Καλώς ήρθατε στο Phorum.com.gr Είμαστε εδώ πολλά ενεργά μέλη της διαδικτυακής κοινότητας του Phorum.gr που έκλεισε. Σας περιμένουμε όλους! https://www.phorum.com.gr/
Μεσάνυχτα και λείπετε, αδερφούλες μου.
Σαλεύει θλιβερό το κυπαρίσσι.
Τις κάμαρες θ' ανοίξω που στοιχειώσανε,
τ' αγέρι κι η νυχτιά ναν τις γιομίσει.
Άνε με πάρει ο ύπνος, μέσα στ' όνειρο
θα 'ρθει κάποια από σας να ξυπνήσει.
Πού πήγατε, αδερφούλες μου, κι απόμεινα
μονάχη μες στο σπίτι μας και ξένη;
Στην άρπα, που ενοστάλγησε τα δάχτυλα,
η αράχνη τον καημό μου τον υφαίνει.
Τα χέρια μου, όπως δένω κι όπως θλιβομαι,
με βλέπει αντίκρυ ο σκύλος και σωπαίνει.
Τι να 'φταιξα και ασπρίζουν στο τρισκόταδο,
σαν τάφοι, τ' αδειανά σας τα κρεβάτια;
Ποτέ του γυρισμού το γλυκοτράγουδο,
ποτέ δε θαν το πουν τα σκαλοπάτια;
Πώς ξεχειλά σα δάκρυον, αδερφούλες μου,
η αγάπη στα μεγάλα μου τα μάτια!
Κωστας Καρυωτακης
Guevara
Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: Καμάρι μου κοιμήσου.
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ’ είδες και που σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.
Ποιος το ‘λεγε, ποιος το ‘λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι,
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό τ’ αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει από τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.
Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι).
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιειτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένη μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του
μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα
κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια
Νίκος Καββαδίας
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Δημοσιεύτηκε: 11 Ιαν 2024, 23:29
από micmic
Mariana (Alfred Tennyson)
With blackest moss the flower-plots
Were thickly crusted, one and all:
The rusted nails fell from the knots
That held the pear to the gable-wall.
The broken sheds look'd sad and strange:
Unlifted was the clinking latch;
Weeded and worn the ancient thatch
Upon the lonely moated grange.
She only said, "My life is dreary,
He cometh not," she said;
She said, "I am aweary, aweary,
I would that I were dead!"
Her tears fell with the dews at even;
Her tears fell ere the dews were dried;
She could not look on the sweet heaven,
Either at morn or eventide.
After the flitting of the bats,
When thickest dark did trance the sky,
She drew her casement-curtain by,
And glanced athwart the glooming flats.
She only said, "The night is dreary,
He cometh not," she said;
She said, "I am aweary, aweary,
I would that I were dead!"
Upon the middle of the night,
Waking she heard the night-fowl crow:
The cock sung out an hour ere light:
From the dark fen the oxen's low
Came to her: without hope of change,
In sleep she seem'd to walk forlorn,
Till cold winds woke the gray-eyed morn
About the lonely moated grange.
She only said, "The day is dreary,
He cometh not," she said;
She said, "I am aweary, aweary,
I would that I were dead!"
About a stone-cast from the wall
A sluice with blacken'd waters slept,
And o'er it many, round and small,
The cluster'd marish-mosses crept.
Hard by a poplar shook alway,
All silver-green with gnarled bark:
For leagues no other tree did mark
The level waste, the rounding gray.
She only said, "My life is dreary,
He cometh not," she said;
She said "I am aweary, aweary
I would that I were dead!"
And ever when the moon was low,
And the shrill winds were up and away,
In the white curtain, to and fro,
She saw the gusty shadow sway.
But when the moon was very low
And wild winds bound within their cell,
The shadow of the poplar fell
Upon her bed, across her brow.
She only said, "The night is dreary,
He cometh not," she said;
She said "I am aweary, aweary,
I would that I were dead!"
All day within the dreamy house,
The doors upon their hinges creak'd;
The blue fly sung in the pane; the mouse
Behind the mouldering wainscot shriek'd,
Or from the crevice peer'd about.
Old faces glimmer'd thro' the doors
Old footsteps trod the upper floors,
Old voices called her from without.
She only said, "My life is dreary,
He cometh not," she said;
She said, "I am aweary, aweary,
I would that I were dead!"
The sparrow's chirrup on the roof,
The slow clock ticking, and the sound
Which to the wooing wind aloof
The poplar made, did all confound
Her sense; but most she loathed the hour
When the thick-moted sunbeam lay
Athwart the chambers, and the day
Was sloping toward his western bower.
Then said she, "I am very dreary,
He will not come," she said;
She wept, "I am aweary, aweary,
Oh God, that I were dead!"
Μὰ τρέμω μήπως δίπλα μου, κοντά μου ἴσως πολύ,
κι ἂς μὴ τὴ βλέπω, βρίσκεται χρόνια καὶ τὴν ἀφήσω,
μιά ὕπαρξη ἁγνή, μια ἁπλὴ καρδιά, ποὺ σβήνει σιωπηλή,
χωρὶς νὰ τὴ γνωρίσω...
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Δημοσιεύτηκε: 20 Ιαν 2024, 00:29
από Ελ_ρία
Κάποιος σκάβει στο υπόγειο
Είναι μέρες τώρα
που γύρω στα μεσάνυχτα
ακούω κάποιον στο υπόγειο να σκάβει
Σκάβει αργά
χωρίς να βιάζεται
(Χ. Λάσκαρης)
Re: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ
Δημοσιεύτηκε: 28 Ιαν 2024, 00:14
από Ελ_ρία
Τώρα οι βιολέτες δεν φουντώνουν
Μόνο τα δάχτυλα του χρόνου
άσπρα και λεπτά
ηχούν στα πλήκτρα της ψυχής σου
μια μελωδία της αβύσσου.
Δίχως αυτά
ο ήλιος θα βούλιαζε στη δύση.
ζεστή θα σε είχε προσαρτήσει
το τίποτα.
Do not go gentle into that good night,
Old age should burn and rave at close of day;
Rage, rage against the dying of the light.
Though wise men at their end know dark is right,
Because their words had forked no lightning they
Do not go gentle into that good night.
Good men, the last wave by, crying how bright
Their frail deeds might have danced in a green bay,
Rage, rage against the dying of the light.
Wild men who caught and sang the sun in flight,
And learn, too late, they grieved it on its way,
Do not go gentle into that good night.
Grave men, near death, who see with blinding sight
Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
Rage, rage against the dying of the light.
And you, my father, there on the sad height,
Curse, bless, me now with your fierce tears, I pray.
Do not go gentle into that good night.
Rage, rage against the dying of the light.
Εγώ να σε δέρμα
εγώ να σε πόρτα
εγώ να σε παράθυρο
εσύ να με κόκαλο
εσύ να με ωκεανό
εσύ να με τόλμη
εσύ να με μετεωρίτη
Εγώ να σε χρυσό κλειδί
εγώ να σε εκπληκτική
εσύ να με παροξυσμό
Εσύ να με παροξυσμό
και να με παράδοξο
εγώ να σε κλειδοκύμβαλο
εσύ να με σιωπηλά
εσύ να με καθρέφτης
εγώ να σε ρολόι
Εσύ να με αντικατοπτρισμό
εσύ να με όαση
εσύ να με πουλί
εσύ να με έντομο
εσύ να με καταρράκτη
Εγώ να σε σελήνη
εσύ να με σύννεφο
εσύ να με πλημμυρίδα
Εγώ να σε διάφανη
εσύ να με ημίφως
εσύ να με ημιδιάφανο
εσύ να με άδειο πύργο
και να με λαβύρινθο
Εσύ να με παράλλαξη
και να με παραβολή
εσύ να με όρθιο
και πλαγιασμένο
εσύ να με πλάγιο
Εγώ να σε ισημερία
εγώ να σε ποιητή
εσύ να με χορό
εγώ να σε ιδιαίτερη
εσύ να με κάθετο
και πατάρι
Εσύ να με ορατό
εσύ να με σιλουέτα
εσύ να με άπειρα
εσύ να με αδιαίρετο
εσύ να με ειρωνεία
Εσύ να με εύθραυστο
εγώ να σε φλογερή
εγώ να σε φωνητικά
εσύ να με ιερογλυφικό
Εσύ να με διάστημα
εσύ να με καταρράχτη
εγώ να σε καταρράχτη
με τη σειρά μου αλλά εσύ
εσύ να με ρευστό
εσύ να με πεφταστέρι
εσύ να με ηφαιστειακό
εμείς να μας συντρίψιμοι
Εμείς να μας σκανδαλωδώς
μέρα και νύχτα
εμείς να μας ακόμα και σήμερα
εσύ να με εφαπτόμενο
εγώ να σε ομόκεντρη
Εσύ να με διαλυτό
εσύ να με αδιάλυτο
εσύ να με ασφυκτιώντας
και να με ελευθερώτρα
εσύ να με συντριπτική
Εσύ να με ίλιγγο
εσύ να με έκσταση
εσύ να με παθητικά
εσύ να με απόλυτα
εγώ να σε απούσα
εσύ να με παράλογο
Εγώ να σε ρουθούνι
εγώ να σε κόμη
εσύ να με στοιχειώνεις
εγώ να σε στήθος
εγώ προτομή το στήθος σου μετά να σε πρόσωπο
εγώ να σε μπλούζα
εσύ να με οσμή εσύ να με ίλιγγο
εσύ γλιστράς
εγώ να σε μπούτι εγώ να σε χαϊδεύω
εγώ να σε ριγώ
εσύ να με δρασκελίζεις
εσύ να με ανυπόφορο
εγώ να σε αμαζόνα
εγώ να σε λαιμό εγώ να σε κοιλιά
εγώ να σε φούστα
εγώ να σε ζαρτιέρα εγώ να σε κάλτσα εγώ να σε Μπαχ
ναι εγώ να σε Μπαχ για κλειδοκύμβαλο βυζί και φλάουτο
εγώ να σε τρέμουσα
εσύ να με γοητεύεις εσύ να μ’ απορροφάς
εγώ να σε διεκδικώ
εγώ να σε διακινδυνεύω εγώ να σε σκαρφαλώνω
εσύ να με αγγίζεις
εγώ να σε κολυμπώ
αλλά εσύ εσύ να με στροβιλίζεις
εσύ να με ελαφροαγγίζεις εσύ να με περιζώνεις
εσύ να με σάρκα πετσί δέρμα και δάγκωμα
εσύ να με μαύρο σλιπ
εσύ να με κόκκινες χορεύτριες
κι όταν εσύ δεν ψηλό τακούνι τις αισθήσεις μου
εσύ οι κροκόδειλοι
εσύ οι φώκιες εσύ τις μαγεύεις
εσύ να με σκεπάζεις
εγώ να σε ανακαλύπτω εγώ να σε επινοώ
κάποτε εσύ να παραδίνεσαι
εσύ να με υγρά χείλη
εγώ να σε απελευθερώνω εγώ να σε παραληρώ
εσύ να με παραληρείς και να με παθιάζεις
εγώ να σε ώμο εγώ να σε σπόνδυλο εγώ να σε αστράγαλο
εγώ να σε βλεφαρίδες και κόρες του ματιού
και αν εγώ δεν ωμοπλάτη πριν από τους πνεύμονές μου
ακόμα κι από απόσταση εσύ να με μασχάλες
εγώ να σε ανασαίνω
μέρα και νύχτα να σε ανασαίνω
εγώ να σε στόμα
εγώ να σε ουρανίσκο εγώ να σε δόντια εγώ να σε γρατζουνίζω
εγώ να σε αιδοίο εγώ να σε βλέφαρα
εγώ να σε ανάσα
εγώ να σε μηρό
εγώ να σε αίμα εγώ να σε λαιμό
εγώ να σε γάμπες εγώ να σε βεβαιότητα
εγώ να σε μάγουλα εγώ να σε φλέβες
εγώ να σε χέρια
εγώ να σε ιδρώτα
εγώ να σε γλώσσα
εγώ να σε αυχένα
εγώ να σε ταξιδεύω
εγώ να σε σκιά εγώ να σε σώμα και να σε φάντασμα
εγώ να σε αμφιβληστροειδή μες στην ανάσα μου
εσύ να με ίρις
εγώ να σου γράφω
εσύ να με σκέφτεσαι.
Τρεκλίζοντας διαβήκαμε τις περιστρεφόμενες
πόρτες. Στη δύση της, η νύχτα καθιστούσε
ακόμη δυνατή την ύστερη στύση, κι η πρώτη μέθη
επέστρεφε τα πρέπει. Χαρτοκόπτης τα νιάτα σου,
αναίμακτα ξεφύλλιζαν τα συναισθήματά μου.
Τα χέρια σου άφηνα να με τρυγούν,
τα λόγια σου να με παρηγορούν
κι η σκέψη σου να με πληγώνει.
Ταυτόχρονα, όποιος αγαπά μπορεί
και να μην αγαπιέται, κι εγώ απόψε
αγάπη μου, διψάω. Τώρα που πίνω μόνος μου,
αμέσως ξημερώνει.
(Σ.Παστάκας)