Ηθική Στιχουργία , Αλέξανδρος Κάλφογλου ( 1725 - 1795/1797 ) , 1794
Ο στιχουργός αυτός της προεπαναστατικής περιόδου απευθύνεται με συμβουλές στον ανιψιό του που πάει στην Βλαχία ( Ρουμανία ). Στηλιτεύει τον Δυτικό Διαφωτισμό , τα ξενόφερτα ήθη, τους Βλάχους ( Ρουμάνους ) , τους Έλληνες, την Εκκλησία , τους άρχοντες κ.λπ. Πλην τονίζει πως ομιλεί μερικώς και ότι φυσικά υπάρχουν και πολλοί καλοί. Ολόκληρο το κείμενο καθώς και στοιχεία για τον δημιουργό υπάρχουν εδώ :
http://epet.nlg.gr/db/icon/a1966/a66_28.pdf
Θα βάλω μερικά αποσπάσματα.
Μια γεύση εθνολογικών :
_____________________________________________
Στην Βλαχιά καταφρονούσι ξένον και χωρίς δουλειά·
χωρίς αρχοντείαν, χάλια· εκεί να μη ζήσεις πλιά.
Αν πηγαίνεις ᾽ς την κοκόνα, που σ᾽ ελάτρευεν εχθές,
οι δουλεύτρες «νου ε γκάτα κοκονίτζα» λεν κι αυτές.
Μέσα είναι λιψικάνοι και κουμάσια με φορτιά,
όπου βερεσέ πωλούσι και τα γράφουν εις χαρτιά.
Τώρα, μετά την ειρήνην, έμειν᾽ ένας πειρασμός,
χαρτιά, λούξον, ασωτεία και σαρδαναπαλισμός.
Για σπατάλην, ασωτείαν, μια μουσία δεν αρκεί·
βερεσέ τ’ άλλ᾽ αγοράζουν για συνήθειαν κακή.
Δι᾽ αυτά κατ᾽ έτος δίδουν ιντερέσον χρονικόν·
λιψικάνους αναπαύουν με σινέτια των μουλκιών.
Ει τι ᾽κέρδισεν ο άρχων, τα ᾽χασεν εις τα χαρτιά,
᾽ξώδευσεν εις εγλεντζέδες, έφαγ᾽, έζησε πλατιά.
Και προσμένει πάλιν άλλην αρχοντείαν με δουλειά,
να κερδίσει, να πληρώσει νέα χρέη και παλιά.
Της Βλαχίας η φιλία γυμνή λέξις και σαπρά,
ανεψιέ, να μη πιστεύσεις ότι είναι σταθερά.
Αγκαλά το πλείστον μέρος έντιμ᾽ είναι ευγενείς,
συνετοί, πεπαιδευμένοι, να τους σέβεται κανείς.
Αν τα περί της θρησκείας εξετάσεις, απορείς·
ευσεβείας θεωρίαν εις ολιγοστούς θα ᾽βρεις,
ότ᾽ εις μερικούς ακμάζει αθεΐα πρακτική,
έχουν πίστιν χωρίς έργα και Θεόν ως εθνικοί.
Για μανίαν εις τας μόδας και φλωριά διά χαρτιά,
᾽ς την ψυχήν τους βάζουν φλόγας και εις τους πτωχούς φωτιά.
Η ισχύς εκεί ᾽ναι νόμος, αδικία, αρπαγή,
πολυτέλει᾽ ασωτεία, όλων των κακών πηγή.
Πλην τ’ αδίκως κερδαιμένα, θα τα βλέπεις προφανώς,
εις τας χείρας των αρχόντων ευθύς γίνονται καπνός.
Διά γούνες και καρέτες και τραπέζια και χαρτιά,
σπίτια, μούλκια ᾽ς το μεζάτι, μερικοί να ζουν πλατιά.
Δεν ακούς εκεί θρησκείαν, ούτε λόγον αρετής,
όθεν νέοι, νέες είναι ᾽ς το κακόν επιρρεπείς.
Πίστιν, δόγματα θρησκείας ή κατήχησιν τινά
να διδάσκουν ᾽ς την Βλαχίαν, δεν εφάνη πουθενά.
Εις σοχπέτι ούτε λέξις περί εντολών Θεού·
φυσική η γλωσσαλγία είν᾽ εκείνου του λαού.
Όλοι έχουν διδασκάλους και σχολεία του κοινού
και διδάσκονται οι νέοι μύθους του Λουκιανού.
Μυστηρίων εκκλησίας, γνώσιν θείων εντολών
δεν μανθάνουν, δεν ακούουν ουδέν μάθημα καλόν.
Προκομμένος, νέος, άρχων, τερμπιές, ανήρ σοφός
δεν πηγαίν᾽ εις εκκλησίαν, γαλλικόν ότ᾽ έχει φως.
Θείον λόγον δεν ακούει από άμβωνος κανείς·
Θεού λόγον αγνοούσι και παιδία και γονείς,
όθεν νέον εις τα θεία δεν θα δγεις με προκοπή·
εκεί περί ευσεβείας είναι άκρα σιωπή.
Το σοχπέτι των συνήθως αισχρά είναι λακιρδιά,
λόγι᾽ αρσίζικα γονέων, να γλενδίσουν τα παιδιά.
Κατακρίσεις, γλωσσαλγίαι κάθε συναναστροφή,
την συκοφαντίαν έχουν μεζελίκι και τροφή.
Τούτο γίνεται σχολείον εις τ’ αθώα των παιδιά,
τα οποία ανατρέφει κακών δούλων συνοδιά.
Είδ᾽ απείθειαν των νέων υπέρ έννοιαν νοός,
τον διδάσκαλον να δείρει ενός άρχοντος υιός.
Σέβας, συστολήν και φόβον και θρησκείας ηθικόν
δεν μανθάνουν, όθεν κλίνουν ᾽ς το ζωώδες φυσικόν.
Παραιτούν αχρείων δούλων την αισχράν ανατροφήν
και πληρώνουν κατζαούνην* διά συναναστροφήν.
Και μανθάνουν δέκα χρόνους ένα-δυο ελληνικά,
άλλους τόσους ᾽ς τον Φραντζέζον πέντε λέξεις γαλλικά!
Απ᾽ εκείνον πλιά μανθάνουν της θρησκείας τας αρχάς
εις ολέθρια βιβλία, εις φθοροποιάς πηγάς.
Λέγουν· «έχομεν βιβλία και ρομάντζα γαλλικά·
όλα τ’ άλλα τα βιβλία είναι μελαγχολικά.
Είμεθα πεφωτισμένοι, φιλοσόφων μαθηταί
και οι συγγραφείς οι πρώην ήτον όλ᾽ υποκριταί!»
Και ᾽ς την Πόλιν πολλοί νέοι άρχισαν να φωτισθούν,
από Γάλλους αθεΐας δόγματα να διδαχθούν.
Και παντού φυγάδες Γάλλοι μας διδάσκουν φωτισμόν·
της πατρίδος των σοφία έφερεν αφανισμόν.
Εκκλησίας και νηστείας, προσευχάς και τα λοιπά
κάθε νέος φωτισμένος ᾽ς το εξής δεν αγαπά.
Χαλταρίζουν διδασκάλοι, λεν κι αδίδακτοι γονείς·
«ημείς είδαμεν Φραντζέζους, Νέμτζους, Ρώσους ευγενείς·
πλέον είδαμ᾽ Ευρωπαίους και Φραντζέζους ευμαθείς·
οι διδάσκαλ᾽ οι Ρωμαίοι είναι όλοι αμαθείς!»
Όλ᾽ οι νέοι και οι νέες ταύτ’ ακούουν με χαρά·
ως πανώλη διεδόθ᾽ η των ηθών διαφθορά.
αν διδάσκαλός τις Έλλην διδαχθεί τα γαλλικά,
ως φιλόσοφος κηρύττει ότ᾽ είν᾽ όλα φυσικά.
Κατζαούνηδες* χυδαίοι, ᾽ς την θρησκείαν των τυφλοί,
χάλτια, μύθους τους διδάσκουν, βαρβαρότητα πολλή.
Καταλύουσ᾽ οι τοιούτοι, κρέας τρων αραδικώς·
«αδικία, ασελγεία», λέγουν, «νόμος φυσικός!»
Λόγος του Ευαγγελίου και κανών είν᾽ οχληρός
εις εκείνους, που φωτίζουν φλόγες γαλλικού πυρός.
Κι οι γονείς των κατ᾽ ολίγον άρχισαν να φωτισθούν,
’ς τες σαρακοστές να τρώγουν κρέας, να μην αρρωστούν.
Όθεν με αυτά τα φώτα, με φραντζέζικα χαρτιά,
αναιδώς οι νέοι βάζουν εις τα σπίτια των φωτιά.
Για τις άγνωστες λέξεις δείτε το λινκ παραπάνω όπου εξηγούνται όλες.
* Το "κατζαούνης" σημαίνει τον φυγά , ληστή , φυγόδικο. Δεν είμαι σίγουρος με ποια υποτιμητική έννοια χρησιμοποιείται εδώ.
Ίσως να ονόμαζαν για κάποιον λόγο έτσι οι λατινόφωνοι της Βαλκανικής τους ελληνόφωνους , αφού αυτοί δίδασκαν τα ελληνικά όπως φαίνεται απ' τους στίχους. Όποιος άλλος φίλος ξέρει ας πει.
( συνεχίζεται )