O Ευάλωτος Τρίκις

Πεζογραφία, ποίηση, γλώσσα και γραπτός λόγος, βιβλία
Άβαταρ μέλους
Otto Weininger
Δημοσιεύσεις: 29741
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Otto Weininger » 06 Μάιος 2020, 13:55

:smt038


"Beauty slept and angels wept
For Her immortal soul
In this response, all evil chose
To claim her for their very own"


Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 11 Ιουν 2020, 09:55

12

Ο Τρίκι Τράκας έχοντας πιει τρία ουισκάκια δρασκέλισε ικανοποιημένος το κατώφλι του σκοτεινού καταγωγίου. Βαθιά ικανοποιημένος και σε μία έκσταση προσμονής που μόνο μέσω του αλκοόλ μπορεί να επιτευχθεί αισθανόταν και πολύ σημαντικός. Μεγάλος κι απαραίτητος σα να ‘χε 150 μπάτσους σε κάθε περιοχή της πόλης, σε κάθε φανάρι και stop που θα σταματούσαν την κυκλοφορία για να περάσει.
Η Ανδρέα είχε σταματήσει μπροστά του και κάτι έψαχνε στο μικρό της τσαντάκι. Μάλλον το κραγιόν της, χε, γυναίκες.
Ήταν σίγουρος ότι θα την γαμούσε, ακόμα και σήμερα ίσως, γιατί κατά την διάρκεια της βραδιάς και σε ανύποπτο χρόνο έκανε μία κίνηση που την πρόδωσε. Του έφτιαξε το γιακά του πουκαμίσου.
- Ορίστε. Είπε όταν τακτοποίησε τον γιακά του Τρίκι, κι εννοούσε, ετοιμάσου αγόρι μου, Θα με γαμήσεις αλύπητα απόψε.

Στην καλή του διάθεση συνέβαλε και το γεγονός ότι για πρώτη φορά και με μια ωραία γυναίκα, τι ωραία δηλαδή, μουνάρα. Δεν ήταν νευρικός.
Ίσως είχε να κάνει λίγο με το ότι ήταν από τη Ρουμανία και γενικά δεν είχε και πολύ σεβασμό για οτιδήποτε προερχόταν από εκεί αλλά δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε ήταν ότι όλο το βράδυ η καλή του διάθεση πήγαινε συντροφιά με μια ήπια γεμάτη προσμονή στύση.
Στάθηκε λοιπόν στην Βασιλίσσης Άννας και Αγίου Κοσμά του Αιτωλού γωνία και δίπλα σε γκράφιτι που αναφωνούσαν ‘μόνη μας πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια’ και ‘γαμώ τα μουνιά σας φασίστες πουσταριά’ ο Τρίκις έμεινε να κοιτάζει την Αντρέα. Είχε βγάλει κάτι από την τσάντα της τώρα και η λάμψη του αντικειμένου παιχνίδιζε στο φως του λιτά φωταγωγημένου δρόμου. Ο Τρίκις κοίταξε προσεκτικότερα.
Η Αντρέα κρατούσε ένα σουγιά.
Ο ουρανός είχε το χρώμα κόρακα και η Αντρέα κρατούσε ένα μαχαίρι.
Μπροστά της, στα πέντε περίπου μέτρα, ήταν παρκαρισμένη μια Mercedes S class τελευταίο μοντέλο. Απαστράπτουσα, μαύρη, υπεροπτική. Χωρίς συμβιβαστικές τάσεις προς το μικρό δρομάκι. Μια ωραία και σοβαρή Mercedes.
Η Αντρέα την πλησίασε, ακούμπησε το μαχαίρι στην πίσω πόρτα, πίεσε και έσυρε. Η Mercedes ξεφλουδίστηκε.
Ο Τρίκις έμεινε να κοιτάζει με μια αναιμική αίσθηση, σαν περήφανος πατέρας που ανακαλύπτει για πρώτη φορά ότι κάτι δεν πάει καλά με την κόρη του. Η Αντρέα του έγνεψε να πλησιάσει. Η κίνηση του κεφαλιού της ήταν αργή και έφερε μαζί της έναν ήχο από τσέλα και βιολιά, ήταν αρκετά σίγουρος ο Τρίκις ότι η μουσική δεν προερχόταν από κανένα ανοιχτό παράθυρο. Η μουσική ήταν αποκλειστική παραγωγή του γνεψίματος της Αντρέα. Πλησίασε.
Στην πίσω πόρτα ήταν τώρα χαραγμένη μια καρδιά με τα αρχικά του Τρίκι και της Αντρέα μέσα.
« και γω έχω γρατζουνίσει αυτοκίνητο» σκέφτηκε ο Τρίκις «δεν είναι και τίποτα αυτό, και ‘γω το ‘χω κάνει, με κλειδί. Κι όταν με έπιασε ο μπάρμπας του απείλησε πως θα με πάει στην ασφάλεια, ποια ασφάλεια; Εγώ ήμουν ο φουκαράς 13ων και αυτός ο μαλάκας ήθελε να με πάει στην ασφάλεια, ούτε που την ήξερα αυτή την ασφάλεια, επειδή γρατζούνισα λέει, ο τίποτας, το αυτοκίνητό του. Έτσι με έβαλε για κάποιο λόγο να δώσω έναν έναν όλους τους συμμαθητές μου ότι το έκαναν λέει κι αυτοί άλλες φορές. Και γω τους έδωσα όλους τους συμμαθητές μου. Τον οδηγούσα από σπίτι σε σπίτι και κούρνιαζα στο πίσω κάθισμα για να μη με δούνε που έγινα ρουφιάνος. Στο πίσω κάθισμα του γρατζουνισμένου του αμαξιού.»
Παράλληλα ωστόσο με την απόπειρα δικαιολόγησης της αλλόκοτης πράξης της Αντρέα, απόπειρα αναμφισβήτητα προερχόμενη εκ της βουβωνικής χώρας του, ο Τρίκις βίωνε και μια άλλη, τραγική και αναπόφευκτη ετούτη, αίσθηση. Αυτή η δεύτερη μετριόταν σε χρόνο έκθεσης σε φυσικά στοιχεία. Σκέψου να οδηγάς με φουλ γκάζια και ανοιχτό παράθυρο ενώ ταυτόχρονα μια προαναγγελθείσα ψύξη να γλείφει περιπαθώς ένα συγκεκριμένο ευάλωτο σημείο στο κορμί σου. Έτσι αισθανόταν ο Τρίκις.
Η Αντρέα σφίχτηκε επάνω στο μπράτσο του. Συρρικνώθηκε, συγκολλήθηκε και τυλίχτηκε την αρρενωπή του προστασία. Κάπου είχε διαβάσει ο Τρίκις ότι ήταν η μυρωδιά τεστοστερόνης που έλκυε το θηλυκό. Αν κι ο Τρίκις δεν μπορούσε να την εντοπίσει επάνω του σίγουρα ήταν κάπου εκεί. Ευθύς αμέσως και αναφορικά με το αυτοκίνητο κατέληξε σε δύο πιθανά συμπεράσματα: είτε η Mercedes κακώς ήταν παρκαρισμένη στο συγκεκριμένο σημείο, είτε ήταν μέρος κάποιου πανεπιστημιακού πειράματος κάποιου κλάδου της ψυχολογίας όπου φοιτητές παρακολουθούσαν από κάποιο παράθυρο και σημείωναν ακριβώς το χρόνο που θα έπαιρνε μέχρι το αυτοκίνητο πολυτελείας κινούσε για το δρόμο προς τον βανδαλισμό. Ήταν άλλωστε μόνο θέμα χρόνου.

Ο Τρίκις αφέθηκε στο σφίξιμο της Αντρέα με ανυποψίαστη γενναιοδωρία. Έτσι ήταν ο Τρίκις. Ακτινοβολούσε προστατευτισμό. Σκεφτόταν όλα τα θαυμάσια πράγματα που θα της έκανε όταν θα γυρνούσαν σπίτι του. Κι αυτή η εγχάραξη επάνω στο ξένο αμάξι όμως… τι στον πούτσο; Κι όμως. Λειτουργούσε θετικά. Ήταν μια πολλά υποσχόμενη προσθήκη στο προκαταρτικό ερωτικό παιχνίδι. Ποιός θα μπορούσε να πει τι θα έκανε ένα τέτοιο πλάσμα στο κρεβάτι, στον καναπέ, μέσα στην ντουλάπα, φτάνει να μην χύσω γρήγορα, δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να χαίρεσαι για όσο περισσότερο μπορείς ένα πανέμορφο γυναικείο κορμί με όλους τους τρόπους που θα μπορούσες να μηχανευτείς, κι αυτό το κορμί ήταν έτοιμο για πάρσιμο, φτάνει να μην χύσω γρήγορα και ξευτιλιστώ.
Ο Τρίκις ένιωθε τους παλμούς της άγριας καρδιάς του στους όρχεις, έσφιξε λίγο περισσότερο την Αντρέα επάνω του και άφησε το χέρι του να γλιστρήσει χαμηλά πάνω από τα αλαβάστρινα κολομέρια της. Αυτή έγειρε το πρόσωπο της ψάχνοντας το δικό του με κλειστά μάτια. Όταν τα χείλη της βρήκαν τα δικά του έχωσε την γλώσσα της μέσα στο στόμα του με τέτοια πρωτοφανή λύσσα, με τέτοιο απόλυτο δόσιμο που ο Τρίκις έλιωσε εκσπερματώνοντας μέσα στο εσώρουχό του.
Το σχέδιο του από δω και πέρα θα ήταν να περπατήσουν αργά και ρομαντικά σαν σε παλιό μιούζικαλ μέχρι το σπίτι για να δοθεί η ευκαιρία στον Τρίκι να ανασυνταχτεί.
Λίγο πιο κάτω βρέθηκαν μπροστά σε τρεις άστεγους που έστρωναν τα χάρτινα στρώματα τους για να κοιμηθούν μπροστά από μια βιτρίνα καταστήματος. Κρίμα η αλήθεια, κρίμα οι άνθρωποι, αλλά καλά είναι να μην κοιτάμε πολύ προς τα εκεί. Αυτοί τόσο άτυχοι. Εμείς τόσο ερωτευμένοι. Ε κι αν κοιτάξουμε λίγο δεν πειράζει. Ο έρωτας τα σκεπάζει όλα με μια τόσο γιορτινή αύρα. Η Αντρέα ξεγλίστρησε με ευλυγισία από την χαλαρή αγκαλιά του Τρίκι και πλησίασε έναν από τους αστέγους. Τον μεσαίο.
- Έλα. Αυτό μπορείς να το κρατήσεις. Του είπε και έκανε να του δώσει το στιλέτο.
Ο άστεγος έσμιξε τα βρώμικα φρύδια του. Ήταν νέος στο κουρμπέτι και καθόλου συνηθισμένος σε αυθόρμητες προσφορές μαχαιριών από αγνώστους.
Ο Τρίκις από την άλλη δεν άντεχε στη σκέψη ότι η Αντρέα, το όμορφο κορίτσι του, συναναστρεφόταν με ζητιάνους, άστεγους και ας το παραδεχτούμε, αποβράσματα της κοινωνίας. Πλησίασε, γονάτισε κι αυτός μπροστά στον άστεγο. Μια αφίσα κολλημένη στην κολόνα ανακοίνωνε πως η κυβέρνηση ήταν έτοιμοι να επιστρέψει στους πολίτες 18,8 εκατομμύρια από τα ταμεία της. Είδες το κράτος, και από τα ταμεία του μάλιστα. Μπράβο. Ε ρε και να τα ‘χα εγώ αυτά τα εκατομμύρια…
Ο ζητιάνος άπλωσε το χέρι για να πάρει το μαχαίρι. Ήταν αδιανόητο να ακουμπήσει το κορίτσι του ο βρωμιάρης. Ο Τρίκις σαν άλλος Χριστός που ευλογεί μια προσφορά έκανε πονηρά να τραβήξει το χέρι της Αντρέα αλλά λόγω λάθους υπολογισμού κι ενώ δείκτης, αντίχειρας και μέσος δάκτυλος ήρθαν σε επαφή με την λούστρινη θεόχρηστη επιδερμίδα της Αντρέα, παράμεσος και μικρό δακτυλάκι αλίμονο σύρθηκαν στο σεληνιακό τοπίο του χεριού του ζητιάνου. Ανατρίχιασε. Σκέφτηκε άθελα του πως θα ήταν να πιάσει το κρανίο του ζητιάνου στα χέρια του και να το συνθλίψει. Αυτή η επαφή δεν θα του ήταν τελείως δυσάρεστη. Σίγουρα όμως θα δυσαρεστούσε την Αντρέα. Αν και ασυνήθιστο κορίτσι που της άρεσαν ασυνήθιστες πράξεις μάλλον η σύνθλιψη του κεφαλιού του αστέγου θα μπορούσε να θεωρηθεί και ασέβεια από αυτήν. Σαν να είχε αγοράσει ένα γατάκι που εγώ ευθύς αμέσως μετά θα έπνιγα.
Όχι. Αν όμως έπιανα το κρανίο του και τον φιλούσα θα την ευχαριστούσε. Ναι.
Μα ακόμα κι ο Χριστός λέει τέτοιο ήταν το σινάφι του. Όλοι γυρνούσαν ξυπόλητοι και κοιμόντουσαν στους δρόμους. Περνούσαν τις μέρες τους σαν κοινοί επαίτες. Κι αν ο άστεγος εκεί μπροστά τους ήταν ο Χριστός; Πάω στοίχημα ότι δεν το σκέφτηκες αυτό Τρίκι αγόρι μου.
Η Αντρέα σηκώθηκε και συνέχισε το περπάτημα της.

- Εντάξει. Το πήρες το δωράκι σου. Ο Τρίκις απευθύνθηκε στον άστεγο.

Ο Τρίκις δεν αντιστάθηκε μια μικρή καρπαζιά στον άστεγο.

- Τι κάνεις ρε φίλε; Ο άστεγος διαμαρτυρήθηκε.
- Πρόσεξε τις φλέβες να τις κόψεις κατά μήκος έ;
- Τι λες ρε φίλε; Είπε ο άστεγος και έσφιξε το μαχαίρι.

Ο Τρίκις ένιωσε τον θυμό του να φουντώνει απότομα. Αγνώμονα σκυλιά της κοινωνίας. Δεν προλαβαίνεις να τους χαρίσεις ένα μαχαίρι και αμέσως να στο κουνήσουν απειλητικά.

- Μαλακισμένε. Είπε άλλα απομακρύνθηκε. Εκεί από απόσταση έφτυσε τον ζητιάνο όσο πιο σιωπηλά μπορούσε για να μην το πάρει είδηση η Αντρέα.
- Τι κάνεις ρε φίλε; Επανέλαβε ο άστεγος όχι τόσο ενοχλημένος από τα σάλια αλλά περισσότερο προσπαθώντας να μιμηθεί μια υγιή αντίδραση. Οι δύο άλλοι δίπλα του παρακολουθούσαν την σκηνή με στωικό ενδιαφέρον.
Ο Τρίκις εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο και ετοίμαζε μια ροχάλα επικών διαστάσεων για να στείλει στον ζήτουλα αλλά εκείνη την στιγμή η Αντρέα σταμάτησε και γύρισε πίσω για να δει γιατί αργούσε ο Τρίκις.

- Έχε χάρη πουστάρα κωλοπρεζόνι. Θα σε γαμήσω αν σε ξαναδώ .




O Τρίκις επέστρεψε στην αγκαλιά της Αντρέα. Την έσφιξε λίγο πιο δυνατά τώρα. Ήταν παράξενο που παρ’ όλες τις σχέσεις του ο Τρίκις ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι τέτοια συμφωνία στο σμίξιμο θα μπορούσε να είναι δυνατή. Τέτοια επικοινωνία της σάρκας. Ένιωσε την επιθυμία του να αναγεννιέται. Ως μυθικός φοίνικας από τις στάχτες του το πουλί του Τρίκι κέρδιζε υπόσταση.
Πως θα της φαινόταν αν την τραβούσα στην πυλωτή αυτής της πολυκατοικίας; Σίγουρα θα της άρεσε.
Ο Τρίκις επιβράδυνε το βήμα του και τράβηξε το χέρι της Αντρέα προς μια σκοτεινή πυλωτή μπροστά τους. Αυτή ακολούθησε.

- Έτσι όπως τσαλαπατάμε στα τυφλά να ‘χουμε το νου μας μωρό μου μην προσπεράσουμε κάποιο ωραίο παλιό γλυπτό ή μια Μόνα Λίσα χωρίς να το πάρουμε είδηση. Είπε η Αντρέα.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 18 Ιουν 2020, 07:35

13


Για άλλη μια φορά γαμώ το μουνί που τον πέταξε τον μαλακόγερο έχεσε επάνω του και πασαλείφτηκε και τώρα πρέπει να καθαρίσω εγώ κι όλο γελάει με το ηλίθιο εκείνο γέλιο του τι σκατά εξυπηρετούν όλοι αυτοί οι θεότρελοι και τους αφήνουν να ζούνε ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Δηλαδή φτάνει να είσαι άνθρωπος για να έχεις ειδική μεταχείριση. Μόνο ο άνθρωπος κρίνεται υπεράνω. Όχι κανένα άλλο ζώο στον κόσμο όσο σπάνιο και όμορφο κι αν είναι. Ο άνθρωπος το ξεπερνάει πάντα σε μέριμνα και φροντίδα κι ας υπάρχουν κάτι δισεκατομμύρια από αυτόν που μολύνουν τον πλανήτη. Κάτι δισεκατομμύρια σαν αυτόν τον κωλόγερο που πρέπει να τον ξεσκατώνω και να μυρίζω και την απαίσια αναπνοή του. Να κολλάει επάνω μου το απαίσιο χνώτο του και να το παίρνω μαζί μου στο σπίτι.
Ο Τρίκις έριξε μια ματιά στο κινητό του. Ήταν ακριβώς εκεί που το είχε αφήσει που σήμαινε ότι στα δύο λεπτά που δεν το είχε ελέγξει δεν χτύπησε.
Χέζεται επάνω του μόνο στη βάρδια μου ο πουστόγερος, ξανά ματιά στο κινητό, ξανά όπως το άφησε, κι αν του πασαλείψω τα σκατά στη μούρη πάλι εγώ θα τα καθαρίσω γαμώ το μουνί που τον πέταξε. Ο Τρίκις άρπαξε το κινητό του και πάτησε ένα κουμπί για να διαπιστώσει αν είχε αναπάντητη κλήση ή μήνυμα αλλά και πάλι, τίποτα. Σκέφτηκε να το πετάξει κάτω με δύναμη, έκανε να το πετάξει κάτω με δύναμη, το μετάνιωσε. Πριν δυο-τρεις μέρες χτυπούσε μεθαδόνη σε πρεζόνια που ήταν σε πρόγραμμα και είχε κρατήσει δυο τρία φιαλίδια για πάρτη του, δεν θα έλειπαν και από κανέναν αφού μείωσε τη δόση σε δυο τρεις για να μην πάρει κανείς χαμπάρι. Και ποιος θα καταλάβαινε; Τα πρεζόνια; Τα πρεζόνια θα καταλάβαιναν ότι τους έφαγα μισή δόση; Στα αρχίδια μου. Ας μου κάνουν μήνυση τα μουνιά. Χα χα. Ας ακολουθήσουν τη δικαστική οδό που λένε. Τους μαλάκες. «εντάξει, είσαι έτοιμος, έφυγες» του λέω του άλλου, «είσαι σίγουρος αδελφέ;». Ναι ρε μουνόπανο, σίγουρος είμαι ρε μουνόπανο, χάρη σου κάνω.
Δέκα λεπτά πριν τελειώσει η βάρδια του, βουτηγμένος μες στα σκατά και με λίγες επιλογές για το σαββατοκύριακο που έρχεται. Δέκα μέρες να ακούσει νέα από την Αντρέα και όλες οι προσπάθειες επικοινωνίας έπεφταν στο κενό. Όχι στο κενό. Το κενό ήταν λίγο για να χαρακτηρίσεις τις αλλεπάλληλες καταδικασμένες σε βάλτους αυτολύπησης προσπάθειές του. Ένιωθε σαν ένας άλλος Καργένης. Φερόταν σαν Καργένης. Έβαζε το κινητό του όρθιο επάνω στο τραπέζι όταν έμπαινε φερειπείν στο μπάνιο για να του δώσει μια ευκαιρία να πέσει με το τυχών κουδούνισμα και τη δόνηση. Έτσι όταν θα έβγαινε και θα το έβλεπε πεσμένο θα είχε μια βάσιμη ελπίδα. Το πεσμένο τηλέφωνο θα του έδινε τουλάχιστο αυτό. Μια γαμημένη ελπίδα. Γαμημένα πρεζόνια, ευτυχώς εγώ δεν κολλάω από αυτή τη φρίκη. Ότι και να κάνω δεν κολλάω το διάβασα και κάπου ότι είναι μερικοί άνθρωποι που δεν το ‘χουν στο σύστημα τους ρε πούστη μου. Δεν κολλάνε. Από αυτούς είμαι κι εγώ κι η Αντρέα τόσο μικροκαμωμένη. Ότι πρέπει για έναν άντρα να στροβιλίζει και να υποτάσσει μια μικροκαμωμένη γυναίκα, μπορεί να την σηκώσει, να την γείρει, να την κρατήσει όρθια επάνω στον τοίχο, να της δείξει έμμεσα ποιος έχει τη δύναμη στη σχέση. Δεν είναι το ίδιο με μια γυναίκα κάπως βαριά και ψηλή. Εκεί έχεις περιορισμούς και εκτός των άλλων μπορεί να αποκτήσεις και πρόβλημα στη μέση. Και όπως σηκώνεις την Αντρέα και την κρατάς στον τοίχο εύχεσαι να μην προσέξει την ηττημένη στύση σου. Το μόριο σου που αρνείται να αποδώσει αφού εκσπερμάτωσε λίγο πριν. Μαλακή και θλιμμένη και εύκαμπτη σαν ζεστή πλαστελίνη η στύση σου και αυτή να σε κοιτάει σχεδόν βαριεστημένα ή είναι έτσι το πρόσωπό της; και να μην παίρνει τηλέφωνο, και να μην απαντά στα μηνύματα. Σαν να μην είχες υπάρξει ποτέ. Σαν να είσαι μια μη-ύπαρξη.

« Ζω σε έναν αδιέξοδο δρόμο σε ένα σπίτι φτιαγμένο από αρχαίους τάφους.» που το διάβασα αυτό; « εδώ που φέρνουν τα παρατημένα κατοικίδια που ‘χουν στα περιλαίμια γραμμένο ακόμα το όνομά τους για να χαθούν, για να μην τα καταφέρουν ». Έτσι είναι. Είμαστε και ‘μεις σαν αυτά τα σκυλιά. Παρατημένα όταν πάψαμε να είμαστε χαριτωμένοι ή υγιείς ή αποδοτικοί ή συνεργάσιμοι. Θα έπρεπε να με βγάλουν στη σύνταξη από τα 40 μου για αυτή τη δουλειά που κάνω. Πληρώνεται ρε πούστη μου αυτό το χαμαλίκι κι αυτή η κατάντια σ’ αυτή τη δουλειά που κάνω; Ο γέρος μούγκρισε κάτω από το χέρι του Τρίκι. Καθηλωμένος στο κρεβάτι με το χέρι του Τρίκι να του σφίγγει τον λαιμό μούγκριζε αλλά δεν προσπαθούσε να ελευθερωθεί. Το βλέμμα του είχε κάτι το προκλητικό. Να πιέσει. Να πνίξει. Να πνίξει. Το θέλεις πουστόγερε; Ψιθύρισε ο Τρίκις στο άδειο δωμάτιο με τα μεταλλικά έπιπλα και έμεινε ακίνητος. Κάτι είχε αλλάξει έξω. Το οσμιζόταν εδώ και καιρό. Κάτι είχε αλλάξει στον αέρα. Είχε μια μυρωδιά γλυκερή και σάπια ο αέρας, όλοι γύρω του λίγο περισσότερο ανυπόμονοι, λίγο περισσότερο εκνευρισμένοι, λίγο περισσότερο καχύποπτοι. Άραγε μπορείς να καταλάβεις πότε χάνεις το μυαλό σου; Φυσικά και μπορείς, δεν μπορείς να αντιδράσεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα . Θα ‘ναι σαν να βλέπεις φορτηγά τραίνα να περνάνε. Μπορείς όμως να κάνεις κάτι. Μπορείς να χάσεις το μυαλό σου σαν άντρας ρε πούστη μου.
Ο Τρίκις είδε τον εαυτό του μέσα στον παλιό καθρέφτη του δωματίου. Είδε κάτι να προεξέχει πάνω από τον αριστερό του ώμο, σαν μια μικρή καμπούρα, σαν ένας όγκος, σαν φούσκωμα όλων των λάθος επιλογών που τον έφτασαν να ξεσκατίζει τρελούς με 500 τον μήνα. Ήξερε την στιγμή εκείνη που θα ήθελε να γυρίσει πίσω στον χρόνο και να τα φτιάξει όλα αυτά από την αρχή. Πίσω, πολύ πίσω, θα πήγαινε πολύ πίσω και ήξερε ακριβώς πότε. Ή μάλλον δεν είχε και μεγάλη σημασία πότε. Σημασία είχε να θυμάται πως γάμησε τη ζωή του και να μην το επαναλάβει. Θα σπούδαζε καταρχάς. Ω ναι, θα διάβαζε, θα καταβρόχθιζε γνώση, όλη τη μέρα στα θρανία. Κοίταξε ξανά στον καθρέπτη. Η καμπούρα ήταν ακόμα εκεί αλλά είχε ξεφουσκώσει λίγο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα όταν χάνεις το μυαλό σου εκτός από το να το χάσεις σαν άντρας. Τελικά αυτό είναι. Αισθάνθηκε κάπως ηρωικά που είχε το σθένος και την οξύνοια να φτάνει σε τέτοιου είδους συμπεράσματα και να δέχεται ακόμα και την ύπαρξη μιας ξεφουσκωμένης καμπούρας στον ώμο του.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 21 Αύγ 2020, 10:52

14

O Τρίκις στεκόταν όρθιος στο γεμάτο λεωφορείο. Έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει. Αισθανόταν καλύτερα κι είχε ηρεμήσει. Δίπλα του στεκόταν μια χοντρούλα ξανθιά που σε κάθε στροφή έτριβε απαλά τον γοφό της επάνω του. Είναι κρίμα όμως κι όλες αυτές οι χοντρούλες που δεν τις δίνει κανείς σημασία. Ο Τρίκις είχε γυρίσει ελαφρά τη λεκάνη, αλλά μόνο τη λεκάνη, έτσι ώστε ο γοφός της ξανθιάς χοντρούλας να βρίσκει καλύτερα τον στόχο του. Δεν αισθανόταν και πολύ ερωτικά τώρα μετά τη δουλειά και την έντασή του αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αγένεια να απομακρύνεσαι.

Η χοντρούλα έγινε περισσότερο επίμονη υπερθεματίζοντας και υπερβάλλοντας κάθε μικρή στροφή του λεωφορείου, κάθε μικρή στάση. Φορούσε ένα μαύρο και λιλά φόρεμα και μάλλον ήταν καθ οδόν για να συναντήσει τις φίλες της, ήταν γυρισμένη και το πρόσωπό της ασαφές πέρα από ένα μάγουλο, χτενισμένη, παρφουμαρισμένη με την μικρή της τσαντούλα σφιχτά κάτω από το μπράτσο της. Ο Τρίκις είχε τώρα γυρίσει εντελώς το μόριο του προς την πλευρά της ευθυγραμμίζοντάς το προς τη σχισμή των οπισθίων της. Αυτή, προσποιούμενη δυσανασχέτηση δυσανάλογη με την πληρότητα του λεωφορείου άδραξε την ευκαιρία και κόλλησε βίαια τον ευμεγέθη πισινό της στο μόριο του Τρίκι ξεκινώντας με μαεστρία να τον κουνάει πάνω κάτω στέλνοντας ηδονικές ριπές σε όλο του το σώμα. Τα ξανθά μαλλιά της σαν στάχυα στον αέρα του Μάη έγερναν μια από την μία μεριά και μια από την άλλη. Ο Τρίκις ένιωσε το σπέρμα του να ξεχύνεται από το πέος του σαν κοπάδι άγρια άλογα. Έβγαλε μια μικρή πνιγμένη κραυγή και τραβήχτηκε απότομα. Έβγαλε το πουκάμισο από το παντελόνι για να καλύψει τον υγρό που εξαπλωνόταν.

Στην επόμενη στάση κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Ούτε είχε δει πως ήταν στη φάτσα η χοντρούλα και καλύτερα έτσι. Θα ήταν φόλα. Ναι, καλύτερα που δεν την είδε, όπως εκείνο το κουτί με τη γάτα. Κανείς δεν ξέρει αν η γάτα είναι νεκρή ή ζωντανή ή κάτι ανάμεσα γιατί κανείς δεν έχει κοιτάξει μέσα.
Έπρεπε να αλλάξει το εσώρουχο. Μάλλον θα χρειαζόταν και ένα μπάνιο. Και ένα ωραίο ζεστό μπάνιο και να βάλει κάτι να παίζει στον υπολογιστή απέναντι από την μπανιέρα επάνω στο σκαμνάκι και να έστριβε κι ένα τσιγάρο. Εντάξει, σκέφτηκε, δεν είναι κι άσχημα. Μετά αν δεν βαριέμαι πετιέμαι και μια βόλτα από τον μαλάκα τον Καργένη και μπορεί να πάμε πουθενά, κάνα σινεμά αν παίζει τίποτα. Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό, το κοίταξε, τίποτα.
Το στενάκι του Τρίκι είχε το δικό του μικροκλίμα. Μια μυρωδιά από ρούχα απλωμένα για μέρες ολόκληρες λόγω του λιγοστού ήλιου. Μια υγρή και γκρίζα ποιότητα που δεν άλλαζε ανάλογα με την εποχή παρά μόνο σε ένταση. Ποιος να ήξερε τι νέα είδη εντόμων, μικροβίων, μικροοργανισμών συντηρούνταν στο μικροκλίμα του. Ποια νέα είδη άραγε να ζούνε και να ακμάζουν κάτω από το σπίτι μου σκεφτόταν ο Τρίκις όταν η καρδιά του ανατινάχθηκε μέσα στο στήθος του. Η Αντρέα σηκώθηκε από τα σκαλοπάτια της εισόδου και τον πλησίασε. Αυτός έψαξε το πουκάμισό του για λεκέδες. Ναι, το πουκάμισο ήταν υγρό σαν το στενό του, ποιος να ξερε τι παράξενα και νέα είδη συντηρούνταν στον λεκέ του. Η Αντρέα τινάχτηκε και του έδωσε ένα γρήγορο φιλί στα χείλη. Σούφρωσε λίγο την μυτούλα.

- Μυρίζεις κάπως Τρίκι.

- Ναι, θα κάνω ένα μπάνιο τώρα, που το ήξερε το σπίτι ρε μαλάκα Τρίκι πότε την έφερες εδώ και το ξέχασες ρε μαλάκα αλτσχάιμερ έχεις; χα χα, είναι απ' τη δουλειά, καθάριζα σκατά αλλά δεν πειράζει τώρα, χα χα τίποτα δεν πειράζει τώρα.

Η Αντρέα σούφρωσε κάπως τα χείλη και τον ξαναφίλησε μα αυτή τη φορά άφησε την άκρη της γλωσσίτσας της να συρθεί στη δική του. Είχε γεύση φράουλα.

Ήταν ο τύπος από τον τρίτο. Ψηλό παλικάρι με έναν δράκο τατουάζ που ξετυλιγόταν από τον ώμο μέχρι τον καρπό του. Φορούσε δερμάτινες μπότες που έτριζαν σε κάθε βήμα και μια ζώνη με χάλκινη αγκράφα, δεσπόζουσα και επιβλητική σαν αρχιερατικός σταυρός, ελκυστική και πολυσήμαντη. Η Αντρέα του έριξε μια προσεκτική μακριά ματιά και φάνηκε στον Τρίκι σαν να κούνησε το κεφάλι ελαφρώς και επανειλημμένως πάνω- κάτω σε έγκριση αυτού που έβλεπε. Χαιρέτησε ο Τρίκις όπως απαιτούν οι καλοί τρόποι αλλά δεν πήρε απάντηση. Αυτό τον έκανε να κοκκινίσει λίγο. Ευχήθηκε να μην είχε χαιρετήσει. Γιατί πρέπει να την πατάνε πάντα οι ευγενικοί και οι άλλοι να φαίνονται μάγκες;
Έφτασαν στο διαμέρισμα του Τρίκι. Ξεκλείδωσε, άνοιξε, υγρή μυρωδιά κλεισούρας. Μπήκε πρώτος και έμεινε σαστισμένος να κοιτάζει την ακαταστασία του χώρου. Τα πιάτα στο σαλόνι με τα αποφάγια από την χθεσινή πίτσα και τον προχθεσινό γύρο. Μυρωδιά από μπύρα και ίχνη από λάσπη στα πατώματα αναμεμιγμένη με τρίχες. Σγουρές κοντές τρίχες. Ο Τρίκις σκέφτηκε τη χάλκινη αγκράφα και το σίγουρα πεντακάθαρο διαμέρισμα του ψηλού τύπου από τον τρίτο. Μαλάκα Τρίκι θυμάσαι εσύ τέτοια βρωμιά γαμώ το φελέκι σου γύφτε γαμώ τον θεό σου παλιομαλάκα έφερες εδώ τέτοιο μουνάκι μέσα στη βρώμα και στις πουτσότριχές σου παλιομαλάκα.

- Η εργενική ζωή… δοκίμασε να πει ο Τρίκις
- Μμμμ… η καθαριότητα είναι υπερεκτιμημένη. Είπε η Αντρέα αφού κάθισε βαθιά μέσα στον παλιό καναπέ του Τρίκι σηκώνοντας ένα χαριτωμένο σύννεφο σκόνης.

Ο Τρίκις που ήταν έτοιμος να μαζέψει τα πιάτα με τα αποφάγια από το τραπέζι κοντοστάθηκε. Ίσως δεν πρέπει. Μετά πρέπει να βάλω και ηλεκτρική και το ένα πράγμα φέρνει τ’ άλλο και στο τέλος θα πέσω στα τέσσερα και θα τρίβω τα πατώματα σαν κανένας μαλάκας σκλάβος σε γαλέρα ρε μαλάκα.

- Διάβαζα ένα άρθρο επάνω σ’ αυτό, ξεκίνησε η Αντρέα. Έλεγε με λίγα λόγια ότι η εμμονή μας στην καθαριότητα ευθύνεται για τα υψηλά επίπεδα αλλεργιών παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο ότι τριτοκοσμικές χώρες δεν έχουν αλλεργίες. Ζούνε μες στη βρωμιά και… χτύπησε το χέρι της ελαφρά στο μπράτσο του καναπέ και ένα δεύτερο κύμα σκόνης στροβιλίστηκε με ευλάβεια και χαριτωμένα γύρω από το χέρι της… δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα με τις αλλεργίες.

Ο Τρίκις σκέφτηκε ότι αυτό ήταν το εξυπνότερο πράγμα που είχε ειπωθεί ποτέ μέσα στους τέσσερις αυτούς του τοίχους. Τελικά μάλλον οι πουτσότριχες στο πάτωμα ήταν για καλό. Έξυσε το κεφάλι του. Μα είπε ότι βρωμάω.

- Παρόλα αυτά εγώ θα κάνω ένα μπανάκι.

- Ναι. Πρέπει να κάνεις μπάνιο Τρίκι. Είπε η Αντρέα εμφατικά γέρνοντας μπροστά. Πρέπει επειδή νιώθεις βρώμικος. Για να νιώσεις καλά πρέπει να κάνεις μπάνιο.

- Ναι. Μην φύγεις οκ;

- Τώρα μόλις ήρθα Τρίκι. Δεν θα φύγω. Η Αντρέα ξανακάθισε βαθιά μέσα στον παλιό βρώμικο καναπέ.


Ο Τρίκις έκανε ένα γρήγορο ντους και βγήκε από το μπάνιο τυλιγμένος την πετσέτα στη μέση φουσκώνοντας το στήθος και ρουφώντας την κοιλιά. Η Αντρέα δεν ήταν στο σαλόνι. Έριξε μια ματιά στην κουζίνα. Όχι. Κατευθύνθηκε με μια ανησυχία προς το υπνοδωμάτιο. Ήταν εκεί. Είχε βγάλει το παντελόνι της και είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι με ένα περιοδικό. Έμοιαζε να είχε βγει από περιοδικό η ίδια. Δεν του μίλησε, απλά ανασήκωσε λίγο τον πισινό της κάνοντας την ρωγμή της να φανεί καθαρότερα πίσω από το διαφανές μαύρο εσώρουχο. Μετά πέρασε το χέρι της πάνω από τον γλουτό τραβώντας ελαφριά το δέρμα με τα βαμμένα μαύρα νύχια της. Άφησαν πίσω στιγμιαία κόκκινα ίχνη ανακοινώνοντας διακριτικά έναν εσωτερικό μηχανισμό που πάλλεται και δονείται.
Ο Τρίκις ένιωσε σαν να είχε μπροστά του μια πρόσκληση σε τρομερά εύγευστο γεύμα μα δυστυχώς όχι την όρεξη να το καταναλώσει. Ξοδεύτηκε η θυμωμένη κάβλα του μέσα στο λεωφορείο. Έπρεπε να καθυστερήσει. Η Αντρέα τράβηξε την λεπτή κλωστίτσα από το εσώρουχο μακριά από το μοσχοβολιστό της αιδοίο και με τα δάχτυλα άνοιξε τα πλεγμένα ροζ φύλλα της. Ο Τρίκις κοιτούσε αδύναμος και απελπισμένος. Ήταν υγρή και η ευωδία της πληθωρική πηκτή και παρούσα σαν τα κύματα της ζέστης που αναδύονται από καυτή άσφαλτο. Το μεσαίο της δάκτυλο έτριψε αργά την κλειτορίδα και μετά σχεδόν βάναυσα καρφώθηκε στο υγρό της μουνί. Με το άλλο χέρι συνέχιζε να ξεφυλλίζει το περιοδικό.

- Θα με γαμήσεις; Ακούστηκε να λέει σχεδόν βαριεστημένα.
- Μα και βέβαια. Άκουσε τον εαυτό του να λέει. Απλά θέλω να… έχω κάτι να δω… «θα με γαμήσεις» δεν είναι και πολύ ωραίος τρόπος για ένα κορίτσι να εκφράζεται. Αν το άκουγε η μάνα μου θα έλεγε… τώρα είναι ώρα να σκέφτεσαι την μάνα σου ρε μαλάκα Τρίκι, έτσι κι αλλιώς που ξέρεις τι έχει πει και τι έχει κάνει η μάνα σου; Για τη μάνα μου λίγα λόγια ε παλιομαλάκα, σκέφτηκε και αγρίεψε λίγο. Έσφιξε λίγο τη γροθιά του και την σήκωσε στον αέρα με κόπο καταφέρνοντας να συγκρατήσει τις βρισιές που πολεμούσαν να εκτοξευτούν.

Άβαταρ μέλους
Λόρδος Ταντρίδης
Δημοσιεύσεις: 2032
Εγγραφή: 07 Οκτ 2018, 15:49
Phorum.gr user: Λόρδος Ταντρίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λόρδος Ταντρίδης » 17 Ιούλ 2021, 03:15

Την κατάφερε ο Τρίκις την Αντρέα ;

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 05 Μάιος 2022, 15:33

Κοίταξε το πέος του. Ήταν θλιβερό, κρυμμένο μέσα σε δάσος τρίχες, μικρό, αξιολύπητο. Η Αντρέα με παλμικές κινήσεις σήκωνε και κατέβαζε τον ωραίο κώλο, τρίβοντας το μουνί της, ο Τρίκις κοίταξε τα πόδια της, φορούσε γόβες, φορούσε γόβες όταν ήρθε; Φορούσε γόβες όταν ξάπλωνε; Όχι δεν φορούσε, τι βρωμάει σαν βρεγμένη πατσαβούρα; Ξερίζωσε κάθε άλλη σκέψη απ το μυαλό του κι έσκυψε πάνω από την Αντρέα. Θες να σε γαμήσω ε; ψιθύρισε παίζοντας τον πούτσο του με δύο δάκτυλα. Θες να σε γαμήσω πουτάνα ε; Είσαι πουτάνα ε; Το σώμα της Αντρέα άρχισε να συστρέφεται και πνιχτές κραυγές άφησαν τα χείλη της. Καυλώνεις ε πουτάνα, της χτύπησε τον κώλο με δύναμη, αυτή άφησε ένα μικρό λυγμό, η πούτσα του Τρίκι ορθώθηκε, τώρα θα πάρεις αυτό που θέλεις, είπε και την πήρε βίαια από πίσω. Για λίγη ώρα ανησυχούσε για τη στύση του μα αυτή τελικά σταθεροποιήθηκε.
Μετά από λίγη ώρα έχυσε και έπεσε με ικανοποίηση και πάταγο δίπλα της. Έκλεισε τα μάτια για λίγο. Ανοίγοντάς τα είδε πως είχε ένα δεμένο σκυλί στο κρεβάτι του που το είχε μόλις γαμήσει. Το σκυλί έμοιαζε νεκρό. Έκλεισε πάλι τα μάτια. Ήταν κουρασμένος. Το σκυλί/Αντρέα δίπλα του ήταν ήσυχο. Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε σε βαθύ βαθύ ύπνο. Εκεί είδε όνειρο του που ήταν ανάλαφρος και όμορφος. Που οδηγήθηκε μέσα στο δάσος από χέρια που του έδειχναν το δρόμο και φωνές που τον καλούσαν. Έτσι, σχεδόν μετέωρος, Βρέθηκε σε ξέφωτο. Εκεί, ο δράκος του κοιμόταν. Γκρίζος, άρρωστος, η ανάσα του ένας ψίθυρος. Η ανάσα που κάποτε έκαιγε τώρα ψυχρή, ο δράκος του ηττημένος. Πληςίασε άσε ενώ με σουγιά έκοψε την παλάμη του. Έσκυψε κάτω από το μισάνοιχτο μάτι του Δράκου και έσταξε αίμα στο στόμα του. Ο δράκος σάλεψε, η ουρά του συστράφηκε, το χρώμα του άλλαξε σε λαμπερό πράσινο. Στις φολίδες του άστραφτε το φως του ήλιου. Ο Τρίκις σκαρφάλωσε το λαιμό του ευέλικτος, Ποίημα της κίνησης, άρχοντας στην θωριά .χα χα ξέχασα την πανοπλία μου Είπε στον ύπνο του ενώ ψύχρα μάτια τον κοιτούσαν μέσα στο μικρό το δωμάτιο.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 23 Αύγ 2022, 16:29

Ο Τρίκις ξύπνησε. Ανασηκώθηκε στο υγρό κρεβάτι και πλατάγισε τη γλώσσα του. Κοίταξε δίπλα του, ένας νεκρός σκύλος του έδειχνε τα δόντια. Ο θώρακας του ανοιχτός και τα σωθικά χυμένα στο στρώμα. Άφησε μια μεγάλη ανάσα. Σηκώθηκε. Προχώρησε προς το μπάνιο μουρμουρίζοντας μια παλιά μελωδία, κάτι από Ατίκ ή Ζαμπέτα.
Ένα καφέ. Πως μου ‘ρθε τώρα αυτό το τραγούδι; Πω σήμερα ξύπνησα φρέσκος μαλάκα. Δε θα πάω στη δουλειά σήμερα να πάει να γαμηθεί, η πουτάνα αν την πιάσω στα χέρια μου θα σφίξω το λαιμό της θα σφίξω μέχρι να αδειάσει η ζωή από μέσα της. Καφές, κι ένα στριφτό χασισάκι γλυκό.
Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε από τον καναπέ όταν ο Τρίκις κάθισε, κάτι έλαμψε έξω απ’ το παράθυρο, ένας πορτοκαλί σπινθήρας σκληρός και διαπεραστικός, στιγμιαίος. Ο Τρίκις έψαξε με τα μάτια το τηλεχειριστήριο. Τίποτα δεν έκανες στη ζωή σου μαλάκα. Είσαι ένα παράσιτο. Ένας σπόρος πεσμένος σε πέτρες. Ποτέ δε θα γίνεις διάσημος. Δεν είσαι διαφορετικός. Είσαι ένας νάρκισσος μαλάκας. Έψαξε με τη ματιά του το τηλεχειριστήριο μα ήταν πολύ μακριά κάτω από το τραπέζι. Κι αν ήσουν τζεντάι Τρίκι; Κι αν με μια μικροσκοπική κίνηση του μικρού δακτύλου σου ανέβαζες το τηλεχειριστήριο στον αέρα και το έφερνες στα χέρια σου; Αυτή θα ήταν ευτυχία. Αυτή θα ήταν μοναδικότητα. Μα τώρα πρέπει να σηκωθείς και να σκύψεις. Στην εξέλιξη του ανθρώπινου γένους κανείς δεν θα πρέπει να σηκωθεί και να σκύψει. Όλα θα τα φτιάχνουμε στο μυαλό μας. Έρωτες, φρίκη, θεούς τέρατα. Όλα τα μεγάλα και τραγικά. Όχι αυτή η ατέρμονη στασιμότητα. Όχι άλλες αιώνιες μέρες. Με τις μετριότητες. Με το κοπάδι. Όλο το τρομαγμένο κοπάδι. Ο μαλάκας ο πατέρας μου. Αυτός φταίει. Ο πούστης ο πατέρας μου. Ποτέ δεν έγινα τίποτα. Όλα χαμένα τώρα. Όλα χαμένα. Μας θέλουν ρομπότ μας θέλουν μετριότητες χωρίς κρίση. Όλες τις ανάγκες μας μικρές και αθόρυβες. Να εκπληρώνονται τυφλά. Εγώ είμαι ιδιαίτερος. Δεν θα με νικήσετε πούστηδες. Δεν θα με νικήσετε πούστηδες. Δεν με αναγνωρίζετε. Δεν αναγνωρίζετε πόσο ξεχωριστός είμαι.
Χτύπησε μια γροθιά δυνατά το κεφάλι του. Για μια στιγμή έχασε της αισθήσεις του κι ο καφές χύθηκε μα επανήλθε γρήγορα κι ανακάθισε. Κοίταξε μπροστά την τηλεόραση. Μια παχουλή όμορφη γυμνή γυναίκα αχνοφάνηκε στην οθόνη κι έπειτα, ένας άγριος, τέλειος κήπος, τοποθετημένος σαν σε όνειρο από τον αιώνιο κηπουρό. Όχι όχι δεν είναι έτσι οι μουνάρες. Οι μουνάρες είναι σκυλιά. Χα χα χα διαφορετικότητα α χα χα χα, η λάμψη έξω από το παράθυρο άστραψε. Σαν ένα σήμα. Κάτι που σηκώνει εξερεύνηση, κάτι να αποκρυπτογραφήσω, ίσως αν ήμουν ο Σέρλοκ Χολμς με μια πίπα. Να κάνω πίπες, να ρουφάω πούτσες. Α χα χα χα. Να γαμάω την πουστάρα τον Γουάτσον, α χα χα χα διαφορετικότητα.
Ευχαριστημένος από τις βαθιές σκέψεις του ο Τρίκις βυθίστηκε στον καναπέ. Ήταν πια ώρα για στοχευμένη περισυλλογή. Έπρεπε να καθαρίσει μέσα. Βρομάει. Απελπίστηκε. Ίσως αν απλούστατα έκλεινε μαλακά την πόρτα δεν θα υπήρχε θέμα. Ή κάτι πιο δραστικό. Ίσως να έβαζε φωτιά στο διαμέρισμα. Όχι. Μπορεί να τον παρακολουθούν. Μπορεί κάποιος να παρακολουθεί. Μπορεί να τον βλέπει κάποιος από το απέναντι μπαλκόνι. Κοίταξε απότομα έξω από το παράθυρο. Δύο χοντροί κάθονται στο απέναντι μπαλκόνι και πίνουν μπύρες. Ο ένας ξύνει τα βυζιά του. Ο άλλος κρατάει μια συσκευή. Φαίνεται ελάχιστα μα κρατάει τη συσκευή με πεποίθηση, σαν να σημαίνει κάτι. Ένας πομπός. Δέχεται μηνύματα. Δέχεται τις σκέψεις μου. Χιλιάδες άνθρωποι μαθαίνουν τη σκέψη μου. Το νιώθω. Μπορώ να μεταδώσω τη σκέψη μου με τη βοήθεια της συσκευής. Όλοι δουλεύουν στα κρυφά για εμένα. Τα είπα όλα αυτά δυνατά; Μη μιλάς. Μη μιλάς. Όχι όχι, μπορείς να μιλήσεις. Δώσε τους να καταλάβουν ότι το γνωρίζεις. Ότι είσαι ευφυής. Χα χα χα χα. Ότι δεν φοβάσαι. Ότι θα τους οδηγήσεις.
Ο Τρίκις τότε γέλασε δυνατά και φώναξε «Σας ακούω σας ακούω να με ακούτε». Μετά, αφού επιμελώς έπλυνε το σώμα του και ντύθηκε αργά πήρε τηλέφωνο τον Καργένη.

Τουουτ
Ο Καργένης απάντησε.
- Έλα ρε, διαπεραστική και φοβισμένη φωνή, το σκούξιμο ενός ποντικιού.
- Έλα ρε μαλάκα. Τι λέει; Θέλω κάνα κατοστάρικο.
- Εεε, έκανε ο Καργένης.
Είχε τελευταία αναπτύξει μια απροθυμία να μοιράζεται τα λεφτά των γονιών του πιστεύοντας ότι ο Τρίκις παρά την άγρια σαγήνη που του προκαλούσε δεν ενδιαφερόταν για τον ίδιο παρά για τις υπηρεσίες που παρείχε. Έχοντας όμως κανένα φίλο και καμιά προοπτική για οποιουδήποτε είδους κοινωνικής σχέσης, ευφυία ή ικανότητα προσαρμοστικότητας συμφώνησε.

- Ναι ρε πόσα θες;
- Κάνα κατοστάρικο ρε μαλάκα τη γάμησες εκείνη τελικά;
- Όχι ρε μαλάκα. Οι γυναίκες είναι περίεργες.
- Ρε μαλάκα σου λέω τόσα χρόνια, οι ελληνίδες είναι μαλακισμένες. Είναι ηλίθιες. Μέσω φίλων παντρεύονται. Είναι οπισθοδρομικές. Η ελλάδα είναι μπανανία κι οι γυναίκες εδώ πιστεύουν πως όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο μουνί τους.
- Ε αυτό ισχύει κάπως. Πρακτικά όλα ξεκινάν απ’ το μουνί τους.
- Ναι, αλλά δεν τελειώνουν εκεί. Είπε ο Τρίκις και γέλασε βάναυσα και δυνατά. Τόσο δυνατά που τα τζάμια της κουζίνας ηχήσανε σαν μακρινές καμπάνες στ’ αυτιά του.
Γοητευμένος ο Καργένης άκουγε το άγριο ελεύθερο γέλιο του φίλου του. Ό,τι έλεγε του ακουγόταν σαν μεγάλη αλήθεια και βαθύς στοχασμός. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος της τέχνης μα τον σαγήνευε η άγρια σαφήνεια του Τρίκι κι η παθιασμένη φύση του. Δεν ήταν ερωτευμένος. Θα ήθελε να ήταν ο Τρίκις. Αν μπορούσε να το κάνει αυτό δεν θα χρειαζόταν ούτε φίλους ούτε ταίρι ούτε ακόμα και τον Τρίκι.
Του ζήτησε να βγούνε βόλτα στην ατέλειωτη επιθυμία του πιστός, εμφατικά γοητευμένος κι αξιολύπητος, και ίσως ίσως, στην παρέα αυτού του εκρηκτικού ανθρώπου θα έβρισκε κάτι κι αυτός. Ένα μουνάκι. Ναι ένα μουνάκι, όπως ακριβώς το έλεγε ο Τρίκις. Ένα μουνάκι να γαμήσει. Ζούσε με τους γονείς του πολύ καιρό. Τον τελευταίο χρόνο τους έβλεπε σαν γουρούνια την ώρα του φαγητού. Σαν αχόρταγα γουρούνια που μασουλάνε. Δεν ήταν μόνο η φαντασία του. Μοιάζανε με γουρούνια. Και αφού γαμήσει το μουνάκι, αφού το γαμήσει, θα το παντρευτεί. Μα ένα μουνάκι έξω από τον κύκλο των γονιών του. Έξω από αυτόν τον ασφυκτικά αποκλειστικό κύκλο.
Με την ελπίδα να βρει γκόμενα για άλλη μια φορά ο Καργένης κάλεσε τον Τρίκι. Στην πραγματικότητα ότι μάτια τραβούσε επάνω του ο Τρίκις ήταν επιφυλακτικά και δύσπιστα μπροστά στο πάθος που επεδείκνυε. Ίσως πίστευαν πως ο Τρίκις δεν ήταν αρκετά ψυχικά υγιής. Ίσως θεωρούσαν τα θεατρικά του κακόγουστα. Ο Καργένης ωστόσο ερμήνευε τις γύρω αντιδράσεις σε πραγματικό σεβασμό. Όποτε σήκωνε τα μάτια από τη γη για να κοιτάξει εάν οι γύρω κατάλαβαν πως ο Τρίκις είπε κάτι βαθύ με τόση λακωνική σαφήνεια που εύκολα θα γινόταν κατανοητό σε όλες τις γλώσσες επειδή το νόημα, μεστό, κατοικούσε στον τόνο, αντίκριζε θαυμασμό. Λες κι ήταν όλοι γύρω μέτοχοι μιας μεγάλης αλήθειας. Η ελλάδα είναι μπανανία. Τα μουνιά ηλίθια. Οι έλληνες πουσταράδες που κοιτούν πως να σε γαμήσουν. Η χώρα ιδιοκτησία οικογενειών που εναλλάσσονται στην εξουσία. Παντού διαφθορά κι αδιαφάνεια. Παντού βρομιά. Στη Γερμανία, έλεγε συχνά ο τρίκις, έχουν πολιτισμό. Είναι καλλιεργημένοι. Η χώρα ολόκληρη είναι ένας ζωντανός οργανισμός που κινείται στον ρυθμό μιας αιώνιας ατμομηχανής. Ένα εργοτάξιο. Μια τεράστια αποικία μυρμηγκιών όπου ο καθένας γνωρίζει τη θέση του και τα όρια του, δουλεύει για το κοινό καλό, ακολουθεί τους κανόνες. Εκεί οι πολίτες επιβάλουν τον κανόνα. Μόνο σε ένα τέτοιο μέρος μπορεί ένας ηγέτης να ευδοκιμήσει. Να πιάσει ρίζα. Να βγάλει βλαστούς. Στην ελλάδα ευδοκιμούν μόνο παράσιτα. Κι ο Καργένης άκουγε μαγεμένος και κοιτούσε το πάτωμα.
- Φίλε, σήμερα με τα λεφτά σου θα σου φέρω πολλά ναρκωτικά και θα σε μυήσω στην τέχνη της θεοποίησης.
Ο Καργένης που παρά την άτολμη φύση του πάσχιζε να ξεφύγει από τον εαυτό του άδραξε την ευκαιρία. Οι δυο φίλοι θα συναντιούνταν αργότερα στο σπίτι του. Οι γονείς του έλειπαν. Ένα πλούσιο σπίτι. 20-22 ο μαλάκας και ζει με τους γονείς του. Ο μελαγχολικός πρίγκηπας. Α χα χα πόσο άχρηστος μαλάκας. Πόσο άχρηστος. Σκέτη αηδία. Το πρόσωπο του Τρίκι πάγωσε σε ένα παραμορφωτικό τεταμένο μορφασμό. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το χασίς και άρχισε να τραγουδάει ένα παλιό ρεμπέτικο. Αν μόνο μπορούσε να παραμερίσει τα έπιπλα με τη σκέψη και να χορέψει ασίκικα, λεβέντικα, αργά ένα πένθιμο χασικλίδικο ρεμπέτικο. Κουρασμένο μα με εξάρσεις. Έναν πονηρό ύπουλο χορό. Έκλεισε το τηλέφωνο έσβησε το τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Κοίταξε πίσω του την πόρτα του υπνοδωματίου. Ήταν κλειστή. Όλα εντάξει.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος Πορφύριος Εξαρχίδης την 24 Αύγ 2022, 03:56, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.

Άβαταρ μέλους
ΓΑΛΗ
Δημοσιεύσεις: 69629
Εγγραφή: 05 Απρ 2018, 12:19

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από ΓΑΛΗ » 23 Αύγ 2022, 16:44

:g030:
Το γαρ πολύ της κατανόησης γεννά αδιαφορία.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 31 Δεκ 2022, 14:14

Ζαλισμένος, εξουθενωμένος και γυμνός ο Ντρούπης ξύπνησε μέσα σε ζεστή υγρή φάτνη από ανθρώπινα σώματα. Κάποιοι αργά σάλευαν σαν σε φωλιά φιδιών στο ξύπνημα σε τεμπέλικη συστροφή. Άραγε τα φίδια απολαμβάνουν τον έρωτα. Σκέφτηκε αόριστα. Στο μέρος που θα έπρεπε να υπάρχει μια εξώπορτα στεκόταν ευθυτενής, ο πατέρας του. Όταν είδε τον Ντρούπη να ανασηκώνεται στάθηκε προσοχή. Ο Ντρούπης του έγνεψε καλημέρα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο πατώντας επάνω σε γυμνά ανθρώπινα μέλη. Ο φουκαράς ο πατέρας του. Περήφανος, θλιμμένος, ανήμπορος μια ζωή. Ο φτωχός πατέρας του. Ο Ντρούπης ξανακοίταξε τον πατέρα του και του χαμογέλασε συμπονετικά. Το έντονο κάψιμο στο μέτωπο ήταν μονίμως εκεί. Ένα μέρος απ’ όπου όλα εκτινάσσονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς όλες τις κατευθύνσεις. Χιλιάδες πλοκάμια. Μια δράση χωρίς τέλος. Μια μαύρη τρύπα όπου τίποτα δεν καταπινόταν παρά ξερνιόταν ακατάπαυστα προς τα έξω όλο και πιο έξω όλο και πιο πέρα. Κι αν όλοι αυτοί γυρνούσαν σπίτι τους; κι αν έσβηνε η φωτιά στο μέτωπο; Και τι θα πάθαιναν μετά όλοι οι δυστυχισμένοι, οι μόνοι, οι τρομοκρατημένοι; Θα τους άφηνε. Ποιος θα μπορούσε να κάνει ότι γι’ αυτούς ο Ντρούπης; Κανείς. Αποσπάστηκε για λίγο από τον εσωτερικό του μονόλογο βλέποντας μια τεράστια κουράδα να επιπλέει στην λεκάνη. Πονούσαν όλα τα κόκκαλά του από το σκληρό πάτωμα και το έλεός του μετατράπηκε γρήγορα σε μανία και σιχασιά. Ζώα ψιθύρισε και τράβηξε το καζανάκι τρεις φορές μέχρι να εξαφανιστεί η κουράδα. Ηλίθιοι. Σκέφτηκε. Στάθηκε εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει μια πόρτα και μίλησε. Ξυπνήστε! Ο πατέρας του, παλιός καταδρομέας στάθηκε απότομα προσοχή χτυπώντας το κεφάλι του στην κάσα της πόρτας που θα έπρεπε να είναι εκεί.
Σηκωθείτε, ντυθείτε. Συνέχισε ο Ντρούπης. Βγείτε έξω και τρέξτε δέκα φορές το δρόμο από το σπίτι στο ρέμα. Από το μέτωπο του μια πύρινη γλώσσα, όλοι βιαστικά να ψάχνουν ρούχα. Μόνο ο πατέρας του Ντρούπη να στέκεται ασάλευτος κοιτάζοντας βαθιά μέσα στα μάτια τον γιο του. Κι εσύ πατέρα γύρνα και βλέπε τον τοίχο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Και από δω και πέρα κανείς από εσάς δεν θα χρησιμοποιεί αυτή την τουαλέτα. Όλοι να γνέφουν καταφατικά.
Αφού άδειασε το δωμάτιο ο Ντρούπης πλησίασε τον πατέρα του και μίλησε στην πλάτη του. Εσύ πατέρα γδύσου και βγες έξω με τους υπόλοιπους. Θέλω να μετράς πόσες φορές θα τρέξουν από εδώ μέχρι το ρέμα. Ο πρώτος θα πάρει βραβείο. Θέλω να το ανακοινώσεις σε όλους πως ο πρώτος θα πάρει βραβείο. Δεν θα με ενοχλήσει κανείς αν δεν το θελήσω. Ακούμπησε την τώρα γυμνή πλάτη του πατέρα του. Σε αγαπώ πατέρα. Και σε εμπιστεύομαι.
Ο πατέρας του Ντρούπη έτρεξε προς τη σκάλα μη γυρίζοντας να κοιτάξει τον γιο του.

Ο Ντρούπης ακούμπησε το σημείο όπου η πύρινη γλώσσα ξερνούσε. Το έτριψε απαλά. Πλησίασε στο παράθυρο να ακούσει τη φύση που τόσο αγαπούσε. Έξω στην αυλή πλήθος μισόγυμνων ανθρώπων που ξυπνούσε και άλλοι που κατέβαιναν βιαστικά κι έσμιγαν μαζί τους. Μακριά ο ορίζοντας κοκκίνιζε στο ανοιξιάτικο πρωινό. Στον φράκτη αγριοτριανταφυλλιές πλέκονταν μαζί με γεράσιμα. Οι ρίζες τους σε λιμνούλες από νούφαρα. Τα καμπαναριά του Μπιττκφελτ αχνοφαίνονταν στην αχλή του πρωινού. Αν τείνω το αυτί μου σχεδόν μπορώ να ακούσω τις καμπάνες του.
Έψαξε γύρω του τίποτα για να φάει. Βρήκε σε ένα πλαστικό κοτόπουλο με πατάτες, το πήρε και κάθισε στο προσωπικό του υπνοδωμάτιο. Είχε ένα κρεβάτι και μια τηλεόραση. Ξάπλωσε και άνοιξε την τηλεόραση. Είναι άναψε ή άνοιξε; Κάτι κουνήθηκε εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει μια εξώπορτα. Μια γριά χαμογελαστή και σχεδόν χορεύοντας μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Ω Χριστέ μου, Ω Χριστέ μου, επαναλαμβάνοντας και κρατώντας στα χέρια της ένα πιάτο τουρλού. Όλο κρέατα έτρωγε τελευταία, του έλειψε το λαδερό. Η γιαγιά έβαλε το μυρωδάτο αχνιστό πιάτο μπροστά στον Ντρούπη και μετά έπεσε απότομα σαν να κατέρρεε και πήρε να του φιλάει τα πόδια. Ο Ντρούπης παραμέρισε το κοτόπουλο κι έβαλε μπροστά του την τουρλού.
- Ευχαριστώ γιαγιά
- Χριστέ μου χριστέ μου, έλεγε η γιαγιά φιλώντας τα πόδια του.
- Ευχαριστώ γιαγιά, πήγαινε, πήγαινε τώρα. Η γριά περπάτησε προς τα πίσω τρίβοντας τα χέρια της και κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι.

Εξαντλημένος μα ενήμερος της θειότητας του ο Ντρούπης άρχισε να τρώει αργά βλέποντας τηλεόραση. Θα μπορούσε για πάντα να μείνει εδώ βλέποντας τηλεόραση και όλα θα του παρέχονταν. Θα ήταν ένα καινούργιο είδος μεσσία. Ένας που δεν φέρνει τίποτα. Κανένα νέο ή χαρμόσυνη είδηση. Να βλέπει τηλεόραση μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Εις τους αιώνες των αιώνων. Και τι άλλο θα μπορούσε να φέρει που δεν είχε ήδη έρθει; Κι αυτή η ηλίθια υπακοή τους. Δεν χρειάστηκε να την κερδίσει. Του ήρθε. Είχε διαβάσει κάποτε για έναν τύπο που είχε πάντα μαζί του, σε βαθιές εσωτερικές τσέπες στο σακάκι του, ό,τι θα μπορούσε να επιθυμήσει κανείς. Τα κουβαλούσε πάντα μαζί του και τα αντάλλαζε με ψυχές. Τίποτα όμως τόσο δραματικό για τον Ντρούπη. Το εμπόρευμα το χαρίζει. Τι εξουσία είναι αυτή χωρίς ανταμοιβή; Κάτι τον ενοχλούσε στον πισινό του. Μάλλον τον γάμησαν πάλι χθες χωρίς λιπαντικό. Ξύθηκε. Πίεσε απαλά την κωλοτρυπίδα του. Πονούσε. Ναι. Δεν υπάρχουν ψυχές. Δεν έχω τίποτα να πάρω. Και όλοι κάτι έπαιρναν. Όλοι οι θεοί και όλοι οι διάβολοι. Μόνο εγώ έμεινα με το κρύο κοτόπουλο στο πλαστικό και με την τουρλού. Όλοι κάτι έπαιρναν. Έγειρε πίσω ο Ντρούπης κοιτάζοντας το ταβάνι και μια καινούργια σκέψη δημιουργήθηκε στο μυαλό του. Κι ίσως ίσως μαζί με τη σκέψη και μια χαρμόσυνη είδηση.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 04 Ιουν 2023, 12:43

Ο Καργένης έδειξε στον Τρίκι μια παλιά μονοκατοικία πίσω από πανδαιμόνιο αγριόχορτων, κισσών και κακοφορμισμένων δέντρων. Πριν χρόνια ο δάσκαλός του, πρέπει να ήταν 6η δημοτικού, τους έπεισε ότι όλοι θεωρούσαν το σπίτι στοιχειωμένο, άνδρο φαντασμάτων. Έπρεπε συνεπώς να διαλύσουν τις προκαταλήψεις του κόσμου και να αποδείξουν ότι δεν υπάρχουν φαντάσματα. Έσπρωξαν την πόρτα και όλη η τάξη εφόρμησε μέσα μανιωδώς ανοίγοντας πόρτες και παράθυρα. Ήταν απελευθερωτική διαδικασία και πολλή διαφορετική από τις συνηθισμένες εκδρομές. Τώρα, μετά από χρόνια, το σπίτι συνέχιζε να δείχνει στοιχειωμένο.
- Ναι έκανε ο Τρίκις. Έψαχνε το 25. 23 και 27 και πουθενά το 25. Μόνο στα χαρτιά το 25. Μα να μια μικρή είσοδος του φάνηκε γνωστή. Έλα είπε στον Καργένη που ξαφνικά ανησύχησε. Κι αν τους παρακολουθούσαν; Κι αν έβλεπαν ποιος μπαίνει μέσα κι αν μας έπιαναν. Ίσως δεν έπρεπε να έρθω μαζί. Ίσως μας παρακολουθούν. Ένα περιστέρι φτερούγισε επάνω σε ένα κλαδί και κοίταξε με ένα μαύρο μάτι τον Καργένη. Η αστυνομία ή μυστικές υπηρεσίες; Τα γόνατά του Καργένη έτρεμαν. Ένα ένα αποχαιρετούσε τα πράγματα που αγαπούσε, που δεν θα ξαναέβλεπε. Το μέλλον του θα το περνούσε από δω και πέρα σε ένα κελί. Σταμάτησε στα μισά της σκάλας.
- Ρε μαλάκα Καργένη. Κατέβα κάτω.
Ο Καργένης είδε μπροστά από το φίλο του τη σιδερόπορτα να ανοίγει. Σιγά σιγά κατέβηκε τα σκαλοπάτια. Ένας τύπος με ένα Ταφ για πρόσωπο τους υποδέχτηκε. Μπήκαν μέσα. Ένα συνθεσάιζερ δέσποζε τη μέση του χώρου. Μπίχλα στους τοίχους, σαν κερί που τρέχει, επάνω σε ράφια μικρά πλαστικά μπουκάλια με κίτρινο υγρό. Ο Ταφ χαμογέλασε. «πως πάει;» καλά ρε φίλε, καλά, εσύ; Εγώ εγώ, το χαμόγελό του πλάτυνε. Έκοψε το πρόσωπό του στα δύο. Χάθηκε για λίγο το Ταφ. «ωωω» τα μάτια του καρφώθηκαν στη σακούλα που κρατούσε ο Τρίκις. «ευχαριστώ για την τυρόπιτα.» Οι δυο φίλοι κάθισαν. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο δωμάτιο το συνθεσάιζερ έλαμπε. Μάλλον ήταν καινούργιο ή το μόνο πράγμα που ο Ταφ διατηρούσε καθαρό. Έφαγε την τυρόπιτα αργά με θόρυβο κι έπειτα πέταξε κάτω το περιτύλιγμα και σκούπισε τα χέρια του στη φόρμα.
- Έχω δυο νέες ιδέες.. είπε κι έφερε μπροστά του το μικρόφωνο.
Ο Τρίκις κούνησε το κεφάλι, στα αρχίδια μας,
-ναι, ωραία, ωραία.
Ο ταφ είχε μια αδιευκρίνιστη ποιότητα. Σαν να ταλαντεύεται μεταξύ κόσμων.
Έβαλε τα δάκτυλα στα πλήκτρα, πρήξε μας τα αρχίδια, εκεί ίσως έκρυβε και την συμβατικότητά του.
- Αυτό το δουλεύω 8 μήνες τώρα και θέλω κριτική όχι μόνο γνώμες. Αρχίδια να σ’ ακούσουμε θέλεις μαλάκα.
- Κέρασε κάτι Ταφ να σ’ ακούσουμε, είπε ο Τρίκις.
Ο Ταφ σοβάρευσε απότομα. Νωθρά και απρόθυμα τσούλησε την πολυθρόνα του ως στο τηλέφωνο. Σήκωσε το ακουστικό. Πίεσε 1. Μπάμπη. Είπε. Από μια μικρή πόρτα στην άκρη του δωματίου σε λίγο φάνηκε ένας κοντός τύπος σχεδόν νάνος. Κάθισε δίπλα στον Τρίκι κι έβγαλε από την τσέπη του ένα σακουλάκι με χασίς. Έστρωσε στο τραπέζι πέντε φύλλα που κάτω από τα μικροσκοπικά χέρια του έμοιαζαν με μεγάλα λευκά πανιά κι άρχισε να στρίβει. Ο Ταφ περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το στρίψιμο και μετά άρχισε να μιλά κρατώντας τώρα το μικρόφωνο για την δημιουργική διαδικασία του. Το τελευταίο τραγούδι του αφορούσε τον πόλεμο. Θα το έπαιζε μια φορά με έναν τρόπο και την άλλη με έναν άλλο.
Ποιον πόλεμο; Ο Τρίκις βυθίστηκε στον καναπέ και τράβηξε βαθιά. Κάτι μύριζε σαν μουχλιασμένη πατσαβούρα. Ο νάνος δίπλα του του χτύπησε το μπράτσο. Τα μικρά χεράκια του ανέμισαν μπροστά από τον Τρίκι. Τι στον πούτσο; Ο νάνος έδειξε προς τον Ταφ.
- Καλός ε;
- Ο καλύτερος.
- Τον ακολουθείς στο ίνσταγκραμ;
- Ναι
- Τον ακολουθείς στο σάουντκλάουντ;
- Ναι
- Τον ακολουθείς στο φέισμπουκ;
- Ναι. Είναι φοβερός.

Είναι μεταφυσικός ο τρόπος που κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Η ευκολία του. Άλλες φορές ο τρόπος που υιοθετεί χαρακτήρες μόνο για να τους αποδομήσει. Είναι σαν μια δεύτερη φύση του.
Ο Τρίκις κοίταξε καλά τον νάνο. Μετά γύρισε στον Καργένη.
- Ε. έλα. Ο Καργένης πήρε το τσιγάρο. Ήταν ακόμα παγωμένος και καλό που καθόταν ειδάλλως θα είχε σωριαστεί στη βρομερή μοκέτα, το μυαλό του αρχικά ήταν στα λεφτά που κουβαλούσε. Σκεφτόταν πως αν τον πιάνανε με τόσα χρήματα θα τον είχαν για σίγουρα ένοχο μετά και πόσο χρόνο θα έκανε φυλακή. Έβγαλε γρήγορα τα χρήματα από την τσέπη του και τα έδωσε στον Τρίκι που τα δέχτηκε έκπληκτος και με ανοιχτές παλάμες.
- Μαλάκα. Τράβηξε το α ο Τρίκις
- Ναι.
- Ακούς τι μου λέει αυτός;
- Όχι, είπε ο Καργένης, λίγο ανακουφισμένος πια αφού είχε ξεφορτωθεί όλα τα χρήματά του.
Ο νάνος ακούμπησε απαλά τον Τρίκι. Ο Τρίκις γύρισε.
- Και τι να πει κανείς για τους στίχους; Και πως άλλες φορές απότομα διακόπτει την λογική ροή για να φλασάρει μηνύματα. Ο νάνος σταμάτησε για λίγο. Το ίδιο κι ο Ταφ ποου μέχρι τώρα τραγουδούσε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί. Το δίπλωσε γρήγορα και συνέχισε. Κάποιες φορές αμφίσημα, άλλες; στιβαρά και ακίνητα σαν βουνά. Ο Ταφ συνέχισε το τραγούδι.
Ο Τρίκις άκουγε δύσπιστος τον νάνο και σκεφτόταν πως ο Ταφ δεν ήταν τίποτα άλλο από μια κανονικότητα. Όμοιος με τους άλλους. Ένας από τους πολλούς. Εγώ, ο Τρίκις, είμαι μια παρόρμηση. Δεν υπάρχει αδιέξοδο στην παρόρμηση. Εγώ, ο Τρίκις, είμαι μια παρόρμηση.
- Άλλες φορές πλέκει μια τραγωδία μέσα σε 3 λεπτά με όλη την διακριτική λεπτότητα ενός μεγάλου ρώσου. Είναι σαν εκείνη την σκηνή από το 2001. Μπορεί να είναι ταυτόχρονα όλα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτόχρονα δεν μπορεί να είναι και ο εαυτός του.
Μαζί με τον νάνο τελείωσε και το τραγούδι. Τώρα ο Ταφ κινήθηκε γρήγορα. Κάθισε δίπλα στον νάνο.
- Ποιο από τα δύο σας άρεσε περισσότερο θέλω ειλικρινή γνώμη.
- Το δεύτερο είπε ο τρίκις.
- Εγώ δεν κατάλαβα διαφορά.
- Κι εμένα η δεύτερη μου άρεσε ειπε ο Ταφ σκεπτικός. Κάτι μάλλον σχεδίαζε πάλι να αλλάξει.
Άνοιξε γοργά ένα συρτάρι κάτω από το τραπέζι.
- Έχω απ΄όλα, έχω ηρωίνη, κόκα καλή φθηνή, χασισάκι μυρωδάτο μαζεμένο στο βουνό, σούζι, έκστασυ,
- Δώσε 5 γραμμάρια κόκα. Είπε ο τρίκις. Δώσε 30 γραμμάρια μαύρο. Δώσε καμιά εικοσαριά έκστασυ. Θα σε κανω τέρας σήμερα Καργένη. Θα σου βρω γκόμενα απόψε. Θα τα πάρω όλα οκ. Δώσε. Φώναξε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Ο Καργένης αισθάνθηκε τώρα ασφαλής για πρώτη φορά. Ο Ταφ ταράχθηκε λίγο με το χτύπημα μα επανήλθε γρήγορα. Να η παρόρμηση μαλάκα Ταφ, Εγώ είμαι η παρόρμηση. Εγώ η έμπνευση εγώ η υπερκέραση πως στον πούτσο το λένε.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9707
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 04 Σεπ 2023, 10:19

Το σπίτι μύριζε μούχλα και κλεισούρα σαν να μη ζούσε κανείς εκεί. Ο Καργένης μάλλον θα περιοριζόταν στο δωμάτιο του στον επάνω όροφο. Είχε ότι χρειαζόταν εκεί. Μόνο το δωμάτιο του ήταν μεγαλύτερο από το διαμέρισμα του Τρίκι. Σκεφτόταν όλα αυτά ο Τρίκις κι η μύτη του σούφρωνε με αηδία. Μια σιαμαία γάτα πέρασε ανάμεσα από τα πόδια του και σήκωσε την ουρά σχεδόν έως το καβάλο του Τρίκι. Αυτός άφησε μια μεγάλη κλανιά που την κρατούσε μισή ώρα για να την αμολήσει στο σπίτι του Καργένη. Ωραίο σπίτι Καργένη αλλά του λείπει λίγη κλανιά α χα χα χα. Κοίταξε χαμογελώντας τον Καργένη. Αξιολύπητος. Ο Τρίκις έβγαλε την σακούλα με τα καλούδια του και ξάπλωσε στον ωραίο καναπέ του σαλονιού. Μπαρόκ σκάλισμα από ξυλεία δρυός, εισαγωγής από Ιταλία, θα πρέπει να κόστιζε κι ο Τρίκις δεν ήξερε πόσο. Κρίμα να μην μπορεί να τον χέσει τον κωλοκαναπέ. Κοίτα κάτι μαλακές που έχουν λεφτά. Πήρε να στρίβει ένα γκράντε σατίβα. Πολύ πολύ δυνατό κι ακριβό. Η Φεράρι του χασίς. Κι οι χασικλήδες έχουν τις Φεράρι τους.
ε έκανε στον Καργένη ενώ αυτός κοιτούσε έξω από τα παράθυρα και τραβούσε μία μία τις κουρτίνες.
Τι;
Έλα δω Καργένη καλέ μου φίλε.
Ο Καργένης είχε τραβήξει όλες τις κουρτίνες. Κάθισε δίπλα στον Τρίκι.
πως είναι να έχεις τόσα λεφτά ρε μαλακά; είπε ο τρίκις και του έδωσε ένα χάρτινο μικρό καλαμάκι. Ρούφα.
Εγώ είναι σαν να μην τα έχω. Εγώ είναι σαν να παίρνω ένα καλό χαρτζιλίκι, τίποτα παραπάνω.
Ναι ναι.
Ο Καργένης τράβηξε δυο γραμμές και μετά από λίγο πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο. Κάπου είχε ξεχάσει μια κουρτίνα ανοιχτή.
να πάρω τα παιδιά να έρθουν μια βόλτα;
Ποια παιδιά;
Εκεί που είμασταν. Τον Ταφ. Θα του αρέσει εδώ. Μπορεί να φέρει και δώρα.
Όχι όχι φίλε, δεν είμαι σε θέση, είμαι τόσο στην τσίτα.
Το βλέπω το βλέπω. Έλα. Αυτό θα σε ηρεμήσει.
Του πρόσφερε ένα τσιγάρο σατίβα στρόμπερυ σπέις.
Ήθελε να του πει. Ηρέμησε Καργένη κανείς δεν παρακολουθεί… εσένα…. Αχ χαχαχα. Μα είπε ξανά.
πάρε ρε μαλακά, εσύ τ’ αγόρασες.
Ο Καργένης πήρε μια τζούρα μικρή. Κάθισε στον καναπέ.
αυτά πάνε μαζί, είπε ο Τρίκις και του έφερε ένα κίτρινο χαπάκι κοντά στην μούρη, το κουνούσε σαν παιδί που βρήκε κάτι πολύτιμο στον δρόμο, κάτι που δεν θα μοιραζόταν ποτέ με κανένα άλλο εκτός από τον Καργένη. Ο Καργένης το κατάπιε.
Ο Τρίκις κοίταξε καλά τον φίλο του. Θα πρέπει να ήταν ο μόνος τύπος που γνώριζε που μπορεί και να πέθαινε από τον φόβο τον ναρκωτικών και μόνο. Α χα χα χα. Πέρασε καμιά ώρα. Ο Καργένης σε όλο αυτό το διάστημα διολισθούσε από την ύπαρξη στην ανυπαρξία σε όλο και πιο συχνά κατεβάσματα. Έχανε τις αισθήσεις του αρχικά για λίγο, επανερχόταν με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά για να χάσει ξανά τις αισθήσεις του για περισσότερη ώρα.
Τρίκι, είπε σε κάποια φάση που κατάφερε να μιλήσει με δυσκολία σηκώνοντας το κεφάλι, δεν είμαι καλά.
Ο Τρίκις που έκανε ζάπινγκ στην τεράστια τηλεόραση του έριξε μια ματιά.
μια χαρά είσαι. Δεν έμαθες ακόμα να διασκεδάζεις, αυτό είναι όλο.
Ο Καργένης προσπάθησε να σηκωθεί μα ο παλιός σκαλιστός καναπές δεν τον άφηνε. Προσπάθησε να φωνάξει μα έβγαζε μόνο κάτι μικρές ανίσχυρες αστείες τσιρίδες. Ο Τρίκις τον κοιτούσε. Σε κάθε τσιρίδα του άφηνε και μια κλανιά βαθιά να ποτίσει τον παλιό ακριβό καναπέ.
τρίκι, θέλω βοήθεια.
Να ήσουν μόνο εσύ μωρό μου που θέλεις βοήθεια θα λέγαμε εντάξει. Άλλοι προηγούνται όμως φίλε Καργένη. Υπάρχει σειρά φίλε. Και του πρόσφερε ακόμα ένα χάπι, ένα οπιούχο με το όνομα σλοου ντεθ. Ο καργένης το έφτυσε όσες φορές η απολείπουσα δύναμη του το επέτρεπε μα τελικά το κατάπιε με λίγη κόκα κόλα.
Να, τώρα θα κοιμηθείς. Είπε ο τρίκις και χάιδεψε το μέτωπο του Καργένη. Φίλε μου.
Ο Καργένης έχασε τις αισθήσεις του μετά από λίγο κι ο Τρίκις ξεκίνησε την περιήγηση του σπιτιού για να δει τι αξίζει, αν μπορεί να βρει τι αξίζει, αν μπορεί να βρει που είναι αυτό που αξίζει και αν μπορεί να το κουβαλήσει. Ίσως να καλούσε τον Ταφ, να έρθει με αυτοκίνητο. Κι ο Καργένης; Κοιμάται. Ούτε θα καταλάβει τίποτα. Με δυο θαρρείς δρασκελιές ανέβηκε την μεγάλη σκάλα στον δεύτερο όροφο. Στα μέσα της συνάντησε και πάλι την σιαμαία γάτα που αυτή τη φορά λίγο τραβήχτηκε. Δεν έπαιζε αυτό ρόλο για τον Τρίκι. Την πλησίασε σιγά σιγά κάνοντας ψψψ , εκείνη έχωσε την μουσούδα της στην παλάμη του. Ο Τρίκις την σήκωσε από τον λαιμό και μετά έσφιξε για λίγα δευτερόλεπτα. Το πλάσμα ήταν τόσο καλοζωισμένο και ηλίθιο που ούτε κατάλαβε πως ψόφησε. Το πτώμα έκανε ένα μικρό θόρυβο όταν χτύπησε το πάτωμα. Έφτασε στον δεύτερο όροφο. Εκεί είχε μια βιβλιοθήκη, το δωμάτιο του Καργένη και το υπνοδωμάτιο που δοκίμασε να ανοίξει ο Τρίκις μα ήταν κλειδωμένο. Τον γονιών. Φυσικά. Γαμημένοι πλούσιοι.
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι, έκανε λίγο πίσω και μετά με φόρα έριξε μια κλωτσιά που έσπασε την πόρτα σαν να ήταν χάρτινη. Κομμάτια ξύλου εκσφεντονίστηκαν παντού, η κλειδαριά έμεινε να κρέμεται άχρηστη, κι ο Τρίκις ήταν μέσα. Όσο κι αν έψαχνε όμως δεν μπορούσε να βρει κάτι μεταφερόμενο και αξίας. Τα είχε φανταστεί διαφορετικά. Μόνο κάτι περούκες και μια τεράστια ντουλάπα δωμάτιο με παπούτσια και φορέματα. Πιο εύκολα εκεί. Μπορεί να είχε κοσμήματα ή χρυσά ωρολόγια. Δοκίμασε όλα τα συρτάρια. Τίποτα. Με δυο δρασκελιές ξανακατέβηκε τις πλατιές σκάλες. Βρήκε τον Καργένη να μπουσουλάει προς την έξοδο αφήνοντας ένα ίχνος από αφρό, σαν σαλιγκάρι, ακριβώς σαν σαλιγκάρι. Τον έπιασε από τα μαλλιά.
που είναι τα λεφτά;
Βοήθεια δοκίμασε ο Καργένης
Τι βοήθεια ρε μαλακά. Θα τα μοιραστούμε. Τώρα δεν έλεγες ότι δεν έχεις παρά ένα μικρό χαρτζιλίκι. Γάμα τους τους μαλακές τους γονείς σου. Όλα σου τα έχουν κλειδωμένα. Σήκω επάνω.
Βοήθεια ξαναδοκίμασε ο Καργένης κι αμέσως μετά λιποθύμισε ξανά.
Σκατά, φώναξε ο Τρίκις κι άφησε το πρόσωπο του Καργένη να πέσει επάνω στο σκληρό ξύλο του πατώματος.
Έμεινε να κοιτάζει τον Καργένη. Πως θα το έλεγε αυτό που συχνά του συνέβαινε; κάποτε όταν ήταν 11 είχε κάνει σάκο του μποξ έναν ηλίανθο αγαπημένο στην μητέρα του. Μετά χωρίς να σκέπτεται τον ξερίζωσε και τον έμπηξε επάνω σε ένα άνοιγμα στη γη. Η μάνα του πίστεψε ότι έσκασε η γη κάτω από το όμορφο λουλούδι. Η ίδια ιστορία συνέβαινε ξανά και ξανά, παρά τις παρασπονδίες του Τρίκι πάντα πάντα πάντα έβγαινε αλώβητος. Δεν ήταν ότι κέρδιζε κάτι. Ήταν ότι δεν έχανε. Όπως λοιπόν με την μαμά έτσι και με την κοινωνία. Όπως στα σοβαρά καμιά μαμά δεν τον κατηγόρησε ποτέ έτσι δεν θα τον κατηγορήσει και καμία κοινωνία. Από τύχη. Είναι μάλλον ο πιο ελεύθερος άνθρωπος που ξέρει. Ο Καργένης ξανακουνήθηκε. Ο Τρίκις τον βοήθησε πίσω στον καναπέ. Άνοιξε την τηλεόραση. Είναι άναψε ή άνοιξε; κάτι λέγανε για έναν τύπο που του άφησαν κληρονομιά ή κάτι τέτοιο ένα αρχοντικό στην Αλσατία και το έκανε κάτι σαν κοινόβιο. Τι λέει ρε μαλακά; του το χάρισε ο ιδιοκτήτης. Μπράβο. Φαντάσου τσιμπούκια που κάνει ο τύπος για να του χαρίζουν επαύλεις. Και ξαφνικά. Τα μάτια του Τρίκι άνοιξαν διάπλατα. Στην οθόνη μιλούσε ένας Έλληνας, αδύνατος με μεγάλο μέτωπο. Και δεν ήταν μόνο αυτά που έλεγε, ήταν η έκφραση του, ο τρόπος του. Κάθε τόσο ένα χέρι τον πλησίαζε και του χάιδευε μια το μάγουλο, μια τα χείλη ενώ αυτός φερόταν σαν να ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο. Κάποτε το χέρι ήταν νεανικό κάποτε γέρικο.
καργένη το βλέπεις αυτό;
Βοήθεια ψέλλισε ο Καργένης.

μαλακά Καργένη, εκεί πρέπει να πάω. Ο Τρίκις πήρε έναν αναπτήρα από το τραπέζι. Στην μακρινή Αλσατία. Κατέβασε το παντελόνι του κι αφόδευσε αργά επάνω στον παλιό ακριβό καναπέ των γονιών του Καργένη.
Όχι όχι όχι, είπε ο Καργένης με φρίκη βλέποντας τον Τρίκι να χέζει τον καναπέ.
Φίλε Καργένη. Εκεί θα έπρεπε να είμαι τώρα.
Μμμμ. Έκανε ο καργένης προτού πέσει πάλι σε λήθαργο.

Ο Τρίκις έριξε μια ματιά στο τραπέζι. Τον έπιασε μια μικρή λύπη. Τίποτα δικό του δεν ήταν εκεί. Κοίταξε τον αναπτήρα. Θα άρχιζε από το υπνοδωμάτιο των γονιών. Παλιοπούστηδες.

Απάντηση

Επιστροφή στο “Λογοτεχνία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών