Ποίηση

Πεζογραφία, ποίηση, γλώσσα και γραπτός λόγος, βιβλία
Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8942
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 28 Φεβ 2022, 19:11

Ένα "ψευδεπίγραφο" ποίημα που είχα καταφέρει τυχαία να ταυτοποιήσω - δεν νομίζω να το είχε κάνει κάποιος άλλος πριν διαδικτυακά :oops: - ήταν το δήθεν ποίημα απάντηση του Τζήμα Ζέρβα στον Αλή πασά.

Σούλι τέσσαρες του Μαγιού, χίλια οκτακόσια ένα.
Αλη Πασά. Το μήνυμα πούστειλες ψες σε μένα,
τόλαβα και το διάβασα κι αμέσως απαντώ.
Που με κτιμάς Αλη Πασά, πολύ σ΄ ευχαριστώ.
Μα τα λεφτά σου κράτα τα, φύλαχτα στα πουγκιά σου,
για σένα και την φάρα σου την άπιστη γενιά σου.
Να τα μετρήσω δεν μπορώ. Μ΄ ακόμα κι αν μπορούσα
λιθάρι της πατρίδας μου, γι΄ αυτά δεν θα πουλούσα.
Όχι που γράφεις ν΄ αρνηθώ άρματα και πατρίδα.
Γελάστηκες Αλη Πασά για μένα όπως είδα.
Για μένα δόξα και τιμή και πλούτη τ΄ άρματα μου.
Μ΄ αυτά έχω Σούλι λεύτερο κι άσφαχτα τα παιδιά μου.
Μ΄ αυτά ανασαίνω τ΄ όμορφο της λευτεριάς τ΄ αγέρι.
Μ΄ αυτά φυλάω τις εκκλησιές απ΄ το δικό σου χέρι.
Τούτα σου γράφω Αλη Πασά και μην ξεχάσεις ότι
Τα ΄γραψε χέρι ΕΛΛΗΝΙΚΟ, του ΖΕΡΒΑ, του ΣΟΥΛΙΩΤΗ.


https://sarantakos.wordpress.com/2010/0 ... imazerbas/

Το ποίημα είναι της Μαρίας Γουμενοπούλου. Βρίσκεται στην ποιητική της συλλογή για παιδιά «ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ» ( Αθήνα 1995 , Εκδόσεις Ηλιοσκόπιο, σελ. 148 – 149 ).
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ποιήτρια
Δημοσιεύσεις: 107
Εγγραφή: 28 Απρ 2022, 19:57
Phorum.gr user: Ποιήτρια

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ποιήτρια » 29 Απρ 2022, 00:38

Ζαποτέκος έγραψε:
28 Φεβ 2022, 19:11
Το ποίημα είναι της Μαρίας Γουμενοπούλου. Βρίσκεται στην ποιητική της συλλογή για παιδιά «ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ» ( Αθήνα 1995 , Εκδόσεις Ηλιοσκόπιο, σελ. 148 – 149 ).
Μπράβο σου πού τό ταυτοποίησες! Παραθέτω κι ἐγώ τήν ἱστορία μιᾶς ποιήτριας πού τό ποίημά της ἀποδόθηκε σέ ἄλλο ποιητή.

Τό 2009 ἡ συγγραφή τοῦ ποιήματος «Ἀργοπεθαίνει» ἀποδόθηκε στόν Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα καί πολύ γρήγορα ἔγινε viral στό ίντερνετ καί ἀγαπήθηκε ἀπό πολλούς. Ἡ ἀλήθεια ὅμως γιά τό ποιός ἔγραψε τό ποίημα εἶναι ἐντελῶς διαφορετική.

Στήν πραγματικότητα δέν πρόκειται γιά ποίημα τοῦ Νερούδα ἀλλά γιά ποίημα τῆς Martha Medeiros ἀπό τή Βραζιλία. Ἡ συγγραφέας καί δημοσιογράφος τῆς ἐφημερίδας τοῦ Porto Alegre, Zero Hora, ἐπικοινώνησε μέ τό ἵδρυμα Πάμπλο Νερούδα γιά νά ξεκαθαρίσει τό θέμα, καταθέτοντας ὡς ἀπόδειξη τό γραπτό της στά πορτογαλικά μέ τίτλο « A Morte Devagar» - Ἀργά πρός τόν θάνατο - πού δημοσιεύτηκε τό 2000.

Σέ ἀνακοίνωσή του τό ἵδρυμα Πάμπλο Νερούδα, ξεκαθαρίζει ὅτι δέν εἶχε ἰδέα πῶς ξεκίνησε ὅλη αὐτή ἡ παρεξήγηση. Ὅπως ἀναφέρει ἡ ἐφημερίδα δέν εἶναι το μοναδικό ποίημα πού κυκλοφορεῖ καί ἀποδίδεται λανθασμένα στόν Νερούδα.

Γκουγκλάροντας πρίν λίγο τό ὄνομα τοῦ Pablo Neruda δίπλα στό ποίημα, τά ἀποτελέσματα ἦταν 27.100 links. Γκουγκλάροντας τό ὄνομα τής πραγματικῆς δημιουργοῦ Martha Medeiros δίπλα στό ποίημά της, τά ἀποτελέσματα ἦταν 11,200 links.

Εἶναι ἀλήθεια πώς τό ψέμα εἶναι γοητευτικότερο τῆς ἀλήθειας. :003:

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8942
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 29 Απρ 2022, 08:07

Ποιήτρια έγραψε:
29 Απρ 2022, 00:38
Μπράβο σου πού τό ταυτοποίησες!

δέν εἶχε ἰδέα πῶς ξεκίνησε ὅλη αὐτή ἡ παρεξήγηση
Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο πρώτος που το ανεβάζει δεν γράφει σε ποιον ανήκει το ποίημα. :102:
Δηλαδή , αν τυχαία δεν είχα την συγκεκριμένη συλλογή που μου είχαν αγοράσει οι γονείς μου όταν ήμουν μικρός , και αν δεν καθόμουν πάλι μετά από πολλά χρόνια να την ξαναδιαβάσω, θα νόμιζα πως πρόκειται για λαϊκό στιχούργημα ή ανώνυμου δημιουργού. :011:
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ποιήτρια
Δημοσιεύσεις: 107
Εγγραφή: 28 Απρ 2022, 19:57
Phorum.gr user: Ποιήτρια

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ποιήτρια » 29 Απρ 2022, 13:36

Ζαποτέκος έγραψε:
29 Απρ 2022, 08:07
Ποιήτρια έγραψε:
29 Απρ 2022, 00:38
Μπράβο σου πού τό ταυτοποίησες!

δέν εἶχε ἰδέα πῶς ξεκίνησε ὅλη αὐτή ἡ παρεξήγηση
Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο πρώτος που το ανεβάζει δεν γράφει σε ποιον ανήκει το ποίημα. :102:
Δηλαδή , αν τυχαία δεν είχα την συγκεκριμένη συλλογή που μου είχαν αγοράσει οι γονείς μου όταν ήμουν μικρός , και αν δεν καθόμουν πάλι μετά από πολλά χρόνια να την ξαναδιαβάσω, θα νόμιζα πως πρόκειται για λαϊκό στιχούργημα ή ανώνυμου δημιουργού. :011:
Ἐγώ ἐντόπισα δύο κυρίως λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ἄγνοια καί ἡ ἀδιαφορία γιά τόν δημιουργό ἑνός πονήματος καί ὁ δεύτερος λόγος εἶναι γιά νά το οἰκειοποιηθεῖ καί νά τον θαυμάσουν οἱ ἄλλοι.

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8942
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 19 Σεπ 2022, 13:07

Κρυστάλλης Κώστας : ( 1868 - 1894 ). Ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου. Ήταν γιος εμπόρου των Ιωαννίνων. Μαθητής στα Γιάννινα ακόμη τυπώνει το επικό ποίημα Αι σκιαί του Άδου στο οποίο δίνει με συντομία τις διάφορες μάχες της Ελληνικής Επαναστάσεως , με αποτέλεσμα να τον καταδιώξει η τουρκική αστυνομία. Με τη βοήθεια του Αρχιμανδρίτη της Μητρόπολης καταφεύγει στο Συρράκο και απο 'κει άρρωστος και ταλαιπωρημένος στην Άρτα. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Αθήνα , όπου με τη βοήθεια του Σπ. Λάμπρου γίνεται τυπογράφος. Τα εισοδήματά του όμως είναι πενιχρά. Αντιμετωπίζει προβλήματα διατροφής , ρουχισμού και στέγης. Το 1891 εργάζεται στην εφημερίδα Εβδομάδα. Γράφει τα έργα Οι Βλάχοι της Πίνδου ( μελέτη ), Αγροτικά ( ποιήματα ) , Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης κ.α. Τα έσοδά του συνεχίζουν να είναι ελάχιστα. Αρρωσταίνει. Στις αρχές Ιανουαρίου 1894 κάνει την πρώτη αιμόπτυση. Πηγαίνει για λίγο στην Κέρκυρα. Ξαναγυρίζει στην Άρτα κοντά στην αδερφή του για να τον φροντίζει. Πεθαίνει όμως από την φυματίωση στις 22/4/1894 , Μεγάλη Πέμπτη , σε ηλικία 26 χρονών. Έγραψε ακόμη Ο Καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου , Πεζογραφήματα κ.α. Χρησιμοποίησε την απλή δημοτική.

( εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος )

Εικόνα

Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο
Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.



Ἡ καπετάνισσα
Ἡ Ρούσιω ἡ καπετάνισσα, τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη,
στὰ παραθύρια κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει
κι᾿ ἀναστενάζει ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λέει:
- Μάνα μὲ κακοπάντρεψες καὶ μ᾿ ἔδωκες σὲ κλέφτη,
ποὺ βρίσκεται στὸν πόλεμο ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ,
κι᾿ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλάει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμά μου.
Ἐγὼ τουφέκια σκιάζουμαι, τ᾿ ἄρματα ἐγὼ τὰ τρέμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζώσω στὸ κορμὶ νὰ πάω ἀπὸ κοντά του,
κ᾿ ἐχτίκιασαν τὰ στήθια μου, ἐμάλλιασε ἡ καρδιά μου,
μαράθηκαν τὰ νειᾶτα μου κ᾿ ἡ ἐμορφιά μου ἐχάθη.
σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντάνια,
σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι᾿ ἀσημωμένα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλάϊ τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κάλλια πιστικά, κάλλια θερίστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετάνισσα τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη.
Γιὰ ἰδὲς θερίστρες, πιστικιές, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρέματα στῂς λαγκαδιές, στοὺς κάμπους καὶ στὰ πλάγια
μὲ τὸν καλό τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χέρια·
κ᾿ ἐγὼ κλεισμένη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
τὰ λερωμένα του σκουτιὰ μπεζέρισα νὰ πλένω,
κι᾿ ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμένη
τὸν καπετάνο καρτερῶ τόσες βραδειὲς κι᾿ αὐγοῦλες,
πότε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν᾿ ἀφήσῃ τὰ λημέρια,
νἀρθῇ στὸ σπίτι μιὰ φορά, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα!

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry ... _poems.htm
http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547 ... dexG4.html
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8942
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 27 Οκτ 2022, 14:36

Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Η πατρίδα στους νεκρούς της
Ύμνος των Ελλήνων
https://www.greek-language.gr/digitalRe ... xt_id=2437

[ Ειπωμένος ο ύμνος στην αποκάλυψη του ηρώου του Κιλκίς — 23 Ιουλίου 1929. ]
[ Στους στίχους αυτούς, η Ελλάδα στέκεται στα υψώματα του Κιλκίς και μιλάει σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν και έπεσαν ( Β΄Βαλκανικός Πόλεμος ) , στα παιδιά της και τους λέγει ] :

(...)
Είμαι η Πατρίδα. Αδάκρυτη και αγέλαστη μητέρα,
συχνά απ’ το χρέος που κυβερνά ιερό τα σωθικά μου,
μου βάζει ατσάλι στην καρδιά και στη ματιά φοβέρα,
το χρέος με δείχνει και μητριά και σκιάχτρο στα παιδιά μου.
Και μην ξαφνίζεστε αν κρατώ την αγριλιά στο χέρι
πλεγμένη σε μαχαίρι.
Στην αγκαλιά μου ταιριαστές και Χάρες και Γοργόνες.
Οι Μαραθώνες —μάθετε— γεννούν τους Παρθενώνες.

—Παιδιά μου, όσοι, προφήτες μου, στρατιώτες, αρχηγοί,
σαν τα λιοντάρια στήσατε κορμιά και σαν τα κάστρα,
και μες στη μακεδονική ματοθρεμμένη γη
βάλατε την εικόνα μου φερτή σαν από τ’ άστρα
στου Λαχανά και στου Κιλκίς την εκκλησιά την πλάστρα,
πνοές κι αν πλανάστε σ’ άλλη ζωή, λείψανα κι αν κοιμάστε,
σας λειτουργώ στη δόξα μου. Μακαρισμένοι να ’στε! …
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

talaipwros
Δημοσιεύσεις: 25197
Εγγραφή: 30 Μαρ 2018, 18:54

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από talaipwros » 28 Οκτ 2022, 01:28

Stopping by Woods on a Snowy Evening

BY ROBERT FROST



Whose woods these are I think I know.   

His house is in the village though;   

He will not see me stopping here   

To watch his woods fill up with snow.   




My little horse must think it queer   

To stop without a farmhouse near   

Between the woods and frozen lake   

The darkest evening of the year.   




He gives his harness bells a shake   

To ask if there is some mistake.   

The only other sound’s the sweep   

Of easy wind and downy flake.   




The woods are lovely, dark and deep,   

But I have promises to keep,   

And miles to go before I sleep,   

And miles to go before I sleep.

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8942
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 04 Νοέμ 2022, 22:42

Ο Κωστής Παλαμάς για τον ιερομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης :

Στον ήλιο της Ανατολής μες στ’ άχραντά της χέρια
πήρε, μεγάλωσεν Εσένα η Πίστη του Κυρίου,
δέηση και μέρας και νυχτός, απάνου από τ’ αστέρια
το επαγγελμένο Σου όραμα Σταυρός του μαρτυρίου.

Ιερή, κι η Αλήθεια κι η Ομορφιά, κι εσύ Αρετή, Τριάδα
στον κόσμο δίνει νόημα, την ύπαρξη δικαιώνει,
κρίνει, τριπλή, και Παναγιά και Θάλεια και Παλλάδα,
το Φαρισαίο δείχνει γυμνό, ψηλά πάει τον Τελώνη.
Ο κυβερνήτης, ο σοφός, ο ήρωας, ο προφήτης

και ο λόγος και το πείραμα και η ζυγαριά και η λύρα,
νά την η αρχόντισσα ζωή, και σκιάχτρο και μαγνήτης,
θαυματουργή στα χέρια της βαστάει της γης τη μοίρα!
Μα δεν της φτάνει της ζωής κυρίαρχη στον αιώνα
να ζει, αν το βλέμμα της δεν πάει βαθιά, πέρα από κείνη,

πορφυρογέννητη Ψυχή, του ιδανικού κορόνα,
των επιγείων καταφρονήτρα υπέρτατη, Αγιοσύνη!
Εσύ δεν άκουες τη φωνή που έλεγε πέρνα! σώσου!
θύμα και σώστης, όλα εσύ, και αμνός ο Ποιμενάρχης,
και με τη Σμύρνη σου μαζί κι απάνου απ’ το λαό σου

και στης ιδέας τους ουρανούς—δεν πέρασες—υπάρχεις.
:blm:
Όπου καρδιά, όπου φρόνημα, το Γένος, η Εκκλησία
και των Ελλήνων οι χοροί και των πιστών τα πλήθη,
που προσκυνούμεν, άμωμε, τη θεία δοκιμασία,
και το μεταλαβαίνουμε το αίμα σου, όπου εχύθη.


Της μοναξιάς ή ονειρευτής, όμοια, ή του Έθνους χτίστης,
θα προσκυνάει, και σε βωμό γραμμένο, ένα Μεσσία.
Ανοίγονται κι οι εφτά ουρανοί, με μια Δόξα εν Υψίστοις
φωνή, γειρτοί μπρος στο βωμό που γράφεται η θυσία.
Τέτοιος βωμός, μακαριστέ, το μνήμα που σου υψώνει

και στο χαμό και πάντα ορθή και αχάλαστη η Πατρίδα.
Πίστη κι Αγάπη, Ελλάδα, Θεός! Και τρίσβαθο το χιόνι
βλάστησης καρπερότερης μας φέρνει την ελπίδα.
https://www.greek-language.gr/digitalRe ... xt_id=2436
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8942
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 27 Νοέμ 2022, 01:16

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ!


Ἡ Σαλονίκη, πού ἔσβυνε μέ τοῦ καιροῦ τό διάβα
(καντήλι πού τρεμόφωτο γιά λάδι λαχταρᾶ)
ἀπό βραδύς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα
καί τήν αὐγούλα ἐξύπνησεν ἀρχόντισσα κυρά.

Τί νά ’βλεπε στόν ὕπνο της, τί νἄταν τ’ ὄνειρό της;
Τόν Ἀη Δημήτρην ἔβλεπε στ’ ἄτι του τό γοργό
πού ροβολώντας ἔκραζε μέ τή φωνή τῆς νειότης:
«Ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ ἐλευθεριά εἶμ’ ἐγώ!»

Κι’ ἄνοιξ’ ἡ πόρτα ὀρθάνοιχτη μπροστά στόν καβαλλάρη
κ’ ἐμπῆκ’ ἐκεῖνος κ’ ἔλαμψε σάν τόν Αὐγερινό,
κ’ ὑψώνοντας καί παίζοντας τ’ ἀστραφτερό κοντάρι
ἔδειξε μέ τό δάκτυλο τοῦ Ὀλύμπου τό βουνό.

Κ’ ἔστρεψ’ ἐκεῖ τα μάτια της ἡ σκλάβα ἡ πονεμένη
κι’ ἀγνάντεψε ἀστραπόλαμπρη τοῦ Ὀλύμπου τήν κορφή,
κι’ εἶδε ἀπ’ τή ράχη στήν πλαγιά γοργά νά κατεβαίνη
ἡ Ὤμορφη, ἡ Πεντάμορφη, τοῦ Ἥλιου ἡ ἀδερφή.

Ἡ κόμη της ἀνέμιζεν, ἰτιά χρυσοκλωνάτη
τά στήθη της χιονόλευκα, τά μάτια γαλανά,
στό χέρι της τή φλογερή γυμνή ρομφαία ἐκράτει
κι’ ὁλόχρυσα ἀντιφέγγιζαν τ’ ἀπόμακρα βουνά.

Κατέβηκε κ’ ἐδιάβηκε τή διάπλατη τήν πόρτα
ἡ Ὤμορφη, ἡ Πεντάμορφη, τοῦ Ἥλιου ἡ ἀδερφή,
κι’ ὅπου πατοῦσε εὐώδιαζε, καί τ’ ἄνανθα τά χόρτα
ρόδα καί κρίνους ἄνθιζαν σέ κάθε της στροφή.

Κ’ ἔπεσ’ ἡ σκλάβα ταπεινά μπρός στήν ὡραία παρθένα
γονατισμένη, ἀμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή·
κ’ ἐκείνη τήν ἀνάγειρε μέ χέρια ἀνδρειωμένα
καί τήν ἐσφικταγκάλισσε μ’ ἀτέλειωτο φιλί.

Καί τή στιγμή πού ἐσμίξανε γιά τό φιλί τά χείλια,
ἔπεσαν, βροντοκόπησαν τά σίδερα βαρειά,
ἡ ἁλυσίδες ἔσπασαν, στόματ’ ἀγγέλων χίλια
ἀθώρητα ἐτραγούδησαν τό «Χαῖρε, Ἐλευθεριά!»…

Κ’ ἡ σκλάβα ἐξύπνησε μέ μιᾶς· πετιέται ἀπ’ τό κρεββάτι,
τά ξαφνισμένα μάτια της στά κάστρα της κολλᾶ –
Ὄχι, δέν ἦταν ὄνειρο· νά τη ἡ παρθένα, νά τη!
Ὤμορφη, γαλανόλευκη, μέ τό Σταυρό ψηλά.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ

*Το υπέροχο (πάντα επίκαιρο) ποίημα του Ιωάννη Πολέμη,
όπως δημοσιεύτηκε σε επετειακό φύλλο της «Εστίας» το 1898
και επαναδημοσιεύθηκε χθες στην ίδια εφημερίδα.

https://www.dimokratia.gr/ellada/322846 ... a-to-1898/
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
Ζαποτέκος
Δημοσιεύσεις: 8942
Εγγραφή: 14 Ιαν 2019, 17:08

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ζαποτέκος » 18 Δεκ 2022, 10:24

Όταν ο άγιος Διονύσιος της Ζακύνθου έσωσε τον φονιά του αδελφού του. Ποίημα του Ανδρέα Μαρτζώκη

Ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑΣ
https://www.tapantareinews.gr/2022/01/blog-post_11.html
SpoilerShow
Εκεί μακριά, στης Παναγιάς το Άγιο Μοναστήρι,
λιμάνι, κάστρο της ψυχής, Παράδεισου γεφύρι,
με της ζωής το σάβανο το μαύρο τυλιγμένος,
και στη λαγούσα τ’ ασκητή απάνου ακουμπισμένος,
χλωμός, αχνός στο πρόσωπο, μ’ αργό πλησιάζει βήμα
Καλόγερος, π’ αναζητά στην ερημιά ένα μνήμα,
ξέσκεπο μνήμα, που η ζωή θάφτεται να πλαγιάσει,
προσμένοντας το θάνατο να ‘λθεί να το σκεπάσει.

Τάχα ποιός είν’ ο άγνωστος, ποιό είναι τ΄ όνομά του;
Μην είν’ κανείς αμαρτωλός, που για τα κρίματά του
μετανοιωμένος έρχεται στην Άγια μοναξία,
για να ζητήσει ο δύστυχος από την Παναγία
το ματωμένο βότανο, τ΄ αγκαθερό βοτάνι,
που στου παιδιού της το Σταυρό εφύτρωσε, βλαστάνει
για το σαράκι τ΄ άγρυπνο, που στην ψυχή φωλιάζει
τ΄ αμαρτωλού, κι αδιάκοπα τη γλύφει, τη σπαράζει;
Ή μήπως του Καλόγερου τη σπλαχνική καρδία
εδάγκασε, φαρμάκωσε η μαύρη αχαριστία,
κι ο δύστυχος εμίσησε τον κόσμο, κι απαρνήθη
τ΄ άγριο θεριό, τον άνθρωπο, που τ΄ άνοιξε τα στήθη;


Στο διάβα του τα λούλουδα ανθούν, μοσχοβολούνε,
το ‘να με τ΄ άλλο σμίγουνε, γλυκά κρυφομιλούνε˙
όπου πατήσει, όπου διαβεί, βγαίνει χλωρό χορτάρι,
κι ομπρός του γέρνουν την κορφή ο πεύκος, το θυμάρι˙
οι βάτοι απομακρύνονται με μιας στο πέρασμά του.
Τάχα ποιός είν’ ο άγνωστος, ποιό να ‘ναι τ΄ όνομά του;
Είπαν πώς ο Καλόγερος μια μέρα δοξασμένος,
Και σε θρονί δεσποτικό απάνου καθισμένος,
Της γης τη δόξα, την ψευδή με την πορφύρα, γδυέται,
και με το μαύρο σάβανο άφθαρτη δόξα ντυέται,
που το φτωχό το ράσο του κεντά μ’ ουράνι΄ αχτίδα
κι ενώ γυμνώνετ’ από τη μια, άλλη φορεί χλαμύδα!


Ομπρός εις τη θαυματουργή της Παναγίας εικόνα,
κλίνει σιγά ο Καλόγερος το κουρασμένο γόνα.
Λόγια γλυκά κι απόκρυφα εις την Παρθένα λέει,
κι ενώ μιλεί το δάκρυ του πάνου στην πλάκα ρέει.
Στα λόγια του το κόνισμα αστράφτει, ζωντανεύει˙
η Παναγιά τρεμάμενο το βλέφαρο αναδεύει.
Το θείο της βλέμμα στρέφεται τριγύρω, φωσφορίζει˙
Το ρίχνει στον Καλόγερο, την όψη του φωτίζει˙
Τα χείλη της σαλεύουνε και του χαμογελούνε,
θαρρείς οπώς του κρένουνε, πως του κρυφομιλούνε.
Τί λέγει; Αχ! Ποιός είν’ άξιος τα λόγια να τα γροικήσει
της Παναγιάς σαν ομιλεί, και ποιός να τα εννοήσει;
Εκείνος μόνο, που μπορεί μ’ αυτή να συντυχαίνει,
έχει τη χάρη, είναι άξιος να την καταλαβαίνει.
Η Δέσποιν’ αχτινοβολεί, και βλέπεις ένα ένα
ν’ ανάφτουν τα καντήλια της, που κρέμονται σβησμένα.

Η δάφνη της ανθίζει…

Της εκκλησιάς το σήμαντρο γλυκά πανηγυρίζει.
Η ανατολή τη θέση της αλλάζει με τη δύση.
Η νύχτα φεύγει κι η αγυή προβαίνει απ’ το ξωκλήσι.
Την κοινωνιά ο Καλόγερος στο Ιερό ‘τοιμάζει˙
το άγιο αίμα του Θεού στα χείλει πλησιάζει.
Η Πύλη ανοίγει˙ άνοιξε˙ ο λειτουργός προβαίνει˙
του Ιησού στο χέρι του τ΄ άγιο κορμί βασταίνει˙

λάμπει η εκκλησιά… Το βλέμμα του εις τον Θεόν υψώνει˙
το μέτωπό του φωτεινό στεφάνι περιζώνει˙
άφθαρτο στέμμα, ουράνιο, που ο Πλάστης του προσφέρει,
για το φθαρτό, το γήινο, που ήρθε να του φέρει˙
διάφανο κι άσπρο σύννεφο διπλώνει το κορμί του˙
λευκή πορφύρα πόφαναν οι άγγελοι για στολή του.
Ο ταπεινός Καλόγερος, που θάφτει στην ερμία

της γης τα μεγαλεία,

ο ασκητής, που παραιτεί το θρόνο κι απαρνιέται,
από τη μάνα του Θεού τώρα χειροτονιέται…
Στο άγιο το λημέρι της τον θέλει σύντροφό της˙
όθε είν’ αυτή Γουμένισσα, τον θέλει γούμενό της.

Α’ Ο ΦΟΝΙΑΣ


Βαθιά ‘ναι η νύχτα και τα στοιχεία
αντιπαλεύουν μ’ άγρια μανία˙
και μέσ’ στην πάλη τη φοβερή,
τρέμουν οι βράχοι, σαλεύ’ η γη.
Μέσα στο λόγγο αντιβουίζει
τ’ αστροπελέκι˙ πέφτει, καπνίζει…
Άλλ’ η φωτιά του την εκκλησιά
δεν τη σιμώνει, φεύγει μακριά!
Στην πλάση μέσα την οργισμένη,
δέετ’ ο Γέρος, άγρυπνος μένει˙
η προσευχή του στο μαύρο αιθέρα
ασπρίζει, λάμνει σαν περιστέρα.
Σκορπάει τα νέφη˙ τρέχει, αρμενίζει˙
τ’ αστροπελέκι παραμερίζει˙
αστράφτει, λάμπει στ’ άγριο σκοτάδι,
σαν ουράνιο τόξο μέσα στον Άδη.
Κάτου στο ξέπορτο κάποιος κτυπά˙
ποιός τάχα νάρχεται τέτοια νυχτιά;
Προβαίνει ο Γούμενος εις την αυλή.
-Σπλαχνίσου μ’ άνοιξε! λέει μια φωνή.
Σκούζει το ξέπορτο… Σαν πεθαμένος
μπαίνει ένας άγνωστος, χλωμός, σβησμένος˙
με τρόμο πίσω του όλο κοιτάει˙
θαρρεί πώς κάποιος τον κυνηγάει.
Δέρνουν τα μέλη του, τρέμ’ η καρδιά του˙
ίδρωτας χύνεται στην τραχηλιά του˙
τα δάκρυα τρέχουνε, στη γη κυλάνε˙
βαρειά τα γόνατα χάμου βροντάνε.
Σώσε με Γούμενε! λάβ’ εσπλαχνία…
-Εδώ πώς βρέθηκες τέτοια νυχτία;
-Βοήθεια! σώσε με˙ μην καρτερείς˙
στα σπλάχνα κρύψε με μέσα της γης!
-Θέ μου! τα ρούχα σου είναι βαμμένα…
-Έλεος, πατέρα μου, κάμε για μένα!
Άκου! πλακώσανε… Είναι σιμά!
Τ’ άσπρο το φάντασμα τρέχει μπροστά!
Άχ! νοιώθω, δύστυχε˙ νοιώθω μαντεύω!
-Έρχονται… Κρύψε με! έλεος γυρεύω!
-Θέ μου! στο χέρι σου το ματωμένο
το κρίμα πόκαμες βλέπω γραμμένο.
-Σώσε με, Γούμενε, ευλογημένε!
-Άνθρωπο σκότωσες, δυστυχισμένε!
Ποιόν εθανάτωσες; Πές μου, αποκρίσου!
Πρόφθασε, Γούμενε! σώσε σπλαχνίσου!
-Ποιόν εθανάτωσες; -Μη μ’ ερωτάς!
Έρχονται, έρχονται! Δεν αγροικάς;
Βοήθεια! σώσε με! μην καρτερείς…
Στα σπλάχνα κρύψε με μέσα της γης!
Τρέχουν ξοπίσω μου˙ με κυνηγούνε˙
ζητούν εκδίκηση, αίμα διψούνε!
Θέλουν το αίμα μου, την κεφαλή μου…
Στ’ άγιο το χέρι σου στέκ’ η ζωή μου!
-Πές μου! μολόγησε τ΄ άθλιο θύμα
πόστειλες, άσπλαχνε, στο μαύρο μνήμα!
-Αχ! σκύψε˙ άκουσε… Μεσ’ στην καρδιά,
πατέρα, θάψε το, κλείσ’ το βαθειά!


Τ’ άτιμο χνώτο του φονιά, που χύθηκε στ’ αυτί του
σταλάζει στην ψυχή του˙
και βρίσκει μεσ’ στα σπλάχνα του, μέσ’ στην καρδιά τα φύλλα
θανάτου ανατριχίλα…
Η όψη του Καλόγερου σαν το λουλούδι αχνίζει,
το χείλι του νεκρώνει˙
ζαλίζεται το πνεύμα του˙ το μάτι του γυαλίζει˙
το μέτωπό του ιδρώνει…
Κρυφά ένα δάκρυ εκύλισε από το βλέφαρό του
στ’ αχνό το πρόσωπό του,
κι αγάλι – αγάλι στου φονιά το χέρι το βαμμένο
σταλάζει φλογισμένο.
Αίμα και δάκρυ σμίγουνε… Τ΄ αδέλφια τα καημένα
θερμαίνοντ’ ενωμένα…
Το χέρι, που τα χώρισε, για λίγο τα ταιριάζει˙
το χέρι ανατριχιάζει…
Εστέναξε˙ το βλέμμα του υψώνει δακρυσμένο
εις τον Εσταυρωμένο…

Θάρρος, Χριστέ μου δώσ’ του!
Το θύμα είν’ τ΄ αδέλφι του, κι είν΄ ο φονιάς εμπρός του!



-Θέ μου! τί έπαθες; τρέμεις; αχνίζεις…
Πές μου, πατέρα μου, γιατί δακρύζεις;
-Θλίβομαι, δύστυχε˙ πάσχω, πονώ˙
κλαίγω το θύμα σου… Για σε θρηνώ.
Γιατί, ταλαίπωρε, με ποιά καρδία
το χέρι αιμάτωσες; για ποιάν αιτία
τον καλόν άρχοντα να θανατώσεις…
-Σώσε με, κρύψε με! μη με προδώσεις!
-Θε μου! απ’ το χέρι σου το αίμα στάζει…
Κρύφτο… Τα στήθια μου, μου τα σπαράζει!
-Βοήθεια! σώσε με! μην καρτερείς…
Στα σπλάχνα κρύψε με μέσα της γης!
-Άθλιε! τί έκαμες; Είσαι φονιάς!
Το αίμα πόχυσες, δεν τ΄ αγροικάς;
-Πρόφθασε, Γούμενε! σώσε, σπλαχνίσου˙
έρχοντ’ εφθάσανε μεσ’ στην αυλή σου!
-Άκου! Το θύμα σου παραπονιέται…
Μέσ’ απ’ το μνήμα του σε καταριέται!
-Πρόφθασε, σώσε με… Με κυνηγούνε,
ζητούν εκδίκηση, αίμα διψούνε…
Σκληρέ! Τον άνθρωπο μόνο φοβάσαι…
Θεός πώς βρίσκεται δεν το θυμάσαι;
Του πρώτου δύνασαι να του κρυφτείς˙
του άλλου, δύστυχε, δεν ημπορείς!


Β’ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Είν’ εκεί μέσα! Τάχα ποιός; Ποιόν έχω στο κελί μου;
Ποιός είναι; Ποιόν εδέχθηκα στη στέγη μου από κάτου,
Τί μου ‘πε; Ο λόγος του γιατί σπαράζει την ψυχή μου;
Αχ! είν’ αλήθεια τ΄ αδελφού μου πως κρύβω το φονιά του;
-Ναι˙ το φονιά του εδέχθηκες! τον είδα στο πλευρό σου,
κι εσύ τον εσυχώρεσες… Τον κρύβεις, τον ξενίζεις!
Το ματωμένο χέρι του έσφιξε το δικό σου˙
τον αδελφό σου, Γούμενε, δε βλέπεις, δε γνωρίζεις;
Ιδές με˙ σίμωσ’ , έλα δω… Να, κοίτα την πληγή μου…
Τα χείλη της σαλεύουνε, ιδές ανοιγοκλειούνε˙
-Αδέλφι μου, λυπήσου με! ματώνεις τη δική μου…
Αχ! κρύψε τη! Τα χείλη της, Θεέ, με βλαστημούνε !
-Ιδές βαθειά που μόχωσε στα στήθια το μαχαίρι!
Σίμωσ’ εδώ το δάχτυλο το βάθος να μετρήσεις˙
ποιός ξέρει με το άγιο σου, θαυματουργό σου χέρι
μη μου γιατρέψεις την πληγή, και μη με ξαναστήσεις…
Με φεύγεις, με συχαίνεσαι˙ φοβάσαι να πλησιάσεις…
Το σπαραγμένο στήθος μου ακόμη τρέχει… Στάσου!
Βούτηξ’ εδώ το ράσο σου, τον ξένο να κεράσεις,
να πιεί, παπά μου, ο δύστυχος μια στάλα στην υγειά σου!
-Σκιά, σε ξέρω, αγαπητή και παραπονεμένη˙
συχώρα με, συχώρα τον! Ιδές μεσ’ στην καρδιά μου˙
το χέρι, που σ’ εσπάραξε, την έχει σπαραγμένη,
αν το φονιά σου εδέχθηκα, ξενίζω το φονιά μου!
Είν’ εκεί μέσα! Οσφραίνουμαι τριγύρω την πνοή του…
Άκου! το αίμα πόχυσε, με βλαστημά, βογγάει˙
για τη ζωή που μ’ άρπαξε, του σώζω τη δική του˙
όχι… Το θύμα εκδίκηση φωνάζει, μου ζητάει.
Και προς τη θύρα την κλειστή το μάτι του καρφώνει…
Ενίκησε το φάντασμα˙ χαμογελά μπροστά του˙
τρέχει ν’ ανοίξει, άλλ’ άξαφνα, για το κλειδί φουχτώνει
το θείο σταυρό που κρέμεται από την τραχηλιά του.
Μ’ αυτόν τον ίδιο το σταυρό, που φέρεις στο λαιμό σου!
Εκείνον, που εσυχώρεσες, ζητάς να παραδώσεις;
-Στάσου! Που πάς; Σκοτίστηκε, παπά το λογικό σου,
τη θύρα εκείνη ασφάλισες˙ μπορείς να ξεκλειδώσεις;
-Χριστέ μου! Τί εξεστόμισα, τί είπα, τί προφέρω;
Συχώρεσέ με, είμ’ άνθρωπος˙ για μια στιγμή στο λέω
ο πόνος με φαρμάκωσε, αμάρτησα το ξέρω˙
Παραλογώ˙ συχώρα με˙ μετανοώ και κλαίω…
Σε βλέπω, ναι, με βαργομάς με τη γλυκιά ματιά σου˙
σ’ εβάρυνα, βλαστήμησα ο αμαρτωλός ομπρός σου
το σάβανό του μόκρυψε για λίγο τη λογχιά σου˙
τη ματωμένη γύμνια σου, τον άδικο σταυρό σου.
Στο βογγητό του επνίγηκαν, άγιε, ξανθέ Σωτήρα,
τα λόγια που μου σύστησες με χείλη μαραμένα,
όταν με στέμμ’ ακάνθινο, με ψεύτικη πορφύρα
σ’ είδα στο Ξύλο του ληστή με χέρια ματωμένα.
Ώ, ναι˙ τον εσυχώρεσα, καθώς κι εσύ μια μέρα
εκείνους, που πληγώσανε τ΄ αγνό, τ΄ αθώο κορμί σου˙
σ’ ευχαριστώ, που μ’ αξίωσες, γλυκύτατε πατέρα,
τον άγιο πόνο να αισθανθώ, που αισθάνθηκε η ψυχή σου.
Συχώρα με! συχώρεσε Χριστέ, τ΄ αμάρτημά του,
και φύσησε στα σπλάχνα του την αύρα σου τη θεία˙
μετάνοια κάμε να αισθανθεί, φέξε μεσ’ στην καρδιά του.
Σώσε, Θεέ, το πλάσμα σου˙ Ιησού, κάμ’ εσπλαχνία!


Γ’ ΤΟ ΨΕΜΑ


Η ημέρα γεννιέται κι η νύχτα πεθαίνει˙
τ΄ αστέρια χλωμαίνουν στο φως που ξυπνά,
το άγιο ξωκλήσι τον όρθρο σημαίνει,
τ΄ αρνάκια πηδούνε εις τη χλωρασιά.
Ο Γούμενος μόνος στο έρμο κελί του
θαρρεί πως ακούει ποδοβολητό˙
τα βήματα εκείνα βροντούν στην ψυχή του˙
χλιμίντρισμ’ αλόγων γροικά στο βουνό.
Προβαίνει˙ κοιτάζει… Ασκέρι οπλισμένο
εις το μοναστήρι γοργά προχωρεί˙
πλησιάζει τα τείχη, που τόχουν ζωσμένο˙
εσίμωσε, μπαίνει˙ εγιόμισ’ η αυλή.
Τα όπλα στον ώμο κρατούν, σηκωμένα,
κι η ρόδινη αυγούλα, που χαμογελά,
τα βάφει, τα δείχνει ωσάν ματωμένα
κι εκείνοι χορταίνουν σε τέτοια θωριά!
Τα άτια, που σέρνει μαζί του τ΄ ασκέρι,
σκιασμένα τεντώνουν τ΄ αυτιά, το λαιμό˙
θαρρείς όπως νοιώθουν στ’ ολόδροσο αγέρι
του μαύρου κακούργου τον ανασασμό!
Ο Γέροντας τρέμει, που βλέπει το πλήθος˙
αχνίζει, μαντεύει εκεί τι ζητά.
Ο φόβος, η λύπη του δέρνουν το στήθος,
καιρός πλιο δε μένει˙ του τρέμ’ η λαλιά.

-Ηγούμενε, τί καρτερείς, τί τρέμεις, τί δειλιάζεις;
Γιατί με βλέμμ’ ανήσυχο τριγύρω σου κοιτάζεις;
Άκου! σιμώνουν, έρχονται… Σύρε να ξεκλειδώσεις
και το φονιά τον άτιμο ευθύς να παραδώσεις
τ’ αγαπημένου σου αδελφού… Το αίμα σου πληρώσου˙
τ΄ αθώο το αίμα, μην ξεχνάς, είναι παπά, δικό σου.
Ακόμ’ αχνίζει… Σου ζητά εκδίκηση, πατέρα…
Α, έφθασε, δεν άργησε να φέξει εκείν’ η μέρα!
Εψές το βράδυ ήταν εδώ… Τον είδα στ’ όνειρό μου˙
βαμμένο είχε το σάβανο… Σιμώνει στο πλευρό μου,
και τ΄ αχαμνό του δάχτυλο μόδειχνε την πληγή του…
Ηγούμενε, τί στέκεσαι; Βγάλ’ έξω το ληστή του!
Νά τους! Δε βλέπεις του Θεού τη θεία δικαιοσύνη;
Αιχμάλωτο στον έστειλε, σ’ εσέ τον παραδίνει,
κι εσύ δεν τον ευχαριστείς!... Τρέχα να ξεκλειδώσεις,
τη θύρα εκείνη, που τον κλει, και να τον παραδώσεις.
Ο Κύριος τόπε μια φορά: «Όποιος μαχαίρι δώσει,
απ’ το μαχαίρι, πόδωσε, κι εκείνος θα τελειώσει».
Αυτά τα λόγια επρόφερε και λέει στο Γούμενό του
Νικήτας, ο καλόγερος, που στέκει στο πλευρό του.
-Σώπα, Νικήτα, βλαστημάς! τί είπες; Δεν ηξέρεις
οπώς τα λόγια, δύστυχε, που τώρα εσύ προφέρεις
κρύβουνε την εκδίκηση; Το θείο Εκείνου στόμα,
πόβαψε με το αίμα του του Γολγοθά το χώμα,
όχι! δεν είπ’ εκδίκηση˙ στον άνθρωπο συσταίνει
συγχώρηση για το κακό, παιδί μου, που λαβαίνει.
Κι ο ίδιος, οπού σήμερα που στέλνει αιχμάλωτό μου
τον άθλιο, που θανάτωσε τον μόνον αδελφό μου,
δεν έστειλε, δεν έσπρωξε στη στέγη μου αποκάτου
το τέρας, που μ’ ορφάνεψε, να πιώ τα δάκρυά του
δε μόστειλε το αίμα του να πλύνω την πληγή μου,
να δοκιμάσει θέλησε την πίστη τη δική μου˙
ευχαριστώ σε, Κύριε! –καρδιά μου, μη δακρύσεις-
βοήθησε το πλάσμα σου˙ Πατέρα, μη μ’ αφήσεις!

Γιατί τόσο πλήθος, γιατί αρματωμένοι,
εδώ τι σας σπρώχνει στο έρμο βουνό;
Παιδιά μου, τί τάχα κακό να συμβαίνει;
Χλωμούς, ταραγμένους, ωιμέ! Σας θωρώ…
Αχ φίλοι μου, τρέμω… Εις το πρόσωπό σας
μαντεύω, ξανοίγω δεινή συμφορά!
Γιατί γέρνει κάτου τ΄ αχνό μέτωπό σας;
αδέλφια μου, κλαίτε… Σας τρέμ’ η λαλιά;
Στο Γέρο ο καθένας με δάκρυ απαντάει˙
στενάζει… Το στόμα βασταίνει σιωπή.
Τ’ ολότρεμο βλέμμα το άλλο ρωτάει
ποιός πρώτος θ’ αρχίσει, ποιός πρώτος θα πει.
Ο Γούμενος τρέμει… Παιδιά μου, τί τρέχει;
για πέστε!... –Πατέρα, τρομάζω να πω…
Ο Γέρος με δάκρυ το πρόσωπο βρέχει…
-Μιλήστε!... –Δεν έχεις στον κόσμο αδελφό!
Ναι˙ κλάψε˙ και τ΄ άγια θερμά δάκρυά σου
ας κάψουν, ας πνίξουν τον άγριο φονιά˙
στο τέρας, που σφάζει σκληρά την καρδιά σου,
του Πλάστ’ η κατάρα ας πέσει βαριά!
Σε ράχες, σε λόγγους παντού τον ζητούμε,
κι ακόμα στον Άδη αν πάει να κρυφτεί,
στην κόλαση μέσα θα τον κυνηγούμε˙
εδώθε τον είδες, παπά να διαβεί;


Ο Γούμενος τους αγροικά, στα λόγια τους δακρύζει,
και με πικρό παράπονο, που την καρδιά ραγίζει,
-Τι μήνυμα φαρμακερό μου φέρνετε, παιδιά μου,
τους λέει˙ και μου σπαράζετε σήμερα την καρδιά μου;
Και η φωνή του πνίγεται˙ τα λόγια του βραχνιάζουν
όλοι θρηνούν τριγύρω του, κι ως άνθρωποι θαυμάζουν,
όπως εκείνη τη στιγμή, στου πόνου τη λαχτάρα,
μένει βουβό τ΄ αχείλι του, δε ρίχνει μία κατάρα
εις το σκληρό, τον άσπλαχνο, που σφάζει την καρδιά του,
που φαρμακεύει αλύπητα τα μαύρα γερατειά του,
την έρμη του ζωή…


-Εδώθε τον είδες, παπά, να διαβεί;


Τα μάτια του θρηνούνε…
Θολώνει, αχνίζει ο πέλεκυς, λαμποκοπά ο σταυρός
Χριστός και δήμιος τη ζωή τ΄ αμαρτωλού ζητούνε…
Την κέρδισ’ ο Χριστός!



-Ά! αν τον είδα!... Χάραμα, μόλις ξυπνούσ’ η μέρα,
κάποιος μου εφάνει πότρεχε στη λαγκαδιά εκεί πέρα…
Τέτοια τους λέει στενάζοντας, και το χρυσό του στόμα,
που αφότου επρωτολάλησε δεν είπε ψέμα ακόμα,
εψεύτηκε πρώτη φορά! την παρθενιά του χάνει˙
κι αγιάζει ο αναμάρτητος την ώρα που αμαρτάνει!
:blm:



Ο Εσταυρωμένος τ΄ άκουσε˙ στο θείο εκείνο ψέμα
χαμογελούν τα χείλη του˙ στρέφει γλυκό το βλέμμα˙
ο άγγελος, που στέκεται οπίσω του κρυμμένος,
την ώρα εκείνη απ’ το Θεό επίτηδες σταλμένος,
ευθύς το ψέμα αγκάλιασε, το πήρε στα φτερά του˙
το φέρνει στον Παράδεισο, εκεί στην κατοικιά του.
Η Πίστις, η Συγχώρησις αδέλφι τ΄ ονομάζουν,
και με τα δάκρυα πόχυσε, για κείνον ετομάζουν
μαργαριταροκέντητο, περήφανο ένα στέμμα,
που λάμπει, ως άστρο φωτεινό, στη μέση του: το ψέμα


Απ’ το μοναστήρι τραβιέται τ΄ ασκέρι,
στα άτια ανεβαίνουν με όπλα γυμνά˙
Και παίρνουν το δρόμο που δείχνει το χέρι,
το άγιο το χέρι που τους απατά!
Τ΄ ασκέρι, που φεύγει, ο Γέρος κοιτάει˙
τα πέταλα σκάφτουν, φλογίζουν τη γη˙
με ακίνητο βλέμμα τους ακολουθάει˙
εσβήστηκ’, εχάθηκε˙ -ομίχλη, σιωπή.


Δ’ Η ΦΥΓΗ

Φύγε, δύστυχε, φύγε! τ’ ασκέρι
τριγυρίζει για σε στο βουνό˙
φεύγα, φύγε από τούτα τα μέρη,
ετοιμάσου, μη χάνεις καιρό!
Με τα ρούχα, που σόφερα ντύσου˙
πάρ’ αυτό το δισάκι μαζί˙
σόχω, δύστυχε, εδώ την τροφή σου,
λάβε, πάρε κι αυτό το πουγγί.
Ντύσου, μήπως κανείς σε γνωρίσει˙
παρ’ εκείνον εκεί τον κρημνό˙
φύγε πριν η αυγή σε ξαφνίσει˙
εις το δρόμο σου σόχ’ οδηγό.
Φύγε, φύγε! καιρός πλιο δε μένει˙
τρέχα κάτου στην ακρογιαλιά˙
μία βαρκούλα εκεί θαύρεις δεμένη,
πάρτη, φύγε στα ξένα μακρυά!


Ώ, πές μου, πές μου δύστυχε, δε θλίβετ’ η καρδιά σου;
φαρμάκι μεσ’ στα στήθια σου δεν αγροικάς πικρό;
Για το βαρύ δεν έκλαψες μεγάλο αμάρτημά σου;
Μετανοείς; Εζήτησες συχώριο απ’ το Θεό;
Τώρα ο φονιάς στο Γούμενο ομπρός γονατισμένος
γέρνει το υγρό του μέτωπο και το χτυπάει στη γη˙
και το Χριστό κοιτάζοντας, χλωμός και δακρυσμένος,
για το βαρύ το κρίμα του συγχώρεση ζητεί.
Προσεύχεται… Το δάκρυ του ολόθερμο κυλάει˙
η αθλία ψυχή βαφτίζεται… Χαμογελά ο ουρανός!
το θείο μυστήριο ο Γούμενος, το βάφτισμα βλογάει
είν’ ο Χριστός ανάδοχος, εκείνος λειτουργός.
-Δόξα σοι, Κύριε… Εσώθηκε! –Ώ λόγο που προφέρεις
Σώθηκες! Ξαναπέσμου τη λέξη τη γλυκειά!
Κλάψε… Μ’ αυτά τα δάκρυά σου, ταλαίπωρε, δεν ξέρεις,
πόση γαλήνη εσκόρπισες στη δόλια μου καρδιά!
-Αλήθεια πώς εσώθηκα; Αλήθεια ‘ναι πατέρα;
Τ΄ αμάρτημά μου, πες μου το, το σχώρεσ’ ο Θεός;
Αχ! πώς μπορώ απ’ το μάτι του εκείνη την ημέρα
το ματωμένο χέρι μου να κρύψ’ ο αμαρτωλός;
-Κλάψε… Ο Θεός είν’ έσπλαχνος! απέραντη, μεγάλη
είν’ η αγαθότης, δύστυχε, η αγάπη του Θεού˙
έχει ανοιχτή και δέχεται στη γαλανή του αγκάλη
το δάκρυ, τη μετάνοια του μαύρου αμαρτωλού.


-Ώ ναι, Χριστέ, συχώρα με˙ το δούλο σου σπλαχνίσου.
Κι εσύ, που από το θάνατο μου σώζεις τη ζωή,
για μένα παρακάλεσε, εις το Θεό δεήσου,
και σώσε με τον άνθρωπο τη δόλια του ψυχή!
Ναι! σαν πετάς στο θρόνο του, αγνή ψυχή κι αγία,
πες για τα δάκρυα, πόχυσα, που χύνω τα πικρά˙
ας κάμει για το πλάσμα του, το δύστυχο, εσπλαχνία˙
σωτήρα μου, προστάτη μου! φεύγω, σ΄ αφήνω γεια!
Φεύγω… Πηγαίνω, άλλ’ άσε με ακόμη να φιλήσω
το σπλαχνικό το χέρι σου, το χώμα που πατείς˙
αχ! και που ξέρω ο δύστυχος αν σε ξαναπατήσω…
Αοιμέ! γιατί πατέρα μου, πες μου γιατί θρηνείς;
-Ζητάς να μάθεις, δύστυχε, τον πόνο, τον καημό μου
Όχι˙ δε στο ‘πα… Πήγαινε!... Ώ, ναι, σε συγχωρώ…
Το χέρι ετούτο τ΄ άσπλαχνο, που σφίγγει το δικό μου.
Μ’ ορφάνεψε… Θανάτωσε το μόνο μου αδελφό!


Φύγε, φύγε, καιρός πλια δε μένει!
τρέχα κάτου στην ακρογιαλιά…


Τρέμει ο φονιάς, ζαλίζεται˙ το αίμα του παγώνει,
στο λάρυγγά του σβένεται, του πνίγετ’ η λαλιά.
Μένει βουβός… Το βλέμμα του αλλήθωρο σηκώνει,
αλλά το γέρο Γούμενο δε βλέπει εμπρός του πλιά˙
παρά το μαύρο ράσο του, που φεύγοντας φουσκώνει,
και με τα λόγια χάνεται, π’ ακούει στη σιγαλιά.

Η βαρκούλα εκεί κάτου προσμένει˙
παρ’ τη, φύγε, στα ξένα μακρυά!


Ε’ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Η βάρκ’ απομακρύνεται… Φεύγει, το κύμα σχίζει˙
μέσα είναι μόνος ο φονιάς˙ λάμνει, το ξύλο τρίζει,
σα να του ρίχνει ανάθεμα, σα να τον καταριέται˙
ο χτύπος μόνος του κουπιού στη σιγαλιά γροικιέται…
Από ‘να βράχο άξαφνα μια πέτρα ξεκολλάει,
και ροβολώντας στο νερό με ταραχή βουτάει˙
ετρόμαξε, λαφιάζεται˙ το αίμα του παγώνει˙
αφήνει κάτου τα κουπιά και πάλι τα φουχτώνει˙
στην πέτρα, που ροβόλησε, κι εβούτηξε στο κύμα,
μιας κεφαλής του φαίνεται οπώς θωρεί το σχήμα,
που χωρισμένη απ’ το κορμί φεύγει, κυλά και τρέχει˙
θανάτου κρύος ίδρωτας την τραχηλιά του βρέχει˙
φεύγει, βυθίζει στο νερό κι υψώνει τα κουπιά του,
οπού θαρρείς τα κόλλησε στους ώμους για φτερά του.
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, οπίσω του γυρίζει˙
Ο Γούμενος δε φαίνεται˙ το ξύλο πάντα τρίζει.
Ενέκρωσαν τα χέρια του, του φεύγουν τα κουπιά του
Τρεις μέρες έμειν’ άγρυπνος… Σφαλεί τα βλέφαρά του,
και γέρνει το κεφάλι του… Κοιμάται, ροχαλίζει.
Ο ύπνος τον ονείριασε˙ ομπρός του παρουσιάζει
έρημες χώρες, άγνωστες˙ σε μακρυσμένα μέρη
του φαίνεται πως περπατεί˙ που βρίσκεται δεν ξέρει.
Περνάει βουνά και πέλαγα, βράχους θωρεί μπροστά του˙
φυσά ο βοριάς… Ανάμεσα στα ξάρτια, τα πανιά του,
σφυρίζει αναστενάζοντας˙ δε βλέπ’ έν’ ακρογιάλι…
Τρίζουν τα ξύλα, πέφτουνε, τα παίρν’ η ανεμοζάλη…
Το πλοίο ξαρμάτωτο, γυμνό, σκαφίδι συντριμμένο,
παλεύει με τα κύματα το θαλασσοδαρμένο˙
στην πρύμη στέκει ο θάνατος˙ αυτός το κυβερνάει,
και το φονιά κοιτάζοντας πικρά χαμογελάει˙
κι εκείνος, πούναι για πνιμό, εις την απελπισιά του
θυμήθηκε το Γούμενο˙ προφέρει τ΄ όνομά του…
Το κύμα, που τ΄ αγροίκησε, συχάζει, γαληνεύει,
και το καράβι τ΄ άτυχο, που ακόμα κινδυνεύει,
αγάλι – αγάλι σπρώχνεται με τον καραβοκύρη

Απάνου σε μια ξέρα…



Βλέπει έναν Πύργο˙ και σιμά θωρεί ένα Μοναστήρι.
Ήχος καμπάνας χύνεται γλυκός εις τον αέρα.
Σ’ ερημονήσι βρίσκεται… ψυχή δεν απανταίνει˙
στο Μοναστήρι προχωρεί… Σε μια κλησούλα μπαίνει,
και μπαίνοντας αισθάνεται να του χτυπά η καρδιά του.
τα γόνατά του τρέμουνε… Κοιτάζει ολόγυρά του…
Ολόρθο το κιβούρι του, ο αμαρτωλός διακρίνει
έν’ άγιο σώμα, που γλυκές μοσχοβολάδες χύνει…
Άξαφν’ ακούσθη πότριξε κι εσείσθη η Ωραία Πύλη.
Τ’ Αγίου λειψάνου ανάλαμψε τ΄ ακοίμητο καντήλι…
Ανατριχιάζει, στέκεται μ’ ευλάβεια το σιμώνει˙
ομπρός του κλίνει αθέλητα, το μέτωπο, το γύνυ,
κι ασπάζεται… Εις το φιλί που δίνει στ’ άγιο σώμα,
παίρνει ευωδιές τ΄ αχείλι του, ακούει δροσιά εις το στόμα.
Προσεύχεται… Το βλέμμα του, πόχει στη γη σκυμμένο,
στο λείψανο σηκώνεται αργό και δειλισμένο…
Η θεία μορφή, το πρόσωπο το άγιο, που κοιτάζει,
με του Γουμένου τη μορφή του φαίνεται πως μοιάζει…
Τρέμει… Θωρεί το λείψανο και πάλι το κοιτάει…
Ανατριχίλ’ απόκρυφη τα σπλάχνα του περνάει…
Στον Άγιο, που τριγύρω του ουράνιο φως σκορπίζει,
ξανοίγει το Σωτήρα του και τον αναγνωρίζει…
-Άγιε πατέρα… Γούμενε! δε μου μιλείς; του λέει
κι ασπάζεται γονατιστός τ΄ άγιο κορμί και κλαίει…

Η βάρκα ακυβέρνητη, που πλέει πάντοτε μόνη,
από το κύμα σπρώχνεται σε βράχο και σιμώνει˙
όταν με μιας απάνου του με δύναμη χτυπάει,
και ο φονιάς ξυπνάει.


Στη βάρκα ορθός στηλώνεται˙ το κύμα τον τινάζει…
-Τί λόγο μ’ αποκρίθηκες; Τί μου ‘πες; Ανακράζει.
Αχ! που είσαι; Τρέμει… Στρέφεται˙ κοιτάζει ολόγυρά του˙
και βλέπει βράχους, κύματα ολόμαυρα μπροστά του…
-Πού βρίσκομαι; Τί αγροίκησα; Κατάρα στ’ όνειρό μου!
Κι ακούει φωνή στην άβυσσο να λέει με βογγητό
«Το χέρι εκείνο τ΄ άσπλαχνο, πόσφιξε το δικό μου,
μ’ ορφάνεψε… Θανάτωσε το μόνο μου αδελφό!»
Κι ο βράχος αποκρίνεται: «Το μόνο μου αδελφό»
Μακρυά, σε ξένα χώματα, σε ξένο περιγιάλι
η βάρκα η ταξιδιάρικη αράζει αγάλι – αγάλι,
οπού το χέρι τ΄ άσπλαχνο, τ΄ αφορεσμένο χέρι,
την ξαναδίνει σήμερα, οπίσω την προσφέρει.
Την επιστρέφει ο αμαρτωλός στον έρμο λυτρωτή του,
θρόνο κιβούρι ολόλαμπρο για τ΄ Άγιο κορμί του!
Σώθηκε˙ κι είπαν πως πικρά, πικρά μετανοιωμένος,
έρημος έζησε, φτωχός, μακρυά ξενιτεμένος,
και λίγους χρόνους ύστερα από το φονικό του
κλείστηκ’ όθε τον έφερε μια μέρα τ’ όνειρό του.
Και κάθε, που κατέβαινε πρωί στην εκκλησία,
την προσευχή του κάνοντας ομπρός στην Παναγία,
ανήσυχο του βλέμμα του στρεφόταν κι εκοιτούσε
αδιάκοπα το Νάρθηκα κι εκεί εσταματούσε,
κι εκοίταζε κι επρόσμενε να ιδεί, να προσκυνήσει
τον Άγιο, π’ ονειρεύτηκε πως είχ’ εκεί απαντήσει.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )

Άβαταρ μέλους
alto_sem
Δημοσιεύσεις: 236
Εγγραφή: 02 Ιούλ 2020, 13:04
Phorum.gr user: alto_sem

Re: Ποίηση

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από alto_sem » 21 Νοέμ 2023, 21:14

Κλεπτοεμπνευση βρείτε από ποιο τραγούδι


Στη ταξιφορο σε ζητώ και στην Αχαρνών
Κι από το μπαράκι μας περνάω το καινούριο
Δεν ξέρεις καλά πως έχω κι άλλες γραμμές δεν ξέρεις καλά πως θα ηρεμήσω αν δε σε βρω

Σε ένα στασίδι με κοιτάει ένας νηφάλιος
μου λέει πως δεν ψάχνει από κάπου να αφεθεί
κι εγώ καρφωμένος μαζί και ξεκαρφωτος
του λέω άσχετα πως η ζωή είναι άσχημη

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Λογοτεχνία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών