Ἐνεβολιάσθην, διὰ δευτέραν φοράν, ἱὲρ λ' ἀπρὲ-μιντί, ἀ τρουὰ ζ-ἕρ,
ἐπιστρέψας δὲ ἐνωρίτερον καὶ πφαϊβζερισθείς, εἶδον ταῖς γάταις μου
μὲ ἕτερον, λαμπερότερον μάτι. Ὄχι, βρέ, δὲν ἔχω καὶ τρίτο μάτι! Μὲ
τὰ ἴδια λὲ-ζιέ, ποὺ ἔχω, εἶδα καὶ Χουανίτο καὶ Λολὸ καὶ Μπαρντό,
ἀλλὰ γνωρίζων πλέον ὅτι ἕνα "νιάου" μὲ χωρίζει ἀπὸ τὰ γατιά μου,
γι' αὐτὸ θὰ ἐξακολουθήσω νὰ φοράω μάσκα. Τὸ δικό μου "νιάου"
δὲν πείθει. Χρειάζομαι Λογοτεχνίαν ὁλόκληρην καὶ ἀτελείωτον γιὰ
νὰ πείσω πὼς ἀξίζω κι' ἐγὼ κέλκε σόζ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο!... Ἄχ,
πουρκουὰ νὰ μὴν εἶμαι γάτος;
