Γραφικότητες

Πεζογραφία, ποίηση, γλώσσα και γραπτός λόγος, βιβλία
Γραφικός

Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γραφικός » 31 Οκτ 2018, 00:28

'δωνάς θα βάζω αυτά που γράφω.

Ζεϊμπεκιά

Το ζεϊμπέκικο που χόρευα για χρόνια,
όλος καμάρι,
βγήκε τελικά αμερικανιά.
Όσοι χειροκρόταγαν τριγύρω ρυθμικά
το έκαναν για πλάκα.
Σύντροφοι και γκόμενες
στα γέλια ήταν σκασμένοι.
Σήκωσα το παντελόνι
κι έφυγα κοιτώντας κάτω.
Τα γέλια, βροντερά, ακουγόνταν μέχρι πέρα

Τ' ακούω ακόμη.

Άβαταρ μέλους
Πάνας
Δημοσιεύσεις: 13769
Εγγραφή: 30 Μαρ 2018, 21:08

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πάνας » 31 Οκτ 2018, 00:31

: )
the end

Γραφικός

Το ψάρεμα

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γραφικός » 31 Οκτ 2018, 00:31

Ο Παναγιώτης κι ο Στρατής είχανε δυο αντικριστά ξενοδοχεία στην διαδρομή
ανάμεσα σε Πέτρα και Μόλυβο. Πέρα από ένα «γεια» δε μιλιόντουσταν. Το σημείο
που βρίσκονταν τα ξενοδοχεία δεν ήταν σε πρώτη ζήτηση απ’ όσους ήθελαν να
πάνε διακοπές· απείχανε δυο χιλιόμετρα από τον δρόμο, ήταν μες στα κατσάβραχα.
Γεμίζανε μόνο τον Αύγουστο απ’ όσους κλείνανε δωμάτια τελευταία στιγμή και δεν
είχαν εναλλακτική.
Επειδή λοιπόν, όσο έβλεπαν την επιχείρησή τους άδεια μαράζωναν,
θεωρούσε ο κάθε ένας για τον εαυτό του ότι κάθε πελάτης που πατούσε στην
περιοχή τού ανήκε δικαιωματικά κι ότι ο άλλος τον έκλεβε. Μόνη παραφωνία στο
μεταξύ τους μίσος ήταν ένα ανεπαίσθητο αμοιβαίο τσίμπημα που προκαλούνταν
από παιδικές αναμνήσεις κοινών διακοπών. Τότε που βρίσκονταν κρυφά -οι
ανταγωνιστές γονείς τους τούς απαγόρευαν να κάνουν παρέα- και παίζανε,
πλακώνονταν και μοιράζονταν μυστικά.
Από το 2011 και μετά, χρόνο με τον χρόνο, η περίοδος που ήταν πλήρεις
μειωνόταν. Συνέχεια τους προσέγγιζαν πράκτορες με συμφωνίες τύπου «φαΐ, ποτό
και στέγη, 10 ευρώ την ημέρα ανά κεφάλι». Ο Παναγιώτης τους διαολόστελνε, ο
Στρατής κάποια στιγμή ενέδωσε αλλά στην προσπάθειά του να κρατήσει τις
υπηρεσίες του σε κάποιο στοιχειώδες επίπεδο, στο τέλος είχε ζημιά. Αυτό έγινε το
’14. Κατά το τέλος της σεζόν, κάποια στιγμή ανταμώσανε στον δρόμο. Ένιωθαν
πιεστικά την ανάγκη να εκφράσουν την απελπισία τους σε κάποιον κι ο κάθε ένας
ήταν ιδανικός ακροατής για τον άλλο, αφού τα ζόρια που τραβούσαν ήταν ίδια. Κάτι
είπε ο Στρατής, κάτι απάντησε ο Παναγιώτης, γκρινιάξανε, αστειεύτηκαν, βρίσανε
την κυβέρνηση και τους δανειστές και κατέληξαν για ούζα σ’ ένα καφενείο.
Μιλήσανε για την κρίση, για τα παιδικά τους χρόνια, για γυναίκες. Περάσανε τόσο
καλά που το ξανακάνανε ξανά και ξανά μέχρι που στο τέλος το καθιερώσανε. Τους
χώρισε το συμφέρον, τους ένωσε η μιζέρια.
Ήρθε η θερινή σαιζόν του 2015. Το νησί είχε γεμίσει πρόσφυγες. Η διαδρομή
μεταξύ Μυτιλήνης και Μολύβου ήταν γεμάτη από επιβιώσαντες πολέμου,
ανθρώπους που πέντε χρόνια πριν ήταν σαν τον μέσο περαστικό, ίσως και πιο
εύποροι. Στα ξενοδοχεία του Μολύβου έμενε πολύ λίγος κόσμος.
Μέσα Ιουλίου κι ο Παναγιώτης είχε εξυπηρετήσει μόνο έναν πελάτη από την
αρχή του καλοκαιριού, ο Στρατής έναν λιγότερο από τον Παναγιώτη. Η δουλειά
πήγαινε τόσο χάλια που είχαν σταματήσει να απελπίζονται, είχαν πια
αναισθητοποιηθεί. Αφού δεν υπήρχε καμία ελπίδα για να τους τρώει τα σωθικά, το
ρίξαν κι αυτοί έξω. Είχαν γίνει σχεδόν κολλητοί. Θυμούνταν τις κόντρες τους κι
αυτοσαρκάζονταν κι όταν κουράζονταν βρίζανε τους πρόσφυγες και τους
μετανάστες, τον πιο ορατό παράγοντα που αντιλαμβάνονταν ως υπαίτιο για την
κατάστασή τους. Τους κορόιδευαν για τα πάντα: Για το χρώμα τους, για την
κουλτούρα τους, για την συμπεριφορά τους σε σχέση με τα αυτοκίνητα. Υπήρχαν
πράματα για τον πολιτισμό των προσφύγων που, ιδέα μπορεί να μην είχανε οι δυο
τους, άποψη πάντως είχανε. Για να πούμε την αλήθεια, κι αυτοί που έρχονταν δεν
ήταν πολύ συνεργάσιμοι. Όταν έχεις θάψει την μάνα σου σε ερείπια, έχεις φτάσει
με χίλιους κινδύνους στα παράλια της Τουρκίας κι από εκεί μοιράζεσαι με άλλους

πενήντα μία βάρκα για δέκα ανθρώπους σε ένα εξαντλητικό και κατά πάσα
πιθανότητα θανατηφόρο ταξίδι, την στιγμή που φτάνεις στον προορισμό σου, αν
σου πούνε να μην πετάξεις σκουπιδάκια για να μη χαλάσεις την ζαχαρένια των
τουριστών, τους γράφεις λίγο. Θα μου πείτε: έφταιγε ο Παναγιώτης; Έφταιγε ο
Στρατής; Γιατί να καταστραφούν; Ναι, αλλά από την άλλη έφταιγαν οι πρόσφυγες;
Γενικά ποια ήταν η τελευταία φορά που στην διεθνή πολιτική την πλήρωσε αυτός
που έφταιγε;
Ένα απόγευμα προς το τέλος του Ιουλίου οι δυο φίλοι είχανε δώσει
ραντεβού να πάνε για ψάρεμα. Ο Παναγιώτης είχε μια βάρκα τεσσεράμιση μέτρα
και καμιά φορά έβγαιναν στ’ ανοιχτά για να ξεχάσουν τις σκοτούρες τους. Είχε τύχει
πολλές φορές να πετύχουν διάσωση προσφυγομεταναστών, αλλά οι ίδιοι δεν είχε
χρειαστεί να συμμετάσχουν. Κάθονταν και βλέπανε από πολύ μακριά.
Στον δρόμο προς το λιμάνι είδανε το μαγευτικό Μολυβιάτικο ηλιοβασίλεμα
να συνυπάρχει στο ίδιο πλάνο με μία ατελείωτη παρέλαση ήδη εξαντλημένων
προσφύγων που έπρεπε να περπατήσουν τα εξήντα δύο χιλιόμετρα που τους
χώριζαν από την Μυτιλήνη. Ποιος ξέρει από πού είχαν ξεκινήσει; Μπορεί να
υπάρξει άνθρωπος που θα επιλέξει να κάνει τις διακοπές του ανάμεσά τους; Ο
Παναγιώτης κι ο Στρατής σχολίασαν με τα μελανότερα χρώματα αυτούς που
έβλεπαν, κάτι που είχε πια γίνει παράδοση κάθε φορά που περνούσαν από εκεί.
Τους είχαν τελειώσει τα αστεία και κάθε φορά ξαναλέγανε τα ίδια και κάθε φορά το
καταδιασκεδάζανε όπως την πρώτη. Δεν ήταν καθαυτά τα αστεία που τους έκαναν
να γελάνε, αλλά η λύτρωση όταν εξωτερίκευαν την αρνητική ενέργεια που
δημιουργούνταν μέσα τους. Ήταν σαν χύτρα ταχύτητας που αν δεν απελευθερώσει
τον ατμό θα σκάσει.
Μπήκανε στην βάρκα. Όταν απομακρύνθηκαν από το λιμάνι ο ήλιος έπεσε
για τα καλά. Απομακρύνθηκαν από τις υπόλοιπες βάρκες για να έχουν την ησυχία
τους. Το μέρος που πήγανε δεν είχε μεν πολλά ψάρια, αλλά το αποτέλεσμα λίγο
τους ένοιαζε. Σημασία είχε η ησυχία, η θάλασσα κι η παρέα. Το φεγγάρι ήταν μισό.
Έδινε λίγο φως, αλλά δεν θα βλέπανε τίποτα αν δεν τραβούσε την προσοχή τους η
λάμψη ενός φακού.
Στο αχνό φεγγαρόφως ξεχώρισαν έξι ανθρώπινες φιγούρες. Το χρώμα τους
δεν φαίνονταν. Ακούγονταν ανδρικές φωνές, ακούγονταν γυναικείες φωνές κι ένα
παιδικό κλάμα γεμάτο αγωνία. Δεν είχαν πια απέναντί τους καφετιές καρικατούρες,
αλλά ανθρώπους που βρισκόταν σε κίνδυνο. Ο Παναγιώτης άλλαξε την ρότα της
βάρκας για να τους προσεγγίσει. Φοβόταν λίγο. Θα ‘βαζε έξι αγνώστους μέσα στην
βάρκα του· έξι απελπισμένους. Έριξε μια ματιά γύρω του να δει αν υπήρχαν άλλες
βάρκες για την διάσωση, μπας και την γλύτωνε ο ίδιος –όχι ότι υπήρχε περίπτωση
να είχαν δίπλα τους βάρκα και να μην την είχε δει, η κίνηση ήταν μάλλον
αντανακλαστική. Συνειδητοποίησε με λύπη πως δεν μπορούσε να γλιτώσει.
-Ασ’ τους ρε Παναγιώτη εκεί πού’ ναι! Τι θες και μπλέκεις;
Ο Παναγιώτης γύρισε κι έριξε στον Στρατή ένα ενοχλημένο βλέμμα που δήλωνε ότι
δεν υπήρχε καμία περίπτωση να σκεφτεί την πρότασή του.
- Ασ’ τους ρε Παναγιώτη σου λέω. Μόλις βγουν έξω θα μας λερώνουν κι αυτοί. Θα
παγαίνουν σαν ζόμπι μέχρι τη Μυτιλήνη και δεν θα έρχεται κανείς εδώ. Έξι
λιγότεροι -να πούμε- είναι έξι λιγότεροι. Δεν είναι πολλοί, αλλά είναι κάτι. Ασ’ τους
να πάνε στο καλό.

Είπε «να πάνε στο καλό» κι η φωνή του γλύκανε, σαν να μιλούσε από οίκτο, σαν να
ζητούσε από δήμιο να μην εκτελέσει τον καταδικασμένο, σαν να υπήρχε η
παραμικρή περίπτωση να μην πνιγούν. Ο Παναγιώτης κοίταξε μακριά. Δεν
καταδεχόταν να τ’ ακούει αυτά τα πράματα. Ο Στρατής όσο έβλεπε ότι τα λόγια του
έπεφταν στο κενό, τόσο περισσότερο τσαντίζονταν και φώναζε επαναλαμβάνοντας
τα ίδια επιχειρήματα και κυρίως την φράση «άσ’ τους». Έπιασε τον Παναγιώτη από
τον ώμο για να τραβήξει την προσοχή του κι αυτός τον έσπρωξε βίαια. Έμεινε εκεί
που έπεσε με μάτια γεμάτα ένταση, μη θέλοντας να συμμετέχει σε αυτό που
γινόταν
Όταν ο Παναγιώτης προσέγγισε τον κόσμο που πνιγόταν, οι δύο από τους
τρεις άνδρες στη θάλασσα γαντζώθηκαν απ’ το ζωνάρι της βάρκας, το ξύλο πάνω
από τα πλευρά της. Έτσι άτσαλοι που ήταν υπήρχε φόβος να μπατάρουν τη βάρκα
οπότε τους έβαλε πρώτους. Μέχρι να βάλει τον δεύτερο γαντζώθηκε κι ο τρίτος,
οπότε τον έβαλε κι αυτόν. Μετά έσκυψε και γράπωσε την μία από τις γυναίκες,
αυτή με το μωρό. Ένιωθε τύψεις που δεν την έβαλε πρώτη, αλλά αν μπατάριζε η
βάρκα δεν θα σωζόταν κανείς. Όταν μπήκε η γυναίκα το παιδικό κλάμα σταμάτησε
απότομα κι αφύσικα. Το μωρό τής είχε πέσει στην προσπάθειά της ν’ ανέβει.
Πανικός, φωνές, κακό, φθόγγοι που δεν βγάζανε νόημα σε καμία γλώσσα. Βούτηξε
ο Παναγιώτης να το πιάσει χωρίς να προλάβει να βγάλει ούτε το πουκάμισό του. Το
παιδί δεν είχε προλάβει να βουλιάξει, κουνούσε ενστικτωδώς πάνω- κάτω τα
χεράκια του κι έμενε ψηλά. Τ’ ότι η πρώτη φορά που αντίκρισε ο Παναγιώτης τόσο
τρόμο ήταν σε μάτια παιδιού τον σόκαρε. Θα έμενε παγωμένος αν δεν είχε τόση
ένταση και δεν χρειαζόταν να δράσει γρήγορα.
Με το που το έπιασε όμως, η άλλη γυναίκα τον γράπωσε για να κρατηθεί
στην επιφάνεια κι άρχισε να τον βουλιάζει. Είχε να την αντιμετωπίσει αυτή, είχε το
μικρό που τον βάραινε, είχε και το κλάμα πάνω από το κεφάλι του, τόσο
διαπεραστικό που τον εμπόδιζε να χρησιμοποιήσει το εκατό τοις εκατό της δύναμής
του. Πήγε να πιάσει το ζωνάρι της βάρκας, αλλά δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε
άλλη μια φορά, τίποτα. Πριν την τρίτη προσπάθεια, αυτή που θα έβαζε πια όση
δύναμη είχε και δεν είχε, σκέφτηκε «τώρα ή τα καταφέρνω ή πεθαίνουμε όλοι».
Κόντρα στο βάρος των ανθρώπων πάνω του, όλοι οι μυς του σώματός του γεμίσανε
ένταση. Πετάχτηκε σαν δελφίνι κι ένιωσε τα δάχτυλά του να γλιστράνε στο λείο
πλευρό της βάρκας. «Αυτό ήταν, πάει» σκέφτηκε απελπισμένος ενώ βούλιαζε. Το
κλάμα ξαναβουβάθηκε. Η θέλησή του τον εγκατέλειψε.
Το μετάνιωσε όμως και προσπάθησε τέταρτη φορά. Και τώρα τα κατάφερε
κι η λαβή του τον κράτησε από το χείλος της βάρκας. Στο ένα του χέρι το παιδί, από
την άλλη πλευρά η πρόσφυγας γαντζωμένη, αλλά αυτός τα είχε καταφέρει. Η μάνα
άρπαξε το παιδί. «Στρατή! Έλα δω ρε Στρατή» είπε ανάμεσα σε βλαστήμιες που δεν
χρειάζεται να γραφτούν. Ο Στρατής σηκώθηκε και τον είδε γεμάτος θρίαμβο, μίσος
και τρέλα. Δεν είπε τίποτα και δεν έκανε καμία κίνηση προς τον Παναγιώτη. «Αν δεν
με σηκώσεις, θα έρθω κολυμπώντας στο χωριό και θα σε κάνω ρεζίλι» φώναξε με
τόση δύναμη που δεν ήξερε ότι του είχε απομείνει. Αν σταματούσε να κουβαλά την
γυναίκα που στηρίζονταν πάνω του θα μπορούσε να γυρίσει πίσω κολυμπώντας. Θα
προτιμούσε να πνιγεί παρά να τους αφήσει αλλά αυτό δεν το ήξερε ο Στρατής που, σαν να συνήλθε, έτεινε το χέρι του στον Παναγιώτη.
Μέχρι τα μισά της διαδρομής προς το λιμάνι δεν ακουγόταν τίποτα. Ακόμα
και το παιδί είχε ηρεμήσει. Κάποια στιγμή ο Στρατής είπε του Παναγιώτη.

-Πιο πριν, αυτά που έλεγα, ήταν για πλάκα. Το ξέρεις έτσι; Για πλάκα τα έλεγα.
-Ναι ρε. Το είχα καταλάβει, είπε ψέματα ο Παναγιώτης χωρίς να καταφέρει να
κρύψει την απαξίωση που ένιωθε.
Δεν ειπώθηκε κάτι άλλο μεταξύ τους.

Από τότε δεν ξαναβγήκανε ποτέ μαζί. Λέγανε πού και πού ένα γεια, το κόψανε κι αυτό με τον καιρό. Την φιλία την αντικατέστησε ένα υπόκωφο μίσος που περιμένει να βρει ευκαιρία και να εκδηλωθεί.

Άβαταρ μέλους
Πάνας
Δημοσιεύσεις: 13769
Εγγραφή: 30 Μαρ 2018, 21:08

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πάνας » 31 Οκτ 2018, 00:48

Τα είπες όλα... συγνώμη που γράφω και εγώ εδώ αλλά δεν γίνεται να μην πω κάτι μετά από αυτό που διάβασα.
the end

Γραφικός

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γραφικός » 31 Οκτ 2018, 00:55

Πάνας έγραψε:
31 Οκτ 2018, 00:48
Τα είπες όλα... συγνώμη που γράφω και εγώ εδώ αλλά δεν γίνεται να μην πω κάτι μετά από αυτό που διάβασα.
Πλάκα μου κάνεις και ζητάς συγνώμη;
Τιμή μου αυτά που λες.

Άβαταρ μέλους
Πάνας
Δημοσιεύσεις: 13769
Εγγραφή: 30 Μαρ 2018, 21:08

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Πάνας » 31 Οκτ 2018, 01:37

Γραφικός έγραψε:
31 Οκτ 2018, 00:55
Πάνας έγραψε:
31 Οκτ 2018, 00:48
Τα είπες όλα... συγνώμη που γράφω και εγώ εδώ αλλά δεν γίνεται να μην πω κάτι μετά από αυτό που διάβασα.
Πλάκα μου κάνεις και ζητάς συγνώμη;
Τιμή μου αυτά που λες.
Δεν ξέρω πόσο θα αγγίξει όποιον το διαβάσει, εμένα με άγγιξε και μάλιστα πάρα πολύ.
Η Γιαγιά μου ήρθε πρόσφυγας από την Μικρασία και εγκαταστάθηκαν στην Μυτιλήνη, πέρασαν δύσκολα, κάτι ανάλογο με την Μόρια.
Τελικά με πολύ δουλειά ως ράφτρα κατόρθωσε και πήρε ένα σπίτι, μη φανταστείς κάτι μεγάλο, 30 τετραγωνικά πίσω από το άγαλμα της ελευθερίας.
Η μητέρα μου μέχρι να πεθάνει πριν δύο χρόνια, παρόλο που τα είχε χαμένα, όταν έβλεπε στις ειδήσεις για τους πρόσφυγες έλεγε πάντα μια κουβέντα: Αχ, τι να κάνουν αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι μέσα στο κρύο στις σκηνές,,. Πάντα αυτό έλεγε, λες και είχε κολλήσει η βελόνα. Παρόλο που δεν το είχε βιώσει.
Έτυχε να γνωρίσω στον στρατό τον κουμπάρο μου. Φανατικός αριστερός του ΚΚΕ. Κατά τύχη τον λένε και αυτόν Στρατή και είναι από την Στύψη.
Έχει σπίτι εκεί και πάει κάθε χρόνο.
Η γιαγιά μου όταν μετακόμισε στην Αθήνα δεν μπόρεσε να κρατήσει το σπίτι. Αλλά πάντα το μυαλό της ήταν στην Μυτιλήνη, ο καημός της ήταν να πάει για τελευταία φορά εκεί αλλά δεν πρόλαβε.
Ο κουμπάρος μου ο Στράτος που λες στην αρχή ήταν πολύ ευαίσθητος με τους πρόσφυγες όταν ξεκίνησαν οι ροές. Φέτος μετά το καλοκαίρι που είχε πάει στο νησί ήρθε σπίτι μου άρχισε ξαφνικά να γκρινιάζει. " Και τι θα γίνει με τους μετανάστες (σταμάτησαν να είναι πρόσφυγες) έχουν καταστρέψει το νησί¨και πολλά άλλα διάφορα. Σε κάποια στιγμή τον διέκοψα και του λέω, εσύ δεν είσαι αριστερός τι είναι αυτά που λες;
Ε, και τι με αυτό μου λέει, αυτοί είναι ζώα.
Άνθρωποι του λέω είναι.
Έκανε μια γκριμάτσα και προσπάθησε να αλλάξει την συζήτηση.
Τον άφησα να την αλλάξει αλλά η σχέση μας πια δεν θα είναι η ίδια. Όχι μόνο για τους πρόσφυγες αλλά για όλο το κόνσεπτ μαζί και με αυτό του αριστερού.. Εγώ αριστερός δεν είμαι.
Τους ανθρώπους μετράω στις δύσκολες στιγμές.
Ξέρω δεν τα γράφω όμορφα όπως εσύ και τα γράφω ως περίληψη, αλλά πιστεύω να κατάλαβες.
the end

Γραφικός

Ανθή

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γραφικός » 01 Νοέμ 2018, 01:07

Κάθε φορά που τα μάτια μου κλείνουν
επειδή τα πράματα ζορίζουν
κι αποζητώ ένα διάλλειμα σε μια εικόνα ευτυχίας
το πρόσωπό σου κυριαρχεί

Κι αν ούτε πέντε ειν' οι στιγμές που σ' έχω δει
σχεδόν γνωστή μου Δουλτσινέα
Σε σένα βρήκα την απάντηση
"Γιατί να υπάρχει αυτός ο κόσμος;"

Ανθή της σπουδής και
Ανθή της βιοπάλης
Ανθή της ομρφιάς και
Ανθή της διάνοιας
- και της διανόησης
- και του λαού

Ανθή των πάντων
π' ανθεί τα πάντα
μες στο φθινόπωρο.
SpoilerShow
Δεν απευθύνεται σε καμιά Ανθή εντός πχόρουμ -να εξηγούμαστε να μην παρεξηγούμαστε.

Γραφικός

Διδακτικό παραμύθι

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γραφικός » 08 Νοέμ 2018, 21:29

Οι τσάντες για γύρο δεν είναι καθόλου άχρηστες.
Ήταν κάποτε ένα κοριτσάκι που αγαπούσε πολύ ένα γατάκι που είχε. Το αγαπούσε τόσο πολύ που μια φορά σκέφτηκε "Τι ωραία που θα ήτανε να σκοτωθούμε παρέα κι έτσι να είμαστε για πάντα μαζί". Το πήρε στην αγκαλιά του κι έπεσε από πολύ ψηλά, καθώς πέφτανε όμως θυμήθηκε ότι στο κατηχητικό της είχανε πει ότι τα ζώα δεν έχουν ψυχή. Το γατάκι δεν θα την ακολουθούσε πουθενά. "Τι χαζή που είμαι. Συγνώμη γατάκι". Το γατάκι τότε, γεμάτο αγωνία, έβγαλε από την τσέπη του μία τσάντα για γύρο και την άνοιξε πάνω από το κεφάλι του για να την κάνει αλεξίπτωτο. Φυσικά δεν έγινε τίποτα. Σκάσανε κι οι δύο πάνω στο πεζοδρόμιο, αλλά το γατάκι έζησε. Λίγο μετά το πάτησε ένα αυτοκίνητο.
Την επόμενη φορά που θα σας πούνε ότι οι τσάντες για γύρο είναι άχρηστες να τους πείτε αυτή την ιστορία.

Γραφικός

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γραφικός » 15 Δεκ 2018, 19:23

Ημερολόγιο γεμάτο ψέμματα.
1

Μία το μεσημέρι, δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι. Το παθαίνω συχνά από τότε που έκλεισα το μαγαζί. Θέλω να μείνω για πάντα κάτω από τα σκεπάσματα και να μην σηκωθώ ποτέ και για τίποτα, μέχρι να πεθάνω από την πείνα μέσα στα σκατά μου. Όσο η παραίτησή μου είναι έστω και λίγο λιγότερο από ολική νιώθω να καταπιέζομαι. Πρέπει να σηκωθώ και να φτιάξω το σπίτι. Σε πέντε ώρες έρχεται η Μαρία. Αν βιαστώ ίσως προλάβω να το κάνω ανθρώπινο, αλλά το κόβω χλωμό. Μιάμιση. Οι σκέψεις είναι ανεξέλεγκτες οπότε έχω σταματήσει να προσπαθώ να τις ελέγξω. Τις αφήνω να έρχονται και να πληγώνουν. Με ποιον να γαμιέται η Ράνια; Με σκέφτεται καθόλου; Μετάνιωσε; Αποκλείεται, το θέμα είναι τι μου βρήκε εξαρχής. Τι έχω να της προσφέρω; Γέρος σε σύγκριση με αυτή, άνεργος, μπεκρής. Ένα βαρίδι που ξεφορτώθηκε ήμουν. Δύο. Πέρασε άλλη μία ώρα και δεν έχω αρχίσει να φτιάχνω το σπίτι. Καλά, έτσι κι αλλιώς η Μαρία με ξέρει, δεν θα περιμένει να το βρει κουκλίστικο. Αν σηκωθώ σε μία ώρα θα προλάβω να κάνω τα πολύ βασικά: μπάνιο, νεροχύτης, ψυγείο και να ανοίξω έναν διάδρομο ανάμεσα στα βιβλία και τα περιοδικά που έχω γεμίσει το πάτωμα ώστε να μπορεί να περάσει και να κάτσει. Σιγά που θα προλάβω. Δυόμιση. Τι να σκέφτονται οι πελάτες που με φεσώσανε; "Χαχα, τον μαλάκα, τον ανίκανο. Άσ' τον να κλαίγεται, θα τα φάμε σε πουτάνες και ναρκωτικά". Τι θα σκέφτεται ο προμηθευτής που του χρωστάω; Σίγουρα ότι τα τρώω σε πουτάνες και ναρκωτικά. Δεν υπάρχει κανείς να με αγαπάει. Γιατί να με αγαπήσει; Τρεις. Η Ψιλοκυβίνη, η γάτα μου, νιαουρίζει επιτακτικά πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου. Θα πεινάει. Τι θες μωρή καργιόλα; Παράτα με, φάε κανένα ποντίκι, τόσα έχουμε. Τρεισήμισι. Δεν προλαβαίνω, πρέπει οπωσδήποτε να σηκωθώ. Τουλάχιστον να αδειάσω την άμμο της Ψιλοκυβίνης που έχει υπερχειλίσει καλύπτοντας το μισό μπάνιο και να ξεφορτωθώ το στρώμα στην μέση του σαλονιού. Η Μαρία θα απαιτήσει να μάθει πώς βρέθηκε εκεί και δεν θα ξέρω να της πω. Ήμουν τόσο μεθυσμένος όταν το έφερα που δεν θυμάμαι την ιστορία του. Τέσσερις. Το πρόβλημα είναι πως πέρασα τα εικοσιοχτώ. Δεν περίμενα να τα περνούσα και δεν είχα προετοιμαστεί καθόλου για να ζήσω μετά. Ούτε κανένα χαρτί, ούτε καμία τέχνη, μόνο μπάρμαν και dj δούλευα. Έλεγα «τόσα ναρκωτικά, τόσα ξύδια τόσα ξενύχτια, σιγά μην τα περάσω». Την παραμονή των εικοστών ενάτων γενεθλίων μου πήγαινα με το μηχανάκι μου κόντρα στο ρεύμα με σβηστά τα φώτα και σκεφτόμουν «ήρθε η ώρα». Δεν τα κατάφερα. Κρίμα. Τέσσερις και μισή. Έμεινε μόνο μιάμιση ώρα και δεν θα αντέξω την γκρίνια της. Το να μην φρικάρει αποκλείεται, αλλά αν σηκωθώ τώρα θα φρικάρει όσο γίνεται περισσότερο. Πέντε. Θυμάμαι που όταν έγινα είκοσι εννιά κάτι άλλαξε μέσα μου. Κουρεύτηκα, ξυρίστηκα και σταμάτησα τα παράνομα ναρκωτικά. Η ζωή που ζούσα δεν με κάλυπτε πια, έψαχνα να βρω μία άλλη κατεύθυνση, αλλά δεν έβλεπα κανέναν στόχο κι έμενα ακίνητος. Σταμάτησα να παίζω «μουσική» με τους συγκατοίκους μου, το πούλησα το σαξόφωνο. Άμα δεν ήσουν βαριά μαστουρωμένος δεν ακούγονταν αυτά που παίζαμε. Κάποια στιγμή που το αφεντικό μου είχε πιει με κατηγόρησε ότι τον έκλεβα κι εγώ παράτησα το μαγαζί ανοιχτό, με τους πελάτες μέσα, πήρα τους γονείς μου τηλέφωνο ενώ ήταν ξημερώματα και τους ανακοίνωσα ότι τους κουβαλιέμαι. Πήρα το πρώτο πλοίο και βρέθηκα χωρίς κανένα εισόδημα για πρώτη φορά μετά από έντεκα χρόνια. Ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της μέχρι τότε ζωής μου. Τώρα είμαι χειρότερα από τότε. Πέντε χρόνια γηραιότερος, δεν έχω κανένα εισόδημα και χρωστάω κι είκοσι χιλιάρικα. Πεντέμιση. Έτσι κι αλλιώς θα φρικάρει που θα φρικάρει, τι να σηκώνομαι να τρέχω, κάνει και κρύο. Θα την αντιμετωπίσω με επιθετική απάθεια. Έξι. Καλώς τα δέχτηκα.
Σηκώθηκα να ανοίξω την πόρτα κι η Ψιλοκυβίνη βγήκε τρέχοντας. Τελικά να χέσει ήθελε. Μάλλον σιχαίνεται πια την άμμο της.
-Τι αχούρι είν’ τούτο;
-Καλησπέρα Μαράκι, τι λέει; Όλα καλά;
Μπήκε στο μπάνιο.
-Θεέ μου! Δεν αντέχεται η μπόχα.
Άνοιξα ένα ντουλάπι να βρω δυο ποτήρια για να της προσφέρω κάτι να πιει και να την συνοδεύσω. Δεν βρήκα κανένα, ήταν όλα μέσα στο νεροχύτη δίπλα σε μία κατσαρόλα γεμάτη τραχανόσουπα σε προχωρημένη σήψη.
-Τι πας να κάνεις πάνω από το νεροχύτη; Θες να καμαρώσεις τα κατορθώματά σου;
Βρήκα δυο φλιτζανάκια του καφέ, έκανα χώρο σε δυο αντικριστά μέρη του γεμάτου σαβούρα τραπεζιού ώστε να χωρέσουν, τα εναπόθεσα προσεκτικά και τα γέμισα τσίπουρο.
-Αν ήσουν νοικάρης μου θα σε είχα διώξει με τις κλοτσιές.
Δεν μπορεί όμως να με διώξει, είμαι γιος της.
Μία ώρα περιφερόταν σε έξαλλη κατάσταση, κι όσο την περίμενα να κάτσει το φλιτζάνι μου είχε αδειάσει κι είχε ξαναγεμίσει πέντε φορές. Κάθισε ξέπνοη απέναντί μου κι ήπιε μια γουλιά τσίπουρο.
-Θέλω να φύγεις από ‘δω. Θέλω να έρθεις σπίτι μας.
-Δεν σκοπεύω να φύγω, θα πρέπει να καλέσεις τους μπάτσους.
-Πόσα φλιτζάνια έχεις πιει;
-Το πρώτο μου είναι.
-Δεν κάνει να πίνεις με τα φάρμακα που παίρνεις.
-Τα έκοψα.
-Το είπες στον γιατρό;
-Ναι
-Και τι είπε;
-Να τα κόψω.
-Δεν σε πιστεύω, μόλις την άρχισες την θεραπεία, πότε πρόλαβε να ολοκληρωθεί;
-Μου είπε ότι το μετάνιωσε, ότι δεν τα χρειαζόμουν.
-Λες ψέματα.
-Οφείλεις όμως να τα δεχθείς.
-Θέλω να έρθεις σπίτι.
-Τα ίδια θα λέμε;
-Όταν φύγω θα πάρω το μπουκάλι. Δεν θέλω να έχεις αλκοόλ εδώ μέσα.
Ήταν η πρώτη φορά που το ύφος μου έγινε σοβαρό, σχεδόν επιθετικό.
-ΤΟ.ΜΠΟΥΚΑΛΙ.ΘΑ.ΜΕΙΝΕΙ.ΕΔΩ.
Μιλήσαμε για λίγη ώρα. Είχε έρθει για να καθαρίσει αλλά με το που είδε την κατάσταση τα παράτησε. Ο αδερφός μου είχε βρει μια αξιοπρεπή δουλειά. Ευτυχώς, η οικογένεια είχε βγάλει έναν επιστήμονα.
-Σου έφερα κι ένα τάπερ με παστίτσιο.
Τέλεια
-Παρ’το πίσω, δεν χρειάζεται.
Το άφησε σ’ έναν πάγκο κι έκανε να φύγει.
-Μπορείς να μου αφήσεις και δυο τσιγάρα;
Μου άφησε πέντε κι έκρυψε κάτω από το τάπερ ένα πενηντάευρο. Φλέρταρα με την ιδέα να διαμαρτυρηθώ, αλλά ήταν πια αργά να υποκριθώ ότι μου είχε μείνει αξιοπρέπεια. Το χρειαζόμουν κιόλας, το ξύδι μου τέλειωνε. Όταν την αποχαιρέτησα άφησα για λίγη ώρα την πόρτα ανοιχτή μπας και θέλει να ξαναμπεί η Ψιλοκυβίνη. Άφαντη. Κούμπωσα ένα sheraton κι έπεσα για ύπνο.

Έπρεπε να είχα πεθάνει στα εικοσιοχτώ.

νύχτα

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από νύχτα » 15 Δεκ 2018, 23:12

καταπώς φαίνεται, κάτι πέθανε στα 28, το έχουμε πάθει όλοι μας

the comet the course the tail

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από the comet the course the tail » 16 Δεκ 2018, 19:45

Γραφικός έγραψε:
31 Οκτ 2018, 00:55
ευχαριστούμε φίλε Γραφικέ που τα μοιράζεσαι μαζί μας.

Γραφικός

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γραφικός » 16 Δεκ 2018, 22:39

Κι εγώ ευχαριστώ που κάθεστε και τα διαβάζετε.
Το "γεμάτο ψέμματα" πάντως δεν το έβαλα για ξεκάρφωμα. Θα είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που έχω ζήσει και που έχω ακούσει από γύρω και κύριός μου στόχος είναι η απόλαυση του αναγνώστη. Κάθε λογοτεχνική παρατήρηση είναι ευπρόσδεκτη.

Άβαταρ μέλους
Μπίστης
Δημοσιεύσεις: 14597
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 19:39
Τοποθεσία: Helsingør

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Μπίστης » 17 Δεκ 2018, 11:10

Είσαι ένα καθίκι που επέβαλλες τα γατοσκατά στην κυρία Μαρία (αν ήταν ποιητική σύλληψη μου θύμισε κάποιον πολύ μαλάκα κατεστραμένο αλκοολικό συνάδελφό μου που τον απέλυσαν ενώ είχε καρκίνο) και είσαι ένα τσουβάλι γεμάτο άμμο και γατοσκατά αν παράτησες το κλαρίνο και τράβα ψόφα.

Γιά τα υπόλοιπα :g094:
"I beseech you, in the bowels of Christ, think it possible you may be mistaken".

Γραφικός

Re: Γραφικότητες

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Γραφικός » 05 Ιαν 2019, 00:14

Ημερολόγιο γεμάτο ψέμματα
2

Πρώτες πρωινές ώρες. Αποφάσισα να πάω στο ουζερί της κυρα-Μαίρης, που δουλεύει η Ράνια. Δεν πειράζει που δεν είμαστε πια μαζί, ήθελα να την δω. «Απέχει κάπου πέντε χιλιόμετρα, αλλά δεν γαμιέται» είπα «θα πάω με τα πόδια». Η ανάγκη μου να την δω ήταν τόσο μεγάλη που ρίσκαρα να πάω και να το βρω κλειστό. Κανονικά κλείνει κατά τις δώδεκα, αλλά αυτή τη στιγμή ήταν ανοικτό. Απ’ έξω άκουσα που έπαιζε σουινγκάκια και ντίξιλαντ. Πώς κι έτσι; Μπήκα μέσα, γύρω κόκκινο ξύλο και φκιαγμένο για μπαρ, θα είχαν κάνει ανακαίνιση. Η Ράνια καθόταν σε μία παρέα με συνομηλίκους της. Ανάμεσά τους ήταν κι ο πρώην της –δε θυμάμαι το όνομα, μόνο την κωλόφατσά του. Η Ράνια φορούσε κάτι πολύ τολμηρό και σέξι και πόνεσε περισσότερο που δεν ήταν δική μου. Πήγα από πάνω τους, όσο πιο βαρύς μπορούσα, και χαιρέτησα. Αυτή με κοίταζε γεμάτη οργή.
-Θέλω να μαλώσεις με τον –τ’ όνομα του πρώην της.
Του έριξα μια ματιά Ήταν ντούκι, δεν είχα καμία ελπίδα.
-Από πού κι ως πού;
-Τόσο καιρό δεν μου πρόσφερες τίποτα. Δεν έκανες τίποτα να αποδείξεις ότι σου αξίζω. Ούτε την παραμικρή θυσία. Πού και πού κέρναγες κανένα ποτό και νόμιζες πως καθάριζες, σε όλα τα άλλα ήσουν δύσκολος. Τώρα θέλω να πλακωθείτε. Τι λες; Με κοίταζε με προσμονή.
Τσέκαρα τον πιτσιρικά να δω μπας κι ήταν καθόλου πιο λογικός. Τα μάτια του έσταζαν μίσος. Του έγνεψα «όχι» με ζαρωμένα χείλια, σα να του λέω «δε χρειάζεται», σα να του έκανα χάρη.
-Λέω να μου φέρεις ένα μπουκάλι τσολιά. Θα κάτσω έξω.
Βγήκα στο μπαλκόνι και περίμενα τον τσολιά μου και σκεπτόμουνα ότι η μετατροπή από ουζερί σε τζαζ μπαρ πρέπει να έγινε αστραπιαία. Φάνηκε ο ήλιος. Πότε πρόλαβε; Ούτε τρεις δεν ήταν όταν ήρθα. Μα, έτσι κι αλλιώς το μαγαζί της κυρα-Μαίρης δεν βλέπει στην Ανατολή. Να δεις που κοιμάμαι πάλι.
Όταν σηκώθηκα το ρολόι έδειχνε εννιά. Από τότε που έκλεισα το μαγαζί το θεωρώ νωρίς. Σκέφτηκα ότι η μάνα μου είχε τα δίκια της. Το σπίτι της το έχω κάνει χάλια. Η κακομοίρα έχει να πληρώνει θεραπευτή, έχει να πληρώνει και ψυχίατρο στον ακαμάτη τον γιο της. Να δεις που θα την καταστρέψω στο τέλος. Άρχισα να μαζεύω τα πράματα που ήταν χάμω: τεύχη του σινεμά από το 1996, κόμιξ του τερζόπουλου, πατημένα cd… να και το banner #4, το πρώτο αμετάφραστο υπερηρωικό κόμικς που αγόρασα ποτέ. Να και το Wolverine #175, υποτίθεται ότι θα τον σκότωνε η μάρβελ, εγώ δεν ήξερα ότι μετά τους ξαναζωντανεύουν κι είχα στεναχωρηθεί. Να και το τεύχος του Jazz & Τζαζ που μου σύστησε τον John McLoughlin με ένα απίστευτο cd -κάπου το έχασα κι αυτό, ίσως τότε που δούλευα dj, και δεν το ξαναβρήκα πουθενά. Όλο αυτό το μεγάλο μέρος από το παρελθόν μου απαξιωμένο στο πάτωμα. Βλέποντάς τα μ’ είχε πιάσει νοσταλγία και μια ανάγκη να αποκορυφώσω το μελό που τελούνταν μέσα μου ή να τα ξεγράψω και να ξαναρχίσω απ’ την αρχή –να θέμα συζήτησης με την θεραπεύτρια. Πάντως, ενώ στην αρχή είχα σκοπό να τα τακτοποιήσω, πήρα τελικά μια σακούλα σκουπιδιών και τα έριχνα μέσα με δύναμη. Δώστου και το μπλεκ, κι η περιπέτεια, και τα Λούκι Λουκ, και η πρώτη ελληνική έκδοση του Αστερίξ που μου είχε χαρίσει ο παππούς μου απ’ όταν την είχε αγόρασει για τον εαυτό του. Όμως έπεσα σε ένα τευχάκι που κοντοστάθηκα: Μπιμπίκι Μπλουζ #1 εκδοθέν το 2000. Παπάρια «εκδοθέν» ήταν, σε ένα φωτοτυπάδικο είχαμε πάει με τον Σαράντο κι είχαμε βγάλει εκατό αντίτυπα να τα δίνουμε στους φίλους μας. Ήταν κάτι κόμιξ που φτιάχναμε, στα πρότυπα του περιοδικού Βαβέλ. Εγώ έκανα το σενάριο κι αυτός το σχέδιο. Μια φορά που περπατούσαμε από το σχολείο μαζί με άλλους συμμαθητές μας είδε μια κοπελίτσα που δεν γνωρίζαμε και μας είπε «εσείς είστε ο… οι… ΤΟ ΜΠΙΜΠΙΚΙ» Εμείς, καμαρωτοί σαν γύφτικα σκερπάνια, είπαμε κάτι σαν «ναι, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα». Οι άλλοι δεν είχανε ιδέα γιατί καμαρώναμε όταν μας έλεγαν «μπιμπίκι» και τους φάνηκε πολύ αστείο. Μας το κόλλησαν και για πολύ καιρό έτσι μας φωνάζανε όλοι. Εμείς αγκαλιάσαμε το παρατσούκλι και το φορούσαμε σαν παράσημο. Όταν κανένα γκομενάκι μας ρώταγε «γιατί σας λένε μπιμπίκι;» εμείς παίρναμε το ύφος του ήρωα που έχει κουραστεί να μιλάει για τα κατορθώματά του κι απαντούσαμε «δεν είναι τίποτα, κάνουμε κάτι κόμιξ». Για λίγο καιρό ήμασταν μικροδιασημότητες στο νησί.
Δεν μπόρεσα να αντισταθώ να το ανοίξω. Στην πρώτη σελίδα είχε αφιέρωση:

Στον έναν, τον απίστευτο, τον φοβερό, τον υπεργαμάτο,
Στον καλύτερο εαυτό που θα μπορούσε να έχει κανείς
Σ’ αγαπώ πολύ.

Κι από κάτω η υπογραφή μου.

Το ότι είχα κάποτε τέτοια σχέση με τον εαυτό μου μοιάζει με ψέμα, με σελίδα από φάνταζι μυθιστόρημα. Διάβασα μέσα. Νομίζω ότι ήμουν καλός, καλύτερος απ’ ότι τώρα στο να γράφω. Υπήρχε εσκεμμένη, παντελής έλλειψη πλοκής, αλλά κάθε σελίδα είχε τόσες λογικές ανατροπές που κρατούσε το ενδιαφέρον. Έπεσα σε μία σελίδα που ένας τύπος κυνηγούσε μια γκόμενα. Στον δρόμο του κλέβουν το αμάξι, τον ληστεύουν, τον απαγάγουν εξωγήινοι, αλλά αυτός επιμένει να την κυνηγάει. Το όνομά της: Ράνια. Κοίτα σύμπτωση, πώς μας ήρθε; Απ’ ότι θυμάμαι δεν ξέραμε καμιά Ράνια τότε. Μπορεί να ήταν καμιά κοπέλα που γούσταρε ο Σαράντος και μου είχε ζητήσει να ονομάσω έτσι τον χαρακτήρα.
Ξαφνικά με χτύπησε σαν μπουλντόζα η σκέψη: όταν το μοιράζαμε αυτό, η Ράνια ήταν δύο χρονών. Με κυρίεψε μια σιχασιά για τον εαυτό μου τόσο έντονη που πήγα να λιποθυμήσω. Δεν είχε σχέση με θλίψη, ήταν σα να μύρισα την πιο διαπεραστική μυρωδιά του κόσμου. Αυτές τις σκέψεις, μου έχει πει η Σάρα, η θεραπεύτρια, πρέπει να τις απομακρύνω πάση θυσία με το που εμφανίζονται. Κάθισα κάτω, πήρα βαθιές ελεγχόμενες ανάσες κι άδειασα όσο μπορούσα το μυαλό μου. Σηκώθηκα κι έριξα στην σακούλα το μπιμπίκι μπλουζ. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε η μάνα μου.
-Καλημέρα Μαρία. Πώς και ξανάρθες τόσο γρήγορα; Σου έλειψα;
Μου είπε πως πραγματικά της είχα λείψει, είτε γιατί το εννοούσε είτε γιατί ήξερε ότι μου κάνει καλό. Μου ανακοίνωσε ότι θα έφτιαχνε το σπίτι ο κόσμος να χαλάσει. Ήταν ευχάριστη έκπληξη για αυτή το ότι είχα αρχίσει να το φτιάχνω μόνος μου.
-Γιατί τα πετάς όλα αυτά καλέ; Θα κοστίζουν μια περιουσία.
-Τι λέει ρε Μαρία; Δεν έχεις άλλες δουλειές; Μην εκμεταλλεύεσαι που ξέχασα να κλειδώσω την πόρτα.
-Κλειδωμένη την είχες, αλλά την ξεκλείδωσα. Αυτό μας έλειπε να μου πάρεις και το κλειδί από το σπίτι μου.
Νοητή σημείωση ότι πρέπει ν’ αλλάξω κλειδαριά.
-Είδες καθόλου την Ψιλοκυβίνη;
-Ναι, κάθεται στον κήπο.
Με είδε λοιπόν που πετούσα την πραμάτεια μου, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα αν δεν αδειάσει το πάτωμα, ρώτησε:
-Τι πετάμε;
-Ό,τι βλέπεις.
-Τα πάντα;
Η μεγάλη ένσταση που πρόδινε η φωνή της με εκνεύρισε.
-Αμάν πια, μπορείς να δεχτείς τίποτα χωρίς ενστάσεις;
Πετούσαμε κι οι δυο μέχρι που χτύπησε το κινητό μου. Είδα τον αριθμό. Δεν τον είχα στη μνήμη. Σκέφτηκα «κανένας πελάτης θα είναι που δεν έχει προλάβει να πληροφορηθεί ότι έκλεισα» και το σήκωσα.
-Παρακαλώ;
-Γεια σου Δήμο.
Γυναικεία φωνή, κάτι μου θυμίζει από παλιά.
-Γεια χαρά, πήγα να προσποιηθώ αποτυχημένα ότι κατάλαβα την συνομιλήτριά μου.
- Η Λίνα είμαι.
-Γεια σου ρε Λίνα. Πάνε οχτώ χρόνια. Πού με θυμήθηκες;
- Είμαι στα μέρη σου κι αναρωτήθηκα να θες να πάμε για κανένα καφέ.
-Και το ρωτάς; Εννοείται. Πότε;
-Μπορείς σε κανένα δίωρο;
-Ναι, αμέ! Πώς δεν μπορώ.
-Ωραία λοιπόν. Τα λέμε στη μία.
-Τα λέμε.
Όχι η Λίνα ρε γαμώ το. Δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω κι αυτό ΤΩΡΑ.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος Γραφικός την 05 Ιαν 2019, 02:00, έχει επεξεργασθεί 2 φορές συνολικά.


Απάντηση

Επιστροφή στο “Λογοτεχνία”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών