Ποίηση

Πεζογραφία, ποίηση, γλώσσα και γραπτός λόγος, βιβλία
Άβαταρ μέλους
vag_el
Δημοσιεύσεις: 2948
Εγγραφή: 12 Ιαν 2021, 01:00
Phorum.gr user: vag_el

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από vag_el » 19 Ιαν 2021, 17:00

ένα απο τ΄αγαπημένα μου ποιήματα είναι το παρακάτω του Ιωάννη Πολέμη


Ποτέ δε θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα·
μην τάχα σαν εμένα,
κι εκείνα δεν πονούν;
Θα τα χαϊδεύω πάντα,
προστάτης τους θα γίνω.
Ποτέ δεν θα τ’ αφήνω
στους δρόμους να πεινούν.

Aν δεν μιλούν κι εκείνα
κι ο λόγος αν τους λείπει,
μήπως δεν νιώθουν λύπη,
δεν νιώθουν και χαρά;
Μήπως καρδιά δεν έχουν,
στα στήθη τους κρυμμένη,
που τη χαρά προσμένει
κι αγάπη λαχταρά;

Aκόμα κι όταν βλέπω
πως τα παιδεύουν άλλοι,
εγώ θα τρέχω πάλι
με θάρρος σταθερό,
θα προσπαθώ με χάδια
τον πόνο τους να γιάνω,
κι ό,τι μπορώ θα κάνω
να τα παρηγορώ.
όλοι μαζί γινήκαμε συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός

Κ.Καρυωτάκης

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8911
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 21 Ιαν 2021, 21:50

Βίκτωρ Ουγκώ: Το Ελληνόπουλο - L'enfant
Απόδοση στα ελληνικά: Κωστής Παλαμάς



Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ'όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ'αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ'την αφάνταστη φθορά.

Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τι ΄θελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν'αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ'το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, δε σώνει
μεσ'απ' τον ίσκιο του να βγει;

Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ΄όλα τούτα τ' αγαθά;
Πες. Τ' άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.

https://www.istorikathemata.com/2013/06 ... -Idea.html
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
bullet
Δημοσιεύσεις: 177
Εγγραφή: 11 Απρ 2020, 16:32

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από bullet » 24 Ιαν 2021, 02:51

Χρόνια εκατό πέρασαν που ο προφήτης
ο νέος, τα βαριά του λόγια άφηκε
στο δικό μας βαθύ ιερό βιβλίο,
Στην βίβλο την ιερή των κολασμένων.

Λες και κοιμούντ' εκεί δα; γοργοφτέρουγα
από άτομα σε άτομα πετούνε
κι καρδιές σπαρταρούν κι εμείς ξεκινούμε
για τον δίκαιο αγώνα
Ο θυμός μας βαθύς, σαν φωτιά
απ' την μια στην άλλη χώρα κυλά
και με κύκλο οργής περιζώνει την σφαίρα

Χρόνια εκατό δουλεύουν οι Τιτάνες
στα μυστικά τους σπήλαια η φρονημάδα
κι μυστικότητα εκεί καλά χαλκεύει
την νέα φλόγα, που στου Δια τον θρόνο
γοργά θ' ανέβει και μωρού παιχνίδι
στα θεία τα χέρια του ο κεραυνός θα μείνει
Κι ω Προμηθέα, ελεύθερος, στον βράχο
ήλιος ψηλά θ' αστράψεις του Καυκάσου
σαν τον Ιησού απ' τον βαθύ του τάφο.


Χορός των ορκισμένων εκδικητών

Πεζά- ποιητικό συμπλήρωμα 1959
Φώτη Μπασουκέα


τους είδα

Άβαταρ μέλους
Πάνας
Δημοσιεύσεις: 13769
Εγγραφή: 30 Μαρ 2018, 21:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πάνας » 25 Ιαν 2021, 22:07

Αβαιβαιότητα
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.

Το αυτό.
the end

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8911
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 07 Απρ 2021, 22:12

Γεώργιος Στρατήγης - Ποιήματα

Γεώργιος Στρατήγης (Σπέτσες 1860 – Πειραιᾶς 1938): Ποιητὴς καὶ θεατρικὸς συγγραφέας μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Καστάνιτσα Κυνουρίας.


Εἰς δημοκράτην
Τοῦ δημοκράτη δὲν ποθεῖ τὸ ρόλο πιὰ νὰ παίζει,
ἀφ᾿ ὅτου σὲ «βασιλικὸν» ἐδείπνησε τραπέζι!...

*****

Εἰς πατριώτην
Μελάνης χύνεις ποταμοὺς γιὰ τὴ φτωχὴ πατρίδα,
μ᾿ ἂν σοῦ ζητήσει τὸ αἷμα σου δὲν χύνεις μία... ῥανίδα!...

***************************************************************************************************************************
Και για το '21 .

Ὁ Ματρόζος

Περὶ τοῦ ποιήματος: Ὁ Ματρόζος, Σπετσιώτης ἀγωνιστής, ποὺ χάρισε ἀφειδώλευτα τὰ πάντα στὴν πατρίδα, τελείωνε τώρα τὴν ζωή του φτωχὸς καὶ ἀγνοημένος, ἐνῷ οἱ πρώην ναῦτες του εἶχαν γίνει καπεταναῖοι στὰ βασιλικὰ καράβια καὶ ὁ παλιὸς συμπολεμιστής του Κωνσταντῖνος Κανάρης ἦταν πρῶτος ὑπουργός. Αὐτόν, λοιπόν, τὸν Κανάρη -τοῦ ὁποίου τὴν ζωὴ εἶχε γλυτώσει κοντὰ στὴν Τένεδο- πηγαίνει νὰ συναντήσει ὁ γερο-Ματρόζος στὴν Ἀθήνα.

Ἕνας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια,
μὲ κάτασπρα μακριὰ μαλλιά, μὲ πύρινη ματιά,
σὰν πλάτανος θεόρατος γυρμένος ἀπ᾿ τὰ χιόνια,
περνοῦσε πάντα στὸ νησὶ τὰ μαῦρα γηρατειά.
Εἶναι ἀπὸ κείνη τὴ γενιὰ κι ὁ γερο-καπετάνος
ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο του τὴν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος.

Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ ἀθάνατό τους αἷμα,
ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ ἔβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔβαλαν στὴν κεφαλή σου στέμμα
καὶ ἄγνωστοι σβηστήκανε στὸ δοξαστὸ νησί.

Εἶχες ἀστέρια ὁλόλαμπρα στὸν οὐρανό σου κι ἄλλα,
μὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔλαμψαν ἤσανε πιὸ μεγάλα.
:blm:

Σὰν ἔγραψαν μὲ τὸ δαυλὸ τῆς ἱστορίας μόνοι,
χωρὶς γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἥρωες μία λέξη αὐτὴ νὰ πεῖ,
μὲ τὴν πληγή τους γιὰ σταυρὸ κι ἀτίμητο γαλόνι,
ἄλλοι στὰ δίχτυα ἐγύριζαν καὶ ἄλλοι στὸ κουπί.
Κι οἱ στολοκάφτες τῶν Σπετσῶν, τ᾿ ἀτρόμητα λιοντάρια,
μὲ τὶς βαρκοῦλες ἔπιαναν στὸ περιγιάλι ψάρια.

Ὁ γέρος μας παράπονο ποτὲ δὲ λέει κανένα,
μὰ καπετάνους σὰν ἰδεῖ μὲς στὰ βασιλικά,
ἐκείνους πού ῾χε ναῦτες του μὲ μάτια βουρκωμένα
στὰ περασμένα ἐγύριζε καὶ στὰ πυρπολικά,
καὶ ξαπλωμένος δίπλα μου, μοῦ ῾λεγε ἐκεῖ στὴν ἄμμο
πόσα καράβια ἐκάψανε στὴν Τένεδο, στὴ Σάμο.

«Παιδί μου, τώρα ἐγέρασα, παιδί μου θ᾿ ἀποθάνω»,
στὸ τέλος πάντα μοῦ ῾λεγε μ᾿ ἕν᾿ ἀναστεναγμό,
«Ἕνας Ματρόζος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ζητιάνο,
μὰ νὰ βαστάξω δὲν μπορῶ τῆς πείνας τὸν καημό.
Κλαίω ποὺ ἀφήνω τὸ νησί, θὰ πάω στὴν Ἀθήνα,
πρὶν πεθαμένο μ᾿ εὕρετε μία μέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα... :vp25:

Μοῦ λέν, ὁ καπετὰν Κωνσταντῆς, ἀπ᾿ τὰ Ψαρὰ κεῖ πέρα,
πὼς ὑπουργὸς ἐγίνηκε μεγάλος καὶ τρανός,
κι ἂν θυμηθῇ πὼς τὴ ζωή του ἔσωσα μία μέρα
ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, μποροῦσε ὁ Ψαριανὸς
νὰ κάνει τίποτε γιὰ μὲ κι ἴσως νὰ δώσουν κάτι
σ᾿ ἐκεῖνον πού ῾χε τάλαρα τὴ στέρνα του γεμάτη».

Πέντε ἕξι ἡμέρες ὕστερα ἐμπῆκε στὸ βαπόρι
κι ἀκουμπιστὸς περίλυπος ἐπάνω στὸ ραβδί,
ὡς ποὺ στὴν Ὕδρα ἔφθασε, ἐγύριζε στὴν πλώρη
τὸ λατρευτό του τὸ νησὶ ὁ γέροντας νὰ δεῖ.
Καὶ σκύβοντας τὰ κύματα δακρύβρεχτος ἐρῶτα,
πῶς φεύγει τώρ᾿ ἀπ᾿ τὸ νησὶ καὶ πῶς ἐρχόταν πρῶτα.

«Ἐδῶ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτᾷ τὸν καπετάνο
στὸ ὑπουργεῖον ἐμπροστὰ κάποιος θαλασσινὸς
ντυμένος στὰ χρυσά. «Παιδί μου, εἶναι πάνω
ὁ Κωνσταντής;». «Ποιὸς Κωνσταντής;». «Αὐτός... ὁ Ψαριανός».
«Δὲ λὲν κανένα Ψαριανό, ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο,
νὰ ζητιανέψῃς πήγαινε μὲς στὸ φτωχοκομεῖο!». :011:

Ὁ γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι
καὶ τὰ μαλλιά του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ
καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μὲς ἀπ᾿ τὰ στήθια βγάνει
μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμο φωνὴ παλληκαριοῦ:
«Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,
οἱ καπετάνοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!»

Τότε ὁ Κανάρης ποὺ ἄκουσε φιλονικία κάτου,
στὸ παραθύρι πρόβαλε νὰ δεῖ ποιὸς τὸν ζητεῖ
καὶ τὸ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε ἡ καρδιά του
καὶ νά ῾ρθει ἐπάνω διέταξε μὲ τὸν ὑπασπιστή.
Κάτι ἡ φωνὴ τοῦ γέροντα τοῦ ἐξύπνησε στὰ στήθη,
κάτι ποὺ μοιάζει μὲ ὄνειρο μαζὶ καὶ παραμύθι.

Τὸν κοίταξε τὰ μάτια του μὲς στὰ μακριά του φρύδια,
Ποὺ μοιάζανε σὰν ἀετοὺς κρυμμένους στὴ φωλιά,
στὸν καπετάνο ἐφάνηκαν μὲ τὴν φωτιὰ τὴν ἴδια,
ὅταν τὰ ἐφώτιζε ὁ δαυλὸς τὰ χρόνια τὰ παλιά.
Κι ἕνας τὸν ἄλλο κοίταζε κατάματα οἱ δυὸ γέροι,
ὁ ἡμίθεος τὸν γίγαντα, ὁ ἥλιος τὸ ἀστέρι.

«Δὲν μὲ θυμᾶσαι, Κωνσταντή;» σὲ λίγο τοῦ φωνάζει,
«γρήγορα σὺ μὲ ξέχασες, μὰ σὲ θυμᾶμαι ἐγώ!...».
«Ποιὸς τό ῾λπιζε νὰ δεῖ ποτές», ὁ γέροντας στενάζει,
«τὸν καπετάνο ζήτουλα, τὸ ναύτη ὑπουργό!...».
Καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὰ διάπλατά του στήθη,
τὴ φτώχεια του ἐλησμόνησε, τὴ δόξα του ἐθυμήθη.

«Ποιὸς εἶσαι, καπετάνο μου; Καὶ ποιό ῾ναι τὸ νησί σου;»,
ὁ Ψαριανὸς τὸν ἐρωτᾷ μὲ πόνο θλιβερό,
«πενήντα χρόνια, μιὰ ζωή, περάσανε, θυμήσου
ἀπ᾿ τῆς καλῆς μου ἐποχῆς, ἐκείνης τὸν καιρό.
Μήπως στὴν Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;
Στὴν Κῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Χῖο, στὴ Μυτιλήνη;»

Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
ἐπέρασαν ἀπ᾿ τὴν στιγμὴν ἐκείνη, σὰν φτερό.
Σὰν νὰ σὲ βλέπω Κωνσταντή, δὲ θὰ ξεχάσω αἰώνια...
Ἀκόμα στὸ μπουρλότο σου καβάλα σὲ θωρῶ...
Χρόνος δὲν ἦταν πού ῾καψες στὴ Χιὸ τὴ ναυαρχίδα
κι ἦταν ἡ πρώτη μου φορὰ ἐκείνη ποὺ σὲ εἶδα...

Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο, θυμᾶσαι; Μιὰ φρεγάδα
σ᾿ ἔβαλε ἐμπρὸς μ᾿ ἀράπικου ἀλόγου γληγοράδα
μ᾿ ὀχτὼ βατσέλα πίσω της ἐμοιᾶζαν περιστέρια
κι ἐσὺ γεράκι γύρω τους... ἐπάνω στὸ μπουρλότο,
ποὺ τὴν κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ᾿ ἀστέρια,
σὰν δαίμονας μὲς στὸν καπνὸ γλυστροῦσες καὶ στὸν κρότο.

Σὲ καμαρώνω ἀπὸ μακριά... κι οἱ ναῦτες κι ὁ λοστρόμος
μ᾿ ἐξώρκιζαν νὰ φύγουμε τοὺς εἶχε πιάσει τρόμος,
γιατὶ ἡ ἁρμάδα ζύγωνε ἐπάνω στὸ τιμόνι
θάρρος στοὺς ναῦτες σου ἔδινες... δὲν βάσταξε ἡ καρδιά μου,
σὲ μιὰ στιγμὴ χανόσουνα, σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ μόνη
καὶ «ὄρτσα! μάϊνα τὰ πανιά!» φωνάζω στὰ παιδιά μου.

Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες... μ᾿ ἀντάρα,
ὁ Τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου καμπάρα
ἀστροπελέκια καὶ φωτιὲς καὶ κεραυνοὺς πετοῦσε,
μὰ σὰν δελφίνι γρήγορα κι ἐκεῖνος ἐγλιστροῦσε.
Οἱ ναῦτες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
Κι ἐγὼ τοὺς λέω: «Τὸν Ψαριανὸ νὰ σώσω κι ἂς πεθάνω...».

Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα... καὶ δένεις τὸ μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο
τοῦ Τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε - θυμᾶσαι; Σοῦ φωνάζω,
«Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ν᾿ ἀνεβεῖς», μὰ δὲν μ᾿ ἀκοῦς κι ἀφήνεις
ἄλλοι ν᾿ ἀνέβουν... ἔσκυψα κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ σ᾿ ἀδράζω,
καὶ σ᾿ ἔσωσα κι ἐφύγαμε... μὰ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».

«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ὁ Κωνσταντὴς φωνάζει
καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
Κι ἐνῷ οἱ δυὸ γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια
στ᾿ ἄσπρα τους γένεια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,
δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι,
ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λειώνει.-


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry ... _poems.htm
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8911
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 16 Απρ 2021, 23:20

Το ποίημα αυτό του Βαλαωρίτη αναφέρεται στη γνωστή από τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια συντροφική σχέση του πολεμιστή με τη φύση και το όπλο του. O Δήμος προαισθάνεται το τέλος του και ανακοινώνει στα παλικάρια του τις τελευταίες του επιθυμίες. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μνημόσυνα (1857).

Ο Δήμος και το καριοφίλι του


Πολλάκις συμπτώσεις απλούσταται αποδίδονται παρά του λαού εις υπερφυσικάς αιτίας. Ο θάνατος μάλιστα των εξόχων πολεμιστών συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε υπό παραδόξου τινός των συμβάντος. Τα υπηρετούντα αυτούς κτήνη ως επί το πολύ θνήσκουσιν ολίγον μετ’ αυτούς, αποποιούμενα την τροφήν και ποθούντα τον κύριόν των. Ο ίππος του Καστριώτου δεν ηθέλησε να δεχθή ουδένα ποτέ άλλον επί των νώτων του, μέχρις ού ετελεύτησε. ;12218
Οι κλέφται, εζωσμένοι τα όπλα ημέραν και νύκτα και ουδέποτε παραιτούντες αυτά, φυσικόν ήτο ν’ αγαπώσι ταύτα μέχρι λατρείας. Δεν είναι σπάνιον ν’ απαντήση τις εις την δημοτικήν αυτών ιστορίαν ανήκουστα κατορθώματα, ενίοτε δε και τρομερά κακουργήματα προς κατάκτησιν ή ανάκτησιν όπλου γνωστού και περιφήμου τινός.
Ο έρως αυτών εμεγαλύνετο τόσον, ώστε εβάπτιζον αυτά ως ίδια των τέκνα. Εφήρμοζον δ’ επ’ αυτών ή εφεύρισκον ονόματα πάντη περίεργα.
«Έχω εις χείρας μου γιαταγάνιον, επονομαζόμενον Βρικόλακα», «Γνωρίζω σπάθην, καλουμένη Μαυρούχον». Ο δε περίφημος Χρήστος Μιλλιόνης έδωκε τ’ όνομά του εις το τρομερόν του όπλον, όθεν και μιλλιόνια είδος πυροβόλων, εχόντων την μορφήν και την αξίαν εκείνου.
Τίς δεν εγνώριζε το όπλον του Παλαιοπούλου επί Αλή Πασά, αλάνθαστον βροντοφώνον; Ενόμιζον αυτά τα έμψυχα και συνδιαλέγοντα προς εκείνα. Τα εκόσμουν ως ερωμένας των και θνήσκοντες ήθελον αυτά πλησίον εντός του τάφου.
Είναι ωραία η λατρεία αύτη ενός πολεμιστού!



«Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ’χυσα, σταλαματιά δεν μένει.
5
»Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο,
να ’ναι χλωρό και δροσερό, να ’ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
»Ποιός ξέρει από το μνήμα μου τί δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
10
θα ’ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ’ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
15
»Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτ’ εδώ σιμά μου
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
20
»Κι έν’ από σας το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καριοφίλι,
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:
"ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει!"
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος
25
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν,
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος,
30
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
»Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.»

Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σα να ’τανε ζαρκάδι
35
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει
«ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτα και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφίλι
40
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
45
Ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του Κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.


https://www.greek-language.gr/digitalRe ... ext_id=244
http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547 ... 05_03.html
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
ksk
Δημοσιεύσεις: 9879
Εγγραφή: 15 Απρ 2018, 12:10
Phorum.gr user: ksk
Τοποθεσία: Στην ομορφοτερη χωρα του κοσμου, στην Ελλαδα μας

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από ksk » 16 Απρ 2021, 23:46

Κωστής Παλαμάς
Ορφικός θρήνος

9

Ορφέα, Ορφέα,
οι λύκοι, οι λύκοι!
Στον Αϊδωνέα
την Ευρυδίκη.

Του κάκου η λύρα
και η μουσική.
Πέτρα είν’ η μοίρα
κι εδώ κι εκεί.

— Καταποτήρα!
Στάσου. Άκου. Ορίζω.
— Ρήγα, ό,τι πήρα
δεν το γυρίζω.

— Καταποτήρα,
δώσ’ μου την… Είναι…
— Πλάσμα σε πήρα,
Φάντασμα μείνε!

— Όλα εδώ κάτου
σβησμένη στια,
και αφρός κυμάτου,
και αχνού νυχτιά.

Κι εγώ Ίσκιος μνήσκω,
πάει, δεν τη φτάνω,
Ίσκιο τη βρίσκω,
Ίσκιο τη χάνω.

Οϊμέ! Πατέρα,
νυφούλα, οι λύκοι!
Τα πάντα ώς πέρα
μια καταδίκη.

Ζωή! Φως! Μαινάδες,
τ’ ανάβρυσμά σας
φονιάς. Μαινάδες,
κάλλιο η χτυπιά σας.
Παρατηρητής...

Άβαταρ μέλους
ksk
Δημοσιεύσεις: 9879
Εγγραφή: 15 Απρ 2018, 12:10
Phorum.gr user: ksk
Τοποθεσία: Στην ομορφοτερη χωρα του κοσμου, στην Ελλαδα μας

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από ksk » 05 Μάιος 2021, 22:33

Οδυσσέας Ελύτης
Αιώνος είδωλον

Τί σβηστήρας άραγες να υπάρχει
Για τη μέσα μας ασκήμια, τί να μετα-
Στοιχειώνει τόσων χρόνων σκλαβιά, Καίσαρες, εσείς
Από τον άλλο κόσμο, μετανοημένοι, πέστε μας
Ποιό φύλλο, ποιό πουλί, ποιός κήπος μες στη θάλασσα
Σπώντας του Μαΐου τα κύματα, να ισοσταθμίσει γίνεται
Τον πόνο
Τον σωματικό
Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε:
Ώς πότε, ώς πότε

Ατραπούς πήρα και πάλι εμπρός τους βγήκα:
Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες κι Αίγισθοι
Καθείς μ’ ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι
Τη δική του νύχτα.
Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται.
Ώς κι εκείνος ο λησμονημένος τάχατες απ’ όλους
Βασιλιάς της Ασίνης, ώς κι εκείνος ανεβαίνει, νά τος
Με σφαμένους κι ανέσφαχτους πίσω του
Το λόφο, πάγχρυσος
Προς τί; Προς τί;

Πολιό πέλαγο κι εσείς ακρόπρωρα μελανά στον αέρα
Πιο ψηλά, πιο ψηλά
Δώσετέ μου τη δύναμη
Ν’ αφαιρέσω απ’ τους μάντεις το δεινό μέλλον
Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω.
Εγώ, που από τον Ήρωα να γυρίσω πίσω εδέησε
Και να κάνω δρόμο μακρύ, αποθαρρημένος
Εωσότου τέλος, του καιούμενου από μόνου του
Μια κραυγή ζωντανή περισώσω:
Φτάνει πια, φτάνει πια

Τρέμει τρέμει μακριά, σε απόσταση χιλιάδων μύρων
Το είδωλον του αιώνος
Μες στης πίκρας τον άργυρο, λάμπει.
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει, παιδιά
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει. Όστις γαρ
Εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς
Έζησε, το γνωρίζει: ευθεία, μπροστά, και τραγουδώντας μόνον
Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι
Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι
Στο φως, στο φως, στο φως.
Παρατηρητής...

Άβαταρ μέλους
ksk
Δημοσιεύσεις: 9879
Εγγραφή: 15 Απρ 2018, 12:10
Phorum.gr user: ksk
Τοποθεσία: Στην ομορφοτερη χωρα του κοσμου, στην Ελλαδα μας

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από ksk » 10 Μάιος 2021, 20:46

Rainer Maria Rilke
Ορφεύς. Ευρυδίκη. Ερμής.

Αυτό ήταν των ψυχών το εξαίσιο μεταλλείο.
Καθώς το σιωπηλό μετάλλευμα του αργύρου
μέσα απ’ τις φλέβες του πηγαίνει, έτσι κι εκείνοι
μέσα από το σκοτάδι του πηγαίνουν. Από ρίζες μέσα
αναπηδούσε το αίμα, που έφευγε να πάει
προς τους ανθρώπους, και βαρύ φαινόταν,
καθώς πορφύρα, μέσα στο σκοτάδι.
Μα, όμως, δεν ήταν κόκκινο καθόλου.

Ήταν βράχοι εκεί και δάση
ανύπαρκτα. Γιοφύρια από κενό πάνωθε, κι εκείνο
το μέγα, γκρίζο, τυφλό τέλμα, που κρεμόταν
πάνω απ’ τον μακρινό βυθό του
σα βροχερός ουρανός πάνω από τοπίο.
Και σε λιβάδια ανάμεσα, απαλή και ραθυμία γιομάτη,
του μοναδικού δρόμου φαινόταν η χλωμή λουρίδα,
σαν ένα μακρύ ασπρόρουχο, απλωμένο.

Και τον μοναδικό αυτό δρόμο είχανε πάρει.

Προπορευόταν ο ισχνός άντρας κείνος, τυλιγμένος
σε γαλάζιο μανδύα, βουβός κι ανυπόμονος, μπροστά του
ίσια, έβλεπε. Με δαγκανιές μεγάλες
κι αμάσητες, καταβρόχθιζε τον δρόμο
το βήμα του· τα χέρια του κρεμόνταν
βαριά, κι έξω από το ρυάκισμα των πτυχών σφιγμένα
και τίποτα δεν ήξεραν πια για τη λύρα
την αλαφριά, που ’χε στ’ αριστερά του μεγαλώσει
σα ροδαριάς βλαστοί, πλεγμένοι στης ελιάς τον κλώνο.
Κι οι αισθήσεις του σα να ’ταν χωρισμένες:
ενώ, το βλέμμα, σα σκυλί έτρεχε μπροστά του,
γύριζε, ερχόταν, κι ύστερα ξανάφευγε μακριά του
και, καρτερώντας, στη επόμενη έστεκε στροφή του δρόμου —
η ακοή του, σαν άρωμα πίσω έμενε· και, σα ν’ απλωνόταν,
του φαινόταν, καμιά φορά, ίσαμε των άλλων
το περπάτημα, εκείνων των δυο, όλον τούτο
τον ανήφορο που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν.
Ύστερα πάλι, ό,τι πίσω του απόμενε δεν ήταν
παρά ο απόηχος του ανηφορίσματός του μόνο
και του μανδύα του ο άνεμος. Μα, εκείνος,
έρχονται, βέβαια, έλεγε στον εαυτό του·
και το έλεε δυνατά κι η ηχώ ακουγόταν. Βέβαια
που έρχονταν, μόνο που, κι οι δυο τους,
φοβερά αργά περπάταγαν. Αν το μπορούσε
να στραφεί πίσω μια φορά (αν δεν ήταν
το κοίταγμα αυτό προς τα πίσω, όλης ετούτης
της επιχείρησης η καταστροφή, που για πρώτη, τώρα,
φορά, αναλαβαινόταν), δε μπορεί, θα θεωρούσε
τους δυο αργοπόδαρους που, σωπαίνοντας, τον ακολουθούσαν:

τον Θεό του ταξιδιού και της μακρινής αγγελίας,
με τον ταξιδιωτικό σκούφο πάνω απ’ τα φωτεινά του μάτια,
τη λεπτή βέργα του φέρνοντας μπρος απ’ το κορμί του
και στων ποδιών τους αρμούς φτεροκοπώντας·
και στο δεξί χέρι του δοσμένη: εκείνη,
που τόσον αγαπήθηκε, ώστε, από μια λύρα
πιο πολύς θρήνος έβγαινε παρ’ όσο από μοιρολογήτρες·
ώστε ένας κόσμος θρήνου γένηκε, όπου,
για μια φοράν ακόμα, εδώ ήταν όλα: δάσος και πεδιάδα
και δρόμος και κατοικημένος τόπος, ποταμός και χωράφι
και ζώο· γύρω απ’ τον κόσμο αυτό του θρήνου,
ολότελα όπως γύρω από την άλλη γη, ένας ήλιος
κι ένας σιωπηλός ουρανός έναστρος γυρνούσεν,
ένας ουρανός θρήνου με παραμορφωμένα αστέρια—:
εκείνη, που αγαπήθηκε τόσο.

Αλλ’ εκείνη, μέσα στου Θεού το χέρι, περπατούσε
μ’ εμποδισμένο βήμα, απ’ τις μακρές ταινίες του τάφου,
αβέβαια κι ήρεμη, χωρίς ανυπομονησία.
Ήτανε, μέσα της, σαν μια μεγάλη ελπίδα
και δε σκεφτόταν τον άντρα, που προπορευόταν,
μήτε τον δρόμο, που προς τη ζωήν ανηφορούσε.
Μέσα της ήτανε. Κι ο θάνατός της
σαν αφθονία την πλημμυρούσε. Καθώς ένας
καρπός από σκοτάδι και γλύκα ζυμωμένος,
έτσι ήτανε, γιομάτη απ’ τον μεγάλο θάνατό της,
που ήταν τόσο καινούριος, ώστε τίποτα, εκείνη, δεν εννοούσε.
Σε μια καινούρια παρθενία βρισκόταν,
ασυγκίνητη: το φύλο της ήτανε κλεισμένο
σαν ένα νεαρό άνθος, προς το βράδυ.
Και τα χέρια της είχαν τόσο πολύ ξεσυνηθίσει
τον γάμο, που και του αλαφρότατου ακόμη
Θεού τ’ άγγιγμα, το άπειρα καλό, που την τραβούσε,
σαν υπερβολική, την πείραζεν, οικειότητα.

Δεν ήταν, τώρα πια, εκείνη η ξανθιά γυναίκα,
που στα τραγούδια του Ποιητή, κάποτε, ηχούσε,
ούτε του φαρδιού κρεβατιού ήταν πια το μύρο
και το νησί κι ιδιοκτησία αυτού του άντρα.
Τώρα, ήταν πια σα μακρά κόμη ξεπλεγμένη,
και σαν πεσμένη βροχή, ανεπίστρεφτα δοσμένη,
και σαν προμήθεια πολυποίκιλη διαμοιρασμένη.

Τώρα πια ήτανε ρίζα.
Κι όταν, απότομα, αίφνης,
ο Θεός τη σταμάτησε και, με θλίψη, στο ξεφώνημά του,
είπε τα λόγια: «στράφηκε πίσω κι είδε» —,
τίποτα δεν εννόησε και, σιγά: Ποιός; είπε.

Μακριά, όμως, σκοτεινός, στην έξοδο μπροστά, που διακρινόταν
καθαρά, κάποιος στεκόταν, που το πρόσωπό του,
δυσδιάκριτο ήτανε. Στεκόταν και κοιτούσε,
πως στη λουρίδα πάνω, λιβαδίσιου
μονοπατιού, με βλέμμα που το γιόμιζεν η θλίψη,
ο αγγελιαφόρος Θεός, σωπαίνοντας, εβάδιζε, ακλουθώντας
τη σκιά, που ξανάπαιρνε κιόλας τον ίδιο εκείνο δρόμο
προς τα πίσω, μ’ εμποδισμένο βήμα,
απ’ τις κυανές ταινίες του τάφου,
αβέβαιη κι ήρεμη, χωρίς ανυπομονησία.
Παρατηρητής...

Άβαταρ μέλους
Πάνας
Δημοσιεύσεις: 13769
Εγγραφή: 30 Μαρ 2018, 21:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πάνας » 15 Μάιος 2021, 14:22

Πορεία στην έρημο

Seltsam ist Propheten Lied,
doppelt seltsam, was geschieht.
Göthe

Πούθε αναβρύζει η δύναμη του ήλιου;
Πούθε αναβρεί κ’ η μεγαλοφυΐα;
Δυνάμεις φυσικές είναι κ’ οι δύο·
η μία, η χαρά του θεού, σα φως πηδάει
αστείρευτο, παντοτινή ζωή του κόσμου,
η άλλη, του ανθρώπου η δύναμη, σαν τόξο
νερού απ’ της γης ξεπήδησε τα σπλάχνα,
του Μωυσή τα πλήθη να δροσίσει
τα διψασμένα μεσ’ την έρημο, που χρόνια
με μάτια αχόρταγ’ απ’ τον πόθο αποζητούσαν
στην πολύπαθη γη της Παλαιστίνης.
Νέα ζωή στα κουρασμένα στήθη,
φτερά στα πόδια τα καμένα από την άμμο
του πολύπαθου λαού της γης το νάμα δίνει·
όσο κι’ ο δρόμος μακρινός και νάναι
κι’ όσο και αν αίμα να τον ράνει είναι γραμμένο
κι’ ο Μωυσής αν είναι να πέσει πρι αντικρίσει
τη χώρα της χαράς του, αποσταμένος
απ’ το βαρύ φορτίο των νόμων, τα παιδιά μας
τα παιδιά μας θα κατακτήσουνε την χώρα.

Χρησμοί του Βάκη 1933 Φώτης Μπασουκέας.
the end

Άβαταρ μέλους
vag_el
Δημοσιεύσεις: 2948
Εγγραφή: 12 Ιαν 2021, 01:00
Phorum.gr user: vag_el

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από vag_el » 12 Φεβ 2022, 00:32

ολα καλά,
κοιμούνται οι Ερινύες,
αμφίσημες ταυτότητες πουλάνε
στους δρόμους ,στα παζάρια ξεπουλάνε
ιχθύες,ήθη κι αμαρτίες

κι όλο μυρίζει η λεμονιά
τα τροφαντά της στήθη,
που έπλεκε σα ξόβεργα η μοναξιά
και άκουγε τα πλήθη

να κοιτάζουν με ακρίβεια
τη νύχτα που σε πήρανε
σαν μια πικρή συνήθεια
για τιμωρία σε δείρανε......
όλοι μαζί γινήκαμε συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός

Κ.Καρυωτάκης

Άβαταρ μέλους
vag_el
Δημοσιεύσεις: 2948
Εγγραφή: 12 Ιαν 2021, 01:00
Phorum.gr user: vag_el

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από vag_el » 20 Φεβ 2022, 00:49

η ντροπή κρύφτηκε,
πίσω απο τα καταγάλανα μάτια
κάτω απο το μεσημεριανό χαμόγελο
του ήλιου,
ενθουσιασμός κυριάρχησε
στο παγωμένο απο βότσαλα αίθριο
κι οι πορτοκαλιές ανθίσαν ,στο
βίαιο άγγιγμα του μύθου και της απώλειας
να στραγγίξεις τα δάκρυά σου ,στο μαντήλι
που κρύβεις στο πέτο,και ν΄αλλάξεις
τον πόνο και τον συρφετό απο τ΄απομεινάρια
σ΄αυτήν την μαύρη πύλη του εφιάλτη,
που χρόνια τώρα καρτεράει στα πυρωμένα
σύρματα,ν΄αξιώσει ο Θεός τ΄αγέρι να γίνει
θησαυρός επιείκιας στον θυμωμένο ουρανό
κάποιος είπε:αίμα μου ,
φωτεινό και πορφυρό
κύλησε και πόνεσε την ψυχή
κι εγώ εδώ τώρα,
προσπαθώ
τους ήχους μου να φτιάξω
απο την ανοιχτή πληγή
όταν μαζί σου θα τραγουδώ
όλοι μαζί γινήκαμε συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός

Κ.Καρυωτάκης

Άβαταρ μέλους
vag_el
Δημοσιεύσεις: 2948
Εγγραφή: 12 Ιαν 2021, 01:00
Phorum.gr user: vag_el

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από vag_el » 23 Φεβ 2022, 02:31

είναι μεγάλο,το δέος που νιώθω,
αισθάνομαι μικρός και αδαής,
μα μέσα στην ψυχή έχω πόθο
κι ας μη με θυμήθηκε κανείς


γράφω την έννοια μου ,
να μην ξεχνώ απο που ήρθα,
πόσα πήρα ,πόσα έδωσα ψυχή μεταξένια μου
που απ΄τα μέσα καίει η σπίθα

κι αν ποτέ μου ομολογήσεις
της καρδιάς σου το κακό
ορκίζομαι να μη ζήσεις
όσα έζησα εγώ

μεσα στην ονειροφαντασία σου
τα δάχτυλα πρησμένα 'π΄τη δουλειά
χλωμή μου ανεμώνη κι οπτασία
με τα ευωδιαστά κλαριά
όλοι μαζί γινήκαμε συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός

Κ.Καρυωτάκης

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8911
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 26 Φεβ 2022, 20:05

Αυτό εδώ το ποίημα

Εικόνα
σελ. 3 http://www.krokilio.gr/admin/BlogArticl ... /20343.pdf

ξέρει κανείς γιατί δεν το βρίσκουμε στο ινετρνέτι ή στα γκογκλοβιβλία ; :xena: Βλέπω μόνο μια αναφορά εδώ https://xartokoptis.blogspot.com/2015/03/blog-post.html και εδώ https://www.google.gr/search?q=%CE%A0%C ... =657&dpr=1

Παίζει να είναι ψευδεπίγραφο ; Ξέρει κάποιος φίλος κάτι ; :p2::p2::p2:
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ
Δημοσιεύσεις: 2139
Εγγραφή: 24 Σεπ 2019, 15:07

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ » 28 Φεβ 2022, 12:24

Αδιάγνωστης ταυτότητας μού φαίνεται, όντως.
Οπότε, ας αντιμετωπίζεται με πολλές επιφυλάξεις έως ότου τεκμηριωθεί σε κάποιο σώμα κειμένων της εποχής.
Από την αποπλανητική έλξη στον σημειωτικό τυχοδιωκτισμό μια αμφίκρημνη παλινδρομία

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Λογοτεχνία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών