O Ευάλωτος Τρίκις

Πεζογραφία, ποίηση, γλώσσα και γραπτός λόγος, βιβλία
Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 09 Οκτ 2019, 13:08

Πριν καμιά 20αριά χρόνια ξεκίνησα ετούτη τη νουβέλα. Σε καμιά 20αριά χρόνια ευελπιστώ να την τελειώσω.


1


Θέλει να κλάψει το κλάμα της το σιωπηλό, το μικρό όταν ακούει τα τραγούδια που λανθασμένα επέλεξε για να μετράει τον έρωτά της. Κατά βάθος είναι ευχαριστημένη. Πήρε απόφαση ηθική και στην προσωπική της αισθητική η μόνη που αρμόζει. Μπορεί, τέλος, να νοσταλγεί τον έρωτά της τον περασμένο και να τον εξιδανικεύει, προσθέτοντας νέα χρώματα στα μάτια του παλιού της συντρόφου.

- είσαι το πιο σωστό κορίτσι που έχω γνωρίσει… παρέμβαλε με ταπεινό ιπποτισμό ο Τρίκι Τράκας,
- είσαι τόσο γλυκιά… κόμπιασε υπολογισμένα… μα καταλαβαίνεις. Δεν πάει άλλο.

Σκεφτόταν αν θα έπρεπε να αρχίσει να πηγαίνει σε συναυλίες κλασικής μουσικής και τα τοιαύτα, αν θά’πρεπε από δω και μπρος να διαλέγει με περισσότερη σύνεση την πνευματική του τροφή, όλη αυτή η σκηνή παραήταν κουραστική, κάπως άβολη η θέση του, λίγο μικρό το τραπέζι για τις μεγάλες του αρχοντικές κινήσεις.
Η Χριστίνα χαμογελούσε μελαγχολικά έχοντας το κεφάλι χωμένο στους ώμους και τους ώμους, γριές πικρόχολες μανάδες, καμπουριασμένους
πάνω από τα στήθη. Ανακάτευε το τσάι με το μικρό δάκτυλο ελαφρώς ανασηκωμένο. Ήταν ώρες στην σχέση τους που ήθελε να την αρπάξει, να την ζουλήξει, να τραβήξει με βία τους ώμους της πίσω στην σωστή τους θέση, σε εξορκίζω δαίμονα μυστικοπαθή και δειλέ και ανάξιε να κατοικείς σε σάρκα, μα δεν μπορούσε να ασχοληθεί. Δεν είχε την όρεξη, την ενέργεια και εξάλλου, ποιος κατάφερε ποτέ να επηρεάσει κάποιον άλλον.
Θα έμενε η Χριστίνα λοιπόν όμηρος της πολύτιμης οικογένειας της να υποβάλλεται σε βασανιστήρια αμφίβολης προέλευσης.
Διέκοψε το σχολείο επειδή λιποθύμησε μια μέρα από ηλίαση;
Α-ΧΑ. Το έχετε ξανακούσει;
Την μεγαλώνουν για υπάκουη νύφη με την σφραγίδα της αξιότιμης οικογένειας πάντα ανεξίτηλη.

- Παρθένα στα 26!!! Είπε ο Τρίκις διακόπτοντας την άβολη στιγμή όπου η αίσθηση του χωρισμού ακμάζει.
- Νομίζω ότι, συγνώμη δηλαδή, αλλά ρε Χριστίνα, που ακούστηκε; Βγες λίγο έξω. Με ισορροπημένη οξυθυμία παρατήρησε. Ένιωθε ότι ήταν αρκετά καλός σε αυτές τις τελευταίας στιγμής συμβουλές.
- Άκουσέ με Τρίκι, είπε η Χριστίνα.
- Σκέφτηκα πολύ και αποφάσισα ότι πρέπει να χωρίσουμε. Αυτό που μου ζητάς δεν μπορώ να το κάνω. Η οικογένεια είναι πολύ σημαντική για μένα.

Σε ποια στιγμή ξύπνησε; Απόρησε ο Τρίκις, η ικανότητα της να μην καταλαβαίνει ήταν πραγματικά οξυμένη. Ή πάλι ήθελε να κρατήσει ένα ίχνος εγωισμού να δειγματίζει τις βροχερές μέρες. Ότι κι αν ήταν ένα βάρος έφυγε από πάνω του παρασύροντας κάθε ίχνος μεταμέλειας.

- θα συμφωνήσω μαζί σου. Είναι πολλά αυτά που μας κρατούν χώρια. Είπε με ύφος ανθρώπου που μετά από πολύ σκέψη καλωσορίζει την πραγματικότητα δυσκίνητα. Έκανε εκείνη την , και καλά ξεκουμπίδια κίνηση, έβγαλε και πλήρωσε το μισοπιωμένο τσάι και με το ζόρι τελειωμένο χυμό, τι χάσιμο, τζάμπα φράγκα.
Και το τελετουργικό,

- εγώ θα πληρώσω σήμερα της Χριστίνας
- όχι θα πληρώσεις την άλλη φορά του Τρίκι

Ήταν το πλησιέστερο που έφτασαν ποτέ σε συζήτηση.


Έτσι, ο Τρίκις είπε γεια γεια στην παρέα αυτής και του αδελφού της του κρύου με ποιότητα βδέλλας, που όμως, και αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί συχνά πλήρωνε το λογαριασμό δίνοντας λόγο στον Τρίκι να πιει και ένα και δύο ποτηράκια παραπάνω.
Φαινόταν καλός γαμπρός στην αρχή μα κάπου έκανε νερά και γλιστερός όπως ήταν εξατμίστηκε, αφού πρώτα , και αυτό ήταν όχι μικρό καμάρι, ξεπαρθένεψε ακόμα μια άδολη κορασίδα.
Μα, ουδέν κακό αμιγές καλού και αντίστροφα. Σύντομα θα ένιωθε το πλήρες βάρος της μοναξιάς και όσο και να το ανέβαλε θα έπρεπε πάλι να πλησιάσει. Τι δειλία αλήθεια, να αποφεύγει αυτές που του άρεσαν. Πάντα δίχτυα στα ρηχά με σίγουρη μικρή μπάζα. Είχε και αυτός απογοητεύσεις, και τον έκαναν κυνικό και οκνηρό στις αναζητήσεις του.

Έφτασε στο σπίτι του. Ξάπλωσε στον ξεφτισμένο καναπέ του, χαλάρωσε, άπλωσε τα πόδια του, πήρε την κιθάρα. Αισθανόταν δημιουργικά θλιμμένος. Μόνο να έβρισκε τον κρίκο εκείνο που θα πρόσθετε στην μπαλάντα του της πρασινομάτας Φιλανδής ολοκλήρωση.
Δοκίμαζε συγχορδίες εναλλάσσοντας μείζονες με ελάσσονες μα το τραγούδι δεν έλεγε να γραφτεί, κάτι έλειπε. Ένιωθε ωστόσο κάπου κάπου και όταν η διάθεση του επέτρεπε ένα βήμα μόνο μακριά από το ανατριχιαστικό μεγαλείο της δημιουργίας.


Πρασινομάτα μου κυρά
Κάτω απ’τα αστέρια στέκεις
Και κάνεις το φιδάκι μου
Στην βράκα να σαλέψει.
Σε βράχο σε φαντάζομαι
Με σκέλια ανοιγμένα
Και ο σπόρος μου πρόωρα
Ποτέ πια δεν θα τρέξει.

Βασισμένο σε ασίγαστη αγιάτρευτη καλοκαιρινή πληγή. Τραγωδία στερούμενη μίμηση πράξης τελείας και φυσικά μεγέθους μη εχούσης.
Ο Τρίκις βρέθηκε στην αγκαλιά πρόθυμης ψηλοζυγωματικής γυναίκας με ένα λεκέ να εξαπλώνεται στο σώβρακο του καταραμένε προδότη μικρέ, παθητικός εραστής τιποτένιος, χωρίς απόδοση. Πλήγμα θανάσιμο.


Πρασινομάτα μου κυρά
Μείνε για λίγο ακόμα
ορθώνει ο χρόνος τα βουνά
ορθώνει και τα στάχυα.

Στα λόγια ήταν καλός, το ήξερε, στα λόγια ήταν καλός, η μπαλάντα χώλαινε στη μουσική. Ζητούσε εδώ και δυο χρόνια το διαφορετικό που φτιάχνει διαχρονικά τραγούδια. Το τραύμα του ήθελε να ξεπεράσει θριαμβευτικά. Να παινευτεί γι’ αυτό.
Το ξαναείπε, ξαναπροσπάθησε στον ίδιο στίχο, χθες προχθές, τίποτα, με ελάχιστες αλλαγές η ζωή πορευόταν μέρα τη μέρα ίδια , πού η αλλαγή; Πώς θα εξελιχτεί σαν καλλιτέχνης ο Τρίκις, γάμα το ‘καλλιτέχνης’, πώς θα εξελιχτεί σαν άνθρωπος;
Σήκωσε την κιθάρα, θα την σπάσει, ιδού ο Έλλην ξεσπαθώνει, την κράτησε στο ένα χέρι, οι χορδές τυχαία αντήχησαν, του φάνηκε καλή συγχορδία, κάτι που επάνω θα μπορούσε να χτίσει, την ξανακράτησε.

Γλυκεία μου Φιλανδή
Αστραπιαία φεύγεις…

Μόνο να μπορούσε να αποδώσει την αγριότητα της στιγμής, τον θυμό, το αδιέξοδο. Τίποτα. Η κιθάρα αρνιέται να παίξει όταν δεν απειλείται η ύπαρξη της. Ίσως αν…

Φινλανδική μου καλλονή την πόρτα θα κλειδώσω
Το τέλος πλαδαρότητας σωστά για να αποδώσω.

Μια μέρα, δεν ξέρει πως, θα σταθεί έξω από το ξύλινο σπίτι στο βουνό, μια γυναίκα ψηλή θα ανοίξει, ξανθά μακριά μαλλιά θα ακολουθήσει σε παχύ χαλί μπροστά από τζάκι, κρακ-κρακ παλιό φινλανδικό φλεγόμενο ξύλο, και θα επανορθώσει με καύλα Διός.
Ακούμπησε την κιθάρα στο τραπέζι και άνοιξε τον τόμο της εγκυκλοπαίδειας που αποφάσισε εδώ και χρόνια να διαβάσει πλουτίζοντας καθώς λένε τις ακαδημαϊκές του γνώσεις και τα τοιαύτα. Προς στιγμήν βρισκόταν στο γράμμα Α στη λέξη αβγό. Ναι, ήταν μια αργή διαδικασία, αδύνατο να συνταιριάξει όλες τις διαφορετικές έννοιες σε ένα τεράστιο ομοιογενές μυθιστόρημα και η γλώσσα τόσο αφιλόξενη.
Απ’ το μικρό παράθυρο φεγγαρόφωτο τόνιζε τα χαρακτηριστικά αφρικάνικης μάσκας κρεμάμενης επί τοίχου πληρωμένης φτηνά για εβένινης μα ακριβά για πλαστικής που αναμφίβολα ήταν.
Η σελήνη αντανακλά το φως του ήλιου και η μάσκα της σελήνης, δηλαδή του ήλιου. Ο ήλιος δεν μας αφήνει ποτέ, απλώς αλλάζει προσωπείο. Τι πρωτότυπη σκέψη, σκέφτηκε, πόσοι συμβολισμοί θα μπορούσαν να ξετυλιχτούν πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις; σε μεταφυσικές αγωνίες; Όχι, όχι καλύτερα στις ανθρώπινες σχέσεις, μα αλήθεια πως συνδυάζονται; Γιατί εκλείπει ο συνειρμός μου;
Ο Τρίκις παράτησε το αβγό και άνοιξε την τηλεόραση.(είναι, άνοιξε την τηλεόραση Όπως ανοίγεις μια πόρτα; ή άναψε την τηλεόραση όπως ανάβεις μια λάμπα;) Λάμπα-φως-ήλιος.
‘Τι καλά να ήμουν καλεσμένος σε μια εκπομπή, στιγμιαία γνωστός στο πανελλήνιο τότε να δεις γκόμενες Τρίκι. Τότε το μάτι σου στο χαμόγελο το πολύξερο θα μισοκλείσεις και το στόμα τσαπ-τσαπ θα ανοιγοκλείσεις με θέρμη σαν αυτούς, υπερασπιζόμενος… τι σημασία έχει; Σημασία έχει το στόμα τσαπ-τσαπ να ανοιγοκλείσει.
Ή περιστοιχισμένος από γκόμενες, δεν μπορεί, κάπου θα τύχει, κάπου θα τριφτώ, κάπου θα αφήσω υπογραφή και αποτύπωμα. Ή αν ήμουν ο Τζαιημς Μποντ μυστηριώδης και θανάσιμος με αξιόπιστη στύση…’
Ο Τρίκις έγειρε στον καναπέ και αποκοιμήθηκε.

Άβαταρ μέλους
νύχτα
Δημοσιεύσεις: 8657
Εγγραφή: 03 Μαρ 2019, 12:18

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από νύχτα » 14 Οκτ 2019, 12:37

κι άλλο
fear as night can’t be shut off

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 21 Οκτ 2019, 10:11

2



Επισκεπτήριο στον Θανάση με τα χαλασμένα δόντια. Τι κωλοδουλειά!
- τρως το φαΐ σου Θανασάκη;
Γιαγιά προφανώς, υπέρβαρη κυρία. Γονείς; Ντροπή για τον σπόρο τους, νιώθουν ντροπή, ναι προφανώς, ούτε μια φορά επισκέπτες στο όμορφο κιόσκι κάτω από τις λεύκες με τα πουλιά τσιπ-τσιπ. Άλλα η γιαγιά είναι άλλη ιστορία, και ο παππούς κατσούφης και εκνευρισμένος γυρνάει την πλάτη, μα έρχεται, μα τον ύψιστο και τις ολόλευκες φτερούγες των αγγέλων, έρχεται.
Αισθάνονται ότι τους δίνεται μια ευκαιρία να επανορθώσουν τα λάθη που έκαναν με τα παιδιά τους. Στρέφονται στον εγγονό τον καθυστερημένο, βραχυκυκλωμένο, τα υπόλοιπα έχουν απαγκιστρωθεί προφανώς με τα κοστούμια τους στις δεξιώσεις και ταπ ταπ ταπ τα τακούνια σε ακριβά μάρμαρα, αυτή η καρφίτσα γυαλίζει στον απογευματινό ήλιο στο στήθος της γριάς, προφανώς μεγάλο τζάκι, μασόνοι; Θανασάκης ντροπή και αισχύνη και δάκρυα στις μοναχικές νύχτες;

- Να μη στεναχωριέμαι; Θανασάκης με το αι τρεμάμενο
- Να τρως το φαΐ σου και να παίρνεις τα φάρμακα σου Θανασάκη.
Ο Τρίκις έδιωξε μια μύγα από την λευκή του φόρμα εργασίας.
Ο Θανασάκης κάτω από το κιόσκι με τη γιαγιά, πάντα πρόχειρο το μαντίλι να σκουπίσει μερικά σάλια. Ανώτερη μόρφωση ξεστρατισμένη, εις τα πρόθυρα πυκνής συννεφιάς ανακοίνωσε πτυχιούχος μηχανικός εγκεφάλων, αναμένεται παγωμένο μέτωπο εκ δυσμάς, ολέθριες επιπτώσεις σε φιλασθενικά σπαρτά
επιφέροντας. Κρίμα το χρήμα που έχει σπαταληθεί εκ χειρών απρόθυμων ηθικά εξαναγκασμένων. Δεν μπορείς να χειραγωγήσεις την μαϊμού. Η μαϊμού δεν χειραγωγείται στα άκρα των δυνατοτήτων της.
Αλήθεια, σπούδασε ο Θανασάκης αγγλική φιλολογία, με λίγη τύχη ή με λιγότερη κακή τύχη θα έβαινε στον δρόμο ενός πετυχημένου βιβλιοθηκάριου ή γραμματέως καθηγητή, αλίμονο. Ο Σαίξπηρ τον τρέλανε, ο Μάρλοου τον τρέλανε. Είναι; Πρέπει να αναρωτηθούμε σε αυτό το σημείο τα γραπτά του Σαίξπηρ ή χωρία αυτών ποινικώς κολάσιμα; Αφάνταστα ευφυή έκφραση. Ποινική κόλαση, μαρτύρια ογκωδέστατων τόμων ποινικού κώδικα δεμένα γύρω από αστραγάλους με τη σφύρα της δικαιοσύνης να κρούει.
Θανασάκη, νίπτουμε τας μετά αλοιφών αντιστεκόμενα στον χρόνο χείρας μας.
Ο Τρίκις έκανε τον γύρω της αυλής και έσπευσε προς τα γραφεία της διευθύνουσας αρχής.
Βρωμούσε ουίσκι και σε όλους τους τοίχους ένα μίγμα παχύρρευστο, νεκρά κύτταρα διευθύνουσας αρχής και κόλα ταπετσαρίας, ομολογούσαν το πηχτό πνιχτικό καλοκαίρι. Ιστοί αράχνης στις γωνιές, καθαρίστριας αργία, κουτσή δράκαινα στην πολυθρόνα στρεβλωμένη με ουίσκι και σοκολατάκια με βερμούτ, τα οινοπνευματώδη δεν πρέπει να αναμειγνύονται, ο Διόνυσος γυρνάει τεθλιμμένος την πλάτη στην παρακμή της λατρείας του. Κουνάει το κεφάλι και χαϊδεύει τη λιγδωμένη της μύτη. Ξεφυσάει.
Εναποθέτουμε το νεαρό αυτό πλάσμα στον ήλιο και αφήνουμε την φύση να επιτελέσει το έργο της.
- Έχουμε εκδρομούλα αύριο Τρίκι στα λουτρά, το ξέρεις.
- Ναι,
- Ευεργετικές ικανότητες επάνω σε κλονισμένα νεύρα. Κάθισε Τρίκι μην στέκεσαι όρθιος
Ο Τρίκις που δεν καυχιόταν για την καθαριότητα του έβρισκε κάτι το προσβλητικό στο βρωμερό αυτό παλούκωμα.
Κάθισε απέναντι στην διευθύνουσα αρχή. ‘αν θέλω να στέκομαι θα στέκομαι καριόλα βρωμοκοπούσα.’

- Θέλω να προσέχεις τον Θανασάκη και τον άλλον τον μούργο, πως τον λένε… όχι, αυτός δεν θα έρθει.
- Εντάξει, έκανε ο Τρίκις ξεδιπλώνοντας το νοερό σημειωματάριο του.
- Δεν μ’ αρέσει να ανεβαίνουν οι τόνοι, προπαντός αυτό.
‘για μένα το λέει αυτό; Ανέβασα τόνο;’

- μείνετε ήσυχη, είπε τελεσίδικα.
- Μια ωραία εκδρομούλα, συνέχισε η διευθύνουσα αρχή σα να μιλούσε στον εαυτό της, όπως στο σχολείο, ξέρεις Τρίκι ήμουν γυμνασιάρχης κάποτε.
Πέρασε τα χέρια με τα χρυσά δαχτυλίδια μέσα από τα μαλλιά της, δυσφήμηση σαμπουάν.

- δεν είναι διαφορετικά από σχολείο εδώ. Ισχύουν οι ίδιοι κανόνες. Λειτούργημα ανώτατο. Πειθαρχία Τρίκι, πάνω από όλα.
Θα νόμιζε ότι μιλάει σε εκπομπή χαμηλής θεαματικότητας από περιφερειακό κανάλι.
‘πειθαρχία και φάρμακα.’ Ο Τρίκις τα ‘χε πάρει όλα. Ωραίες εποχές, μήνες πριν στο Rave του Αξιού, τα ντουλάπια ακόμα ξεκλείδωτα, μήνες πριν στις εκβολές του Αξιού ο Τρίκις κάτω από την επήρεια. Ζοφερός θεός στα ντουλάπια του ασύλου. Πώς θα θεραπεύσουν τους τρελούς όταν ο Τρίκις, όντας φυσιολογικός καθώς λένε, ανακάλυπτε φρίκη, υπνηλία και φοβίες. Η φαρμακοβιομηχανία κάπου πήρε λάθος στροφή, δεν θεραπεύουν, ζομπιοποιούν. Ζομπιοποίηση.
Ο Τρίκις έσκασε ένα χαμόγελο. Η γεροντοκόρη παρατήρησε, παρερμήνευσε και έβγαλε ένα μικρό κρυστάλλινο ποτήρι, κλακ, στην γυάλινη επιφάνεια του γραφείου.
- πιες ένα ποτηράκι Τρίκι.

‘ένα ποτήρι νερό μόνο, το μισθό μου και ένα κομμάτι κέικ σοκολάτα για μένα, ευχαριστώ, για τον δύσκολο δρόμο μπροστά μόνο ένα κομμάτι κέικ .’

- όχι ευχαριστώ, είπε τελεσίδικα.

‘δεν το είπα απότομα ελπίζω. Όχι δυσαρέσκεια από το αφεντικό παρακαλώ.’

- έχω … έδειξε την πόρτα και σηκώθηκε.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 28 Οκτ 2019, 09:58

3



Δύση θολή, χτύποι στην πόρτα του Τρίκι. Σμίξιμο φρυδιών και συρτά βήματα ξυπόλητα στο καλωσόρισμα. Ο Καργένης, παιδικός φίλος και συνοδοιπόρος που συχνά έμενε πίσω, υλοποιήθηκε.
Αξιολύπητο παιδί. Αντιστάθμισμα η αφοσίωση του και μια αύρα ζωτικότητας υποσχόμενης μα ποτέ παραδοτέας. Καλύτερα έτσι. Ο Τρίκις ζητούσε να εξουσιάζει στις σχέσεις του και διάλεγε σημεία στίξης όσο μπορούσε πιο απομακρυσμένα από το θαυμαστικό για να αξιολογεί τους άλλους.
Ο Καργένης προχώρησε κοιτώντας διχόγνωμος δεξόζερβά, είχε σοβαρή εξομολόγηση να περατώσει, φαινόταν στην μάπα του την αξιολύπητη. Λούφαξε σε μια καρέκλα ενώ ζοφερά αερικά τον περιτριγύριζαν.
Πήρε ώρα να μιλάει για το πρόσφατο ταξίδι του στας ανατολάς, ο Καργένης τον ψιλοφυσούσε τον παρά, ώρα πολύ μιλούσε για τα θαυμαστά πράγματα που γνώρισε εκεί, για τις τιμές στην αγορά, για τις γυναίκες με τις μαντίλες και τα κολάν για τον νεοαποκτηθέντα ερωτά του, τον χωρίς ανταπόκριση. Πως εδώ και δυο εβδομάδες ψιθύριζε το όνομα της με απελπισία, η γκόμενα ήταν από μακριά και απ ότι του είχε ξεκαθαρισμένο, ζητούσε πνευματική σχέση μαζί του γιατί όπως και να το κάνουμε δεν ήταν και Ο παίδαρος (αυτό ξαναπέστο). Της άρεσαν οι λιγνοί μελαμψοί Αιγύπτιοι με τα μακριά ντελικάτα δάκτυλα που σύρονται αργά επάνω στο κοράνι ή δείχνουν προς τον ουρανό.
Ο Καργένης είχε ανακαλύψει ότι η πιθανότητα ευτυχίας ήταν μισή ευτυχία και όσο κι αν ο Τρίκις προσπαθούσε να του εξηγήσει το λάθος του συλλογισμού του ο Καργένης χαμένος στο ερωτικό του παραλήρημα εξακολουθούσε να περιμένει το ντριν-ντριν του τηλεφώνου και την διστακτική φωνή. Ο Τρίκις θέλησε να απαλύνει τον πόνο του φίλου του.
- Στα αρχίδια σου ρε μαλάκα.
Άστοχο.
Ο Καργένης συνέχιζε να του μεταφέρει τις ανακατατάξεις που έγιναν μέσα του. Όλα τα προηγούμενα προβλήματα του, έλεγε, μπήκαν στην σωστή τους θέση, έλεγε. Διαλύθηκαν.

- ψάχνει για άντρες με αυξημένη τριχοφυΐα και ισχυρή οσμή τεστοστερόνης.
Ο Τρίκις γέλασε δυνατά.
- προφανώς δεν εννοούσε εσένα.
- Εκτός κι αν το λέει για να με πληγώσει, σαν ερωτευμένος είμαι εύκολος στόχος.
- Όπως και να’ χει είναι πουτάνα.
- Ωστόσο, ακόμα δεν ξέρω πως αισθάνεται.
- Με πόσους τρόπους πρέπει να σου πει ότι δεν σε γουστάρει; Τελείωσε ταμ τι ρι ραμ τι ραμ. Κερνάς; Πάμε για κανένα ποτό; Ρώτησε επάνω στην συζήτηση ο Τρίκις αργόσυρτο χασμουρητό τετράπυχο.
Ο Καργένης έγνεψε προβληματισμένος και αβέβαιος, αξιολύπητος εις την 36η φόρεσε το λείο αρνίσιο του δερμάτινο.
‘Αν ο έρωτας… ο Τρίκις βρισκόταν στα πρόθυρα μιας σοφής διαπίστωσης, αν ο έρωτας μεγεθύνει τις ιδιότητες της ψυχής τότε γνωρίζουμε τον εαυτό μας όταν ήμαστε ερωτευμένοι. Ναι. Ήταν σωστός φιλόσοφος Ο Τρίκις.



4


Στο καφενείο σμήνη καπνιζόντων μελισσών βούιζαν συγκεχυμένα. Ήταν από εκείνα τα μαγαζάκια τα γραφικά στην βρώμα τους όπου οι φοιτητικές δονήσεις εγκεφαλικών κυμάτων συνταίριαζαν θαυμάσια με τις γεροντίστικες, συνθέτοντας έτσι περιβάλλον περίεργο στην πρωτοτυπία του.
Ο Τρίκις κάθισε στην γωνία για να έχει θέα ολόκληρο το καφενείο συμπεριλαμβανομένων και των θεϊκών οπισθίων σοφά κεκαλυμμένων πίσω από φαρδιάς ανεπισήμου χαρακτήρος φούστας χρώματος σκατί, απαστράπτουσας σερβιτόρας.

- έμαθες για τον Νικόλα. Στρογγυλό παχιόχειλο γερόντιο αναστέναξε από το διπλανό τραπέζι.
- Πάει…
- Τίποτα δεν είμαστε… καλοχτενισμένο αψηφώντας βαρύτητα μουστάκι, ξερακιανό γερόντιο με χέρι συνηθισμένο στο σύρσιμο γκλίτσας, συμπέρανε.
Ω! απελπισία και φόβος στις φωνές εύθραυστων γερόντιων, φόβος πρωινού γλιστρήματος, όλοι γύρω τους ψοφάνε, την καρέκλα της στα χθες ζεστή με αποστροφή κοιτάνε.
Παύση και περισυλλογή.
- δόξα το θεό να λέμε.
- Και ο Στάθης, έμαθες; Ο κουβαλητής κακών νέων συνέχισε.
- Πάει…
Το στρογγυλό γερόντιο άρπαξε μια ελιά από το μικρό μπολ και αλμύρισε τον οισοφάγο του.
- τίποτα δεν είμαστε.

Ο Καργένης στράφηκε στον Τρίκι μετά από κατατονική σιωπή.
- θέλω να την πάρω τηλέφωνο αλλά δεν θέλω να ενοχλήσω.
Τα λόγια τρέκλισαν από το στόμα του.
- εγώ λέω να το ρίξεις στα ναρκωτικά, είπε ο Τρίκις σοβαρά,
είναι ο μόνος τρόπος να την ξεχάσεις. Μετά βέβαια θα έχεις άλλα προβλήματα.

Το γερόντιον με τα μουστάκια στην λέξη ναρκωτικά ρουθούνισε περιφρονητικά και ανήμπορα. Το γερόντιον προφανώς όσο μεγάλωνε ανέβαζε και την μετοχή της ζωής στο συμπαντικό χρηματιστήριο.
Ένας τύπος… τι τύπος μυστήριος κι αυτός; Καθόταν απέναντι και περιστασιακά ο θαυμάσιος πισινός της σερβιτόρας χανόταν πίσω από το κεφάλι του με αποτέλεσμα ο Τρίκις να ενδιαφερθεί για την περίεργη την φάτσα του την μη φοιτητική. Σοβαρός, ακίνητος βλέμμα συνοφρυωμένο, είχε σφιγμένο το χέρι σε γροθιά και το ταπ ταπ χτυπούσε ελαφρά στο ξυλομαρμάρινο τραπέζι.
Η σερβιτόρα έσκυψε το ευγενικό της χαμόγελο το κουρασμένο πάνω από τον Καργένη. Θα έπαιρνε ένα χυμό, παρακαλώ.
Ο Τρίκις παρήγγειλε με επιτηδευμένη αδιαφορία ένα ουισκακι και στο γύρισμα κάρφωσε το βλέμμα του στα καρπερά καπούλια θαρρώντας πως με το άγγιγμα τους μόνο θα ευδαιμονούσε ολάνθιστος.
Ο τύπος απέναντι ταπ ταπ στο τραπέζι, κανείς δεν άνοιγε.
Τα γερόντια αργοσηκώθηκαν, αργοπλήρωσαν και αργοκίνησαν για την έξοδο.
Ο Καργένης μιλούσε τώρα αβίαστα, ο έρωτας τον έκανε φλύαρο.
Τα γερόντια αντικαταστάθηκαν από ένα ζευγάρι κατά τα φαινόμενα στην γραμμή εκκίνησης ακόμα της διαδρομής τους. Η γκόμενα με θαυμασμό τα φρύδια ανασηκωμένα, αυτός, φαβορίτες και σημάδι στο αριστερό μάτι από φανταστικό μονόκλ. Μιλούσε κατά την διάρκεια του παλουκώματος εκμεταλλευόμενος κάθε στιγμή στη διαφήμιση των πρωτιών του στις δαιδαλώδεις χαοτικές σήραγγες της γνώσης. Μυαλό σε εφημερία. Πφφφ, θα γαμάει την φούχτα του πάλι απόψε.(είναι χούφτα ή φούχτα;)
- ο Αριστοτέλης στο περί ψυχής ξεκαθαρίζει ότι η ψυχή διαιρείται σε δυο μέρη. Στο άφθαρτο, σήκωσε το μικρό του δαχτυλάκι, που δεν έχει μνήμη του εαυτού του μα είναι αθάνατο και, σήκωσε κι άλλο δαχτυλάκι, στο φθαρτό, το θηλυκό καλοχυμένο επευφήμησε με τα φρύδια του.
- Όσο περνάνε οι μέρες η αίσθηση του αμετάκλητου γίνεται εντονότερη… ο Καργένης με την αθωότητα του να αναπηδάει αιώνια σε επιφάνεια ωκεανού.
- Μου έρχεται να κλάψω… ενώ μου έδειχνε ότι ενδιαφέρεται, πράγματι ένας λυγμός τρεμούλιασε το πηγούνι του.
Ο Τρίκις έγειρε λίγο μπροστά.

- είσαι αθώος και ενθουσιάζεσαι εύκολα, δεν καταλαβαίνεις ότι στις γυναίκες αρέσει να ακούνε το σ’ αγαπώ από όποιο στόμα κι αν έρχεται. Τονώνει το ηθικό τους αναβαθμίζει το λογισμικό τους. Εξυπηρέτησες το σκοπό σου και τώρα σε έχει γραμμένο στην μουνάρα της.
Ο κύριος φαβορίτας έριξε με άκρη ματιού περιφρονητική ματιά. Ο Τρίκις γύρισε ολόκληρος λυκίσια αδημονώντας να καψαλίσει κατσαρές τρίχες. Ο κύριος φαβορίτας απαξιεί. Η κυρία θαυμασμός συγκατανεύει σιωπηλά πιέζοντας τα αυτιά της να ανοίξουν διάπλατα στις ορθολογικές του διηγήσεις. Πνευματική ηδονή, κρυστάλλινα τηλεπαθητικά συγκοινωνούντα δοχεία. Ο Τρίκις έμεινε να τον κοιτάει. Λίγο παχύς, λίγο αργός. Τι θα έλεγε ο Αριστοτέλης για την σπασμένη μύτη; Αυτό που κάποτε αποτελούνταν από ένα οστό, σήκωμα δαχτύλου, τώρα αποτελείται από δυο, σήκωμα δαχτύλου. Φθαρτό και φθαρτό. Ο θηλυκός θαυμασμός κρατώντας το τσαντάκι του πρότεινε.
- θέλεις να αλλάξουμε τραπέζι;
Ώρα να φανεί άνδρας, μισοκλείνει μάτι στο κράτημα φανταστικού μονόκλ.
- όχι, όχι… γυρνάει στον Τρίκι,
- υπάρχει κάποιο πρόβλημα φίλε μου; Φωνή βαθιά, εκλεπτυσμένη.
Ο Καργένης σταμάτησε να μιλάει, έπεσε στην αντίληψη του ότι βρισκόταν μάρτυρας στα γεννοφάσκια ξυλοδαρμού.
- με ξέρεις; Με έχεις ξαναδεί; Γνωρίζεις τι αποτελεί προσβολή για μένα από έναν άγνωστο; Ο Τρίκις ανακάλυψε την ευφράδεια στον κλυδωνίζοντα θυμό του. Μια ειρωνική ματιά; Τι λες; Θα μπορούσε να ήταν προσβολή για μένα;
Το θηλυκό θαύμαζε με το ένα φρύδι και αμφέβαλε με το άλλο. Αδυναμία το όνομα σου είναι γυναίκα.
- ωραία, συνθηκολόγησε ο φαβορίτας. Ας το αφήσουμε καλύτερα ζητώ συγνώμη. Είπε κοιτώντας χαμηλά με την άκρη του ματιού του.
- Ου μπλέξεις με σχιζοφρενείς, ένευσε συρτά χαμηλόφωνα στο πια εκλιπόντα θαυμαστικό με νευρικό χαμόγελο.
Ο Τρίκις τότε θόλωσε, οι δισταγμοί διαλύθηκαν πρωτόγνωρη ακρίβεια κινήσεων καθώς άρπαζε μαλλιά, καθώς γρονθοκόπησε ανελέητα αρκετές φορές, αίμα στα χέρια του, αίμα στα ρούχα του, ευπρόσδεκτο στη συνείδηση του. Φαντασίωση σωτήρια πολιτισμένου κόσμου. Ο Τρίκις έφτασε στο τέλος της ευφράδειας του. Γύρισε μπροστά στο κάθισμα του κι άφησε μεταλλική αναπνοή να ξεφύγει από το στόμα του. Ο φαβορίτας συνέχισε την διάλεξη του και ήταν όλα καλά ταμ τι ρι ραμ τα ραμ.

Ο ασθενής παρουσιάζει επιπλοκές
Δέχεται αγόγγυστα τις προσβολές

Ο Καργένης τράβηξε το μανίκι του Τρίκι.
- έλα ρε μαλάκα, μην χαλιέσαι.
- Ναι, ανασκουμπώθηκε ο Τρίκις ολοπόρφυρος μεταφέροντας την προσοχή του στο ουίσκι.
Αρκετή ώρα πέρασε στους ήχους των ζαριών που έπεφταν, της καπνίλας που έτριβε την μουσούδα της στα αφεντικά της, στο ακατάληπτο πια παραλήρημα του Καργένη, ώσπου ο Τρίκις έπιασε ένα χαμόγελο αχνό από τον τύπο που χτυπούσε το τραπέζι. Ανασήκωσε τους ωμούς και του έδειξε τριγύρω με τα ματιά, το χαμόγελο του τύπου απλώθηκε.

Ο ασθενής παρουσιάζει επιπλοκές

Σκέφτηκε τα γερόντια και ποια είναι η αρχή, η ύπουλη της τρομάρας τους.

Άβαταρ μέλους
Λεγεών
Δημοσιεύσεις: 11278
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 07:23

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Λεγεών » 28 Οκτ 2019, 10:13

Το θυμάμαι από το παλιό.

Είχες ποστάρει γύρω στα 10-12 κείμενα.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον ηλονμασκισμό.

Χαῖρε, τὸ τῶν Δαιμόνων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν αγγέλων πολυθρήνητον τραῦμα.


FUCK DONALD TRUMP

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 01 Νοέμ 2019, 15:34

5

Ήταν αργά όταν ο Τρίκις βγαίνοντας από το καφενείο υπό την έντονη επίδραση της εντός του καφενέ αξεδιάλυτης διαφωνίας με νέο βαρύ και εκλεπτυσμένο, διακατεχόμενος από ανήσυχο διάβολο και θέλοντας να φιμώσει μια εκρηκτική φωνούλα ‘Δειλέ’ πρότεινε στον τεθλιμμένο φίλο του.
- γιατί δεν την παίρνεις τηλέφωνο; Ελαφρώς συρτά τα λόγια δρασκέλισαν οινοπνευματώδεις θύρες.
- Ναι… ψιθύρισε ο Καργένης υπνωτισμένος, χωρίς αμφιβολία βρισκόταν πλέον δίπλα στην γλυκιά αγαπημένη του ταΐζοντας την ρώγες σταφυλιών ταβλαρισμένος επί περίφημης εξ Ανατολάς τάπητος έμπροσθεν λείας γρανιτένιας εστίας περιβαλλόμενης από δύο αγάλματα αντίθετου φύλου ακραγγίζοντας τα ακροδακτυλά των σε εξύμνηση πλατωνικού έρωτος. Μπιπ, στο κινητό, στάθηκε ακίνητος στην ώρα της αλήθειας επί Βασιλίσσης Μαρίας και Βασιλίσσης Σοφίας γωνία.
Τότε ξαφνικά και χωρίς καμία προειδοποίηση όχημα σκούρο μπλε παραβιάζοντας σηματοδότη και αγνοώντας εντολές αυτού συγκρούστηκε βάναυσα με όχημα χρώματος πορτοκαλί ανοιχτού σε μια πανδαισία μεταλοπλαστικών αγκομαχητών, στριγκλίσματα απρόθυμων ελαστικών και προβολέων περιστροφικά συμπεριφερόμενων. Ο Καργένης έκλεισε το τηλέφωνο του σαστισμένος. Ο Τρίκις με τα χέρια στις τσέπες πλησίασε το πλησιέστερο σε αυτόν όχημα. Δυο νεανίες απλήγωτοι και αποσβολωμένοι, θρηνούσαν κατά την επανεκκίνηση των προσωπικοτήτων τους.
- παιδιά, την έχετε γαμήσει. Προφήτεψε ο Τρίκις μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Σιγή.
Ο συνοδηγός βγήκε από το αυτοκίνητο.
- αυτός οδηγούσε, είπε δείχνοντας τον οδηγό και δηλώνοντας το προφανές.
Ο Καργένης αφού ειδοποίησε ασθενοφόρο έτρεξε στο αυτοκίνητο που φιλοξενούσε δύο κορασίδες μεταμφιεσμένες για άγνωστο λόγο σε αγελάδες. Βοήθησε την οδηγό να βγει και να δοκιμάσει τα πόδια της ενώ αδύναμες προς στιγμήν προσβολές κατευθύνονταν από το στόμα της στον οδηγό αντίπαλου οχήματος. Αναθυμιάσεις από σπασμένο ρεζερβουάρ έτσουξαν τα μάτια του Καργένη που μετατέθηκε αστραπιαία στην άλλη πλευρά του οχήματος στην ανάσυρση νεανίδος επιτυχημένα μεταμφιεσμένης σε αγελάδα. Άδραξε αυτή και χρειάστηκε να κινητοποιήσει αρκετούς ξεχασμένους μύες στην προσπάθεια του να την ανυψώσει και να την απομακρύνει από το απειλητικά μυροβόλο όχημα καθώς η ημιαναίσθητη κορασίδα ως νταρντάνα συνέχιζε τις καλές τις σχέσεις με την βαρύτητα. Θα είχε κάτι το επικό η πράξη του Καργένη και θα έφερνε δάκρυα σε Ομηρικά μάτια αν το αυτοκίνητο τελικά είχε εκραγεί και αν ο ίδιος δεν τρίκλιζε κάτω από το υπέρογκο βάρος στην διαδρομή ως το πάρκο και το δροσερό γρασίδι όπου την απέθεσε όσο πιο μαλακά μπορούσε ανάμεσα σε όλα τα ‘όλα είναι εντάξει’ σαν απάντηση στα απανωτά της ‘τι έγινε; Πού είμαι; Ποιος είναι πρόεδρος; Φοβάμαι. Πού είναι η ειρήνη;’ Χέρι οδηγούμενο από ένστικτο βρήκε το χέρι του Καργένη και το έσφιξε ανάμεσα σε χυμώδη στήθη επιφέροντας ακανόνιστους χτύπους στην καρδιά του.
- όλα είναι εντάξει.
- Σας είδα καθίκια. Αλμπίνος ταξιτζής υπερασπιστής του δικαίου φώναξε βγαίνοντας από το ταξί του. Κάποτε βγάζοντας το χάσκι του στο πάρκο για κατούρημα εντόπισε μεσήλικα ηδονοβλεψία παρευρισκόμενο στην συνεύρεση νεαρού ζευγαριού κι αφού τον ξυλοκόπησε ανελέητα κάλεσε την αστυνομία. Σε άλλη περίσταση, βγάζοντας το χάσκι του για κατούρημα στο πάρκο αναμείχθηκε στην έντονη διάσταση απόψεων μεταξύ υπερήλικα και νεαρού και εξέφρασε την άποψη ότι όχι μόνο ήταν κοινωνικά αποδεκτός ο δημόσιος χαριεντισμός μέσα σε λογικά πλαίσια μα ήταν και αισθητικά ωραίος. Σε αναρίθμητες περιπτώσεις στο ιδιαίτερο του διαμερίσματος του απολάμβανε συνουσία με τον σκύλο του.
- Περάσατε δύο κόκκινα φανάρια. Σας είδα.
Η οδηγός είχε και αυτή κορώσει βρίσκοντας υποστήριξη.
- καθάρματα, θα μας σκοτώσετε ρε πούστηδες .
- αυτός οδηγούσε, κάτσε στη θέση του οδηγού, επαναλάμβανε ο νεανίας συνοδηγός τρίβοντας τον αγκώνα του.
Ο Καργένης είχε ακόμα το ιδρωμένο χέρι του στον πληθωρικό παράδεισο της γυναίκας. Ξεχείλιζε προστατευτική επιθυμία και λυγούσε στο άκουσμα.
- θα μείνεις μαζί μου;
Ο δούλος του θεού Καργένης νυμφεύεται την δούλη του θεού Ευαγγελία στο δροσερό γρασίδι, στο νυχτερινό πικ-νικ.
- ναι, μην ανησυχείς , θα μείνω μαζί σου.
Ο Τρίκις πλησίασε τον φίλο του νιώθοντας ένα τσίμπημα ζήλιας. Έβρισκε στην υστερία της γκόμενας κάτι το προσποιητό, πολύ συνειδητά προσκαλούσε τα χέρια του Καργένη στο κορμί της.
Τα ασθενοφόρα κατέφθασαν και ο νοσοκόμος επιβεβαίωσε την κοπέλα ότι ήταν μια χαρά, μπορείς να σταθείς όρθια, μα αυτή δεν έλεγε να αφήσει το χέρι του Καργένη, κι ο Καργένης το ίδιο.
Ο Τρίκις γύρισε σπίτι με τα πόδια.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 02 Δεκ 2019, 12:09

6


Πρόθυμα και χωρίς να αισθάνεται άτοπος ο Καργένης ακολούθησε την Ευαγγελία στο ασθενοφόρο όπου απελευθερώθηκε από τις ηδονικές της μέγγενες μα συνέχισε να απολαμβάνει το οπτικό του ταξίδι επάνω στο απλωμένο τροφαντό κορμί της κάτω από το άπλετο φως του ασθενοφόρου, ανακαλύπτοντας χαριτωμένα ψεγάδια όπως γαμψή μύτη και δίπλες λίπους που σε κάθε λακκούβα κυμάτιζαν, με ανοσία στις φαρμακερές ματιές της φίλης της που προφανώς ήταν φύση καχύποπτη ως προς τις επιδιώξεις ενός ξένου.
Η Ευαγγελία με βουρκωμένα μάτια, τόσο εύθραυστη, τόσο ελκυστική, είχε ξεχάσει ότι βρισκόταν σε ασθενοφόρο και συνέχιζε να ψαχουλεύει την θεραπευτική συμπαράσταση του Καργένη, πράγμα που εξόργισε την φίλη της στο σημείο που την έκανε να αναφωνήσει.
- σκάσε πια.
Υπάρχει κάτι αληθινά παρήγορο στην αφοσίωση που εκδηλώνεται στις σχέσεις γυναικών. Η επιθυμία προστασίας από εξωγενείς αγνώστου προελεύσεως παράγοντες φτάνει στα όρια της παράνοιας,
- μην της μιλάς έτσι… έκανε ο Καργένης ενοχλημένος στο ελάχιστο καθώς το αίσθημα που δοκίμαζε δεν άφηνε πολλά περιθώρια σε άλλα όχι συγγενικά με αυτό.
- άκου να δεις, χλιμίντρισε, δεν θα μου πεις εσύ πώς θα φερθώ στην φίλη μου.
Η σχέση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους έχει κάτι από πνευματική ιδιοκτησία. Ο καθένας έχει ή πιστεύει ότι έχει κατοχυρώσει ένα ορισμένο τμήμα στην ψυχή του άλλου και είναι ένα τμήμα που δεν δέχεται να παραδώσει χωρίς μάχη. Αυτή η παράλογη κατοχή καλύπτεται συχνά πίσω από ετικέτες ανιδιοτελούς φιλίας.
- ποιος σε κάλεσε εδώ; Σε κάλεσε κανείς;
- Η Ευαγγελία.. αμύνθηκε ο Καργένης
- Α… και Ευαγγελία τώρα, άκου να δεις δεν ξέρω τι ρόλο βαράς αλλά καλά θα κανείς να ξεκουμπιστείς το συντομότερο από δω πέρα. Δεν θα την λες εσύ Ευαγγελία.
- Και πώς να την λέω; Προκόπη;
- Τίποτα δεν θα την λες. Κατάλαβες;

Πέρασαν την υπόλοιπη διαδρομή αποφεύγοντας περαιτέρω αψιμαχίες .Η οξύθυμη γελαδινή φίλη της Ευαγγελίας επικοινώνησε με τους γονείς της για να τους εισάγει στον καταστροφικό κόσμο του να έχεις απογόνους.
Ο Καργένης ξαναζούσε ένα παράξενο συναίσθημα, τα χρώματα γύρω του ήταν πιο λαμπερά, οι αισθήσεις του οξυμένες, το μυαλό του εκτινασσόταν ταυτόχρονα σε χίλιες κατευθύνσεις , δοξολογώντας Ειμαρμένη, εκδρομές στην λιακάδα απολαμβάνοντας παιδιά, ζωή ζηλεμένη, με μοναδική αφετηρία,
τον Έρωτα.
Η Ευαγγελία ξαπλωμένη να αισθάνεται τρόμο και να μουδιάζει μόνο με τη δύναμη της σκέψης τα πόδια της.
Ο νοσοκόμος, ανέκφραστος σιωπηλός, επαγγελματισμός στο έπακρο ευχαριστημένος για την συνομιλία που είχε μαγνητοφωνήσει έριχνε ματιές στην τσέπη της φόρμας του στην επιβεβαίωση της συνεχής λειτουργίας του μικρού μαγνητόφωνου του. Ήταν μια δραστηριότητα που είχε αναπτύξει με τον καιρό, την αποδοχή της οποίας από την μάζα είναι αδύνατο να προσδιορίσει κανείς καθώς είναι εξ ορισμού κρυφή. Ήταν ασχολία που προσέφερε ηρεμία στον νοσοκόμο. Ηχογραφούσε με ένα μικρό κασετόφωνο συνομιλίες ποικίλου περιεχομένου και αμφίβολου ενδιαφέροντος, από την περιστασιακή επίσκεψη στην αδελφή του μέχρι τους ήχους μιας βρύσης που στάζει και αργότερα στην ησυχία του διαμερίσματος του με ηδονοβλεπτικό ενδιαφέρον συνέθετε ένα φευγαλέο και χαοτικό ψηφιδωτό συνδέοντας δύο κασετόφωνα σε ένα και αναμιγνύοντας συνομιλίες και ήχους άσχετους μεταξύ τους. Την ίδια εργασία επαναλάμβανε ξανά και ξανά ώσπου οι φωνές και οι ήχοι στις πολλαπλές συνθέσεις τους έχαναν την προηγούμενη υπόστασή τους και διασκέλιζαν κάποιο βάραθρο δεδομένων επιβάλλοντας τη νέα τους συνεπαγωγή, τα νέα τους όχι εντελώς χωρίς νόημα δεδομένα.
Στο διάστημα των τελευταίων μηνών είχε καταληφθεί από μια αλλόκοτη κυοφορία ιδεών. Κάποτε στην διαδρομή προς το χωριό του χωρίς εμφανή λόγο του ήρθε αυτούσιο στο νου ένα όχι ιδιαίτερα γνωστό ή αγαπητό σε αυτόν τραγούδι.

Λα λα λα μαζευτήκαμε απ’ τα άστρα
Λα λα λα να γιορτάσουμε
Λα λα λα τις ουσίες που παράγει
Το μυαλό μας
Λα λα λα υποτάσσουμε.

Μπήκε σε διαδικασία ανεύρεσης με ζήλο αθλητή. Τι ήταν αυτό που στο συγκεκριμένο σημείο ωθούσε παλιούς στίχους στην επιφάνεια; Είχε διαβάσει για μέρη όπου οι φυσικοί νόμοι λύγιζαν ως ένα σημείο. Ανηφόρες που φέρονταν σαν κατηφόρες και μπορούσαν να ανελκύσουν αυτοκίνητα σταματημένα στις αρχές τους, είχε διαβάσει για ένα αρχαίο περίπατο στην Αθήνα που πια είχε αποκλειστεί από επίπεδα κτίρια κατά την διάρκεια του οποίου γινόταν κανείς εξυπνότερος. Ήταν πεπεισμένος ότι η ζωή του καθενός ήταν προκαθορισμένη, και κατέληγαν στον πυθμένα μελανούς δυστυχίας εκείνοι που διάλεγαν να αποφύγουν το πεπρωμένο τους. Ήταν στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου που η αίσθηση της μοίρας ή το δάκτυλο του Θεού επί των ταπεινών δημιουργημάτων του αν προτιμάτε ήταν τόσο εμφανής ώστε θα έπρεπε να είσαι πνευματικός μύωπας για να μην το συνειδητοποιήσεις και κατ’ επέκταση να δραστηριοποιηθείς.
Η βρύση σε εκείνο το μέρος δίπλα στους αγρούς με τα σιτάρια, στους βουκολικούς λόφους και την ορατότητα ως τις μακρινές λίμνες και τα πράσινα αχνά οροπέδια που προσέδιδαν μυθιστορηματική ευγένεια. Σε εκείνο το μέρος όπου στάθηκε προσκυνητής και ζήτησε να αποκαλυφθεί ο σκοπός της ύπαρξής του.
Κάθισε σε μεγάλο κοτρόνι και ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει. Οι πρώτες χοντρές σταγόνες θρυμματίσθηκαν στην άσφαλτο και μακριά αστραπές φεγγοβόλησαν.
Ζευς, σκέφτηκε ο Ντρούπης χορτασμένος φυσική ομορφιά.
Είναι ώρες που ο άνθρωπος διαλέγει τον θεό του, αν βέβαια δεν τον απασχολούν άλλα ζητήματα και ο Ντρούπης στην ορισμένη εγκυμονούσα στιγμή είδε το πρόσωπο του Δία να σκιαγραφείται στον ορίζοντα. Το ερώτημα τώρα ήταν, τι να ήθελε ο Δίας από τον Ντρούπη;
Στον καιρό που ακολούθησε την ένθεη στιγμή του συγκλίνοντας σε αυτό που πίστευε ότι η μοίρα είχε ορίσει γι’ αυτόν πολύ πριν αυτός γεννηθεί , συνδέθηκε με μία αίρεση δωδεκαθειστών που βασιζόμενη σε αμφίβολα αρχαία γραπτά υποστήριζαν ότι οι δώδεκα θεοί ήταν στην πραγματικότητα εξωγήινοι και χρησιμοποιούσαν ανώτερη τεχνολογία με αποτέλεσμα στα μάτια των απλοϊκών σε τέτοια θέματα ανθρώπων της εποχής να φαντάζουν υπερφυσικοί. Υποστήριζε ότι ο Έλληνας ήταν εργαστηριακό προϊόν και είχε δημιουργηθεί από εξωγήινους με ανάμιξη γενετικού υλικού από γήινα και εξωγήινα όντα. Νόθο παιδί των αστεριών.
Εθνικό αίσθημα επιδεικνύοντας καλούσε τον έλληνα να πάρει την θέση του στην παγκόσμια σκακιέρα αποτινάσσοντας την εβραϊκή πνευματική κυριαρχία και εγκαθιδρύοντας ναούς όπου η αρχαία θρησκεία θα αναβίωνε σε όλη της την λαμπρότητα, όλοι οι σιωνιστές θα συνθλίβονταν κάτω από την τιτάνια πατούσα του προκαθήμενου επί αλαβάστρινου θρόνου θαυμάζοντας κομπάζοντας την πλούσια γενειάδα του, θεού των. Κήρυτταν ότι η αρχαία θρησκεία ήταν ο μόνος πνευματικός σύντροφος στην μεγαλουργία που κρύβει μέσα του ο Έλλην. Αναθεμάτιζαν κάθε γραμμή του
Αξεπέραστου μπεστ σελλερ της βίβλου. Έβρισκαν το ιδανικό σε ένα κόσμο που αδιάκοπα εξελισσόταν, όχι σε αυτόν που έμενε στάσιμος.
Φύση εξελικτική κι ο ίδιος ο Ντρούπης στάθηκε σε αυτό το σημείο και κατέληξε μετά από αρκετές συνεδριάσεις της ομάδας στο ερώτημα.
- πώς θα μπορούσαμε να δούμε σαν εξέλιξη την αναβίωση μιας θρησκείας που όλες οι τελετές της είναι καλυμμένες από μυστήριο; Ας μην ξεχνάμε την φιλοσοφία της ίδιας της θρησκείας. Κάτι πρέπει πάντα να κάνει τόπο σε κάτι άλλο. Ήταν έτσι στην εποχή των τιτάνων και ακόμα πριν από αυτούς ώσπου ήρθε η ώρα να δώσει και ο Δίας τα σκήπτρα πράγμα που γνώριζε και ο ίδιος. Γνώριζε επίσης ότι ακόμα και οι θεοί δεν μπορούν να αντιταχθούν σε αυτά που η μοίρα ορίζει.
Ο Δημοσθένης εγκέφαλος και μέλος ηγετικό της ομάδας που για κάποιο λόγο κυκλοφορούσε με σκισμένα ρούχα είπε.
- θα σας μιλήσω λίγο για τον Δία και γι’ αυτό που αντιπροσώπευε. Πριν από αυτόν δεν υπήρχε χάος. Υπήρχε ισορροπία στο βαθμό που η φύση επιβάλει. Η τσίτα είναι γρήγορη και τρέφεται με ζαρκάδια που είναι επίσης γρήγορα. Οι θεοί κατέβηκαν από τους ουρανούς όταν η ζώσα γη ήδη υπήρχε. Αυτό που πρόσφεραν ήταν ο άνθρωπος. Αυτό δεν έγινε με θεία έμπνευση μα με τεχνολογία, τη θεία έμπνευση θα τη βρούμε στον τρόπο που αντιμετωπίζονταν οι θεοί από τους Έλληνες. Η θεία απάτη με τα θαυμαστά της αποτελέσματα. Ο ελληνικός θεός δεν μίσησε τον άνθρωπο όπως αυτός των οβραίων. Ο Δίας αγκάλιασε τον άνθρωπο, τον ερωτεύθηκε ζηλεύοντας την αίσθηση ελευθερίας του. Ο Δίας θέλησε να τον μιμηθεί, εδώ βρίσκεται η ουσία της θρησκείας μας. Ο ανώτατος ανάμεσα μας θέλει να είναι ένας από μας.
Μεγαλύτερη έκφραση αντιφατικότητας και ελευθερίας δεν συναντιέται σε καμιά άλλη φυλή όσο σε αυτή των Ελλήνων. Αν πρόκειται να συντρίψουμε τον υπέρτατο ανάμεσά μας θα γίνει μόνο για να δοθεί ευκαιρία σε κάποιον ακόμα ανώτερο να μεσουρανήσει.

Η ομάδα καθόταν σε κύκλο όπως μερικές ομάδες ψυχανάλυσης. Μια κοπέλα χλωμή με τα πιο όμορφα καστανά μαλλιά που έχει δει κανείς, χαριτωμένες φλεβίτσες αναρριχόμενες από τα λεπτά της δάκτυλα ως τα μανίκια στο μπράτσο της με υποβλητικά μεγάλα μάτια που σε προδιαθέτουν για μια ευπρόσδεκτη οδύνη κοίταξε τον Ντρούπη περιμένοντας αντίστοιχο λογύδριο, ήταν καιρός κοσμογονικών αλλαγών στους κόλπους της ομάδας, που αποτελούνταν από τρεις φοιτητές φιλοσοφίας, δύο φίλους των ηλεκτρολόγους που κουβαλήθηκαν απρόθυμα μα ανακάλυψαν την ομορφιά της κοπέλας πλησίον του Ντρούπη μαγνητική, του εγκεφάλου, μελετητή της ιστορικής αλήθειας και ταγμένο στην άψογη προβολή της με μια ίσως πέραν του μέτρου ευχαρίστηση στο άκουσμα της φωνής του, έναν κακομοιριασμένο χρήστη που δεν μιλούσε συχνά μα τιμούσε τα μπισκότα στο τραπέζι μπροστά από τον καναπέ που λούφαζε, χορηγία του αρχηγού και τον Ντρούπη που άνοιξε στόμα προς παρουσίαση της πρότασης του.
- δεν είναι έτσι. Ας μην ξεχνάμε ότι οι θεοί ήθελαν τον άνθρωπο χωρίς συνείδηση, χωρίς μνήμη, γλώσσα κι αριθμούς. Αδιάκοπα ζεμένο στην υπηρεσία των θεών. Ώσπου ο τιτάνας Προμηθέας του άνοιξε τα μάτια και τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Μα ο Τιτάνας δεν σταμάτησε εκεί. Πρόβλεψε επίσης και την εκθρόνιση του Δία από τον καρπό του με τη Θέτιδα.
- Ένας χρησμός που δεν ήρθε ποτέ σε πέρας.
- Γι’ αυτό δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι.
Ο Ντρούπης έπρεπε να ελιχθεί προσεκτικά τώρα, ήταν πεπεισμένος βέβαια ότι ήταν ο Μεσσίας που αναμενόταν από όλες σχεδόν τις θρησκείες και πίστευε ότι υπήρχε για να ιδρύσει μια νέα θρησκεία με νέες εντολές, το γνώριζε αυτό όπως ήξερε ότι ο ουρανός ήταν γαλάζιος , το ένιωθε στην βαθιά ανατριχίλα του και στο βαθύ μίσος για τον πατέρα του που έπρεπε να σκοτώσει για να αναρριχηθεί μα γνώριζε επίσης ότι αυτό δεν ήταν από τα πράγματα που ξεστομίζεις πριν οι άλλοι το μυριστούν να αναδύεται από το είναι σου.
Ο αρχηγός που ήταν πάντα ανοιχτός σε κάθε είδους προτάσεων εκτός αυτών που πρότειναν προεδρική θέση στον εβραίο θεό, είπε.
- δηλαδή; Εννοείς ότι ο Ελουχίμ είναι απόγονος του Δία; Δεν έχω ακούσει κάτι πιο προσβλητικό και άτοπο.
Ο αρχηγός ανασυγκροτήθηκε ενώνοντας παλάμες
- ο Δίας πολύ σοφά θέλησε να αποτρέψει πρόσβαση σε ανώτερη γνώση στα δημιουργήματα του και είναι αυτό που συμβολίζει ο Αισχύλος, την λανθασμένη επανάσταση εναντίον της εξουσίας. Ο Έλληνας, που σημαίνει φωτισμένος λίθος και γραφόταν με δασεία, το Η το αχνό στην δωρική διάλεκτο που έκλεψαν οι Σάξονες, ο έλληνας λοιπόν υπήρξε πάντα επαναστάτης, το μόνο λεξιλόγιο που υπάρχει η λέξη θεομάχος, θυμίζω την μαιανδρική λαβή του Ηρακλή στον Απόλλωνα. Κοιτάξτε τον κόσμο σήμερα, τεχνολογία που χρησιμοποιείται από αλαζόνες, υπερβολική έπαρση κατακεραυνώνει ο Δίας, ασυδοσία που μας οδήγησε στο χείλος της καταστροφής. Αυτό θέλησε να αποτρέψει ο Δίας, την επικίνδυνη γνώση, διαφορετικά τίποτα δεν θα εμπόδιζε τους έλληνες να χαλιναγωγήσουν ακόμα και την πυρηνική ενέργεια.
Ένας εκ των τριών φοιτητών φιλοσοφίας με δυσκολία τρύπωσε την μουσούδα του στην ακατάσχετη φλυαρία του αρχηγού.

- σύμφωνα με μετρήσεις, υπάρχουν κατάλοιπα ραδιενέργειας σε περιοχές της Μεσοποταμίας και χρονολογούνται στο 4.000 π.χ. στην ίδια περίοδο που άκμασε ο πρώτος πολιτισμός στον κόσμο, οι Σουμέριοι. Οι Σουμέριοι ξεφύτρωσαν από το πουθενά με οργανωμένες κοινωνίες, με παιδεία και γλώσσα και κατασκεύασαν με την βοήθεια των θεών ατομικές βόμβες. Οι Σουμέριοι είναι σαφώς αρχαιότεροι των Ελλήνων.
Ο αρχηγός που δεν σήκωνε αμφισβητήσεις της αρχαιότητας των Ελλήνων είπε.
- στα αρχίδια μου οι Σουμέριοι. Ποιος είναι ο Σουμέριος Ικτίνος; Ο Σουμέριος Αριστοτέλης; Ο Σουμέριος Φειδίας; Στα αρχίδια μου οι Σουμέριοι, στην παπάρα και στους όρχεις μου.
Ο πιο καλοβαλμένος από τους δύο ηλεκτρολόγους παρέμβαλε καλοπροαίρετα.
- δάσκαλε, έχουμε και κυρίες.
Η μικρή όμορφη χλωμή νέα που αρεσκόταν στις μοναχικές εκδρομές στην εξοχή, στη λιακάδα με το καβαλέτο, μπαλέτα και πινέλα στο χαριτωμένο βαριανάσαμα της, μόρια του δάσους ανακινημένα από αύρες στο φως μεταξύ φύλλων και κορμών, στον κλειστό της χαρακτήρα αμυδρά γοητευμένη από παρεμβολή νεαρού καλοβαλμένου μα, λυπηρόν, όχι πληρώντας τις διανοητικές προϋποθέσεις στον ανοιχτό της χαρακτήρα επέδειξε απάθεια.
- οι Σουμέριοι μπορεί να ήταν αρχαιότεροι μα όποια γνώση κι αν κατείχαν τους δόθηκε από τους θεούς. Δεν είχαν το γονίδιο της δημιουργικότητας.
- Λυπάμαι μα θα διαφωνήσω. Οι Σουμέριοι ήταν καταρτισμένοι το ίδιο καλά τόσο στην θεϊκή όσο και στην θνητή φύση, στην ελληνική μυθολογία σαφώς έχουν συμβάλει γενναιόδωρα και…

Μα η τελευταία παρατήρηση έκανε τη ζυγαριά ανάμεσα στην ανάγκη του αρχηγού για επιβεβαίωση των ρητορικών του ικανοτήτων και στον τρομερά εύθικτο χαρακτήρα του να γείρει με αυτοκαταστροφική ορμή και να ικανοποιήσει τις άγρια εγωιστικές ροπές του.

- έξω όλοι, τώρα αμέσως από το σπίτι μου, κατάσκοποι, κωλό-εβραίοι, έξω.

Ο Ντρούπης άφησε την οικία του αρχηγού φανερά σκεφτικός αλλά όχι και απογοητευμένος. Καμία δυσφορία απομεινάρι δυσάρεστης διαφωνίας, ο Ντρούπης είχε πια ανέλθει στον ανώτατο βαθμό κατανόησης, σε αυτόν που τόσο εύστοχα συνοψίζει ο Πλάτωνας στην αλληγορία της σπηλιάς, η κατάσταση πανοραμικής ευδαιμονίας που πήγαζε από την σαφέστατη κατανόηση των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να σκιαστεί από τα μικροσκοπικά εμπόδια που η τύχη έριχνε στο δρόμο του, πόσο καλό ήταν να είσαι ο μεσσίας πράγματι. Ποια μεγάλη κάθαρση είχε συντελεστεί; Ένιωθε κάθε όργανο στο σωτήριο σώμα του να έχει απολυμανθεί και να στραφταλίζει στιλπνό και πανέτοιμο.

Άβαταρ μέλους
relativer777
Δημοσιεύσεις: 4145
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:11
Phorum.gr user: relativer777
Τοποθεσία: Χαλκηδόνα

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από relativer777 » 29 Δεκ 2019, 20:44

Πορφύριος Εξαρχίδης έγραψε:
01 Νοέμ 2019, 15:34
5

Ήταν αργά όταν ο Τρίκις βγαίνοντας από το καφενείο υπό την έντονη επίδραση της εντός του καφενέ αξεδιάλυτης διαφωνίας με νέο βαρύ και εκλεπτυσμένο, διακατεχόμενος από ανήσυχο διάβολο και θέλοντας να φιμώσει μια εκρηκτική φωνούλα ‘Δειλέ’ πρότεινε στον τεθλιμμένο φίλο του.
- γιατί δεν την παίρνεις τηλέφωνο; Ελαφρώς συρτά τα λόγια δρασκέλισαν οινοπνευματώδεις θύρες.
- Ναι… ψιθύρισε ο Καργένης υπνωτισμένος, χωρίς αμφιβολία βρισκόταν πλέον δίπλα στην γλυκιά αγαπημένη του ταΐζοντας την ρώγες σταφυλιών ταβλαρισμένος επί περίφημης εξ Ανατολάς τάπητος έμπροσθεν λείας γρανιτένιας εστίας περιβαλλόμενης από δύο αγάλματα αντίθετου φύλου ακραγγίζοντας τα ακροδακτυλά των σε εξύμνηση πλατωνικού έρωτος. Μπιπ, στο κινητό, στάθηκε ακίνητος στην ώρα της αλήθειας επί Βασιλίσσης Μαρίας και Βασιλίσσης Σοφίας γωνία.
Τότε ξαφνικά και χωρίς καμία προειδοποίηση όχημα σκούρο μπλε παραβιάζοντας σηματοδότη και αγνοώντας εντολές αυτού συγκρούστηκε βάναυσα με όχημα χρώματος πορτοκαλί ανοιχτού σε μια πανδαισία μεταλοπλαστικών αγκομαχητών, στριγκλίσματα απρόθυμων ελαστικών και προβολέων περιστροφικά συμπεριφερόμενων. Ο Καργένης έκλεισε το τηλέφωνο του σαστισμένος. Ο Τρίκις με τα χέρια στις τσέπες πλησίασε το πλησιέστερο σε αυτόν όχημα. Δυο νεανίες απλήγωτοι και αποσβολωμένοι, θρηνούσαν κατά την επανεκκίνηση των προσωπικοτήτων τους.
- παιδιά, την έχετε γαμήσει. Προφήτεψε ο Τρίκις μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Σιγή.
Ο συνοδηγός βγήκε από το αυτοκίνητο.
- αυτός οδηγούσε, είπε δείχνοντας τον οδηγό και δηλώνοντας το προφανές.
Ο Καργένης αφού ειδοποίησε ασθενοφόρο έτρεξε στο αυτοκίνητο που φιλοξενούσε δύο κορασίδες μεταμφιεσμένες για άγνωστο λόγο σε αγελάδες. Βοήθησε την οδηγό να βγει και να δοκιμάσει τα πόδια της ενώ αδύναμες προς στιγμήν προσβολές κατευθύνονταν από το στόμα της στον οδηγό αντίπαλου οχήματος. Αναθυμιάσεις από σπασμένο ρεζερβουάρ έτσουξαν τα μάτια του Καργένη που μετατέθηκε αστραπιαία στην άλλη πλευρά του οχήματος στην ανάσυρση νεανίδος επιτυχημένα μεταμφιεσμένης σε αγελάδα. Άδραξε αυτή και χρειάστηκε να κινητοποιήσει αρκετούς ξεχασμένους μύες στην προσπάθεια του να την ανυψώσει και να την απομακρύνει από το απειλητικά μυροβόλο όχημα καθώς η ημιαναίσθητη κορασίδα ως νταρντάνα συνέχιζε τις καλές τις σχέσεις με την βαρύτητα. Θα είχε κάτι το επικό η πράξη του Καργένη και θα έφερνε δάκρυα σε Ομηρικά μάτια αν το αυτοκίνητο τελικά είχε εκραγεί και αν ο ίδιος δεν τρίκλιζε κάτω από το υπέρογκο βάρος στην διαδρομή ως το πάρκο και το δροσερό γρασίδι όπου την απέθεσε όσο πιο μαλακά μπορούσε ανάμεσα σε όλα τα ‘όλα είναι εντάξει’ σαν απάντηση στα απανωτά της ‘τι έγινε; Πού είμαι; Ποιος είναι πρόεδρος; Φοβάμαι. Πού είναι η ειρήνη;’ Χέρι οδηγούμενο από ένστικτο βρήκε το χέρι του Καργένη και το έσφιξε ανάμεσα σε χυμώδη στήθη επιφέροντας ακανόνιστους χτύπους στην καρδιά του.
- όλα είναι εντάξει.
- Σας είδα καθίκια. Αλμπίνος ταξιτζής υπερασπιστής του δικαίου φώναξε βγαίνοντας από το ταξί του. Κάποτε βγάζοντας το χάσκι του στο πάρκο για κατούρημα εντόπισε μεσήλικα ηδονοβλεψία παρευρισκόμενο στην συνεύρεση νεαρού ζευγαριού κι αφού τον ξυλοκόπησε ανελέητα κάλεσε την αστυνομία. Σε άλλη περίσταση, βγάζοντας το χάσκι του για κατούρημα στο πάρκο αναμείχθηκε στην έντονη διάσταση απόψεων μεταξύ υπερήλικα και νεαρού και εξέφρασε την άποψη ότι όχι μόνο ήταν κοινωνικά αποδεκτός ο δημόσιος χαριεντισμός μέσα σε λογικά πλαίσια μα ήταν και αισθητικά ωραίος. Σε αναρίθμητες περιπτώσεις στο ιδιαίτερο του διαμερίσματος του απολάμβανε συνουσία με τον σκύλο του.
- Περάσατε δύο κόκκινα φανάρια. Σας είδα.
Η οδηγός είχε και αυτή κορώσει βρίσκοντας υποστήριξη.
- καθάρματα, θα μας σκοτώσετε ρε πούστηδες .
- αυτός οδηγούσε, κάτσε στη θέση του οδηγού, επαναλάμβανε ο νεανίας συνοδηγός τρίβοντας τον αγκώνα του.
Ο Καργένης είχε ακόμα το ιδρωμένο χέρι του στον πληθωρικό παράδεισο της γυναίκας. Ξεχείλιζε προστατευτική επιθυμία και λυγούσε στο άκουσμα.
- θα μείνεις μαζί μου;
Ο δούλος του θεού Καργένης νυμφεύεται την δούλη του θεού Ευαγγελία στο δροσερό γρασίδι, στο νυχτερινό πικ-νικ.
- ναι, μην ανησυχείς , θα μείνω μαζί σου.
Ο Τρίκις πλησίασε τον φίλο του νιώθοντας ένα τσίμπημα ζήλιας. Έβρισκε στην υστερία της γκόμενας κάτι το προσποιητό, πολύ συνειδητά προσκαλούσε τα χέρια του Καργένη στο κορμί της.
Τα ασθενοφόρα κατέφθασαν και ο νοσοκόμος επιβεβαίωσε την κοπέλα ότι ήταν μια χαρά, μπορείς να σταθείς όρθια, μα αυτή δεν έλεγε να αφήσει το χέρι του Καργένη, κι ο Καργένης το ίδιο.
Ο Τρίκις γύρισε σπίτι με τα πόδια.
Φίλε Εξαρχίδη καλησπέρα.
Είμαι από τους πολύ δύσκολος στην κριτική μου για λογοτεχνικά συγγράμματα.
Η νουβέλα σου είναι πολύ καλή.
Η γραφίδα σου μου θυμίζει τον Νίκο Τσάμη.
Πότε περίπου θα το τελειώσεις ?
Και εγώ έχω γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο:
Το Σύμβολο της Παπαρούνας.
Είναι κλασική λογοτεχνία κατά το ήμισυ. Το υπόλοιπο είναι Επιστημονική φαντασία.
Θα σου ποστάρω αύριο δύο μικρά δίγματα από τα δύο τμήματα του βιβλίου.
Τα λέμε άβριο.
Η ζωή είναι ωραία γι'αυτούς που ξέρουν να την ομορφαίνουν

Άβαταρ μέλους
relativer777
Δημοσιεύσεις: 4145
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:11
Phorum.gr user: relativer777
Τοποθεσία: Χαλκηδόνα

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από relativer777 » 30 Δεκ 2019, 19:57

Φίλε Εξαρχίδη καλησπέρα.
Σου παραθέτω ένα τμήμα του βιβλίου που έγραψα.
Και θα ήθελα την γνώμη σου.
Έχει αρκετά λάθη από την δυσλειτουργία του πληκτρολογίου του κινητού μου.
Κι εμένα μου πήρε 17χρόνια για να το τελειώσω.
Τώρα το καθαρογράφω και διορθώνω στο λάπτοπ.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
ULRIKE

Ήταν μία χειμωνιάτικη μέρα του Γενάρη. Ο ουρανός ήταν καλυμμένος με πυκνά μολυβί σύννεφα. Η θερμοκρασία ήταν κατά πολύ χαμηλότερη από τη θερμοκρασία σχηματισμού του πάγου. Τα πάντα ήταν καλυμμένα από ένα λευκό πέπλο χιονιού, το οποίο έπεφτε ολόκληρη την εβδομάδα χωρίς σταματημό. Σήμερα είχε σταματήσει η χιονόπτωση το πρωί και είχε απλωθεί μία παγωνιά που σε μικρό χρονικό διάστημα, εάν κάποιος δεν ήταν πολύ βαριά ντυμένος, η παγωνιά θα του έφτανε μέχρι το μεδούλι των οστών του. Ο χειμώνας στη Βαυαρία ήταν πάντα πολύ σκληρός. Έτσι οι Βαυαροί είχαν μάθει να τον αντιμετωπίζουν κατάλληλα ώστε να μην ξεπαγιάζουν. Με το βαρύ τους ντύσιμο αποτελούμενο από χονδρά, ζεστά υφάσματα και δέρμα, τους προσέφεραν την απαραίτητη ζεστασιά και αντιμετώπιζαν τις αντίξοες συνθήκες όσο καλύτερα μπορούσαν. Οι εργασίες τους μιας και το μεγάλο σύνολο των κατοίκων ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι, ήταν αρκετά αντίξοες και κοπιαστικές. Οι χειμερινές τους εργασίες γίνονταν μέσα στους στάβλους και οι εξωτερικές εργασίες μέσα στις αυλές των “μπάουερν χόφ” τις αγροτικές τους φάρμες. Σε ένα πολύ μικρό χωριό, στην περιοχή της Βαυαρίας, κάπου οκτώ χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Νυρεμβέργης ήταν το μικρό χωριό Λίμπαχ. Βρισκόταν κτισμένο σε ένα μικρό ύψωμα, έναν λόφο και γύρω απ’ αυτόν. Βρισκόταν στο ενδιάμεσο δύο πόλεων. Η μία από τις δύο, η Νυρεμβέργη ήταν η κατά πολύ μεγαλύτερη από τη δεύτερη η οποία ονομαζόταν Σβάμπαχ. Η ζωή εκεί εξυφαίνονταν εξουθενωτικά κοπιαστική, ως προς την εργασία, μιας και τα όποια κτήματα τους βρίσκονταν σε δασικά ξέφωτα, τα οποία ήταν στο μεγάλο δάσος από έλατα. Η γη σ ‘αυτά τα ξέφωτα ήταν γεμάτη πέτρες που έκαναν το όργωμα τους τόσο δύσκολο και επίπονο που έμοιαζε με άθλο. Όργωναν αυτά τα χωράφια με τα δυνατά, εύρωστα βόδια τους και πολύ συχνά τα αλέτρια τους από σκληρό σίδηρο στράβωναν και έχαναν κάποια κομμάτια τους, από τα συχνά χτυπήματα πάνω στις πέτρες με αποτέλεσμα να στομώνουν σε τέτοιο σημείο που ήταν αδύνατο να συνεχίσουν το όργωμα. Παρόλες τις δυσκολίες οι κάτοικοι του Λίμπαχ δεν το έβαζαν κάτω! Είχαν αποκτήσει πολύ μεγάλη υπομονή, από τις συχνές αναποδιές που τους επέβαλε το περιβάλλον καθώς και το κλίμα του τόπου τους. Είχαν σκληραγωγεί κατάλληλα ν ‘αντιμετωπίζουν στωικά αυτές τις προκλήσεις χωρίς κομπασμούς και δεν απόκαμαν ποτέ. Αφανείς ήρωες της καθημερινότητας δούλευαν μοχθώντας απ’ τα ξημερώματα έως το σούρουπο κάνοντας μόνο δύο διαλλείματα. Το πρώτο πριν ο ήλιος βρεθεί στο ένα τέταρτο του τόξου της διαδρομής του και αποτελούσε ένα σύντομο γεύμα, μία μικρή ανάπαυλα για ν ‘ανακτήσουν δυνάμεις έως το μεσημέρι, που ο ήλιος βρισκόταν καταμεσής του ουρανού. Τότε έκαναν ένα μεγαλύτερης διάρκειας διάλλειμα για να πάρουν ένα γερό γεύμα, άλλοτε με μαγειρευτό φαγητό και άλλοτε με διάφορα αλλαντικά και τυριά συνοδευόμενα ανάλογα με την εποχή με κάποια σαλάτα και αρκετά αυγά. Οι εργασίες αυτές ξεκινούσαν τον Απρίλη. Τώρα ήταν Γενάρης και δεν υπήρχε εργασία στα χωράφια, τα οποία ήταν καλυμμένα με ένα παχύ στρώμα χιονιού. Τώρα οι εργασίες τους περιορίζονταν στα ζώα, σε επιδιορθώσεις των κτιρίων και την όποια διόρθωση ή αντικατάσταση σε ότι ήταν τόσο κατεστραμμένο που έπρεπε να διορθωθεί ή αντικατασταθεί άμεσα. Άλλωστε το χωριό ήταν πολύ μικρό για να διαθέτει τεχνίτες με τις γνώσεις και τ ‘απαραίτητα σύνεργα για δύσκολες επισκευές. Δεν υπήρχε σιδεράς, ξυλουργός, βυρσοδέψης για τα δερμάτινα ηνία τα οποία ήταν απαραίτητα για το ζέψιμο του αλετριού ή της σβαρνίστρας καθώς και για τα χαλινάρια και χάμουρα. Ευτυχώς όλοι οι απαραίτητοι τεχνίτες βρισκόντουσαν αρκετά κοντά, στη Νυρεμβέργη. Παρόλο που η απόσταση μέχρι τη μεγάλη πόλη ήταν μικρή, ο αγρότης που έπρεπε να μεταφέρει σ ‘αυτήν το κατεστραμμένο εργαλείο για επισκευή, έχανε στην καλύτερη των περιπτώσεων σχεδόν ολόκληρη την ημέρα του και τον περισσότερο χρόνο τον ξόδευε στη διαδρομή. Το μικρό χωριό είχε πάρει την ονομασία του “Λίμπαχ” χάρη στον χείμαρρο, ο οποίος έρεε διασχίζοντας τη μισή περίμετρο του λόφου πού βρισκόταν το μικρό χωριό, γλύφοντας σχεδόν τα ριζά του λόφου σε ημικύκλιο και έπειτα απομακρυνόταν από το χωριό. Στην κοίτη του φύονταν κάθε λογής οπωροφόρα δένδρα τα οποία λόγω του καλού χώματος και της αφθονίας νερού παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες φρούτων και καρπών που όποιος τα έβλεπε νόμιζε ότι από το βάρος της αφθονίας των καρπών θα συντρίβονταν. Οι χωρικοί αγαπούσαν τον ευεργέτη χείμαρρό τους. Έτσι ονόμασαν το χωριό τους “Αγαπητός Χείμαρρος” όπως τον “Αγαπητό Χείμαρρο” τους. Δίπλα στο χείμαρρο βρισκόταν η αγροικία “Bayern hof” της ολιγομελούς οικογένειας των Μύλερ. Οι Μύλερ ήταν μία από τις λίγες οικογένειες του χωριού Λίμπαχ. Ο Χανς Μύλερ ήταν ένας εύρωστος γεροδεμένος αγρότης. Όντας γνήσιος Βαυαρός, είχε αποκτήσει τον εύρωστο σωματότυπο που είχε η πλειοψηφία των Βαυαρών που τρέφονταν καλά και δούλευαν πολύ σκληρά από την παιδική τους ηλικία. Ήταν σκληρή ζωή και δύσκολη που έψηνε τους Βαυαρούς από την παιδική ηλικία τους. Κάπου οκτώ χιλιόμετρα απείχε η πόλη της Νυρεμβέργης η οποία βρισκόταν μέσα στα πέτρινα τείχη που την κύκλωναν και έξω είχε στη βάση των τειχών μία τάφρο γύρω στα οκτώ μέτρα βάθος και κάπου στα δέκα-δώδεκα μέτρα πλάτος. Η καρδιά της πόλης ήταν το φρούριο το οποίο ήταν χτισμένο επάνω στο λόφο, στο κέντρο της πόλης. Εκεί δέσποζε το ψηλό κάστρο, προστατευμένο με ένα επιβλητικό τείχος πολλών μέτρων. Αυτό αποτελούσε το δεύτερο αμυντικό οχύρωμα των πολιτών καθώς και των αρχόντων. Πριν κτίσουν αυτά τα ισχυρά από πέτρα τείχη, η πόλη είχε υποστεί πολλές καταστροφικές επιδρομές, ιδίως από τους σκληρούς Φράγκους πολεμιστές της πόλης του Άνσμπαχ, οι οποίοι επιχείρησαν πολλές φορές να καταλάβουν την πόλη της Νυρεμβέργης και να υποτάξουν στην κυριαρχία τους τους κατοίκους της. Οι Βαυαροί όμως αποδεικνύονταν πολύ καλοί και σκληροτράχηλοι, δεινοί πολεμιστές, έμπειροι στις μάχες που εξαναγκάζονταν, από τις συνεχείς επιδρομές εναντίον τους να βρίσκονται συνεχώς σε ετοιμότητα. Η λέξη δειλία τους ήταν άγνωστη και ανύπαρκτη. Παρ' ότι η Νυρεμβέργη ήταν πόλη εμπορίου οι κάτοικοι της γυμνάζονταν υποχρεωτικά από τα δεκαπέντε χρόνια τους σε όλες τις πολεμικές τέχνες. Όλοι μάθαιναν να αγωνίζονται με όλα τα όπλα. Έτσι μετά από τρία χρόνια εντατικών ολοήμερων γυμνασίων στην τέχνη της μάχης, στα δεκαοκτώ τους χρόνια μεταβάλλονταν σε δεινούς πολεμιστές, αποκτώντας όλες τις απαραίτητες γνώσεις και τεχνικές καθώς και διάφορες στρατηγικές. Σε συνδυασμό με το Βαυαρικό πείσμα, σαν μουλαριού, τους έκανε φοβερούς πολεμιστές. Αυτό το ένιωσαν αρκετοί εισβολείς όπως και οι Φράγκοι οι οποίοι άφησαν πολλούς νεκρούς έξω από τα τείχη της Νυρεμβέργης. Η μεγάλη επιτυχία των Βαυαρών της Νυρεμβέργης ήταν ένα μικρό χωριό με τ' όνομα Λίμπαχ, το οποίο λειτουργούσε ως παρατηρητήριο και προμαχώνας. Χτισμένο πάνω στο λόφο, είχε καλή θέα προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της Νυρεμβέργης όπου βρισκόταν η μικρή πόλη Λίμπαχ που το όνομα της σημαίνει μικρός χείμαρρος-σφουγγάρι καταδεικνύοντας το λίκνισμα από το νερό του χειμάρρου στην περιοχή. Η ονομασία είναι σύνθετη: από το schwam που σημαίνει σφουγγάρι και το Bach που σημαίνει χείμαρρος. Αυτή η πόλη ήταν πολύ εύφορη σε παραγωγή αγροτική αλλά πολύ μικρή για να έχει τείχη. Έτσι ήταν καταδικασμένη από τους εισβολείς κάθε φυλής όπως Φράγκοι, Ούνοι, Κέλτες, Πρώσοι, Σάξωνες μέχρι και Ρωμαίοι είχαν κάνει εισβολές, σκορπώντας το θάνατο και την καταστροφή. Πολλές φορές προσπάθησαν οι στρατιώτες της Νυρεμβέργης να βοηθήσουν και να προστατέψουν τη μικρή πόλη Σβάμπαχ, αλλά ποτέ δε το κατόρθωσαν. Πάντα έφθαναν όταν όλα ήταν τελειωμένα, η πόλη λεηλατημένη και οι κάτοικοι σφαγιασμένοι. Οι σύμμαχοι Βαυαροί του Μονάχου παρ' όλη την καλή τους πρόθεση να βοηθήσουν τους κατοίκους της Νυρεμβέργης στέλνοντας τους ένα τμήμα του στρατού τους, αρνιόνταν μιας και αυτοί είχαν μεγαλύτερα προβλήματα, μιας και είχαν να αντιμετωπίσουν τους στρατιώτες των γειτόνων τους Αυστροουγγαρέζων οι οποίοι επιδίωκαν συνεχώς να κατακτήσουν τη μεγάλη πόλη του Μονάχου. Έτσι οι στρατηγοί του Μονάχου οι οποίοι βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές του Κάιζερ, δε μπορούσαν να στείλουν ούτε μία περίπολο μερικών ανδρών μιας και ο κάιζερ χρειαζόταν και τον τελευταίο άνδρα για την υπεράσπιση της πόλης του. Αδυνατούσε να στείλει στη Νυρεμβέργη ακόμα και δέκα πολεμιστές παρόλο που η Νυρεμβέργη ήταν τμήμα της αυτοκρατορίας. Έτσι η μόνη βοήθεια που ερχόταν από το Μόναχο ήταν σε είδη προμηθειών, οπλισμών και χρηματική βοήθεια καθώς και μία παρήγορη επιστολή από τον αυτοκράτορα με τη σφραγίδα του και τις ευχές του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι μόνοι πραγματικά αποτελεσματικοί σύμμαχοι της Νυρεμβέργης ήταν μόνο οι κάτοικοι του Λίμπαχ. Και αυτοί τους το αναγνώριζαν και τους το ανταπέδιδαν με πολλούς τρόπους. Η εκκλησία της Νυρεμβέργης στην ανατολική πλευρά της κεντρικής πλατείας, όπως και αρκετά σπίτια είχαν πυρολυθεί τον περασμένο χρόνο από φλεγόμενα βέλη τα οποία εκτόξευαν οι Φράγκοι επιδρομείς τους οποίους πλεύρισαν οι στρατιώτες της Νυρεμβέργης οι οποίοι έχοντας χωριστεί σε τρεις ομάδες τους επιτέθηκαν. Η μία έμεινε στην κεντρική πόλη ενώ οι άλλες δύο χωρίστηκαν και βγήκαν από τις δύο άλλες πύλες της Νότιας και Βόρειας πλευράς της πόλης. Όταν δόθηκε από αυτές το ηχητικό σήμα από το κέρατο βοδιού, άνοιξαν την κεντρική πύλη οι υπερασπιστές της πόλης και επιτέθηκαν αιφνίδια στους Φράγκους οι οποίοι ούτε που είχαν φανταστεί την έξοδο με αυτή τη διάσπαση των πολεμιστών της Νυρεμβέργης, οι οποίοι όρμησαν επάνω τους και άρχισαν να τους εξοντώνουν. Η έκπληξη και η σαστιμάρα από αυτή την απρόσμενη επίθεση τους δημιούργησε σύγχυση σε τέτοιο σημείο, που πανικόβλητοι προσπαθούσαν οι Φράγκοι να φύγουν όπως-όπως για να σωθούν από αυτή τη σφαγή. Από τη σφοδρή τους αυτή ξαφνική επίθεση, η Νυρεμβέργη δεν έχασε ούτε έναν πολεμιστή της. Μόνο μερικοί ελαφρά τραυματίες υπήρχαν και αυτοί είχαν τραυματιστεί πάνω στην ορμή τους, πέφτοντας πάνω σε άμαξες και όχι από τη μάχη, διότι η γενναία τους έξοδος τρομοκράτησε τόσο τους Φράγκους πολεμιστές οι οποίοι βρέθηκαν ξαφνικά και απρόσμενα κυκλωμένοι, τους δημιούργησαν τέτοιο πανικό που το μόνο που επιδίωκαν ήταν να τρέξουν να σωθούν από τη σφαγή. Τρέχοντας όμως να ξεφύγουν έπεφταν πάνω στους γενναίους υπερασπιστές της πόλης οι οποίοι ούτε να χτυπήσουν με τα όπλα τους δε χρειάστηκε, μιας και από το τρόμο τους οι Φράγκοι έπεφταν σα τυφλοί επάνω στα προτεταμένα ακόντια και σπαθιά τα οποία κράταγαν οι υπερασπιστές της πόλης και σκοτώνονταν μεταξύ τους. Η μάχη κράτησε λίγο. Το μεγάλο τμήμα των Φράγκων κείτονταν νεκροί έξω αλλά και μέσα στη τάφρο έχοντας βάψει κόκκινο το νερό από το αίμα. Τρεισήμισι χιλιάδες ήταν οι νεκροί Φράγκοι και οκτακόσιοι είχαν παραδοθεί και πιαστεί αιχμάλωτοι. Αυτούς θα τους χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για να ξανακτίσουν τα καμένα σπίτια της πόλης, να επιδιορθώσουν τος ζημιές και πάνω απ' όλα να ξανακτίσουν την καμένη εκκλησία του Αγίου Λορέντζου.
Μετά από αυτή τη μεγάλη νίκη τους, οι κάτοικοι όρισαν υπεύθυνους αξιωματικούς να βάζουν τους αιχμαλώτους να δουλεύουν σκληρά για την αναδόμηση των καμένων από τη φωτιά κτισμάτων της πόλης τους. Δώδεκα από τους αιχμαλώτους αρνήθηκαν να εργαστούν για τους εχθρούς τους, ακόμα και όταν οι αξιωματικοί της πόλης έδωσαν διαταγή να τους μαστιγώσουν σε δημόσια θέα, μπροστά στους αιχμαλώτους για να κάμψουν την όποια πιθανή σκέψη για ανυπακοή των υπολοίπων αιχμαλώτων. Οι αρνητές όμως και μετά το μαστίγωμα δεν υπέκυψαν στις προσταγές των εχθρών τους. Οι άλλοι αιχμάλωτοι με σφιγμένα τα δόντια παρακολουθούσαν το άγριο μαστίγωμα των δικών τους. Ο ανώτατος αξιωματικός των πολεμιστών της Νυρεμβέργης, ο Κλάους Στάϊνερ, ήταν σκληρότερος από πέτρα. Διέταξε να φέρουν μεγάλα κούτσουρα στο κέντρο της πλατείας της πόλης. Όταν τα έφεραν και τα έστησαν, ο ίδιος ο Στάϊνερ επέλεξε έξι δυνατούς στρατιώτες του τους οποίους εφοδίασαν με ένα μεγάλο πελέκι τον καθένα. Τους διόρισε εκτελεστές, δήμιους των δώδεκα ανυπότακτων Φράγκων για να τους εκτελέσουν με αποκεφαλισμό. Πήραν πρώτα τους έξι από αυτούς και τους έσυραν δέσμιους στα κούτσουρα εμπρός και τους εξανάγκασαν με βιαιότητα να θέσουν τα κεφάλια τους επάνω στα κούτσουρα. Οι δήμιοι έλαβαν τος θέσεις τους και έλεγξαν τος κόψεις των φοβερών τσεκουριών τους. Ήταν έτοιμοι, περιμένοντας διαταγή του αξιωματικού τους. Σ' ένα υπερυψωμένο πλάτωμα είχαν πάρει θέση οι άρχοντες της πόλης. Επικεφαλής ήταν ο κυβερνήτης ¨Όττο Φον Νόησες, ο οποίος έδωσε την προσταγή της εκτέλεσης. Ταυτόχρονα σηκώθηκαν οι έξι πλέκεις που με τη διαταγή του αξιωματικού Στάϊνερ έπεσαν ταυτόχρονα και αποκεφάλισαν τους έξι πρώτους Φράγκους. Με νέα διαταγή του Στάϊνερ παρέλαβαν στρατιώτες τα νεκρά σώματα κουβαλώντας τα και τα φόρτωσαν σε ένα κάρο που είχαν ετοιμάσει γι' αυτό το σκοπό. Αμέσως χωρίς καθυστέρηση έσυραν τους άλλους έξι μελλοθάνατους οι οποίοι ήταν κατάχλομοι εμπρός στο θάνατο που θα παραδίδονταν σε λίγες στιγμές. Τους ακούμπησαν τα κεφάλια στα ματωμένα από την προηγούμενη εκτέλεση κούτσουρα και οι δήμιοι ετοιμάστηκαν να εκπληρώσουν και πάλι το μακάβριο καθήκον τους. Δεν τολμούσαν να μην υπακούσουν, να λυπηθούν ή να διστάσουν, διότι αυτός που θα αποτολμούσε κάτι τέτοιο θα βρισκόταν αμέσως με το δικό του κεφάλι σ' ένα κούτσουρο χάνοντας το κεφάλι του από τους ώμους του και μαζί μ' αυτό και τη ζωή του με τόσο ατιμωτικό τρόπο. Δεν ήταν κανένας τους δειλός. Το είχαν αποδείξει πολλές φορές στα πεδία μαχών. Δεν μπορούσαν όμως να διανοηθούν έναν τόσο εξευτελιστικό θάνατο. Ο Στάϊνερ τους απέσπασε από αυτές τις σκέψεις τους, δίνοντας το παράγγελμα ετοιμότητας και έπειτα χωρίς καθυστέρηση τη διαταγή εκτέλεσης. Βιαζόταν ο αξιωματικός να τελειώσει στα γρήγορα το αποτρόπαιο έργο του. Τα τσεκούρια κατέβηκαν και πάλι με δύναμη, στέλνοντας στο θάνατο άλλους έξι ανθρώπους, με διαβολική σκληρότητα και απανθρωπιά. Οι πολίτες της Νυρεμβέργης και του Λίμπαχ ήταν σιωπηλοί από το σοκ που τους προκάλεσαν αυτές οι δύο εκτελέσεις και ήταν έντρομοι μπροστά στο δέος του βίαιου θανάτου των δώδεκα ανθρώπων που μόλις είχαν εκτελεστεί. Ήταν η πρώτη φορά που έγιναν δημόσιες εκτελέσεις στη Νυρεμβέργη. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν ξαναγίνει. Έτσι οι πολίτες, μπροστά στη φρίκη του θανάτου από τις εκτελέσεις είχαν παγώσει. Από την άλλη, οι αιχμάλωτοι έβλεπαν και ζούσαν κάτι πρωτόγνωρο που τους είχε δημιουργήσει αδιανόητο τρόμο και αγανάκτηση. Ποτέ άλλοτε κανένας εχθρός δεν τους είχε αντιμετωπίσει με τέτοιου ατιμωτικού τρόπου θανάτωση. Ήταν τρομοκρατημένοι σε τέτοιο βαθμό που δε θα τολμούσαν να κάνουν το λάθος να αρνηθούν την επιβαλλόμενη εργασία ανοικοδόμησης της πόλης. Η γνώμη πολλών ότι οι Βαυαροί ήταν μία σκληρή και αδυσώπητη φυλή βαρβάρων, πήγαζε από το μεγάλο θάρρος που αυτοί επιδείκνυαν στις μάχες και την γενναιότητα να μην οπισθοχωρούν ποτέ, όποιες και αν ήταν οι συνθήκες και οι καταστάσεις. Αυτό το θάρρος των Βαυαρών το είχαν βιώσει δραματικά γι' αυτούς πολλοί επιδρομείς όπως και οι Ρωμαϊκές Λεγεώνες, αφήνοντας πολλές χιλιάδες νεκρούς στα πεδία μαχών. Στις συχνές επιδρομές των εχθρών, έφευγαν στο τέλος οι επιτιθέμενοι ηττημένοι από τους αμυνόμενους Βαυαρούς που παρότι οι μαχητές της Νυρεμβέργης χρησιμοποιούσαν μικρά σπαθιά και πολύ μικρές ασπίδες, είχαν ξεγελάσει πολλούς εχθρούς, δίνοντας τους τη ψευδή αίσθηση υπεροχής, ότι θα τους νικούσαν με μεγάλη ευκολία νομίζοντας ότι τα κατά πολύ μακρύτερα σπαθιά τους θα σκότωναν τους μαχητές της Νυρεμβέργης, πριν αυτοί φτάσουν καν την απόσταση που απαιτούσε το κοντό σπαθί για να φτάσει στο σώμα τους και ότι οι μεγάλες ασπίδες τους τους προστάτευαν αποτελεσματικά.
Αυτά νόμιζαν και οι Ρωμαίοι Λεγεωνάριοι διαπιστώνοντας με τραγικό γι' αυτούς τρόπο το λάθος τους. Παρ έβλεπαν την απίθανη τεχνική και επιδεξιότητα που αυτά κινούνταν με ταχύτητα, σιγουριά και ακρίβεια απρόσμενη. Οι μαχητές της Νυρεμβέργης θα μπορούσαν να τα καταφέρουν εξίσου καλά ακόμα και αν αντί για σπαθί μεταχειρίζονταν ένα μαχαίρι. Τώρα οι αντιδράσεις από αυτή την πρωτόγνωρη για τους κατοίκους εκτέλεση στην πόλη τους, τους έκανε να νιώσουν για πρώτη φορά ντροπή και αποτροπιασμό. Η μακάβρια εκτέλεση εξόργισε τους κατοίκους της πόλης. Ήταν πιστοί χριστιανοί και σκότωναν μόνο στις μάχες για να αμυνθούν υπερασπιζόμενοι την πόλη τους και τις οικογένειές τους. Η οργή αυτή απέτρεψε στην επανάληψη ενός τέτοιου συμβάντος οριστικά. Οι εξαγριωμένοι κάτοικοι αντέδρασαν δυναμικά. Πρωτοστατούσε ο επίσκοπος Φρίντριχ Μπάγερ. Στη λειτουργία της Κυριακής η οποία έγινε έξω από το ναό του αγίου Λορέντζου, μιας και έχει καεί και ένα τμήμα του είχε καταρρεύσει. Μετά τη θεία λειτουργία ο επίσκοπος απευθυνόμενος στο ποίμνιό του. Όλοι οι κάτοικοι της Νυρεμβέργης βρισκόντουσαν εκεί, αναφέρθηκε στην εκτέλεση των 12 φράγκων οποίους αποκεφάλισαν στρατιώτες με διαταγή του κυβερνήτη Όττο και του ανώτερου αξιωματικού Στάϊνερ. Ο οσιότατος Φρίντριχ τους χαρακτήρισε δολοφόνους. Στην ομιλία του ο επίσκοπος τόνισε ότι οι πολίτες της Νυρεμβέργης είναι χριστιανοί όχι φονιάδες. Σαν Χριστιανοί είχαν την ιερή υποχρέωση να δείχνουν οίκτο ακόμα και στους εχθρούς τους. Τους διάβασε μέσα από το ευαγγέλιο για το τι δίδαξε ο χριστός για τους εχθρούς. Το διάβασε από το ευαγγέλιο του Ματθαίου 5:44 που είπε ο χριστός στον κόσμο που είχε μαζευτεί και τον άκουγε: εγώ όμως σας λέω να αγαπάτε τους εχθρούς σας να δίνετε ευχές σε αυτούς που σας μισούν να προσεύχεστε για αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν. Καταδίκασε την απάνθρωπη απόφαση της εκτέλεσης των εχθρών και την αποκάλεσε δολοφονία μιας και αυτοί θανατώθηκαν δεμένοι και ανήμποροι να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Είπε στο κήρυγμά του στους πιστούς ότι αυτή η πράξη ήταν ατίμωση για την πόλη τους και τους ίδιους, μιας και τους κατατάσσει για δειλούς σκότωναν ανυπεράσπιστους βαρβάρους και άπιστους και θα αποτελούσε όνειδος η ρετσινιά για όλες τις άλλες πόλεις. Επίσης είπε ότι οι υπεύθυνοι αξίζουν να τιμωρηθούν παραδειγματικά για να μην ξανασυμβεί κάτι τόσο σημαντικό για τη Νυρεμβέργη η οποία εδώ και εκατοντάδες χρόνια είχε δείξει μεγάλο ηρωισμό στα πεδία μαχών, που έδιναν μάχες πάντα για να αμυνθούν και να προστατεύσουν την πόλη τους μα που ποτέ δεν είχαν επιτεθεί σε καμία άλλη πόλη ή χωριό. Μετά από την ομιλία του ο επίσκοπος είπε στο ποίμνιό του ότι πρέπει να βάλουν οριστικό τέλος σε τέτοιες πρακτικές. Τους ζήτησε να ψηφίσουν δια αναστάσεως του χεριού όσοι συμφωνούσαν ότι οι υπεύθυνοι της ντροπής έπρεπε να τιμωρηθούν εξάπαντος. Τους είπε ακόμα ότι είμαστε χριστιανοί όλοι μας και πίστη στο θεό. Ευχόμαστε όταν ερχόμαστε στην εκκλησία και τον παρακαλούν να μας σπλαχνιστεί, να μας δείχνει οίκτο και το έλεός του και να μας κρίνει με επιείκεια με την άπειρη δικαιοσύνη του. Όλα αυτά τα ζητάμε και τα θέλουμε για τον εαυτό μας. Ο κύριος μας έδωσε τους νόμους του και τις εντολές του και ξέρουμε ότι είναι σωστοί οι νόμοι αυτοί και καλοί και τους θέλουμε για τον εαυτό μας. Ποιος από μας όταν έχει κάποιο πρόβλημα δεν ζητάει από το θεό να τον βοηθήσει; Ποιος από μας δεν θέλει να του δίνει ο θεός έλεος και συγχώρεση; Ποιος από μας δεν θέλει να του αποδίδεται και να του αναγνωρίζεται η δικαιοσύνη του; Ποιος από μας δεν θέλει να προσφέρεται η επιείκεια; Όλα αυτά τα θέλουμε όλοι για τον εαυτό μας. Όταν όμως πρόκειται για άλλους τότε δεν θέλουμε για τους τα ίδια όλα αυτά που αναγνωρίζουμε ότι είναι καλά για εμάς, πώς τα στερούμε από τους συνανθρώπους μας; Δεχόμαστε να είμαστε υποκριτές ενώ εμείς οι ίδιοι καταδικάζουμε την υποκρισία των άλλων. Πώς τολμάμε να ζητάμε από το θεό κάθε τι καλό για μας και την ίδια στιγμή εμείς οι ίδιοι κάνουμε κακό στους άλλους; Εάν δεν αλλάξουμε και δεν ακολουθήσουμε τις εντολές του θεού που μας έδωσε ο γιος του με το άγιο ευαγγέλιο του είναι βέβαιο ότι ο θεός θα μας καταστρέψει. Θα στείλει τους και θα μας αφανίσουν από προσώπου γης. Όλοι μας έχουμε ασπαστεί το άγιο ευαγγέλιο που μας έδωσε ο Χριστός. Είμαστε βαπτισμένοι ευαγγελιστές ασπαζώμενοι και έχοντας πιστέψει και δεχτεί το χριστό ως κύριο μας. Έχουμε χρέος να συμπεριφερόμαστε ως χριστιανοί τιμώντας τις εντολές του και όχι να παρακούμε σαν άπιστοι βάρβαροι. Έτσι καλούμαστε να συμπεριφερθούμε ακόμα και στους εχθρούς μας με την ανθρωπιά που χαρακτηρίζει τους χριστιανούς. Όχι να είμαστε χριστιανοί στα λόγια αλλά όχι στα έργα. Έτσι πρέπει να καταδικάσουμε τις φονικές πρακτικές που προκάλεσαν αποτροπιασμό και τόση φρίκη οι εκτελέσεις των 12 φράγκων. Εδώ βρίσκεται και ο δικαστής της πόλης μας ο εντιμότατος κύριος Βίχμαν. Συζήτησα μαζί του το θέμα και μου εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για αυτό το τρομερό συμβάν. Συμφωνήσαμε να σας προτείνουμε να ψηφίσουμε όλοι με ανάταση και διά βοής να εξορίσουμε τους δύο υπεύθυνους αυτού του απάνθρωπου αίσχος με άμεση εκτέλεση της απόφασης για τον κυβερνήτη και τον ανώτατο αξιωματικό τους: Νόησες και Στάϊνερ οι οποίοι πρέπει να εξοριστούν δια βίου. Οι άνθρωποι του σατανά δεν έχουν θέση ανάμεσα στους πιστούς χριστιανούς. Τώρα ας σηκώσετε το δεξί χέρι όσοι συμφωνείτε ότι πρέπει να εξορίσουμε τους δύο αξιωματούχους μακριά από το ποίμνιο του κυρίου. Αλλιώς θα είμαστε συνένοχοι τους. Ενορίτες τώρα ψηφίστε. Όλων τα χέρια υψώθηκαν και έμειναν σηκωμένα. Τώρα κατεβάστε τα χέρια σας και ας τα σηκώσουν όσοι είναι αντίθετοι στην απόφαση εξορίας. Τα χέρια κατέβηκαν μα ούτε ένα δεν σηκώθηκε ως ένδειξη αντίθετης γνώμης. Έτσι η απόφαση της ετυμηγορίας των πολιτών επισφραγίστηκε. Την εκτέλεση της ποινής που αποφασίστηκε ανέλαβε ο δικαστής. Επίσης για τους οκτακόσιους αιχμαλώτους, αποφασίστηκε με τον κύριο δικαστή να τους πάμε συνοδεία στην πόλη τους το Άνσμπαχ και να τους παραδώσουμε με αντάλλαγμα γραπτή συμφωνία ειρήνης μεταξύ των πόλεων μας υπογεγραμμένη από τον κυβερνήτη τους και τον Καρδινάλιο Άντζελο ντι Γκράντε. Το απόσπασμα που θα στείλουμε, διοικητής θα είναι ο υπαξιωματικός Μάϊζερ. Η ιδέα να κρατήσουμε τους αιχμαλώτους για την αναδόμηση στην πόλη μας είναι πολύ κακή και επιζήμια ως επιλογή, μιας και αυτοί αντί για όφελος θα είναι εμπόδιο μιας και θα καθυστερούν αναδόμηση, θα τρέφονται με τις προμήθειες των πολιτών, θα απασχολούνται πολλοί στρατιώτες και πολίτες για τη φύλαξή τους και θα αποτελούν μόνιμο κίνδυνο να ελευθερωθούν και να αρχίσουν τις σφαγές συμπολιτών μας βρισκόμενοι μέσα στην πόλη που σε αυτήν την περίπτωση τα τείχη μας είναι άχρηστα για την όποια προστασία μας.
Έτσι δεν θα μπορούμε να είμαστε ασφαλείς ενώ ανταλλάσσοντας τους με τον όρο συμφωνίας ειρήνης εξασφαλίζουμε τον τερματισμό επιδρομών και επιθέσεων των φράγκων. Θα βρούμε επιτέλους την ποθητή ησυχία για να απολαύσουμε τους καρπούς των κόπων της εργασίας μας.
Να είστε βέβαιοι ότι ο κύριος θα είναι μαζί μας και θα μας βοηθάει και θα μας ευλογεί, και θα ακολουθούμε τις οδούς του και θα συμπεριφερόμαστε όπως μας έχει ορίσει. Δοξασμένος ο κύριός μας Ιησούς χριστός. Αμήν! Όλοι οι κάτοικοι της Νυρεμβέργης φώναξαν το αμήν με θέρμη. Όλα όσα είπε ο επίσκοπος Φρίντριχ τα έβρισκαν σωστά, αρεστά και τους εξέφραζαν πλήρως. Άλλωστε τους είχα τσακίσει οι μάχες και οι επιδρομείς κι ο συνεχής κίνδυνος του πολέμου. Οι κάτοικοι της Νυρεμβέργης ήταν φιλήσυχοι άνθρωποι της εργασίας και του μόχθου, εργατικοί και λαχταρούσαν την ειρήνη. Έτσι μετά από μία βδομάδα από την ημέρα της απόφασης του λαού της Νυρεμβέργης, έδιωξαν με συνοδεία τον κυβερνήτη και τον αξιωματικό Στάϊνερ εκτός συνόρων της Βαυαρίας. Έπειτα επέλεξαν διακόσιους σκληροτράχηλους στρατιώτες και έστειλαν τους οκτακόσιους αιχμαλώτους αλυσοδεμένους στο Άνσμπαχ στον Καρδινάλιο Άντζελο ντι Γκράντε με επιταγή την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης. Ο διαπραγματευτής της συμφωνίας τέθηκε ο ίδιος ο δικαστής Βίχμαν. Σε περίπτωση άρνησης της υπογραφής της συμφωνίας θα απειλούσε με τη θανάτωση των οκτακοσίων φράγκων στρατιωτών του Άνσμπαχ. Ο δικαστής δεν θα άφηνε σε καμία περίπτωση καμία εναλλακτική λύση. Άλλωστε είχε το πλεονέκτημα των αιχμαλώτων που είχαν οι στρατιώτες της Νυρεμβέργης. Για ακόμα μεγαλύτερη πίεση θα απειλούσε ο δικαστής με ολοκληρωτική έφοδο, μιας και το μεγαλύτερο τμήμα του στρατεύματος του Άνσμπαχ κείτονταν νεκρό έξω από τα τείχη της Νυρεμβέργης. Έτσι η πιθανότητα άρνησης από τον Καρδινάλιο δεν ήταν δυνατή μιας και τα υπολείμματα του στρατού του δεν θα μπορούσαν να αντέξουν σε μία έφοδο ολόκληρης της στρατιωτικής δύναμης της πόλης των εχθρών του που τώρα μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, έπρεπε να διαλέξει. Ή θα έκανε ειρήνη με τους ευαγγελικούς. Ποιος να το λέγε ότι θα αναγκαζόταν να πράξει κάτι τέτοιο στον καθολικισμό υποταγμένος στο Βατικανό και στον άγιο και υπέρτατο απευθείας εκπρόσωπο του Θεού; Ο καρδινάλιος αναρωτιόταν πως ο κύριος δεν προστάτεψε τους δικούς του. Τους άφησε στη σφαγή από τους άπιστους ευαγγελικούς για να τους κάνει μάρτυρες; Πως ήταν δυνατόν ο κύριος να φέρεται με αυτόν τον τρόπο στον πανάγιο ποντίφικα; σκέφτηκε άρα και ο κύριος κάνει λάθη. Ας είναι δοξασμένο το άγιο όνομα του πάπα, ο οποίος είναι ο μόνος αλάθητος που υπάρχει! Ο καημένος ο καρδινάλιος είχε ξεφύγει τελείως. Ήταν πολύ τυχερός που δεν τον είχαν πάρει είδηση η δικοί του πιστοί καθολικοί. Αλλιώς, με όλο τον σεβασμό θα τον έστελναν ταχέως στο Βατικανό με την επείγουσα παράκληση προς τον ποντίφικα την άμεση ανταλλαγή με κάποιον νέο λειτουργικό πνευματικά αντικαταστάτη. αυτός σκεφτόταν: Έτσι και ο Κύριος θα έχει για παράδειγμα το αλάθητο του αγίου ποντίφικα μπράβο το κατάλαβε και θα διορθώνει και αυτός τα δικά του λάθη όπως αυτό που ήταν αναγκασμένος να κάνει υπογράφοντας ειρήνη με τους εχθρούς του θεού τους ευαγγελικούς οι οποίοι δέχονται μόνο την καινή διαθήκη και απέρριπταν την παλαιά και τους προφήτες και όλες τις παλαιότερες εντολές και στις οποίες λένε αυτοί ότι ο χριστός της ακύρωσης του θεού δεν ισχύουν πλέον. Έτσι αυτοί δεν αναγνωρίζουν και ούτε δέχονται ότι ο μόνος που έχει όλες τις εξουσίες από το θεό είναι ο Πάπας και κανείς άλλος! Στο μικρό χωριό εκεί υπήρχε και ζούσε στις λίγες οικογένειες αυτού του χωριού και η οικογένειά του Χάνς Μύλερ .Ο Χάνς ήταν ένας εύρωστος γεροδεμένος αγρότης. Όντως γνήσιος Βαυαρός, είχε απόκτηση των ευρώ στο σωματότυπο που είχε η πλειοψηφία και την κράση της βαυαρικής φυλής που ήταν δυνατοί, εύσωμοι Και ψηλοί. Πολλοί από τους κατοίκους του Λίμπαχ και της Νυρεμβέργης θεωρούσαν Ότι μάλλον είναι περισσότερο Φράγκοι και λιγότερο Βαυαροί.
Αυτή όμως ήταν απλά μία γνώμη που δέν μπορούσε να αποδειχτεί.
Ο Χάνς ήταν παντρεμένος με την επίσης εύρωστη κατάξανθη γυναίκα του ή οποία σωματικά δέν ήταν αυτό που θα αποκαλούσε κάποιος ως καλλονή, είχε ένα όμορφο αφράτο και πολύ γλυκό πρόσωπο και γαλάζια φωτεινά μάτια με ήπιο χαρακτήρα και ήταν πολύ καλή και ευγενική, γεννημένη στο Μόναχο.
Η Χέλγκα είχε σκληραγωγιθεί στην σκληρή εργασία της φάρμας που είχαν στο Λίμπαχ. Ήταν πολύ εργατική και Θεοσεβούμενη. Πιστή Χριστιανή και
πήγαινε αρκετά συχνά στην ενορία της ευαγγελικής διακονίας, στην εκκλησιά του μικρού χωριού μιας και στον μικρό αυτό τόπο όλοι ήταν ευαγγελιστές. Δεν έχανε ευκαιρία να εκκλησιάζεται και στον μεγάλο ναό του αγίου Λορέντζου όποτε επισκέπτονταν την αδερφή της, που κατοικούσε στην Νυρεμβέργη.
Η ζωή ήταν δύσκολη και πολύ κοπιαστική για όλους και αυτοί δεν αποτελούσαν εξαίρεση.
Αγωνίζονταν ολημερίς για την επιβίωση από το χάραμα έως το σούρουπο κα
επέστρεφαν σπίτι κατάκοποι. Είχαν ένα μικρό κοριτσάκι, την Ουλρίκε που ήταν 7 χρονών. Είχε κατάξανθα μαλάκια, όλο μπούκλες και ματάκια γαλαζοπράσινα όλο εξυπνάδα και γεμάτα καλοσύνη. Ήταν πολύ αδύνατο,
γλυκό, πολύ πρόσχαρο, ευγενικό και υπάκουο. Κάτι σ΄ αυτή την απίθανη εικόνα δεν ήταν όπως φαίνονταν. Το πανέμορφο αυτό γλυκό κοριτσάκι, είχε
κάποιες παραξενιές στην συμπεριφορά του. Τον περασμένο χρόνο που ήταν έξι χρονών, Κάποια ψυχρή μέρα , ο πατέρας της είχε ξεκινήσει για την πόλι
της Νυρεμβέργης, όπου πήγαινε να αγοράσει της απαραίτητες προμήθειες για τον υπόλοιπο χειμώνα, η μητέρα της μικρής, Ουλρίκε έχοντας ταΐσει και ποτίσει τα ζώα της φάρμας, καθόταν αναπαυτικά σε μία πολυθρόνα αντίκρυ
στο τζάκι και ζεσταίνονταν. Από την ζέστη, ένιωσε μία γλυκιά νύστα που οφείλονταν στην κούραση και έχοντας ποιεί το ζεστό γάλα που πριν λύγο είχε
αρμέξει της αγελάδες. Είχε καθαρίσει τα χιόνια στην αυλή με το ξύλινο φτυάρι που ήταν γι’ αυτή την δουλειά, είχε ξεπαγιάσει, παρ’ όλο το βαρύ και ζεστό της ντύσιμο, το κρύο της ψυχρής μέρας μαζί με την κούραση,
Το μικρό κοριτσάκι της έπαιζε ήσυχα δίπλα στην πολυθρόνα που κοιμόταν η μητέρα της.
Ήταν απασχολημένοι με μία πράσινη κούκλα που το κεφάλι οι παλάμες και τα πόδια τους ήταν φτιαγμένα από σκαλιστό ξύλο Καστανιάς η μικρή έχοντας βαρεθεί τη μονοτονία του παιχνιδιού με την κούκλα της την άφησε δίπλα στην πολυθρόνα που κοιμόταν η μητέρα της. Σηκώθηκε και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε έξω στην αυλή του αγροτόσπιτο τους έξω το κρύο ήταν τσουχτερό παρότι το ντύσιμο του μικρού κοριτσιού ήταν αρκετό για μέσα στο σπίτι για έξω όμως ήταν εντελώς ανεπαρκή για καθαρίζω το μικρό κοριτσάκι άρχισε να παίζει κουτσό και σε λίγο άρχισε να αισθάνεται την παγωνιά η Ουλρίκε Σκέφτηκε τη γλυκιά ζέστη του καλοκαιριού και αναρρίχηση σε σκέφτηκε να έκανε ζέστη Ναι εκείνη τη στιγμή ήθελε να ήταν ζέστη όπως το καλοκαίρι κάνοντας αυτή την ευχή έπαψε μεμιάς να αισθάνεται την παγωνιά και η μεγάλη Σοροί του χιονιού που είχε στοιβάξει σε ακριανά σημεία της αυλής με το φτυάρι η μητέρα της άρχισαν ξαφνικά να λιώνουν και έρθει και η μικρή ουλή και την άνοιξη Που γέμισε ο τόπος με τις πανέμορφες κατακόκκινες παπαρούνες δεν Σκέφτηκε θα ήθελε πολύ να είχε μία ωραία κατακόκκινη Παπαρούνα πριν καλά-καλά ολοκληρώσει αυτή τη σκέψη και ευχή της Ακριβώς μπροστά στα πόδια του μικρού κοριτσιού ξαφνικά φύτρωσε Ένα πολύ μικρό φυτό το οποίο άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία από το έδαφος μπροστά στα πόδια του μικρού κοριτσιού και συνέχισε να αναπτύσσεται να βγάζει φύλλα και μπουμπούκι και σε λίγο είχε γίνει σε μερικές μόνο στιγμές μία πανέμορφη κατακόκκινη παπαρούνα η οποία άφησε στη στιγμή η μικρή Ουλρίκε δεν παραξενεύτηκε καθόλου αυτό που ένιωσε ήταν χαρά και ενθουσιασμός ούτε πρόσεξε τους όρους του χιονιού που είχε συγκεντρώσει η μητέρα της σε δίσκους ότι δεν υπήρχαν πια ούτε και την παγωνιά που βρισκόταν γύρω της ούτε αυτή την προσέξει αυτή αισθανόταν μία γλυκιά ζεστή καλοκαιριάτικης
Μέρας. έσκυψε και έκοψε την παπαρούνα λίγο πιο πάνω από τα φύλλα στην αρχή του μίσχου του λουλουδιού. Το κοίταξε εντυπωσιασμένη από την ομορφιά που είχε το λουλούδι. Ξεκίνησε για την κουζίνα ανυπόμονα για να το δείξει στη μητέρα της η κυρία Miller κοιμόταν ακόμη του καλού καιρού όταν μπήκε μες στο σπίτι μικρούλα ο Ζίκη φωνάζοντας με έπαρση και αυθορμητισμό της ηλικίας της Μαμά Μαμά ξύπνα Μαμά η κυρία χέρια άνοιξε τα μάτια της και στράφηκε προς τη μικρή κορούλα της και χαμογέλασε στο μικρό κοριτσάκι ήταν το μοναδικό παιδί που είχαν με τον Χάνς και το οποίο ήταν το αποτέλεσμα καρπός του έρωτα τους. Η Χέλγκα είχε αποβάλει 9 φορές δεν μπορούσε να κρατήσει ως την γέννα κανένα παιδί με απόγνωση είχαν πάει στο μοναστήρι στο Ντούτσεντ Ντάηχ που η ηγουμένη, τους συμβούλεψε να αφιερώσουν το πρώτο τους παιδί την Παναγία ως μοναχή όταν φτάσεις στα 12 χρόνια εάν είναι κορίτσι η χέρια και ο Χάρης με τον όρκο αφιέρωσα το πρώτο τους παιδί που θα γεννιόταν και ήταν κορίτσι Θα ανήκε στο μοναστήρι και θα βαφτείς όταν χριστιανή κόρη αφιερωμένη στην υπηρεσία της Παναγίας. Η Χέλγκα έμεινε σύντομα έγκυος και δεν απέβαλε αλλά γέννησε ένα υγιέστατο γλυκό κοριτσάκι που το ονόμασαν Ουλρίκε απο το όνομα της μητέρας του Χάνς η οποία απεβίωσε στη γέννα Μόλις γέννησε τον Χάνς έτσι η μικρή και ήταν από την γέννα της μοναχή προορισμένη για το μοναστήρι μόλις γινόταν 12 ετών
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος relativer777 την 30 Δεκ 2019, 20:22, έχει επεξεργασθεί 2 φορές συνολικά.
Η ζωή είναι ωραία γι'αυτούς που ξέρουν να την ομορφαίνουν

Άβαταρ μέλους
relativer777
Δημοσιεύσεις: 4145
Εγγραφή: 02 Απρ 2018, 17:11
Phorum.gr user: relativer777
Τοποθεσία: Χαλκηδόνα

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από relativer777 » 30 Δεκ 2019, 20:14

Η μικρή Ουλρίκε φώναζε Μαμά, Μαμά, προχωρώντας προς τη μητέρα της Κοίτα τι βρήκα ένα όμορφο λουλουδάκι δεν είναι όμορφο μανούλα το κοριτσάκι δεν σταμάτησε να μιλάς Σαν ένας ορμητικός γάργαρος χείμαρρος που κυλούσε Ακολουθώντας την ροή της κοίτης του ¨ βάς ίστ μάϊνε σάτς ? ¨ Τι είναι θησαυρέ μου ρώτησε η μητέρα της κάπως παραξενευμένη. Κοίτα μαμά, της λέγει η Ουλρίκε δείχνοντας την κόκκινη παπαρούνα. Τότε Μόνο πρόσεξε Είχε λίγα αυτό που της έδινε η κόρη της με απλωμένο το λεπτό σαν ξυλάκι χεράκι της μία πανέμορφη Παπαρούνα είχε εγκαταστήσει Σε τι ήταν αυτό
πάλι? πού και πώς βρέθηκε Παπαρούνα χειμωνιάτικα Γενάρη μήνα? μέσα στα χιόνια?
Ουλρίκε θησαυρέ μου λέει η Χέλγκα στη μικρή περνώντας το χέρι της το άνθος και κοιτώντας το όλο περιέργεια αυτά τα άγρια άνθη βγαίνουν την άνοιξη που βρέθηκε αυτό το άνθος χειμωνιάτικα η χέρια λέει Τότε στη μικρή Ουλρίκε πάμε να μου δείξεις που βρήκες και έκοψες αυτό το λουλουδάκι μου γλυκέ Ναι ¨ Μάμμη λάϊν ¨ μανούλα Απάντα το κορίτσι και πιάνοντας το χέρι της μαμάς της την οδήγησε έξω από το σπίτι στο σημείο που είχε φυτρώσει το λουλούδι πηγαίνοντας στον τόπο που είχε κόψει η μικρή ουλή και το λουλούδι δεν υπήρχε κανένα ίχνος που να δείχνει ότι εκεί είχε φυτρώσει το οποίο φυτό. Η Χέλγκα ρώτησε αρκετές φορές στην κόρη της για το σημείο και η μικρή της έδειχνε το σημείο περίπου στο οποίο είχε κόψει την παπαρούνα. Η Χέλγκα έψαξε καλά τον χώρο.
Μάταια όμως δεν βρήκε το παραμικρό ίχνος τότε σε κάποια στιγμή πρόσεξε ότι οι μεγάλοι σωροί από χιόνι που είχε στοιβάξει πριν λίγες ώρες είχαν γίνει άφαντοι στο σημείο που πριν βρισκόταν αυτός ο σορός τώρα εκεί, το χώμα ήταν βρεγμένο. Το λιωμένο χιόνι σε νερό, είχε μεταβληθεί από το ψύχος σε πάγο. Κοίταξε ένα γύρο εκεί που είχε συντάξει τα χιόνια σε λοφίσκους που απαντούν τα ίδια σε όλα τα σημεία το ίδιο σκηνικό το χιόνι εξαφανισμένο και λιωμένο η Χέλγκα έβγαλε ένα επιφώνημα δέους, θέλημα Θεού! τι συμβαίνει εδώ? ρώτησε την μικρή βρήκε Αν είχε δει να λιώνει το χιόνι που είχε στοιβάξει το μικρό κορίτσι της είπε ότι δεν είχε κοιτάξει καθόλου το χιόνι έδειξε στη μητέρα της τον Σταυρό που είχε φτιάξει πριν και που αποτελούνταν από επτά τετράγωνα όπως έκαναν τα μεγαλύτερα κορίτσια του χωριού και την πλατιά πέτρα που χρησιμοποιούσαν σε αυτό το παιχνίδι τα μεγαλύτερα κορίτσια του Μικρού Χωριού έκανα κάτι σχήματα στο κέντρο του κάθε τετραγώνου που τα ονόμαζαν αριθμούς η μικρή ουρεί και ήξερε να μετράει έως το 10 όμως δεν είχε μάθει ακόμη ποιο όνομα αντιστοιχούσε σε ποιόν αριθμό. Αυτά δεν την απασχολούσαν ακόμη δεν πήγαινε ακόμη σχολείο Αυτό ήταν πρόβλημα το οποίο Είχε απασχολήσει τον μπαμπά και τη μαμά Μίλερ μία που δεν ήταν στις έγνοιες της μικρής Ουλρίκε.
Του χρόνου θα πήγαινε σχολείο οπωσδήποτε οι γονείς Μίλερ είχαν αποφασίσει πως η καλύτερη λύση σε αυτό το πρόβλημα θα ήταν να στείλουν την κορούλα τους στην αδελφή της να μείνει στη Νυρεμβέργη για να είναι κοντά στο σχολείο η αδερφή της η θεία Κάριν θα χαιρόταν πάρα πολύ αφενός αγαπούσε παθολογικά την μικρή της ανιψούλα την Ουλρίκε και την επισκεπτόταν τακτικά. Κατά δεύτερο λόγο η θεία Κάριν παρότι αγαπούσε πολύ τα παιδιά ο Πόθος της για να αποκτήσει δικό της παιδί έμεινε απλήρωτος λόγω παθολογικής αιτίας δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει Το όνειρο της να γίνει μητέρα έτσι θα της δινόταν η ευκαιρία να είχε κοντά της την μικρή Ουλρίκε σαν να ήταν δικό της παιδί. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις παράξενες ιδιότητες της μικρής Ουλρίκε. Άλλωστε η αδερφή της η Χέλγκα δεν της είχε πει ποτέ το παραμικρό, μιάς και η ίδια δεν γνώριζε ως τότε τίποτα. Σύντομα όμως θα μάθαινε και θα διαπίστωνε εκδρομή ότι η μικρούλα αγαπημένη της κορούλα μόνο ένα φυσιολογικό παιδί δεν ήταν το περιστατικό με την παπαρούνα και τα χιόνια που είχαν λιώσει οι σοροί παίρνω το χιόνι που ήταν στις στέγες στα δέντρα και παντού στο έδαφος του αγροκτήματος όπως και επάνω στα ξύλινα κιγκλιδώματα των στάβλων και των αποθηκών ήταν ανέπαφο η Χέλγκα μόλις διαπίστωσε αυτά τα περιστατικά γεμάτη ταραχή πήρε την Ουλρίκε απαλά από το χεράκι Και μπήκαν στο σπίτι και λίγη ώρα που έμειναν έξω Είχε λίγα είχε αρχίσει να εξετάζει σχεδόν το κτίριο Ζώντας Άφησε την Ουλρίκε κοντά στο τζάκι έριξε δύο κούτσουρα στη φωτιά και πήγε στην κουζίνα να φέρει την τσαγιέρα δύο κούπες και ζάχαρη ο καιρός έξω Ήταν συννεφιασμένος και τα σκούρα σύννευ7υιφα είχαν καλύψει τον ουρανό έχοντας το μολυβί χρώμα. Από αυτό είχε την βεβαιότητα, ότι μόλις ανέβαινε η θερμοκρασία και φτάσει πριν το σημείο που σχηματίζεται ο πάγος θα άρχιζε πάλι να χιονίζει παρότι ήταν μεσημέρι ο φωτισμός μες στο σπίτι Ήταν ελάχιστος και ας είχε ανοιχτές όλες τις κουρτίνες των παραθύρων έτσι άναψε το φιτίλι της λάμπας ελαίου έβγαλε προσεκτικά το γυαλί το οποίο είχε καθαρίσει καλά και με προσοχή Την κρέμασε στο καρφί που ήταν καρφωμένο στο δοκάρι του τοίχου για αυτό το σκοπό αυτό αρκούσε Προς το παρόν όταν ερχόταν ο Χάνς θα άναβαν μερικά κεριά από το κρεμαστό πολυέλαιο των 16 κεριών που είχε το σχήμα τροχού αμαξάς και κρέμονταν από το Κεντρικό όργανο της στέγης από 4 βαμμένες χρώμα καφέ αλυσίδες οι οποίες έρχονταν σε Αρμονία με τα χρώματα του τροχιακού πολυελαίου με τις 16 θήκες κεριών με καινούργια κεριά αχρησιμοποίητα το τσάι έβρασε και η τσαγιέρα άρχισε Να σφυρίζει από τον ατμό που Πέρναγε ξυστά από τη μικρή τρύπα δημιουργώντας αυτόν τον γνωστό χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν όλες τσαγιέρες η Χέλγκα έβαλε τσάι στις 2 κούπες έβαλε ζάχαρη και της ανακάτεψε έβαλε Έπειτα την τσαγιέρα όχι στο γάντζο, επάνω από τη φωτιά αλλά δίπλα από τη φωτιά σε μία μεταλλική ή Πυροστιά που είχε καθορισμένη θέση έτσι που να διατηρεί θερμό το οποίο σκεύος βρισκόταν επάνω της χωρίς αυτό να βράζει Μα το διατηρούσε πολύ ζεστό αιτία κάθισε στην πολυθρόνα πήρε τη μικρούλα Ουλρίκε στην αγκαλιά της και σκέπασέ τα πόδια τους με την κουβέρτα έδωσα τη μία κούπα στην κόρη της και πήρε την άλλη και άρχισαν να πίνουν μικρές γουλιές το ζεστό ρόφημα Χέλγκα ήταν πολύ Σκεπτική έχοντας στην αγκαλιά της την εύθραυστη σαν πορσελάνινη κούκλα την κορούλα της την Ουλρίκε.
Σκεφτόταν να συζητήσει αυτό το περιστατικό μόλις αυτός επέστρεφε. Την Χέλγκα την ανησυχούσε εάν αυτό το περιστατικό θα έμενε το μοναδικό και θα ξεχνιόταν ή αν θα υπήρχαν και άλλα ίσως το ίδιο παράξενα ή και πιο παράξενα και ανεξήγητα θα το εξομολογεί όταν με τον πάστορα της μικρής ενορίας τι έπρεπε να κάνει κατέληξε ότι θα το έλεγε στον Χάνς και θα άφηνε σε αυτόν την όποια απόφαση είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην εκκλησία του άντρα της ο Χάρης ήταν καλότροπος, πράος, ευγενικός και οξυδερκής άνθρωπος, σε κάθε δυσκολία έβρισκε πάντα την σωστή λύση. Ήταν όλο κατανόηση και ποτέ δεν τον είχε ακούσει να υψώνει τη φωνή του ήταν από τους καλύτερους χαρακτήρες που είχε γνωρίσει είχε εργαστεί ζωή της ήταν πολύ τυχερή και ευτυχισμένη με αυτό τον άντρα κάποιον καλύτερο ούτε να ονειρευτεί δεν μπορούσε καθώς ήταν βυθισμένη σε αυτές τις σκέψεις έφτασε ανεπαίσθητος στα αυτιά της ο ήχος της άμαξας απαλός που Πλησίαζε δυναμώνοντας έβγαλε την κουβέρτα από τα πόδια τους και αποθέωσε κάτω στο πάτωμα τη μικρή της κορούλα δίπλωσε γρήγορα την κουβέρτα την οποία πήγε και την άφησε σε ένα σεντούκι έβαλε κούτσουρα στη φωτιά καθώς και την τσαγιέρα να κρέμεται στο τσιγκέλι πάνω από τη φωτιά ο άντρας της Σίγουρα θα ήταν ξεπερασμένος επάνω στην άμαξα ένα τσάι με Άνσμπαχ κονιάκ θα ήταν ότι πρέπει για να τον συνεφέρει και ζεστάνει έφτιαξε με τα χέρια της τα ρούχα της και κάπως πρόχειρα τα μαλλιά της σε κρέμασε από τον καλόγηρο μία βαριά μάλλινη ζακέτα την φόρεσε και βγήκε έξω ακουμπώντας τα κουμπιά για να προϋπαντήσει τον Χάνς που θα χρειαζόταν τη βοήθεια της για να ξεφορτώσουν και αποθηκεύσουν τις προμήθειες που είχε φέρει στη μικρή αποθήκη τροφίμων από μακριά φάνηκε Η άμαξα η οποία ήταν όπως όλες οι αγροτικές άμαξες Καρρά έχοντας τους μουσαμάδες δεμένους με σχοινιά όπως συνήθιζαν να τα δένουν οι αγρότες ώστε Ακόμη και με ισχυρούς ανέμους οι μουσαμάδες να έμεναν ασφαλείς στη θέση τους προστατεύοντας τις προμήθειες Από νεροποντές το χαλάζι το χιόνι καθώς και όταν δυνατοί άνεμοι σήκωναν σύννεφα σκόνης Άλλωστε τώρα ήταν χειμώνας Μιας και ήταν τέλη του Γενάρη ακόμη όμως και την άνοιξη δεν ήταν σπάνιες ξαφνικές βροχοπτώσεις και το χαλάζι Ακόμη και απρόσμενες χιονοπτώσεις αν και πολύ σπάνια δεν αποκλειόταν το κλίμα της Βαυαρίας Άλλωστε ποτέ δεν ήταν από τα καλύτερα ή σταθερό τώρα η Αγροτική άμαξα με τα δύο άλογα τα οποία ήταν να τα στάβλοι ήσουν για να τα ταΐσουν και να τα ποτίσουν νερό και να ξεκουραστούν από το μικρό αλλά κοπιαστικό τους ταξίδι Μιας και ο δρόμος από την πόλη ενώ στην αρχή του ξεκινούσε σαν κανονικός δρόμος μόνο 500 περίπου μέτρων, ξαφνικά μετατρεπόταν σε ένα κακό τράχηλο και δύσβατο μονοπάτι με βράχια λακκούβες μεγάλες ο απρόσεκτος αμαξηλάτης αποκτούσε μεγάλα προβλήματα εάν έπεφταν οι τροχοί σε αυτές τις σπουδαίες λακκούβες ή εάν κάποιος από τους τροχούς έπεφτε σε κάποιο βράχο μπορούσε να τον κομματιάσει το ίδιο ίσχυε και για τους δύο άξονες έτσι η διαδρομή που θα διαρκούσε λιγότερο από ώρα σε έναν καλό στο δρόμο διαρκούσε περίπου δυόμισι και άλλοτε τρεις ώρες και στην περισσότερη διαδρομή αμαξηλάτης κατέβαινε παίζει για να οδηγείς τα άλογα να αποφύγουν τις κακοτοπιές Η άμαξα έφτασε και σταμάτησε έξω από την αποθήκη τροφίμων ο Χάνς ξεμπέρδεψε αγκάλιασε τη γυναίκα του και τη φίλησε έπειτα έσκυψε και σήκωσε στην αγκαλιά του τη μικρή του κόρη που τόσο πολύ αγαπούσε και τη φίλησε ρωτώντας την. Πώς πέρασες καρδούλα μου? η μικρή όλο περιέργεια τον ρώτησε μπαμπάκα τι μου έφερες ο Χάνς αντί για απάντηση της χαμογέλασε. Η μικρή του κορούλα ανυπόμονα ρώτησε ξανά. Ο Χάνς της είπε: κάτι καλό σου έφερα που σίγουρα θα σου αρέσει πολύ. Πάμε να σου το δείξω, το έχω στο πίσω μέρος της άμαξας. Με τη μικρή Ουλρίκε στην αγκαλιά, πήγε στο πίσω μέρος της άμαξας. άφησε στο έδαφος την μικρή του κορούλα άνοιξε την πίσω πόρτα της άμαξας αφήνοντας την να κρεμαστεί προς τα κάτω στηριζόμενοι στους χόνδρους μεντεσέδες που τους συγκρατούσαν πολύ γερά Σήκωσε το μουσαμά και τίναξε το πίσω τμήμα του επάνω και μπροστά αποκαλύπτοντας κιβώτια μικρά βαρέλια σακιά και άλλα πράγματα που είχε προμηθευτεί ο Χάνς από την πόλη της Νυρεμβέργης. Άνοιξε ένα μικρό ξύλινο κιβώτιο στο οποίο βρισκόταν κομμάτια ζεστού υφάσματος και έβγαλε από κει μέσα ένα πολύ μικρό κουταβάκι το κουταβάκι έχοντας γεννηθεί πριν μερικές μέρες μόνο είχε ακόμη τα ματάκια του κλειστά είχε χρώμα άσπρο και σε σημεία καφέ κηλίδες μεγάλες σε διάφορα ακαθόριστα σχήματα το έπιασε και το έβγαλε από το κιβώτιο και το πλησίασε στην μικρούλα κόρη του σου αρέσει τι ρωτάς ο μπαμπάκα είναι πολύ ωραίο αναφώνησε ενθουσιασμένη η Ουλρίκε θα είναι δικό μου ναι θησαυρέ μου Της λέει γλυκά ο μπαμπάς της το έφερα Για σένα είναι κοριτσάκι γέννησε η σκυλίτσα του Φραντς του γείτονά της θείας σου της Κάριν. Γέννησε οκτώ σκυλάκια από πριν είχε άλλα δύο σκυλιά έτσι έδωσε τα τέσσερα και κράτησε μόνο ένα η μικρή έρωτα όλο περιέργεια μπαμπά Πόσα είναι τα 5 Είναι πολλά ο Χάνς χαμογελώντας καλόκαρδα στην μικρή του κορούλα έπιασε το δεξί της χεράκι και της λέει 5:00 είναι ακριβώς τόσα όσα είναι τα δαχτυλάκια του χεριού σου η μικρούλα ουρεί και κοίταξε τα πέντε δαχτυλάκια του χεριού της με κάποια σύγχυση 7 λέει στον Χάνς πολλά δεν είναι μπαμπά? Χημ..! Κάνει ο Χάνς και της λέγει:
Δέν είναι πολλά, αλλά ούτε λίγα, μα είναι αρκετά, μιας και πρόκειται για σκυλάκια. Βλέπεις μικρή μου Ουλρίκε, τα σκυλάκια χρειάζονται τροφή και φροντίδα όπως όλα τα ζώα και οι άνθρωποι. Μπαμπά μπορώ να το χαϊδέψω ρωτάει η μικρή τον πατέρα της Ναι γλυκιά μου μπορείς να το χαϊδέψεις αλλά με προσοχή γιατί είναι πολύ ευαίσθητο και μπορεί να του προκαλέσει κάποια ζημιά άθελά σου. Ουλρίκε μικρή μου είναι δικό σου. Τώρα όμως πήγαινε στο σπίτι και παίξε μέχρι να ξεφορτώσουμε τα πράγματα και να φροντίσω τα άλογα. Μετά θα έρθουμε με την μαμά για να πιούμε κάτι ζεστό. Να δούμε και πού θα βάλουμε την μικρή σου φίλη. Η μικρούλα έφυγε υπάκουα όπως της είπε ο μπαμπάς της και βάλθυκε να παίζει με την πάνινη κούκλα της. Όταν τελείωσαν οι γονείς της τις εργασίες τους και μπήκαν στο σπίτι βρήκαν Την μικρούλα Ουλρίκε να παίζει ήσυχα με την κούκλα της. Η Χέλγκα μετακίνησε την πολυθρόνα που καθόταν η ίδια πιο πριν, πιο κοντά στο τζάκι. Ο Χάνς έβγαλε τις μπότες που φορούσε και τις πήρε η Χέλγκα να της πάει σε μια μικρή αποθηκούλα εσωτερική και τις έβαλε στο
Ερμάρι παπουτσιών. Έπειτα η Χέλγκα πήγε στην κουζίνα και έφερε τις πήλινες κούπες του τσαγιού, φέτες ψωμί και βούτυρο, καθώς και μαρμελάδα, από Γιοχάνες μπέρε τις οποίες η Χέλγκα είχε μαζέψει την άνοιξη και είχε φτιάξει την νόστιμη μαρμελάδα. Έφερε και το καλαθάκι με τα αλλαντικά ο Χάνς σηκώθηκε και κατέβασε τον τροχό πολυέλαιο από την αλυσίδα που εξυπηρετούσε αυτό το σκοπό έχοντας κατέβει ο πολυέλαιος το καθορισμένο ύψος για να είναι εύκολα προσβάσιμος άναψε Σταύρο τα 8 από τα 16 κεριά Εβίτα τον ανέβασε στο γνωστό Του ύψος αναμμένα κεριά τα οποία τα περιέβαλλαν τα προστατευτικά τους κυλινδρικά γυαλιά φώτισαν το χώρο του σαλονιού η μέρα είχε σχεδόν φύγει και η σκοτεινιά του φρουρού που είχε αρχίσει να απλώνεται έξω Η Χέλγκα έβαλε τρία χοντρά κούτσουρα στο τζάκι και κάθισε και αυτή στο τραπέζι έβαλε ζεστό τσάι στις πήλινες κούπες και έβαλε ζάχαρη και τα ανακάτεψε στη μικρή ουλή και έβαλε ζεστό γάλα ο Χάνς μίλαγε Με τη χέρια για τις προμήθειες που αγόρασε μισοτιμής προνόμιο που τους προσέφεραν οι κάτοικοι της Νυρεμβέργης σε όλους τους κατοίκους του Λίμπαχ ως αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφεραν οι φίλοι και φύλακες αυτό Του Μικρού Χωριού στους κατοίκους της Νυρεμβέργης. Της είπε ποιες προμήθειες έφερε Ποιους φίλους και γνωστούς συνάντησε και πως όταν πήγε στο σπίτι της αδερφής της την Κάριν, μετά την εγκάρδια φιλοξενία της μίλησε για την μικρή τους κορούλα την Ουλρίκε, ότι θα της την έφερναν στο τέλος Αυγούστου, ώστε να πηγαίνει στο σχολείο.
Η Κάριν και ο σύζυγός της ο Φραντς ενθουσιάστηκαν που θα φιλοξενούσαν την αγαπημένη τους μοναδική ανιψούλα κάποια στιγμή ο Χάνς σταμάτησε να μιλάει είχε τελειώσει την εξιστόρηση των συμβάντων της ημέρας. Η Ουλρίκε είχε αρχίσει να χασμουριέται ένδειξη ότι νύσταζε και η ώρα να τη βάλει η χέρια για ύπνο. Ο Χάνς σηκώθηκε πήγε στην μικρή και την πίρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο η μικρή Ανταπέδωσε το φιλί χάσω έδωσε τη μικρή στη Χέλγκα η οποία την πήρε στην αγκαλιά της και την πήγε στο κρεβατάκι της και τη σκέπασε καλά την φίλησε και την καληνύχτισε χαϊδεύοντας τα ξανθά μαλλάκια της.
Έπειτα γύρισε στην κουζίνα και Μάζεψε το τραπέζι σερβίροντας ζεστό τσάι σε δύο κούπες και Έφερε τη μεταλλική σταχτωθήκη στο τραπέζι την πίπα του Χάνς τον καπνό και του τα έδωσε όπως ο Χάνς γέμιζε την ξύλινη σκαλιστή πίπα του και την άναψε με ευχαρίστηση του λέει η Χέλγκα s σου έχει τύχει ποτέ στα μέσα Γενάρη να δεις Παπαρούνα ο Χάρης χαμογελώντας της λέει και λίγα θησαυρέ μου Σαν να μου φαίνεται ότι αρχίζεις να Ξεφεύγεις λίγο ξέρεις ότι αυτό είναι ανοιξιάτικο Αγριολούλουδο δεν βγαίνει ποτέ στην καρδιά του χειμώνα είχε τελικά αντί να του απαντήσει είναι από το ράφι την παπαρούνα και την έδωσε τι έχεις να πεις τώρα του λέει ο Χάνς πήρε το λουλούδι και το κοίταξε παραξενευμένος και όμως δεν είναι λογικό λέει στη Χέλγκα παράξενο πολύ παράξενο και ρωτάει τη γυναίκα του Που το βρήκες Είχε λίγα του διηγείται τι είχε συμβεί και ότι δεν μπόρεσε να βρει κανένα ίχνος από το υπόλοιπο φυτό και το χιόνι που είχε χαρίσει είχε λιώσει μόνο αυτό ενώ σε όλο το υπόλοιπο χώρο ήταν άθικτο παράξενο λέει ο Χάνς κάτι συμβαίνει λες να υπάρχει κάποια σχέση με την Ουλρίκε? το ίδιο σκέφτηκα και εγώ του απαντάει Χέλγκα δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε Χάνς Ούτε εγώ μπόρεσα να καταλάβω τίποτα να απαντάει Χέλγκα Τι λες να το πούμε Στον πάστορα? Ο Χάνς νιώθοντας άβολα λέει Χέλγκα Για όνομα του Θεού Τι είναι αυτά που λες ξέρεις ότι τέτοια πράξε να συμβάντα πάντα τα παρεξηγούν και βγάζουν λάθος συμπεράσματα οι άνθρωποι Μιας και δεν μπορούν να τα εξηγήσουν τα αποδίδουν σε Μάγια είσαι έργο του σατανά να πούμε έστω και το παραμικρό θα θέσουμε σε μεγάλο κίνδυνο την Ουλρίκε μιάς και θα βιαστούν οι συγχωριανοί μας να την παρουσιάσουν σαν μάγισσα ή σαν δαιμονισμένη θα καταδικάσουν το παιδί μας σε θάνατο, ή στην καλύτερη περίπτωση θα μας επιβάλουν την εξορία μας. Πού θα πάμε και τι θα κάνουμε Τότε χειμωνιάτικα Χέλγκα τσιμουδιά σε κανέναν και το πρωί θα ρωτήσουμε την μικρή μας να δούμε τι θα μας πει και τότε αποφασίζουμε τι να κάνουμε πήγαν στην Καμάρα τους για να κοιμηθούν γεμάτη ανήσυχες σκέψεις άργησε να τους πάρει ο ύπνος και ήταν ύπνος ανήσυχος και ταραγμένος το πρωί ξύπνησαν νωρίς πριν ακόμη φέξει η μέρα από το λάλημα του κόκορα τους σηκώθηκαν και η Χέλγκα ετοίμασε το πρωινό τους. Ο Χάνς λέει στη Χέλγκα πρέπει να ετοιμαστούμε για την αναχώρηση της μικρής μας βγήκε σε λίγο καιρό για να την πάμε στην αδερφή σου ώστε να πάει στο σχολείο της Νυρεμβέργης η Κάριν θα την προσέχει όσο και εσύ. Και ξέρεις την Αγάπη και την αδυναμία που της έχει η αδερφή σου είναι πολύ καλή γυναίκα έτσι θα είναι ευλογία για αυτήν που θα έχει μαζί της στην μούρη και βλέπεις ο θεός δεν την αξίωσε να κάνει δικό της παιδί Αν σκεφτείς το πόσο καλό και γλυκό παιδί είναι η Ουλρίκε μας.
δεν έχουμε να ανησυχούμε για τίποτα. Βιάζεσαι Χάνς του λέει η γυναίκα του Ξεχνάς ότι έχουμε να δούμε το θέμα που προέκυψε εχτές της απαντά αυτός πάρω το θέμα αυτό είναι παράξενο Και ασυνήθιστο μην ξεχνάς ότι συμβαίνουν συνεχώς παράξενα συμβάντα και ανεξήγητα στους ανθρώπους τα οποία δεν μας ανησυχούν Μιας και δεν τα μαθαίνουμε αυτό πιστεύω και για το χθεσινό συμβάν κάποια παραξενιά της φύσης στην οποία δεν μπορούμε απλά να εξηγήσουμε να ακούσουμε τι θα μας πει και η Ουλρίκε Αν και δεν μπορούμε να βασιστούμε σε ότι μας πει γιατί είναι πολύ μικρή για να ξέρει ώστε να μας δώσει κάποια σαφή εξήγηση ώστε να βγάλουμε το οποίο συμπέρασμα Στο εν τω μεταξύ ξύπνησε και η μικρή Ουλρίκε. Βγαίνει από το παιδικό της δωμάτιο και κατευθύνεται στην κουζίνα. η Χέλγκα της νίβει το προσωπάκι και τα χέρια και τι σκουπίζει έπειτα χτενίζει της χτενίζει τα ξανθά μπούκλες μαλλάκια με την ξύλινη χτένα ενώ την έχει ντύσει πριν έτσι επιστρέφουν στην κουζίνα και παίρνουν θέση για το πρωινό τους όπως πάντα έχει ετοιμάσει ο Χάνς ρωτάει τη μικρή θησαυρέ μου το κουταβάκι που σου έφερα σου αρέσει Ναι μπαμπάκα είναι πολύ όμορφο της λέει Πρέπει όμως να το ταΐσεις και να του δίνεις νεράκι γιατί είναι πολύ μικρό και δεν μπορεί ακόμη να φάει μόνο του και να πιει σε μερικούς μήνες όμως θα έχει μεγαλώσει αρκετά και θα τρώει και θα πίνει μόνο του θα πρέπει να το μάθεις να πηγαίνει έξω για κάτι να κάνει τις ανάγκες του Τι λες Θα τα καταφέρεις το μικρό κοριτσάκι Απάντα ότι δεν ξέρει όλο αβεβαιότητα και κουνάει τους ώμους προς τα πάνω ο Χάνς και η Χέλγκα γελούν από την αβεβαιότητα της μικρής το σήκωμα των ώμων της και το απορημένο ύφος της. Ο Χάνς την ρωτάει: πώς πέρασες εχτές που έλειπα έπαιξες δεν λέει η μικρή τι έπαιξες επιμένει ο Χάνς έπαιξα με την κούκλα μου και έπειτα βγήκα έξω και έπαιξα κουτσό λέει όλο έμφαση η μικρή. Ο πατέρας της την ρωτάει στη συνέχεια βρήκες ένα ωραίο λουλουδάκι? Ναι μία κόκκινη όμορφη Παπαρούνα λέει η μικρή. Ο Χάνς την ξαναρωτά πού την βρήκες την παπαρούνα? Η απάντηση του μικρού κοριτσιού αθρόα έξω στην αυλή. Ρωτάει ο Χάνς σκέφτηκα λέει η μικρή τι ωραία και σωστά που είναι το καλοκαίρι και πόσο ωραία λουλουδάκια έχει και τι έγινε όταν τα σκέφτηκες αυτά ρωτάω χάλασε η μικρή Απάντα τότε δεν έκανε κρύο έκανε ζέστη όπως το καλοκαίρι τότε Σκέφτηκα τι ωραίες είναι οι παπαρούνες που είχαμε μαζέψει Με τον ζίκη. Έτσι φώναζε τον μικρό γείτονά της τον γιο της οικογένειας ράϊχ που είναι τώρα 8 χρονών και είναι φίλοι με την μικρή Ουλρίκε και έρχεται Τακτικά και παίζουν όταν έχει καλό καιρό Θυμήθηκα που είχαμε μαζέψει Με τον ζίκη πολλές παπαρούνες και σκέφτηκα Τι ωραία θα είναι να είχα μία κόκκινη τότε την είδα και Την έκοψα και την έφερα στη μανούλα για να τη βάλεις στο βάζο ο Χάνς τη ρωτάει και την έβαλε η μαμά στο βάζω Ναι Όχι δεν ξέρω λέει η μικρή Κουλούρη και μπερδεμένη της είναι αδύνατο να θυμηθεί δεν έχει μάθει ακόμη να συγκρατεί λεπτομέρειες Το φθινόπωρο που θα πάει στο σχολείο θα μάθει να συγκρατεί λεπτομέρειες Όπως λένε ο μπαμπάς και η μαμά και ακόμη πολύ καιρό για να πάει στο σχολείο τώρα όμως έχει μόνο κατά νου το παιχνίδι να βοηθάει κάποιες φορές τη μαμά της στις δουλειές να ταΐσει τις κότες και το μεγάλο κόκορα με τα πολλά και πάντα καθαρά χρώματα Αυτός είναι ο αρχηγός το κοτέτσι ο μπαμπάς στις κότες Όπως λένε ο μπαμπάς και η μαμά. Η Ουλρίκε τον θεωρεί τεμπέλη, μιάς και δεν κάνει ποτέ κανένα αυγό, παρα μόνο να τρώει και να λαλεί ξέρει αυτός και να ξυπνάει τον κόσμο το πρωί ,όταν αυτοί δεν έχουν όρεξη να ξυπνήσουν. Μόνο την Ουλρίκε πλησιάζει και τρώει σπείρα σπυριά καλαμποκιού από το χεράκι της. το μπαμπά και τη μαμά τους αποφεύγει και παίρνει δρόμο όταν αυτοί τον πλησιάζουν ακόμη ούτε το φίλο της στο Ζίκη δεν Πλησιάζει. Ο Χάνς μη μπορώντας να βγάλει άκρη από τις απαντήσεις της Ουλρίκε, κλείνει εκεί το όλο θέμα. τότε ο Χάνς λέει στην μικρή. Εμείς φάγαμε πρωινό και τώρα θα πρέπει να ταΐσουμε και τα ζωντανά μας για να τα αποκτήσουμε νερό πρώτα θα γυρίσουμε το κουταβάκι τι τρώει μπαμπά ρωτάει η μικρή όλο περιέργεια να του δώσουμε μαρμελάδα λέει ξανά η μικρή και αυγό μελάτο να φάει και ψωμί και σαλάμι να του δώσουμε να φάει και από τα ξερά σύκα που έφερες μπαμπά ο χανς βάζει τα γέλια και μικρή παραξενεύεται ίσα βρε βουνά τα κουταβάκια δεν τρώνε μαρμελάδα ούτε σύκα Όσο για τα υπόλοιπα όταν θα μεγαλώσει σε λίγους μήνες θα μπορεί να τα τρώει όσο ποτέ όμως θα του ταΐσουμε μόνο γάλα με ένα κλύσμα Γιατί δεν μπορεί να πιει μόνο του το ίδιο και με το νερό είναι μπαμπά το κλύσμα κουταλάκι ξύλινο τέτοιο που τρώμε Όχι όλοι και είναι μία βαλίτσα από δέρμα και έχει ένα καλαμάκι και το γεμίζουμε με γάλα και το πίνει με το καλαμάκι Τί
είναι το καλαμάκι? ρωτάει Πάλι όλο περιέργεια η μικρή ο Χάρης ξέροντας ότι κάθε εξήγηση του θα δημιουργεί νέες ερωτήσεις στη μικρή της λέει πάμε να ταΐσουμε το κουταβάκι και θα δεις τι και πως είναι έτσι πηγαίνουν και ταΐζουν το μικρό σκυλάκι και λύνονται πολλές απορίες μικρής αυτό συνεχίζεται για τρεις περίπου μήνες που το κουταβάκι πλέον έχει μεγαλώσει αρκετά και δεν χρειάζεται πια τάισμα τα καταφέρνει πολύ καλά Μόνο του να τραπεί είναι τέλη Απρίλη τα χιόνια δεν έχουν τελειώσει ακόμη και ο καιρός είναι σχεδόν άγνωστος στους μηδέν βαθμούς και χιονίζει με ψιλό χιόνι σαν το κεφάλι καρφίτσας σε μέγεθος νιφάδες ο Χάρης και η Χέλγκα είναι στο στάβλο και περιποιούνται το χώρο. Η Ουλρίκε κρατάει στα χέρια της δύο ψιλοκομμένες φέτες σταρένιο ψωμί και στη μέση μία φέτα λέμπερ κέσσε ένα αλλαντικό από συκώτι χήνας ψημένο στο φούρνο και μία ψηλή φέτα τυριού κίτρινου έχει κόψει ένα κομμάτι από το σάντουιτς και το δίνει στο κουτάβι το οποίο το τρώει με ευχαρίστηση τρώει και η μικρή μερικές μπουκιές απέναντί της το φράχτη από χοντρά κλαδιά βρίσκεται ένα μεγάλο μαύρο πουλί. Είναι ένα κοράκι. Έχει ακούσει από τον μπαμπά και τη μαμά ότι αυτά τα πουλιά έτσι τα λένε. Το βλέπει προσεκτικά και αυτό Την κοιτάζει επίμονα. Η μικρή αυθόρμητα ρωτάει πεινάς; παρότι το πολύ βρίσκεται σε απόσταση κάπου στα 30 μέτρα και η φωνή της μικρής είναι σιγανή σαν ψίθυρος το κοράκι κράζει σαν την άκουσε και την κατάλαβε. Οι μικροί κόβει ένα μικρό κομμάτι από το ένα σάντουιτς και λέει στο κοράκι: Έλα πάρε το για να μην πεινάς Έλα εμένα μου φτάνει το κομμάτι που έχω ! Αμέσως το πουλί έρχεται και προσγειώνεται μπροστά στα πόδια του μικρού κοριτσιού. Η μικρή σκύβει και του προσφέρει το κομμάτι από το σάντουιτς που είχε κόψει. Απλώνει το χεράκι της και το προσφέρεις το κοράκι το οποίο το παίρνει με το ράμφος του και αρχίζει να το τρώει εκεί μπροστά στο κοριτσάκι. Με αφέλεια η Ουλρίκε ρωτάει το πουλί: Πώς σε λένε; το κοράκι Με τρόπο αφύσικο και παράδοξο έχει καταλάβει τι τον ρώτησε η μικρή. Η απάντησή του όμως είναι ένα κρα ! Μη ξέροντας το πουλί όπως το ονόμαζαν οι άνθρωποι Κοράκι. Εγώ είμαι η Ουλρίκε του λέει. Το πουλί απαντάει Και πάλι κραάάά. Όχι του λέει η μικρή Εσύ είσαι ο κρά Εγώ είμαι η Ιουλία λέει και το πουλί όμως αδυνατεί να προφέρει το όνομα της έτσι της κουνάει το κεφάλι του. Μιάς και δέν της δίνει απάντηση το πουλί, η μικρή συμπεραίνει ότι το πουλί έχει φωνή αλλά μάλλον δεν ακούει είναι κουφό ! το κοράκι έχοντας καταλάβει τη σκέψη της μικρής Μιας και το την έχει μεταδώσει θέλοντας να διαμαρτυρηθεί κάνει και πάλι κράάά. Η μικρή του χαμογελάει με κατανόηση και συμπόνια. Ο καημένος ο κράάά, είναι Κουφός ! το κοράκι κοιτάζει με περιέργεια το κοριτσάκι και
Απορεί πώς μπορεί και καταλαβαίνει απόλυτα το μικρό ανθρωπάκι ενώ Αυτό δεν μπορεί να καταλάβει το κοράκι; παρόλα αυτά το κοράκι είναι ευχαριστημένο που του δόθηκε τροφή Εξάλλου βρήκε κάποιο από τους ανθρώπους που το συμπαθεί και είναι φιλικά διατεθειμένο απέναντί του το κοράκι κράζει πάλι και πετάει Φεύγοντας η μικρή χαμογελάει με ευχαρίστηση έχοντας κατά νού ότι το κοράκι την ευχαρίστησε με αυτό το κρα ξανά Έλα του φωνάζει η μικρή πριν αυτό απομακρυνθεί αρκετά. Είναι χαρούμενη ξέροντας ότι έχει αποκτήσει ένα φίλο. Και πράγματι το κοράκι την επισκεπτόταν τακτικά από εκείνη την ημέρα και έπειτα. Σχεδόν κάθε απόγευμα το κοράκι την επισκεπτόταν στο παράθυρο του δωματίου της. Η μητέρα της παραξενεύομαι όταν που η όρεξή της κορούλας της είχε ανοίξει τόσο, μα που όλος περίεργος η μικρή δεν φαίνονταν να παίρνει ούτε ένα γραμμάριο και παρέμενε το ίδιο ισχνή. Η μητέρα της Ουλρίκε δεν είχε καταλάβει ότι η μικρή της κορούλα είχε αποκτήσει τον φτερωτό μαύρο της φίλο, μιάς και αρκετά κοράκια επισκέπτονταν καθημερινά το αγροτόσπιτο των Μύλερ, όπως και των γειτόνων τους, αναζητώντας τροφή. Έτσι έφυγε ο χειμώνας και ήρθε η άνοιξη. Ήρθε Μάιος και βρίσκει τη μικρή Ουλρίκε με ένα κομμάτι ψωμί και βραστό σαλάμι στο χέρι και έχοντας ανοιχτό το μοναδικό παράθυρο του δωματίου της, Περιμένοντας το φτερωτό της φίλο. Εν τω μεταξύ εδώ και καιρό είχαν αρχίσει Να συζητούν μαζί και να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Η συζητήσεις αυτές δεν γινόντουσαν με ήχους αλλά με τις σκέψεις που αντάλλασσαν. Ήρθε και σήμερα το κοράκι. Κάποια στιγμή λέει με τη σκέψη του το κοράκι στη μικρή του φίλη Έχεις δει τη χώρα που βρίσκεσαι; Τι είναι χώρα; ρωτάει το κορίτσι. Χώρα είναι λέει το κοράκι, η Γη που φτάνει μακριά και είναι πολύ μεγάλη. Έχει δάση, χωράφια, βουνά, λίμνες, πόλεις και χωριά που ζουν άνθρωποι και ζώα. Η μικρή του απαντά: Δέν ξέρω τι είναι αυτά. Το πουλί τη ρωτάει. Θέλεις να τα δεις; Η μικρή όλο περιέργεια ρωτάει: Πώς θα τα δω; το κοράκι της λέει με τη μεγαλύτερη φυσικότητα. Μα πώς αλλιώς; Με το πέταγμα. Είναι ο μόνος τρόπος. Μα εγώ δεν έχω φτερά για να πετάξω που λέει η μικρή. Κουνάει επιδεικτικά τα δύο της χεράκια πάνω-κάτω Μα δεν πετάει. Δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Όχι Έτσι απαντάει υπομονετικά το κοράκι. Να πετάξεις με το μυαλό σου, όχι με το σώμα σου. Μα πώς ρωτάει όλο περιέργεια η μικρή θα κάνεις μαγικά και θα πετάξω; Ρωτάει και πάλι η μικρή. Εγώ απαντάει το πουλί νοητά, δεν μπορώ να κάνω τίποτα τέτοιο. Εσύ όμως μπορείς. Εγώ λέει το κοράκι μόνο με τα φτερά μπορώ να πετάω. Εσύ δεν τα χρειάζεσαι τα φτερά. Θέλεις να πετάξουμε μαζί; Η μικρή που δεν μπορεί να κρατήσει πλέον την περιέργεια της του λέει όλο προσμονή και ανυπομονησία. Πότε θα πετάξουμε; Καλύτερα το βράδυ της λέει, για να μη σε δουν άλλοι άνθρωποι να πετάς μαζί μου. Εντάξει του λέει η μικρή θα σε περιμένω Όταν κοιμηθούν ο μπαμπάς και η μαμά. Το βράδυ της λέει το κοράκι και πετά μακριά. Η Ουλρίκε έπαιζε τώρα με το σκυλάκι της. Αυτό πήγαινε και έφερνε πίσω ένα ξυλάκι μικρό, που του πέταγε το μικρό κορίτσι, όσω μακριά μπορούσε να το πετάξει. Αυτό έφερνε πίσω το ξυλάκι, κουνώντας χαρούμενο φιλικά την ουρά του. Μερικές φορές η μικρή έκανε την κίνηση, ότι θα το πέταγε, μα χωρίς να το αφήνει να φύγει από το χεράκι της. Τότε το σκυλάκι έκανε πηδηματάκια για να το πιάσει, ή άλλες φορές, ξεκινούσε ξεγελασμένο τρέχοντας και μετά από λίγα μέτρα, σταματούσε και γύριζε πίσω, περιμένοντας πότε θα πέταγε το κορίτσι το ξυλάκι, για να της το φέρει πίσω. Κάποια στιγμή η Ουλρίκε σκέφτηκε: Τί καλό που είναι το σκυλάκι. Ενώ το ξεγελάω, αυτό δέν θυμώνει ποτέ. Είναι ο καλύτερος φίλος. Και εσύ είσαι καλή φίλη, ήρθε μία απαλή φωνή στο μυαλό της μικρής. Όχι δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Ήταν σαν ηχηρή σκέψη απευθείας στο μυαλό της μικρής, σαν να της μίλαγε το σκυλάκι. Και όντως αυτό συνέβαινε. Η Ουλρίκε παραξενεύτηκε. Ρωτάει το σκυλάκι: μπορείς να μιλάς σαν άνθρωπος; Σαν απάντηση το σκυλάκι
Γάβγιζε μερικές φορές η μικρή άκουσε στο μυαλό της δεν μιλάμε το ίδιο αλλά όταν μου λες κάτι Το καταλαβαίνω σαν να ήξερες να καθίσεις πολύ καλά και κατανοητά από πότε καταλαβαίνεις όταν σου μιλάω ρωτάει η μικρή δεν θυμάμαι Απάντα το σκυλάκι αλλά σε καταλαβαίνω πολύ καλά όταν μου μιλάς και όταν δεν μιλάς πάλι σε ακούω Τι σκέφτεσαι για αυτό Ξέρω ότι είσαι πολύ καλή φίλη και ότι με αγαπάς πολύ Και εγώ σε αγαπώ πολύ πολλές φορές σου γάμησαν Μάχη δεν με καταλάβαινες εγώ όμως σε καταλαβαίνω συνεχώς η μικρή κάθισε Σκεπτική σε ένα χοντρό και κοντό κούτσουρο δεν μπορούσε να καταλάβει θα πρέπει να ρωτήσει τη μαμά και για το αν τα σκυλάκια μιλάνε με τους ανθρώπους και αν καταλαβαίνω ντε μήπως η μαμά θυμώσει αν την ρωτήσω Σκέφτηκε η μικρή όμως η μαμά είναι πολύ καλή και δεν θυμώνει ποτέ ούτε ο μπαμπάς θυμώνει Ποτέ η μαμά και ο μπαμπάς του φίλου της του Ζίκη, Θηβών μαζί του και τον μαλώνουν συνέχεια και του βάζουν τις φωνές αυτοί είναι κακοί δεν είναι σαν τη μαμά και τον μπαμπά μου η μαμά ξέρει τόσα πολλά αυτή σίγουρα θα ξέρει το σκυλάκι έχοντας ακούσει τις σκέψεις της μικρής της λέει Εσένα σε καταλάβαινα πάντα την μαμά και τον μπαμπά σου δεν τους έχω καταλάβει ούτε μία φορά ποτέ δεν κατάλαβα τι μου λένε προσπαθώ να μαζεύω τι θέλουν να πουν και κάποιες φορές μαντεύω σωστά ούτε όμως και αυτοί δεν έχουν δείξει ότι με κατάλαβαν ποτέ., όσο να τους επαναλαμβάνω τα γαυγίσματά μου. Τι θα πει επαναλαμβάνω ρωτάει με απορία Το μικρό κορίτσι το σκυλάκι της αυτό της λύνει την απορία επαναλαμβάνω είναι όταν λέω κάτι και το λέω ξανά Α αυτό είναι; παραξενεύεται η μικρή. Δεν της απαντά το σκυλάκι Ιούλη και του λέει πρώτη φορά καταλαβαίνω τι μου λες άλλη φορά δεν καταλάβαινα γιατί το σκυλάκι της λέει δεν ξέρω ούτε εγώ δεν έχω γνωρίσει κανένα άλλο σκυλί για να τον ρωτήσω μήπως ξέρει άλλωστε είμαι και εγώ πολύ μικρός και δεν ξέρω αν συναντήσω ομοίως μου θα τους ρωτήσω τότε θα ξέρω και θα σου πω ρώτα και εσύ τους δικούς σου Αυτοί πρέπει να ξέρουν όταν σου πουν κάτι θα μάθουμε αν και η μαμά σου και ο μπαμπάς σου δεν φαίνεται να με καταλαβαίνουν όταν όλο απορίες τους ρωτάω όσο κι αν Προσπαθώ γαβγίζοντας ξεκάθαρα και όσο πιο κατανοητά μπορώ δεν τους έχω δει να με καταλαβαίνουν στο ελάχιστο τσάμπα τους γάβγιζε όλη την ώρα Τώρα όμως νυχτώνει και πρέπει να πάμε για ύπνο Πάω να ξαπλώσω τα άχυρα μου και να ξεκουραστώ από το παιχνίδι. Το σκυλάκι Έφυγε για τους στάβλους το μικρό κοριτσάκι έφυγε και αυτό μπαίνοντας στο σπίτι σε λίγο θα σουρουπώνει και η μαμά θα έβγαινε να τη φωνάξει να μπει μέσα Άλλωστε θα ανοίξουνε και δεν θα έβλεπε έξω για να παίξει μπαίνοντας στο σπίτι ενός τη μυρωδιά του φαγητού που είχε μαγειρέψει η μητέρα της μύριζε πολύ ωραία μανούλα τι φαγητό έφτιαξες ρωτάει τη μαμά της η μικρή, μυρίζει πολύ ωραία. Σάτσιλάϊν θησαυρούλι απαντά στη μικρή Χέλγκα έφτιαξα γκούλας σούπα με κομμάτια μοσχαρίσιου κρέατος σε σάλτσα και μπαχαρικά κάθεται να φάνε και ο μπαμπάς της τη ρωτάει σου αρέσει η μικρή Απάντα λέκερ, λιχουδιά. Και βγάζοντας τη γλώσσα της γλύφει τα χειλάκια της επιδεικτικά και λέγοντας μιάμ ! Και οι δύο γονείς δεν μπορούν να κρατηθούν και βάζουν τα γέλια. Με το που έχει τελειώσει η οικογένεια το φαγητό η μικρή Ουλρίκε νιώθει τα ματάκια της να κλείνουν. Της έρχεται μία γλυκιά νύστα που δεν μπορεί να της αντισταθεί. Την παίρνει στην αγκαλιά του ο μπαμπάς της για να τη βάλει στο κρεβατάκι της να κοιμηθεί. δεν πρόλαβε ο Χάνς να πάρει αγκαλιά την Ουλρίκε του και αυτή είχε κλείσει τα ματάκια της , παραδομένη σε ένα γλυκό ύπνο. Χαμογελά ασυναίσθητα στον ύπνο της. Κάποιο όμορφο όνειρο βλέπει το αγγελούδι του συμπεραίνει ο Χάνς, νιώθοντας μεγάλη ευχαρίστηση. Δόξα να έχει ο πανάγαθος θεός. Του έδωσε το καλύτερο παιδί που θα επιθυμούσε ο κάθε γονιός. Γλυκό και αξιαγάπητο, αξιολάτρευτο κοριτσάκι. Νιώθει μεγάλη τύχη. Εύχεται με όλη του την καρδιά, αυτή η ευτυχία να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, μιάς και η γυναίκα του η Χέλγκα Είναι και αυτή η καλύτερη γυναίκα που έχει γνωρίσει στην ζωή του. Αναρωτήθηκε αν είναι δυνατόν αυτή η ευτυχία να κρατήσει για όλη τη ζωή. Ποιος ξέρει πώς θα είναι και ποιο το μέλλον. Σκέφτηκε ότι ο Θεός Ίσως να συνεχίσει να τους φέρεται με την ίδια καλοσύνη. Έως τώρα τους είχε προστατέψει από πολλές συμφορές. Από επιδρομείς, από κακία, και ασθένειες. Τους προσέφερε απλόχερα ότι χρειαζόντουσαν στη ζωή τους με το παραπάνω. Τους είχε ευλογημένους. Κάθε μέρα όταν βράδιαζε ευχαριστούσαν με ευγνωμοσύνη το Θεό που ήταν τόσο ευσπλαχνικός μαζί τους Όσω θα βάδιζαν στο δρόμο του κυρίου, όλα αυτά συνέχιζαν να πηγαίνουν καλά και να ζουν την απλή ευτυχισμένη ζωή τους. Δέν αμφέβαλαν ποτέ για αυτό. Ήταν σίγουροι και πεπεισμένοι ότι ο παντοδύναμος θα τους προστάτευε πάντα, αρκεί αυτοί να μην παρέμβαιναν τις άγιες εντολές του.

Το αντρόγυνο πήγαινε ανελλιπώς κάθε Κυριακή στην πόλη, στην εκκλησία του Αγίου Λορέντζου στην Νυρεμβέργη.
Η ζωή είναι ωραία γι'αυτούς που ξέρουν να την ομορφαίνουν

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 07 Ιαν 2020, 13:09

7




Το σκουριασμένο λεωφορείο διέσχισε όλα τα δρομάκια τα επαρχιακά με τα πράσινα στρωμένα φύλα στην δειλή εισβολή φθινοπώρου σε καλοκαιρινή κυριαρχία. Κάτω από ευχάριστο χαμογελαστό ήλιο που σε συνδυασμό με ορισμένα ψυχοφάρμακα έχει την πιο αλλόκοτη επίδραση, ειδικά εδώ, στον ορισμό της εξοχής και του πράσινου, χώρου αρμονικά συνδυάζοντας την ήμερη φύση και τις αναζωογονητικές ανθρώπινες υπηρεσίες ταξίδεψε, και το ίδιο όχι παράταιρο με το περιβάλλον, και στάθμευσε αγκομαχώντας μπροστά σε κτίριο καλυμμένο από θάμνους που στους σκασμένους του σοβάδες ένα χρώμα γαλάζιο και θλιμμένο υποστήριζε την παραδοσιακή παράδοση του στα στοιχεία της φύσης.
Οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου αποβιβάστηκαν και παρατάχθηκαν κάτω από
την επιτήρηση του Τρίκι. Η διευθύνουσα αρχή στάθηκε ανάμεσα τους ελαφρώς διαφοροποιημένη από την έξοχη ομοιογένεια των, παλαιά κιτρινισμένη φωτογραφία αιμομικτικής βασιλικής οικογένειας.
Γηραιά υπάλληλος ερχόμενη εκ των δεξιών του κτιρίου κυλώντας κάλαθο πετσετών κατευθυνόμενη προς την είσοδο έχοντας υπολογίσει την
χρονική διάρκεια των αλλεπάλληλων διαδρομών της να προσεγγίζει την διάρκεια του 2ΟΥ παγκοσμίου πολέμου κίνησε το ενδιαφέρον του κυρίου Πρωκτούλα, φιλοξενούμενου του ιδρύματος, ο οποίος έσπευσε με χαμόγελο απεριόριστης ευθυμίας και πηδηματάκια αγριοκάτσικου και εστάθηκε έμπροσθεν της γηραιάς κυρίας αποκαλύπτοντας τα γεννητικά του όργανα και κουνώντας την λεκάνη του με τέτοιο τρόπο ώστε το πέος του να κρούει από την μία άκρη στην άλλη σαν γλωσσίδι σε καμπάνα.
Ο Τρίκις χωρίς να χάνει καιρό άδραξε αυχένα κυρίου Πρωκτούλα και με ρυθμικά χτυπήματα επί της κεφαλής του τον επανέφερε στην τάξη.
Η διευθύνουσα αρχή προφασίστηκε αδιαθεσία και επέλεξε μικρό περίπατο εις την αγκαλιά της μητέρας φύσης παρακινημένη από το μικρό μπουκάλι κονιάκ που έκρυβε στο μάρσιπο του γούνινου παλτού της αφήνοντας την κηδεμονία του ποιμνίου της στα ικανά χέρια του Τρίκι.
Ευχάριστη θεραπευτική υγρασία αιωρούταν στους θαλάμους των λουτρών.
Στάθηκαν όλοι γυμνοί στο χείλος μιας μεγάλης οπής στο έδαφος που προμηθευόταν το αχνιστό γέμισμα της από μικρότερη οπή στον τοίχο και άρχισαν την προσεκτική τους κάθοδο στο νερό ώσπου τα σώματά τους περιβάλλονταν από αυτό. Εκεί αισθανόμενοι ίσως την ομοιότητα του νερού με το αμνιακό υγρό αφέθηκαν σε ονειροπολήσεις σωτήριας άγνοιας.
Η προσοχή του Τρίκι τότε στράφηκε σε ένα κορίτσι, καθισμένου σε μια γωνία της αίθουσας, ένα κορίτσι, γύρω στα 25, μια αύρα ολόγυρα του προφανώς αόρατη στους άλλους, είναι πανέμορφη, ο τρόπος της, χάρη; Έχει μια χάρη, έχει κάτι το ανυπότακτο. Ανυπότακτο; Όχι. Πρέπει να της μιλήσω οπωσδήποτε πρέπει, θα μετανιώσω αν δεν το κάνω, πρέπει να την πλησιάσω.
Πλησίασε δήθεν αδιάφορα και με μερικά ξυσίματα του λαιμού του και ένα αδιάφορο χτένισμα των μαλλιών του πήρε θέση και θα της έλεγε, θα της πω ότι μου έρχεται πιο φυσικά, Τι ωραίο μουνάκι που είσαι! Τι όμορφα χειλάκια που έχεις! Θα καλλωπίσω αυτό που μου έρχεται να της πω φυσικά.
- θεότρελοι ε; είπε και έδειξε τους αθώους λουόμενους.
Η κοπέλα τον κοίταξε με απορία.
- πως πάει; Συνέχισε και πρότεινε το χέρι του σε ένα αξιολύπητο επιχείρημα χειραψίας.
Η κοπέλα το άγγιξε. Μεταξωτή επιδερμίδα λεπτή, σχεδόν αόρατη.
- με λένε Τρίκι.
Είμαι καυλιάρης, είμαι αθεράπευτα καυλιάρης,
- δεν ξέρω καλά ελληνικά, αποπειράθηκε η κοπέλα
- α, δεν πειράζει, ούτε και εγώ. Χα,

Ένα περιδέραιο φευγαλέο από την αντανάκλαση του φωτός στο νερό παιχνίδιζε στο λαιμό της.

- δουλεύεις καιρό εδώ; Συνέχισε ο Τρίκις.
- Εδώ; Έδειξε η κοπέλα το πάτωμα. Όχι , όχι πολύ καιρό.
- Θέλεις να μου δώσεις το τηλέφωνό σου;
Δεν είναι μακριά από τη Θεσσαλονίκη, δεν είναι καθόλου μακριά, μπορώ να έρχομαι Σαββατοκύριακα, μπορεί και αυτή να …

- όχι, είπε η κοπέλα με χαμόγελο που γνώριζε, τηλέφωνο, όχι.
- Δεν έχεις ή δεν δίνεις; Σιχαινόταν να μπαίνει σε τέτοιες λεπτομέρειες άλλα ένιωθε ότι έπρεπε.
- Δεν καταλαβαίνω, είπε η κοπέλα και κούνησε την παλάμη της σε ένδειξη δυσανασχέτησης.
- Εντάξει, ο Τρίκις χαμογέλασε, θα σου δώσω το δικό μου, εντάξει; Μπορείς να πάρεις όποτε θέλεις;

Θα ήταν κρίμα να μου ξεφύγει ένα τέτοιο πλάσμα. Σκεφτόταν ο Τρίκις καθώς άπλωνε το χέρι του για να δώσει το τηλέφωνο του. Θα ήταν αμαρτία.
Είναι καθήκον μου, είμαι υποχρεωμένος… μα πριν φτάσει στο τέλος της σκέψης του ο Θανασάκης γυαλιστερός και λαχανιασμένος σαν να είχε μόλις διασχίσει την ερυθρά θάλασσα χωρίς βοήθεια βρέθηκε να τους κοιτάζει συμπληρώνοντας ένα τρίγωνο ισοσκελές το μυστικιστικό χαρακτήρα του οποίου αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε.

- το νερό είναι πολύ ελαφρύ, μπορεί κάποιος να κάνει πιρουέτες στην επιφάνειά του. Ένας τρελός χορευτής με άγνοια για τους νόμους της βαρύτητας. Ένας χορευτής με περιφρόνηση και φιλαυτία με φανταχτερό κουστούμι με ζωηρά χρώματα. Μα το θαύμα μας ενδιαφέρει όχι η επιδεξιότητα του, μόνο το θαύμα. Είμαστε όμηροι του θαύματος, ναι. Ο Θανασάκης έσκυψε χαμογελώντας πονηρά ακούγοντας μια μικρή φωνή που ερχόταν από χαμηλά στο πάτωμα.

Τι κάνει ο ηλίθιος; Είχε η όψη του Θανασάκη κάτι ανεπαίσθητα ενοχλητικό. Μια κοροϊδία αεράτη που συχνά ωθεί τους λογικούς του κόσμου στην κακομεταχείριση των λιγότερο λογικών και τίποτα δε θα έδινε περισσότερη ευχαρίστηση στον Τρίκι από το ελαφρύ ξυλοκόπημα του μικρού τρελού εκείνη τη στιγμή. Το ξυλοκόπημα στο όποιο επιδιδόταν φορώντας εκείνο το μοχθηρό μα ολότελα δικαιολογημένο χαμόγελο. Όχι σαδισμός, ποτέ σαδισμός , απλή επαναφορά στην τάξη.

- Θανασάκη πάνε να κάνεις μπάνιο, τον πλησίασε και με το χέρι του διακριτικά έσφιξε και έστριψε τις δίπλες στο στομάχι του Θανασάκη.

Ο Θανάσης σήκωσε δύο βρεγμένα χέρια και χούφτωσε το κρανίο του Τρίκι.

- φτωχέ μου, όλα μπορώ να τα συγχωρώ, με τρεμάμενο πηγούνι πρόφερε.

Ο Τρίκις άφησε το στομάχι του Θανασάκη, έκανε ένα στιγμιαίο περίπατο σε περιοχές άγνωστες σε αυτόν σκουπίζοντας αργόσυρτα το πρόσωπό του και ξαναθυμήθηκε ποιος ήταν το αφεντικό αφού ο Θανασάκης τον είχε εγκαταλείψει.
Γύρισε προς την γκόμενα που δεν είχε πάψει να τον κοιτάζει πιάνοντας στο ραδιοφωνάκι της μια από τις σπάνιες εκπομπές του Τρίκι, διανθισμένη με παράσιτα, σε πρώτη πανελλαδική ζωντανή μετάδοση από τον μικρό περίπατο του σε άγνωστες περιοχές όπου η ήττα και η νίκη ήταν διφορούμενες έννοιες.
Σηκώθηκε από την καρέκλα της και τον πλησίασε κλίνοντας ελαφρώς το κεφάλι, μισοκλείνοντας τα μάτια.

- μπορείς να μου γράψεις το τηλέφωνό σου κάπου. Η προφορά της είχε μυστηριωδώς βελτιωθεί.
- Ναι, φυσικά.

Ο Τρίκις έριξε μια ματιά στον Θανασάκη που τον κοιτούσε με εκείνο το ενοχλητικό χαμόγελο, ξέρω αυτό που δε ξέρεις, είμαι πολλά χιλιόμετρα μπροστά από σένα, έχω την ικανότητα να αλλάζω τα αναπόφευκτα ή αυτό είναι το χαζό χαμόγελο ενός βραχυκυκλωμένου προϊόντος.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 16 Μαρ 2020, 11:15

8


Καργένης στο απότομο τίναγμα στο χτύπημα του τηλεφώνου, Καργένης στην απογοήτευση της λάθος φωνής, τριών εβδομάδων ξεσκισμένη σημαία στον άνεμο του έρωτα Καργένης, απελπισία και απόγνωση, ταινίες που τον κάνουν να κλαίει, συναισθηματική ακαμψία χωρίς εντυπωμένη ημερομηνία λήξης.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και σφούγγισε τα φύλλα του αγαπημένου του κισσού στη γωνία, ασχολία ηρεμίας. Γέμισε ένα ποτήρι με γάλα και βγήκε στο μπαλκόνι να μυρίσει την καμένη άσφαλτο. ‘ τίποτα δεν θα την λες, κατάλαβες ; η φωνή της φίλης της Ευαγγελίας αντηχούσε στο μυαλό του. Είχε ένα τηλεφωνικό νούμερο στην κατοχή του δοσμένο από χέρια θερμά ειπωμένο από χείλη ροδοκόκκινα.
Ποτέ πριν στην ιστορία ένας αριθμός δεν ανακίνησε τέτοιες θηριώδεις καταιγίδες συναισθήματος στην καρδιά ενός ανθρώπου. Μα η φίλη της. Αυτή ήταν κάτι άλλο. Ήταν η μητριαρχία προσωποποιημένη, ο τρόμος του πέους, η μέδουσα παραλλαγμένη να ταιριάζει στην εποχή, και πως θα την έτρωγε η φίλη της, λίγο λίγο, με τα ευπρεπή των σχέσεων και τα κοινώς αποδεκτά, πως θα την τραβούσε από τα αυτιά και θα την κατασπάραζε και θα την ξερνούσε περιτυλιγμένη στις δικές της ετικέτες. Ήταν μια αλήθεια ότι ο κόσμος μαστίζεται από τόσες αποτυχημένες σχέσεις γιατί από τις πιο χοντρές μέχρι τις πιο λεπτές πινελιές το ταίρι του καθενός ζωγραφίζεται από τα πινέλα των άλλων. Στην διασταύρωση ένα αυτοκίνητο είχε καβαλήσει το πεζοδρόμιο και είχε διπλώσει ένα σηματοδότη. Όλα του θύμιζαν εκείνη. Η βαθιά ρωγμή στο σκελετό του οχήματος, τα μέρη του σε πλήρη αποδιοργάνωση, το στιγμιαίο πέρασμα από την χρησιμότητα στην αχρηστία, χωρίς να ξεχνάμε και τον αντίκτυπο του στον σηματοδότη.
Αποφάσισε να της τηλεφωνήσει, τελείωσε το γάλα του σε ένα αποφασισμένο ρούφηγμα και σχημάτισε το νούμερο της για δεύτερη φορά μετά το ατύχημα. Χτύπησε μία, δύο φορές και η φωνή της ακούστηκε,
- εμπρός;
- Καλησπέρα, η Ευαγγελία;
- Η ίδια, ποιος είναι;
- Ο Καργένης, δεν με θυμάσαι; ( κούνημα ουράς σκύλου εξευτελιστικά ταπεινού)
- Α, ναι. ( ανασύνταξη και επαναφορά συγκεκριμένου τρόπου συμπεριφοράς ) τι κάνεις; ( οι πόρτες κλειστές μα από μικρή σχισμή ένα δυο ελεήμονα κόκαλα ξεπροβάλουν.)
- Όχι πολύ καλά, ( πολύ γρήγορα ξεπερνώντας τις τυπικότητες ) όχι και τόσο καλά.
- ( κάνοντας την κουφή) είσαι σε διακοπές;
- Αν το να είσαι σε διακοπές σημαίνει να περνάς καλά, όχι, είμαι σε, πώς να το πω, αναμονή.
- Α ναι; ( χαριτωμένα διασκεδάζοντας ) και τι περιμένεις;
- Να μου δείξεις τα γούνινα αρκουδάκια που έχεις στο κρεβάτι σου, ( σε άκομψη απότομη προσπάθεια να εισχωρήσει στο ποιόν της, σε όλα αυτά που την καθορίζουν)
- Άκουσε να δεις, ( σε παρεξήγηση των λεγόμενων του ) δεν ξέρω αν σου έχω δώσει το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι και να με ενοχλείς ( απαλό πάφλασμα κυμάτων ) στις διακοπές μου, αλλά δεν έχω καμιά όρεξη ούτε να σε δω ούτε να σε ακούσω, με χρησιμοποίησες όταν ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση, μην έχεις την εντύπωση ότι θα σε αφήσω να το ξανακάνεις.
- Δεν σε καταλαβαίνω. ( χωρίς να την καταλαβαίνει)
- Με καταλαβαίνεις και πολύ καλά ( τόνος ειλικρινούς έξαψης ) μήπως νόμιζες ότι θα μπορούσες να μου βάλεις χέρι ξανά. Για τι με πέρασες;
- Δεν είναι καθόλου έτσι, δεν σου έβαλα χέρι ( πόσο ξένες ακούγονταν αυτές οι λέξεις στα ρομαντικά αυτιά του Καργένη ) και αν το έκανα ( ήταν επειδή εσύ το ήθελες ) δεν το εννοούσα με αυτόν τον τρόπο, για μένα είσαι …
- ( αναλογιζόμενη για λίγο, αφήνοντας αναποφασιστικότητα να διαρρεύσει, ) πρέπει να κλείσω, ο φίλος μου βγαίνει από τη θάλασσα. Μην με ξαναπάρεις στο τηλέφωνο.

Το αγκάθι της απόρριψης εισχώρησε σε κεντρική αρτηρία, φαντασιώσεις ατέρμονης ευλογίας καταρρίφθηκαν, κύριοι, ο πόλεμος έχει χαθεί, έγινε χρήση της υπέρτατης βόμβας, έχουμε χάσει. Ας αποσυρθούμε με τα λίγα κουρέλια της αξιοπρέπειας μας ακόμα ανέπαφα.
Δεν υπήρχε τρόπος να καταλάβει τη στάση των γυναικών που ερωτευόταν, ίσως άνηκαν σε εκείνη την φυλή που στο πρώτο σημάδι καλοτυχίας και υπόσχεσης ενός τρομαχτικά βαρυσήμαντου έρωτα δείλιαζαν.
- Μήπως όμως εννοούσε ότι στην πραγματικότητα ήθελε να ξανατηλεφωνήσω, μονολόγησε ο Καργένης.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 27 Μαρ 2020, 15:06

9


Υπάρχει στην πόλη ένας αδιάκοπος βόμβος, μια συνεχή υπενθύμιση του τρόπου ζωής που έχεις διαλέξει, ένας ήχος από μύλο που αλέθει αδιακρίτως , κωλοτρίβεται επάνω σου και ζητάει βεβαιώσεις και υπογραφές της ολοκληρωτικής σου εξομοίωσης, οι άκομψες γωνίες διακοσμούνται, οι παράταιρες φωνές εξομοιώνονται, η μετριοπάθεια ακμάζει, ο άνεμος της αυτοδιάθεσης είναι απατηλός.
Στο χωριό υπάρχει ο αδιάκοπος βόμβος μιας άλλης συχνότητας. Ο ήχος που ακουγόταν από πάντα στη συνομιλία του αέρα και των πραγμάτων, που δεν νιώθει ούτε καν την ανάγκη να αντιταχθεί σε αυτόν της πόλης γιατί γνωρίζει την ανωτερότητα του, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για σένα και δεν σε ωθεί σε καμιά κατεύθυνση με καμιά υστεροβουλία, έχει συναίσθηση της αιωνιότητας του, καμιά κρίση πετρελαίου δεν θα τον αγγίξει καμία διακοπή ρεύματος δεν θα τον εξασθενίσει και αν διαθέτεις το ελάχιστο πνεύμα και την απαιτούμενη διάθεση θα έχεις την τύχη να βιώσεις μια επέκταση συνείδησης. Θα έχεις την ευκαιρία απλώς να είσαι.
Ή τουλάχιστον αυτά σκεφτόταν ο Ντρούπης με το φορητό του μαγνητόφωνο γυρνώντας στο πατρικό του, μετά την εξόρμηση του στην εξοχή μιας μουντής συννεφιασμένης μέρας. Είχε τώρα έτοιμη μια νέα σύνθεση.
Το καθόλου δραματικό ξεψύχισμα μεθυσμένου οδηγού που στα τελευταία του λόγια παραπονιόταν ότι του πονούσε το πόδι και την ερωτική εξομολόγηση περίεργου τύπου σε κατά φαντασία ασθενή με φράσεις που θύμιζαν σαπουνόπερα, στο πίσω μέρος του ασθενοφόρου και σαν καρύκευμα ήχους από την πιο πολυσύχναστη αγορά της Θεσσαλονίκης σε αντιπαράθεση με το σαγηνευτικό κελάρυσμα πηγών του χωριού του.
Τα φώτα όλα ήταν σβηστά και οι βαριές κουρτίνες τραβηγμένες, το κλίμα δροσερό χάρη στους τοίχους, το σπίτι έρημο παλιό και γεμάτο ήχους. Ο Ντρούπης πήρε τη θέση του μπροστά στα μαγνητόφωνα και συντονίστηκε με το ομαλό κύλισμα της μαγνητοταινίας.
Στην αρχή, ησυχία. Μετά αργά, ο ήχος του νερού που κυλάει, σταδιακά, φωνές, περιστασιακά κορναρίσματα, βήματα εκατοντάδες , εκατοντάδες μισές φράσεις για το ένα ή το άλλο, για κάτι που φαινόταν καλό στη βιτρίνα άλλα απαίσιο στο σώμα , ένα πακέτο τσιγάρα παρακαλώ, κοιτάξτε, ο Ντρούπης είναι ανάμεσά μας, κι άλλα κορναρίσματα, υφάσματα τρίβονται, και από το πουθενά, μια φωνή, το πόδι μου, πρέπει να το κοιτάξετε γιατί νομίζω πως το έχω σπάσει, Ντρούπη είσαι ο μόνος που θα μπορούσε, πονάει δεν το καταλαβαίνετε, ηρεμήστε κύριε μου, μια κυρία ζητάει βοήθεια για να περάσει το δρόμο, θα με βοηθήσει κάποιος, έχω σπάσει το πόδι μου, μην στεναχωριέσαι Ευαγγελία, δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ, σε έχω βρει τώρα, το πιατάκι ενός ζητιάνου κουδουνίζει, ο αέρας παίρνει να δυναμώνει, οι λεύκες λυγάνε, τα φύλα θροΐζουν.
Ο κόσμος έξω έχει ανάγκη… χρειάζεται… Ο Ντρούπης νιώθει το βάρος του κόσμου επάνω του, νιώθει το χρέος του απέναντι στον κόσμο. Είναι έτοιμος σχεδόν. Είναι σχεδόν έτοιμος.
Ανατριχίλες απανωτές σαν κύματα ζεστά επάνω στο κορμί του, χαμόγελα μακάρια και μάτια καθησυχαστικά γύρω του. Άναψε το κερί μπροστά του. Πως;
‘Εγώ το άναψα το κερί;’ ένιωσε τον αναπτήρα στην τσέπη του μα δεν θυμόταν να τον πιάνει ή να τεντώνει το χέρι του. ‘ Όχι. Το κερί το άναψα εγώ αλλά όχι με το χέρι μου’. Βαθιά στο κέντρο του μετώπου του ένιωσε ένα ευχάριστο μυρμήγκιασμα, σαν ένα μουδιασμένο άκρο του να ξυπνούσε από βαθύ ύπνο. Μια μικρή φλόγα έκαιγε στο μέτωπό του. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη. Μια μέρα ποτέ δεν θα έπρεπε να είναι συννεφιασμένη μπροστά σε μια τέτοια αποκάλυψη.
Μια μέρα σαν αυτή ο ήλιος θα έπρεπε να στέκει πάνω από όλα τα πράγματα και να τα περιβάλλει στην αλήθεια και στο φως του. ο Ντρούπης έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε το σημείο στο κέντρο του μετώπου του να καίει ακόμα περισσότερο. Σηκώθηκε αργά, σχεδόν τελετουργικά και πλησίασε το παράθυρο. Εκεί άφησε το βλέμμα του να αγκαλιάσει το τοπίο και… πρόβαλλε ο ήλιος.

O Ντρούπης κατέβηκε τα σκαλοπάτια του πατρικού του, ένα από τα αδέσποτα του χωριού τον πλησίασε κουνώντας την ουρά του ενώ με την μουσούδα του έψαχνε την παλάμη του Ντρούπη. ο Ντρούπης άνοιξε το χέρι του και άφησε τον σκύλο να συμμετάσχει στην θεία μετάληψη που ήταν πλέον το κορμί του. Ο σκύλος αφού μύρισε την παλάμη του Ντρούπη και κατάλαβε ότι δεν υπήρχε φαί γι’ αυτόν εκεί αποσύρθηκε απογοητευμένος. Ήταν ένα αδέσποτο σκυλί μα πολύ φιλικό και όλο το χωριό το αγαπούσε. Μετά από δύο μέρες ένας απρόσεκτος νταλικιέρης θα το έλιωνε κάνοντας όπισθεν στους χώρους μεγάλης εταιρίας αποθήκευσης τροφίμων που στεγαζόταν λίγο έξω από το χωριό. Οι εργαζόμενοι με βρισιές και με κατάρες θα πολιορκούσαν τον Ουκρανό νταλικέρη που αμπαρωμένος μέσα στο φορτηγό αυτός θα φώναζε στην γλώσσα του « και γω αγαπώ τα σκυλιά, δεν το ήθελα, και γω αγαπώ τα σκυλιά».

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 27 Απρ 2020, 16:12

10


Ω αυτές οι Κυριακές. Αυτές οι υγρές αργές Κυριακές των καλοκαιριών και των κόκκινων ματιών μπροστά στην οθόνη. Στα chat room που ο Τρίκις εκπαιδεύει την στύση του να κάνει υπομονή. Χιλιάδες λέξεις ανορθόγραφες, χείμαρρος απελπισίας και βαριεστιμάρας. Φλερτ χυδαιολογίες, ξανά φλερτ. Και όλη την ώρα να μην ξέρεις με ποιόν μιλάς ρε πούστη μου. Να προσπαθείς, να συνθηκολογείς, να χαμουρεύεσαι προσεκτικά κι όλη την ώρα να μην ξέρεις με ποιόν. Με τι.
«στείλε μου μια φωτογραφία» φαίνεται ωραίο μωρό. Την φαντάζομαι δίπλα από το παράθυρο με τις κουρτίνες τραβηγμένες, να ανοίγει τα χέρια, να τα σέρνει επάνω στον τοίχο, μεγάλα νύχια, ζουμερά στήθια που θέλεις να πιπιλάς ώρες ολόκληρες. Και εγώ να την πλησιάζω αργά από πίσω, χωρίς λόγια, τα σάλια μου να τρέχουν, το πέος μου να πάλλεται, χωρίς λέξεις, να την αγγίζω, να ρουφάω τον λαιμό της, το τέλειο κορμί της να τρέμει από πόθο, οι γοφοί της που ζητούν, που με ψάχνουν. Ακουμπώ το έτοιμο να εκραγεί πέος μου στην μυθική της σχισμή, αρπάζω τα κολομέρια της βάναυσα και τα ανοίγω.
Ντιν. Έχετε νέο μήνυμα.
Ο Τρίκις πατάει το κουμπί. «πούτσες» σκέφτεται. Θέλει για μια στιγμή να πιστέψει ότι το πλάσμα που βλέπει στην οθόνη του είναι το ίδιο που μιλούσε λίγο πριν αλλά ξέρει. Σιγά μην ψαχνότανε τέτοιο μωρό στο ίντερνετ.
Σηκώνεται όρθιος τεντώνεται και αναστενάζει. Κοιτάζει το κινητό του. Η άλλη η κάβλα που γνώρισε στην εκδρομούλα με τους παλαβούς ζήτησε τηλέφωνο αλλά τηλέφωνο δεν έδωσε και πρέπει να περιμένει ο Τρίκις σαν μαλάκας πότε θα ευαρεστηθεί η γκόμενα, το γύναιο, η πουτάνα να τηλεφωνήσει.
Είχε καπνίσει λίγο χασίς νωρίτερα και η επήρεια του ακόμα κρατούσε. Ο Τρίκις ανακάλυπτε ότι τα διάφορα παραισθησιογόνα δεν του κάνανε και πολύ καλό πια. Πότε ήταν η τελευταία φορά που πέρασε καλά καπνίζοντας χασίς; Δεν θυμόταν. Μάλλον δεν είναι και πολύ ευτυχισμένο άτομο. Έτσι λένε οι έρευνες. Αν είσαι δυστυχισμένος το χασίς δεν σου βγάζει γέλιο. Έτσι είναι, ότι φέρνεις παίρνεις. Ότι νιώθεις μεγεθύνεται. Τελευταία ότι κι αν κάπνιζε του έβγαζε μια ενδοσκόπηση βουτηγμένη στην απελπισία του τύπου, κάπου πήγε η ζωή μου λάθος, μάλλον με κακοποιούσανε στο σπίτι οι γονείς μου και αυτές τις μνήμες τις έχω καταπιέσει και μου βγαίνουν όταν καπνίζω χασίς ή κάτι τέτοιο. «δεν θυμάμαι να με κακοποιούσαν, αλλά ξύλο έτρωγα όταν έκανα μαλακίες, αυτό τι είναι; Δεν είναι κακοποίηση;»
Χτυπάει το κινητό. Η μάνα του. Κατά φωνή.
- Τι κάνεις αγόρι μου;
- Καλά ρε μάνα, τι να κάνω.
- Καλά να είσαι αγόρι μου.
- Τι έγινε;
- Σου έχω μια καλή κοπέλα να γνωρίσεις. Η μάνα του Τρίκι ήθελε να τον παντρέψει και αποπειράθηκε να του κάνει προξενιό πολλές φορές. Ο Τρίκις δεν έλεγε ποτέ όχι και πολλές φορές δεν έβγαινε ζημιωμένος από την όλη υπόθεση.
- Ωχ ρε μάνα. Όρεξη έχεις πάλι.
- Είναι η κόρη του κυρ Γιώργου που είχε το ψιλικατζίδικο. Είναι μια κοπελάρα. Αλλά πρόσεχε κακομοίρη μου…
- Τι να προσέχω ρε μάνα. Άσε με. Δεν έχω διάθεση. «για μια στιγμή ρε παιδιά. Η κόρη του ψιλικατζή, του ταξύδι εννοεί; Μα αυτή ήταν θεόμουνο. Παντρεύτηκε όμως. Παντρεμένη δεν ήταν»
- Αυτή παντρεμένη δεν ήταν;
- Παντρεμένη ήταν αγόρι μου. Χώρισε. Ο άντρας της αποδείχθηκε μεγάλος αλήτης.
- Ε καλά. Μεγάλος αλήτης που τώρα θα πληρώνει σαν μαλάκας.
- Θα σου δώσω το τηλέφωνό της. Περιμένει σήμερα να της τηλεφωνήσεις.
- Ε καλά. Τι δώρο ήταν αυτό από τον ουρανό.
- Και να σαι καλό παιδί ε; Μην με ρεζιλέψεις πάλι. Το κορίτσι είναι καλό. Έχει και ένα κοριτσάκι.
Χα η μάνα μου μου βρήκε και έτοιμη οικογένεια. Γειά σου ρε μάνα.
- Εντάξει ρε μάνα δεν είναι έγκλημα να έχεις παιδιά. Λέγε. Γράφω.

Σημείωσε γρήγορα το τηλέφωνο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Φρόυντ «η ερμηνεία των ονείρων». Δεν το είχε διαβάσει, το είχε ξεφυλλίσει λίγο πριν από καιρό και το βρήκε τρομερά ανιαρό. Ζύγισε όμως το βάρος του και μέσα στις πολλές σελίδες που προσεκτικά αφαίρεσε κόβοντας τις στην μέση βρήκε καλή κρυψώνα για το χασίς του. Το χαρτί χοντρό και ότι έπρεπε για τζιβάνα. Μοσχομύριζε χασισάκι ο Φρόυντ. Χα. Ε τον Φρόυντ τον μπαγάσα. Ο Τρίκις άρχισε να αισθάνεται λίγο καλύτερα. Δεν στρίβω ακόμα ένα;
Εκείνη την στιγμή το κινητό του ξαναχτύπησε. Από απόκρυψη αυτή την φορά.
- Ναι.
Διστακτική η φωνή στην άλλη άκρη.
- Ο Τρίκις;
- Ναι ο ίδιος.
- Δεν ξέρω αν με θυμάσαι… κόμπιασμα επιδεικτικό.
Για κοίτα, σκέφτηκε ο Τρίκις, πέσανε όλες οι γκόμενες μαζί.
- Φυσικά και σε θυμάμαι.
- Έχεις ώρα;
- Έχω όση ώρα θέλεις.

Η ώρα περνούσε και το αυτί του Τρίκι ίδρωνε καθώς κρατούσε το κινητό του ακούγοντας την φωνή της όμορφης νοσοκόμας. Μια φωνή γλυκιά και βαθιά σαν αγαπημένης δασκάλας δημοτικού. Το αυτί του Τρίκι πονούσε καθώς η νέα του έκανε μια μίνι αναφορά της ζωής της, στο ιστορικό της, στο πως δεν ζητούσε συχνά τηλέφωνα ξένων και αν τώρα έπαιρνε τον Τρίκι τηλέφωνο ήταν μία περίπτωση σπάνια για αυτήν και ξεχωριστή, ήλπιζε ο Τρίκις να το καταλάβαινε αυτό. Και φυσικά ο Τρίκις το καταλάβαινε. Γεννήθηκε λέει στην Ρουμανία από μάνα Ρουμάνα και πατέρα Έλληνα. Και μια αστεία ιστορία για το πώς καθώς μεγάλωνε στο σπίτι της οι γονείς της είχαν παραμελήσει να αντικαταστήσουν το ραγισμένο τζάμι από την φωτογραφία του Τσαουσέσκου που δέσποζε στο σαλόνι με αποτέλεσμα η ίδια να τους καταδώσει στην αστυνομία. Χα χα γέλασε ο Τρίκις ε τι να κάνεις άλλες εποχές, ήσουνα και μικρή.
- Ναι ο φανατισμός είναι για τους μικρούς.
- Χαίρομαι που μου τα λες όλα αυτά. Αλλά θα προτιμούσα να μου τα έλεγες από κοντά.
- Θα το ήθελα και εγώ αυτό αλλά είχα κάποιες δυσάρεστες εμπειρίες που με έκαναν μάλλον λίγο προσεκτική και… καχύποπτη με τους ανθρώπους.
- Δεν σε κατηγορώ.
Τα λόγια της υπερπηδούσαν το ηχητικό φράγμα και σχημάτιζαν πολύχρωμα συνθήματα που αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι του Τρίκι πριν σκάσουν σαν σαπουνόφουσκες. Μερικές φράσεις επέμεναν λίγο παραπάνω: «νιώθω κοντά σου», «σαν να σε ξέρω από παλιά». Κάπου μέσα του προειδοποιητικές καμπανούλες ηχούσαν αλλά τόσο απόμακρα που θα έλεγε κανείς ότι απευθύνονται σε πιστούς διαφορετικής πίστης.
Η ώρα περνούσε κι ο Τρίκις χάιδευε βαριεστημένα το όργανό του όταν το κουδούνι της πόρτας χτύπησε μια μελωδική αναγγελία. Ποιος θυμήθηκε τον Τρίκι Κυριακάτικα και τέτοια ώρα αλήθεια;



- Ανδρέα, πρέπει να κλείσω (ανδρέα; Τι όνομα κι αυτό;) κάποιος χτυπάει την πόρτα. Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή ε; (για να μην δείξει πολύ πεινασμένος, θυμήθηκε κάποτε στο πρώτο ραντεβού με μια γκόμενα και μετά από 2-3 ποτάκια η γκόμενα άρχισε να του φτιάχνει τον γιακά από το πουκάμισο, ήταν τότε σίγουρος ότι θα γαμούσε, και είχε κι έναν κώλο θεϊκό εκείνη η γκόμενα, πως του ξέφυγε;) θα μιλήσουμε ε;
- Αύριο στις 10.00 μπροστά από το άγαλμα του Ρίχτερ.
- (Ωραία) ωραία, τα λέμε εκεί.

Το κουδούνισμα στην πόρτα μετατράπηκε σε χτύπημα. Ο Τρίκις έτριψε τα μάτια του και κοίταξε από το ματάκι. Διαστρεβλωμένος, βλοσυρός με ένα τεράστιο μέτωπο στεκόταν μπροστά στην πόρτα του ο αδελφός της Χριστίνας. Μικρός που ήταν ο κόσμος, πάντα έπεφτες επάνω σε ανθρώπους που ούτε φανταζόσουν αλλά και ούτε θα ήθελες ποτέ να ξαναδείς.

Ο αδελφός της Χριστίνας έριξε μια ματιά στον Τρίκι και τον έπιασε θερμά από τους ώμους. Ήταν αρκετά κοντότερος και έμοιαζε με στρατηγό που ήταν έτοιμος να παρασημοφορήσει γενναίο του στρατιώτη.

- Τι κάνεις Τρίκι αγόρι μου.
- Καλά.
Ο αδελφός της Χριστίνας έριξε μια ματιά τριγύρω και βρήκε την θέση του σε μία ξεφτισμένη πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ που ποτέ δεν θα είχε αξιώσεις να δέσει αρμονικά με οποιοδήποτε άλλο έπιπλο στο διαμέρισμα του Τρίκι. Έβγαλε από μία πλαστική σακούλα ένα μπουκάλι ουίσκυ και το ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα του.

- Ξέρεις Τρίκι, προχθές βρέθηκα σε ένα δασάκι έτσι για βόλτα. Εκεί γνώρισα έναν παππού γύρω στα 80.

Ο Τρίκις σάστισε για λίγο αναλογιζόμενος την παραδοξότητα της κατάστασης, αλλά επανήλθε λέγοντας.
- Κοίτα… ( πώς τον λένε τον μαλάκα;) κοίτα ….
Ο αδελφός της Χριστίνας συνέχισε.
- Έναν παππού από εκείνους που έχουν πάψει να βιάζονται, έχουν πάψει να σπρώχνονται σε ουρές και ακόμα και να καυγαδίζουν σε καφενεία. Έναν παππού. Πώς να το πούμε. Πράο, συζητήσιμο και ανοιχτόμυαλο. Ναι… ε; Έναν βαρετό παππού, άκακο και ασήμαντο.

Κοίταξε ένα ποτήρι που ήταν πάνω στο τραπέζι, σκούπισε το χείλος του με ένα μαντήλι που έβγαλε από την τσέπη του και το γέμισε ουίσκι.

- Ξέρεις τι σκέφτηκα τότε φίλε μου; Μιλούσε πολύ εγκάρδια ο αδελφός της Χριστίνας αλλά δεν περίμενε απάντηση.
- Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να τον σκοτώσω εκείνη την στιγμή και δεν θα ‘τρεχε τίποτα. Θα μπορούσα άνετα να τον πνίξω. Να τον πετάξω στην άκρη, σε ένα ρέμα και πάλι να έρθω εδώ μετά από αυτό και να μιλήσω με σένα και να πιώ το ουίσκι μου.

O αδελφός της Χριστίνας έβγαλε από την τσέπη του ένα κινητό, ένα από εκείνα τα κινητά συμπυκνωμένα θαύματα της τεχνολογίας. Το άνοιξε και διάλεξε ένα εικονίδιο με ένα χαρούμενο πρόσωπο και μια μικρή κάμερα.

- Κάποτε είχα την πολυτέλεια Τρίκι αγόρι μου να είμαι οπαδός του τυχαίου. Το θεωρούσα φυσικό. Έτσι φύτευα τις τομάτες μου. Τις φράουλες μου. Όταν έμπαινα στον κήπο να τις μαζέψω, δηλαδή να χαρώ τον κόπο μου, πολλές φορές ανακάλυπτα καρπούς ζαρωμένους από αρρώστιες, φαγωμένους από πουλιά έντομα ή ερπετά. Δεν με πείραζε. Έλεγα: δεν πειράζει. Ίσως την επόμενη φορά. Καταλαβαίνεις ότι καμία επιθυμία ελέγχου επάνω στην διαδικασία αυτή δεν είχα.
Χτύπησε μια εικόνα στην οθόνη του κινητού του. Στον Τρίκι πάντα φαινόταν ότι αυτά τα κινητά είχαν κατασκευαστεί για μια άλλη ράτσα ανθρώπων. Δεν ήξερε ακριβώς πώς να το τοποθετήσει αλλά κοιτάζοντας κάποιον γερμένο πάνω από μια τόσο μικρή οθόνη να μισοκλείνει τα μάτια του φαινόταν κάπως γελοίο και παράταιρο. Όχι όμως αν ήταν να γίνει άγαλμα και να τοποθετηθεί στην μέση της πλατείας. Φαντάσου τον αδελφό της Χριστίνας, κοντόχοντρος όπως είναι με το ντεμοντέ σακάκι (καλοκαιριάτικα; Μα τι μαλάκας!) και τα χοντρά του δάκτυλα να προσπαθεί να πληκτρολογήσει κάτι σε ένα τοσοδούλικο τηλέφωνο, σε ένα τηλέφωνο σχεδιασμένο να σου πέφτει από τα χέρια, καθισμένος κάπου, γυρτός, βυθισμένος στην σκέψη. Σίγουρα θα ήταν το κάτι άλλο. Αν ήταν άγαλμα δεν θα μου φαινόταν τόσο αξιολύπητο. Όχι. αν ήταν άγαλμα θα ήταν αξιοθαύμαστο.

- Να κοίτα εδώ Τρίκι αγόρι μου.
Ο Τρίκις έριξε μια ματιά. Ήταν το βίντεο μιας χελώνας σε ένα κήπο με φραουλιές. Η χελώνα είχε ποδοπατήσει τα φύλλα μιας φραουλιάς για να κατεβάσει τον καρπό της που ήταν ακόμη λευκός, άγουρος. Εκεί κρατώντας με ένα πόδι το κλαρί…
- Κοίτα Τρίκι. Η φωνή του αδελφού της Χριστίνας ήταν θερμή, στα όρια του παροξυσμού.
- Κοίτα το βρωμερό ερπετό.
Η χελώνα άνοιξε το στόμα και με ένα αιφνιδιαστικά ηχηρό χτύπημα των σαγονιών κατασπάραξε την άγουρη φράουλα.

Ο Τρίκις που κάτω από κανονικές συνθήκες περίπου τώρα θα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται για λίγο ξαφνιάστηκε με την χελώνα και την συμπεριφορά της.
- Βλέπεις Τρίκι. Την φράουλα μου που εγώ την φύτεψα, εγώ την πότισα και φρόντιζα κάθε μέρα επάνω στην καρποφορία της και πριν ακόμη κοκκινίσει ο καρπός, πριν ακόμη ετοιμαστεί για φίλημα… κατασπαράχθηκε από αυτό το ερπετό.
Γύρισε από την οθόνη του κινητού του και κοίταξε τον Τρίκι.
- Ποια θα έλεγες εσύ ότι πρέπει να είναι η τύχη αυτού του βρωμερού πλάσματος;
Ο Τρίκις αδυνατούσε να καταλάβει την χρησιμότητα της συζήτησης αλλά κάπου θυμήθηκε ένα ντοκιμαντέρ που είχε δει και του έκανε τρομερή εντύπωση.
- Κοίτα να δεις, είπε με ύφος ανθρώπου που δεν γνωρίζει καλά το αντικείμενό του αλλά έχει σοβαρές ενδείξεις ως προς την εγκυρότητά του, είχα δει ένα ντοκιμαντέρ κάποτε. Ήταν ένας γεωργός που είχε το ίδιο πρόβλημα. Ξέρεις τι έκανε. Εκπαίδευσε δύο γεράκια να πετάνε πάνω από το κτήμα του και…
- Τρίκι αγόρι μου, η χελώνα αντιμετωπίστηκε καταλλήλως. Δεν χρειάστηκα γεράκια. Η χελώνα αντιμετωπίστηκε καταλλήλως. Όπως και το μικρό της.

Ο Τρίκις ένιωσε τον εκνευρισμό του επιτέλους να φουντώνει. Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της Χριστίνας ζυγιάζοντας τον. Τον καταφέρνω; Ναι, μάλλον τον καταφέρνω.

- Άκου ρε φίλε, δεν ξέρω τι ήρθες να κάνεις εδώ τώρα και μου κουβαλήθηκες με τα ουίσκια σου (αλήθεια; Δεν θα πιει;) και τι θέλεις να μου πεις ακριβώς για γέρους που μπορείς να τους σκοτώσεις στο δάσος και για χελώνες που σου τρώνε τις φράουλες…
Ο αδελφός της Χριστίνας πίεσε το κεφάλι του με τις παλάμες σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει κάποιο δηλητήριο που ήταν έτοιμο να χυθεί. Μετά ψέλλισε ανάμεσα σε αναφιλητά.
- Μου γάμησε την αδελφή το ζώο, το γουρούνι και τώρα ζητά και τα ρέστα.
Κούνησε τα χέρια του πολύ δραματικά πάνω κάτω και έπειτα σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Έκλαιγε και ήταν κατακόκκινος από θυμό.

Ο Τρίκις ένιωσε με την σειρά του τον δικό του εκνευρισμό να υποχωρεί. Ε τον μαλάκα. Αυτό είναι το πρόβλημα; Κάποιος θα την γαμούσε κάποια στιγμή, μάλλον λυπάται που δεν ήταν αυτός.

- Κοίτα, δεν υπάρχει λόγος για…
Ο αδελφός της Χριστίνας που πια φαινόταν υπερβολικά κουρασμένος τον σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι του.
- Δεν θέλω να σε ακούσω. Καθόλου δεν θέλω να σε ακούσω να μιλάς. Σου αξίζει να πάθεις κάτι τρομερό. Και θα το πάθεις.
Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, την άνοιξε διάπλατα και μετά, ενώ όλα έδειχναν πως θα έφευγε από το σπίτι χίμηξε προς τον Τρίκι και του κατάφερε μια κακοφερμένη καρπαζιά που βρήκε τον Τρίκι περισσότερο στον ώμο. Ευθύς μετά, και εμφανώς ικανοποιημένος από αυτή την τροπή της ιστορίας ο αδελφός της Χριστίνας χοροπήδησε -χαρωπά θαρρείς- ως την πόρτα όπου και εξαφανίστηκε. Για λίγο το μόνο που ακουγόταν ήταν τα βιαστικά βήματα του να πολυβολούνε πάνω στις μαρμάρινες σκάλες.
Ο Τρίκις πλησίασε την πόρτα τρίβοντας τον ώμο του. Αυτοί οι φουκαριάρηδες χωριάτες της πόλης. Δεν μπορούν να συνταιριάσουν τις ηθικολογικές τους τάσεις με τις αστικές τους επιταγές. Καταραμένοι να περιφέρονται σε κάποιο καθαρτήριο χωρίς ολοκλήρωση και χωρίς καθαρές λύσεις. Απροσδιόριστοι και λειψοί. Ο Τρίκις ένιωθε πολύ μεγαλόψυχος μεγάθυμος και μεγαλοπρεπής καθώς έκλεινε απαλά την εξώπορτα.
Μεγάλο ρόλο στην μεγαλοθυμία του έπαιζε ότι του είχε μείνει από την ιστορία και ένα μπουκάλι ουίσκι. Φαινόταν πως ότι και να έκανε ο αδελφός της Χριστίνας στο τέλος πάντα θα πλήρωνε αυτός.

Άβαταρ μέλους
Πορφύριος Εξαρχίδης
Δημοσιεύσεις: 9706
Εγγραφή: 17 Μάιος 2018, 10:03
Phorum.gr user: Πορφύριος Εξαρχίδης

Re: O Ευάλωτος Τρίκις

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πορφύριος Εξαρχίδης » 06 Μάιος 2020, 13:45

11

Τα μάτια του γέρου, που στα νιάτα του είχε δει πολλά όπως συχνά μαρτυρούσε και ο ίδιος, μισόκλεισαν ενοχλημένα στο εκτυφλωτικό φως της ανοιχτής πόρτας του καφενείου, της σκόνης και της κάψας που ο Ντρούπης συμπαρέσυρε μαζί του μπαίνοντας μέσα.
Το μυαλό του γέρου συνηθισμένο στους λογαριασμούς αφού κάποτε κρατούσε το παντοπωλείο του χωριού και είχε όλες τις πιστώσεις καθαρογραμμένες σε ένα μαύρο βιβλίο ανέτρεξε γρήγορα σε εκείνο το παλιό μαύρο βιβλίο (αν και είχαν περάσει είκοσι χρόνια πια από τότε που το έκλεισε το παντοπωλείο) για να δει αν ο παππούς του Ντρούπη, που είχε πεθάνει πριν χρόνια και ο τάφος του βρισκόταν ρημαγμένος τρεις θέσεις δεξιά από τον τάφο της γυναίκας του , του όφειλε κάτι. Γιατί σαν κάτι να θυμόταν πως του όφειλε ο παππούς του Ντρούπη πριν πεθάνει, και τώρα ευκαιρία ήταν να ζητήσει το παλιό χρέος από τον εγγονό του. Ή τουλάχιστο να το συζητήσει.
Ο γέρος, αρχοντικός, χαριτωμένα παχύς με κόκκινα μάγουλα και μια αετίσια μύτη, δυνατή μύτη που δεν σήκωνε ανοησίες, με ένα χέρι που κρατούσε κομπολόι να κρέμεται στην ράχη μιας καρέκλας σαν ζώο που παριστάνει το νεκρό, και να ενεργοποιείται μόνο στιγμιαία για να παίξει αριστοτεχνικά το κομπολόι του, το άλλο του χέρι να κυκλώνει το πιατάκι με τους μεζέδες στο τραπέζι μπροστά του και τα δυο του πόδια να κάνουν κατάληψη σε μια άλλη καρέκλα στην άλλη άκρη του τραπεζιού ήταν ένας, αλλά έκανε για τρεις.
Μέχρι πριν συζητούσαν με τον καφετζή τα οικονομικά της εκκλησίας του χωριού, που όλο μάζευαν λεφτά και όλο κανείς δεν ήξερε που πάνε. Τους κατσικώθηκε εκεί κι ένας παππάς από την πόλη αδύνατος με τους λεπτεπίλεπτους τρόπους του που τον έβλεπες μόνο Κυριακές και με μια επιτροπή άγριο-κοιτούσα και λιγομίλητη σκυμμένη συνωμοτικά πάνω από το παγκάρι ο μπάρμπα Δήμος αισθανόταν τρομερή ανασφάλεια για τα λεφτά των συγχωριανών του. Άλλο δεν έμενε εκτός από την διερεύνηση πιθανών κακουργηματικών πράξεων και στον μονόλογό του τον διανθισμένο με την επαναλαμβανόμενη φράση «δεν πάει άλλο» ο καφετζής απαντούσε μονολεκτικά και με καταπληκτική ασάφεια καθιστώντας αδύνατο να καταλάβει κανείς με ποιου το μέρος ήταν. Το καφενείο του άλλωστε τους σέρβιρε όλους. Ένα φεγγάρι μόνο το πήρε πατριωτικά ο καφετζής και δεν έβαζε στο μαγαζί Αλβανούς αλλά αφού αυτοί μεταφέρθηκαν στο παρακάτω καφενείο που μετά χαράς έπαιρνε τα λεφτά τους το ξανασκέφτηκε. Ανέβασε και πινακίδα που έλεγε « επιτρεποντε οι αλβανοί » αλλά οι Αλβανοί άφαντοι. Τους σιχάθηκε ο καφετζής ακόμα περισσότερο. Σιχάθηκε και τον εαυτό του. Τώρα καθαρίζοντας πατάτες και απαντώντας με γρυλίσματα και μουγκρητά άντε και με μια λέξη όχι τόσο σε αυτά που έλεγε ο μπάρμπα Δήμος αλλά περισσότερο στον τόνο του, τα σκεφτόταν αυτά και καταριόταν την ώρα και την στιγμή που ανέβασε εκείνη την πινακίδα και έγινε ο περίγελος του χωριού.

Κοίταξε προς την πόρτα. Ήταν ο εγγονός του Χατζηκώστα. Τον θυμόταν από μωρό παιδί όταν περνούσε στο χωριό τα σαββατοκύριακα, του είχε σπάσει κι ένα τζάμι κάποτε.

- Καλώς τον Ντρούπη. Είπε ο καφετζής


Ο Ντρούπης πλησίασε το τραπέζι του μπάρμπα Δήμου. Εκείνος μαζεύτηκε πρόθυμα σουφρώνοντας τα χείλια. Ο Ντρούπης χαμογέλασε ένα λαμπερό χαμόγελο και κάθισε.
- Όταν λείπεις αρκετό καιρό από το χωριό ξεχνάς πόσο όμορφο είναι, είπε.
- Ποιό; Έκανε ο μπάρμπα Δήμος προφασιζόμενος κουφαμάρα.
Ο Ντρούπης του ξαναχάρισε εκείνο το λαμπερό του χαμόγελο, που υπονοούσε, ότι ο μπάρμπα Δήμος ήταν λίγο μεγάλος για τέτοιες μικρότητες και φτηνά αστεία. Στην πραγματικότητα ο μπαρμπα Δήμος ήταν αρκετά μεγάλος για αφισοκολλήσεις στις κολόνες της ΔΕΗ και έξω από την εκκλησία.
Ο μπάρμπα-Δήμος σώπασε. Οι σελίδες στο μαύρο βιβλίο στο κεφάλι του γυρνούσαν τρελά, σταματούσαν κάπου κάπου σε ένα όνομα που έμοιαζε με αυτό του παππού του Ντρούπη και έπειτα συνέχιζαν το ανελέητο τους κυνήγι.
- Το χωριό. Επανέλαβε ο Ντρούπης.
Και όντως, σκέφτηκε ο μπάρμπα-Δήμος, ήταν όμορφο το χωριό του. Δηλαδή δεν ήταν το χωριό του γιατί αυτός ήρθε γαμπρός εδώ αλλά ήταν όμορφο.
- Είναι χωριό πειρατών... έδειξε αόριστα προς τα έξω ο μπάρμπα Δήμος
Ο Ντρούπης κούνησε το κεφάλι του με ενδιαφέρον κοιτώντας την βρώμικη τζαμαρία του καφενείου.
- Όλοι οι γύρω λόφοι είναι γεμάτοι λάφυρα που έφερναν μαζί τους, ο μπάρμπα-Δήμος χτύπησε τον Ντρούπη φιλικά στο μπράτσο, για να του πει εμπιστευτικά.
- Ξέρεις γιατί όλοι εδώ έχουν χρώμα πασαλειμμένης κουτσουλιάς; Είναι όλοι μπάσταρδα. Αυτοί οι πειρατές που μαζώχτηκαν εδώ. Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα. Ανακατεμένες φυλές. Μαύροι, άσπροι, κόκκινοι, κίτρινοι. Πασαλείμματα. Για αυτό ονόμασαν το χωριό Νέα Φυλή. Ούτε να συνεννοηθούν δεν ήξεραν. Μάζεψαν και ό,τι χοντρές γεροντοκόρες περίσσευαν από τα γύρω χωριά και έκαναν σπιτικό.
- Μα εσείς μπάρμπα-Δήμο ήρθατε γαμπρός εδώ, σωστά;
Ο μπάρμπα-Δήμος σταμάτησε απότομα. Ο πραγματικός λόγος που ήρθε στο χωριό, και παντρεύτηκε μια χήρα με τρία παιδιά, δεν ήταν επειδή αποφάσισε να νοικοκυρευτεί ούτε γιατί ήθελε κάποιον να τον φροντίζει. Στην πραγματικότητα ο μπάρμπα Δήμος ήταν ομοφυλόφιλος και είχε ερωτευτεί σφοδρά και χωρίς τελειωμό ένα όμορφο παλικάρι που γνώρισε στα χρόνια του πολέμου. Το παλικάρι, που ήταν ψηλό σαν κυπαρίσσι και σκοτεινό σαν βουνό το χειμώνα, ζούσε μόνο του σε αυτό το χωριό, δίπλα από το σπίτι της χήρας. Οι γονείς του πεθαμένοι. Αυτός ανύπαντρος.
Έτσι ήρθε εδώ ο μπάρμπα Δήμος, πιτσιρίκος ερωτευμένος, εραστής ταγμένος στο ταίρι του, που το εθαύμαζε σχεδόν κάθε πρωί που έβγαινε στο μπαλκόνι για να γευτεί την αλμύρα της θάλασσας στον αέρα, και στεκόταν εκεί, και ατένιζε τον ορίζοντα, υπέροχος, όπως οι πειρατές πρόγονοι του και κάτι τον έκαιγε τον μπάρμπα-Δήμο βαθιά στα σωθικά του. Μια βαθιά επιθυμία που έμενε ανομολόγητη.
- Θυμάμαι μένατε δίπλα στον ...
"Το ξέρει" σκέφτηκε ο μπάρμπα Δήμος.
Ο Ντρούπης γύρισε προς τον κυρ Παντελή.
- Κυρ Παντελή... Πώς τον έλεγαν;
"Τα ξέρει όλα" ο μπάρμπα Δήμος έχασε τον έλεγχο των μυών του προσώπου του και όλο το είναι του ανέτειλε στην μάπα του με κύμβαλα και μουσικές.
Ο Ντρούπης τον κοίταξε προσεχτικά. Σοβαρός.
- Μπάρμπα Δήμο; Είσαι καλά;
"Ναι... ναι..." ψέλλισε αυτός ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
- Ήταν φίλος μου.Πολεμήσαμε μαζί...
- Μμμμ ναι, πόλεμος, αγώνες, μάχες. Αντρίκεια πράματα... διέκοψε συρικτά ο Ντρούπης.
Ο μπάρμπα-Δήμος χλόμιασε, αδιαθέτησε ακόμα περισσότερο.
- Περικλής! Φώναξε ο Ντρούπης και γέλασε δυνατά
- Ναι... Περικλής, συμπλήρωσε ο κυρ Παντελής. Κρίμα το παλικάρι
- Πώς πέθανε κυρ Παντελή; ρώτησε με γνήσιο ενδιαφέρον ο Ντρούπης.
Το μαύρο βιβλίο με τους λογαριασμούς στο κεφάλι του μπάρμπα-Δήμου έκλεισε απότομα και με πάταγο. Τώρα υπήρχε μόνο φόβος. Φόβος, φόβος.
- Μπάρμπα-Δήμο, πρέπει να γυρίσω επειγόντως στο σπίτι μου στην πόλη, πρέπει να ξέχασα το ψυγείο ανοιχτό.
Ο μπάρμπα-Δήμος τον κοίταξε. Έτρεμε.
Ξέρεις πόσο γρήγορα χαλούν όλα όταν αφήνεις την πόρτα ανοιχτή;
- Ναι, είπε ο μπάρμπα Δήμος, μπορώ να σε πάω εγώ.
- Σοβαρά; 'Οχι, όχι πέφτει μακριά η πόλη. Στο κάτω κάτω δεν μου χρωστάτε και τίποτα, είπε ο Ντρούπης κλείνοντας το μάτι.


Το ταξίδι μέχρι την πόλη πραγματοποιήθηκε μέσα σε απόλυτη σιωπή.
Ο Ντρούπης φανερά εξουθενωμένος από την ένταση της ημέρας βύθισε το κεφάλι του στο κεφαλάρι της θέσης του συνοδηγού. Μόνο κάπου στην μέση της διαδρομής σήκωσε αργά το χέρι του, σαν γερασμένος Πάπας, δίνοντας εντολή στον μπάρμπα Δήμο να σταματήσει.
Ο μπάρμπα Δήμος ακολούθησε τις οδηγίες του Ντρούπη χωρίς αντιρρήσεις. Ο φόβος που αρχικά ένιωθε αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από μία ήμερη υπακοή και στη συνέχεια από ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν αυτό που του υπαγόρευε ο Ντρούπης και όλα θα ήταν εντάξει. Παραπάνω από εντάξει. Όλα θα ήταν σαν να κέρδισες το Λόττο.
Ένα νεαρό ζευγάρι Ολλανδών αναπήδησε χαρούμενο που κάποιος επιτέλους σταμάτησε στο ωτοστόπ που κάνανε μες στο σκοτάδι. Τακτοποιήθηκαν στο πίσω κάθισμα ευγνωμονώντας στα αγγλικά τους σιωπηλούς ευεργέτες τους. Το θηλυκό μέρος του ζευγαριού, είκοσι τριών με μια ψυχρή –ως τώρα- αντιμετώπιση θεμάτων της σάρκας και κάπως αργή –ως τώρα- στις ηδονές του έρωτα, για κάποιο ανεξήγητο λόγο κόλλησε το βλέμμα της στον γυμνό λαιμό του Ντρούπη κι ένιωσε τους χυμούς της να τρέχουν καθώς φαντασιωνόταν ξανά και ξανά ότι έγερνε μπροστά και κολλούσε τα χείλη της στο μέρος εκείνο του γυμνού λαιμού του Ντρούπη.
Αρκέστηκε τελικά σε ένα στιγμιαίο αδέξιο άγγιγμα όταν ο μπάρμπα Δήμος σταμάτησε για να κατέβουν.
Όταν έφτασαν έξω από το σπίτι του Ντρούπη ο μπάρμπα Δήμος για πρώτη φορά σε όλο το ταξίδι γύρισε και τον κοίταξε στο αχνό φως του λιτά φωταγωγημένου δρόμου. Το κουρασμένο χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Ντρούπη και το ειλικρινές «ευχαριστώ» του, χαροποίησε τον μπάρμπα Δήμο τόσο, που σε περισσότερες από μία περιπτώσεις στον δρόμο του γυρισμού έπιασε τον εαυτό του να σιγομουρμουρίζει παλιά αγαπημένα τραγούδια. Όλες του οι αμαρτίες του, ένιωθε, είχαν επιτέλους συγχωρεθεί.
Ο Ντρούπης ανέβηκε με δυσκολία τις σκάλες που οδηγούσαν στο σπίτι του. Μπήκε στο διαμέρισμά του και σωριάστηκε στο κρεβάτι. Εκεί όμως, και παρ όλη την κούραση, ο ύπνος δεν ήρθε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Απάντηση

Επιστροφή στο “Λογοτεχνία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών