το ότι πασαλείβουνε το σώμα τους με λάσπη είναι μάλλον τιμητικό διακριτικό, κάτι σαν παράσημο. Ενδεικτικό εκείνων των πολεμιστών που δεν γίνανε αντιληπτοί απο τους ανιχνευτές.
–Αυτό σημαίνει πως δεν κρύβουνε τον οικισμό τους απο τα ανθρωποφάγα θηρία, αλλα απο εμάς;...
–Φοβάμαι πως έχετε δίκιο.
–Δεν πιστεύω να είναι κανίβαλοι; Φρηναύδισε ο Θάρρικος και κοιταξε μέσα απο το καταϊδρωμένο του πρόσωπο τον γνωσεισάπτη.
–Όχι, δεν είναι, τουλάχιστον απο αυτά που μπορώ να διακρίνω. Θα βλέπαμε για παράδειγμα πολλές νεκροκεφαλές να στολίζουνε αυτόν τον χώρο, που φαίνεται να είναι ιερός για αυτούς. Απάντησε και σκούπισε με ένα μαντήλι το πρόσωπό του και το ξανάδεσε στο λαιμό.
Όπως κοντοστάθηκαν δίπλα απο το νερό που ήτανε γεμάτο με φωσφορούχα μικρά ψαράκια, και μπροστά τους σχηματίζονταν απο τα βράχια μια σκοτεινή στοά. Ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή μέσα απο τη στοά, βαριά και ήρεμη, να τους καλεί να προχωρήσουνε μέσα.
Μόλις κοιτάξανε διστακτικά προς τον αρχηγό των οδηγών, εκείνος γύρισε και σφύριξε κάτι σε έναν πολεμιστή, απο εκείνους που ήτανε κρεμασμένοι επάνω στα βράχια. Αμέσως εκείνος ξεκρέμασε μία δάδα και του την πέταξε. Την έπιασε με την άνεση ενός ζογκλέρ, και προχωρώντας έκανε νόημα με τα μάτια στους δύο να τον ακολουθήσουνε μέσα στην στοά, που τώρα πιά φωτίστηκε το εσωτερικό της.
Επάνω σε έναν λοφίσκο απο ανθρώπινα, στιλπνά κρανία, καθότανε σταυροπόδι μια υπέρβαρη, με απανωτούς οδοντοκολιέδες στο λαιμό, που τα γυμνά της στήθη φτάνανε μέχρι την κοιλιά και τα λυτά, κατάλευκα της μαλλιά μέχρι τα γόνατα. Μόνο ασπράδι γυάλιζε μέσα στα μεγάλα της μάτια και όπως τους χαμογέλασε φανήκανε μερικά εναπομείναντα στο στόμα σάπια δόντια.
–Ελάτε πιο κοντά, τους είπε στη γλώσσα της κουνώντας τα τεράστια, γιρλαντωτά της νύχια, θέλω να σας μυρίσω.
Ούτε τα βλέφαρα δεν ανοιγόκλεινε ο Θάρρικος, καθώς την κοιτούσε.
–Τι είπατε προλίγο για τις νεκροκεφαλές, κύριε γνωσεισάπτη;...
–Σας παρακαλώ, συγκεντρωθείτε!
Ο Ήνετος προχώρησε λίγο πιο κοντά, έκανε μια ελαφριά υπόκλιση με το κεφάλι και στάθηκε. Το χέρι του Θάρρικου άρχισε να τρεμουλιάζει και το πόδι του φαινότανε να ζυγίζει 300 κιλά καθώς το σήκωνε για να κάνει και αυτός τα λίγα βήματα.
–Χαχαχα! Φοβάσαι νέε άντρα; Έλα πιο κοντά.
Ελαφρύ αντίλαλο μέχρι στο βάθος της στοάς, πολύ πιο πίσω απο την τυφλή γριά, έκανε το χνώτο αγωνίας που έβγαζε, ωστόσο, υπο το αυστηρό βλέμμα του μέντορά του, τόλμησε. Ο οδηγός που συνέχιζε να κρατάει τον πυρσό, κάθισε ευλαβικά σταυροπόδι πάνω στο κρύο, στιφρό χώμα και τους υπέδειξε με έναν μορφασμό να κάνουνε το ίδιο.
–Πως το κατάλαβε πως είμαι νέος;
–Απ’ ό,τι βλέπω· πάνω στην αγωνία σας, ξεχάσατε να απενεργοποιήσετε το λεξεμφύτευμα και ακούω ό,τι σκέφτεστε.
–Με συγχωρείτε κύριε γνωσεισάπτη.
–Πολλά μπορεί να καταλάβει κάποιος απο την μυρωδιά του ιδρώτα. Είπε με την βαριά της φωνή, μπροστά στα αποπροσανατολισμένα απο το ξάφνιασμα των όσων άκουγαν πρόσωπά τους. Ξέρω πως πεινάτε. Βρωμάνε τα χνώτα σας.
–Αυτό μπορεί και να το ακούσει κάποιος. Το στομάχι μου έχει αρχίσει να μουγκρίζει.
–Γνωρίζω πολύ καλά πως σας πιάνει μια ακατάσχετη φλυαρία, όταν φοβάστε, αλλά τα σχόλιά σας αρχίζουνε και καταντάνε εκνευριστικά.
–Με συγχωρείτε και πάλι κύριε γνωσεισάπτη. Θα προσπαθήσω να συγκρατηθώ.
–Πράγματι πεινάμε. Έχουμε μια ημέρα να φάμε κάτι. Ετοιμαζόμασταν να κυνηγήσουμε, όταν μας βρήκανε οι άνθρωποι–άντρες σας.
Στο άκουσμα της λέξης κυνήγι, ο οδηγός που κρατούσε τη δάδα, γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι του, προς τους άλλους, που στεκότανε στην είσοδο της στοάς, και όπως τους σφύριξε κάτι, λυθήκανε όλοι στα γέλια. Η γριά άφησε να φανούνε λίγο τα σάπια της δόντια και κάνωντας ένα νεύμα, σταματήσανε όλοι απότομα.
–Γιατί ήρθατε στο δάσος μας; Δεν έχετε άλλο αρκετό φαΐ εκεί, πέρα απο τη μεγάλη θάλασσα; και μην ακούγοντας τις ανάσες τους, που τις κρατούσανε απο αγωνία, απο έκπληξη, απο φόβο ή απο συνδυασμό όλων αυτών, συνέχισε. ...ξέρω πως ήσαστε δύο· ένας γέρος και ένας νέος. Ξέρω πως και τους δυό σας τρώει η περιέργεια, αλλά και ο φόβος. Στον νέο μυρίζω πιο πολύ τον φόβο και μυρίζω το ότι τρώει μόνο χόρτα. Στον γέρο μυρίζω πιο πολύ την περιέργεια και το ότι τρώει πολλά ψάρια. Έτσι μυρίζω και πως δεν ήσαστε απο εδώ και πως δεν ήσαστε άνθρωποι, σας λείπει η σπλήνα. Βγάζουνε μια χαρακτηριστική μυρωδιά οι δαίμονες που έρχονται πέρα απο τη μεγάλη θάλασσα και έχουνε απαίσια γεύση...
–Δεν ήμαστε δαίμονες, προσπάθησε να απολογηθεί ο Ήνετος, καθώς ήδη απο πίσω τους ακουγότανε το προσεκτικό τέντωμα απο τις χορδές των τόξων.
–Πάψε! Μη μιλάς! τον πρόσταξε θυμωμένα και έκανε νόημα με τα ελικοειδή της νύχια στους πολεμιστές, σαν να τους έλεγε να περιμένουνε. Οι δαίμονες, συνέχισε, έρχονται πάντα την ημέρα και πετάνε πάνω σε μεγάλα πουλιά. Πιάνουνε όποιον βρούνε να τριγυρνάει μέσα στο δάσος. Και δεν λογαριάζουνε άμα είναι γυναίκα, άντρας ή παιδί. Ολόκληρα χωριά έχουνε ερημώσει μέσα σε μία ημέρα απο τις αρπαγές τους. Έχουνε αφανίσει ολόκληρες φυλές στον Νότο. Όποιον έχουνε πάρει οι δαίμονες, δεν τον ξαναβλέπει κανείς. Τον παίρνουνε μαζί τους, στη χώρα που είναι πέρα απο τη μεγάλη θάλασσα και τον κατασπαράζουνε ζωντανό. Μιά φορά, πριν απο πολλά πολλά φεγγάρια, όταν ακόμα δεν είχανε φυτρώσει τρίχες στην αμασχάλη μου, είχανε φέρει έναν πίσω, και εκείνος μας τα είχε αφηγηθεί όλα για την χώρα των δαιμόνων, που είναι πέρα απο τη μεγάλη θάλασσα. Μας είχε πει πως τον πιάσανε μαζί με άλλους και πως τον πήγανε με το μεγάλο πουλί στη χώρα τους. Εκεί τους πήγανε σε ένα πολύ ψηλό δέντρο χωρίς κλαδιά, που η κορυφή του έφτανε στα σύννεφα. Τους βάλανε σε μια κουφάλα του δέντρου και τους.βγάζανε τα εντόσθια, όσο ακόμα ήτανε ζωντανοί. Και ενώ εκείνοι ουρλιάζανε απο τον πόνο, οι δαίμονες γελούσανε και τους τρώγανε τα συκώτια.
Και λέγοντας αυτά σταμάτησε και σφάλισε τα βλέφαρα. Ο Ήνετος περίμενε λίγο και βλέποντας τη γριά να μένει ανέκφραστη, ενώ χάιδευε την κόψη απο το τσεκούρι, σαν να περίμενε κάτι, της απάντησε, κάνωντας μεγάλη προσπάθεια να προφέρει σωστά τα σφυρίγματα–φθόγγους εκείνης της γλώσσας.
–Ερχόμαστε πράγματι πέρα απο τη μεγάλη θάλασσα, αλλά δεν ήμαστε δαίμονες. Δεν είναι όλοι δαίμονες, όσοι έρχονται πέρα απο τη μεγάλη θάλασσα. Οι δαίμονες ζούνε ανάμεσά μας, αλλά είναι λίγοι. Εμείς, οι υπόλοιποι, τους δαίμονες τους κυνηγάμε και τους τιμωρούμε. Εμείς ήμαστε... Έκανε μια μικρή παύση, για να σκεφτεί καλά πως θα διατυπώσει σωστά αυτό που ήθελε να πει, γιατί ήτανε αρκετά σοβαρά τα πράγματα. Απο μία φράση του, θα κρινότανε το μέλλον τους, το οποίο θα ήτανε μάλλον αρκετά βραχύβιο, έτσι και δεν έμενε ικανοποιημένη με την απάντηση. ...τα άλλα μέλη της φυλής μας δίνουνε μερίδιο απο το κυνήγι τους, ώστε να βρίσκουμε απαντήσεις σε αυτά που μας ρωτάνε. Αυτή είναι η απασχόληση–εργασία μας.
Παρά την φρικιαστική της όψη, η έκφραση της έδειχνε να μην είναι άλλο απειλητική. Έκανε και πάλι ένα νεύμα, που ο Θάρρικος δεν τόλμησε να γυρίσει, για να δει πίσω του τι σημασία είχε, μιάς και του αρκούσε που αφουγκράστηκε το χαλάρωμα απο τα ξεραμένα έντερα ζώων, με τα οποία φτιάχνανε τις χορδές των τόξων εκείνοι οι άγριοι.
–Χρειάστηκαν πολλά φεγγάρια, είπε κρατώντας συνέχεια κλειστά τα βλέφαρα, μέχρι να μπορέσουμε να βρούμε καλές πέτρες, για να φτιάξουμε καλά μαχαίρια για να κυνηγάμε. Και κάθε φεγγάρι που περνάει, βρίσκουμε καλύτερες πέτρες και τα μαχαίρια μας γίνονται πιο σκληρά, πιο κοφτερά και πιο ελαφριά. Θα χρειαστούμε όμως πολλά ακόμη, μέχρι να μπορέσουμε να φτιάξουμε τόσο καλά, σαν αυτά που έχετε εσείς, είπε και πέταξε πέρα το τσεκούρι, πάνω στο στιφρό χώμα, λίγο πιο πέρα απο τον λοφίσκο με τα κρανία, που τρίζανε απο το βάρος της, Εσείς, συμπλήρωσε, ερχόσαστε απο τα φεγγάρια που θα έρθουνε. ...και ερχόσαστε εδω πέρα, στα φεγγάρια που περάσανε, για να βρείτε απαντήσεις;
–Ναι, της απάντησε ξερά και δάγκωσε τα χείλη του. Έπρεπε να είναι ειλικρινής, τουλάχιστον αυτό το κατάλαβε ακόμα και ο Θάρρικος, παρά τον επαναφορτισμένο του τρόμο, πως σύντομα οι μύες του θα κατέληγαν αλατισμένοι και ξεροψημμένοι στο στόμα με τα σάπια δόντια. Και τότε, άκουσε κάτι απο τον μέντορά του, που τον άφησε σύξυλο. ... τα φεγγάρια που θα έρθουνε μπορεί να τα ανακαλύπτει ο κάθε ανόητος. Μόνο οι πραγματικοί σοφοί γνωρίζουνε τι έγινε στα φεγγάρια που περάσανε. Για αυτό και εμείς ήρθαμε εδώ για να μάθουμε κάτι, που δεν ξέρει κανένας εκεί, πέρα απο τη μεγάλη θάλασσα. ...ήρθαμε να μάθουμε ποιός έπλασε τη γη;
Μέσα σε όλη τη στοά, στο σπήλαιο, στο σκίσιμο του βράχου, όπου έρεε το ρυάκι, στα λαγούμια όπου τριγυρνούσανε ξυπόλυτα τα παιδιά και μέχρι έξω, στην άγρια ζούγκλα όπου θα πετάξανε τρομαγμένοι κάποιοι πράσινοι παπαγάλοι ανάμεσα απο τις φτέρες, έκανε αντίλαλο το δυνατό της γέλιο, που ακουγότανε λες και έβγαινε απο δεκατρείς μάγισσες μαζεμένες κάτω απο την πανσέληνο, στο ξέφωτο ενός δάσους, για να μαγειρέψουνε το ελιξίριο της αιώνιας νιότης με την καρδιά ενός νεογέννητου βρέφους.
Και αφού είχε χορτάσει να γελάει, σοβάρεψε και άνοιξε διάπλατα τα τυφλά της μάτια με μια στιλπνάδα μέσα τους, σαν να τους κοιτούσε.
–Εσείς οι δύο πρέπει να ήσαστε τρελλοί, είπε και ο Θάρρικος ήθελε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι, ενώ οι πολεμιστές γελούσανε ακόμα. Έκλεισε και πάλι τα βλέφαρα, έξυσε λίγο το ρυτιδωμένο της μαστάρι που κρεμότανε σαν στεγνωμένος σάκος και άρχισε να εξιστορεί. Ξέρω αυτό που μου έχει πει η μητέρα μου, που της το είχε πει η δική της μητέρα, που το έμαθε απο την πρώτη μας μητέρα, πως τη γη την πλάσανε οι άγγελοι, που διωχτήκανε απο τον παράδεισο πριν απο εξήντα χιλιάδες φεγγάρια. Ήτανε τότε που ήρθανε και οι πρώτοι άνθρωποι σε αυτήν τη γη.
–Πόσος χρόνος είναι αυτός;
–Περίπου τριακόσιοι ενενήντα κύκλοι, κύριε γνωσεισάπτη. Αυτό είναι αδύνατον.
–...ήτανε τότε που έφυγαν απο τον τρίτο ουρανό και πέσανε πληγωμένοι στον πρώτο. Η μεγάλη τους επιθυμία ήτανε να ξαναπάνε στον παράδεισο, αλλά για να το καταφέρουνε αυτό, έπρεπε να ανέβουνε έναν έναν τους ουρανούς απ’ όπου είχανε πέσει. Έτσι, φτιάξανε εδώ την πρώτη γη, για να μπορέσουνε να ανεβούνε στον δεύτερο ουρανό. Και όταν ανέβηκανε στον δεύτερο ουρανό, φτιάξανε ακόμα μία γη, ακόμα μεγαλύτερη, γιατί η απόσταση μεταξύ τρίτου και δεύτερου ουρανού είναι μεγαλύτερη απο την απόσταση του πρώτου και του δεύτερου.
–Υπάρχει ακόμα μια γή δηλαδή.
–Όχι, απάντησε με ένα απαίσιο χαμόγελο, γιατί εκείνη η γη καταστράφηκε. Όσοι μείνανε στον παράδεισο, τους φθονούσανε που λίγο ακόμα και θα τα καταφέρνανε να ξανανεβούνε στον παράδεισο. Τότε οι άγγελοι φτιάξανε ακόμα μια γη, ακόμα μεγαλύτερη και απο τις άλλες δυό, τόσο μεγάλη που να ανεβούνε ακόμα ψηλότερα και απο τον παράδεισο και να γίνουνε θεοί.
–Και τι έγινε με αυτήν την γη, υπάρχει ακόμα;
–Ναι, απάντησε και άνοιξε μπροστά στο δερμάτινο κάλυπτρο απο τη χοντρή της μέση τις γεμάτες ρόζους παλάμες της, σαν να διάβαζε κάτι απο μέσα. Αυτή τη γη όμως την κρύψανε πολύ καλά. Έτσι ώστε να μην μπορούνε να την βρούνε οι άλλοι άγγελοι.
–Νομίζω, πως άρχισα να καταλαβαίνω ποιό είναι το νόημα του ταξιδιού μας εδω πέρα, κύριε γνωσεισάπτη.
–Που είναι αυτή η γη; Απάντησε ο Ήνετος αδιαφορώντας για τις παρατηρήσεις του βοηθού του.
Σήκωσε τα χέρια ψηλά, έτσι ώστε να κρέμονται τα παχουλά, ρυτιδιασμένα της μπράτσα.
–Αυτή η γη είναι κρυμμένη στο σκοτάδι. Δεν έχει ήλιο και φεγγάρι για να την φωτίζει. Είναι στον κάτω κόσμο και η σκιά της βγαίνει κάθε βράδυ στον δεύτερο ουρανό. Απο εκεί φύγανε οι άγγελοι πιο πάνω απο τον παράδεισο, και απο τότε δεν τους ξαναείδε κανείς. Και αφού χαμήλωσε τα χέρια, έκλεισε λέγοντας: Αυτά ξέρω για την άλλη γη.
Κοίταξε περισπούδαστα το έδαφος, σαν να προσπαθούσε να φιλτράρει κάποια αλήθεια ανάμεσα απο τις τερατώδεις μυθολογίες και τελικά ευχαρίστησε με εγκάρδιες χειρονομίες.
–Θα μας αφήσει να φύγουμε, έτσι απλά, ενω γνωρίζουμε το κρησφύγετό τους;
–Θα το προσπαθήσω.
–Θέλουμε να πάμε, να ψάξουμε αυτή την άλλη γη.
–Χεχεχε! Νομίζετε πως θα σας αφήσω να φύγετε, ενώ γνωρίζετε που είναι το χωριό μας; Γιατί να πιστέψω πως ψάχνετε το ποιός έπλασε αυτή την γη ή πως ψάχνετε την άλλη γη, και πως δεν ήσαστε ιχνηλάτες των δαιμόνων; Μπορεί ο γιός μου να είναι λιγάκι αφελής και να σας έφερε μέχρι εδω κάτω, για να δείτε που μένουνε όλα μου τα παιδιά, αλλά έχω ανασάνει πάνω απο χίλια φεγγάρια, και εχω μάθει να μην πιστεύω εύκολα τα όσα μου λένε.
Ξεροκατάπιανε, καθώς ο οδηγός τους είχε μαζί της μια σύντομη λεκτική–σφυρικτική αψιμαχία.
–Τα βέλη τους πρέπει να είναι ποτισμένα με κάποια φυτική νευροτοξίνη. Ένα τους άγγιγμα και θα μείνουμε παράλυτοι να παρακολουθούμε το μαγείρεμά μας. Τι θα κάνουμε, κύριε γνωσεισάπτη;
–Θα προσπαθήσω να την πείσω να μας αφήσει να φύγουμε. Όπως πολύ σωστά επισημάνατε, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε με την βία.
–Έχω έρθει και άλλες φορές σε αυτό το δάσος και έχω μιλήσει και με άλλους αρχηγούς, της είπε με όσο ατάραχη φωνή μπορούσε, Εδώ και πάνω απο εκατό φεγγάρια επισκέπτομαι το δάσος σας. Ο Κακασανός, ο αρχηγός των Λευκοπόδαρων, που ζούνε στις σπηλιές του βορρά, η Λευκάστη, η αρχηγός των Πομπουσίων, που ζούνε στα μεγάλα δέντρα της Ανατολής, ο Πριβάτος, ο Κάλιθος, η Καλάνδρη και άλλοι ακόμα που τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ τα ονόματά τους, έχουνε μιλήσει μαζί μου, και όλοι αυτοί ζούνε ή έχουνε πεθάνει απο γεράματα. Σε κανενός το χωριό δεν επιτέθηκαν οι δαίμονες, μετά που τους επισκέφτηκα.
–Ναι είπε η γριά, ξύνοντας καχύποπτα το αραιό τρίχωμα στο πηγούνι της, έχω ακούσει για κάποιον, που έρχεται πέρα απο τη μεγάλη θάλασσα, και ρωτάει να μάθει για το πως φτιάχνουμε τα όπλα μας, για το άμα ξέρουμε να ζωγραφίζουμε τις λέξεις, για το πως θεραπεύουμε τις αρρώστειες και για το πως μετράμε τα φεγγάρια ...
–Σας έχουνε δώσει τόσες πολλές φορές άδεια επίσκεψης, κύριε γνωσεισάπτη;
–Μερικές φορές, ναι, αλλά τις περισσότερες, όχι.
–Και τώρα;... του φρηναύδησε ο Θάρρικος κοιτάζοντάς τον εμβρόντητος.
–Όχι, ούτε και τώρα μου έχουνε δώσει. του απάντησε με το βλέμμα πάντα προσηλωμένο προς το μέρος της φυλάρχου, που είχε αρχίσει τώρα να κοιτάζει φιλύποπτα τον Θάρρικο.
–...δεν έχω ακούσει όμως για δύο άτομα...
–Είναι ο μαθητής μου, απάντησε ο Ήνετος, αυτός θα συνεχίσει το ταξίδι, όταν δεν θα μπορώ άλλο εγώ.
Χαμήλωσε το βλέμμα πάνω στο διάτρητο έδαφος, όπου αντανακλούσανε την λάμψη του πυρσού οι γιαλιστερές ράχες απο κάτι περιπλανώμενα, πλακουτσά έντομα. Τώρα πλέον είχε καταλάβει γιατί ο προϊστάμενός του τον είχε αφήσει να επιμεληθεί εκείνο το άρθρο, που ποτέ δεν είχε σκοπό να δημοσιεύσει, και γιατί τον είχε πάρει μαζί του, σε ένα απο τα πολλά, μυστικά του ταξίδια στην Αφηστία, στην εσκεμμένα απομονωμένη απο τον σύγχρονο πολιτισμό ήπειρο του Μόλοκρου, όπου οι κάτοικοί της ζούσανε σαν πειραματόζωα των ιστορικών και των κοινωνιολόγων σε μία παρατεταμένη νεολιθική εποχή. Όλες οι μυθολογιές αυτών των «ιθαγενών», που ήτανε ωστόσο οι αρχαιότεροι κάτοικοι του πλανήτη, συμφωνούσανε σε ένα πράγμα· ο Μόλοκρος, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, ήτανε ένας τεχνητός πλανήτης, ένας τεχνητός κελυφοτίτανας, και όχι ένα σπάνιο φυσιολογικό φαινόμενο, όπως έλεγε η επίσημη κρατική αφήγηση, που καθυπαγορεύονταν απο το ανώτατο πολιτικό όργανο της Γλαοκίας, την τελειέλικα. Και ο Μόλοκρος δεν ήτανε ο μοναδικός κελυφοτίτανας του γαλαξία. Υπήρχε ένας ακόμα, που ήτανε κάπου κρυμμένος και περίμενε να ανακαλυφτεί, περίμενε, ώστε να συγκαταλεχθεί στις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις όλων των εποχών, να γίνει η ζωντανή και χειροπιαστή απόδειξη της ύπαρξης ενός ανωτάτου τεχνολογικά πολιτισμού, που είχε ηκμάσει πριν απο εκατοντάδες κύκλους.
–Ήτανε άνθρωποι; Τον ρώτησε, όταν πια είχανε πάρει τον μακροήμερο δρόμο της επιστροφής, προς το μοναδικό κιγκλιδαιθριοδρόμιο της Αφηστίας, ενώ τα ανήσυχα ουρλιαχτά της ζούγκλας κατευόδωναν τον ματωμένο Μορτόνασο.
–Ποιοι, οι Τραντάριστοι; Υποθέτω πως ναι.
–Ώστε έτσι τους λένε;
–Είναι η ονομασία, που τους είχανε δώσει οι κάτοικοι του εξωγαλαξιακού σμήνους του Γοργάθου.
–Εννοείτε εκείνα τα ζώα, τους Σμήνειους; Πρέπει να πάμε μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου, στο Κρανθάιε.
–Όσο μακριά χρειαστεί κύριε Θάρρικε. Όσο μακριά χρειαστεί.
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
νύχτα
Δημοσιεύσεις: 8657
Εγγραφή: 03 Μαρ 2019, 12:18

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από νύχτα » 12 Απρ 2021, 15:38

θκοσ';
fear as night can’t be shut off

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 12 Απρ 2021, 15:40

νύχτα έγραψε:
12 Απρ 2021, 15:38
θκοσ';
Ναι.
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
νύχτα
Δημοσιεύσεις: 8657
Εγγραφή: 03 Μαρ 2019, 12:18

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από νύχτα » 12 Απρ 2021, 15:47

λείπει ένα ρήμα
fear as night can’t be shut off

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 12 Απρ 2021, 15:52

:102:
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
νύχτα
Δημοσιεύσεις: 8657
Εγγραφή: 03 Μαρ 2019, 12:18

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από νύχτα » 12 Απρ 2021, 16:09

γλυκόπικρο μα κάπως διασκεδαστικό
fear as night can’t be shut off

nemo
Δημοσιεύσεις: 6898
Εγγραφή: 04 Ιούλ 2018, 11:08

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από nemo » 12 Απρ 2021, 16:11

καλό!!!πολύ καλό και μπράβο :)

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 12 Απρ 2021, 19:10

5. Καλως ήρθες στην Τουριδάτη!

Άστραψε. Όλα γίνανε φως και ένας τσιριχτός αντίλαλος τρυπάνιζε τους κοχλίες.
Έγειρε ξανά το σώμα στο πλάι, και τυλίχτηκε σαν έμβρυο, καθώς ο εμετός του καταξέσκιζε τα σωθικά. Έβγαζε πλέον μόνο όξινα στομαχικά υγρά απο μέσα. Τα είχε ξεράσει όλα εδώ και κάτι ώρες. Αλλά δεν πρέπει να ήτανε ο ίδιος που μύριζε τόσο απαίσια εκει μέσα. Και έτρεμε. Δεν ήτανε σίγουρος άμα απο το κρύο ή απο την εξάντληση. Προσπάθησε να στηριχτεί για να σηκωθεί, αλλά όπως έβαλε την παλάμη στο δάπεδο, κόλλησε πάνω στο στεγνωμένο ξερατό. Απο κάτω, το δάπεδο ήτανε κρύο, λείο και γεμάτο με πόρους κάθε μεγέθους, σαν αυτούς που σχηματίζονται στο διαβρωμένο τσιμέντο. Δεν είχε κουράγιο ούτε καν να σταθεί όρθιος, πόσο μάλλον να πάει για «εργασία» όπως ούρλιαζε η φωνή στα Παρασμήνεια μέσα απο τα μεγάφωνα.
–Χεχεχε! Καλως ήρθες στην Τουριδάτη! Χεχεχε!
Μια ψιλή, βραχνή φωνή ακούστηκε. Αλλα όπως μισάνοιξε με πολύ κόπο τα βλέφαρα, δεν μπορούσε να διακρίνει κάποιον. Είδε μόνο έναν κρατηρίσκο στο πάτωμα, παραμπουκωμένο με αποξηραμένη μαύρη μάζα, σαν πηγμένη λάβα ηφαιστείου, που επάνω έκανε πανηγύρι ένα σμήνος απο πράσινες σκατόμυγες.
–Χεχεχε! Πρέπει να σηκωθείς να πας να δουλέψεις. Χεχεχε! Αλλιώς θα ερθουνε οι δεσμοφύλακες και θα σε σαπίσουνε στο ξύλο. Χεχεχε!
Σήκωσε λίγο το κεφάλι και κοίταξε γύρω του.
Βρισκότανε ξαπλωμένος στο δάπεδο, απο κάποιο κελί χωρίς παράθυρα, κυβικό και τόσο στενό, ώστε έτσι όπως ήτανε διαγώνια ξαπλωμένος, τα πόδια του να αγγίζουνε τη γωνία που σχημάτιζε ο τοίχος με τα χοντρά κάγκελα, οπου απο πίσω τους έμπαινε άπλετο το φώς ενός προβολέα, ενώ το κεφάλι του, ήτανε στριμωγμένο στην γωνία των δύο τοίχων. Ακόμα και εάν μπορούσε να σηκωθεί, θα έπρεπε να μείνει σκυφτός. Απο μιά κιγκλιδωμένη τρύπα στο κέντρο της οροφής, που θα ήτανε γύρω στο ενάμιση μέτρο ψηλά, ερχότανε ζεστός αέρας που τόνιζε ακόμα περισσότερο την αποπνικτική μπόχα, που ανέβλυζε η άλλη γωνία των δύο τοίχων.
–Ποιός είσαι; Που βρίσκεσαι;
–Χεχεχε! Εάν γυρίσεις απο την άλλη μεριά, θα με δεις. Χεχεχε! Είμαι στην απέναντι σουίτα. Χεχεχε!
Έκρυψε με την παλάμη του τον εκτυφλωτικό προβολέα που σημάδευε το κελί του και διέκρινε απέναντι μια αποστεωμένη φιγούρα με γενειάδα, πιασμένη απο τα κάγκελα. Τους χώριζε ένας δίμετρος διάδρομος.
–Χεχεχε! Γειά σου φίλε μου. Χεχεχε! Καινούργιος, καινούργιος; Χεχεχε!
–Δεν μπορώ να σηκωθώ, του είπε, και έγειρε πάλι προς το μέσα μέρος του κελιού.
–Χεχεχε! Τότε πρέπει ήδη να σε αποχαιρετίσω. Γειά σου φίλε μου. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα. Χεχεχε!
Πριν καν προλάβει η ψιλή, βραχνή φωνή να αποτελειώσει την φράση της, άκουσε πολλά βαριά βήματα να πλησιάζουνε και συρόμενα κάγκελα.
Μια γεροδεμένη μορφή έκρυψε τον μοναδικό φωτισμό που ερχότανε απο τον διάδρομο, τον ζύγωσε σκυφτή και τότε διαπίστωσε, πως ήτανε η ίδια κραυγή που ακουγότανε απο τα μεγάφωνα. Απλά άκουγε τώρα την πηγή της, να του πιτσιλάει και σάλια στο πρόσωπο.
–Όλοι οι κρατούμενοι να βγούνε αμέσως στον διάδρομο. Ήρθε η ώρα της εργασίας.
Είδε την μορφή να αγγίζει κάτι κοντά στο λαιμό και να ακούγεται πλέον χωρίς τα μεγάφωνα, εξίσου βροντερή κοντά στα αυτιά του.
–Όλοι οι κρατούμενοι να βγούνε αμέσως στον διάδρομο. Ήρθε η ώρα της εργασίας. Σηηηκω επάνωωω!
–Δεν μπορώ. Είμαι άρρωστος, μπόρεσε να ψελλίσει.
Η γεροδεμένη μορφή σήκωσε το πόδι και το τελευταίο, που είδε, ήτανε μια μπότα να προσγειώνεται στο πρόσωπό του. Μετά, όλα σκοτείνιασαν.
Σαν ξανάνοιξε το ένα του βλέφαρο που έτρεχε ακατάσχετα δάκρυα, είχε έναν αβάσταχτο πονοκέφαλο και του ήτανε αδύνατον να ανοίξει το αριστερό μάτι, που δεν έλεγε να σταματήσει να διαπερνάται απο ένα τσουχτερό ηλεκτρικό ρεύμα, που τον έκανε να σείεται ολόκληρος. Πίεσε τον εαυτό του να μην νιώσει τον πόνο. Δεν είχε καιρό για τέτοιες τρυφερότητες. Αναγνώρισε, όσο καλύτερα μπορούσε, τον γύρω χώρο. Κατάλαβε πως βρισκότανε γερμένος σε ένα κάθισμα απο ένα ανοικτό βαγόνι που οι ατσαλένιοι του τροχοί κτυπούσανε, κάθε λίγο και λιγάκι, πάνω στις εγκοπές απο τις ράγες. Ο ζεστός υγρός άνεμος του μαστίγωνε το πρόσωπο και όλα γύρω του ήτανε σκοτεινά. Απο πάνω του, σε μιά απόσταση που δεν μπορούσε να υπολογίσει καλά, περνούσανε, σαν σφαίρες, οι λάμπες ενός τούνελ.
Όπως προσπάθησε να στηριχτεί καλύτερα, διαπίστωσε πως οι αστράγαλοι του ήτανε ακινητοποιημένοι με μεταλλικούς κρίκους συνεδεμένους με το πάτωμα, ενώ οι καρποί του τυλιγμένοι με μιά λεπτή, πλαστική χειροπέδη. Κράτησε κόντρα, όσο μπορούσε, με την ξυπόλυτη πατούσα πάνω στο αντιολισθητικά γραμμωμένο, κρύο μέταλλο του δαπέδου, και με πολύ προσπάθεια μπόρεσε τελικά να στηρίξει λίγο καλύτερα το σώμα του και να πλησιάσει σιγά–σιγά τα χέρια του μέσα στην κόγχη του αριστερού του ματιού. Το ψηλάφησε. Είχε ένα χοντρό πρήξιμο και κάτι σαν πύον που έτρεχε άφθονο απο μέσα. Πρέπει να ήτανε μάλλον υαλώδες υγρό. Απο αυτό το μάτι, δεν θα ξανάβλεπε πιά. Ας είναι καλά η μπότα του δεσμοφύλακα, σκέφτηκε.
Δίπλα του καθότανε και άλλοι συνεπιβάτες. Ρακένδυτοι, με αγριεμένα, λιπόσαρκα πρόσωπα που κοιτάζανε με άδειο βλέμμα μπροστά και κουνιότανε παραδομένα ρυθμικά στον κάθε κτύπο απο τις ράγες. Τα χέρια τους επίσης δεμένα και ριγμένα ανάμεσα απο τα πόδια.
Όπως διανύανε την μουντή διαδρομή προς τα κάτεργα, ένα κρύο ρεύμα ανέμου τον ρίγωσε και τον κτύπησε στα ρουθούνια μια νότα τσιγαρίλας. Ένας συνεπιβάτης της δυστυχίας απο τα πλαϊνά καθίσματα, έσφιγγε με τα χείλη μια σβησμένη γόπα και βύζαινε απο μέσα της τα τελευταία σάλια με απομεινάρια Νικοτίνης. Είχε ζήσει κάποτε το πως ένας διευθυντής κάπνιζε το τσιγάρο πάνω απο το μπαλκόνι του εσωτερικού προαυλίου, ενώ οι φυλακισμένοι απο κάτω περιμένανε, σαν άμυαλα βρικολακιασμένα πτώματα, για το ποιός θα πρωταρπάξει τις δυό τελευταίες τσούρες της γόπας.
Το μέταλλο των τροχών τσίριξε εκκωφαντικά και σπινθηροβόλησε τα βραχώδη τοιχώματα του τούνελ. Οι λάμπες αρχίσανε να περνάνε λίγο πιο σιγά απο πάνω του, ώσπου κωπάσανε και τινάξανε όλους τους επιβάτες μια μπροστά και έπειτα πίσω. Είχανε φτάσει στον προορισμό τους; Μάλλον. Το τούνελ ήτανε εκεί πιο φαρδύ. Τα βραχώδη τοιχώματα του υπερκορεσμένου απο υγρασία κοίλου χώρου ήτανε γεμάτα, ακόμα και στην οροφή, με αχνοφωτισμένες σήραγγες, καθετηριασμένες με χοντρούς ελαστικούς σωλήνες, που πάλλονταν σαν να περνούσε κάτι απο μέσα τους και ενώνονταν σε μια παχιά δέσμη στο μέσο του τούνελ. Μέσα απο εκείνες τις τρύπες ερχότανε μηχανικές οιμωγές, σαν βρυχηθμοί απο κακόκεφα αγουροξυπνημένους δράκοντες.
Άκουσε και πάλι μια βροντερή φωνή να αναμεταδίδεται απο μεγάφωνα. Αυτή τη φορά δεν διέκρινε τι έλεγε. Οι πεδοπέδες όλων ανοίξανε. Όλοι οι τσουβαλένδυτοι σκελετοί σηκωθήκανε, σαν παβλωφικά σκυλάκια, και αρχίσανε να τρέχουνε προς την πόρτα απο το βαγόνι. Αναμφίβολα βρισκότανε μέσα σε ένα ορυχείο, το οποίο ήτανε παραπανήσια φυλαγμένο απ’ ότι συνηθιζότανε για εργοτάξια καταναγκαστικών έργων. Κάτι πολύτιμο πρέπει να βγάζανε εκει πέρα. Μάλλον Χρυσό. Πάνω απο τριάντα στρατιώτες, σκορπισμένοι στον χώρο, κουκουλωμένοι με αργυρόχρωμα σκέπαυρα απ΄ όπου ξεπηδούσανε κώνοι φωτός προβολέων και μεγαφωνικές, προσταγές, που κάνανε αντίλαλο στα βράχια, οδηγούσανε τους κρατούμενους στο να μπούνε μέσα σε αιωρούμενους, μικρούς, ατομικούς εκσκαφείς, απο των οποίων τη μούρη πεταγότανε πολυσχιδείς συσστοιχίες απο γεωτρύπανα–όργανα βασανισμού βγαλμένα απο την πιο άρρωστη φαντασίωση ενός σαδιστή.
Προσπάθησε να σηκωθεί και ο ίδιος. Βαστάζοντας τις ράχες απο τα πλαστικά καθίσματα. Προχώρησε μέχρι την πόρτα και σαν αποπειράθηκε να κατέβει τα σκαλιά, έπεσε απο το βαγόνι και σωριάστηκε μπρούμυτα, δίπλα απο τις ράγες, πάνω στο μουσκεμένο, το γεμάτο πέτρες έδαφος, κρατώντας τα δεμένα του χέρια πάνω απο το κεφάλι.
Βαριά βήματα τον πλησιάσανε, που ακούγονταν σαν φροκάλισμα πάνω στα χοντρά χαλίκια.
–Πάει και το άλλο μάτι. Θα μείνω τυφλός, ψιθύρησε.
Τα βήματα σταματήσανε πάνω απο το κεφάλι του, και ένιωσε πως κοντοστάθηκε κάτι λίγο πιο πάνω απο τα χέρια του. Άκουσε ένα «χραπ» και άξαφνα χαλαρώσανε οι καρποί απο την πλαστική ταινία που τους κρατούσανε ενωμένους. Την είχανε κόψει τα αντιολισθητικά αιχμηρά καρφιά του πέλματος της μπότας, που του φέρθηκε αυτήν την φορά στοργικά. Του σήκωσε με ευκολία τον ένα ώμο και τον έσπρωξε απότομα, για να τον γυρίσει ανάσκελα, αφήνοντας το σώμα του να τσουβαλιαστεί πάνω στις πέτρες.
–Ποιός σου έκανε έτσι το μάτι; του φώναξε σε άπταιστα Σμήνεια ένας ψηλός, που το ρυτιδωμένο του πρόσωπο ήτανε το μόνο που φαινότανε –έστω και ανάποδα– μέσα απο ένα ογκώδες, γκριζωπό σκέπαυρο με προβολείς, που στράφηκαν κατα πάνω του και τον ανάγκασαν να σφαλίσει το βλέφαρο.
–Γλίστρησα στο μπάνιο και κτύπησα, μπόρεσε να πει, σπάζοντας ταυτόχρονα ένα ειρωνικό χαμόγελο.
–Α, μάλιστα. Έχεις ξανακάνει φυλακή. Μόνο ένας πρωτάρης θα έλεγε την αλήθεια. Και μάλλον, έχεις απο εκεί δραπετεύσει ...και ελπίζεις να το ξανακάνεις και εδώ. Γιατί εάν ήθελες να πεθάνεις –που είναι ο μοναδικός τρόπος για να φύγεις απο εδω μέσα– θα μου έλεγες κάτι άλλο, όπως για παράδειγμα πως σε κτύπησε ο πατέρας μου, όταν σε έπιασε να πηδάς την μάνα μου. ...κάτι τέτοια μου λένε, όσοι έχουνε βαρεθεί τη ζωή τους. Αλλά, θέλω να ξέρεις, πως φροντίζω προσωπικά, ώστε ο θάνατος εδω πέρα –είτε ο αργός είτε ο γρήγορος– να είναι εξίσου βασανιστικός.
Λίγα μέτρα πιο πίσω στεκότανε άλλοι δύο, που είχανε επίσης ξεσκεπάσει τα πρόσωπά τους. Τα σκέπαυρα τους ήτανε αγρατσούνητα–ολοκαίνουρια, με το Τριδυμάραχνο στο στήθος, το έμβλημα του Ολύμπιχον, και κρικελιασμένα στο πλάι κάτι χαριτωμένα μεταλλικά πάλμοιστρα. Η δύναμη των εξωσκελετών τους πρέπει να ήτανε αρκετή, ώστε να σηκώσουνε ακόμα και τους δεκάδες τόνους ατσάλι απο το καμπριολέ τηλεκατευθυνόμενο βαγόνι, στο οποίο οι δεσμοφύλακες βάζανε κάθε μέρα τους κρατούμενους και τους στέλνανε στο ορυχείο με τους στρατιώτες. Άνετα θα μπορούσε να του συνθλίψει το κρανίο, έτσι και τον κτυπούσε με μιά απλή κλωτσιά, σαν εκείνη που είχε δεχτεί πριν απο λίγο. Και στην κατάσταση που ήτανε, δεν θα μπορούσε ούτε καν να αντιδράσει.
Το πρόσωπό του ήτανε γεμάτο μώλωπες, αλλοιωμένο σε μια μόνιμη έκφραση πόνου και σκεπασμένο με μια χοντρή στρώση βρωμιάς και αποξηραμένου ξερατού. Και έτσι, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει την ειρωνική του έκφραση καθώς έλεγε:
–Αναρωτειέμαι...
–Αναρωτειέσαι;...
–Ναι. Αναρωτειέμαι· ποιά απο τις δύο να είναι άραγε η μεγαλυτερη ανακάλυψη που έκανες μόλις τώρα· το ότι οι περισσότεροι βαρυποινίτες δεν είναι πρωτάρηδες στις φυλακές, ή το ότι δεν υπάρχει ισοβίτης που να μην θέλει να αποδράσει;
Έσκυψε, μέχρι που έφτασε κοντά στο πρόσωπό του, τόσο κοντά ώστε δίπλα απο την εκτυφλωτική λάμψη των προβολέων να φαίνεται και η γυαλάδα απο τα διακριτικά ενός εκατονταδομάχου στους ώμους, και του ψιθύρησε:
–Θέλεις να χάσεις και το δεύτερό σου μάτι, έτσι;
–Κοίτα... του απάντησε τόσο ψιθυριστά, ώστε να τον πλησιάσει ακόμα περισσότερο, για να αφουγκραστεί τα λεγόμενά του ...ένας πειρατής μπορεί να χάσει μάτια, χέρια, πόδια ακόμα και τα γεννητικά του όργανα... ενώ το μάτι του υπαξιωματικού στο άκουσμα της λέξης «πειρατής» αστραποβόλησε μια χαιρέκακη έκπληξη ...αλλα ποτέ δεν χάνει, το δόντι του.
Και πριν προλάβει να πει τη λέξη «δόντι», τίναξε τα χέρια με όση δύναμη του είχε απομείνει, τα τύλιξε πίσω απο τον τράχηλο του σκεπαύρου και όρμηξε με ανοιχτό στόμα.
–Αααααααρρρχχ!
Ούρλιαζε ο εκατονταδόμαχος, καθώς τον είχε δαγκώσει στη μύτη και το αίμα πεταγότανε σ’ όλο του το πρόσωπο. –Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιδράει με απερίσκεπτους αυτοματισμούς όταν αντιμετωπίζει κάποια ξαφνική απειλή.– Οι άλλοι δύο λοιπόν, αντί να φροντίσουνε πρώτα να σκεπάσουνε το μοναδικό τρωτό τους σημείο, τα πρόσωπά τους, με το ξεδίπλωμα της πανοπλίας τους, αρπάξανε τα πάλμοιστρα για να πυροβολήσουνε προς τον κίνδυνο. Και έτσι, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, μικροσκοπικά μεταλλικά αντικείμενα–εκσφενδονισμένα απο το κλεμμένο πάλμοιστρο του ανωτέρου τους, το οποίο ούτε καν είχε ξεκρικελιαστεί, διαπερνούσανε τα κρανία τους.
Άφησε τον πρώτο να πέσει, σαν πελεκημένη οξιά καθώς οι άλλοι δύο σπαρταρούσανε ακόμα όρθιοι. Το δηλητηριώδες δόντι είχε αναμεταδώσει σε όλα τα νευρικά κύτταρα του άτυχου στρατιωτικού, ένα ηλεκτρικό κύμα που τον είχε κτυπήσει ακαριαία στον εγκέφαλο και τον είχε νεκρώσει.
Κουτρουβαλιάστηκε και χώθηκε κάτω απο το βαγόνι, τραβώντας προς το μέρος του το πάνοπλο κουφάρι.
Τέσσερα δευτερόλεπτα περάσανε, ώσπου τα πυρακτωμένα αλουμινένια ρινήματα, που εκσφενδονίζανε με ταχύτητες παραπλήσιες του φωτός τα πάλμοιστρα των άλλων στρατιωτών, να σχηματίσουνε θανατηφόρες ακτίνες προς το μέρος του, καθώς οι συγκρατούμενοι θα πέφτανε μπρούμυτα το έδαφος, είτε απο τα ουρλιαχτά των φρουρών είτε απο τις γροθιές τους. Σε αυτά τα τέσσερα δευτερόλεπτα, είχε βάλει το χέρι μέσα στο σκέπαυρο του νεκρού, είχε αγγίξει το κεντρικό πλήκτρο, και η πανοπλία είχε τυλιχτεί αστραπιαία μέσα στο περιλαίμιο, στα περικάρπια, στα περιβραχιόνια, στα περιμήρια και στα περιαστραγάλια του πτώματος, που φορούσε απο κάτω μια λευκή, μάλλινη φόρμα. Και πριν οι χαρόντειες ευθείες αρχίσουνε να πλησιάζουνε, τα είχε βγάλει ένα–ένα με την επιτηδειότητα ενός πορτοφολά, ενώ μπουσουλώντας κάτω απο το βαγόνι, τα φόρεσε με την ταχύτητα ενός εραστή, που ακούει τη φωνή του βαριά οπλισμένου κερατά. Εντωμεταξύ το εγκεφαλικό του εμφύτευμα έψαχνε ήδη τους κωδικούς για τις λειτουργίες του μηχανισμού–πανοπλίας. Καθώς οι όγκοι των άλλων περικυκλώνανε το βαγόνι και βροντοφωνάζανε βρισιές, το σκέπαυρο τον είχε ήδη κουκουλώσει. Μέσω του εμφυτεύματος, οδήγησε με την σκέψη τον εξωσκελετό στο να πάρει το χρώμα μιας αόρατης παραλλαγής, στο να ερπυστεί με τη σβελταδά μιας σαύρας, στο πίσω μέρος του βαγονιού και να αρχίσει να τρέχει προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει το βαγόνι.
Καθώς έσφιγγε τα δόντια να αντέξει τον πόνο του εξαντλημένου του σώματος που το παρασέρνανε οι ταχύτατες κινήσεις του μηχανισμού, τα γρήγορα βήματα γινότανε δρασκελιές και οι δρασκελιές άλματα πολλών μέτρων. Τα πέλματα απο το σκέπαυρο είχανε επιμυκηνθεί κοντά στα δύο μέτρα και κτυπούσανε εναλλάξ πάνω τα πλαϊνά τοιχώματα του τούνελ. Ενώ πίσω του είχε σχηματιστεί μια μεγάλη χοντρή ουρά που τον κρατούσε σε ισορροπία, μιάς και οι πήδοι του ήτανε ένας βιομιμικός συνδυασμός αλμάτων καγκουρώ και δίποδης τρεχάλας χαμαιλέοντα.
Ώσπου, έφτασε τελικά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στο σημείο που είχε νωρίτερα σταμπάρει. Εκεί όπου είχε νιώσει ένα ψυχρό ρεύμα αέρα καθώς ερχότανε το βαγόνι.
Η οθόνη του σκεπαύρου, του έδειξε στο βάθος του τούνελ, πως πλησιάζανε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ανιχνευτικοί προβολείς απο σκέπαυρα. Ακριβώς απο πάνω του βρισκότανε μια στενή σήραγγα που πήγαινε προς ένα άγνωστο ύψος. Σημάδεψε την είσοδο, πήδηξε πέντε μέτρα ψηλά και έμπηξε τα νύχια των κελυφωμένων γαντιών στα τοιχώματα απο το κάθετο τούνελ. Απο τις οπλές των ποδιών σχηματίστηκαν επίσης μακρουλά, γαμψά μαχαίρια, που άρχισε να τα ξεμπήγει και να τα ξαναμπήγει στα βράχια, ολοένα και πιο γρήγορα, ολοένα και πιο ψηλά. Σκαρφάλωνε με όση ταχύτητα μπορούσε να αναπτύξει ο εξωσκελετός, και ανέβαινε και ανέβαινε, ώσπου άρχισε να διακρίνει μια τόση δα θαμπή οπή.
Πρέπει να είχε διανύσει μερικά χιλιόμετρα, όταν βγήκε τελικά στην επιφάνεια.
Ήτανε νύχτα, σκεπασμένα όλα με χιόνι και φυσούσε ένας δυνατός άνεμος, που έκανε ακόμα και το σκέπαυρο να πρέπει να βγάλει καρφιά ίσαμε δάκτυλα χεριού στα πέλματα και να τα μπήξει στον πάγο, ώστε να μην παρασυρθεί. Η οθόνη του κράνους του έδειχνε θερμοκρασίες –100°C. Απο πάνω τον καρτερούσε το κονιορτόχρυσο υπερπέραν και ένα τεράστιο φεγγάρι. Το μισό φωτισμένο με μεστούς κρατήρες, ενώ στο άλλο μισό να λαμπυρίζουνε κεντήματα πολιτισμού. Το αναγνώρισε. Ήτανε η Πρευκλητία, ο μόνος πλανήτης του γαλαξία που δεν κινούντανε σε κάτι που να μοιάζει με κύκλο, αλλά που έκανε ευθύγραμμη παλινωδική τροχία, μιάς και περνούσε απο την τρύπα που είχε στη μέση ο τοροειδής πλανήτης Τούδρουγος, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Ολύμπιχον, εκεί όπου βρισκότανε η φυλακή της Τουριδάτης. Ναι, η φυλακή βρισκότανε στην εσωτερική πλευρά του τόρου, εκεί που βασίλευε πάντα το νυχτερινό ψύχος, εκεί όπου φαινότανε το εσωτερικό φεγγάρι του πλανήτη. Κάποτε, σκέφτηκε, αυτό το φεγγάρι ήτανε ένα απο τα μεγαλύτερα και πιο πολυσύχναστα λιμάνια. Έμποροι απο κάθε μεριά του Μεγάλου Δίσκου πουλούσανε και αγοράζανε απο κοσμήματα μέχρι ράβδους Ανακτινίου και απο υφαντίτες μέχρι και σπάνιους σπόρους φυτών. Στα έγκατά του υπήρχανε τα μεγαλύτερα κέντρα διασκέδασης, όπου έβρισκες απο γραφεία στοιχημάτων μέχρι και τα πιο πολυτελή πορνεία. Πάνε πολλά τόξα απο τότε. Ο χιλιαδαγός Χιραύρας ήτανε ο ηγέτης μιας στρατιωτικής δικτατορίας, που είχε μετατρέψει την Πρευκλήτια, όπως και όλο το Ολύμπιχον, σε ένα απέραντο στρατόπεδο, όπου βασίλευε ο πουριτανισμός.
Ξανακοίταξε το σημείο απ’ όπου είχε βγει. Εκεί πρέπει να είχε γίνει αρχικά η γεώτρηση για τα ορυχεία χρυσού, όπου εργαζότανε για όσο καιρό αντέχανε, ώσπου τελικά να πεθάνουνε απο τις κακουχίες οι καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα βαρυποινίτες. Υπήρχανε εκεί γύρω μερικά κομμάτια απο διαλυμένους βράχους. Σήκωσε ένα, που πρέπει να ζύγιζε πάνω απο 300 κιλά και το άφησε να πέσει μέσα στη κατακόρυφη σήραγγα. Με τον ρυθμό που τον κυνηγούσανε, θα έπρεπε εκείνη τη στιγμή να είχανε αρχίσει να σκαρφαλώνουνε στη σήραγγα, καθώς πρώτα θα είχανε ειδοποιήσει το κέντρο, για να στείλει έναν αιωρόδιφρο και να κάνει ανίχνευση στην επιφάνεια. Οπότε, σκέφτηκε, ο βράχος θα τους συναντούσε όταν θα είχε πέσει σε βάθος ενός χιλιομέτρου και θα είχε ταχύτητα γύρω στα 500 χλμ ανα ώρα, αρκετή ώστε να συνθλίψει ακόμα και ένα αναρριχόμενο σκέπαυρο, και το άλλο απο κάτω και το άλλο... και στο τέλος να φρακάρει η σήραγγα απο μία άμορφη μάζα διαλυμένων κομματιών γραφενίου και πολτοποιημένης ανθρώπινης σάρκας.
Σε λίγο όμως, θα πλησίαζε ο ανιχνευτικός αιωρόδιφρος, και έπρεπε να βιαστεί. Είχε δύο επιλογές. Η μία ήτανε να αρχίσει να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση απο εκείνη του φεγγαριού, ώστε να βγει μετά απο δέκα ώρες, στην κατοικημένη πλευρά του πλανήτη–την εξωτερική και ηλιοφωτισμένη πλευρά του τόρου. Το σκέπαυρο ήτανε ολοκαίνουριο, φρεσκοφορτωμένο με αρκετή ενέργεια, ώστε να τρέξει με συνδυαστικά άλματα, όλη την διαδρομή των δέκα χιλιάδων χιλιομέτρων, που τον χωρίζανε απο τον πολιτισμό. Ίσως εκεί να έβρισκε κάποιο λιμάνι και να μπορούσε να δραπετεύσει λαθραία απο τον πλανήτη. Το ζήτημα ήτανε άμα θα άντεχε το σώμα του αυτήν την περίπου δεκάωρη κίνηση, στην οποία θα παρασύρονταν ακατάπαυστα απο τον εξωσκελετό. Είχε ακούσει πως μερικοί γυμνασμένοι μαχόθυμοι απο τα Μεσοβραχιόνεια, μπορούσανε να τρέχουνε με τα σκέπαυρα ακόμα και είκοσι συνεχόμενες ώρες σε βραχώδεις επιφάνειες πλανητών με πυκνή δηλητηριώδη ατμόσφαιρα. Αλλα ο ίδιος ήτανε τελείως νηστικός, αφυδατωμένος απο τους εμετούς που του είχε προκαλέσει η στομαχοσκόπηση που του κάνανε πριν τον χώσουνε στο μπουντρούμι, είχε έναν αφόρητο πόνο στο σακατεμένο του μάτι, και έτρεμε ολόκληρος απο την εξάντληση, ενώ το μόνο που τον κρατούσε ακόμα όρθιο ήτανε η βιονική δύναμη του εξωσκελετού. Η άλλη επιλογή ήτανε, μόλις θα έβλεπε τον αιωρόδιφρο που θα ερχότανε απο την Πρευκλητία –εκεί όπου ήτανε σταθμευμένος ο πολεμικός στόλος του Ολύμπιχον– να προσποιηθεί στρατιώτη που είχε βγει ήδη στην επιφάνεια, προτού ο δραπέτης προλάβει να στομώσει την οπή της σήραγγας με τον βράχο –κάτι που επίσης θα το είχανε ειδοποιήσει στο κέντρο, πιθανόν. Έπρεπε να το ρισκάρει και να ποντάρει ότι θα είχανε αντιληφτεί, πως έριξε ο ίδιος το βράχο μέσα και πως θα είχανε αμέσως ειδοποίησει για αυτήν την τελευταία εξέλιξη το κέντρο. Όσο λάθος είναι να υποτιμάς τον αντίπαλο, άλλο τόσο λάθος, ίσως και χειρότερο, είναι να τον υπερτιμάς. Αλλά οι Παρασμήνειοι φημίζονταν έτσι και αλλιώς για την πανουργία τους. Θα έπρεπε...

Σε λίγο κατέφτασε ο αιωρόδιφρος. Οι οδηγοί του αντίκρυσαν στην είσοδο της κατακόρυφης σήραγγας, έναν βράχο να έχει καταπλακώσει το σβέρκο ενός σκεπαύρου, που είχε μπήξει τα νύχια στην επιφάνεια, ενώ τα πόδια του κρεμότανε ακόμα μέσα στην οπή. Η οθόνη του σκάφους εστιάστηκε στους ώμους και μεγέθυνε. Ήτανε η πανοπλία ενός απλού μοναδομάχου. –μια καλή συνήθεια όλων των στρατών είναι, η στολή του απλού στρατιώτη να μην έχει διακριτικά, ώστε ακόμα και ο ανώτατος αξιωματικός, να μπορεί να υποβιβαστεί στον κατώτατο βαθμό, όταν χρειαστεί.– Και είχε χρειαστεί να προσέξει αυτήν την λεπτομέρεια. Όλες οι μεγάλες απάτες κρίνονται απο τις λεπτομέρειες. Είχανε ειδοποιηθεί πως δραπέτης με σκέπαυρο εκατονταδομάχου είχε αναρριχηθεί μέσω της σήραγγας, και πως είχε ρίξει βράχους στην οπή για να εμποδίσει την καταδίωξή του.
Το ζουζούνισμα του τεχνητού ανομοιογενούς βαρυτικού πεδίου, τον πλησίαζε και στάθηκε ακριβώς απο πάνω του. Μετά, άκουσε το άνοιγμα μιας γκλαβανής, τον βράχο να φεύγει πάνω απο το σβέρκο του και το γραπώμα δύο τηλεσκοπικών γάντζων. Είχανε περισυλλέξει τον τραυματία ή τον νεκρό... κανείς δεν το ήξερε. Τα τοιχώματα της πανοπλίας ήτανε μονωτικά και δεν μπορούσε η υπέρυθρη ακτινοβολία να τα διαπεράσει, ώστε να φανεί εάν ζούσε ακόμα. Έπρεπε να τον πάρουνε μέσα στο σκάφος, και να προσπαθήσουνε να τα ανοίξουνε, μέσα στον χώρο διαμονής πληρώματος.
Και αυτό ήτανε το λάθος τους.
–Λες να είναι νεκρός;
–Δεν πιστεύω να επέζησε απο τέτοιο κτύπημα. Παράξενο όμως...
–Τι είναι παράξενο;
–Το σκέπαυρό του... Το σκέπαυρό του δεν έχει πάθει σχεδόν τίποτα.
Με τα νύχια της στολής έκοψε τις καρωτίδες τους, πριν καν οι νεαροί προλάβουνε να βγάλουνε άχνα. Και πριν ακουστεί ο γδούπος απο τα πτώματα του πλοηγού και του οπλαγού που σωριάστηκαν στο δάπεδο, πάνω στο κάθισμα της γέφυρας, ο κυβερνήτης έβγαζε τον υγρό ρογχό του κομμένου του λάρυγγα.
–Εδώ κέντρο προς σκάφος Δύο Οκτώ Πέντε Πέντε. Εδώ κέντρο προς σκάφος Δύο Οκτώ Πέντε Πέντε. Επιβεβαιώσατε όπως περισυλλέξατε τον τραυματία. Επιβεβαιώσατε όπως περισυλλέξατε τον τραυματία. Εδώ κέντρο προς σκάφος Δύο Οκτώ Πέντε Πέντε.
Τυλίχτηκε με το σκέπαυρο, έφυγε απο το οπτικό πεδίο της οθόνης και πληκτρολόγησε το άνοιγμα της καταπακτής. Η παγόσκονη που έφερνε ο άγριος άνεμος απ’ έξω, κατέκλυσε το εσωτερικού του σκάφος. Άνοιξε την επικοινωνία με το κέντρο, κρύφτηκε πίσω απο το κάθισμα του κυβερνήτη και φώναξε, όσο καλύτερα μπορούσε να προφέρει τα Παρασμήνεια:
–Εδώ σκάφος Δύο Οκτώ Πέντε Πέντε. Εδώ σκάφος Δύο Οκτώ Πέντε Πέντε. Ο τραυματίας είναι ο δραπέτης και είναι νεκρός. Επαναλαμβάνω: Ο τραυματίας είναι ο δραπέτης και είναι νεκρός. Έχουμε πρόβλημα με την καταπακτή. Επαναλαμβάνω: Έχουμε πρόβλημα με την καταπακτή. Δεν κλείνει η καταπακτή. Χρειαζόμαστε επειγόντως βοήθεια. Χρειαζόμαστε επει...
Και έκλεισε την επικοινωνία, μαζί με την καταπακτή. Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου να επανέλθει μια βιώσιμη θερμοκρασία εκει μέσα, να αποσυναρμολογηθεί μετά η πανοπλία πάνω απο το κεφάλι του και να διπλωθούνε οι λωρίδες της, που είχανε κουκουλώσει το σώμα του, μέσα στο περιλαίμιο, στα περικάρπια, στα περιβραχιόνια, στα περιμήρια και στα περιαστραγάλια που είχε πάρει απο τον στρατιωτικό. Τα έλυσε απο πάνω του και τα άφησε στο πάτωμα. Οι κηλίδες αίματος στο δάπεδο, είχανε μετατραπεί σε μαύρους καθρέπτες. Είχε ακόμα περίπου λίγα λεπτά, ώσπου να ερχότανε οι ενισχύσεις.
Άνοιξε το μεταλλικό κουτί πρώτων βοηθειών, που βρισκότανε πίσω απο το κάθισμα του συγκυβερνήτη, βρήκε την σύριγγα με το αντισηπτικό και μοίρασε το περιεχόμενό της γύρω απο το σακατεμένο του μάτι. Άνοιξε το πρησμένο βλέφαρο με μια λαβίδα και όπως ξέπλενε με οξυγονούχο νερό και ουρλιαχτά την άδεια του κόγχη, μαζί με το πύον και τα αίματα, πετάχτηκε και ο βολβός στο πάτωμα. Κτύπησε ακόμα μία, παυσίπονη ένεση, κόλλησε ένα μαύρο έμπλαστρο στο μάτι και σηκώθηκε να ψάξει κάτι για να φάει. Περπάτησε μέσα στο, χαμηλοτάβανο χώρο διαμονής, πίσω ακριβώς απο τη γέφυρα, προσεκτικά για να μην σκοντάψει στα πτώματα, λόγω της δυσκολίας που είχε να υπολογίζει με ένα μάτι σωστά τις αποστάσεις. Τα μεταλλικά τοιχώματα, που επάνω ήτανε γειρτά και στενεύανε όσο φτάνανε στην οροφή, είχανε σε ένα σημείο μια θυρίδα, που δεν έλεγε να ανοίξει χωρίς να την σπάσει με το πάλμοιστρο. Πέσανε απο μέσα φιαλίδια με χαπάκια και πλαστικά μπουκάλια νερού. Κατάπιε λαίμαργα μια χούφτα με κάτι βιταμίνες, πρωτεϊνες και υδατάνθρακες και κατέβασε μονορούφι ένα λίτρο νερό, ενώ με ένα ακόμα λίτρο ξέπλυνε το πρόσωπό του. Άνοιξε και τις άλλες θυρίδες και έβγαλε απο μέσα τέσσερα σετ για σκέπαυρα που τρία απο αυτά τα πέρασε στα πτώματα.
Σαν κάθισε στο κάθισμα του κυβερνήτη, και χάιδεψε σχεδόν νοσταλγικά το φωσφορίζον πληκτρολόγραμμα, ήξερε πως είχε κάνει μόνο το ένα τρίτο της διαδρομής. Έπρεπε, όχι μόνο να φύγει απο τη φυλακή και απο εκείνον τον πλανήτη, αλλά και αρκετά μακριά απο εκείνο το ηλιακό σύστημα. Και τα πιό δύσκολα, τα είχε ακόμα μπροστά του.
Δεν πέρασε πολύ ώρα, ώσπου φάνηκε στην οθόνη να πλησιάζει κάτι μεγάλο. Ήτανε το σκάφος που περισυνέλλεγε τους αιωρόδιφρους με βλάβες. Ήτανε μια παραβολοφόρος θορυβέσσα, που όπως όλα τα σκάφη του Ολύμπιχον πρέπει να κινούντανε με απλό συσστιγματισμό. Πρέπει να είχε περίπου 20 άτομα πλήρωμα. 10 απο αυτούς να ήτανε μηχανικοί. 5 φύλακες στρατιώτες και 5 αξιωματικοί γέφυρας. Ήτανε παράτολμο αυτό που θα δοκίμαζε, αλλά ήτανε η μοναδική του πιθανότητα για να μπορέσει να φύγει απο εκείνο το μέρος και να γλιτώσει έτσι, όχι απλά την ελευθερία του πλέον, αλλά τον σίγουρο και βασανιστικό, πολύ βασανιστικό θάνατο.
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 12 Απρ 2021, 19:11

...


Οι γάντζοι του διαστημοπλοίου, που στεκότανε 20 μέτρα απο το έδαφος, είχανε πιάσει τον χαλασμένο αιωρόδιφρο και τον ρυμουλκούσανε προς τα πάνω. Η πρώτη καταπακτή έκλεισε, ο προθάλαμος γέμισε με ζεστό Οξυγόνο και τότε άνοιξε η δεύτερη, που τον τράβηξε πιο πάνω, μέσα στον επισκευαστικό χώρο. Όπως ο αιωρόδιφρος έστεκε στον αέρα, δύο ντυμμένοι με ολόσωμες φόρμες μηχανικοί κοίταξαν με επαγγελματική συνήθεια απο κάτω, πως έχασκε σαν ξεκοιλιασμένο θηρίο.
–Εμπλοκή του περιστρόφειου. Δεν είναι τίποτα.
–Δεν είναι τίποτα;... του απάντησε ο άλλος. ...πέντε λεπτά σε αυτό το κρύο, θα είναι όλοι νεκροί.
Απιθώθηκε επάνω σε δύο δοκούς και αμέσως φέρανε μια σκάλα με ρόδες που έφτανε κοντά στην πλάγια είσοδο. Πέντε στρατιώτες που στέκονταν εκεί, στον μεγάλο και πλούσια φωτισμένο χώρο, ανάμεσα απο άλλους αποσυναρμολογημένους αιωρόδιφρους, πολύπλοκα εξαρτήματα και εργαλεία επισκευής, στρέψανε τυπικά τα όπλα τους προς την είσοδο. Ένας μηχανικός σκαρφάλωσε στη σκάλα και προσπάθησε να βρει τους κωδικούς, τοποθετώντας έναν αποκωδικοποιητή πάνω στο κέλυφος του αιωρόδιφρου.
Εκείνη τη στιγμή, η πλάγια είσοδος άνοιξε απο μόνη της και ο μηχανικός κοίταξε κατατρομαγμένος, πως τρεις στρατιώτες κουκουλωμένοι με σκέπαυρα περπατούσανε ολόρθοι προς τα έξω, κουβαλώντας ανάμεσα τους ένα ακόμα, που ήτανε ξαπλωμένο.
–Τρισδεκαδόμαχος Χόραρχος. Κυβερνήτης του σκάφους Δύο Οκτώ Πέντε Πέντε της τεσσαροκοστής ογδόης μυριάδας. Αναφέρω τη σύλληψη του δραπέτη και το αβλαβές της υγείας του πληρώματος, βροντοφώναξε το σκέπαυρο και όλα μαζί σταθήκανε επιτόπου ακίνητα πάνω στην μπάρα της σκάλας με τις ρόδες.
Ένας απο τους οπλισμένους στρατιώτες, χαμήλωσε το όπλο και με ένα καχύποπτο ύφος, απάντησε λίγο πιο χαμηλόφωνα:
–Εκατονταδόμαχος Χόρχος. Διοικητής ασφαλείας του σκάφους. Τα συγχαρητήρια μου τρισδεκαδομάχε. Το ότι φέρατε εις πέρας την αποστολή, χωρίς απώλειες ανθρωπίνων ζωών, παρά την σοβαρή βλάβη, σηκώνει μέχρι και προαγωγή. ...Γιατί όμως, δεν βγάζετε τα σκέπαυρα; Σας άφησε μήπως κανένα ψυχικό τραύμα το απότομο ψύχος;
–Χοχοχαχαχα! Ένας γέλωτας απλώθηκε.
–Τρισδεκαδόμαχος Χόραρχος. Κυβερνήτης του σκάφους Δύο Οκτώ Πέντε Πέντε της τεσσαροκοστής ογδόης μυριάδας. Αναφέρω τη σύλληψη του δραπέτη και το αβλαβές της υγείας του πληρώματος, επανέλαβε το πάντα ακίνητο σκέπαυρο.
–Τι στην ευχή!... ψέλλισε ο υπαξιωματικός και ούρλιαξε: Τρισδεκαδόμαχε, σε διατάζω! Βγάλτε αμέσως τα σκέπαυρα! ...και οι υπόλοιποι στρατιώτες στρέψανε ξανά τα πάλμοιστρα προς τον αιωρόδιφρο, ενώ οι μηχανικοί αρχίσανε να κάνουνε διστακτικά βήματα προς τα πίσω.
–Τρισδεκαδόμαχος Χόραρχος. Κυβερνήτης του σκάφους Δύο Οκτώ Πέντε Πέντε της τεσσαροκοστής ογδόης μυριάδας. Αναφέρω... και τα τρία σκέπαυρα αφήσανε να πέσει κάτω το τέταρτο που κρατούσανε οριζόντια. Και όπως έπεσε πάνω στην μπάρα της σκάλας και αποσυναρμολογήθηκε ακαριαία, ώσπου φάνηκε πως ήτανε άδειο καθώς απέμειναν στο έδαφος μοναχά οι ζώνες που το προβάλλανε, οι τρεις πιάσανε τα πάλμοιστρα και αρχίσανε να πυροβολούνε προς πάσα κατεύθυνση απ’ όπου ερχότανε θερμοκρασία παραπλήσια του ανθρωπίνου σώματος.
–Συναγερμός! Συναγερμός! Δεχόμαστε επίθεση!
Οι πύλες που συνδέανε τον χώρο με το υπόλοιπο σκάφος σφαλίστηκαν απο ορθογώνιες, παχιές, μεταλλικές πλάκες, που πέσανε κάθετα προς τα κάτω, καθώς οι θανατηφόρες ακτίνες διασταυρώνονταν σφυρίζοντας ανάμεσα απο κραυγές θανάτου και εκρήξεις.
Ώσπου, τα τρία σκέπαυρα πέσανε νεκρά απο τα αλλεπάλληλα πυρά. Ήτανε ήδη δηλαδή. Τα νεκρά σώματα του πληρώματος του αιωρόδιφρου φανήκανε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επιζώντων στρατιωτών και μηχανικών, καθώς ένα λαμπάκι στο περιλαίμιο τους αναβόσβηνε πορτοκαλί–ενδεικτικό της λειτουργίας τηλεκατεύθυνσης.
Εντωμεταξύ, στην γέφυρα...
Ο κυβερνήτης είδε το κόκκινο αναβοσβήνον λαμπάκι του συναγερμού και διέταξε την δεύτερη να ασφαλίσει την γέφυρα και την τέταρτη αξιωματικό να ειδοποιήσει το κέντρο. Παράλληλα πληκτρολόγησε στο πληκτρολόγραμμα που έλαμπε αχνά σε σχήμα σφαίρας πάνω απο το δεξί του χέρι, να του δείξει το τι γινότανε στο συνεργείο.
–Τρισχιλιαδόμαχε Ξενόβαστε, είπε στον τρίτο. Κάτι δεν πάει καλά στο συνεργείο. Πάρτε... μπόρεσε να ξεστομίσει, προτού...
–Ααααα! τσίριξε η νεαρή χιλιαδόμαχος βλέποντας το κεφάλι του καπετάνιου να κατρακυλάει και να πιτσιλάει τριγύρω όλο το κατάλευκο δάπεδο.
Εμφανίστηκε μπροστά τους, ανάμεσα απο τα φαρδιά, ανερεισίνωτά τους καθίσματα,.τις αιωρούμενες φωτεινές σφαίρες των πληκτρολογραμμάτων πλοήγησης και τον μεγάλο θωρυμένα που έπιανε κυκλικά όλο το τοίχωμα του στρογγυλού χώρου και το ταβάνι, όπου φαίνονταν η απαράμιλλα εκπληκτική δύση της Πρευκλητίας, καθώς περνούσε μέσα απο την οπή του τοροειδή πλανήτη και χάνονταν πίσω απο τον ορίζοντα.
Έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο της ώριμης σε ηλικία δεύτερης καπετάνιου, ρίχνωντας την αναίσθητη, και αγκάλιασε απο πίσω με τα τεράστια νύχια της πανοπλίας, τον νεαρό και εμφανίσιμο αξιωματικό στο λαιμό, έτσι ώστε τα γουρλωμένα του μάτια να κοιτάζουνε την νεαρή χιλιαδόμαχο, που κρατούσε με τρεμάμενα χέρια το πάλμοιστρο.
–Τον κωδικό του σκάφους ή το κεφάλι του, ακούστηκε να λέει η δυνατή, μπάσα, μεταλλική βραχνάδα του σκεπαύρου, που είχε πια ξεσκεπάσει για τα καλά την αόρατη παραλλαγή του.
–Μην του το πεις Χαυχάκη. Θα μας σκοτώσει έτσι και αλλιώς, της είπε ο αξιωματικός καθώς δύο σταγόνες ιδρώτα αργοκυλούσανε στο μέτωπό του. Είναι ένας εγκληματίας. Μην του το πεις Χαυχάκη!
–Χαυχάκη, επανέλαβε ατάραχη η μπάσα, μεταλλική βραχνάδα, καθώς ακριβώς πίσω απο την σφαλισμένη πύλη της εισόδου ακουγότανε οι πυροβολισμοί απο τα πάλμοιστρα των στρατιωτών, που προσπαθούσανε να την ανοίξουνε ...είδα πως τον κοίταζες προλίγο και κατάλαβα πως τον αγαπάς. Εάν θέλεις αυτό το όμορφο κεφάλι να παραμείνει στο σβέρκο του, πρέπει να μου πεις τον κωδικό του σκάφους, σε πέντε, τέσσερα, τρία...
Τα μάτια της νεαρής αξιωματικού ανοίξανε έκπληκτα, τρομαγμένα και πετάχτηκαν δάκρυα απο μέσα τους. Χαμήλωσε το πάλμοιστρο και ξέσπασε σε λυγμούς.
–Μη Χαυχάκη! Μηηη!
–Πεντακόσια έντεκα. Τριακόσια ενενήντα έξι.
Τον κτύπησε αναίσθητο. Άρπαξε το πάλμοιστρο απο τα χέρια της και καθώς αυτή τσίριζε πανικόβλητη, την έδεσε πισθάγκωνα με μια πλαστική κορδέλα στη βάση απο ένα κάθισμα.
Τον είδε να πατάει κάτι πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας, όπου καθότανε ακόμα το ακέφαλο κουφάρι του καπετάνιου και μια φωτεινή σφαίρα να εμφανίζεται μπροστά του, καθώς το μέταλλο της εισόδου είχε πυρακτωθεί στο κέντρο και ήθελε λίγα δευτερόλεπτα ακόμα για να λιώσει.
–Όοοχιιι! Τσίριζε, γιατί ήξερε πως μόλις πληκτρολογούσε την έκτακτη εκκένωση του σκάφους.
Άξαφνα έγινε απόλυτη ησυχία. Το πυράκτωμα της πόρτας έσβησε σιγά σιγά. Όλοι οι χώροι του διαστημοπλοίου είχανε ανεβάσει απότομα μια τεράστια ατμοσφαιρική πίεση, που εκσφενδόνισε τα πάντα και τους πάντες στον διαπλανητικό χώρο μεταξύ Τουδρούγου και Πρευκλητίας, μόλις ανοίχτηκαν ταυτόχρονα όλες οι μπουκάπορτες.
–Κάθαρμααα! Τους σκότωσες όλους. Κάθαρμα!
Παραμελώντας τις υστερικές τσιρίδες της αξιωματικού, έδεσε γρήγορα και τους άλλους δύο, που είχανε αρχίσει να συνέρχονται και κάνωντας το πτώμα να πέσει απο το κάθισμα, κάθισε επάνω και άφησε το σκέπαυρο να αποσυναρμολογηθεί απο πάνω του.
Καθώς έκλαιγε, γύρισε για να δει το πρόσωπό του, που της φάνηκε πιο αιμοβόρικο ακόμα και απο το φρικαλέο προσωπείο του σκεπαύρου, που έμοιαζε με μεγέθυνση απο κεφάλι μυρμηγκιού. Ανάμεσα απο τα κουρέλια που φορούσε, διακρίνονταν ένα μέτριο στο ανάστημα αλλά πολύ γεροδεμένο σώμα. Είχε μακριά καστανόγκριζα μαλλιά μέχρι τους ώμους και πυκνά γένια που κρύβανε το λαιμό του. Στη μία απο τις βαθιές κόγχες των ματιών του, είχε ένα έμπλαστρο. Γύρισε και την κοίταξε αυστηρά με το ένα του μάτι, που είχε ένα ανοικτό χακί χρώμα, που την έκανε να τρομάξει και να κοιτάξει κατα αλλού.
Έπιασε σχεδόν όλη τη γέφυρα η φωτεινή σφαίρα, που έδειχνε τους διαπλανητικούς και τους αστρικούς χάρτες, τους οποίους μελετούσε με αφοσίωση. Αμίλητος, συνέχισε να ερευνάει τα ενεργειακά αποθέματα του σκάφους, τον αριθμό απο τις συγκαθρεπτοφόρες, το μέγεθος της ηλιαντλητικής παραβολής και την κατάσταση του συσστιγματικού κινητήρα. Τελευταία, έριξε μια πρόχειρη ματιά στα οπλικά και αμυντικά συστήματα καθώς και στα αποθέματα νερού, οξυγόνου και τροφής. Εντωμεταξύ είχε συνέλθει η δεύτερη καπετάνιος, που βλέποντας και αντιλαμβανόμενη αμέσως το τι είχε συμβεί, ξέσπασε πάνω στην νεαρή χιλιαδόμαχο.
–Ηλίθια! Τι έκανες, ηλίθια; Έδωσες το πολεμικό σκάφος σε έναν πειρατή, ηλίθια! Εάν γλιτώσουμε απο αυτό εδώ, θα σε περάσω απο στρατοδικείο και θα ζητήσω να σε εκτελέσω με τα ίδια μου τα χέρια, ηλίθια! Ηλίθια! Ηλίθιααα!
–Σνιφ! Με απείλησε πως θα σκότωνε τον τρισχιλιαδόμαχο κυρία κυβερνήτη. Σνιφ! Δεν είχα άλλη επιλογή. Σνιφ!
–Ηλίθια! Τώρα τι επιλογή έχεις; Θα σκοτωθούμε όλοι. Δεν βλέπεις τι πάει να κάνει; Προσπαθεί να επιταχύνει απο την πρευκλήτεια οδό για να περάσει υπερφώτεια το ναρκοπέδιο. Ηλίθια! Ήμαστε ήδη νεκροί τώρα. Ηλίθια!
–Το σκάφος δέχεται ηλεκτρομαγνητικό σήμα συγκεκριμένης συχνότητας, ακούστηκε να λέει η απαλή, άφυλη φωνή του εμφρονοειδούς εγκεφάλου του σκάφους.
Χαμογέλασε ειρωνικά.
–Προσπαθούνε να επικοινωνήσουνε; Γυρνώντας στην δεύτερη καπετάνιο, της λέει: Νόμιζα πως δεν παζαρεύουνε με πειρατές.
Δεν του απάντησε έσφιξε όλο οργή τα χείλη και της ξέφυγε μια ματιά προς τον τρίτο, που μόλις άνοιγε τα μάτια και κοιτούσε τριγύρω του.
–Χαυχάκη! Είσαι καλά; Την κοίταξε με περίσσεια στοργή, που την έκανε να αρχίσει και πάλι να κλαίει.
–Συγγνώμη! Συγγνώμη! Εγώ φταίω για όλα.
–Δεν πειράζει Χαυχάκη. Ηρέμησε. Όλα θα πάνε καλά. Θα το δεις. Και όπως ήτανε δεμένος, γύρισε ψύχραιμα προς το μέρος του. Ο πατέρας μου είναι ένας πολύ ισχυρός και πολύ πλούσιος άντρας. Θα σε πληρώσει πολύ καλά, έτσι και δεν πάθω τίποτα. Δεν χρειάζεται να κάνεις κάποια ανοησία. Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης. Θα τα βρούμε.
–Υπάρχουνε πολύ πιο πολύτιμα πράγματα απο το χρήμα, νεαρέ. Και μερικά δεν αγοράζονται με χρήματα, όσα και να δώσεις. Όσο και να πληρώσει ο μπαμπάκας σου, εγώ δεν το ρισκάρω να ξαναπιαστώ.
–Τι είναι πιο πολύτιμο απο το χρήμα, απάντησε ο αξιωματικός, ο χρόνος; Χρειάζεσαι χρόνο για να το σκεφτείς μήπως;
–Όχι. Ακόμα και απο τον χρόνο υπάρχουνε πολυτιμότερα πράγματα. ...Η εμπιστοσύνη για παράδειγμα. Πρέπει να δώσεις πολύ χρόνο για να πάρεις λίγη εμπιστοσύνη, και πάλι δεν την αγοράζεις ολόκληρη.
–Τότε, αφού νομίζεις πως θέλουμε να σε εξαπατήσουμε, γιατί δεν μας σκότωσες; Γιατί μας κρατάς ζωντανούς;
–Ηλίθια, της απάντησε η δεύτερη κυβερνήτης. Δεν ξέρεις πως οι πειρατές είναι και δουλέμποροι; Ηλίθια, θα μας πουλήσει για σκλάβες, για σκλάβες!
Και η Χαυχάκη άρχισε να κλαίει ακόμα πιο γοερά.
–Όχι, όχι, ξεφώνισε ο νεαρός αξιωματικός. Δεν χρειάζεται να μας πουλήσει. Ο πατέρας μου θα πληρώσει την διπλάσια τιμή, απ’ οσο θα πάρει στο σκλαβοπάζαρο ...ακόμα και την τριπλάσια.
–Νεαρέ, του είπε βαρύθυμα, ξέχνα το. Δεν γυρνάμε πίσω. Και όπως σου είπα, δεν είναι θέμα χρημάτων. Απλά, θέλω να σας ξεφορτωθώ και ήσαστε τυχεροί που έχω βαρεθεί να σκοτώνω. Δεν το κάνω, άμα δεν χρειάζεται να το κάνω. Όσο για τα χρήματα... Τι χρήματα; Με αυτήν την ξινή μουστόγρια δεν θα πιάσω πολλά. Ποιό μπουρδέλο θα την πάρει αυτήνα; Άντε, το πολύ να βγάλω πενήντα Συμπάγεια για να αγοράσω ένα τεχνητό μάτι. Τέλως πάντων. Εσένα, που είσαι αθλητικός τύπος και υγιής, μπορεί να σε δώσω κανα δυό Πορφυριανά για τα όργανά σου. Με την μικρούλα... Να δούμε. Άμα δεν την έχεις ξεπαρθενιάσει ακόμα και βρω και κανέναν που εμπορεύεται με παραθρονίδες, μπορεί να βγάλω καμια είκοσι Πορφυριανά, το πολύ.
–Καλύτερα να αυτοκτονήσω, παρά να ανεχτώ κάτι τέτοιο, είπε με όση αυστηρή αξιοπρέπεια μπορούσε να ορθώσει, η ώριμη μυριαδόμαχος, και έσφιξε με θυμό τις παλάμες της γύρω απο τη μεταλλική δοκό που στήριζε το περιστρεφόμενο κάθισμα και κρατούσε παράλληλα δεμένα τα χέρια της.
–Αυτοκτόνησε, της είπε ξερά.
–Δεν θα σου επιτρέψω να κάνεις κάτι τέτοιο, του είπε ο αξιωματικός, δείχνοντας παράλληλα την εύρωστη, κατάλευκη του οδοντοστοιχία.
Τον κοίταξε, έριξε μια ματιά με νόημα, πιο ‘κει, στο ακέφαλο κουφάρι που είχε ζωγραφίσει μια κόκκκινη λιμνούλα στο δάπεδο που ανέδιδε άρωμα φρέσκου αίματος, και του χαμογέλασε ειρωνικά. Γύρισε μετά και προς την τέταρτη αξιωματικό, που είχε σταματήσει να κλαίει και είχε γείρει το κεφάλι της κοντά στην βάση απο το κάθισμα, και όπως εκείνη τον αγριοκοίταξε ανάμεσα απο τα ριγμένα στο σφριγηλό νεανικό πρόσωπο μακριά μαλλιά, της έστειλε ένα αερόφιλο κλείνοντας της ματιά με το ένα του μάτι.
–Εσείς απο το Ολύμπιχον, δεν έχετε δηλητηριασμένα δόντια, σαν εκείνους απο το Κρανθάιε. Δεν μπορείτε να αυτοκτονήσετε. Εκτός εάν πάτε να καταπιείτε τη γλώσσα, αλλά και πάλι θα σας προλάβω.
Παγώσανε. Τον κοιτούσανε κατατρομαγμένοι πως χάιδευε τα γένια, ενώ κοιτούσε αμίλητος την οθόνη που του έδειχνε πολεμικά σκάφη να πλησιάζουνε απο την πλώρη, καθώς η θορυβέσσα κατευθυνότανε για να περάσει ανάμεσα απο τον Τούδρουγο και το εσωτερικό του φεγγάρι, τη στιγμή ακριβώς που οι δύο πλανήτες βρισκότανε στην κοντινότερή τους απόσταση, και ανέβαζε συνεχώς υποφώτεια ταχύτητα. Το υπόκωφο σφύριγμα απο το αλεξέλξιο, που ανέβαζε συνέχεια στροφές, γινότανε σύριγγα συμπυκνωμένης αδρεναλίνης.
–Αυτό δεν μπορεί κανένας κυβερνήτης του κόσμου να το καταφέρει. Και το σκάφος είναι πολύ παλιό, το έχουμε μόνο για διαπλανητικά μικρά ταξίδια. Έχει πάνω απο πέντε κύκλους να κάνει συσστιγματικό άλμα, μουρμούριζε η δεύτερη, που έδειχνε να έχει ξαφνικά ξεχάσει σε τι κατάσταση βρισκότανε, και ενδιαφερότανε μόνο και μόνο να δει την έκβαση ενός ελιγμού, που ούτε στα πιο τρελλά της όνειρα δεν είχε φανταστεί πως θα ζούσε η ίδια.
Χαμογέλασε και πέταξε ένα:
–Αμάν πια! Δεν μπορώ να σας ακούω άλλο. Τελικά, εσείς οι αστρουλιάρηδες μόνο με τα λόγια δεν ήσαστε φραγκοφονιάδες. Δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει να μου ζαλίζετε τα αυτιά. Αφήστε με να συγκεντρωθώ. Μία στις τρεις την βγάζουμε, δεν την βγάζουμε. Εάν την βγάλουμε καθαρή, σε πέντε διλίχια θα λιαστούμε στον Φανδάραζο.
–Για κοίτα λίγο καλύτερα την οθόνη! Μόνο μία στις τρεις χιλιάδες είναι. Τα τρία μηδενικά πίσω απο το τρία, δεν είναι το πρώτο τρία ολογράφως, αγράμματε! Είπε η δεύτερη κάνωντας τις φλέβες της να πεταχτούνε εξω απο τον αδύνατό της λαιμό.
–Μαλακίες. Κανένα ναρκοπέδιο δεν είναι τόσο πυκνό, όσο αφήνουνε να διαδωθεί ότι είναι. Και σιγά να μην το συντηρούνε τόσο τακτικά. Οι μισές νάρκες είναι τζούφιες. Μιά στις δύο, και πολύ του πέφτει.
–Είσαι ένας ψυχοπαθής εγκληματίας. Γύρνα αμέσως πίσω, ξεφώνιζε η δεύτερη, καθώς έβλεπε στην οθόνη πως τα δύο αναχαιτιστικά πενταχικά είχανε καταστραφεί απο τις τορπιλλες της θορυβέσσας.
Ακούστηκε και πάλι η εκνευριστικά ασυναίσθητη φωνή του εμφρονοειδούς:
–Μέχρι να φτάσουμε στο σημείο Λαγκράνζ του πεδιοβατήρα, απομένουνε δευτερόλεπτα πέντε, τέσσερα, τρία....
–Αααααα!
Τσιρίζανε, και η διαφορετική τους φωνητική χροιά έκανε μια ολοένα και εντονότερη ασυμφωνία μεταδοτικής παράνοιας, που τελικά παρέσυραν και τον νεαρό αξιωματικό. Ο ίδιος, κοίταζε ατάραχος την οθόνη.
Απο εκείνο το σημείο μηδενικής βαρύτητας μπορούσε να δημιουργήσει το σκάφος ένα πεδίο πληθωριστικής διαστολής του χωροχρόνου, το οποίο πεδίο θα ήτανε έτσι ανομοιογενές ώστε να μεγαλώσει ξαφνικά κατα τρισεκατομμύρια φορές μόνο η απόσταση της κουπαστής απο το σημείο εκκίνησης της υπερωκύτητας, που έπρεπε να είχε μηδενική βαρύτητα. Και σε αυτά τα χιλιοστά του δευτερολέπτου, θα περνούσανε μέσα απο το ναρκοπέδιο που περιτύλιγε σφαιρικά σε απόσταση μιάς πεντηλιακτίνας το σύστημα των τριών πλανητών του Τουδρούγου. Επομένως, οι πιθανότητες να περάσουνε τα πρώτα δύο δευτερόλεπτα, χωρίς να μεταμορφωθούνε τα σώματά τους μαζί με όλο το υπόλοιπο σκάφος σε φωτόνια, ήτανε πολύ λίγες, αλλά υπαρκτές.

–Σε δέκα μυριότοξα, θα έχουμε αφιχθεί στην κορώνα του Φανδαράζου.
Ήρεμη και καθησυχαστική ακουγότανε η φωνή του εμφρονοειδούς, σχεδόν μελωδική.
Είχανε πέσει σχεδόν αναίσθητες στο πάτωμα, αφού πρώτα είχανε βγάλει όλο το Οξυγόνο μέσα απο τους θώρακες. Ο αξιωματικός είχε κουρνιάσει γύρω απο τη βάση, κρύβοντας το πρόσωπό του και έκλαιγε βουβά. Εκτός απο ούρα, και μια καφετί γραμμή διαγράφονταν επάνω στο καβάλο του.
–Τι έγινε νεαρέ, αυτό ήτανε το πρώτο σου υπερφώτειο άλμα και σου βγήκε το λυκάγαθο μέσα στα βρακιά; Χαχαχα!
–Θα σε σκοτώσω, μόλις μου δωθεί η πρώτη ευκαιρία, του είπε εξοργισμένη η δεύτερη. Στο υπόσχομαι, θα σε σκοτώσω.
–Θα μου κλάσεις το αρχίδι, μουστόγρια.
–Θα σε σκοτώσω! Θα σε σκοτώσω! του ξεφώνιζε.
Έσβησε το φωτεινό πληκτρολόγραμμα, σηκώθηκε και πλησίασε προς το μέρος της..
–Μην τολμήσεις να με αγγίξεις κάθαρμα! Μην τολμήσεις να με αγγίξεις! Φύγε απο κοντά μου! Φώναζε καθώς έριχνε κλωτσιές προς το μέρος του.
Της έπιασε τα πόδια που συνέχισε να τα τινάζει και τα τράβηξε με δύναμη προς το μέρος του, ώσπου το σώμα της τεντώθηκε κρατημένο απο τα σταυρωμένα, κάτω απο το κάθισμα χέρια της.
–Έλα εδώ μουστόγρια. Έχω καιρό να περάσω καλά, της έλεγε καθώς της αγκάλιαζε την μέση, ακινητοποιώντας την με το βάρος του σώματός του.
–Άφησε την! Άφησέ την! Φώναζε η δεύτερη με μια τρεμάμενη φωνή, ενώ το πρόσωπό της συσπάζονταν απο τρόμο. Και όπως κοίταξε με μια αχνή ελπίδα βοήθειας προς τον αξιωματικό, εκείνος έκρυψε ακόμα πιο πολύ το κεφάλι του.
Και ενώ η δεύτερη τον έβριζε ουρλιάζοντας, την κράτησε γερά απο τη μέση και της σήκωσε ψηλά το σώμα. Καθώς τα πόδια της τινάζονταν προς την οροφή, την γύρισε μπρούμυτα πάνω στο κάθισμα, που είχε ανασηκωθεί σε πάνω απο ένα μέτρο ύψος, έτσι ώστε να τραβιούνται τα χέρια της μπροστά απο το δέσιμο και οι πατούσες της, μην μπορώντας να αγγίζουνε την κόκκινη λιμνούλα στο δάπεδο, να τραβιούνται απο το βάρος των ποδιών. Γύρισε το κάθισμα, ώστε το κεφάλι της να κοιτάει προς το μέρος των άλλων και στάθηκε απο πίσω της, ενώ εκείνη συνέχιζε να τσιρίζει.
–Μουστόγρια, τώρα θα σε ηρεμήσω λίγο.
–Άφησέ την! Άφησέ την!
–Μη! Όχι! Μπόρεσε να ξεστομίσει χαμηλόφωνα ο νεαρός αξιωματικός, που τα δάκρυα του είχανε κατακοκκινήσει τα μάτια.
Απτόητος έβαλε τα χέρια του μπροστά στη μέση της και έλυσε τη ζώνη της λευκής της στολής. Μετά, με μιά απότομη κίνηση, της κατέβασε το παντελόνι μέχρι τα γόνατα.
–Και τώρα... είπε και έβαλε τα δάκτυλα ανάμεσα απο το δέρμα των γοφών της και το λάστιχο απο την κιλότα της. ...ήρθε η ώρα να συστήθω στο σιτεμένο σου πράγμα.
Και τότε, έσπασε. Άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλάει να την λυπηθεί. Τα βουρκωμένα της μάτια κοιτάζανε απελπισμένα προς τη μεριά των άλλων δύο, που επίσης τρέμανε ολόκληροι, μην μπορώντας να προφέρουνε ούτε συλλαβή ενώπιον της αναπόφευκτης φρίκης.
–Πφφ! Με ξενέρωσες, είπε και τράβηξε αργά τα χέρια, έκανε δύο βήματα πίσω και χαμήλωσε το κάθισμα με μια φρηναυδική εντολή προς το εμφρονοειδές του σκάφους, έτσι ώστε να αγγίζουνε τα γόνατά της το δάπεδο. Της έλυσε τα χέρια. Η δεύτερη έτριψε βιαστικά τους καρπούς και άρχισε να μαζεύει τα παντελόνια και τις μύξες της. Μετά πλησιάσε στους άλλους δύο και ξέδεσε και εκείνους.
–Μην με κοιτάτε έτσι. Τι νομίζατε, πως θα σας άφηνα για δέκα μυριότοξα εδώ δεμένους, για να πεθάνετε; Ή μήπως νομίζατε πως θα σας ταϊζω στο στόμα σαν μωρά; ...η πως θα σας ξεδένω και θα σας δένω κάθε φορά που θα θέλετε να κάνετε τα τσισάκια σας;... Σηκωθείτε, πηγαίνετε στις καμπίνες σας και φροντίστε μόνοι σας τον εαυτό σας. Η πίεση είναι και πάλι φυσιολογική σε όλο το σκάφος. Και συμπλήρωσε λέγοντας: Εάν με σκοτώσετε, το σκάφος θα συνεχίσει την πορεία του και θα πάει κατευθείαν μέσα στον πυρήνα του Φανδαράζου ...και δεν νομίζω να βγει απέναντι· δεν είδα να έχει κέλυφος απο Ιχώρειο. Όσο για τους κωδικούς... Εάν νομίζετε, πως θα τους βγάλετε με κάποιον τρόπο απο μέσα μου, όσο θα είμαι ακόμα ζωντανός, μπορείτε να το δοκιμάσετε. Δεν θα ήσαστε οι πρώτοι, που θα θέλουνε να μάθουνε κάτι απο εμένα...
Και λέγοντας αυτό, σήκωσε την βρώμικη, λιωμένη του μπλούζα και έδειξε αρχαίες ουλές στο στήθος και στην κοιλιά του. Μοιάζανε με τατουάζ που αφηγούντανε την ιστορία του γαλαξία.
–...μέχρι και τα συκώτια μου τα έχουνε βγάλει και μου τα δώσανε να τα φάω, όπως και το ένα μου αρχίδι. Η καρδιά μου είναι τεχνητή, όπως και το μισό μου έντερο, γιατί μου το κατασπάραξε ένα μικρούλι κροκοδειλάκι, που μου το χώσανε στον κώλο.
Και ενώ είχανε μείνει με το στόμα ανοικτό, αυτός έριξε έναν βροντερό, σαρκαστικό γέλωτα.
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 18 Μάιος 2021, 00:53

Ο εκκυβισμός

1.

Ο πλανήτης Εκτάνια ήτανε στον πυρήνα του ένας τεράστιος κυβοειδής κρύσταλλος Πυρίτη με μήκος πλευράς δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα, για τον οποίο λέγεται, πως πρέπει να είχε σχηματιστεί σε έναν υποθετικό πλανήτη–γίγαντα που ονομαζότανε Πεντάνια. Όταν το άστρο του γίγαντα μετατράπηκε σε υπερνεολαμπή και τον έλιωσε, ο κυβοειδής κρύσταλλος δεν απορροφήθηκε, όπως ο υπόλοιπος πλανήτης, απο τον υπερνεολαμπή, αλλά εκσφενδονίστηκε –για κάποιον ανεξήγητο λόγο– εκτός του ηλιακού συστήματος. Και τριγυρνούσε έτσι αδέσποτος στον διαστρικό χώρο για πολλά εκατομμύρια χρόνια, έχοντας όμως συμπαρασύρει μαζί του και αρκετή ποσότητα νερού και άλλων υλικών, η οποία είχε σχηματίσει μια σφαίρα πάγου τριγύρω του. Κάποτε, πριν απο ένα δισεκατομμύριο φεκαδάμεια έτη, βρέθηκε τυχαία εντός του βαρυτικού δυναμικού του ηλίου Φεκάδαμου και ισορρόπησε σε μία τροχιά εντός της βιόσφαιράς του, σε μία τροχία όπου μιας πλήρης περιστροφή της διαρκεί τρία γήινα έτη.
Το περισσότερο νερό εξατμίστηκε και απέμεινε μια μικρή σχετικά ποσότητα νερού επάνω στις έξι πλευρές. Στις τέσσερις απο αυτές, που λόγω της περιστροφής, της οποίας ο άξονας περνούσε απο το κέντρο των δύο πλευρών–πόλων, βλέπανε ανα δώδεκα ώρες προς τον ήλιο, το νερό καθηλώθηκε στο κέντρο της επιφάνειας. Έτσι σχηματίστηκαν τέσσερις κατοικήσιμοι επίπεδοι κόσμοι, που είχανε στο κέντρο τους έναν τρουλόμορφο κυκλικό ωκεανό με διάμετρο περίπου έξι χιλιάδες χιλιόμετρα και με χίλια χιλιόμετρα βάθος, όπου μετά τα εκατό χιλιόμετρα υπήρχε συμπαγής πάγος. Γύρω απο τους κυκλικούς ωκεανούς, μέσα απο τους οποίους προεξείχανε κρυσταλλικοί σχηματισμοί –όπου μερικοί απο αυτούς βγαίνανε εκτός ατμόσφαιρας, ενώ κάποιοι άλλοι σχηματίζουνε νησιά– υπήρχε μια παράκτια κατοικήσιμη ζώνη, η οποία όμως λόγω της βαρύτητας είχε μεγάλη κλίση προς την πλευρά της θάλασσας. Και πάλι λόγω της βαρύτητας, η επικοινωνία μεταξύ των τεσσάρων κόσμων ήτανε ακόμα και με την χρήση τεχνολογίας, αρκετά δύσκολη, μιάς και οι αιχμές του κύβου σχηματίζανε οροσειρές ύψους χιλίων χιλιομέτρων.
Και στις τέσσερις πλευρές δεν υπήρχε εναλλαγή εποχών, ενώ η μέρα διαρκούσε ακριβώς δώδεκα ώρες. Ακριβώς επειδή ο ήλιος έπεφτε κάθετα σε όλη την επιφάνεια, το κάθε επίπεδο φωτίζονταν όπως ο ισημερινός ενός κανονικού σφαιρικού πλανήτη, κάτι που έκανε την Εκτάνια έναν πολύ θερμό πλανήτη. Οι λίγοι ασθενείς άνεμοι που δημιουργούντανε απο το κρύο που ερχότανε απο τους πόλους, δεν προκαλούσανε τρικυμίες στους ωκεανούς, οι οποίοι λόγω του όγκου τους –εάν οι άνεμοι ήτανε ισχυρότεροι– θα πηγαινοερχότανε ορμητικά και θα κάνανε την εκεί επιβίωση δύσκολη ως και αδύνατη. Λόγω του ότι ο πλανήτης αποτελούντανε κυρίως απο πυρίτη είχε πολύ σίδερο, το οποίο δημιουργούσε ένα πολύ ισχυρό μαγνητικό πεδίο που προστάτευε την επιφάνεια απο την επικίνδυνη ηλιακή ακτινοβολία.
Υπήρχανε ιστορικές μαρτυρίες πως η Εκτάνια είχε ανακαλυφτεί ήδη απο την πέμπτη χιλιετία μ.Χ. απο διάφορες διαστημικές αποστολές, ωστόσο παρέμενε ακατοίκητη λόγω του ότι ήτανε ασύμφορο να χρησιμεύσει σαν αποικία–ορυχείο σιδήρου, και χρησίμευε κυρίως σαν σκουπιδότοπος και καταφύγιο για πειρατές και φυγάδες. Τα σκουπίδια, τα αποφάγια και τα διάφορα ζώα, κυρίως έντομα, που ριχνότανε εσκεμμένα ή κατα λάθος εκεί, είχανε μέσα τους διάφορους μικροοργανισμούς και σπόρους απο φυτά, τα οποία μέχρι το 7000 μ.Χ. είχανε κατακλύσει τις παραλιακές ζώνες των ωκεανών.
Υπήρχε η αναφορά πως το έτος 7325 μ.Χ. ο πλανήτης είχε αποικηθεί απο δραπέτες φυλακών, στην πλευρά του κύβου, που ονομαζότανε Αράτθια. Μια αποστολή των βασιλείων του Πυρήνα είχε ιδρύσει μια αποικία στην πλευρά που ονομαζότανε Κυδίχια το έτος 7900 μ.Χ.. Και το ίδιο περίπου έτος, Σμήνειοι πειρατές είχανε αποικήσει τον Βόρασπο. Η Μυρωτία είχε αποικηθεί μετά απο εκατό περίπου χρόνια απο στρατιώτες του Βομβίχου.
Η ειρηνική συνύπαρξη των τεσσάρων αποικιών, που κερδίζανε πουλώντας διάφορα ορυκτά, νερό και σίδηρο, δεν κράτησε για πολύ καιρό, μιάς και όλοι θέλανε την πρωτοκαθεδρία για να ελέγχουνε τελωνειακά το διαστρικό εμπόριο του πλανήτη. Ο πρώτος πόλεμος είχε ξεκινήσει το 8100 μ.Χ. σαν μια απλή σύρραξη, όπου όλοι πολεμούσανε εναντίον όλων. Σύντομα, η κάθε έδρα–κόσμος του κυβικού πλανήτη είχε οργανωθεί σε στρατοκρατικό καθεστώς, για να αντιμετωπίσει έτσι τους εχθρούς. Και σύντομα αυτά τα κράτη είχανε μετατραπεί σε μοναρχικές δικτατορίες, οι οποίες επιδόθηκαν σε έναν ξέφρενο εξοπλιστικο ανταγωνισμό, πουλώντας για αυτόν τον σκοπό όλο και περισσότερα απο τα κύρια προϊόντα του πλανήτη, το νερό και το σίδερο.
Ο γενικός πόλεμος, που είχε κρατήσει για περίπου πενήντα χρόνια, διεξάγονταν στο διαστημα και στις επιφάνειες του πλανήτη. Τα όπλα και οι μέθοδοι είχανε σε διαστροφική εφευρετικότητα την κάθε άρρωστη φαντασία, μιας και ριχνότανε ακόμα και πανίσχυρες βόμβες αντιύλης μέσα στους ωκεανούς, ώστε τα τσουνάμι που δημιουργούσανε να καταστρέφουνε τις πόλεις των αντιπάλων. Καμία πλευρά δεν μπορούσε όμως να επικρατήσει ολοκληρωτικά, γιατί οι κάτοικοι αποσύρονταν στα έγκατα του πλανήτη και κυρίως, γιατί οι συμμαχίες μεταξύ των πλευρών αλλάζανε συνεχώς. Ο πόλεμος συνεχιζότανε έτσι για πολυ καιρό ακόμη και το κάθε κράτος γινότανε ολοένα και πιο ισχυρό στρατιωτικά. Η Εκτάνια είχε γίνει σύντομα η πρωτοπόρος στην πολεμική έρευνα και τεχνολογία. Το κάθε κράτος είχε αρχίσει να ιδρύει αποικίες και να κατακτάει και γειτονικούς πλανήτες. Και έτσι, το έτος 8650 μ.Χ. η Εκτάνια ήτανε το κέντρο απο τέσσερις διαφορετικές μικροαυτοκρατορίες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στο θρόνο, του κυβοκοίρανου της Κυδιχίας, ο Φόλτεσκος, ο οποίος ήτανε φανατικός οπαδός της Στοιχειαφής, της λατρείας των τεσσάρων στοιχείων.
Τι ακριβώς ήτανε όμως η Στοιχειαφή;
Ήτανε μιά θρησκεία, που είχε τις ρίζες της στην Μελνίβα. Εκεί, ο ιδρυτής της, ο Αγλαόφαντος Ευβαρνάκειος, ο επονομαζόμενος και Στοιχειάπτης, ήτανε ένας επιστήμονας που εργαζότανε στην έρευνα της αρχονιακής ύλης. Κάποια στιγμή του έτους 8103 μ.Χ., σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζονται οι οπαδοί του –γιατί μερικοί λένε πως τρελάθηκε– και ενώ βρισκότανε μέσα σε ένα εργαστήριο, όπου γινότανε προσπάθειες να παρασκευαστεί το πρώτο τεχνητό μακροδομήτιο, έζησε μια στιγμή στοιχειαποληκτήριας ενόρασης, είχε δηλαδή κάτι σαν ένα είδος φωτισμού, όπου μετά απο αυτό, άλλαξε άρδην τη ζωή του και έμελλε να αλλάξει και τη ζωή πολλών άλλων.
Άρχισε λοιπόν να διακηρύττει, πρώτα στους συναδέλφους του και μετά σε όλον τον πλανήτη, τη σύμφωνα με αυτόν, μόνη και αληθινή θρησκεία. Αν και στην αρχή βρήκε αρκετούς οπαδούς, τελικά συνελήφθη απο τις διωκτικές αρχές της αρχανακτικής οικογένειας της Μελνίβας και εγκλείστηκε σε ψυχιατρείο, όπου και σε λίγο καιρό αυτοκτόνησε, αν και μερικοί λένε πως δολοφονήθηκε. Οι οπαδοί του όμως πολλαπλασιάστηκαν, και τελικά γίνανε η πλειοψηφία στον πλανήτη Μελνίβα. Έτσι, το έτος 8243 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Μελνίβας ο δεύτερος γιός του αρχάνακτα Χοαργάρου, ο Τυχάρετος, ο οποίος ήτανε ο πρώτος ηγεμόνας που ήτανε οπαδός της Στοιχειαφής, και ο οποίος μετέτρεψε την υπαρξιακή του πεποίθηση, σε επίσημη θρησκεία του κράτους, κτίζοντας πάμπολλους ναούς, ιδρύοντας θρησκευτικές σχολές και εξαπολύοντας παράλληλα σκληρό διωγμό σε όσους δεν την αποδεχότανε και κυρίως σε όσους δημιουργούσανε αιρέσεις εντός των διδαχών της Στοιχειαφής. Ένας απο αυτούς τους αιρετικούς, ο Φρασικάρτης, για να αποφύγει την σύλληψη, κατέφυγε.το έτος 8252 μ.Χ. στον πλανήτη Εκτάνια, και συγκεκριμένα στην πλευρά του Βοράσπου. Στην Εκτάνια βρήκε πρόσφορο έδαφος το κήρυγμα της νέας θρησκείας. Ο Φρασικάρτης έλεγε μάλιστα, πως η Εκτάνια είναι η απόδειξη του ότι η Στοιχειαφή είναι η μόνη αληθινή θρησκεία και πως η Εκτάνια είναι ο τελειότερος όλων των πλανητών –πλασμένος απο ίδια τα Στοιχεία, που θέλανε έτσι να αποδείξουνε την ύπαρξή τους– μιάς και εκεί υπήρχανε τέσσερις διαφορετικοί κόσμοι, όπου στον κάθενα κυριαρχούσε ένα εκ των τεσσάρων στοιχείων. Έτσι ίδρυσε εκεί μια διαφορετική μορφή αυτής της θρησκείας, η οποία είχε έντονες νότες πλανητικισμού.
Και ενώ με το πέρασμα των αιώνων, και παρά τις αρχικές προσπάθειες του αρχάνακτα Τυχαρέτου και των απογόνων του, στην Μελνίβα η Στοιχειαφή έχανε σιγά σιγά τη σημασία της και μετατρεπότανε σε ένα είδος ψυχαγωγικής φιλοσοφίας της αριστοκρατικής τάξης, στην Εκτάνια, ο Φόλτεσκος, ο οποίος είχε ανέλθει στον θρόνο του κυβοκοιράνου της Κυδιχίας το έτος 8650 μ.Χ., και ο οποίος ήτανε φανατικός οπαδός της Φρασικάρτειας Στοιχειαφής, ή της Ατόφιας Στοιχειαφής, όπως συνηθίζουνε να την ονομάζουνε στην Εκτάνια, έμελλε να μετατρέψει την Εκτάνια σε ένα θρησκειοκρατικό, στοιχειαπτικό κράτος, και μάλιστα σε ένα απο τα φανατικότερα θρησκευτικά κράτη που είχανε υπάρξει ποτέ.
Ο Φόλτεσκος λοιπόν, και ενώ ο γενικός πόλεμος μεταξύ των εδρών του κυβικού πλανήτη συνεχιζότανε, άλλοτε εντονότερος και άλλοτε με ειρηνικά διαλείμματα, πρότεινε στην ωκεάνασσα της Αράτθιας, την Κυδραγόρη, να συμμαχήσουνε και να επισφραγίσουνε αυτήν τους την συμμαχία με το παντρευτούνε. Όταν εκείνη, βλέποντας μάλιστα την στρατιωτική υπεροχή του Φόλτεσκου, και για να αποφύγει μια πιθανή εξεφτελιστική ήττα, δέχτηκε, τότε ο αιχμαγέτης της Μυρωτίας, ο Πόλκος, αντέδρασε και πρότεινε το ίδιο στην κορφορήγισσα του Βοράσπου την Μανθάρα. Οι δύο γάμοι που γίνανε την ίδια χρονιά μοιράσανε ουσιαστικά τον πλανήτη στα δύο, και τα επόμενα τρία χρόνια υπήρχανε προετοιμασίες για έναν μεγάλο ολοκληρωτικό πόλεμο που θα αναδείκνυε τον απόλυτο κυρίαρχο του πλανήτη, ο οποίος θα ήτανε κατα πάσα πιθανότητα ο Φόλτεσκος.
Τότε όμως ο Φόλτεσκος, αντί να δώσει διαταγή για να αρχίσει ο θρίαμβός του, πρότεινε αιφνιδιαστικά στον Πόλκο ειρήνη, η οποία μάλιστα θα επισφραγίζονταν με το να συνάψουνε οι τέσσερις έναν πολυγυνανδρικό γάμο. Τελικά, συμφωνήθηκε η ειρήνη κλείστηκε και τα δύο ζευγάρια προσχώρησαν ένα χρόνο μετά, το έτος 8655 μ.Χ., έτος 1ο της ιεζδάγειας χρονολόγησης, να καθιερώσουνε στην τετραζυγία, την οποία η θρησκεία της Ατόφιας Στοιχειαφής θεωρούσε ως την τελειοτέρα μορφή γάμου.
Έτσι, οι στρατοί των τεσσάρων κρατών ενωθήκανε, όπως και τα διπλωματικά σώματα, τα οποία απο εκεί και στο εξής θα διοικούντανε απο μιά ιδιόρρυθμη τετραρχία, στην οποία πρώτος στην τάξη, πανυπερεπίκαρος της Ιεζδάγης, θα ήτανε πάντα ο κυβοκοίρανος της Κυδιχίας, αξίωμα το οποίο κληροδοτούνταν απο τον κυβοκοίρανο στο πρώτο αρσενικό παιδί, το οποίο θα αποκτούσε μία απο τις δύο βασίλισσες της τετραζυγίας, ανεξαρτήτως του ποιος θα ηταν ο πατέρας.
Απο εκεί και στο εξής καθιερώθηκε η επιλογή της μιάς βασίλισσας, της ωκεάνασσας να γίνεται απο τον αιχμαγέτη, ο οποίος ήτανε πλέον ο ανώτατος διπλωμάτης του κράτους. Ο αιχμαγέτης επιλέγονταν απο το διπλωματικό σώμα σε κάθε νέα ενθρόνιση πανυπερεπίκαρου, και έπρεπε να είναι ηλικιακά κοντά στον νέο πανυπερεπίκαρο. Η κορφορήγισσα, η οποία ήτανε η ανωτάτη αρμόδια για θέματα προπαγάνδας και παιδείας, έπρεπε να είναι μια γυναίκα γεννημένη και μεγαλωμένη στην Εκτάνια. Η δε δεύτερη γυναίκα, η ωκεάνασσα, που είχε σχεδόν διακοσμητικό ρόλο, ήτανε συνήθως κάποια πριγκήπισσα ή κόρη ισχυρού ηγέτη απο άλλο κράτος ή αυτοκρατορία.
Μέσα σε λίγους αιώνες, ο θεσμός της τετραζυγίας, που προωθούντανε κυρίως απο την θρησκεία της Στοιχειαφής, είχε καθιερωθεί και επικράτησε τελικά σε όλη την Εκτάνια, ώσπου και θεσπίστηκε, δια νόμου, να είναι η μοναδική μορφή γάμου. Η θεωρία της Ατόφιας Στοιχειαφής πήρε τις τελευταίες της πινελιές στους αιώνες της ακμής της αυτοκρατορίας που είχανε ακολουθήσει, όπου ο κατεστραμμένος και ερημωμένος απο τις μάχες πλανήτης, με τους εναπομείναντες κατοίκους του να έχουνε εξασκηθεί ενδελεχώς στην τέχνη του πολέμου, έγινε το επίκεντρο μιας συνεχούς κατάκτησης των γειτονικών κόσμων.
Σύμφωνα λοιπόν με την κατασταλαγμένη, ιεζδάγεια μορφή της Ατόφιας Στοιχειαφής, το μόνο αιώνιο και αθάνατο είναι τα τέσσερα αίωνια στοιχεία, η φωτιά, ο αέρας, το νερό και το χώμα, τα οποία βρίσκονται σε μια αέναη πάλη μεταξύ τους. Τα ονόματα τους δε αυτά είναι απλά επιφανειακοί συμβολισμοί για βαθύτερες έννοιες, όπως η δικαιοσύνη, που συμβολίζεται απο τη φωτιά, η ανδρεία, που συμβολίζεται απο τον αέρα, η ευσέβεια, που συμβολίζεται απο το νερό, και η σωφροσύνη, που συμβολίζεται απο τη γη.
Η αιώνια πάλη των αθανάτων στοιχείων είναι η βασικότερη διδασκαλία της στοιχειαφής. Κατα την διάρκεια αυτής της πάλης, τα στοιχεία δεν αγγίζουνε μεταξύ τους την ουσία τους, αλλά δημιουργούνε απολήξεις, που βγαίνουνε στην επιφάνεια της εικονικής πραγματικότητας, η οποία είναι και η μόνη που γίνεται αντιληπτή απο τους μη μυημένους. Δεν υπάρχει επομένως σύμφωνα με την στοιχειαφή μία εμπρόσωπη θεότητα, αλλά τέσσερις απρόσωπες ανώτερες δυνάμεις, που είναι αθάνατες, αιώνιες, ασύλληπτες και πανίσχυρες. Όλα τα αντικείμενα που γίνονται αντιληπτά με τις πέντε αισθήσεις, με το μυαλό και με την διαίσθηση είναι απλά οι εκφάνσεις της παροδικής κατάστασης της πάλης στην οποία βρίσκονται τα στοιχεία μεταξύ τους. Όσο διαρκεί η πάλη των απολήξεων μέσα σε ένα αντικείμενο, το αντικείμενο είναι ζωντανό. Όταν επικρατήσει μέσα του ένα απο αυτά τα στοιχεία, τότε το αντικείμενο είναι πλέον άψυχο–νεκρό. Επομένως, το σύμπαν στο σύνολό του θεωρείται ζωντανό, όπως και όλοι οι έμβιοι οργανισμοί.
Ο άνθρωπος, σύμφωνα με αυτή την θρησκεία, είναι, μιά απο τις τελειοτέρες εκφάνσεις αυτής της αιωνίας πάλης των στοιχείων. Ο θάνατος του σημαίνει την επικράτηση εντός του ενός εκ των στοιχείων. Δεν υπάρχει επομένως ύπαρξη της συνείδησης του ανθρώπου μετά θάνατον, ούτε μετενσάρκωση. Σκοπός και στόχος του ανθρώπου είναι η ευτυχία όσο είναι εν ζωή, και αυτό το επιτυγχάνει μόνο με το να εναρμονίζει τις απολήξεις των στοιχείων μεταξύ τους, έτσι ώστε να γίνεται η μεταξύ τους πάλη να είναι όσο το δυνατόν διαρκέστερη. Ο δεύτερος στόχος του ανθρώπου είναι ο φωτισμός, ο οποίος σημαίνει πως ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε σημείο να πλησιάσει πολύ κοντά –όχι να αγγίξει, κάτι που είναι αδύνατον– την ουσία των στοιχείων, ώστε να μπορεί να βλέπει σε ένα είδος ενόρασης την πάλη των στοιχειακών απολήξεων. Το να φτάσει κάποιος στον φωτισμό, ή καλύτερα στην στοιχειαποληκτήρια ενόραση είναι δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο, ακόμα και για τον κάθε απλά οπαδό της θρησκείας, και αυτό επιτυγχάνεται μέσω διαλογισμού, μέσω συμμετοχής σε τελετές και μέσω συγκεκριμένου τρόπου ζωής και συμπεριφοράς.
Υπάρχουνε σύμφωνα με την μυθολογία της ιεζδάγειας θρησκείας και άτομα που φτάσανε πάρα πολύ κοντά στην ουσία των στοιχείων, οι υπερφωτισμένοι, οι οποιοι τιμώνται ως ημίθεοι, και μέσα στους οποίους συγκαταλέγεται εκτός απο τους Μελνιβείους Αγλαόφαντο Ευβαρνάκειο και Φρασικάρτη, και ο κυβοκοίρανος Φόλτεσκος. Αυτοί οι υπερφωτισμένοι λοιπόν, όχι μόνο μπορούνε να δούνε την πάλη των στοιχείων, αλλά να βλέπουνε και την μελλοντική της εξέλιξη, να την κατευθύνουνε, ώστε να έχουνε έτσι υπερφυσικές ικανότητες, όπως το να προλέγουνε τα μέλλοντα, να θεραπεύουνε ανίατες ασθένειες, να έχουνε τηλεκινητικές ικανότητες και να διαβάζουνε σκέψεις και συναισθήματα.
Σύμφωνα με τις δοξασίες αυτής της θρησκείας, όλα τα όντα διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες. Η πρώτη είναι τα νεκρά, στα οποία έχει πια σταματήσει η πάλη των απολήξεων των στοιχείων και επικραττεί η απόληξη ενός και μόνο στοιχείου, που μας φαίνεται ως θάνατος. Η δεύτερη είναι τα έμβια, στα οποία η πάλη των απολήξεων των στοιχείων συνεχίζεται. Μετά ακολουθούνε τα ανθρώπινα όντα, τα οποία έχουνε συνείδηση της ύπαρξής τους, το οποίο οφείλεται σε μια πιο εκλεπτυσμένη πάλη των απολήξεων των στοιχείων. Και τέλος υπάρχουνε τα ανώτερα όντα, τα οποία είναι όλοι οι οπαδοί της Στοιχειαφής, στα οποία η πάλη, εκτός απο εκλεπτυσμένη είναι και εναρμονισμένη. Αυτή η θρησκεία διδάσκει επίσης πως το κάθε ον, μπορεί μεν να συγκροτείται και απο τις τέσσερις στοιχειακές απολήξεις, αλλά επίσης στο κάθε ον υπάρχει ένα κυριάρχο στοιχείο, το οποίο τελικά θα επικρατήσει και θα έρθει έτσι ο φαινομενικός του θάνατος. Άρα, το κάθετι που θέλει να είναι δημιουργικό και να οδηγείται στην διαρκέστερη του φαινομενικά ζωή–ουσιαστικά πάλη των στοιχειακών απολήξεων εντός του, πρέπει να συγκροτείται απο τέσσερα όντα, σε κάθενα απο τα οποία να είναι και ένα διαφορετικό στοιχείο το κυρίαρχο. Για παράδειγμα, ακόμα και τα διάφορα οικιακά σκεύη ή αντικείμενα καθημερινής χρήσης, πρέπει να κάνουνε τετράδες (τετραστοιχειολατρεία). Αυτό παίρνει προεκτάσεις και στις διαπροσωπικές σχέσεις και στον έρωτα. Εξού και η τετραζυγία, που πρέπει να συγκροτείται απο τέσσερις ανθρώπους –οπαδούς της Στοιχειαφής απαραίτητα– όπου σε κάθεναν απο αυτούς, να είναι κυρίαρχο ένα απο τα στοιχεία. Και επειδή ο άντρας θεωρείται πως εκπληρώνει τις προϋποθέσεις να έχει κυρίαρχο μέσα του το στοιχείο της φωτιάς ή του αέρα που θεωρούνται τα επάνω στοιχεία, αντίθετα απο το νερό και τη γη που θεωρούνται τα κάτω στοιχεία, τα οποία είναι κυρίαρχα στις γυναίκες, ο άντρας θεωρείται ανώτερος απο τη γυναίκα. Το τέλειο τετραζεύγος λοιπόν, συγκροτείται απο έναν άντρα στον οποίο κυριάρχο στοιχείο είναι η φωτιά, τον πυράραγο, έναν ακόμα, στον οποίο κυρίαρχο στοιχείο είναι ο αέρας, τον αεράραγο, μια γυναίκα όπου μέσα της κυρίαρχο είναι το στοιχείο της γης, την γαιάραγη, και μιά ακόμα στην οποία είναι το νερό, την υδράραγη.
Η στοιχειαφή έχει επίσης οργανωμένο ιερατείο, και όλοι της οι οπαδοί ιεραρχούνται σε τέσσερις βαθμίδες. Η κατώτερη βαθμίδα είναι οι λαϊκοί, οι απλοί οπαδοί της θρησκείας, που λέγονται γαιάπτες. Οι γαιάπτες πρέπει να συνάπτουνε τετραζυγίες, να φέρονται με σεβασμό απέναντι σε κάθε τι, είτε έμψυχο είτε άψυχο, να γαλουχούνε τα παιδιά τους σύμφωνα με τις αρχές της στοιχειαφής, να συμμετέχουνε στις λατρευτικές εκδηλώσεις που γίνονται απο τους ιερείς της θρησκείας και να είναι απόλυτα υπάκουοι σε ό,τι τους υπαγορεύουνε. Η επόμενη βαθμίδα είναι οι μοναχοί, που λέγονται υδράπτες, οι οποίοι είναι οργανωμένοι σε κοινόβια, είτε αντρικά είτε γυναικεία, ζούνε σαν ακτήμονες μέσω εργασιών που κάνουνε όλοι μαζί και μέσω της ελεημοσύνης των λαϊκών, απέχουνε απο το σεξ και τις όποιες καταχρήσεις και ασχολούνται κυρίως με τη μελέτη των ιερών στοιχειαπτικών συγγραμμάτων και με τον διαλογισμό ώστε να πετύχουνε τον φωτισμό, την στοιχειαποληκτήρια ενόραση. Η αμέσως ανώτερη βαθμίδα είναι οι δάσκαλοι των μοναχών, που είναι ταυτόχρονα οι αρχηγοί των μοναστηριών και οι ιερείς της θρησκείας, και ονομάζονται αεράπτες. Αυτοί εγκρίνουνε την σύναψη των τετραζυγιών και κάνουνε τα διάφορα τελετουργικά, όπως εκείνο της μύησης στη θρησκεία. Η ανωτάτη βαθμίδα ιερωσύνης, ακόμα πιο πάνω και απο τους ιερείς, είναι οι πυράπτες, που είναι τα άτομα της βασιλικής τετραρχίας, τα οποία άτομα θεωρούνται οι αρχιερείς της Στοιχειαφής και οι μόνοι που έχουνε δικαίωμα να θυσιάζουνε έμβια όντα στα στοιχεία.
Με ιδεολογικό όχημα την Στοιχειαφή λοιπόν, η αυτοκρατορία της Ιεζδάγης, ξεκινούσε το έτος 8655 μ.Χ., ή έτος 1ο της ιεζδάγειας χρονολόγησης την εξάπλωσή της, ώσπου το έτος 9300 μ.Χ. η Γη και έγινε επαρχία της Ιεζδάγης, όπου και άρχιζε η μεγάλη ακμή της αυτοκρατορίας.
Η παρακμή των Ιεζδάγειων ξεκίνησε με την εμφάνιση των Ολανδρικογόνων. Το έτος 9817 μ.Χ. όταν κατακτήθηκε η Γη απο τους Ολανδρικογόνους, η αυτοκρατορία της Ιεζδάγης μετρούσε ήδη απανωτές ήττες απο τα γειτονικά κράτη και άρχιζε η συνεχής της συρρίκνωση, η οποία συνεχίστηκε και μετά τους ολανδρικογόνους πολέμους, αλλά σταμάτησε λίγο πριν την κατάκτηση της Εκτάνιας απο το Πλατόμμα, χάρη σε έναν χαρισματικό ηγέτη, τον Γεμίνιο, που με στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε το έτος 10507 μ.Χ. τον διανοητικά καθυστερημένο πανυπερεπίκαρο Βάτιχο, τον οποίο εκτέλεσε δημόσια, και επικαλούμενος μακρινή καταγωγή απο τον πανυπερεπίκαρο Δώσιο, που είχε ζήσει κάτι αιώνες νωρίτερα, ανακηρύχτηκε ο ίδιος πανυπερεπίκαρος στη θέση του παλαιού. Ο Γεμίνιος αναδιοργάνωσε το στρατό και την διοίκηση, εξαπέλυσε αντεπίθεση στο Πλατόμμα και μπόρεσε να ανασυστήσει ένα μέρος του αρχαίου μεγαλείου της Αυτοκρατορίας.

* * *

Και έτσι φτάνουμε σε εκείνη την ημέρα του έτους 10854 μ.Χ. ή έτος 733 μετά Ενώσεως του Κύβου, όπου η αυτοκρατορία της Ιεζδάγης βρισκότανε σε επεκτατική τροχία. Ο υποψήφιος πανυπερεπικαρος, ο Δαρδόνιος έχει κληρονομήσει το αξίωμα απο τον δολοφονημένο πατέρα του, και σε λίγο θα γινότανε το τελετουργικό της τεθρένωσης της βασιλικής τετραζυγίας, το οποίο ήτανε η προϋπόθεση, ώστε τα μέλη της τετραρχίας να στεφθούνε ως τέτοια, να ενθρονιστούνε ως βασιλείς και βασίλισσες στους κόσμους–έδρες του κυβικού πλανήτη και να αναγνωριστούνε ως μεγάλοι αρχιερείς της θρησκείας των Ιεζδάγειων, της Στοιχειαφής.

Σε λίγο θα ξημέρωνε, και το σκάφος, που μετέφερε την μέλλουσα επικάρεια της Ιεζδάγης, ωκεάνασσα της Αράτθιας και αρχιέρεια του Βωμού της Γαίας, έπλεε ολοταχώς προς την Τριτία, το μεγαλύτερο νησί του κυδιχείου ωκεανού. Ο θωρυμένες που βρίσκονταν στους χώρους διαμονής, φανερώνανε το βάθος του ορίζοντα, εκεί όπου το βελονισμένο σκοτάδι φιλούσε μυσταγωγικά την υγρή άβυσσο. Και αποκαλύπτονταν μια κουκκίδα, ένα δεμάτι φωτεινών γραμμών, ένα πυκνό δάσος ξιφοειδών βράχων με φωτισμένες κορυφές, η κεντρική πολιτεία της Ιεζδάγειας Αυτοκρατορίας, η Αγουσία.
Σαν κώπασε το υπόκωφο βουητό του αλεξελξίου, εκείνου του πολύτιμου μηχανισμού που εκμηδένιζε τις θανάσιμα μεγάλες επιταχύνσεις, κατάλαβε πως είχανε πλέον αφιχθεί.
–Φτάσαμε υψηλοτάτη και πρέπει να κατεβούμε, της είπε η κυρία επι των τιμών, η ακόλουθος της κτηριλλιανής πριγκήπισσας, και η μοναδική που της επετράπη να παραμείνει στην Εκτάνια, η Ευμενιδότη.
–Ναι, το ξέρω πιστή μου, απάντησε με αγχωμένη φωνή. Και αφού σηκώθηκε αργόσυρτα απο το αναπαυτικό της κάθισμα, προχώρησε αμίλητη προς την έξοδο.
Η φετοποιημένη πύλη τυλίχτηκε με αλυσιδωτό κρότο μέσα στην άνω γνάθο του κήτους και σχηματίστηκε το γραμμωμένο δάπεδο ένος καταπέλτη αποβιβασμού. Δεν ήτανε η πρώτη φορά που ταξίδευε με πολεμικό. Της ήτανε όλα κατα κάποιον τρόπο γνώριμα. Ακόμα και η παράταξη των θωρακισμένων με σκάφανδρα πανύψηλων παμπαλαιστών, των στρατιωτών της Ιεζδάγης, που σχηματίζανε δύο παράλληλες γραμμές με κατεύθυνση προς την έξοδο.
Ένας νεαρός, γύρω στα δύο μέτρα και τριάντα–μέτριο ύψος για κάτοικο ενός πλανήτη με 0,8 βαρύτητα– με το δερματόστικτο σημάδι στο μέτωπο ενός τριγώνου που κοιτούσε προς τα πάνω –σημάδι πως ήτανε τετραζευγμένος και πως ήτανε ο πυράραγος– και που φορούσε μια υπηρεσιακή στολή ανθυφεδραγού, κραύγασε κάτι ακατανόητο και αμέσως η κουστωδία άρχισε να βηματίζει συντονισμένα, σαν καλοκουρδισμένος μηχανισμός, καθώς η ίδια περπατούσε βαριεστημένα ανάμεσά τους.
Απο την θέα που αντίκρυσε, κατάλαβε πως είχε προσεδαφιστεί στην κορφή ενός βράχινου σπαθιού, σ’ ένα απο τα πολλά σκαφοδρόμια της πρωτεύουσας. Και ενώ το πανάκριβό της μεταλώπιο είχε πάρει το σχήμα μιας παχύδερμης λευκής στολής, ώστε να αντέξει στον λογικά αναμενόμενο τσουχτερό άνεμο, ένιωσε στο πρόσωπο την καυτή υγρασία της ατμόσφαιρας, που παρά το σκοτάδι ήτανε έντονη.
Απο την πρώτη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι της στην Εκτάνια, είχε διαπιστώσει πως η υγρασία και η άπνοια ήτανε κάτι το μόνιμο σε αυτές τις τεμαχισμένες, τις απομονωμένες την μία απο την άλλη υδατόσφαιρες. Εκείνη την μέρα όμως είχε ξεπεραστεί κάθε όριο. Ένιωθε ήδη το δέρμα της να έχει αποκτήσει ένα στρώμα ιδρώτα ανάμεικτου με σκόνη και να κολλάει σε κάθε πτύχωση του σώματος της, πιότερο και απο όσο τσιρίζανε ξεκολλώντας τα μποτάκια της πάνω στον λειασμένο γρανίτη της πίστας του σκαφοδρομείου
–Πιστή μου, ζαλίζομαι... Μπόρεσε να ξεστομίσει με πολύ προσπάθεια, γυρνώντας σχεδόν λιπόθυμη προς την Ευμενιδότη.
–Υψηλοτάτη! Ξεφώνισε η Ευμενιδότη. Και αντέδρασε αμέσως, δίνοντας φρηναυδική εντολή στο μεταλώπιο της κυρίας της, να μετασχηματιστεί σ’ έναν αεράτο πράσινο χιτώνα με μωβ σχέδια, και στα μποτάκια της να γίνουνε λεπτοκόρδελα πέδιλα.
Βαστάζοντας την έπειτα με το ένα της μπράτσο, άδειασε με επιτηδευμένη σβελτάδα μέσα στην φλέβα του καρπού της μέλλουσας επικάρειας μια σύριγγα με αλατόνερο και με την ουσία που έπρεπε η νεαρή Κτηρίλλεια να παίρνει τακτικά, ωσότου οι λειτουργίες του σώματός της να συνηθίσουνε στην μικρότερη βαρύτητα του πλανήτη.
Ανοίγοντας τα βλέφαρα, αντίκρυσε ανάμεσα απο τους τρωγλοδυτικά σκαλισμένους μελανόχρωμους βράχους, τον πύρινο δίσκο του Φεκαδάμου, να σκάει αναπάντεχα ολοστρόγγυλος πίσω απο την ανατολική αιχμή της Κυδιχίας. Ω ναι! Θα έπρεπε σιγά σιγά να συνηθίσει αυτά τα άξαφνα ξημερώματα, σε αυτόν τον παράξενο κόσμο του κυβικού πλανήτη, αυτά τα χωρίς γλυκοχάραμα, όπου όταν ο ήλιος ξεπροβάλλει μεμιάς στον ορίζοντα, σου κάθεται ένας κόμπος σαστιμάρας στον λαιμό, σαν να βλέπεις έναν ματωμένο αμνιακό σάκο να ξεγλιστράει απότομα μέσα απο την μήτρα μιας ταλαιπωρημένης αγελάδας.
–Σ’ ευχαριστώ πολύ πιστή μου, είπε με φανερά δυναμωμένη τη φωνή της, καθώς κοίταξε με νόημα το ταναλιασμένο απο την παλάμη της αντρογυναίκας μπράτσο της, και ρίχνωντας έπειτα μια καθησυχαστική ματιά στον πλησιάζοντα νεαρό ανθυφεδραγό.
Ανεβήκανε επισπευτικά σε ένα διαθέσιμο απαρχαιωμένο κιγκλιδαίθριο και κατευθύνθηκαν αιωρούμενοι ανάμεσα απο τα βραχώδη, επιβλητικά κτίρια προς το κέντρο μιάς πόλης που είχε αρχίσει ήδη να όζει απο τα παράθυρα τις προετοιμασίες των πρωϊνών γευμάτων και υποδεχότανε έτσι ξανά μια καινούργια ημέρα, που ήτανε όμως τόσο διαφορετική απ’ όλες τις άλλες... Γιατί αυτή η ημέρα ερχότανε το πολύ κάθε εννέα εκτανιανά έτη και ήτανε παλλαϊκή γιορτή και επίσημη αργία. Η πόλη υποδεχότανε την μεγάλη ημέρα της τεθρένωσης της βασιλικής τετραζυγίας.
Τον είδανε!
Έστεκε αλαζονικά ογκώδης και καρτερικά βαρύθυμος ανάμεσα απο τα κονταρόμορφα λοιπά κτίρια. Ήτανε πυραμιδόσχημος. Για την ακρίβεια ο Πάμβωμος ήτανε μια τεράστια μαύρη πυραμίδα ύψους 1500 μέτρων, ή μάλλον, σαν μία πυραμίδα ύψους 1500 μέτρων, όπου το επάνω ένα τρίτο της είχε γίνει αόρατο, εκτός απο το επιχρυσωμένο πυραμίδιο, που καθρέπριζε εκτυφλωτικά τον Φεκάδαμο. Ήτανε ολοφάνερο, πως εκείνος ο τεράστιος πέτρινος όγκος της κορυφής αιωρούντανε σε εκείνο το μόνιμο ύψος, πάνω απο τα χιλιάδες κεφάλια του κόσμου, που εντωμεταξύ κατέφτανε με κιγκλιδαίθρια απο κάθε γωνιά της πόλης και συγκεντρωνότανε στο τετράγωνο πλατό, με αρκετή ποσότητα απο το πανάκριβο Υπεραδράνειο.
Χαμηλώσανε σε ένα μικρό, σταθερό ύψος απο και αιωρούντανε αργά, εν τω μέσω ζητωκραυγών της λαοθάλασσας, που σχημάτιζε θρόμβους τεσσάρων ενηλίκων περιστοιχισμένων απο παιδιά κάθε ηλικίας–οι ιδιόρρυθμες τετραζευκτικές οικογένειες της Ιεζδάγης. Φορούσανε όλοι, μεγάλοι και μικροί, πολύχρωμους, γιαλιστερούς υφαντένδυτους μανδύες, που ήτανε αργυροποίκιλτοι. Οι οικογένειες των κρατικών υπαλλήλων και των αξιωματικών φορούσανε χρυσοκέντητους, και όσο πλησιάζανε προς το κέντρο του πλατό, ξεχώριζαν ολοένα και περισσότερο οι αστραφτερές, τυρκουάζ γιρλάντες Ανακτινίου πάνω στα ρούχα τους. Αποβιβάστηκαν κοντά στο κέντρο της κολοβής πυραμίδας, όπου βρισκότανε ένα υπερυψωμένο μαρμάρινο επίπεδο, ακριβώς κάτω απο το πυραμίδιο, του οποίου το τεράστιο μέγεθος γινότανε ακόμα πιο αντιληπτό απο τόσο κοντά.
Ο Δαρδόνιος βρισκότανε ήδη εκεί. Της φάνηκε πολύ πιο όμορφος απ’ όταν τον είδε την πρώτη φορά απο κοντά, σαν είχε φτάσει πριν λίγες ημέρες στην Εκτάνια, παρότι φορούσε έναν κόκκινο, κακόγουστα πορφυρινιοποίκιλτο, μακρύ χιτώνα, που ωστόσο τόνιζε έντονα τα δυόμιση μέτρα της κολοσσιαίας του κορμοστασιάς. Απέναντί της, γύρω στα είκοσι μέτρα απόσταση, στεκότανε ανάμεσα απο δέκα κυανοχίτωνες υδράπτισσες του Ύδατος, η Βετουτία. Το μαύρο, κοντό της μαλλί, ταίριαζε απόλυτα με το μεγάλο, στρογγυλό της πρόσωπο και την σχετικά μικρούλα, γυριστή προς τα πάνω μύτη της. Και φυσικά δεν έλειπε και ο Βαργόνιος, ο αεράραγος της τετραζυγίας. Γιγαντόσωμος, όπως οι περισσότεροι άντρες στην Εκτάνια, αρρενωπός, όπως λίγοι άντρες στο γαλαξία, ντυμένος με μία κατάλευκη τούνικα με μωβ σχέδια απο αρσενικά λιοντάρια. Το ότι στεκότανε και οι τέσσερις εκεί, μαζί με υδράπτες και υδράπτισσες, ενώ μπροστά απο τον καθένα τους έχασκε ένα βάθρο, μόνο ένα μπορούσε να σημαίνει, πως είχε έρθει η στιγμή όπου θα θυσιάζανε στα Στοιχεία.
Έπρεπε να υποστεί πρώτη απ’ όλους αυτή την αηδία. Οι δικές της, οι πρασινοφορεμένες υδράπτισσες, της φέρανε ένα μεγάλο κοφίνι. Μία ηλικιωμένη ιέρεια με ξυρισμένο κεφάλι όπως όλες και όλοι οι μοναχοί, καθώς και με ένα τατουάζ ενός ανάποδου τριγώνου με μια κάθετη γραμμή στη μέση, όπως όλες οι μοναχές της Γαίας καθώς και οι παντρεμένες γαιάραγες, σήκωσε λίγο το καπάκι, ζύγωσε το χέρι της κοντά στο άνοιγμα, και κάνωντας μια απότομη κατάδυση με την παλάμη της, το ξανάβγαλε κρατώντας με τρία της δάχτυλα το σβέρκο μιας οχιάς.
Την σήκωσε ψηλά σαν λάφυρο και γελώντας φώναξε προς τον κόσμο, που βούιζε απο ενθουσιασμό:
–Θυσιά στη Γη! Θυσία στη Γη! Εεειιι!
–Εεεεειειι! Απάντησε ένα μακρόσυρτο βουητό που σύρθηκε σαν κύμα μέχρι τα πέρατα του πλατό.
Γύρισε μετά προς το πέτρινο βάθρο, και κοίταξε με ένα πρόσωπο που άστραφτε απο άγρια χαρά τη Σάμιραμ.
–Πρέπει να το θυσιάσετε στη Γη, της ψιθύρησε συμβουλευτικά, δείχνωντας με το βλέμμα προς την λαβή απο ένα μαχαίρι, που τόση ώρα προσέφερνε στην ανυποψίαστη Σάμιραμ μια σκυφτή έφηβη υδράπτισσα.
Ανατρίχιασε. Κοίταξε εναλλάξ και αποκρουστικά, μία το φίδι, μία το μαχαίρι... Μετά έριξε τα μάτια προς τον Δαρδόνιο, που διακρίνονταν να την κοιτάζει υπερβολικά αυστηρά, ενώ το μουρμουρητό κάτω απο το υπερυψωμένο επίπεδο γινότανε όλο και πιο έντονο.
Αφού τελικά βάστηξε την λαβή, έκλεισε τα μάτια και τέντωσε όσο πιο μακριά μπορούσε το τρεμάμενο της χέρι. Ένιωσε την λαβή να της πιέζει τη χούφτα, και μιά ιαχή του κόσμου σαν βροντή. Η ιέρεια είχε κόψει το κεφάλι του φιδιού πάνω στο αδαμάντινο μαχαίρι της Σάμιραμ και είχε πετάξει το νεκρό κεφάλι επάνω στο βάθρο, μπροστά στα μάτια της, ενώ κρατούσε ακόμα πιο ενισχυμένα χαιρέκακα, το ακέφαλι σώμα του φιδιού που προσπαθούσε μάταια πια να ξεφύγει.
–Θυσιά στη Γη! Θυσία στη Γη! Εεειιι!
–Εεειιι! Απάντησε το αλαλάζων πλήθος.
Έκανε μεγάλη προσπάθεια να μην ξεράσει, αλλα τελικά κρατήθηκε, για να δει έπειτα και τις υπόλοιπες αηδιαστικές θυσίες.
Πως για παράδειγμα η Βετουτία αποκεφάλιζε έναν νεαρό καρχαρία, όπου ο αχρείος δεν καθότανε ακίνητος στα χέρια των ιέρειων, για να του κόψει το κεφάλι η εκνευρισμένη αρχιέρεια του Ύδατος, και να του το πετάξει μετά μέσα στη γούρνα που σχημάτιζε το βάθρο της. Ο Βαργόνιος θυσίασε έναν πολύ όμορφο, μεγαλοπρεπή αετό με κιτρινόμαυρα φτερά, που μόλις του έκοψε το κεφάλι, συνέβη κάτι, που έκοψε την ανάσα του κατενθουσιασμένου πλήθους και τη Σάμιραμ να χρειαστεί παραλίγο να δεχτεί ακόμα μια σύριγγα με αλατόνερο απο την Ευμενιδότη.
Το περήφανο πουλί, τίναξε τα φτερά του τόσο δυνατά, που ξελύθηκαν τα λουριά, τα οποία του κρατούσανε τα πόδια δεμένα επάνω σε ένα κομμάτι ξύλο. Και μετά σηκώθηκε ψηλά πετώντας ακέφαλο πάνω απο το σαστισμένο ιεζδάγειο όχλο, πιτσιλώντας τον με αίμα. Κρατώντας κοκκαλωμένα ανοιγμένα τα φτερά, χάθηκε μετά σαν ακυβέρνητο ανεμόπτερο ανάμεσα απο τα κτίρια της Αγουσίας.
–Αυτό είναι κακός οιωνός, ψιθύρησε τρομαγμένα η ιέρεια της Γαίας, που στέκονταν δίπλα απο τη Σάμιραμ. Αυτό είναι πολύ κακός οιωνός.
Δεν κράτησε όμως για πολύ εκείνη η γενική βουβαμάρα. Σε λίγο φέρνανε μπροστά στον Δαρδόνιο έναν πισθάγκωνα δεμένο, ρακένδυτο και αρκετά ηλικιωμένο άνθρωπο.
–Θεέ μου! ξεφώνισε ανατριχιασμένη η Ευμενιδότη, για να δεχτεί μια ακαριαία απάντηση της ιέρειας.
–Δεν υπάρχουνε θεοί. Υπάρχουνε μόνο τα τέσσερα στοιχεία, απόκυβη! της είπε αρκετά εξαγριωμένη.
–Πάψε ιέρεια! Τη σταμάτησε η Σάμιραμ. ...και πες μου· αυτός ο άνθρωπος θα θυσιαστεί;
–Ασφαλώς μεγιστοτάτη! Στον βωμό του Πυρός θυσιάζονται μόνο άνθρωποι, απάντησε, δείχνωντας την απειλητική της οδοντοστοιχία.
–Ε όχι! Δεν είναι δυνατόν. Πρέπει να τον σταματήσω.
–Μη! Ακούστηκε μέσα στο ωτεμφύτευμά της και το μπράτσο της ταναλιάστηκε απο την παλάμη της Ευμενιδότης.
–Μα γιατί να τον σταματήσετε μεγιστοτάτη; Αυτός είναι ένας εγκληματίας απο τους Πόλους. Είναι καταδικασμένος σε θάνατο, διευκρίνησε η ιέρεια, με μια συμπονετική χροιά, για την αφέλεια των δύο απόκυβων γυναικών.
Η Σάμιραμ έσφιξε τα χείλη και κοίταξε πως έτρεμε ολόκληρος ο γεράκος, καθώς τον είχανε γονατίσει οι παμπαλαιστές κοντά στο βάθρο που μέσα του έκαιγε λιωμένη λάβα. Ο Δαρδόνιος πήρε έναν τεράστιο, πλακουτσό γραφενάορα–προσφορά ενός ερυθροχίτωνα υδράπτη με ξυρισμένο κεφάλι, και τον σήκωσε όσο πιο ψηλά μπορούσε, λες και θα έσφαζε αρσενικό βίσονα.
–Θυσία στο αιώνιο Στοιχείο του Πυρός, ξεφώνισε μελωδικά.
Το οπτεμφύτευμα της Σάμιραμ έφερνε μπροστά στο αριστερό της μάτι ημιδιάφανες εικόνες λέξεων σε Κτηρίλλεια γραφή, όπου ήτανε μεταφρασμένες όλες οι φράσεις της Κυδιχιακής, την οποία γλώσσα δεν είχε μάθει ακόμα απταίστως.
Και τότε ο μελλοθάνατος, που το βλέμμα του έψαχνε κάπου να πιαστεί, έσκυψε κάτω το κεφάλι, και στο καβάλο απο το ξεφτισμένο, ραμμένο του παντελόνι σχηματίστηκε μια μεγάλη κηλίδα απο ούρα.
Ο Δαρδόνιος κοντοστάθηκε, τον κοίταξε σκεπτικά και χαμήλωσε προσεκτικά το σπαθί.
–Σήμερα, φώναξε σαρώνοντας με τα μάτια του το πλήθος, είναι μια ιδιαίτερη ημέρα. Μια ημέρα γιορτής. Χαρείτε αδέλφια μου Ιεζδάγιοι. Δεν πρέπει πιά να ήμαστε άλλο σκυθρωποί. Η αυτοκρατορία μας ανοίγει και πάλι τα φτερά της και για να σκεπάσει τους ήλιους του γαλαξία. Αυτοί που πρέπει να είναι σκυθρωποί, είναι όσοι ευθύνονται για τον θάνατο του πατέρα μας, του πανυπερεπίκαρου της Ιεζδάγης, είπε και έδειξε με το σπαθί προς τον ορίζοντα, γιατί αυτοί θα το πληρώσουνε πολύ ακριβά. Θα το πληρώσουνε πολύ ακριβά όλοι εκείνοι και όλες εκείνες οι απόκυβες απο το Πλατόμμα και την Θεμίσκυρα, που τολμήσανε να κάνουνε ένα τέτοιο τερατούργημα. Θέλω να ξέρετε πως η απάντηση της Ιεζδάγης θα είναι πολύ σκληρή. Θέλω να ξέρετε πως θα πικραθούνε όλοι όσοι τολμήσανε να μας κάνουνε σκυθρωπούς. Σας ορκίζομαι πως για κάθε ένα στενάχωρο πρόσωπο ενός Ιεζδάγειου, θα πληρώσουνε με έναν κατεστραμμένο τους κόσμο. Αλλά σήμερα, είπε και χαμογέλασε προς το πλήθος που τον κοιτούσε με μια ενθουσιώση σαστιμάρα, είναι μια ημέρα γιορτής. Μια ημέρα χαράς. Σήμερα είναι η ημέρα της τεθρένωσης της βασιλικής τετραζυγίας και θέλω όλοι οι Ιεζδάγιοι να μοιραστούνε την χαρά μας, όλοι όσοι πατάνε τους ιερούς βράχους της Εκτάνιας. Για αυτό και αποφάσισα... να χαρίσω τη ζωή σε αυτόν τον άνθρωπο.
Η ανθρώπινη μάζα, που άκουγε ως πέρα στο πλατό την ενισχυμένη ένταση της φωνής του απο μεγάφωνα, έβγαλε ένα μακρόσυρτο βουητό απογοήτευσης. Ο γέρος άνοιξε δειλά τα μάτια και τους κοιτούσε ξανά όλους τριγύρω με απορία. Μετά, γύρισε προς τον Δαρδόνιο, που τον έκοβε με ένα ελαφρύ μειδίαμα, και όπως ήτανε σκυφτός άρχισε το πρόσωπό του να διαπερνάει όλα τα στάδια της χαμογελαστής έκφρασης. Ώσπου, η εντονότερη αλλοίωση των χαρακτηριστικών του, έμεινε παγωμένη, καθώς το κεφάλι του έφυγε απότομα απο το χέρι του Δαρδονίου, και κατρακύλησε μέσα στη γούρνα με τη λάβα.
Δάκρυα ξεπήδησαν απο τα μάτια της Σάμιραμ και κλείνοντας το πρόσωπό της με τις παλάμες, άρχισε να κλαίει βουβά, καθώς τα ουρλιαχτά του αλαλάζοντος πλήθους φτάνανε στην στρατόσφαιρα της Κυδιχίας.
–Είναι πολύ σοφός άντρας ο νέος μας πανυπερεπίκαρος. Πολύ σοφός άντρας, φώναζε η ιέρεια δίπλα απο τη Σάμιραμ. Το έκανε αυτό για να δεχτεί το Πυρ το καλύτερο αίμα, το αίμα που έχει τις εκκρίσεις απο τη μέγιστη χαρά που είχε ζήσει ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Είναι πολύ σοφός άντρας ο νέος μας πανυπερεπίκαρος. Πολύ σοφός άντρας!
–Μα τι αγριάνθρωποι είναι αυτοί; Που ήρθα πιστή μου; Που ήρθα; Δεν γίνεται να φύγουμε; Έλεγε φρηναυδικά στην ακόλουθό της, καθώς κρατούσε κλεισμένο το πρόσωπο.
–Ηρεμήστε υψηλοτάτη! Ηρεμήστε!
–Δεν μπορώ να ηρεμήσω πιστή μου. Αυτό είναι φρικτό, φρικτό! Μα γιατί το κάνουνε αυτό; Πιστεύουνε πραγματικά σε αυτές τις σαχλαμάρες;
–Δεν έχει σημασία, άμα τα πιστεύουνε ή όχι. Σημασία έχει πως είναι μια παραδοσιακή τελετή αυτού του λαού, του λαού σας ...και πρέπει να το σεβαστείτε αυτό υψηλοτάτη.
–Μα πως μπορούνε να αφαιρούνε τη ζωή ενός ανθρώπου για κάτι που δεν βλεπουνε; Πως μπορούνε να το κάνουνε αυτό;
Εντωμεταξύ το βλέμμα της ιέρειας παλινδρομούσε φιλύποπτα μεταξύ των δυό, παρόλο που η ίδια, όπως και οι περισσότεροι Εκτανιανοί άλλωστε, ήτανε ανέμφυτη.
–Δεν είναι η πρώτη φορά. Πολλοί το έχουνε κάνει παλαιότερα. Και τη δικαιοσύνη δεν την βλέπει κανείς, αλλά στο όνομά της έχουνε αφαιρεθεί πολλές ζωές ανθρώπων. Και αυτοί ήτανε άνθρωποι, που ήτανε ορατοί.
Αυτή η τελευταία αναμεταδιδομένη σκέψη της ακολούθου, κάπως την καταλάγιασε. Ξεσκέπασε το πρόσωπο και έριξε τα κοκκινισμένα της μάτια τριγύρω. Δίπλα απο το επίπεδο των βωμών, βρισκότανε ένα ακόμα, λίγο μικρότερο, όπου στεκότανε, φορώντας ακριβά μεταλώπια και ύφος σοβαρό, οι ιθυνόπτες, το ανώτατο συμβούλιο του κράτους, καθώς και οι γονείς των τριών νέων που θυσιάζανε στα Στοιχεία, λίγο πριν την τεθρένωσή τους. Ξεχώριζε ένας ξερακιανός πρωθεδράρχης με πολλά παράσημα, που κοιταζε αδιάφορα. Ήτανε ο δεύτερος πατέρας της Βετουτίας, ο Εμπεδόστρατος. Κάπου ανάμεσά τους διέκρινε και μια λεπτοκαμωμένη μεσήλικη γυναίκα με αυστηρά χαρακτηριστικά, με τα μαλλιά πιασμένα σε έναν επιβλητικό κόρυμβο και με ένα φαρδύ περιδέραιο απο ατόφιο Ιχώρειο στο μακρύ της λαιμό. Ήτανε η Κίθια, η βιολογική μητέρα του Δαρδόνιου, που κοίταζε τον γιό της με θαυμαστική περίσκεψη.
–Δεν το έκανε για να φάει αίμα με ενδορφίνες η λάβα, Ευμενιδότη. Το έκανε για να παίξει με το πλήθος, για να το σαγηνέψει.
–Ίσως και να είναι έτσι υψηλοτάτη. Εσείς όμως τώρα πρέπει να ηρεμήσετε, απάντησε με κρυψίνοια η Ευμενιδότη

Σε λίγο προχωρούσε αμίλητη και με κοκκινισμένα μάτια προς το κέντρο του υπερυψωμένου επιπέδου. Εκεί όπου οι τέσσερις αρχιερείς θα συναντίοτανε.
Δεν ήθελε να γυρίσει και να κοιτάξει κανέναν τους. Ένιωθε μόνο ένα κενό μέσα της και τα πόδια, να την πηγαίνουνε απο μόνα τους. Αλλιώτικος ο δίσκος στο κέντρο, όπου βρεθήκανε, άρχισε να ανασηκώνεται και να σχηματίζει κάγκελα τριγύρω, ώσπου μετατράπηκε σε ένα κιγκλιδαίθριο, που σε λίγο άρχισε να κατευθύνεται κατακόρυφα προς το πυραμίδιο.
Απο κάτω, ακουγότανε ένα υπόκωφο βουητό –επευφημίες, κακεντρεχή σχόλια; Κανείς δεν ξέρει– απο τον συγκεντρωμένο όχλο, που στριμωχνότανε ιδρωμένος, σαν μουσκεμένο σμάρι απο μέλισσες μέσα σε εκείνη την μεγάλη πλατεία.
–Σε λίγο, δεν θα έχουμε άλλο επαφή, πιστή μου.
–Μην ανησυχείτε για μένα υψηλοτάτη. Δεν θα τους αφήσω να με θυσιάσουνε.
–Δεν ανησυχώ για σένα, πιστή μου. Ξέρω πως δεν θα τολμήσει να σε αγγίξει κανένας χωρίς να μου ζητήσει πρώτα την άδεια. Απλά... Δε θέλω να το κάνω αυτό.
–Και όμως πρέπει υψηλοτάτη. Πρέπει. Ήσαστε πολύ τυχερή που δέχτηκαν οι Ιεζδάγιοι να γίνετε η επικάρεια τους. Αυτός ο γάμος είναι ένα μέγα διπλωματικό επίτευγμα. Θα εξασφαλίσει ειρήνη και δύναμη στο βασίλειό μας.
Της φάνηκε πως μπορούσε να διακρίνει τη γεροδεμένη της μορφή, ανάμεσα απο τον ιεζδάγειο όχλο, που φαινότανε πια σαν ξεσκεπασμένη φωλιά απο τερμίτες.
–Αισθάνομαι πως οδηγούμαι σε θυσία, πιστή μου.
–Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι...
–Το ξέρω. Πως φαίνομαι;
–Πανέμορφη όπως πάντα, υψηλοτάτη.
–Σ’ ευχαριστώ. Σε αφήνω τώρα. Αντίο.
–Αντίο, υψηλοτάτη.
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 18 Μάιος 2021, 10:29

Ο εκκυβισμός

2.


Σε λίγο φτάσανε. Στη βάση απο το αιωρούμενο πυραμίδιο, και αντίθετα απ’ ό,τι περίμενε, ο αέρας εκει πάνω ήτανε εξίσου ζεστός, ακίνητος και αποπνικτικά φλομωμένος στην υγρασία. Θέλησε να γυρίσει και να κοιτάξει τριγύρω, να αγναντέψει τον απέραντο ωκεανό της Κυδιχίας, που ετύλιγε μουντά, χωρίς χαμογελαστά κύματα μέσα του, το γεμάτο με απόκρημνες οροσειρές νησί. Δεν το έκανε όμως...
Σαν ίριδα ματιού άνοιξε μια οπή και το κιγκλιδαίθριο πέρασε μέσα απο μία κάθετη σκοτεινή σήραγγα. Βρεθήκανε μέσα σε μια ημισκότεινη αίθουσα, ανάμεσα απο πέτρινους τοίχους και σκάλες που ανεβαίνανε προς τα επάνω. Ο Δαρδόνιος τους οδηγούσε τώρα ανάμεσα απο γιρλαντωτές κιονοστοιχίες, σαν ένα ξωτικό που αποκάλυπτε σε αμύητους το μαγικό δάσος. Τα ψηφιδωτά στο δάπεδο των σκαλιών λαμπύριζαν απο τις φλεγόμενες δάδες που κρατούσανε πέτρινοι γίγαντες δεξιά και αριστερά. Στο βάθος του ανηφορικού διαδρόμου, ένα ξέφωτο. Ήτανε ο κήπος, ο προορισμός τους. Ένιωσε μια ανατριχίλα στην σκέψη του τι θα ακολουθούσε. Η Βετουτία έγειρε λίγο στο πλάι όπως περπατούσε και φάνηκε κάτι που έκανε την ανατριχίλα της να γίνει ένα τσουχτερό ηλεκτρικό καλώδιο, που άρχιζε απο το υπογάστριο και κατέληγε σαν μούδιασμα μέσα στο μυοκάρδιο. Ο μουσκεμένος απο τον ιδρώτα, λευκός, λεπτός και ποδήρης υφαντένδυτος μανδύας του Βαργονίου, που πήγαινε δεύτερος, όπως όριζε το πρωτόκολλο, πίσω απο τον Δαρδόνιο, είχε κολλήσει πάνω στους πεταχτούς, νεανικούς του γλουτούς, που πρέπει να βρισκότανε στο ύψος απο τους ώμους της.
Φτάσανε.
Η θέα απο κάτι λουλούδια που μοιάζανε σαν χρυσαφένια γιασεμιά –αλλά δεν ήτανε, και το γουργούρισμα απο τα μικρά συντριβάνια, που ξεπροβάλανε ανάμεσα απο τα μπαμπού, της έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Περίμενε κάτι πιο μακάβριο. Όχι έναν λιτό, εσωτερικό κήπο, σκεπασμένο με μιά πυραμιδωτή σκεπή Κρυσταλλινίου, στην οποία προσπαθούσανε να φτάσουνε οι κορυφές απο τα διάφορα φυτά.
Ένα λιθόστρωτο δρομάκι τους οδήγησε στο κέντρο του κήπου, ακριβώς κάτω απο την μύτη της πυραμιδένιας οροφής. Εκεί όπου ανοίγονταν ένα ευρύχωρο ξέφωτο και όπου βρισκότανε ένας ψηλόλιγνος, υπέργηρος ιερέας με χρυσή στολή, περιστοιχισμένος απο δυό ντουζίνες νεαρών γυναικών με ξυρισμένα κεφάλια, ντυμένες με ασημόκλωστους χιτώνες. Ήτανε οι έκτακτες μοναχές του Παμβώμου. Διαλεγμένες απο τις δόκιμες μοναχές της Γαίας και του Ύδατος, για να θητεύσουνε, μοναχά για εκείνην τη ιστορική στιγμή μέσα στο πυραμίδιο, και να επιστρέψουνε και πάλι στην αποστολή τους. Ενα ρόμβινο, γρανιτένιο δάπεδο, με σκαλισμένα στις τέσσερις του γωνίες τα σύμβολα των στοιχείων, τους καρτερούσε.
Ο Δαρδόνιος είχε μια πετρωμένη έκφραση, ενώ το βλέμμα του ήτανε βυθισμένο σε μία άβυσσο περισυλλογής. Έβγαλε τα πέδιλα χωρίς να σκύψει και σαν υπνωτισμένος πήγε και στάθηκε ακριβώς πάνω απο το σύμβολο της φωτιάς. Ο Βαργόνιος στάθηκε απέναντί του πάνω απο το σύμβολο του αέρα. Καθώς και η Βετουτία που πήρε και εκείνη τη θέση της, σχεδόν ανάμεσά τους, πάνω απο το σύμβολο του νερού. Τώρα κοίταζαν και οι τρεις το σύμβολο της γης, που ήτανε ακόμα κενό. Και αυτή, δαγκώνοντας τα χείλη, έδωσε τελικά την εντολή, να συμμαζευτούνε μέσα στα περιαστραγάλια του μεταλώπιου τα λεπτοκόρδελα της πέδιλα.
Ένα δυνατό «Γκάαανγκ!» ακούστηκε. Ο ιερέας κτυπούσε με ένα χάλκινο, αυτοαιωρούμενο κύμβαλο, ενώ οι μοναχές τριγύρω, σιγοτραγοδούσανε με κλειστό το στόμα ένα μελωδικό «Αααμμμ»
–Θυσία στα στοιχεία, τα αθάνατα, μουρμούρισε τραγουδιστά στην κυδιχιακή ο Δαρδόνιος, και πατώντας σε μερικά σημεία του σώματός του, λύθηκαν μεμιάς οι κόμποι του κόκκινού του μανδύα, και έμεινε τσίτσιδος μπροστά τους.
Και καθώς έβλεπε τις νεαρές υδράπτισσες να συμμαζεύουνε τον πεταγμένο του ρουχισμό, της ήρθε να γελάσει, αλλά κρατήθηκε, έστω και με πολύ προσπάθεια, την οποία ενέτεινε πεισματικά, σαν είδε και τους άλλους δυό να κάνουνε το ίδιο.
~Αααμμμ! Αααμμμ! Ω ‘σεις στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
Σαν στάθηκαν οι τρεις γιγαντόσωμοι Εκτανιανοί τόσο κοντά της ολόγυμνοι, το κελάρυσμα απο τα συντριβάνια ακουγότανε σαν μαστίγωμα. Το ειρωνικό ύφος της Βετουτίας, που στεκότανε απέναντι της καμαρωτά, με εκείνα τα προκλητικά σφριγηλά και μεγάλα της στήθια, πρέπει να της είχε κατακοκκινήσει το πρόσωπο απο θυμό. Ξεροκατάπιε και τελικά το πήρε απόφαση.
Με μιά της εντολή, συμμαζευτήκανε όλα τα υφάσματα που είχανε σχηματίστεί απο το μεταλώπιο.
~Αααμμμ! Αααμμμ! Ω ‘σεις στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
Σαν έμεινε εντελώς γυμνή, ένιωθε τα βλέμματα όλων να την περιεργάζονται. Έλυσε με τα τρεμάμενά της χέρια τα περικάρπια, τα περιαστραγάλια και τελικά τη ζώνη της, καθώς κρατιότανε με δυσκολία, για να μην σκεπάσει με τις παλάμες όλα τα επίμαχά της σημεία. Ίσως να ήτανε πρώτη φορά στη ζωή της, που ένιωθε σαν μια κοινή θνητή. Λες και όλα της τα αξιώματα και η καταγωγή της, να είχανε τσουβαλιαστεί μαζί με τα εξαρτήμα απο το μεταλώπιο, επάνω στα χόρτα. Πολλές φορές είχε λουστεί μπροστά σε υπηρέτριες και σε καλλωπίστριες. Και όχι, δεν ήτανε η πρώτη φορά που αντίκρυζε ή και που έδειχνε το σώμα της γυμνό μπροστά σε κάποιον άντρα. Ο Τραζυρέσης, η πρώτη και τελευταία της μέχρι τότε αγάπη, την είχε μυήσει στα άδυτα του έρωτα εδώ και καιρό. Εάν δεν ήτανε ένας απλός Τρίτος Φρακταγός, δεν είχε γυναίκα και παιδιά, και δεν της έριχνε δύο ολόκληρους κύκλους, θα ήτανε τώρα ακόμα μαζί του. Μα τώρα ήτανε κάτι τελείως διαφορετικό. Για αυτήνα κάτι πρωτόγνωρο. Το τελετουργικό της τεθρένωσης δεν ήτανε μόνο συμβολικό. Η τελετή της επισημοποίησης αυτής της ιδιόμορφης σχέσης ήτανε η ίδια η τεθρένωση, που σημαίνει, πως μπροστά στα μάτια σαράντα νεαρών κοριτσιών και ενός γέρου θα έπρεπε να κάνει έρωτα –ομαδικό– και μάλιστα με δύο άντρες, που είχε πρωτοδεί πριν απο λίγες ημέρες, και μιά επίσης άγνωστη γυναίκα, που έδειχνε μάλιστα ήδη να ευχαριστειέται με το ρόλο της αντιζήλου. Και όλα αυτά, μέσα στον κεντρικό ναό του πλανήτη, που κατοικούντανε απο τον θρησκευτικά φανατικότερο λαό του σύμπαντος
Οι κινήσεις τους γινότανε προπονημένα προσεγμένες και ιεροτελεστικά αργές. Γονατίσανε πάνω στην λεία, ζεστή πέτρα, βάζοντας τις καμάρες των πελμάτων κάτω απο τους γλουτούς. Και ανοίγοντας μετά τα πόδια σε ορθή γωνία, αγγίχτηκαν τα γόνατα τους, έτσι ώστε τα τέσσερα ζευγάρια μηρών να καλύπτουνε ακριβώς τον ανάγλυφο ρόμβο του δαπέδου. Εντωμεταξύ, οι υδράπτισσες, πιασμένες απο τα χέρια, σχημάτισαν έναν κύκλο τριγύρω τους. Ενώ οι άλλοι κάνανε σιωπηλές ασκήσεις διαλογισμού με κλειστά μάτια, η ίδια δεν μπορούσε να μην ρίχνει τριγύρω κλεφτές ματιές. Ήτανε τόσο σιμά που μπορούσε να μυρίσει τις μπίλιες απ’ τον ιδρώτα πάνω στα μπράτσα τους και να θαυμάσει απο κοντά τα αδρά ανδρικά τους προικίσματα, που λόγω εκείνου του ομοιόμορφου γιγαντισμού των Εκτανιανών ήτανε σχεδόν μη ανθρώπινα στο μέγεθος.
Η Βετουτία είχε γείρει το κεφάλι προς τα πίσω και μουρμούριζε κάτι πολύ γρήγορα, σαν να βιαζότανε να το πει όλο αυτό που έπρεπε να πει. Της φάνηκε πως την παρατηρούσε με κάτι άλλο, με το τέλεια αποψιλωμένο χαράκωμα που ακολουθούσε και αυτό τον γενικότερο σωματικό γιγαντισμό. Κοιταξε και η ίδια το δικό της, και της φάνηκε τοσοδούλικο ...και λιγάκι τρομαγμένο απο αυτά που το περιμένανε. Αλλά εκτός απο το μέγεθος, δεν είχε κάτι να ζηλέψει απο τη μελαχρινή γυναίκα. Το ξανθό της τρίχωμα έκρυβε τις όποιες ατέλειες στην αποτρίχωση. Ευτυχώς!
~Αααμμμ! Αααμμμ! Ω ‘σεις στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
Σαν κώπασαν τα μουρμουρητά του διαλογισμού, άνοιξε πρώτος ο Βαργόνιος τα μάτια και την κοίταξε. Της χαμογέλασε. Εκείνη του ανταπέδωσε ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, σαν να του έλεγε: Άντε να τελειώνουμε. Και να! Σε λίγο τους καλούσε ο Δαρδόνιος να πιάσουνε τα χέρια, για να ψάλουνε οι υδράπτισσες τον τεθρενωτικό ύμνο. Ζεστή η παλάμη του Βαργονίου. Σχεδόν την έσφιξε με δύναμη. Ενώ ο Δαρδόνιος την κράτησε απαλά με την τεράστια του χούφτα.

–Ω ‘σείς στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά,
που απ’ εκφάνσεις της αντιπαλότητας σας γένηκαν όλοι.
Τα τέσσερα κορμιά στέκουνε τώρα αντικρυστά. Γυμνά
και αγκαλιασμένα γίνονται ένα κρεάτινο βραχιόλι.

Η Κυδιχιακή, που δεν είχε καθόλου, μα καθόλου σύμφωνα, που είχε μόνο πέντε φωνήεντα και οκτώ μουσικούς τόνους, για να σχηματίσει τους φθόγγους για όλο της το λεξιλόγιο, και όπου η κάθε της λέξη είχε συνεπώς μια δική της μελωδία, ακουγότανε τόσο εξαίσια, όταν απάγγελνε κάποιος καλογραμμένους στίχους–τραγούδια. Αυτές οι δύο έννοιες ήτανε για αυτήν την γλώσσα ταυτόσημες. Γιατί, το να τραγουδάει κάποιος μια μελωδία, ακόμα και με ένα απλό «Ααα», ήτανε σαν να προέφερε λέξεις, έστω και ασυνάρτητες. Και απο την άλλη, το να λέει κάποιος κάτι, το οτιδήποτε, ήτανε σαν να τραγουδούσε μια μελωδία, έστω και παράφωνη. Μιά απο τις κυριότερες ασκήσεις των μοναχών της Στοιχειαφής, ήτανε το να μάθουνε να μιλάνε έτσι, ώστε αυτά που λένε να βγάζουνε νόημα και παράλληλα να ακούγονται μελωδικά. Η στιχουργική–μουσικοσύνθεση ήτανε ένα και το αυτό, και ήτανε πολύ δύσκολο να γραφτεί ένας καλός στίχος ή ποίημα–τραγούδι, που θα είχε ταυτόχρονα νόημα, αλλά και αρμονική μελωδία. Αλλά όταν εβρισκότανε κάποιοι λίγοι χαρισματικοί, τους οποίους οι Ιεζδάγιοι θεωρούσανε μυημένους, και τα καταφέρνανε, τότε το αποτέλεσμα ήτανε υπέροχο.

–Ω ’σείς στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά,
που απ’ τις απολήξεις σας δημιουργείται κάθε πράγμα,
κτυπήστε τώρα αλύπητα με γενετήσια πυρκαϊά,
μέταλλα τέσσερα να σμιλευτούνε σ’ ένα κράμα.

Ένιωσε την ιδρωμένη παλάμη του Δαρδονίου να τυλίγεται πάνω στις κλειδώσεις απο τα δάκτυλά της. Πρέπει να ήτανε λιγάκι αγχωμένος, ή μήπως ήτανε κάτι άλλο, που της έκρυβε;

–Βαθιά στα ίστια της λαχτάρας τους φυσήξτε δυνατά,
με γογγυσμούς, καυτές ανάσες και ιαχές να ενωθούνε.
Σάλια και ιδρώτες, σπέρματα και αίματα. Καυτά
να ρέουνε ακατάσχετα, για να συγκολληθούνε.

Η Βετουτία τίναξε τα κοντά της μαλλιά προς τα πίσω, ενώ συνέχιζε να κοιτάει στο κέντρο από τον ανάγλυφο ρόμβο, ωσάν να έκανε κάτι πολύ σημαντικό. Χαλάρωσε κορίτσι μου, ήρθε να της πει. Ω ναι! Πρέπει να ήτανε πολύ στρυφνή αυτή η γυναίκα, σκέφτηκε. Η άλλη, ίσως και γιατί ένιωσε το βλέμμα της νέας της συντετραζύγου να πέφτει εξεταστικό επάνω της, σήκωσε τα βλέφαρα και την κάρφωσε με μιά ψυχρή ματιά. Έπειτα την κοίταξε κάτω. Εκεί, μέσα στο χαράκωμα, και μετά στο δικό της. Ένα μειδίαμα ικανοποίησης ζωγραφίστηκε αχνά στο πρόσωπό της. Και όπως η Σάμιραμ, έγειρε και εκείνη το κεφάλι κάτω για να ξαναβεβαιωθεί. Ξανακοιτάχτηκε μετά με την Βετουτία μέσα στα μάτια, σαν να ήθελε να της πει, πως ήτανε και αυτή σίγουρη για τον εαυτό της. Ένα ήτανε πλέον σίγουρο, πως τα χαρακώματά τους ήτανε ετοιμοπόλεμα για την μεγάλη μάχη.

–Ω ‘σείς στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
Δονεί της μήτρας γης η ορμή γλυκά, σαν μια κιθάρα.
Με το δεξί τους χέρι αγγίζουνε μιά διπλανή καρδιά
και με τ’ αριστερό βαστάζουνε ένα μουλαντάρα.

Τινάχτηκε, σαν ένιωσε την παλάμη του Δαρδονίου να της αφήνει το χέρι και να την γραπώνει απο κάτω. Όχι! Όχι! Όχι! Αυτό δεν το περίμενε. Κανείς, κανείς, κανείς δεν της είχε πει πως θα γινότανε κάτι τέτοιο. Τον κοιταξε σαστισμένη και εκείνος της απάντησε μονάχα με ένα βαρύθυμο και ερωτηματικό σήκωμα του φρυδιού, ενώ τα δάκτυλά του περιεργαζότανε ήδη την βελούδινη υφή του ξυρισμένου της δέρματος. Μα δεν έφτανε μόνο αυτό. Σε λίγο, έμεινε με ανοικτό το στόμα και με τα χέρια της να αιωρούνται εγκαταλελειμμένα, σαν ένιωσε και τα δάκτυλα του Βαργονίου να τυλίγουνε σφιχτά το αριστερό της στήθος.
Σωπάσανε και την περιμένανε. Ήτανε όλα τόσο σιωπηλά τριγύρω. Ακόμα και οι νεαρές μοναχές είχανε σταματήσει το μελωδικό τους ποιηματάκι. Μόνο μιά ζαλισμένη μύγα σχολίαζε εκείνην την γελοιότητα, αυτήν την φτήνια που ένιωθε για τον εαυτό της. Μήπως έπρεπε τώρα και η ίδια να πιάσει κάποιον απο κάτω, κάποιον απο πάνω; Είχε μπερδευτεί. Ενώ η Βετουτία, που βάσταγε ήδη σωστά ό,τι ήτανε να πιάσει, όπως όριζε το έθιμο, και την κοιτούσε με μία απροκάλυπτη απέχθεια, οι δύο άντρες σταθήκανε πολύ ευγενικοί και οδηγήσανε τις τρομαγμένες της παλάμες εκεί που έπρεπε, την μία στο πετρωμένο, απο τις ασκήσεις με τα βάρη, στήθος του Δαρδονίου, και την αριστερή, στο επίσης πετρωμένο και ογκώδες, πάρα πολύ ογκώδες πλέον, μόριο του Βαργονίου, το οποίο, λόγω πλούσιας διατομής, ακόμα και τα μακριά δάκτυλα μιας πιανίστριας, δεν θα μπορούσανε να το τυλίξουνε μέσα στη χούφτα. Ο κτύπος της καρδιάς της θα ανταγωνίζονταν άνετα το εξωφρενικά χαρούμενο τουμπερλέκι άγριου ιθαγενή της ζούγκλας.

–Ω ‘σείς στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
Δίνουν φιλί στον διπλανό και εκείνος παραπέρα.
Επιβραδύνει ο κύκλος τους σαν να τους λέει τρυφερά:
Αρχίστε! Η φωτιά με το νερό και η γη με τον αγέρα.

Το «Γκάαανγκ!» ξανακούστηκε. Ο υπέργηρος αεράπτης είχε ξανακτυπήσει δυνατά το κύμβαλο, στεκούμενος πάντα αγέρωχα δίπλα απο τον κύκλο με τις νεαρές υδράπτισσες. Και εκείνη, άργησε λίγο, αλλά τελικά τους ακολούθησε στο να σηκώσει και αυτή τα χέρια και να πιαστεί απο τους ώμους των δύο αντρών. Απο αριστερά της, ο Βαργόνιος έσκυψε προς το μέρος της και την άγγιξε απαλά στα χείλη. Απο δίπλα ο Δαρδόνιος έδινε ένα φιλί στην Βετουτία. Συγχρονισμένα, και χωρίς να χαλάσουνε τον κύκλο των ωμολαβών, γυρίσανε έπειτα προς την άλλη μεριά να φιληθούνε.
~Αααμμμ! Αααμμμ! Ω ‘σεις στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
«Γκάαανγκ!»
Αφήσανε τα χέρια.
Τέσσερις υδράπτισσες, που η κάθεμιά τους κράταγε απο ένα ασημένιο κύπελλο, πλησιάσανε με αργό βηματισμό. Γονατίσανε κοντά και τους το προσφέρανε, το οργάμεικτο, το ελιξίριο που παραδοσιακά πίνανε οι Εκτάνιοι στις τεθρενωτικές τελετές. Λέγανε πως είχε την ιδιότητα να δίνει τέτοια σκληρότητα στο πέος, ώστε να μπορείς να το βάλεις αντί για υνί και να οργώσεις μ’ αυτο ένα παγωμένο χωράφι. Και πως απο την άλλη, έκανε τη γυναίκα τόσο θεληματική, ώστε να κάτσει αδιαμαρτύρητα να βατευτεί ακόμα και απο αρσενικό ελέφαντα ...μπροστά στους οποιουσδήποτε.
Δίστασε αρκετά.
Βλέποντας όμως τους άλλους να ρουφάνε λαίμαργα, το πήρε απόφαση.
Ήτανε μαύρο, παχύρευστο σιρόπι, αρκετά αλμυρόξινο και με τεράστια θρεπτικη αξία, τόση ώστε να αντέξει μια ολόκληρη ημέρα χωρίς άλλο φαγητό, όπως την διαβεβαίωσε το εγκεφαλικό της εμφύτευμα μετά απο την χημική ανάλυση που είχε κάνει ο αισθητήρας κοντά στα χείλη της. Ήπιε όλο το κύπελλο με μιά ανάσα, μην μπορώντας στο τέλος να μην μορφάσει αηδιαστικά. Οι τέσσερις κοπέλες πήρανε ξανά τα κύπελλα και απομακρύνθηκαν σιωπηλά καθώς ο ανέκφραστος γέροντας ξανασήκωνε ψηλά τον κοντόχοντρο κρούστη.
«Γκάαανγκ!».
~Αααμμμ! Αααμμμ! Ω ‘σεις στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
Σηκώσανε τα χέρια τους ψηλά. Και ενώ κοιτάζανε την κρυσταλλινένια οροφή, αρχίσανε να μουρμουρίζουνε κάτι σαν προσευχή.
Δεν ήξερε τι να κάνει πιά. Μόνο μέχρι αυτό το σημείο είχε μελετήσει την διαδικασία του τελετουργικού σε εκείνο το ολόγραμμα που την είχε συμβουλεύσει να το κοιτάξει, ο Φύρκιππος, ο διπλωματικός υπάλληλος που την συνόδευε μετά απο εντολή του πατέρα της στο ταξίδι για την Εκτάνια. Προσπαθούσε να θυμηθεί μήπως είχε ακούσει κάποτε και για κάτι άλλο, αλλά, η μνήμη της είχε λίγο μπερδευτεί. Η μορφή του Φύρκιππου ξεθώριαζε σιγά σιγά. Ξέχασε σε λίγο και το όνομά του. Φυρ... Εκείνο το ταξίδι για την Εκτάνια, πότε ακριβώς είχε γίνει; Άρχισε να ξεχνάει και το πως λέγανε το όνομα του σκάφους που την είχε φέρει εκεί.
~Αααμμμ! Αααμμμ! Ω ‘σεις στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
Φοβήθηκε. Γύρισε να κοιτάξει πίσω της και είδε δύο υδράπτισσες, να κάνουνε την αταξία και να λέει κάτι η μία στο αυτί της άλλης χαμογελώντας πονηρά. Και της φάνηκε, πως είχε ξαναζήσει κάποτε εκείνη τη στιγμή. Και την επόμενη, όπου αντίκρυζε το ωραίο προφίλ του Δαρδονίου με τα χαμηλωμένα βλέφαρα και τα χείλη του να ανοιγοκλείνουνε ρυθμικά. Αλλά και την επόμενη, όπου ο Βαργόνιος έξυνε βαριεστημένα τα γεννητικά του όργανα. Και μετά ακόμα μία. Και μετά ακόμα μία. Είχε πια συνεχόμενες και αλλεπάλληλες προμνησίες, που γινότανε όλο και συχνότερες, όλο και πιο κοντά η μία στην άλλη, ώσπου έλιωσε η μεταξύ τους απόσταση. Η αίσθηση του χρόνου είχε πια χαθεί και ο αέρας είχε μετατραπεί σε μια διάφανη ζελατίνα, όπου μέσα της ξαναζούσε μια έντονη ανάμνηση, και όπου ήξερε το κάθετί που θα ακολουθούσε μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα.
~Αααμμμ! Αααμμμ! Ω ‘σεις στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
–Που βρίσκομαι; Πως με λένε; Τι μέρα είναι σήμερα; ψιθύρησε, και όμως το ήξερε πιο νωρίτερα πως θα τα πει αυτά, αλλά δεν ήθελε να απαντηθούνε αυτές οι ερωτήσεις. Δεν ήθελε να σταματήσει εκείνη η υπέροχη αίσθηση της αιώνιας αναπόλησης.
Κοιταξε κάτω στο γρανιτένιο δάπεδο, που της φαινότανε πιά τεράστιο, όπως και όλα όσα βρισκότανε επάνω του. Τα καλάμια απο τα μπαμπού φτάνανε στα αστέρια και η κρυσταλλινένια, πυραμιδόμορφη οροφή τεντωνότανε προς κάποιον άλλον γαλαξία, και ακόμα παραπέρα. Ένα γαργαλιστικό καψάλισμα πάνω σε όλο της το δέρμα. Ένιωθε πως σείονταν απο τον δροσερό άνεμο του κλιματιστικού η κάθε τριχούλα στην πλάτη, και πως ταρακουνιότανε τα τριχίδια μέσα στους κοχλίες των αυτιών απο τους ψιθύρους των νεαρών κοριτσιών. Το κάθε παραμικρό ερέθισμα την χτυπούσε γλυκά μέσα στον εγκέφαλο. Τσίμπησε τα πλευρά της για να βεβαιωθεί πως δεν ονειρευότανε, αλλά αντί για πόνο ένιωσε ηδονή. Θα μπορούσε κάλλιστα να κόψει με μαχαίρι τα ίδια της τα δάκτυλα, τρικλίζοντας απο μαζοχιστική ευχαρίστηση. Πράγματι, πρέπει να ήτανε πολυ δυνατό, το ναρκωτικό που της είχανε δώσει.
~Αααμμμ! Αααμμμ! Ω ‘σεις στοιχεία αθάνατα, αναλλοίωτα, παντοτινά!~
Μετά απο λίγο, η μνήμη της επανήλθε τόσο αστραπιαία, που την σόκαρε. Και όπως οι είχανε προμνησίες είχανε αραιώσει, αλλά κρατούσανε μια σταθερή απόσταση μεταξύ τους, μπορούσε ξανά να θυμηθεί ποιά είναι, πως την λένε, πως και γιατί είχε έρθει εκει πέρα. Αλλά τώρα, δεν ήθελε πια να σηκωθεί και να αρχίσει να τρέχει, όπως προλίγο. Αισθανότανε μοιρολατρικά μουδιασμένη, έτοιμη να υποστεί τα πάντα. Οι αναμνήσεις του παρελθόντος είχανε σχηματίσει ένα τεράστιο χωνί και καταλήγανε όλες σε εκείνο το σημείο του χωροχρόνου. Η σκέψη της ξετίναξε τα μουσκεμένα απο το οργάμεικτο φτερά και διάλεξε να πρωτοφτερουγίσει προς την πατρίδα της, την Μελνίβα.
–Δεν σε ξέχασα αδελφή μου Ρανθύλη. Δεν σε ξέχασα ποτέ. Ούτε εσένα αγαπημένη μου μητέρα και σεβαστέ πατέρα. Τραζυρέση, δεν σου ανήκω πιά. Κάποιος άλλος άντρας θα με κάνει σύντομα δικιά του. Θέλω να ξέρεις ότι απ’ εδώ και πέρα δε σε μισώ πλέον. Τώρα κατάλαβα πως ό,τι και άμα κάναμε μαζί, ήτανε ρομαντικά παιχνιδάκια.
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 18 Μάιος 2021, 10:55

Ο εκκυβισμός

5.




Ο Φεκάδαμος είχε βουλιάξει ολόκληρος μές στον εσωτερικό κήπο του πυραμιδίου του Παμβώμου. Ίσα που είχε τελειώσει το τεθρενωτικό τελετουργικό και η Σάμιραμ έκανε ντους, σε ένα λουτρό, δίπλα απο τον κήπο.
Κάθε γωνία απο το σώμα της πονούσε και τρεμούλιαζε ολόκληρη απο την εξάντληση. Σαν ένα παραποτισμένο τριαντάφυλλο, ο κόλπος της, ξέβραζε άφθονες αυλακιές απο το κολλώδες λευκό υγρό μέχρι και τις πατούσες, που αγγίζανε ανακουφισμένα τα υγρά πλακάκια. Σύμφωνα με το μέτρημα των ημερών που έκανε πρόχειρα στο μυαλό της, υπήρχανε μεγάλες πιθανότητες να της προκύψει και κάποιος μάρτυρας αυτής της τεθρένωσης. Δεν ήθελε όμως να το σκέφτεται. Αφέθηκε στις δροσερές ακτίδες. Ανακουφίζανε κάπως το τσούξιμο των μουδιασμένων –και λιγάκι ματωμένων– οπών, που αν και είχανε ανοίξει διάπλατα, ωστόσο, τελικά δεν είχανε ενωθεί σε μία και μοναδική, όπως πολύ ανόητα για μιά στιγμή είχε νομίσει. Είχε μείνει ευχάριστα έκπληκτη με την ελατότητα, την ολκιμότητα και την ανθεκτικότητα του γυναικείου σώματος. Η ζηλοφθονία της Βετουτίας ομως, της είχε αφήσει μια χοντρή μελανιά.
Ξεπλύθηκε και τυλίχτηκε μέσα στην πετσέτα που της προσέφεραν. Πανύψηλες υδράπτισσες την τυλίγανε με ένα λεπτό, πρασινωπό, ντεκολτέ υφαντένδυμα, με γιρλαντωτά χρυσά σχέδια, που έφτανε μέχρι πάνω απο τους αστραγάλους. Της στεγνώσανε τα μακριά, ξανθά μαλλιά, της τα χτενίσανε σε κόρυμβο και της φορέσανε επάνω μια ανάλαφρη χρυσοκέντητη κορώνα, που είχε εκατοντάδες μικρά διαμάντια–το στέμμα της ωκεάνασσας της Αράτθιας. Ένα επίσης χρυσό περιδέραιο, αλυσιδωτό, φαρδύ με μικροσκοπικά κόκκινα πετράδια απο ατεγκτάτηκτο, που κάλυψε όλο το γυμνό δέρμα πάνω απο το στήθος της–το αναγνωριστικό της επικάρειας. Στον μέσο, στον παράμεσο και στον μικρό βάραινε στον καθένα κι απο ένα πορφυρινένιο δαχτυλίδι–τα σύμβολα του δεσμού της με τους άλλους τρεις, που έπρεπε απο εδώ και στο εξής να τα φοράει ωσότου να πεθάνει. Στα γυμνά της μπράτσα τυλίχτηκαν ελικοειδώς δύο χρυσά φίδια με ρουμπινένια μάτια. Σαν αρχιέρεια της Γαίας, έπρεπε να τυλίξει τη μέση της και με μια κοκκινόχρυση αλυσιδωτή ζώνη με πράσινα πετράδια. Αφήσανε τις πατούσες ξυπόλυτες, μιάς και η επικάρεια δεν χρειαζότανε να φοράει παπούτσια, γιατί περπατούσε μόνο επάνω σε τρυφερές χλόες, σε χαλιά και σε θερμαινόμενα γυαλισμένα δάπεδα. Γεμίσανε τους δύο αστραγάλους της με κολιέδες, πικαρισμένους με πετράδια και μαργαριτάρια, και κάθε δάκτυλο των ποδιών της με ένα δαχτυλίδι. Με δέκα κιλά χρυσό επάνω της, ένιωθε παραδόξως κάπως καλύτερα. Έτσι είχε κωπάσει κάπως ο μόνιμος ίλιγγος που της ερχότανε απο την ασυνήθιστη ελαφρότητα εκείνου του πλανήτη.
–Γιατί με κορόιδεψες Ρανθύλη; Γιατί;
Στο τέλος, ήρθε μια δικαστης με μακρυ μαύρο χιτωνα. Της μιλησε με περίσσιο στόμφο για την πολιτογραφηση της και όπως της ακουμπίσανε ένα μικρό μηχανισμό, ένιωσε στο κούτελο ένα έντονο τσούξιμο που την έκανε να σφίξει τα δόντια.
Κοιτάχτηκε έπειτα στον καθρέπτη.
Το πρόσωπό της αλλαγμένο, και αυτό δεν ήτανε μόνο η χλωμάδα και το τατουάζ στο μέτωπο, σαν αυτό που είχε και η ιέρεια της Γαίας...
–Τώρα πιά δεν ήσαστε άλλο μια απόκυβη. Τώρα ήσαστε πλέον μια Ιεζδάγεια, μεγιστοτάτη, της είπανε.
Δεν μίλησε. Στραβομουτσούνιασε λιγάκι ενοχλημένη προς το μέρος τους. Mαζί με την θαλπωρική γλυκύτητα της απόλυτης ερωτικής υποταγής είχε και μια διαίσθηση πως όλα αυτά θα έχουνε κάποτε ένα άσχημο τέλος.
–Αισθάνεστε καλά μεγιστοτάτη;
–Ναι, απάντησε, λες και είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση μέσα της. Οδηγήστε με στην έξοδο. Σε λίγο, πρέπει να εμφανιστώ μαζί με τους άλλους μπροστά στον λαό μου.
–Μας περιμένει ένας μεγάλος πόλεμος.
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Άβαταρ μέλους
Ζενίθεδρος
Δημοσιεύσεις: 14486
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2018, 18:56
Phorum.gr user: Ζενίθεδρος
Επικοινωνία:

Re: Το πρώτο δισεκατομμυριοστό- διηγήματα ε.φ.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζενίθεδρος » 18 Μάιος 2021, 10:59

3, 4 -> Director's Cut. :lol:
Ακόμα τούτη ή άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, μέχρι να ρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι.
☦𓀢

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Λογοτεχνία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών